Ανήλικοι εν δυνάμει παραβάτες και αστυνόμευση εν καιρώ κρίσης: Όψεις μιας ποιοτικής έρευνας

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΑΣΠΑΡΙΝΑΤΟΥ

 

 Ανήλικοι εν δυνάμει παραβάτες και

αστυνόμευση εν καιρώ κρίσης:

Όψεις μιας ποιοτικής έρευνας[1]

 

Μαργαριτα Γασπαρινατου*

 

Α. Εισαγωγή

Στην παρούσα μελέτη θα παρουσιαστούν ορισμένοι προβληματισμοί με άξονα τα πρωτογενή δεδομένα που παρήχθησαν κατά τη διενέργεια ποιοτικής έρευνας με διεξαγωγή συνεντεύξεων, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με τίτλο «Επικινδυνότητα και Νεανική παραβατικότητα. Διαστάσεις και Επανοριοθετήσεις στην Κοινωνία της Διακινδύνευσης».[2]

Ως κύριος στόχος της έρευνας τέθηκε, μεταξύ άλλων, η διερεύνηση των στάσεων και αντιλήψεων των λειτουργών της ποινικής δικαιοσύνης γύρω από την παραβατικότητα των ανηλίκων και την αντιμετώπισή της με αφετηρία την παραδοχή ότι οι επιμέρους νοηματοδοτήσεις των επαγγελματιών, που πλαισιώνουν τις δομές του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, συντελούν στη συγκρότηση και κατασκευή τόσο του ίδιου του φαινομένου όσο και της θεσμικής διαχείρισης του. Η παραδοχή αυτή εδράζεται στην ερμηνευτική θεώρηση[3] και στα θεωρητικά ρεύματα που διατυπώθηκαν στον αντίποδα του θετικιστικού παραδείγματος,[4] με προεξάρχοντα τη θεωρία της ετικέτας (Tannenbaum, Lemert, Becker, Kitsuse, Goffman), τις θεωρίες της σύγκρουσης (Vold, Turk, Quinney, Chambliss) και την Κριτική Εγκληματολογία (Bonger, Taylor, Walton, Young, Baratta, Hall, Cohen κ.α) [5]

Ταυτόχρονα, οι συμμετέχοντες στην έρευνα λειτούργησαν ως πληροφορητές αναφορικά με τις καθημερινές πρακτικές που αναπτύσσονται στον επαγγελματικό τους χώρο, πρακτικές που διαμορφώνουν εν τέλει το περιεχόμενο της θεσμικής απάντησης απέναντι στην παραβατικότητα των ανηλίκων. Βασικό ερώτημα στην κατεύθυνση αυτή υπήρξε η ενδεχόμενη διάσταση ανάμεσα στους νομοθετικά προσδιορισμένους στόχους και την καθημερινή πρακτική, όπως η τελευταία αναπτύσσεται σε κλειστά και αυστηρά δομημένα θεσμικά πλαίσια. Με άλλα λόγια εξετάστηκε αυτό που η κριτική θεωρία, αντλώντας από την ευρύτερη παράδοση του νομικού ρεαλισμού έχει περιγράψει ως διάσταση ανάμεσα στον νόμο, όπως αποτυπώνεται στα βιβλία και το νόμο, όπως εφαρμόζεται στην πράξη (law in books and law in action). [6]

Για την παραγωγή[7] των δεδομένων επιλέχθηκε ως πρόσφορο εργαλείο η μέθοδος της σε βάθος ημι-δομημένης συνέντευξης με επαγγελματίες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης[8] και συγκεκριμένα με επιμελητές ανηλίκων, δικαστικούς λειτουργούς και αστυνομικούς. Η συγκρότηση του δείγματος πραγματοποιήθηκε με γνώμονα την προσφορότητα των ερευνητικών υποκειμένων και βασικό κριτήριο την εμπειρία και την γνώση τους  για το ερευνώμενο αντικείμενο.[9] Παράλληλα, κατά την συγκρότηση του δείγματος συνδυάσαμε γεωγραφικά και κοινωνικά κριτήρια, ενώ επικουρικά για τον εντοπισμό των πρόσφορων και σημαντικών υποκειμένων καταφύγαμε και στη μέθοδο της χιονοστιβάδας.[10] Σημαντική παράμετρος για την ευόδωση αυτής της επικουρικής μεθόδου ήταν η ανεύρεση σε αρχικό στάδιο ανθρώπων που έχαιραν υψηλής εκτίμησης στο χώρο τους (άνθρωποι κλειδιά -key persons), οι οποίοι δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες στην επικοινωνία μας με άλλους συναδέλφους τους. [11]

Από την άλλη, ένα σχετικό ζήτημα που μας απασχόλησε κατ’ επανάληψη ήταν η έκταση του ερευνώμενου δείγματος. Η επιλογή που ακολουθήθηκε ήταν η παραγωγή ποιοτικών δεδομένων μέσω συνεντεύξεων μέχρι κορεσμού (saturation) των ερευνητικών ερωτημάτων, μέχρι δηλαδή σχηματισμού επαρκούς εικόνας για τα ερευνητικά ερωτήματα.[12] Στην πράξη το σημείο κορεσμού έρχεται όταν αρχίσουν σε μεγάλο βαθμό να επαναλαμβάνονται οι απαντήσεις των ερωτώμενων και ο ερευνητής αρχίζει να αποκτά μία σαφή εικόνα για το ερευνώμενο αντικείμενο.[13]

Κατόπιν τούτων, το τελικό ερευνητικό μας δείγμα διαμορφώθηκε από: α) 18 επιμελητές ανηλίκων υπηρετούντες ή υπηρετήσαντες στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων Αθηνών και Πειραιά τη τελευταία πενταετία β) 14 δικαστικούς λειτουργούς μεταξύ των οποίων εισαγγελείς ανακριτές, πρωτοδίκες αλλά και εφέτες, υπηρετούντες ή υπηρετήσαντες τη δεκαετία 2003-2013 στα Δικαστήρια Ανηλίκων Αθηνών και Πειραιά και γ) 12 αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας υπηρετούντες ή υπηρετήσαντες σε τμήματα ασφαλείας της διοικητικής περιφέρειας Αττικής με εμπειρία στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι συνεντεύξεις ήταν ανώνυμες και για λόγους διασφάλισης της ανωνυμίας στις απαντήσεις που ακολουθούν χρησιμοποιείται για όλους τους συμμετέχοντες το αρσενικό γένος ενώ κάθε πληροφορητής αναγνωρίζεται μ’ ένα γράμμα που υποδηλώνει την ιδιότητα του (Ε = Επιμελητής Ανηλίκων, Δ =Δικαστικός λειτουργός και Α= Αστυνομικός) και έναν αύξοντα αριθμό.

Από τα ευρήματα της εκτεταμένης αυτής έρευνας θα επικεντρωθούμε στην παρουσίαση και ανάλυση ενός αποκλειστικά ερωτήματος που διερευνά τον τρόπο και τους όρους αστυνόμευσης των ανηλίκων. Σε πρώτο στάδιο θα παρουσιαστεί η οπτική των επιμελητών ανηλίκων, στη συνέχεια η οπτική των δικαστικών λειτουργών και τέλος η οπτική των αστυνομικών. Ειδικότερα η ερώτηση που απευθύνθηκε στους επιμελητές ανηλίκων και στους δικαστικούς λειτουργούς ήταν η εξής: «Πώς αντιμετωπίζει γενικά η αστυνομία τους ανήλικους παραβάτες;» Το ερώτημα διατυπώθηκε με διαφορετικό τρόπο στους αστυνομικούς, στους οποίους απευθύναμε την εξής ερώτηση: «Συχνά διατυπώνονται προς τον συνήγορο του παιδιού αλλά και στις υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων παράπονα και καταγγελίες τόσο από τους ανηλίκους όσο και τους γονείς τους για ανάρμοστη συμπεριφορά αστυνομικών και για απαγόρευση επικοινωνίας με τους γονείς τους κατά την κράτηση τους στα αστυνομικά τμήματα; Έχετε αντιληφθεί τέτοια περιστατικά; 

Β. Η βία στην αστυνομική πρακτική
i. Η οπτική των επιμελητών ανηλίκων

Η πλειονότητα των ερωτηθέντων επιμελητών (15 από τους 18) τονίζει εμφατικά την ύπαρξη εκτεταμένης αστυνομικής βίας εις βάρος των ανηλίκων (Ε1, Ε2, Ε3, Ε5, Ε6, Ε7, Ε8, Ε10, Ε11, Ε12, Ε14, Ε15, Ε16, Ε17, Ε18). Η γνώση τους αυτή προκύπτει από τις αφηγήσεις των ανηλίκων κατά το στάδιο διενέργειας της κοινωνικής έρευνας, οι οποίοι αναφέρουν συστηματικά και σε μεγάλο βαθμό περιστατικά κακομεταχείρισης. Η βία αυτή είναι είτε λεκτική είτε ψυχολογική είτε σωματική και εκδηλώνεται κυρίως κατά τη σύλληψη, την αστυνομική προανάκριση και την παραμονή των ανηλίκων στα αστυνομικά τμήματα. Είναι σημαντικό πως όλοι οι επιμελητές ανηλίκων διαχωρίζουν τη συμπεριφορά των αστυνομικών της ειδικής υποδιεύθυνσης ανηλίκων της Γ.Α.Δ.Α από τους αστυνομικούς των περιφερειακών αστυνομικών τμημάτων και τους αστυνομικούς που υπηρετούν σε ειδικές μονάδες της αστυνομίας (όπως είναι οι ομάδες ΖΗΤΑ, ΔΕΛΤΑ και ΔΙΑΣ). Έτσι από τις απαντήσεις προκύπτει πως οι όποιες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των ανηλίκων λαμβάνουν χώρα είτε στο δρόμο στο πλαίσιο αστυνομικών ελέγχων, είτε σε συλλήψεις και προανακρίσεις που διενεργούνται από τα περιφερειακά Α.Τ.

Παράλληλα σημειώνουν υψηλό βαθμό παραβιάσεων σε συλλήψεις ανηλίκων κατά την διάρκεια δημοσίων συναθροίσεων ή κοινωνικών κινητοποιήσεων. Τις υποθέσεις αυτές τις χειρίζεται ως επί το πλείστον η κρατική ασφάλεια και  οι ειδικές μονάδες μέτρων τάξης όπως οι μονάδες των ΜΑΤ και της ΥΜΕΤ. Όπως μάλιστα επισημαίνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία αυξημένη επισήμανση και δίωξη αδικημάτων που σχετίζονται με την ιδεολογία και στρέφονται κατά της πολιτειακής εξουσίας και της δημόσιας τάξης, όπως αντίσταση, απείθεια, διατάραξη της οικιακής ειρήνης, και φθορά δημόσιας περιουσίας, τα οποία διώκονται παράλληλα με αδικήματα όπως κακόβουλη βλασφημία, εξύβριση και σωματική βλάβη κατά αστυνομικού (επικίνδυνη και απλή). Δεν είναι λίγες μάλιστα οι περιπτώσεις που κάποια από αυτά τα αδικήματα όπως για παράδειγμα η διατάραξη κοινής ειρήνης και η φθορά δημόσιας περιουσίας εισάγονται με την επιβαρυντική διάταξη της τέλεσης με καλυμμένα ή αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου, με τον γνωστό κουκουλονόμο, που τα καθιστά κακουργήματα. (επιβαρυντική διάταξη της παρ. 3 του αρ. 189 & της παρ. 5 του αρ. 382ΠΚ-N. 3772/2009).

Οι περισσότεροι ερωτηθέντες συνδέουν αυτές τις υποθέσεις με την οικονομική κρίση αφενός διότι οι ανήλικοι γίνονται δέκτες μίας συσσωρευμένης κοινωνικής αγανάκτησης εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την αντίδραση τους  και αφετέρου διότι παρατηρείται μία συνολική τάση αυστηροποίησης και μηδενικής ανοχής του διωκτικού μηχανισμού αλλά και μέρους του κοινωνικού σώματος απέναντι σε αντιδρώντες.

Τρεις ωστόσο, επιμελητές απαντούν με μεγαλύτερη επιφύλαξη λέγοντας ότι ναι μεν οι ανήλικοι αναφέρουν περιστατικά κακομεταχείρισης λεκτικής ή σωματικής αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούν να γνωρίζουν την αλήθεια, καθώς τα περιστατικά αυτά δεν ακολουθούν τη δικαστική οδό και δεν καταγγέλλονται επισήμως. Περαιτέρω, όπως επισημαίνουν, δεν αποκλείεται οι αναφορές αυτές να χρησιμοποιούνται τόσο από τον ανήλικο όσο και από τους γονείς του χειριστικά με στόχο να αποσπάσουν μία ευνοϊκή μεταχείριση τόσο από την υπηρεσία όσο και από το δικαστήριο (Ε4, Ε9, Ε13). Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν περιστατικά κακομεταχείρισης αλλά σίγουρα δεν είναι η πλειοψηφία(…) Σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως δεν υπάρχει βιαιοπραγία ή κατάχρηση εξουσίας» (Ε4), «Δεν ξέρουμε. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχει ειδική μεταχείριση. Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί βιαιοπραγίες αλλά δεν αναφέρονται με μεγάλη συχνότητα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανηλίκων δεν έχει προχωρήσει σε μήνυση. Και πολλές φορές λένε και ψέμματα» (Ε9). Οι επιφυλάξεις, ωστόσο, αυτές μάλλον αντικρούονται από την συνεχή και συστηματική αναφορά τέτοιων περιστατικών στην ΥΕΑ. Όπως παρατηρεί ένας επιμελητής: «Δε νομίζω ότι όλα τα παιδιά λένε ψέματα. Δεν το αναφέρουν ένα ή δύο παιδιά. Το λένε συστηματικά» (Ε14), ενώ άλλος συνάδελφος του συμπληρώνει «μιλάμε για μία σταθερή συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά» (Ε6).

Ειδικότερα, τα περιστατικά αστυνομικής βίας και παραβίασης των δικαιωμάτων των ανηλίκων λαμβάνουν κυρίως τις ακόλουθες μορφές:

α) Στιγματισμός συγκεκριμένων ανηλίκων σε ορισμένες περιοχές και τακτικός υπέρ του δέοντος έλεγχος τους από τις αστυνομικές αρχές. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ερωτώμενος: «Θυμάμαι ένα παιδί που μου είπε ότι ήθελε να φύγει από την χώρα. Θεωρούσε ότι είχε στιγματιστεί από την αστυνομία γιατί τον σταματούσαν και του έκαναν συνεχώς ελέγχους χωρίς λόγο. Είχα μάλιστα μεσολαβήσει σε ένα Α.Τ για ένα παιδί γιατί τον εκφόβιζαν παντού. Τον σταματούσαν διαρκώς για σωματικούς ελέγχους στο σχολείο, στα Goody’s….παντού!» (Ε3)

β) Εξευτελισμός του ανηλίκου κατά τον έλεγχο από τις αρχές με διαπόμπευση ή με εξαναγκασμό αφαίρεσης της ένδυσης του. Χαρακτηριστικά είναι τα λεγόμενα δύο ερωτηθέντων: «Σε άλλες περιπτώσεις οι αστυνομικοί σταμπάρουν τα παιδιά και τους ψάχνουν κάθε τρεις και λίγο. Σε περιστατικά έξω από την Αθήνα τα παιδιά ανέφεραν ότι τους σταμάταγαν, τους έβγαζαν τα ρούχα και τους έψαχναν. Είναι πολύ συνηθισμένα αυτά τα περιστατικά» (Ε11), ενώ αντίστοιχα άλλος συνάδελφος του επισημαίνει «Υπάρχει όμως και το πολύ κακό πρόσωπο της αστυνομίας όπως για παράδειγμα ορισμένοι αστυνομικοί της ομάδας ΖΗΤΑ από ότι θυμάμαι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τρόμο στα παιδιά σε κάτι δασάκια και στον έλεγχο τους ζητούσαν να ξεγυμνώνονται (…)»(Ε3)

γ) Προπηλακισμός, εξύβριση και άσκηση σωματικής βίας κατά τη διάρκεια της σύλληψης, ειδικά αν η σύλληψη πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια δημόσιας συνάθροισης ή πολιτικής διαμαρτυρίας ή ο ανήλικος ανήκει σε ευάλωτη κοινωνική ομάδα, όπως είναι οι Ρομά και οι μετανάστες.

Ενδεικτικές είναι οι περιγραφές δύο περιστατικών που περιγράφουν δύο επιμελητές ανηλίκων (Ε8 και Ε12) από συλλήψεις ανηλίκων σε κοινωνικές κινητοποιήσεις:

« (…)Το ξύλο που έφαγε η κοπέλα που σας ανέφερα ήταν στο δρόμο κατά τη διάρκεια μίας πορείας (…)] Ήταν από την πλευρά των δημοσιογράφων (…) πολύ κοντά στα ΜΑΤ. Από εκεί (…) την έπιασαν. Βγήκε ένας από την διμοιρία και την έπιασε. Σχημάτισαν κλοιό, έκαναν ασπίδα για να μην βλέπει κανείς και εκεί άρχισαν να την χτυπάνε. Ήταν πεσμένη κάτω και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε την πήγαν στη Γ.Α.Δ.Α και όχι σε νοσοκομείο» (Ε8)

«(…)Εκεί ένας αστυνομικός τον έπιασε με βία του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο και τον άφησε κάτω. Το άλλο παιδί είχε μείνει αποσβολωμένο σε μικρή απόσταση να κοιτάζει όσα διαδραματίζονταν. Τον πλησίασαν και του έκαναν τα ίδια. Τον χτυπούσαν κρατώντας τον ακίνητο και τον χτυπούσαν με βιαιότητα. Τον συνέλαβαν τον έβαλαν να κάτσει στο πεζοδρόμιο και άρχισαν να τον χτυπούν. Μόλις άκουσαν ότι είναι Αλβανός άρχισε νέος γύρος χτυπημάτων. Τον έφτυναν, του άρπαζαν με δύναμη το κεφάλι και το χτυπούσαν στο πεζοδρόμιο και του πατούσαν το χέρι. Όλοι του έλεγαν ότι μπορούν να τον σκοτώσουν και ότι κανείς δεν θα τον ψάξει.(…) Όπως μου δήλωσαν τα παιδιά ούτε έφεραν κάτι πάνω τους, ούτε φορούσαν κουκούλα. Το παιδί από το φόβο του στη ΓΑΔΑ τα «έκανε πάνω του». Τούτο διατηρήθηκε μέχρι την προσαγωγή του στην ανακρίτρια (…) (Ε12.

δ) Απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ανηλίκου σε μαζικές δημόσιες συναθροίσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ανηλίκου που συνελήφθη σε δημόσια συγκέντρωση και όταν άρχισαν οι διαπληκτισμοί των αστυνομικών με τους διαδηλωτές τον χρησιμοποίησαν ως ασπίδα απέναντι στο πλήθος που έριχνε πέτρες ( Ε3 ).

ε) Αφαίρεση κινητού ή κάρτας sim κατά την σύλληψη. Όπως αναφέρει ερωτώμενος: «(…) Τους παίρνουν τα κινητά. Τους γράφουν τις καταθέσεις και τους λένε βάλτε υπογραφή»(Ε8). Αντίστοιχα άλλος συνάδελφος του σημειώνει: «(…) Δεν ενημερώνουν τους γονείς ότι το παιδί βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα και υπάρχουν γονείς που ψάχνουν τα παιδιά τους όλο το Σαββατοκύριακο. Παίρνουν από τα παιδιά τα κινητά τους, τους βάζουν να υπογράψουν ό,τι να ’ναι’, για τους αλλοδαπούς διερμηνείς δεν υπάρχουν, έχουμε καταγγελίες για εκφοβισμό και κακοποίηση(…)» (Ε11).

στ) Απαγόρευση επικοινωνίας με τους γονείς τους σε σημείο να υπάρχουν περιπτώσεις γονέων που δήλωσαν εξαφάνιση του παιδιού τους στην αστυνομία  (Ε1, Ε2, Ε3). Όπως αναφέρει επιμελητής: «Τα πιάνουν και αντί να ενημερώσουν το γονιό ο γονέας το μαθαίνει μία ή δύο μέρες αργότερα. Υπήρχε και γονέας που δήλωσε στην αστυνομία εξαφάνιση του παιδιού του» (Ε3)

ζ) Εξευτελισμός κι εκφοβισμός στα αστυνομικά τμήματα κατά τη διάρκεια της κράτησης είτε με λεκτική, ψυχολογική και σωματική βία είτε με εξαναγκασμό αφαίρεσης της ένδυσης του ανηλίκου.  Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά επιμελητής: «Ένα παιδί μου είπε ότι σε ένα βράδυ τον ανάγκασαν να γδυθεί για να του κάνουν σωματικό έλεγχο σε 4 ώρες τρεις φορές. Ήταν Έλληνας κι ένιωσε φοβερά προσβεβλημένος. Και τον έβαζαν να γδυθεί μόνος σε ένα δωμάτιο παρουσία ενός συγκεκριμένου αστυνομικού (Ε2)».

η) Άσκηση σωματικής βίας στα αστυνομικά τμήματα είτε ως μέσο απόσπασης ομολογίας είτε με στόχο την απόσπαση πληροφοριών. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ε16: «Τα παιδιά είναι τα εύκολα θύματα, ο εύκολος στόχος, τους φορτώνουν όλα τα αδικήματα που έγιναν εκείνη την περίοδο, στην ίδια περιοχή. Έρχονται και μας το λένε τα παιδιά και ρωτάμε «μα καλά γιατί τα δέχτηκες;» και μας απαντούν «επειδή με έδειραν». Αντίστοιχα άλλος συνάδελφος του σημειώνει: «Υπάρχει σωματική και ψυχολογική βία. Μπορεί να τους ρίξουν και κάνα χαστούκι. Τους φορτώνουν διάφορα αδικήματα. Τους ασκείται πίεση να αποδεχτούν πράγματα που δεν έχουν κάνει. Μετά βέβαια του δίνεται η δυνατότητα στον ανακριτή και στο δικαστήριο να τα ανασκευάσουν αλλά δεν γίνονται πιστευτοί (…) (Ε14).

θ) Φωτογράφηση του ανηλίκου με ιδιωτικό κινητό από τους αστυνομικούς προς εκφοβισμό κατά την αστυνομική κράτηση. Όπως αναφέρεται σε περιγραφή επιμελητή «(…)Εκεί στον (Χ)  όροφο της ΓΑΔΑ ένας του τράβηξε το κεφάλι με δύναμη από τα μαλλιά πίσω και τράβηξε μία φωτογραφία με το κινητό λέγοντας του «για να σε θυμάμαι»…, ενώ αντίστοιχα άλλος συνάδελφος του περιγράφοντας άλλη ιστορία συμπληρώνει: «Φάγανε πολύ ξύλο στο αστυνομικό τμήμα και κάποιοι αστυνομικοί τους έβγαλαν και φωτογραφίες με τα κινητά τους (Ε18).

ι) Απαγόρευση δια ζώσης επικοινωνίας με γονείς ιδίως αν ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες όπως Ρομά και αλλοδαποί. «Αν είναι δε και αλλοδαποί δεν τους επιτρέπουν να μπούνε μέσα να δουν το παιδί τους» αναφέρει ο Ε8.

ια΄) Παρεμπόδιση επικοινωνίας με συνήγορο. «Πιο συχνά αναφέρονται περιστατικά λεκτικής βίας. Άλλες φορές εκφοβισμοί ως απειλές και ξυλοδαρμοί αλλά και υποχρέωση να υπογράψουν πράγματα. Περαιτέρω είναι κακές οι συνθήκες κράτησης, ενώ συχνά υπάρχει παρεμπόδιση επικοινωνίας με δικηγόρο» (Ε5).

ιβ΄) Υποχρέωση με άσκηση βίας ή απειλής αποδοχής και υπογραφής προκατασκευασμένων γραπτών καταθέσεων. Όπως αναφέρουν οι επιμελητές: «Τους φορτώνουν διάφορα αδικήματα. Τους ασκείται πίεση να αποδεχτούν πράγματα που δεν έχουν κάνει. Μετά βέβαια τους δίνεται η δυνατότητα στον ανακριτή και στο δικαστήριο να τα ανασκευάσουν αλλά δεν γίνονται πιστευτοί» (Ε14). «Πρόκειται για πάγια τακτική της αστυνομίας. Όλα τα παιδιά λένε ότι τους τα έδωσαν και τα υπέγραψαν. Τα έχουν έτοιμα εκ των προτέρων. Μόνο τα ονόματα αλλάζουν» (Ε15).

Οι πράξεις αυτές μέρος των οποίων εμπίπτουν στις αντικειμενικές υποστάσεις αδικημάτων όπως απειλή (333 ΠΚ), λόγω και έργω εξύβριση (361 ΠΚ) και σωματική βλάβη (308, 308Α, 309 & 310 ΠΚ), αλλά και παραβιάζουν βασικά δικονομικά δικαιώματα του κατηγορούμενου, όπως το τεκμήριο αθωότητας, η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης, η επικοινωνία με συνήγορο κτλ. στην πλειοψηφία τους δεν καταγγέλλονται από τους συλληφθέντες ανηλίκους και κυρίως από τους γονείς τους, υπό τον φόβο ενδεχόμενου στιγματισμού του ανηλίκου από την αστυνομία και εκδήλωσης αντιποίνων (Ε2, Ε3, Ε10, Ε11, Ε12, Ε13, Ε17, Ε18). Στις ελάχιστες περιπτώσεις που ασκήθηκε έγκληση όπως αναφέρουν οι επιμελητές, αυτή ανακλήθηκε πριν από την εκδίκαση της δικαστικής υπόθεσης εναντίον του ανηλίκου υπό τον φόβο αυστηρότερης μεταχείρισης από τους μάρτυρες παρισταμένους αστυνομικούς και το δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί πως ένας βασικός ανασταλτικός παράγοντας μη προσφυγής στα δικαστήρια και μη υποβολής έγκλησης είναι η αδύναμη οικονομική κατάσταση του ανηλίκου και της οικογένειας του, που καθιστά την θέση του ακόμη πιο ευάλωτη απέναντι στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Όπως σημειώνεται: «Σπάνια καταγγέλλονται και δεν φτάνουν στο δικαστήριο. Αφενός γιατί γνωρίζουν ότι κοστίζει και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν, καθώς προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ένα δύο φορές μου έχει τύχει να καταγγελθεί και στην πορεία απέσυραν την μήνυση γιατί όσο πλησιάζει και το δικαστήριο του παιδιού φοβούνται και αναρωτιούνται αν πρέπει να τα βρουν. Είναι ένας μοχλός πίεσης αυτός» (Ε13).

Τα πράγματα φαίνονται να περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, εφόσον ο ανήλικος ανήκει σε ευάλωτη κοινωνική κατηγορία, όπως οι Ρομά και οι μετανάστες. Η συμπεριφορά των αστυνομικών είναι απαξιωτική και προκατειλημμένη, ενώ η ευάλωτη κοινωνική θέση αυτών των ατόμων επιρρωνύει το αίσθημα ατιμωρησίας και απουσίας ελέγχου και λογοδοσίας των εκπροσώπων του διωκτικού μηχανισμού. Όπως σημειώνει ερωτηθείς επιμελητής: «Όταν δε οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν μειονοτικές ομάδες, όπως Ρομά και μετανάστες είναι ανεξέλεγκτοι» (Ε5). Συμπληρωματική είναι και η απάντηση του Ε2: «(…)Αλλιώς συμπεριφέρονται σε έναν ανήλικο Ρομά κι αλλιώς σε έναν δικό μας. Διαφορετική αντιμετώπιση έχει ένα παιδί που μένει σε άλλες περιοχές και διαφορετική αντιμετώπιση ένα παιδί που μένει από το ποτάμι και πάνω. Άλλη μεταχείριση έχουν τα αστυνομικά τμήματα των δυτικών προαστίων κι άλλη των Βορείων προαστίων. Τα τελευταία είναι κολέγιο» (Ε2).

Από την άλλη, εξαιρετικά δυσχερής στην αντιμετώπιση και δημοσιοποίηση αυτού του φαινομένου είναι η θέση της ΥΕΑ. Και τούτο διότι οι επιμελητές σημειώνουν στην έκθεση της κοινωνικής έρευνας που υποβάλλουν στο δικαστήριο και στην ενότητα που περιλαμβάνει την περιγραφή του περιστατικού τις συνθήκες σύλληψης και κράτησης (Ε2). Από εκεί και πέρα όμως δεν μπορούν λόγω του απόρρητου χαρακτήρα της έκθεσης και της συμβουλευτικής σχέσης να ενεργήσουν διαφορετικά. Όπως σημειώνει επιμελητής: «Δεν έχουμε δικαίωμα να πούμε τι γίνεται στα γραφεία μας» (Ε12). Πολλοί μάλιστα διευκρινίζουν πως με οποιαδήποτε περαιτέρω επισήμανση τους στο δικαστήριο διατρέχουν τον κίνδυνο να τους επικρίνει η έδρα για υπέρβαση του ρόλου τους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Ε2: «Μέσα στην κοινωνική έρευνα υπάρχει μία ενότητα που περιλαμβάνει την περιγραφή του περιστατικού από την πλευρά του ανηλίκου και το τι ακριβώς έγινε. Ένα μέρος της περιγραφής αφορά την σύλληψη και την κράτηση. Αν ο εισαγγελέας το διαβάσει καλώς. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Δεν είμαι συνήγορος του ανηλίκου. Ξέρω καλά πως αν πω κάτι παραπάνω η έδρα θα μου πει πως ο ρόλος που είναι διαφορετικός. Δεν είναι στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας η καταγγελία αλλά στην αρμοδιότητα του ανηλίκου και της οικογένειας του». Οι περισσότεροι επιμελητές συμβουλεύουν τους γονείς και τα παιδιά να απευθυνθούν στον Συνήγορο του Παιδιού, στον οποίο μάλιστα έχουν απευθυνθεί οργανωμένα ως υπηρεσία, γνωστοποιώντας το ζήτημα της υπέρβασης εξουσίας από την πλευρά των αστυνομικών (Ε11).

  1. ii. Η οπτική των δικαστικών λειτουργών

Οι δικαστικοί λειτουργοί κρατούν μία αμφίθυμη στάση απέναντι στο φαινόμενο με αποτέλεσμα οι απαντήσεις τους να αποκλίνουν αρκετά. Τέσσερις δηλώνουν πως δεν έχει υποπέσει κάτι στην αντίληψη τους χωρίς ωστόσο να παίρνουν ανοικτά θέση (Δ1, Δ2, Δ5, Δ8). Πέντε  σημειώνουν ότι οι ανήλικοι συχνά αναφέρουν στο ακροατήριο περιστατικά κακομεταχείρισης, δηλώνοντας ταυτόχρονα και την αδυναμία τους να διακριβώσουν την αλήθεια και να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια χωρίς να έχει υπάρξει έγκληση του παθόντος. Οι δυσκολίες εντείνονται μετά από την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος που μπορεί να αγγίζει τα δύο χρόνια. (Δ3, Δ6, Δ10, Δ13, Δ14). Τέλος, τέσσερις απαντούν πιο κατηγορηματικά θεωρώντας πως οι ισχυρισμοί αυτοί αποτελούν μία πάγια τακτική των ανηλίκων δραστών, που επιστρατεύουν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν το δικαστήριο και να αποφύγουν την τιμωρία, ιδίως αν πρόκειται για Ρομά οι οποίοι εύκολα επιρρίπτουν τις ευθύνες στους άλλους (Δ4, Δ7, Δ8, Δ9). Σε κάθε περίπτωση, οι δικαστικοί λειτουργοί διακρίνουν διαφορετική αντιμετώπιση των ανηλίκων ανάμεσα στην υποδιεύθυνση ανηλίκων της ΓΑΔΑ και τα περιφερειακά αστυνομικά τμήματα (Δ1, Δ4, Δ5, Δ6, Δ8, Δ14).

Ενδεικτικές της διαφοροποίησης των απαντήσεων είναι οι απαντήσεις των Δ10, Δ13 και Δ6. Έτσι σύμφωνα με τον Δ10 : «Δεν γνωρίζω στην πραγματικότητα. Δεν έχουμε εικόνα. Έρχονται στο Δικαστήριο μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, μαθαίνουμε διάφορες ιστορίες στο Δικαστήριο, ότι τους γδύνουν, τους χτυπάνε κ.τ.λ., αλλά μας έρχεται στο ακροατήριο σαν απλή πληροφόρηση. Τους ρωτάμε γιατί υπέγραψαν την κατάθεση και μας λένε «γιατί φοβόμουν». Δεν έχουμε όμως εικόνα. Στην Υποδιεύθυνση ανηλίκων έχουν εκπαιδευτεί ειδικά οι αστυνομικοί κι όλοι φέρονται ευγενικά. Δεν ξέρω τι γίνεται όταν συλλαμβάνονται διαδηλωτές ή τσιγγάνοι. Τα περιστατικά αυτά τα εμπιστεύονται κυρίως στους επιμελητές και δεν τα καταγγέλλουν συχνά στο ακροατήριο ούτε κάνουν μήνυση(Δ10)». Με την άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί και ο Δ13 «Ναι αναφέρονται περιστατικά κακομεταχείρισης αλλά στον χρόνο που τα αναφέρουν δεν είναι ελέγξιμα και ούτε μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Δηλαδή όταν αναφέρεται στο ακροατήριο είναι τουλάχιστον δύο χρόνια μετά την σύλληψη. Κι αν ο ανήλικος που είχε μαζί και τον γονιό του το άφησε και δεν έκανε κάποια ενέργεια εμείς δεν μπορούμε να το ελέγξουμε. Δεν αδιαφορούμε δηλαδή όταν τα ακούμε αλλά δεν μπορούμε να ελέγξουμε τίποτα όταν δεν γίνονται έγκαιρα οι καταγγελίες γιατί δεν έχει και νόημα. Δεν μου έχει τύχει ποτέ να έχει γίνει συγκεκριμένη καταγγελία και να περάσει έτσι». Ενώ πιο ανοικτά απαντά ο Δ6 σημειώνοντας «Αναλόγως. Υπάρχουν και περιπτώσεις που έχει ασκηθεί σωματική βία. Τους αντιμετωπίζουν όπως τους κοινούς εγκληματίες. Οι αστυνομικοί δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι. Αυτό συμβαίνει κυρίως στα περιφερειακά τμήματα και όχι στην ΓΑΔΑ. Οι αστυνομικοί δεν είναι εκπαιδευμένοι και δεν ξέρουν να τους μιλήσουν».

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί απέναντι στο ζήτημα της αστυνομικής βίας και της υπέρβασης εξουσίας των αστυνομικών αρχών απέναντι σε ανηλίκους συλληφθέντες είναι διχασμένοι. Ακόμα και αυτοί ωστόσο που αποδέχονται άμεσα ή έμμεσα την πρακτική αυτή δηλώνουν αδυναμία να προβούν σε οποιαδήποτε αυτεπάγγελτη ενέργεια χωρίς να έχει κινηθεί δικαστικά η πλευρά του παθόντος και της οικογένειας του με την κατάθεση έγκλησης. Η αδυναμία αυτή καθίσταται ακόμα πιο έντονη ύστερα από την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος από την τέλεση του περιστατικού.

iii. Η οπτική των αστυνομικών

Διερευνώντας τις απαντήσεις των αστυνομικών παρατηρούμε ότι όλοι οι αστυνομικοί δήλωσαν κατηγορηματικά πως πάντοτε ειδοποιούνται οι γονείς του συλληφθέντος ανηλίκου, πράγμα που δεν είναι πάντοτε εύκολο διότι σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να εντοπιστούν είτε γιατί οι ίδιοι εκμεταλλεύονται τα παιδιά τους, τα οποία τα έχουν συμβουλέψει να μην αποκαλύψουν την ταυτότητα τους είτε επειδή δεν καθίσταται δυνατό να ανευρεθούν από τις αρχές. Σε κάθε περίπτωση οι αστυνομικοί απαντούν σε απόλυτη συμφωνία ότι δεν μπορούν να «αφήσουν» ελεύθερο έναν ανήλικο εάν δεν εμφανιστεί κάποιος ενήλικας γονέας ή συγγενής πρώτου βαθμού να τον παραλάβει. Διαφορετικά είναι αναγκασμένοι να αναζητήσουν σε συνεργασία με την εισαγγελία κάποια στέγη φιλοξενίας για το παιδί, απευθυνόμενοι σε οργανώσεις όπως το χαμόγελο του παιδιού.

Αρκετά διαφοροποιημένες είναι, εντούτοις, οι απαντήσεις τους όταν καλούνται να τοποθετηθούν απέναντι στην ενδεχόμενη ύπαρξη φαινομένων κακομεταχείρισης. Πέντε αστυνομικοί είναι απολύτως αρνητικοί δηλώνοντας πως δεν υπάρχουν τέτοια περιστατικά, αποδίδοντας αυτές τις αιτιάσεις είτε σε αντιπερισπασμό προκειμένου να αποπροσανατολιστεί το δικαστήριο (Α3) είτε σε εμπάθεια των ανηλίκων, η στάση των οποίων έγινε εχθρική απέναντι στην αστυνομία μετά την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 (Α11).

Αντίθετα θετική και ξεκάθαρη είναι η απάντηση του Α8 ο οποίος αναφέρει: «Έχω ακούσει κι έχω δει κάποιες καταγγελίες. Καμιά φορά αυτά γίνονται από τον υπερβάλλοντα ζήλο των αστυνομικών προκειμένου να «βγάλουν» την υπόθεση ή να βρουν κι άλλα αδικήματα». Στην απάντηση αυτή η ενδεχόμενη παραβίαση των δικαιωμάτων εντοπίζεται κατά το στάδιο της προανάκρισης, όπου επιχειρείται από τον συλληφθέντα η απόσπαση ομολογίας ή άλλων πληροφοριών που θα βοηθήσουν το έργο της ασφάλειας.

Οι υπόλοιποι αστυνομικοί αποδέχονται σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων, τα οποία ωστόσο δεν αφορούν το τμήμα που υπηρετούν, διαχωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την θέση τους από συναδέλφους τους που «δεν κάνουν καλά την δουλειά τους» ή «αστυνομικά τμήματα που δεν λειτουργούν όπως πρέπει να λειτουργούν» (Α5). «Ναι υπάρχουν τέτοια περιστατικά» σημειώνει ο Α2 «Έχω ακούσει. Ευθύνονται και λίγο οι αστυνομικοί που χειρίζονται που χειρίζονται την υπόθεση. Κακώς για μένα. Ο τρόπος συμπεριφοράς μας σε έναν ανήλικο πρέπει να είναι τελείως διαφορετικός από ότι σε έναν ενήλικα. Όσον αφορά την υπηρεσία μου τα πήγαμε καλά. Δεν είχαμε παράπονα, ούτε παραβιάσεις».

Άλλος αστυνομικός εντοπίζει το ενδεχόμενο να υπάρξουν τέτοια φαινόμενα κατά την στιγμή της σύλληψης, ιδίως όταν ο συλληφθείς μοιάζει με ενήλικα. «(…) Εικάζω ότι ενδεχομένως να έχει υπάρξει κάποια κακομεταχείριση από τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα. Δεν τρέφω αυταπάτες, αλλά εδώ στην υπηρεσία ούτε έχω ακούσει, ούτε έχω δει κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως να υπάρχουν αυτά ιδίως κατά την σύλληψη. Όταν ένα παιδί είναι 17 χρονών μπορεί πιο εύκολα να του φερθούν ως ενήλικα» (Α6). Στην ίδια δε απάντηση θίγεται και το ζήτημα της διακρίβωσης της πραγματικής ηλικίας αλλοδαπών δραστών χωρίς χαρτιά., ιδίως σε περιπτώσεις συλληφθέντων από αφρικανικές χώρες όπως Νιγηρία, Πακιστάν κτλ. Οι αστυνομικοί θεωρούν πως οι μετανάστες είναι «δασκαλεμένοι» από οργανώσεις και ΜΚΟ να δηλώνουν ανηλικότητα, προκειμένου να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης του νόμου, χωρίς ωστόσο να είναι πράγματι ανήλικοι (Α9 ερ. 21 & Α6 ερ. 23). Η πεποίθηση τους αυτή ενδέχεται να διαμορφώνει και μία διαφορετική στάση απέναντι σε αυτήν την κατηγορία μεταναστών οι οποίοι κατά την γνώμη τους ψευδορκούν και εκμεταλλεύονται τις ρωγμές του συστήματος.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για το διερευνώμενο ζήτημα είναι οι απαντήσεις του Α4, ο οποίος αρνείται την ύπαρξη τέτοιων περιστατικών στην υπηρεσία του χωρίς όμως να τα αποκλείει για άλλα τμήματα. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Εδώ σε μας δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αν υπάρχει κάποια κακομεταχείριση υπάρχει κατά την στιγμή της σύλληψης από τα περιφερειακά αστυνομικά τμήματα. Αλλά αν σ’ ένα τμήμα με πολλή δουλειά όπως αυτό της Ομόνοιας ή του Αγ. Παντελεήμονα, έρθουν 3 ή 4 υποθέσεις ταυτόχρονα και συλληφθεί κι ένας ανήλικος ε τότε δεν θα τον κεράσουν και καφέ! Θέλω να πω ότι μέσα στον φόρτο εργασίας μπορεί να μην υπάρχει η μεταχείριση που αρμόζει σε έναν ανήλικο». Εντούτοις, είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος αστυνομικός σε αμέσως προηγούμενη ερώτηση, αναφορικά με τον τρόπο αντίδρασης των συλληφθέντων κατά την σύλληψή τους αναφέρει: «Εξαρτάται. Οι Αλγερινοί για παράδειγμα είναι σκληροί. Δεν σπάνε. Εάν σε έναν Έλληνα και σε έναν Ρουμάνο χώσω δύο σφαλιάρες  θα σπάσει. Οι αλγερινοί όμως δε σπάνε. Αυτοί κάνουν κουμάντο και στις φυλακές του Αυλώνα. Ο γύφτος δεν είναι σκληρός. Ο γύφτος θα σε σπρώξει θα προσπαθήσει να ξεφύγει αλλά δεν είναι σκληρός, δεν είναι αλγερινός. Αντίστοιχα και οι Αλβανοί είναι σκληροί κακοποιοί. Δεν έχουν αναστολές αυτοί οι άνθρωποι.»

Από τις ανωτέρω απαντήσεις προκύπτει ανάγλυφα το πλαίσιο παραβίασης βασικών δικονομικών δικαιωμάτων ανήλικων κατηγορουμένων. Η παραβίαση αυτή τελείται στο πλαίσιο μίας κανονικής πρακτικής και όχι μίας κατάστασης εξαίρεσης. Στην αντίληψη των ερωτηθέντων καλή είναι η θεωρία αλλά όταν στην πράξη σωρευθούν πολλά περιστατικά μαζί, οι αστυνομικοί του τμήματος που ούτως ή άλλως όπως είδαμε δεν έχουν κάποια ειδική εκπαίδευση ή επιμόρφωση γύρω από τα ζητήματα που αφορούν τους ανηλίκους θα χειριστούν το περιστατικό όπως χειρίζονται όλα τα άλλα. Κατ’αυτόν τον τρόπο είναι σημαντικό να κατανοηθεί πως η παραβίαση βασικών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν τελείται ως εξαίρεση αλλά ως κανόνας, που νομιμοποιείται στις καθημερινές πρακτικές διαχείρισης προβλημάτων και κρίσεων σε κλειστά επαγγελματικά πλαίσια, όπως η αστυνομία. Οι πρακτικές αυτές διαμορφώνονται μέσα από μία σύνθετη διαδικασία αλληλόδρασης υπό την επίδραση εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, όπως είναι ο όγκος εργασίας, η διοικητική ιεραρχία, αλλά και οι αντιλήψεις των λειτουργών αντίστοιχα. Οι αντιλήψεις αυτές αποτελούν ένα μίγμα προσωπικών στάσεων αλλά και συλλογικών αναπαραστάσεων που συντηρούνται και αναπαράγονται με συγκεκριμένο τρόπο σε δομημένους χώρους, αλληλοτροφοδοτώντας τις πρακτικές και τη συνέχεια του συστήματος.

Από την άλλη, από το δεύτερη απάντηση του Α4 προκύπτει η διαβάθμιση και η πρόσληψη της βίας στις αντιλήψεις των αστυνομικών. Έτσι, όταν τίθεται ευθέως η ερώτηση όλοι συλλήβδην οι αστυνομικοί αρνούνται την ύπαρξη τέτοιων κατακριτέων περιστατικών, προστατεύοντας το κύρος της υπηρεσίας τους. Αντίθετα, όταν σε άλλη ερώτηση, το επίμαχο ζήτημα δεν τίθεται με ευθύ τρόπο αναδεικνύεται μία έμμεση αποδοχή του φαινομένου. Το ενδιαφέρον ωστόσο αυτής της αντίφασης είναι ο τρόπος που προσλαμβάνεται η έννοια της βίας και της παραβίασης των δικαιωμάτων. Διότι από την ανωτέρω απάντηση προκύπτει πως στον αξιακό και πολιτισμικό κώδικα ορισμένων λειτουργών της αστυνομίας δύο «σφαλιάρες» δεν ισοδυναμούν με βία. Εντύπωση, ωστόσο προκαλεί και το ρήμα που χρησιμοποιείται προκειμένου να δικαιολογηθεί η χρήση της βίας. Στόχος είναι να «σπάσει» ο συλληφθείς προκειμένου να του αποσπαστεί ομολογία ή άλλες πληροφορίες.  Πρακτική που ασφαλώς δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλλά μία διαδεδομένη τεχνική εκφοβισμού, λεκτικής βίας, απειλής ή ξυλοδαρμού προκειμένου αφενός να «πειστεί» ο ανήλικος να συνεργαστεί με τις αρχές και αφετέρου να φοβηθεί, να του «σπάσει ο τζαμπουκάς» προς αποτροπή ενδεχόμενης επανάληψης της πράξης του.

Ως προς το τελευταίο είναι χαρακτηριστικές οι απαντήσεις της συγκεκριμένης κατηγορίας αναφορικά με τον τρόπο αντίδρασης των ανηλίκων. Οι ερωτηθέντες διακρίνουν τους ανηλίκους σε δύο ομάδες. Αυτούς που συλλαμβάνονται για πρώτη φορά, οι οποίοι είναι ήπιοι, συνεργάσιμοι και φοβισμένοι και αυτούς που έχουν συλληφθεί κι άλλες φορές, έχουν ξαναπεράσει την διαδικασία, είναι αντιδραστικοί, σκληροί ή αδιάφοροι. Όπως αναφέρει ερωτηθείς αστυνομικός «η αδιαφορία και η έλλειψη ειλικρινούς μεταμέλειας μαρτυρά το κοινωνικό τους υπόβαθρο, τους δεσμούς τους με την οικογένεια και τα ιδανικά που παίρνουν από τους γονείς τους. Δεν θα έλεγα ότι είναι ιδίωμα των συλληφθέντων ανηλίκων η μεταμέλεια» (Α5).

Γ. Η νέα ιδεολογική ηγεμονία του φόβου και το «κράτος ασφάλειας»

Από τις ανωτέρω απαντήσεις προκύπτει πως η άσκηση βίας σε βάρος των ανηλίκων και η εκτεταμένη παραβίαση των δικαιωμάτων τους εντάσσεται στο πλαίσιο μίας κανονικότητας, και δεν αποτελεί μία κατάσταση εξαίρεσης[14]. Οι πρακτικές εκφοβισμού και τρομοκράτησης και η άσκηση βίας ενισχύουν την εξουσιαστική θέση των αστυνομικών απέναντι σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες είναι ανυπεράσπιστες και εκτεθειμένες. Ο ευάλωτος αυτός χαρακτήρας προσδιορίζεται από την ηλικία, την εθνικότητα, την πολιτισμική διαφορετικότητα και την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, ενώ επιρρωνύεται από την ιδιότυπη ασυλία που ενδημεί σε κλειστά επαγγελματικά πλαίσια. Ταυτόχρονα βρίσκει έρεισμα στην οικονομική και κοινωνική θέση των προσβαλλόμενων υποκειμένων που στερούνται όχι de jure αλλά de facto τη δυνατότητα πρόσβασης στη δικαστική προστασία. [15]

Από την άλλη, θεωρούμε ότι κάθε οικονομική κρίση σηματοδοτεί ταυτόχρονα και μία βαθιά αξιακή κρίση, καθώς τίθενται σε δοκιμασία τα πολιτικά, πολιτιστικά, και ηθικά συστήματα αξιών και πεποιθήσεων με τα οποία έχει επιτευχθεί η κοινωνική συνοχή. Αποτελεί σύμφωνα με Γκραμσιανούς όρους πρωτίστως μία κρίση της ιδεολογικής ηγεμονίας του κράτους,[16] η οποία πηγάζει μέσα από την ρευστοποίηση των ορίων της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και την βίαιη μετακίνηση κοινωνικών στρωμάτων προς τα χαμηλότερα επίπεδα της κοινωνικής ιεραρχίας.

Ειδικότερα, υπό το πρίσμα της αναλυτικής οπτικής του Γκράμσι στις ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες το κράτος αντιπροσωπεύει έναν συνδυασμό κυριαρχίας και ηγεμονίας, καταστολής και συναίνεσης. Η έννοια της ηγεμονίας αντανακλά τους μηχανισμούς ελέγχου της κυρίαρχης τάξης πάνω στις άλλες όχι όμως μέσω των μηχανισμών καταστολής που διαθέτει το κράτος αλλά κυρίως μέσω των μηχανισμών της συναίνεσης.[17] Το κλίμα συναίνεσης διαπλάθεται και νομιμοποιείται στους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών μέσα από την διαμεσολάβηση θεσμών, όπως το σχολείο, τα κόμματα, τα ΜΜΕ, και η δικαιοσύνη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κυρίαρχη κοσμοθεωρία διαχέεται στο κοινωνικό σώμα, στην «κοινή λογική» και τον «κοινό νου» και προβάλλει ως φυσική, λογική και οικουμενική, οδηγώντας τα κοινωνικά υποκείμενα σε μία ενεργό συναίνεση. Παράλληλα, στη θέση κυριαρχίας του κράτους, προβάλλει η κοινωνία των πολιτών, η οποία όσο πιο ανεπτυγμένη είναι τόσο απομακρύνει τους μηχανισμούς βίας και ηγεμονεύεται από πολιτικά και ιδεολογικά μέσα.

Η κοινωνική συναίνεση στις δυτικές ανεπτυγμένες κοινωνίες οικοδομήθηκε μεταπολεμικά στην έννοια της συμμετοχής και της κοινωνικής διεύρυνσης τόσο σε οικονομικό όσο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η διεύρυνση αυτή έλαβε χώρα μέσα από την αναγνώριση και θέσπιση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και μέσα από πολιτικές στοχευμένης αναδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου προς άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, χωρίς ωστόσο να αμφισβητείται η διάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Υπό αυτήν την έννοια η ιδεολογική ηγεμονία είχε επιτευχθεί εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα συνθήκες κοινωνικής ισορροπίας, συνοχής και συναίνεσης.[18]

Η ισορροπία αυτή διαταράσσεται μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης στις οποίες ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος χάνει τα κεκτημένα δικαιώματα συμμετοχής αποσύροντας ταυτόχρονα την συναίνεση του απέναντι στο πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα, γεγονός που αποτυπώνεται ανάγλυφα στην απορύθμιση και απονομιμοποίηση των θεσμών, των ιδεολογικών δηλαδή μηχανισμών της  ηγεμονίας. Με άλλα λόγια η οικονομική κρίση είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την αξιακή κρίση στο μέτρο που χαλαρώνουν οι συναινετικοί αρμοί ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία, δημιουργώντας συνθήκες σύγκρουσης και ανταγωνισμού. Άμεση συνέπεια της κοινωνικής απορύθμισης αποτελεί η αλλαγή στην δοσολογία του μίγματος κυριαρχίας/ηγεμονίας, καταστολής και συναίνεσης, προς όφελος της καταστολής, της κρατικής βίας και του εξαναγκασμού.[19]

Παράλληλα, αναφύεται μία νέα μορφή συναίνεσης που δεν αφορά ωστόσο όλο το κοινωνικό σώμα και δεν βασίζεται στη συμμετοχή, αλλά στον φόβο και την απειλή διάβρωσης των κοινωνικών κεκτημένων από τις κοινωνικές ομάδες που τίθενται de facto εκτός πλαισίου της κοινωνίας των πολιτών.[20] Οι ομάδες αυτές ενσαρκώνουν τον κοινωνικό κίνδυνο, προκαλώντας την μειωμένη ή μηδενική ανοχή τόσο της κοινής γνώμης όσο και του κατασταλτικού μηχανισμού.[21] Πρόκειται για μία συλλογική/κοινωνική επικινδυνότητα[22] που έχει απολέσει το θετικιστικό της περιεχόμενο στο μέτρο που δεν αντλείται από την πράξη ή την προσωπικότητα αλλά από την ομάδα προέλευσης του δράστη που συγκεντρώνει χαρακτηριστικά ετερότητας και διαφοροποίησης. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι ρομά και οι μετανάστες, οι πολιτικά, πολιτιστικά ή ηθικά παρεκκλίνοντες όπως οι τοξικομανείς, οι ψυχοπαθείς [23] αλλά και οι ανήλικοι λόγω της μη ισοδύναμης και μεθοριακής θέσης τους στην κοινωνία.

Οι ανωτέρω σκέψεις αποτυπώνονται ανάγλυφα στη λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης στο μέτρο που παρατηρείται μία μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον πυρήνα του συστήματος και τη δικαστική διαδικασία στην περιφέρεια αυτού και στο στάδιο της αστυνόμευσης.[24] Η αστυνομία δεν αποτελεί υπό αυτήν την έποψη το πρώτο φίλτρο ή την πύλη εισόδου στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης αλλά το κυρίαρχο πλαίσιο τυπικού κοινωνικού ελέγχου μέσω της προληπτικής απόδοσης ενοχής αλλά και τιμωρίας. Πρόκειται μάλιστα για μία ιδιότυπη προνεωτερική σωματική τιμωρία, η οποία ασκείται χωρίς όρια και περιορισμούς, χωρίς δικονομικές εγγυήσεις και δικαιώματα.[25] Η δικαστική διερεύνηση του αδικήματος φαντάζει δευτερεύουσα και επουσιώδης, όταν έχει προηγηθεί ο εξευτελισμός, ο εκφοβισμός και η σωματική τιμωρία του εν δυνάμει παραβατικού συλληφθέντος ανηλίκου. Υπό αυτή την έποψη η επιβολή ενός αναμορφωτικού μέτρου ή μίας μειωμένης ποινής ίσως αποτελεί έναν δεύτερο στιγματισμό, μία δεύτερη τιμωρία.

Εν καιρώ κρίσης η εγγενής αμφισημία της ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων, η οποία ακροβατεί μεταξύ ελέγχου και φροντίδας, καταστολής και πρόνοιας γέρνει προς το μέρος μιας πιο τιμωρητικής διαχείρισης. Ο προνοιακός χαρακτήρας που εξαγγέλλεται μέσα από τις εισηγητικές εκθέσεις μέσα από τον εμπλουτισμό των αναμορφωτικών μέτρων[26] ακυρώνεται στην πράξη μέσα από την προληπτική τιμωρία που επιβάλλεται άτυπα και χωρίς όρια πολύ πριν επιληφθεί η δικαιοσύνη. Εν καιρώ κρίσης το παιχνίδι της ηγεμονίας έχει χαθεί. Στη θέση της προβάλλει η κυριαρχία δια της καταστολής των εν δυνάμει επικίνδυνων.

Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία

 

Agamben, G. (2013), Κατάσταση εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, β΄ εκδ. Αθήνα: εκδ. Πατάκη

Βιδάλη, Σ. (2007), «Εγκλήματα του Κράτους:ούτε ασφάλεια ούτε ελευθερία» σε Τιμητικό Τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες Ποινικού Δικαίου-Εγκληματολογίας-Ιστορίας του Εγκλήματος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, σσ. 1035-1052.

Bottoms, A. (2000), “The relationship between theory and research in criminology” in King, R.& Wincup, E. eds. (2000), Doing research on crime and justice, Oxford: Oxford University Press.

Γκράμσι, Α. (1973), Ιστορικός Υλισμός-Τετράδια φυλακής. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.

Chambliss, W. J. (1969), “The Law of Vagrancy” in Chambliss W. J. ed. (1969), Crime and the Legal Process, New York etc.: McGraw-Jill Book Company.

Δίγκας, Ι. (2012), Ο Νομικός ρεαλισμός στο έργο του Roscoe Pound, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.

Garland, D. (2001), The Culture of Control. Crime and Social Order in Contemporary Society, Oxford: Oxford University Press.

Hall S., Critcher, C., Jefferson, T., Clarke J. & Roberts B. (1978), Policing the crisis: Mugging, the state and law and order, Houndsmills etc.: Macmillan education.

Hudson, B. (2003) “Critical Reflection as research methodology” in Jupp, V, Davies, P. & Francis, P. eds. (2003), Doing criminological Research, London: Sage.

Ιωσηφίδης, Θ. (2009), Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: Κριτική.

Jasch M. (2011), «Ελεγκτικές Κυρώσεις: Τιμωρία χωρίς ποινή; Ο σημαντικός ρόλος της αστυνομίας ως δείκτη ενός νέου δικαίου ασφάλειας» σε Καϊάφα –Γκμπάντι/Cornelius Prittwitz (2011), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη σσ. 53-62.

Κουράκης, Ν. (2012), Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, β΄ έκδ. Αθήνα- Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.

Kuhn, T. (1981/2008), Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, ΙΑ΄ έκδ. μτφ. Γ. Γεωργακόπουλος- Β. Κάλφας, Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα.

Κυριαζή, Ν. (2011), Η Κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, Αθήνα: Πεδίο,

Λάζος, Γ. (1998), Το πρόβλημα της ποιοτικής έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση.

Λαμπροπούλου, Ε. (2012), Κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου και των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης

Lea, J. (2002), Crime & Modernity, London etc.: Sage

Legard, R.-Keegan, J. – Ward, K. (2003), “In –depth Interviews” σε Ritchie J. & Lewis J. eds. (2003), Qualitative Research Practice, London-Thousand Oaks-New Delhi, Sage.

Mason, J. (2011), Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας, Αθήνα: Πεδίο.

Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: εκδ. Πατάκη

Pitch, Τ. (1995), Limited Responsibilities. Social movements and criminal justice, μτρ. J. Lea, London & N.Y: Routledge.

Ritzer, G. (2000), «Θεωρία των συμβολικών διαντιδράσεων», σε Πετμεζίδου, Μ. (2000) επιμ., Σύγχρονη Κοινωνιολογική θεωρία,3η έκδοση, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδ. Κρήτης σσ. 235-278.

Ritzer, G. (2000), «Φαινομενολογική κοινωνιολογία και εθνομεθοδολογία» σε Πετμεζίδου, Μ. (2000) επιμ., Σύγχρονη Κοινωνιολογική θεωρία, 3η εκδ., Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης σσ.281-331

Τσιώλης, Γ. (2014), Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης στην ποιοτική κοινωνική έρευνα, Αθήνα: Κριτική.

Φούσκας, Β. (1998), «Ο Gramsci και η έννοια της ηγεμονίας μέσα στη σχέση πολιτικής κοινωνίας-κοινωνίας των ιδιωτών», Ουτοπία, 31, σσ. 139-145.

  1. Η παρούσα μελέτη αφιερώνεται στον Ομότιμο Καθηγητή κ. Νέστορα Κουράκη, καθώς πέρα από την αδιαμφισβήτητη συμβολή του στην επιστήμη παραμένει πάνω απ’ όλα «Δάσκαλος», που στέκεται με αγάπη και σεβασμό απέναντι στους φοιτητές, παρέχοντας «βήμα» έκφρασης σε νέους επιστήμονες.

* Δικηγόρος, ΔΝ.

  1. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη έρευνα συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαική Ένωση (Ευρωπαικό Κοινωνικό Ταμείο-ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ. Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαικού Κοινωνικού Ταμείου.
  2. Η ερμηνευτική θεώρηση στην Κοινωνιολογία εκκινεί από τη βασική θέση ότι η κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να συλληφθεί έξω από τα νοήματα που αποδίδουν τα δρώντα υποκείμενα στα εξωτερικά ερεθίσματα. Υπό αυτήν την οπτική, ο εξωτερικός κόσμος μοιραία διαμεσολαβείται κατά την πρόσληψη του από την ανθρώπινη γλώσσα και νόηση με συνέπεια μα είναι αδύνατος ο διαχωρισμός των γεγονότων από τις αξιολογικές κρίσεις. Η ερμηνευτική προσέγγιση έχει τις ρίζες της στην βεμπεριανή παράδοση της κατανοούσας κοινωνιολογίας, στη φαινομενολογική προσέγγιση του Alfred Schutz, στην εθνομεθοδολογία των Cicourel και Garfinkel, στη συμβολική διαντίδραση των Mead, Blumer και Becker, καθώς και στις διαφορετικές εκδοχές του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού με κυριότερους εκπροσώπους τους Levi- Strauss, Althusser, Πουλαντζά, Godelier, Lacan, Barthes και Foucault. Βλ. Μεταξύ άλλων Κυριαζή, Ν. (2011), Η Κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, Αθήνα: Πεδίο, Ritzer, G. (2000), «Θεωρία των συμβολικών διαντιδράσεων», σε Πετμεζίδου, Μ. (2000) επιμ., Σύγχρονη Κοινωνιολογική θεωρία,3η έκδ., Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης σσ. 235-278, Ritzer, G. (2000), «Φαινομενολογική κοινωνιολογία και εθνομεθοδολογία» σε Πετμεζίδου, Μ. (2000) επιμ., όπ.π. σσ. 281-331.
  3. Τον όρο «παράδειγμα» εισήγαγε στην επιστημολογία ο Thomas Kuhn, προκειμένου να περιγράψει το σύνολο της επιστημονικής πρακτικής που εμπεριέχει ταυτόχρονα νόμους, θεωρίες, εφαρμογές και πειραματικές διατάξεις, οι οποίες μετατρέπονται σε πρότυπα από όπου πηγάζουν συμπαγείς παραδόσεις επιστημονικής έρευνας. Βλ. Kuhn, T. (1981/2008), Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, ΙΑ΄ έκδ. μτφ. Γ. Γεωργακόπουλος- Β. Κάλφας, Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα, σ. 74-86.
  4. Όλες αυτές οι θεωρήσεις, παρ’ όλες τις επιμέρους σημαντικές διαφοροποιήσεις τους, συμπίπτουν σε ορισμένα κοινά σημεία μεταφέροντας το επιστημονικό και ερευνητικό ενδιαφέρον από το άτομο παραβάτη και τους όρους διαμόρφωσης της συμπεριφοράς του, στις διαδικασίες κατασκευής του ποινικού νόμου (εγκληματοποίηση) και στον τρόπο εφαρμογής του από τους φορείς τυπικού κοινωνικού ελέγχου. Σ’ αυτή την προοπτική τονίζεται η σημασία του χαρακτηρισμού μίας συμπεριφοράς, αμφισβητείται η αξιολογική ουδετερότητα του ποινικού νόμου, τονίζεται η σχετικότητα του εγκληματικού φαινομένου, ενώ μελετώνται διεξοδικά οι θεσμοί που επιφορτίζονται με την εφαρμογή των νόμων, στο βαθμό που το δίκαιο προσλαμβάνεται ως ένα δυναμικό φαινόμενο, που διαπλάθεται και μετασχηματίζεται διαρκώς μέσα από σύνθετες διεργασίες αλληλόδρασης ανάμεσα στα κοινωνικά υποκείμενα. Για τις μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στον θετικισμό και την ερμηνευτική θεώρηση βλ. μεταξύ άλλων Bottoms, A. (2000), “The relationship between theory and research in criminology” in King, R.& Wincup, E. eds. (2000), Doing research on crime and justice, Oxford: Oxford University Press, pp. 15-60: 26-28 και Hudson, B. (2003) “Critical Reflection as research methodology” in Jupp, V, Davies, P. & Francis, P. eds. (2003), Doing criminological Research, London: Sage, pp. 173-192: 178.
  5. Η φράση ανήκει στον αμερικανό δικαστή Roscoe Pound, ο οποίος ήταν ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του ρεύματος του νομικού ρεαλισμού που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στις Η.Π.Α. βλ. Δίγκας, Ι. (2012), Ο Νομικός ρεαλισμός στο έργο του Roscoe Pound, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας σ. 105-113. Το ερώτημα αυτό ενέπνευσε πολλές έρευνες που εντάσσονται στην ευρύτερη ερμηνευτική θεώρηση και στο πεδίο της κριτικής εγκληματολογίας. Πρωτοπόρος σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν ο αμερικανός εγκληματολόγος William Chambliss, βλ. Chambliss, W. J. (1969), “The Law of Vagrancy” in Chambliss W. J. ed. (1969), Crime and the Legal Process, New York etc.: McGraw-Jill Book Company, pp. 51-63, Κεντρικό σημείο όλων των σχετικών ερευνών ήταν η διακρίβωση των νομικών και εξωνομικών παραγόντων που επηρεάζουν τη δικαστική κρίση, καθώς και η υπόθεση περί επιλεκτικής και άνισης δράσης των θεσμών ποινικής δικαιοσύνης. Λαμπροπούλου, Ε. (2012), Κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου και των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, σ. 153-165.
  6. Η αντικατάσταση του όρου «συλλογή» δεδομένων από τον όρο «παραγωγή» δεδομένων ανταποκρίνεται καλύτερα στις στοχεύσεις και την διαδικασία της ποιοτικής έρευνας, δεδομένου ότι οι «οι περισσότερες ποιοτικές προσεγγίσεις της έρευνας θα απέρριπταν την ιδέα ότι ο ερευνητής μπορεί να είναι ένας απολύτως ουδέτερος συλλέκτης πληροφοριών του κοινωνικού κόσμου» Mason, J. (2011), Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας, Αθήνα, Πεδίο, σ. 73.
  7. Για τη μέθοδο των συνεντεύξεων σε βάθος βλ. μεταξύ άλλων Legard, R.-Keegan, J. – Ward, K. (2003), “In –depth Interviews” σε Ritchie J. & Lewis J. eds. (2003), Qualitative Research Practice, London-Thousand Oaks-New Delhi, Sage, σσ. 138-169: 141-144. Στην ημι-δομημένη συνέντευξη οι ερωτώμενοι κατευθύνονται μεν από την ερευνητή στα βασικά θεματικά πεδία της έρευνας αφήνονται όμως να αναπτύξουν ελεύθερα τη σκέψη τους ξεδιπλώνοντας το βάθος, την πολυπλοκότητα και την έκταση των κοινωνικών φαινομένων. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο το πλούσιο σε βάθος και έκταση πρωτογενές υλικό που παράγεται οδηγεί συχνά σε διεύρυνση της θεωρητικής οπτικής και στην διερεύνηση θεμάτων που δεν είχαν περιληφθεί στον αρχικό ερευνητικό σχεδιασμό. Παράλληλα, υπάρχει δυνατότητα προσθαφαίρεσης ερωτήσεων, ενώ οι ερωτήσεις δεν υποβάλλονται με συγκεκριμένη σειρά, αλλά ακολουθούν συνήθως τη ροή της συζήτησης. Ιωσηφίδης, Θ. (2009), Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: Κριτική σ. 112- 113.
  8. Σημειώνεται ότι κατά την διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας δεν υπάρχουν σαφείς και στέρεοι κανόνες που ορίζουν το στάδιο της δειγματοληψίας, καθώς η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας που διαπνέει συνήθως τις ποσοτικές μετρήσεις αποκτά μία σχετική αξία, Mason, J. (2011), όπ.π. σ. 161-162.
  9. Σύμφωνα με την δειγματοληψία της χιονοστιβάδας όταν η πρόσβαση στα ερευνώμενα υποκείμενα είναι δύσκολη ή περιορισμένη ζητείται από τα αρχικά ερευνητικά υποκείμενα που συνήθως αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικά άτομα για την έρευνα και το χώρο τους (άνθρωποι κλειδιά) να φέρουν σε επαφή τον ερευνητή με άλλους συναδέλφους τους υποψήφιους συμμετέχοντες στην έρευνα, οι οποίοι με τη σειρά τους οδηγούν σε άλλες ερευνητικές μονάδες αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο το ερευνητικό δείγμα. Έτσι, οι ερευνητές αποκτούν πρόσβαση σε κλειστά δίκτυα ή επαγγελματικά πλαίσια ενώ οι συμμετέχοντες είναι πιο πρόθυμοι και λιγότερο επιφυλακτικοί ως προς την συμμετοχή τους στην έρευνα. Mason, J. (2011), όπ.π. σ. 186.
  10. Τσιώλης, Γ. (2014), Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης στην ποιοτική κοινωνική έρευνα, Αθήνα: Κριτική, σ. 56.
  11. Mason, J. (2011), όπ.π. σ. 173.
  12. Λάζος, Γ. (1998), Το πρόβλημα της ποιοτικής έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: ekd. Παπαζήση, σ. 202-203.
  13. Για τον προσδιορισμό της κατάστασης εξαίρεσης βλ. Agamben, G. (2013), Κατάσταση εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, β΄ εκδ. Αθήνα: εκδ. Πατάκη.
  14. Βιδάλη, Σ. (2007), «Εγκλήματα του Κράτους: ούτε ασφάλεια ούτε ελευθερία» σε Τιμητικό Τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, Μελέτες Ποινικού Δικαίου-Εγκληματολογίας-Ιστορίας του Εγκλήματος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, σσ. 1035-1052: 1052
  15. Βλ. Γκράμσι, Α. (1973), Ιστορικός Υλισμός-Τετράδια φυλακής. Αθήνα: εκδ. Οδυσσέας.
  16. Φούσκας Β. (1998), «Ο Gramsci και η έννοια της ηγεμονίας μέσα στη σχέση πολιτικής κοινωνίας-κοινωνίας των ιδιωτών», Ουτοπία, 31, 139-145, σ. 139.
  17. Hall S., Critcher, C., Jefferson, T., Clarke J. & Roberts B. (1978), Policing the crisis: Mugging, the state and law and order, Houndsmills etc.: Macmillan education, σ. 212-215.
  18. Hall, S. et al. (1978), όπ.π. σ. 217.
  19. Hall, S. et al. (1978), όπ.π., σ. 322-323.
  20. Βλ. Αναλυτικά Garland, D. (2001), The Culture of Control. Crime and Social Order in Contemporary Society, Oxford: Oxford University Press, σ. 103-165.
  21. Pitch, Τ. (1995), Limited Responsibilities. Social movements and criminal justice, μτρ. J. Lea, London & N.Y: Routledge, σ. 21-22.
  22. Τσουκαλά, Α. (2011), «Προδρασιακή διαχείριση των ενδεχόμενων κινδύνων και ατομικές ελευθερίες», στο Χαλκιά Α. (επιμ.), Η σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπιση της και η επιστήμη της εγκληματολογίας, Τιμητικός τόμος για τον Ι. Φαρσεδάκη, τόμος ΙΙ, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σσ. 1719-1730, σ. 1719.
  23. Jasch, M. (2011), «Ελεγκτικές Κυρώσεις: Τιμωρία χωρίς ποινή; Ο σημαντικός ρόλος της αστυνομίας ως δείκτη ενός νέου δικαίου ασφάλειας» σε Καϊάφα –Γκμπάντι/Cornelius Prittwitz (2011), Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη σσ. 53-62, σ. 60-61 και Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: εκδ. Πατάκη, σ.18, σ. 27 επ.
  24. Lea, J. (2002), Crime & Modernity, London etc.: Sage, σ. 183.
  25. Η επέκταση του προνοιακού χαρακτήρα της ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων στη χώρα μας σκιαγραφείται από τους νόμους 3189/2003, 3860/2010 και 4322/2015 και τις εισηγητικές εκθέσεις που τους συνοδεύουν. Ο τελευταίος μάλιστα νόμος μέσα από την τροποποίηση των άρθρων 127 και 130 επεκτείνει την επιβολή αναμορφωτικών μέτρων μέχρι το 25ο έτος του κατηγορουμένου και καθιστά ιδιαιτέρως αυστηρές τις προϋποθέσεις επιβολής περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, προβλέποντας τη συγκεκριμένη ποινή μόνο για αδικήματα που αν τελούνταν από ενήλικο θα ήταν κακουργήματα που επισείουν ποινή ισόβιας κάθειρξης. Για μία εμπεριστατωμένη ανάλυση του νομοθετικού πλαισίου απέναντι στην παραβατικότητα των ανηλίκων βλ. Κουράκης, Ν. (2012), Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, β΄ έκδ. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 499 επ.