Ανήλικος θύμα και δράστης: Η «συστημική διασταύρωση» για τους ανηλίκους μέσα από τη μελέτη μιας ατομικής περίπτωσης (Case Study)

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ν. ΖΑΓΟΥΡΑ / ΜΑΡΙΑ Π. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ

 Ανήλικος θύμα και δράστης:

Η «συστημική διασταύρωση» για τους ανηλίκους μέσα από τη μελέτη μιας ατομικής περίπτωσης (Case Study)

 

 

Παρασκευη Ν. Ζαγουρα* / Μαρια Π. Κρανιδιωτη**

  1. Εισαγωγή: Κακομεταχείριση ανηλίκων και παραβατικότητα

Ο «φαύλος κύκλος της βίας», στην περίπτωση ενήλικων εγκληματιών που έχουν υπάρξει θύματα κακομεταχείρισης – δηλ. κακοποίησης ή (και) παραμέλησης – κατά την παιδική τους ηλικία, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών[1] και οι συνέπειες άλλωστε, της κακομεταχείρισης των παιδιών εκτείνονται και πέραν της εφηβικής ηλικίας. Στην εγκληματολογική, μεταξύ άλλων, γραμματεία έχει δοθεί ειδικότερη έμφαση στο φαινόμενο της συνύπαρξης των δύο καταστάσεων, της κακοποίησης – παραμέλησης και της παραβατικότητας, ενόσω το άτομο, θύμα και δράστης, διανύει την παιδική του ηλικία. Τα κακοποιημένα παιδιά εμφανίζουν πληθώρα προβλημάτων και κατά την αναπτυξιακή φάση της εφηβείας τους, όπως η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, η αποτυχία στο σχολείο, οι συναισθηματικές εντάσεις και η επιβαρυμένη υγεία, σε αυτά δε τα προβλήματα συγκαταλέγεται και η παραβατικότητα[2]. Από άλλη σκοπιά, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν επίσης, ότι τα παιδιά που περιέρχονται στην ευθύνη του κράτους, στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας, λόγω κακοποίησης ή (και) παραμέλησης (dependency status), βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο συγκριτικά με το μέσο παιδί, όσον αφορά τη σχολική τους εξέλιξη, την κοινωνικοποίηση, την ψυχική τους υγεία και τη χρήση ουσιών[3], αλλά και την είσοδό τους στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης[4].

Ωστόσο, μολονότι οι περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν εν γένει μια θετική συσχέτιση ανάμεσα στην κακομεταχείριση και το έγκλημα, πολλά ερωτήματα γύρω από τη συσχέτιση αυτή παραμένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα, λίγες μελέτες επικεντρώνονται στα βιώματα των παιδιών μέσα στο ίδιο το σύστημα παιδικής προστασίας[5], και ειδικότερα, στην «εκτός οικίας φροντίδα», εφόσον εμπλακούν με αυτό, ή στο ερώτημα κατά πόσον τα βιώματα αυτά ασκούν μεγαλύτερη ή μικρότερη επίδραση στη μεταγενέστερη συμπεριφορά τους, από ό, τι η κακομεταχείρισή τους μέσα στην οικογένεια[6]. Ένα άλλο, γενικότερο ερώτημα ανακύπτει από το γεγονός ότι οι έρευνες επικεντρώνονται, συνήθως, σε αδρές συσχετίσεις της παραβατικότητας με διάφορους παράγοντες που ενδέχεται να την προκαλούν, χωρίς να επιχειρούν να περιγράψουν την ακριβή σχέση της παραβατικότητας με την κακοποίηση ή την παραμέληση του ατόμου. Η σχέση αυτή δεν είναι δυνατόν να αναδειχθεί με πληρότητα μέσα από μια ποσοτική προσέγγιση της (ενδεχόμενης) διασύνδεσης των δύο φαινομένων, όπως συχνά γίνεται στην εγκληματολογική έρευνα[7]. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, αναζητήσαμε μεθόδους και εργαλεία της ποιοτικής κατεύθυνσης, που θα μας επιτρέψουν να διερευνήσουμε και να περιγράψουμε αυτή τη διασύνδεση (υπό 3). Στη συνέχεια, επιλέξαμε ένα πεδίο για την έρευνά μας, το οποίο να προσφέρεται για την ανάδειξη της σχέσης της κακοποίησης – παραμέλησης με την παραβατικότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση και βάθος, και με τη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια και ακρίβεια[8]. Το πεδίο αυτό είναι εκείνο της πολιτειακής αντίδρασης[9] απέναντι στα δύο φαινόμενα. Η εγκληματολογική γραμματεία μάλιστα αναφέρεται συχνά σε μια κατηγορία ανηλίκων των οποίων τόσο η κακοποίηση – παραμέληση όσο και η παραβατικότητα δεν ανήκουν στο σκοτεινό αριθμό των περιπτώσεων αυτών. Παρακάτω αναπτύσσουμε την προβληματική γύρω από αυτή την κατηγορία.

  1. Οι νέοι «μεικτού ρεπερτορίου» και η «διασταύρωση» των συστημάτων παιδικής προστασίας και ποινικής δικαιοσύνης

Στη σύγχρονη γραμματεία των Κοινωνικών Επιστημών[10], με τον όρο «νέοι μεικτού ρεπερτορίου» (crossover youth) εννοούνται οι νέοι που έχουν  βιώσει κακοποίηση ή (και) παραμέληση και έχουν εμπλακεί με την παραβατικότητα. Στην ευρεία του θεώρηση ο ορισμός[11] αναφέρεται σε οποιονδήποτε νέο με τέτοιες εμπειρίες, ανεξαρτήτως του εάν η κακοποίηση – παραμέλησή του και η παραβατικότητά του έχουν εντοπισθεί αντιστοίχως, από το σύστημα παιδικής προστασίας ή από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων αντίστοιχα. Ο όρος μπορεί να περιλαμβάνει και άτομα που έχουν κακοποιηθεί -παραμεληθεί κατά την ανηλικότητα και έχουν εμπλακεί με την εγκληματικότητα ως νεαροί ενήλικες–  ενδεχομένως δε, αλλά όχι απαραίτητα, να έχουν εμπλακεί και με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ενήλικες. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι για τον πληθυσμό των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» απαιτείται ένα ισχυρότερο πλέγμα υπηρεσιών και υποστήριξης από ό,τι για τους άλλους νέους που απαντούν σε ένα από τα παραπάνω κριτήρια, είτε της κακοποίησης-παραμέλησης είτε της παραβατικότητας, τους οποίους, αντιστοίχως, διαχειρίζονται ξεχωριστά τα δύο συστήματα.

Υποκατηγορία[12] της ομάδας των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» είναι οι «νέοι διττής εμπλοκής» (duallyinvolved youth), εκείνοι δηλαδή που σε κάποιο βαθμό είναι ταυτόχρονα εμπλεγμένοι τόσο με το σύστημα παιδικής προστασίας όσο και με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων. Η εμπλοκή τους μπορεί να έχει άτυπο (ειδικο)προληπτικό χαρακτήρα (π.χ. αυτόβουλη προσέλευση στο σύστημα παιδικής προστασίας ή/και άτυπη κατά παρέκκλιση διαδικασία στην ποινική δικαιοσύνη ανηλίκων), τυπικό (π.χ. να υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις περί κακοποίησης-παραμέλησης ή/και παραπομπή σε δικαστήριο ανηλίκων) ή να αποτελεί συνδυασμό των δύο. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και οι «νέοι διττής ταυτότητας» (duallyidentified youth), εκείνοι δηλαδή που έχουν μια τρέχουσα εμπλοκή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης των ανηλίκων και που είχαν κατά το παρελθόν (και όχι στο παρόν) εμπλοκή και με το σύστημα παιδικής προστασίας[13]. Ομοίως, στον ορισμό των «νέων διττής εμπλοκής» μπορεί να περιλαμβάνονται και άτομα που έχουν εμπλακεί με το σύστημα παιδικής προστασίας ανηλίκων ως κακοποιημένοι ή (και) παραμελημένοι ανήλικοι και έχουν, στη συνέχεια, εμπλακεί με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ενήλικες, ως νεαροί ενήλικες.

Περαιτέρω υποκατηγορία[14] της πληθυσμιακής ομάδας των «νέων διττής εμπλοκής» είναι οι «νέοι διττής εκδίκασης» (duallyadjudicated youth), εκείνοι δηλ. που έχουν εμπλακεί, με τυπικό τρόπο και δη δικαστικά, και με τα δύο συστήματα και υπόκεινται στην επίσημη φροντίδα και τον έλεγχό τους. Όπως και παραπάνω, στον ορισμό μπορεί να περιλαμβάνονται και άτομα που έχουν εμπλακεί μέσω μιας δικαστικής διαδικασίας με το σύστημα παιδικής προστασίας ως κακοποιημένοι ή (και) παραμελημένοι ανήλικοι, και έχουν, στη συνέχεια, εμπλακεί και με το δικαστικό μέρος της ποινικής δικαιοσύνης για τους ενήλικες, ως νεαροί ενήλικες.

Στο διάγραμμα 1. απεικονίζεται η υπάλληλη σχέση των τριών  κατηγοριών:

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.

 

ΟΡΙΣΜΟΙ / ΕΝΝΟΙΕΣ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

 
Ευρεία έννοια:

Νέοι μεικτού ρεπερτορίου

έχουν υποστεί κακοποίηση ή (και)

παραμέληση και μπορεί να έχουν

ή να μην έχουν εμπλακεί με το

σύστημα παιδικής προστασίας

έχουν προβεί σε παραβατικές πράξεις και μπορεί να έχουν ή να μην έχουν εμπλακεί με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης  
Στενότερη έννοια:

Νέοι διττής εμπλοκής

έχουν υποστεί κακοποίηση ή (και) παραμέληση  και είναι γνωστοί στο σύστημα παιδικής προστασίας, σε κάποιο σημείο του

 

έχουν προβεί σε παραβατικές πράξεις και είναι γνωστοί στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, σε κάποιο σημείο του
Στενή έννοια:

Νέοι διττής εκδίκασης

έχουν υποστεί κακοποίηση ή (και)

παραμέληση και βρίσκονται σε μια

δικαστική διαδικασία σε αναφορά

με το σύστημα παιδικής προστασίας

λόγω αυτής της κακοποίησης /

παραμέλησης

έχουν προβεί σε παραβατικές πράξεις και βρίσκονται σε μια δικαστική διαδικασία σε αναφορά το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης λόγω αυτής της παραβατικής συμπεριφοράς

Η πρώτη από τις κατηγορίες που απεικονίζονται στο διάγραμμα (νέοι «μεικτού ρεπερτορίου») επικαλύπτει όλες τις υπόλοιπες, ενώ η τελευταία είναι κατά σειρά και η στενότερη. Ωστόσο, στο εργαλείο παρέμβασης που έχει σχεδιασθεί και εγκαινιασθεί ως πιλοτική/πρότυπη εφαρμογή για τις περιπτώσεις αυτές (crossover youth practice model), στο Οχάιο των ΗΠΑ (The Center for Juvenile Justice Reform (CJJR), Georgetown University)[15], ο όρος «νέοι μεικτού ρεπερτορίου» χρησιμοποιείται ταυτόσημα με τον όρο «νέοι διττής εμπλοκής», ενώ εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και ο όρος «νέοι σε διττό καθεστώς» (dual status youth)[16]. Σε διαδικαστικό επίπεδο, πρόκειται για παιδιά που έχουν διαβιβασθεί τόσο στο σύστημα παιδικής προστασίας, λόγω βάσιμων ενδείξεων κακοποίησης όσο και στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, λόγω βάσιμων ενδείξεων παραβατικής συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, οι ανήλικοι αυτοί είναι γνωστοί τόσο στο σύστημα παιδικής προστασίας όσο και σε εκείνο της δικαιοσύνης για τους ανηλίκους, σε κάποιο σημείο (επίπεδό) του. Τέσσερεις δε είναι οι συνήθεις τρόποι μεταπήδησης από το ένα σύστημα στο άλλο[17]: Ο νέος

– έχει καταγεγραμμένο ιστορικό κακοποίησης-παραμέλησης και  αποτελεί τρέχουσα περίπτωση του συστήματος παιδικής προστασίας, ενώ ταυτόχρονα απασχολεί το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων λόγω ποινικής κατηγορίας σε βάρος του, ή

– έχει καταγεγραμμένο ιστορικό κακοποίησης-παραμέλησης και έχει κατά το παρελθόν απασχολήσει το σύστημα παιδικής προστασίας, ενώ κατά την τέλεση της παραβατικής συμπεριφοράς και είσοδό του στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων ο φάκελός του στο παραπάνω σύστημα είναι πλέον αρχειοθετημένος/ανενεργός[18], ή

– δεν έχει καταγεγραμμένο ιστορικό κακοποίησης-παραμέλησης και  κατά το πέρασμά του από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης διαπιστώνεται προγενέστερη ή τρέχουσα κακοποίηση-παραμέληση, ή

– δεν έχει καταγεγραμμένο ιστορικό κακοποίησης-παραμέλησης και  μετά τον ποινικό του εγκλεισμό, τοποθετείται σε δομή φιλοξενίας του συστήματος παιδικής προστασίας, ελλείψει κατάλληλου οικογενειακού περιβάλλοντος.

Τα ερευνητικά δεδομένα και τα ευρήματα για τις παραπάνω κατηγορίες των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» που απεικονίζονται στο διάγραμμα 1, αφθονούν. Από έρευνα λ.χ. του Εθνικού Ινστιτούτου για τη Δικαιοσύνη Ανηλίκων (National Center for Juvenile Justice) των ΗΠΑ αναδεικνύεται η θετική σχέση μεταξύ της εμπλοκής με το σύστημα παιδικής προστασίας ανηλίκων (περιπτώσεις κακοποίησης – παραμέλησης) και της εκδήλωσης παραβατικότητας, και συμπεραίνεται ότι τα δύο τρίτα των ανήλικων παραβατών που εισήχθησαν στο ερευνώμενο δικαστήριο ανηλίκων είχαν κάποιας μορφής εμπλοκή με το σύστημα παιδικής προστασίας[19]. Επίσης, από άλλα δεδομένα που αφορούν την παραβατική τους δραστηριότητα, προκύπτει ότι ανήλικοι παραβάτες που έχουν διαπιστωμένα υποστεί κακοποίηση ή παραμέληση διαπράττουν συχνότερα βίαια και σοβαρά εγκλήματα σε σύγκριση με τους μη κακοποιημένους[20]. Γενικά πάντως, οι νέοι αυτοί εμφανίζουν περισσότερες  κατηγορίες και συλλήψεις από τους άλλους νεαρούς παραβάτες[21] και μάλιστα, η συμμετοχή τους στην επιμέρους ομάδα των πολυπαραβατών και των υποτρόπων είναι μεγαλύτερη[22].

Αναφορικά με την αντιμετώπισή των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» από την ποινική δικαιοσύνη, ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι στην πρώτη τους σύλληψη έχουν περισσότερες πιθανότητες η υπόθεσή τους να τεθεί στο αρχείο, καθώς κατά τεκμήριο βρίσκονται ήδη σε ένα καθεστώς εποπτείας από τις Υπηρεσίες παιδικής προστασίας[23]. Στην περίπτωση όμως που η υπόθεσή τους προχωρήσει σε εκδίκαση, είναι πιθανότερο να τους επιβληθεί κάποιας μορφής σωφρονιστικός εγκλεισμός παρά άλλη εξωιδρυματική μεταχείριση, σύμφωνα και με τη γενικότερη τάση επιβολής βαρύτερης μεταχείρισης σε παιδιά που προέρχονται από οικογένειες θεωρούμενες προβληματικές[24]. Γενικότερα, άλλωστε, το καθεστώς «μεικτού ρεπερτορίου» επηρεάζει την έκδοση δικαστικών αποφάσεων προς την τιμωρητική κατεύθυνση και μάλιστα καθιστά πιθανότερη την επιβολή ποινικού εγκλεισμού[25]. Έτσι, μεταξύ των νεαρών παραβατών, τα ποσοστά ποινικού περιορισμού / εγκλεισμού των νέων «μικτού ρεπερτορίου» είναι υψηλότερα[26]. Εμπλέκονται δε οι νέοι αυτοί πιο βαθιά, και χρονικά πιο παρατεταμένα με τη δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών κρατήσεων και των σωφρονιστικών τοποθετήσεων σε κέντρα διαμονής, και σε νεότερη μάλιστα ηλικία, συγκριτικά με ανήλικους παραβάτες που δεν έχουν ιστορικό κακοποίησης η παραμέλησης[27].

  1. Η έρευνα: Ορισμοί εργασίας και μέθοδοι

Από την προβληματική που αναπτύσσουμε παραπάνω, διαφαίνεται ότι άμεσος σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να περιγράψουμε και ν΄ αναλύσουμε τη σχέση της κακομεταχείρισης των ανηλίκων με την παραβατικότητά τους, στο πλαίσιο της «συνομιλίας» του συστήματος της παιδικής προστασίας και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων. Απώτερος σκοπός είναι να εκτιμήσουμε τις λειτουργίες και τη συνεργασία των δύο αυτών συστημάτων, ενόψει του προβλήματος/των προβλημάτων τα οποία καλούνται αυτά να επιλύσουν, όπως και τις επιπτώσεις τους στον ανήλικο. Για το σκοπό αυτό, επιλέξαμε, από το αρχείο μιας Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων ενός Δικαστηρίου Ανηλίκων της χώρας[28], να αναλύσουμε μια περίπτωση ανήλικου «μεικτού ρεπερτορίου», ο οποίος εμπίπτει ειδικότερα στην κατηγορία της «διττής εμπλοκής», σύμφωνα με τους παραπάνω ορισμούς (βλ. υπό 2. και διάγραμμα 1). Πρόκειται δηλαδή για περίπτωση, όπου ο ανήλικος εμπλέκεται με δύο συστήματα, εκείνο της  παιδικής προστασίας και εκείνο της ποινικής δικαιοσύνης. Με κριτήριο την ελληνική πραγματικότητα και πρακτικές, ως σύστημα παιδικής προστασίας ορίζουμε, για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης, το σύνολο των κοινωνικών και πολιτειακών παρεμβάσεων για το παιδί και την οικογένεια όταν υπάρχουν ενδείξεις κακοποίησης – παραμέλησης, αποτελεί δε αυτό διακριτό πεδίο εφαρμογών του προνοιακού συστήματος[29]. Τέτοια είναι και η περίπτωση όπου το σύστημα ενεργοποιείται ή εντατικοποιεί τις ενέργειές του με τη συμβολή ή και με την καθοδήγηση του Εισαγγελέα Ανηλίκων. Και στις δύο περιπτώσεις (δικαιοσύνη και πρόνοια), η έννοια του «συστήματος» επιδέχεται συζήτησης, καθώς υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις για το εάν αποτελούν συστήματα[30]. Ωστόσο, το κριτήριο των ορισμών μας εδώ καθορίζεται από τους σκοπούς που επιτελούν οι εν λόγω λειτουργίες της πολιτειακής και κρατικής μας οργάνωσης.

Όπως αναφέρουμε και στην εισαγωγή (υπό 1.) επιλέξαμε την ποιοτική κατεύθυνση για την έρευνά μας, και συγκεκριμένα, τη δημοφιλή στην Εγκληματολογία μέθοδο της μελέτης ατομικής περίπτωσης[31]. Η ατομική περίπτωση που αναλύσαμε επελέγη από την πρώτη εκ των συγγραφέων, με βάση τη μακρόχρονη επαγγελματική της εμπειρία, με τα εξής κριτήρια: α) πρόκειται για αντιπροσωπευτική υπόθεση νέου «διττής εμπλοκής», με αφετηρία το σύστημα παιδικής προστασίας, β) είναι χαρακτηριστική για τη διαδικασία μεταπήδησης από το ένα σύστημα στο άλλο και για τη συνεργασία των συστημάτων μεταξύ τους. Μέσα από την μελέτη της ατομικής περίπτωσης και την αφηγηματική μέθοδο παρουσιάζεται ο τρόπος (με ποια χρονολογική σειρά, κ.ά.) με τον οποίο συνδέεται η κακομεταχείριση με την εμφάνιση της παραβατικότητας και επιχειρείται η καταγραφή και κατανόηση της αντίδρασης των θεσμών και των εμπλεκομένων μερών, καθώς και η προσέγγιση ζητημάτων όπως «γιατί» και «πώς» λαμβάνονται αποφάσεις μέσα στα εν λόγω δύο συστήματα.

  1. Περιγραφή της ατομικής περίπτωσης

Κατά την περιγραφή της ατομικής περίπτωσης και την ανάλυσή της που ακολουθεί (υπό 4. και 5.), λάβαμε υπόψη τα εξής: α) τα στοιχεία του κοινωνικού φακέλου του ανηλίκου, τα οποία τηρήθηκαν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, όταν ο ανήλικος απασχόλησε την εισαγγελική Αρχή ως περιστατικό κακομεταχείρισης, και ειδικότερα, παραμέλησης (έρευνες συνθηκών διαβίωσης, γνωματεύεις Υπηρεσιών που αφορούν στην κοινωνική, ψυχική και εκπαιδευτική κατάσταση του ανηλίκου, αλληλογραφία της εισαγγελικής Αρχής με τους κοινωνικούς φορείς κ.λπ.), και β) τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του ανηλίκου στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων του Δικαστηρίου Ανηλίκων, αφότου απασχόλησε το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων (διαδοχικές εκθέσεις του επιμελητή ανηλίκων, δελτία εξέλιξης, δικαστικές αποφάσεις κ.λπ.). Τα στοιχεία που περιέχονται στα έγγραφα των δύο φακέλων παρουσιάζονται συνοπτικά σε τρεις ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τα χαρακτηριστικά του ανηλίκου και της οικογένειάς του, η δεύτερη την εμπλοκή του ως θύματος με το σύστημα πρόνοιας[32], και η τρίτη την εμπλοκή του ως παραβάτη με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων.

4.1. Η σύνθεση της οικογένειας

Ο Σ, γεννημένος το 1993, είναι το τρίτο παιδί πολύτεκνης μονογονεϊκής οικογένειας, κατοίκων της πόλης Π που διαμένουν σε ιδιόκτητη παλαιά μονοκατοικία, σε περιφερειακή γειτονιά μεσοαστικής συνοικίας. Στη μονοκατοικία αυτή, ζουν επίσης οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του (Π και Κ), ένας μικρότερος αδελφός (Δ) και η μητέρα του (Θ). Ο πατέρας απεβίωσε αιφνιδίως από καρδιακό νόσημα, πριν τη γέννηση του μικρότερου γιου. Εν ζωή ήταν εργάτης, ενώ η μητέρα του είναι άνεργη και λαμβάνει σύνταξη χηρείας.

4.2. Η εμπλοκή του Σ με το σύστημα πρόνοιας (αρχές 2005 – τέλη 2007)

Την 18/02/2005, η μεγαλύτερη, και η μόνη ενήλικη αδελφή του Σ, η Π, απευθύνεται στην Εισαγγελία, ζητώντας την άμεση παρέμβαση κοινωνικής Υπηρεσίας για τον έλεγχο συνθηκών διαβίωσης των τριών ανήλικων αδελφών της, της Κ, 16 ετών, του Σ, 12 ετών, και του Δ, 4 ετών, με έμφαση στον Σ που, σύμφωνα με το περιεχόμενο της αίτησής της, εμφανίζει «άστατη συμπεριφορά, δεν παρακολουθεί καθημερινά τα σχολικά μαθήματα και λείπει συνεχώς από το σπίτι». Στην αίτηση επισημαίνεται ότι ο πατέρας έχει αποβιώσει, ότι η μητέρα αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και ότι δεν υπάρχει άλλο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον. Η εισαγγελική εντολή διερεύνησης του αιτήματος αυτού δίδεται σε 2 ημέρες (20/02/2005) και οκτώ μήνες μετά (28/10/2005), η κοινωνική Υπηρεσία του δήμου κατοικίας διαβιβάζει στην Εισαγγελία τη σχετική έκθεση, όπου ειδικότερα αναφέρονται τα εξής:

  1. Μέλη της οικογένειας είχαν κατά το παρελθόν απευθυνθεί στην κοινωνική Υπηρεσία ζητώντας οικονομική υποστήριξη, οπότε και η οικογένεια είχε χαρακτηρισθεί ως «…πολυπροβληματική και άκρως δυσλειτουργική…», «…με θέματα επικοινωνίας, συγκρότησης, ενδοοικογενειακής βίας (μεταξύ των συζύγων)…», ενώ η μητέρα, είχε παραπεμφθεί σε εξειδικευμένες δομές ψυχικής υγείας για υποστήριξη.
  2. Η μητέρα χαρακτηρίζεται ως «αποδιοργανωμένη προσωπικότητα, μειωμένης αντίληψης», «με εξάρσεις ασυγκράτητου θυμού» – κατά δήλωση του συγγενικού περιβάλλοντος – και «λόγο και πράξη συχνά ασυνάρτητα», καθώς και ότι «δυσκολεύεται να φροντίσει τα παιδιά της και να τους παρέχει τα απαραίτητα…», «αδυνατεί να διαχειρισθεί ορθά τα μηνιαία εισοδήματα (μικρή σύνταξη και προνοιακά επιδόματα) της οικογένειας, αλλά και «αρνείται να συνειδητοποιήσει» τον προβληματικό χαρακτήρα της κατάστασης.
  3. Ο μεγαλύτερος γιος φαίνεται να «διατρέχει τον υψηλότερο κίνδυνο»: «λείπει» ανεξέλεγκτα από το σπίτι, με μεγαλύτερα, άγνωστα στην οικογένεια παιδιά, με τα οποία πηγαίνει συχνά σε ποδοσφαιρικούς αγώνες. Από την άλλη πλευρά, έχει «μειωμένο ενδιαφέρον» για το σχολείο, εμφανίζει «ελλιπή φοίτηση» και «αδυναμία γραφής και ανάγνωσης», παρά την «εξατομικευμένη ενισχυτική διδασκαλία» που του έχει κατά καιρούς παρασχεθεί στο πλαίσιο του σχολείου.
  4. Ο μικρότερος γιος παρουσιάζει «εικόνα εγκατάλειψης» και, με πρωτοβουλία του παιδικού σταθμού, του εφαρμόζεται «πρόγραμμα προληπτικής ιατρικής παρακολούθησης».
  5. Οι κόρες, η ενήλικη και η ανήλικη, έχουν αναλάβει γονικά καθήκοντα, γεγονός που τους δημιουργεί υπέρμετρη πίεση, άγχος και απόγνωση.
  6. Τέλος, η (ιδιόκτητη) μονοκατοικία της οικογένειας έχει βρεθεί πολύ ακάθαρτη, ακατάστατη, με σπασμένα έπιπλα, ενώ στερείται παροχής ηλεκτρικού ρεύματος λόγω χρηματικής οφειλής μεγάλου ύψους.

Η κοινωνική Υπηρεσία αναφέρει ότι έχει ήδη προβεί σε συνεργασία με άλλους φορείς και παραπομπή των μελών της οικογένειας σε ξεχωριστές Υπηρεσίες (ψυχικής υγείας, εκπαιδευτικής φύσης κ.λπ.), που αξιολογήθηκαν ως οι καταλληλότερες για το καθένα από αυτά, κυρίως στην κατεύθυνση της ψυχολογικής και εκπαιδευτικής εκτίμησης και υποστήριξης. Ωστόσο, επισημαίνεται σχετική απροθυμία/αμέλεια στην συνεργασία της μητέρας με τις προνοιακές δομές, ώστε έχουν γίνει και ενέργειες για τοποθέτηση των μικρότερων παιδιών (αγοριών), ως παραμελημένων, σε κατάλληλο πλαίσιο φιλοξενίας.

Εξαιτίας της απροθυμίας της μητέρας για συνεργασία με τις προνοιακές δομές, ο Εισαγγελέας, με σημείωμά του, της 12/11/2005 ζητεί επειγόντως  από την κοινωνική Υπηρεσία να γνωματεύσει εγγράφως για την άμεση απομάκρυνση των αγοριών από το σπίτι και περαιτέρω α) την άμεση αναζήτηση χώρου φιλοξενίας, ή άλλως β) τη διερεύνηση δυνατοτήτων φιλοξενίας τους στο ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον.

Σε έγγραφο της κοινωνικής Υπηρεσίας της 20.07.2006 περιγράφονται παρεμβάσεις της, από 13.11.2005 ως 20.07.2006, και μελλοντικός προγραμματισμός προκειμένου «να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης και να παραμείνουν οι ανήλικοι στην οικογένεια». Οι παρεμβάσεις αφορούν στη διάγνωση ψυχικών και εκπαιδευτικών αναγκών και σε περαιτέρω χρονοδιάγραμμα ενεργειών ως προς την ίδια και τις συνεργαζόμενες με αυτή Υπηρεσίες, βάσει των πορισμάτων διεπιστημονικής και διυπηρεσιακής ομάδας (με τη συμμετοχή κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, ειδικού παιδαγωγού και παιδοψυχολόγου). Στο ίδιο έγγραφο σχολιάζεται ότι η μητέρα πρόβαλε αντιστάσεις/βραδύτητα («επαναλαμβανόμενη άρνηση ή εσκεμμένη ασυνέπεια») στη συνεργασία. Συγκεκριμένα, από το έγγραφο της 20/7/2006, προκύπτουν τα εξής:

– Ο Σ διαγιγνώσκεται, από τον αρμόδιο δημόσιο φορέα (ΚΕΔΔΥ), με «μέτρια νοητική υστέρηση» και «σύνθετες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες». Μετά από πρόταση του φορέα, προγραμματίζεται από την Υπηρεσία μετεγγραφή του σε ειδικό σχολείο και παιδοψυχιατρική εκτίμηση, ενώ στο έγγραφο σχολιάζεται επίσης, ότι η οικογένεια δεν αξιοποίησε τη βοήθεια εθελοντή εκπαιδευτικού.

– Βάσει διαγνωστικής εκτίμησης, ο Δ παραπέμπεται για λογοθεραπεία και περαιτέρω αξιολόγηση από τον αρμόδιο δημόσιο φορέα (ΚΕΔΔΥ).

– Εκτιμάται ως αναγκαία και επείγουσα η ψυχιατρική αξιολόγηση και παρακολούθηση της μητέρας.

– Συνεχίζονται οι προσπάθειες εξεύρεσης κατάλληλου χώρου φιλοξενίας των αγοριών, καθώς πιθανολογείται ότι η μητέρα δεν θα μπορέσει, παρά την κοινωνική υποστήριξη που της παρέχεται, να αναλάβει κατά τρόπο οργανωμένο την επιμέλεια των παιδιών.

Σε εφαρμογή του παραπάνω προγραμματισμού, και αφού παρήλθε αρκετό χρονικό διάστημα, με τη μέριμνα της κοινωνικής Υπηρεσίας, η Εισαγγελία ενημερώνεται για τα εξής:

  1. Αναφορικά με τη μητέρα, «δεν εκτιμήθηκε απρόσφορος συμπεριφορά» (σύμφωνα με ψυχιατρική γνωμάτευση της 13/01/2007).
  2. Βεβαιώνεται η συστηματική φοίτηση του Σ σε καθημερινή βάση από 25/11/2006 (σύμφωνα με βεβαίωση Εργαστηρίου Ειδικής Εκπαίδευσης της 1/3/2007).
  3. Προτείνεται επαναφοίτηση του Δ στην Α’ Δημοτικού καθώς και φοίτηση σε τμήμα ένταξης του σχολείου για την αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολιών (σύμφωνα με έγγραφο του ΚΕΔΔΥ της 17/05/2007).

Την 11/07/2007 υποβάλλει αίτηση προς τον Εισαγγελέα η μικρότερη και ενήλικη πλέον, αδελφή του Σ, η Κ,  αναφέροντας ότι

– η μητέρα απέχει από την αναγκαία συνεργασία με τους φορείς που έχουν υποδειχθεί από την Εισαγγελία σε συνεννόηση με την κοινωνική Υπηρεσία, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι εκπαιδευτικές και συναισθηματικές δυσκολίες των παιδιών, ώστε «κινδυνεύουν»,

– τα δύο αγόρια έχουν διακόψει τη φοίτηση και

– ο μεγαλύτερος από τους δύο, ο Σ, «γυρίζει ελεύθερος και δεν υπακούει»,  ενώ

– «ξυλοκοπεί τον Δ και η μητέρα δεν επεμβαίνει».

Επιπλέον, η Κ

– αναφέρει πιθανή «σεξουαλική παρενόχληση του Σ από τη μητέρα»,

– ζητεί επίμονα την τοποθέτηση των παιδιών σε χώρο φιλοξενίας, και

– δηλώνει διαθέσιμη να αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών μετά το πέρας των σπουδών της.

Οι  εντατικές εισαγγελικές ενέργειες από 4-11-2007 έως 14-11-2007 για την εξεύρεση δομής φιλοξενίας (αλληλογραφία με έξι πλαίσια φιλοξενίας) δεν βρίσκουν, ωστόσο, λύση, όσον αφορά τον Σ.

4.3. Η παραβατική συμπεριφορά του Σ και η εμπλοκή του με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων (τέλη 2007- αρχές 2012)

Τον Δεκέμβριο 2007, ο Σ συλλαμβάνεται για κλοπή (δίτροχου) από κοινού, ενώ δύο μήνες αργότερα (Φεβρουάριος 2008), εμπλέκεται και σε δεύτερη κλοπή (δίτροχου) από κοινού και παράβαση ΚΟΚ. Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του ίδιου έτους (Αύγουστος 2008), εμπλέκεται και πάλι σε κλοπή από κοινού και κατ’ εξακολούθηση δίτροχων, κυρίως για  χρήση τους. Κατά το διάστημα αυτό (Δεκέμβριος 2007 – Αύγουστος 2008), ο κοινωνικός φάκελος του ανηλίκου ως θύμα παραμέλησης (σύστημα πρόνοιας) δεν έχει συσχετισθεί με την είσοδό του στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, σε συνέχεια των συλλήψεων, του σχηματισμού δικογραφίας και της άσκησης ποινικής δίωξης, ο ανήλικος και η οικογένειά του βρίσκονται σε αναμονή εκδίκασης των υποθέσεων, ενώ το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν έχει αναλάβει ακόμη πρωτοβουλία ψυχοκοινωνικής παρέμβασης. Τον Νοέμβριο 2008, ενόψει της εκδίκασης της πρώτης παράβασης, ενημερώνεται και επεμβαίνει η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, και διαπιστώνεται ότι, από το καλοκαίρι, ο Σ σχετίζεται με οργανωμένες παραβατικές ομάδες της πόλης, σε δευτερεύοντα ρόλο (συνεργού), συχνά υπό ψυχολογική πίεση και υπό την άσκηση σωματικής βίας. Η παραβατική του εξέλιξη έχει οριστικοποιηθεί από το φθινόπωρο, καθώς, μεταξύ άλλων, ο Σ έχει εγκαταλείψει τη φοίτησή του λόγω αναστολής λειτουργίας του ειδικού εκπαιδευτικού εργαστηρίου. Η Υπηρεσία κινείται στην κατεύθυνση της επαναοριοθέτησής του (δηλαδή του θέτει όρια ως προς τις συναναστροφές του, τη διαμονή του, την οργάνωση του χρόνου του κ.λπ.), της εκπαιδευτικής του ένταξης και της ψυχολογικής του παρακολούθησης. Η μητέρα απέχει από τις συστηματικά απαιτούμενες τυπικές και ουσιαστικές ενέργειες που θα επέτρεπαν την θετική εξέλιξη του Σ, παρότι ο Επιμελητής συνοδεύει προσωπικά τον ανήλικο στις προγραμματισμένες συναντήσεις με τους φορείς. Ο Επιμελητής Ανηλίκων επισημαίνει προς το Δικαστήριο ότι «…είναι απολύτως αναγκαίο να καταστεί σαφής ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της συνεργασίας της μητέρας με την Υπηρεσία και, σύμφωνα με τις υποδείξεις μας…».  Περί το τέλος του Νοεμβρίου 2008, εκδικάζεται η εν λόγω υπόθεση και επιβάλλεται στον ανήλικο το αναμορφωτικό μέτρο της επιμέλειας Υπηρεσίας Επιμελητών.

Τον Δεκέμβριο 2009, ο Σ και η οικογένειά του εξακολουθούν να έχουν ακατάστατη συνεργασία με την Υπηρεσία και δεν ανταποκρίνονται στα χρονοδιαγράμματα επικοινωνίας που έχουν προγραμματισθεί. Η αδελφή του Σ, η Κ, που αποτελεί τον μοναδικό αξιόπιστο συνομιλητή της Υπηρεσίας, δηλώνει εξουθενωμένη από τα οικογενειακά προβλήματα. Έχει αναλάβει όλες τις πρωτοβουλίες για την ψυχοκοινωνική υποστήριξη της οικογένειας, αλλά οι ενέργειές της εκλαμβάνονται ως επιθετικές από τη μητέρα. Κατά περιόδους εκφράζει  ισχυρή ματαίωση, κόπωση και απογοήτευση. Έχει δεχθεί ατομική συμβουλευτική και είναι πολύ κινητοποιημένη για τις σπουδές και την εργασία της. Το αίτημά της είναι να τοποθετηθούν τα αδέλφια της σε προνοιακού τύπου πλαίσιο διαμονής, γιατί αδυνατεί να διαχειρισθεί την κατάσταση. Η μεγαλύτερη κόρη, η Π, δηλώνει απρόθυμη να αναλάβει ευθύνη και καθήκοντα για τα άρρενα ανήλικα αδέλφια της.

Αν και έχει ρυθμισθεί, μέσω της Υπηρεσίας, η εκ νέου εκπαιδευτική  φοίτηση του Σ, αυτός εξακολουθεί να απέχει από αυτή συστηματικά. Διανυκτερεύει συχνά εκτός σπιτιού, στις οικείες άλλων συνομηλίκων, γνωστών στις Αρχές, και σε internet café. Η Υπηρεσία προβαίνει σε διασύνδεσή του με συμβουλευτικό πρόγραμμα για συναντήσεις ευαισθητοποίησής του σε ζητήματα χρήσης ουσιών, καθώς πιθανολογείται έναρξη χρήσης. Κάποιες εβδομάδες ακολουθεί τους κανόνες και τα όρια που τίθενται τόσο από την αδελφή του, την Κ, όσο και από την Υπηρεσία, αλλά αυτό δεν διαρκεί πολύ.

Η μητέρα συνεργάζεται αποσπασματικά σε αυτήν την κατεύθυνση, συνήθως όμως αποκρύπτει την παρατεταμένη και συνεχιζόμενη απουσία του Σ από το σπίτι. Εμφανίζει ενίοτε τυπική συνέπεια, χωρίς όμως να καταβάλει ουσιαστική προσπάθεια να βελτιώσει τους όρους της ανατροφής των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης και της οριοθέτησής τους. Από νεότερη εξέτασή της στο χώρο της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων τον ίδιο μήνα (12/2008), από συνεργαζόμενους ψυχιάτρους εθελοντές, δεν προκύπτει να πάσχει η μητέρα από ψυχική διαταραχή.

Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση χώρου φιλοξενίας του Σ πλησίον της οικογένειας αποβαίνει εκ νέου άκαρπη, καθώς προκύπτει απροθυμία των ιδρυμάτων να τον δεχθούν, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, της ψυχοδιανοητικής του κατάστασης και του παραβατικού του ιστορικού.

Η Υπηρεσία επανέρχεται με αναζήτηση χώρων φιλοξενίας που εδρεύουν σε άλλες πόλεις για την απομάκρυνση του Σ από τις παραβατικές παρέες. Κι ενώ γίνεται δεκτός, από την έναρξη του νέου έτους (2009), σε κάποιο από αυτά, κατά την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων 2008, ο Σ βρίσκεται εμπλεγμένος σε σοβαρή υπόθεση διακεκριμένων κλοπών από δράστες που τελούν κλοπές κατά συνήθεια (κλοπές τεχνολογικού εξοπλισμού από σχολεία), και προμήθειας ναρκωτικών ουσιών προς ιδία χρήση, ενώ άλλη δικογραφία τον φέρει συγκατηγορούμενο με ενήλικα άτομα για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η σφοδρότητα των πραγματικών περιστατικών και η οργανωμένη μορφή δράσης οδηγεί τον Ανακριτή στην επιβολή ως περιοριστικού όρου της τοποθέτησης του Σ στο (αναμορφωτικού τύπου) Ίδρυμα Αγωγής (ΙΑΑΑΣΕ Βόλου), μέχρι την εκδίκαση των υποθέσεων˙ έτσι, από το Δεκέμβριο 2008 μέχρι τον Ιούλιο του 2009, ο Σ βρίσκεται στο Ίδρυμα Αγωγής.

Κατά την παραμονή του στο Ίδρυμα Αγωγής, ο Σ κάνει σοβαρή προσπάθεια να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τους τρόπους του. Τον Ιούλιο 2009 ο Επιμελητής Ανηλίκων που εδρεύει στον τόπο κατοικίας του και επιλαμβάνεται των υποθέσεών του εισηγείται στον Εισαγγελέα: «…Όπως προκύπτει από τα συνημμένα έγγραφα, η εξέλιξή του … υπήρξε θετική και με τη συνδρομή των Υπηρεσιών, ειδικότερα δε της συμβουλευτικής ομάδας κινητοποίησης … στο Βόλο, ο ανήλικος έχει συνειδητοποιήσει τις ατομικές και κοινωνικές συνέπειες της συμπεριφοράς του και έχει κινητοποιηθεί στην κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού των κοινωνικών του σχέσεων και της ανάληψης της ευθύνης των επιλογών του. Για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαία η πλαισίωσή του από κατάλληλο προσωπικό σε ασφαλές και θετικό περιβάλλον που εφαρμόζει θεραπευτικές διαδικασίες προσαρμοσμένες στις ψυχοδιανοητικές του δυνατότητες και ανάγκες…». Επίσης, ο Επιμελητής Ανηλίκων αναφέρει ότι από  εμπιστευτικές συζητήσεις που είχε με τον ανήλικο, στο πλαίσιο δοκιμαστικής του άδειας, διαπιστώθηκε ότι κακοποιείται συστηματικά από άλλους τρόφιμους του Ιδρύματος, που εκμεταλλεύονται τη διανοητική του κατάσταση (νοητική υστέρηση). Επίσης, ο Επιμελητής διαπιστώνει ότι οι υποδομές και η οργάνωση του Ιδρύματος δεν επαρκούν, ώστε να τον προστατευθεί από παρόμοιες επιθέσεις. «Ορατά» αναφέρει επίσης και τα σημάδια της σωματικής κακοποίησης (μώλωπες, εκδορές) αλλά και την ψυχική πίεση που βιώνει ο ανήλικος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Επιμελητής Ανηλίκων εκτιμά ότι «η περαιτέρω παραμονή του ανηλίκου στο Ίδρυμα δεν είναι αναγκαία ούτε σκόπιμη, αλλά αντίθετα, είναι δυνατόν να προκαλέσει βλάβη στη σωματική και ψυχική του υγεία», και ζητεί να αντικατασταθεί ο περιοριστικός όρος της τοποθέτησης του ανηλίκου στο Ίδρυμα Αγωγής (ΙΑΑΑΣΕ Βόλου) με τον περιοριστικό όρο της παρακολούθησης  συμβουλευτικού-θεραπευτικού προγράμματος στην κοινότητα (άρθρο 122.1., η) με την πρόσθετη υποχρέωση διαμονής του ανηλίκου σε ξενώνα του προγράμματος (άρθρο 122.2.). Η πρόταση γίνεται δεκτή και από τον Ιούλιο 2009 ο Σ περιέρχεται στην κοινή ευθύνη του συμβουλευτικού/θεραπευτικού προγράμματος (σύστημα πρόνοιας) και του Επιμελητή Ανηλίκων (σύστημα ποινικής δικαιοσύνης).

Τον Ιανουάριο 2010, κατά την εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεών του Σ, ο Επιμελητής Ανηλίκων και οι εκπρόσωποι του προγράμματος παρουσιάζουν το εξατομικευμένο πρόγραμμα που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του, που συνίσταται στην καθημερινή συμμετοχή του σε διάφορες υπηρεσίες που παρέχει το πρόγραμμα, με ψυχοθεραπευτικό, εκπαιδευτικό και ενημερωτικό περιεχόμενο. Επισημαίνουν επίσης ότι κρίθηκαν αναγκαίες αναπροσαρμογές, σε σχέση με την αρχική πρόταση, με βάση θεραπευτικούς στόχους και προτεραιότητες, ανάλογα και με την ανταπόκριση του Σ, και σε συνεννόηση με την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, λόγω και των ιδιαίτερα επιβαρυντικών συνθηκών που διέπουν τη διαβίωσή του στο οικογενειακό του περιβάλλον. Προτείνεται η δοκιμαστική του επιστροφή στην οικογένεια.

Ο Επιμελητής Ανηλίκων παρατηρεί ότι «…Από τη συνεργασία μας με το ίδιο το παιδί και την οικογένεια αντιλαμβανόμαστε ότι η παρακολούθηση του προγράμματος έχει επιφέρει θετική βελτίωση στη συμπεριφορά και στην αυτοεικόνα του ανηλίκου, καθώς και στο επίπεδο των  ενδοοικογενειακών σχέσεων. Ο ανήλικος λειτουργεί με όρια, μιλά για τον εαυτό του, τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του και αντιμετωπίζει κριτικά το παρελθόν του. Θεωρούμε ότι είναι αξιόπιστος και ότι με την κατάλληλη πλαισίωση θα έχει θεαματική βελτίωση». Ωστόσο, επισημαίνει ότι είναι σημαντικό να κρατηθεί ένας εντατικός και συστηματικός ρυθμός στην παρακολούθησή του και ότι στην κατεύθυνση αυτή εργάζονται και οι δύο αδελφές του, εκ των οποίων η νεότερη, η Κ, έχει αναλάβει συντονιστικό ρόλο. Ως εκ τούτου, προτείνεται η επιβολή i) του μέτρου της εντατικής επιμέλειας Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων για δύο έτη σε συνδυασμό με ii) το μέτρο της (συνέχισης της) παρακολούθησης του συμβουλευτικού/θεραπευτικού προγράμματος και iii) του μέτρου της ρητής ανάθεσης της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στην αδελφή του Κ, αφού η τελευταία φέρει και την ευθύνη του καθημερινού του προγράμματος (κατ’ οίκον και εκτός) και είναι αναγκαίο να ενισχυθεί στο ρόλο της αυτό. Η πρόταση γίνεται δεκτή και ο Σ συνεχίζει τη ζωή του σε διττό καθεστώς φροντίδας από το σύστημα πρόνοιας (συμβουλευτικό/θεραπευτικό πρόγραμμα) και επίβλεψης από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων (εντατική επιμέλεια Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων για δύο έτη, σε συνδυασμό με το μέτρο της ρητής ανάθεσης της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στην αδελφή του, την Κ).

Τον Ιανουάριο του 2012, ο Σ ολοκλήρωσε με επιτυχία την αξιολόγησή του από τους φορείς της δικαιοσύνης και έλαβε τέλος το καθεστώς επιτήρησής του. Εξακολουθεί να λαμβάνει και να αξιοποιεί θετικά διάφορες υπηρεσίες από το σύστημα πρόνοιας.

  1. Πρώτη ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων[33]

Από την πρώτη ήδη ανάγνωση του παραπάνω (υπό 4.) παρουσιαζόμενου περιστατικού, διαπιστώνεται ότι στην ιστορία της οικογένειας υπάρχουν ισχυροί παράγοντες κινδύνου θυματοποίησης και παραβατικότητας των παιδιών. Ήδη από την τρέχουσα σύνθεση της οικογένειας (πολύτεκνη, μονογονεική) προκύπτει μια αυξημένη ανάγκη πλαισίωσής της, δεδομένης και της ανεργίας της μητέρας, του χαμηλού οικογενειακού εισοδήματος και του ιστορικού ενδοοικογενειακής βίας. Η ανάγκη αυτή καθίσταται περισσότερο επιτακτική λόγω των ψυχοδιανοητικών προβλημάτων της μητέρας και της δυσκολίας της να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Επιπλέον, στην πορεία της διερεύνησης του περιστατικού τεκμηριώθηκαν και συναφή ελλείμματα στα παιδιά (νοητική υστέρηση, γνωσιακές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες), ενώ πιθανολογείται ότι μέρος των δυσκολιών τους  σχετίζεται με περιβαλλοντικούς παράγοντες και με την αδυναμία της μητέρας να ασκήσει τα γονικά της καθήκοντα. Διαπιστώνεται δηλ. ένα σοβαρό επίπεδο παραμέλησης των παιδιών με πολλές όψεις, αναφορικά με βασικούς όρους υγιεινής και ασφαλούς διαβίωσης, ιατρικής παρακολούθησης, εκπαιδευτικής ένταξης και γονικής εποπτείας. Από την άλλη πλευρά, οι κόρες, αναλαμβάνοντας, σε διαφορετικά χρονικά σημεία, την πρωτοβουλία ενεργοποίησης του νομικού/τυπικού μηχανισμού παρέμβασης (της εισαγγελικής Αρχής), αναλαμβάνουν ρόλο εσωτερικού διασώστη των νεότερων ανήλικων μελών της οικογένειας. Η φύση και το επίπεδο αντίδρασης των παιδιών στην οικογενειακή κατάσταση, καθώς και ο βαθμός έκθεσής τους στον κίνδυνο παρατηρείται διαφοροποιημένος ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση, την ενδεχόμενη ανθεκτικότητά[34] τους ως άτομα, και την ικανότητα προσαρμογής τους στις μεταβαλλόμενες συνθήκες (π.χ. στην απώλεια του πατέρα).

Κατά την παρέμβαση της εισαγγελικής Αρχής διαπιστώνεται ότι το τοπικό δίκτυο κοινωνικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών [35] γνωρίζει ήδη την οικογένεια, με αφορμή παλαιότερα αιτήματα της μητέρας για οικονομική ενίσχυση, και ότι είχε κατά το παρελθόν επιχειρήσει ατελέσφορες παρεμβάσεις, στο πλαίσιο της γενικής του αρμοδιότητας και των δυνατοτήτων του, κυρίως κατευθυντική συμβουλευτική και διασυνδετική συνεργασία. Διαπιστώνεται δηλ. η έλλειψη ενός εξειδικευμένου και οργανωμένου συστήματος προστασίας της οικογένειας και παιδικής προστασίας με αρμοδιότητα στον έγκαιρο εντοπισμό και την εντατική διαχείριση περιστατικών κακοποίησης – παραμέλησης [36], ώστε α) να ελέγχεται κατά συνεχιζόμενο τρόπο η επάρκεια των γονέων να ασκήσουν τα καθήκοντα επιμέλειας των παιδιών, β) να ελέγχεται κατά συνεχιζόμενο τρόπο η ανταποκρισιμότητα των γονέων στις παρεμβάσεις που σχεδιάζονται και προσφέρονται για την ενίσχυσή τους στο ρόλο αυτό, γ) να υπάρχει ετοιμότητα στην προσωρινή ή και οριστική απομάκρυνση των παιδιών από το οικογενειακό περιβάλλον, όταν η παραμονή των παιδιών στην οικογένεια δεν εξασφαλίζει την ευημερία τους. Το σύστημα αυτό είναι αναγκαίο να διαθέτει μόνιμα[37] τους αναγκαίους πόρους σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και σε δομές συμβουλευτικής, ημερήσιας υποστήριξης και φιλοξενίας[38].

Έτσι, αν και το τοπικό δίκτυο κοινωνικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών  κατέβαλε συστηματική προσπάθεια συντονισμού και παρακολούθησης της διατομεακής ανάληψης της φροντίδας της οικογένειας παρατηρείται ότι α) οι υπηρεσίες αξιολόγησης και διάγνωσης των προβλημάτων δεν καταλήγουν σε ένα σύστημα επαρκούς και ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών, β) οι σχεδιαζόμενες διαδικασίες και ενέργειες δεν ολοκληρώνονται με ταχύτητα, αν και από τη φύση τους έχουν τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος, γ) η αξιοποίηση των προσβάσιμων μέσων για τη βελτίωση της κατάστασης επαφίεται στη βούληση των ωφελούμενων, παρά τη διαπίστωση ότι αδυνατούν να κάνουν χρήση, δ) οι Υπηρεσίες, ακόμη και η εισαγγελική Αρχή, βρίσκονται αντιμέτωπες με παντελή αδυναμία τοποθέτησης των παραμελημένων παιδιών σε προστατευτικές δομές φιλοξενίας, ακόμη και όταν ε) βεβαιώνεται δυσμενής μεταβολή συνθηκών, και εν προκειμένω αφενός πιθανολογούμενη μεταπήδηση του παιδιού από την κατάσταση της παραμέλησης σε κατάσταση (σεξουαλικής) του κακοποίησης και αφετέρου διαπιστούμενη μεταπήδηση του παιδιού από την κατάσταση κακομεταχείρισης στην κατάσταση της εκδήλωσης βίαιης ενδοοικογενειακής συμπεριφοράς. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η δυσμενής μεταβολή γνωστοποιείται στην εισαγγελική Αρχή από την κόρη της οικογένειας, ενώ απουσιάζει αρμόδιος φορέας εποπτείας και συνεχιζόμενης αξιολόγησης του περιστατικού.

Αφού ο ανήλικος παρέμεινε επί τριετία (στην ηλικία των 12 έως 15 ετών) σε καθεστώς κακομεταχείρισης, το οποίο δεν αντιμετωπίσθηκε δυναμικά, ελλείψει οργανωμένου συστήματος παιδικής προστασίας, στη συνέχεια ανέπτυξε παραβατική συμπεριφορά. Αυτή ξεκίνησε με τη μορφή της βίας μέσα στην οικογένεια και εξελίχθηκε σταδιακά. Η διάπραξη αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας (κλοπές δίτροχων στο δρόμο, κυρίως για χρήση τους), αρχικά περιστασιακή, έλαβε διαδοχικά έναν εξακολουθητικό χαρακτήρα (κλοπές (δίτροχων) κατ’ εξακολούθηση), στη συνέχεια πήρε τη μορφή σοβαρότερων και περισσότερο οργανωμένων αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας (συμμετοχή του σε διακεκριμένες κλοπές από δημόσιους χώρους, με σκοπό τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους). Παράλληλα, ο ανήλικος εμπλέκεται με τη χρήση ουσιών και με οργανωμένη εγκληματική ομάδα ενηλίκων, όπου το καθεστώς κακοποίησής του αναπαράγεται και εκβάλει σε σοβαρή παραβατικότητα: σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, εκμετάλλευση του ανηλίκου, στο πλαίσιο εγκληματικής οργανωμένης δράσης, χρήση ουσιών και συναφής παραβατικότητα του ιδίου, αποτελούν τη σύνθετη εικόνα έκθεσής του στη βία.

Από την άποψη των εμπλεκόμενων συστημάτων παρατηρούνται τα εξής: α) δυσχέρειες εκκίνησης διαδικασιών για έγκαιρη ψυχοκοινωνική παρέμβαση των  Υπηρεσιών του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, β) η συνακόλουθη έλλειψη έγκαιρης διασύνδεσης του συστήματος πρόνοιας, το οποίο είχε επιληφθεί με αφορμή την παραμέληση, με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών, και στη συνέχεια γ) η χαλαρή συμπόρευση των δύο συστημάτων στην αντιμετώπιση του περιστατικού[39], αλλά και δ) η αδυναμία εντέλει του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να ανταποκριθεί με εξωιδρυματικούς καταρχήν τρόπους μεταχείρισης στις απαιτήσεις ενός τόσο επιβαρυμένου περιστατικού. Η τελευταία συνδέεται με το γεγονός ότι το προνοιακό σκέλος του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων, η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, απευθύνεται για την υποστήριξη των περιστατικών του στις ίδιες, ελάχιστες, δομές πρόνοιας που υπάρχουν στην κοινότητα[40], και δεν διαθέτει ολοκληρωμένο δικό του δίκτυο υπηρεσιών [41], για τα σοβαρά έστω περιστατικά. Εν προκειμένω – όπως και σε άλλα δυσχερή στον χειρισμό τους περιστατικά, ιδιαίτερα δε όταν συνυπάρχουν προβλήματα ψυχικής υγείας – τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη διαρκή και αναποτελεσματική ανακύκληση του ανήλικου και της οικογένειας στις Υπηρεσίες, οι ενέργειες των οποίων – των ιδίων ή παρόμοιων με αυτές – δεν είχαν αποδώσει στην προηγούμενη φάση. Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι η ανάληψη του ανηλίκου από έναν επαγγελματία, συστηματικά και σε βάθος χρόνου – τον Επιμελητή Ανηλίκων – αποτέλεσε θετική συνθήκη για τη σταδιακή ανάκαμψή του, εφόσον πληρώθηκαν οι βασικοί όροι γι’ αυτή. Τέτοιος όρος, και αναγκαία προϋπόθεση, ήταν η απομάκρυνση του ανήλικου από το οικογενειακό και από το παραβατικό περιβάλλον, όρος που δυστυχώς πληρώθηκε με την τοποθέτησή του σε αναμορφωτικό ίδρυμα, αντί προνοιακού ιδρύματος, όπου θα έπρεπε να είχε τοποθετηθεί σε προγενέστερο στάδιο της εξέλιξής του. Την έλλειψη δηλ. του συστήματος παιδικής προστασίας κλήθηκε να καλύψει, εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, με την χρήση μάλιστα μιας δομής κατασταλτικής φυσιογνωμίας. Στον χώρο αναμορφωτικού του εγκλεισμού, η κακοποίηση του ανηλίκου συνεχίστηκε, επιβαρύνοντάς τον περαιτέρω. Οι φορείς του συστήματος, ωστόσο, ενεργοποίησαν τις διορθωτικές εκείνες διαδικασίες που επέτρεψαν την αναδιαχείριση του περιστατικού, εν πολλοίς χάρις και στην κινητοποίηση/ευθυνοποίηση του ίδιου του ανηλίκου. Στη νέα αυτή φάση παρατηρείται ότι α) εκπονήθηκε ένα ατομικό σχέδιο δράσης για τον ανήλικο το οποίο αφενός ανταποκρινόταν στο αίτημα του συστήματος για ασφάλεια (της κοινωνίας από παραβατική του συμπεριφορά, και του ιδίου από κακοποίηση) αφετέρου υποστηρίχθηκε από ορισμένο προνοιακό φορέα ο οποίος ήταν θεσμικός συνομιλητής του συστήματος και ανέλαβε ειδικά και συγκεκριμένα, ως φορέας υλοποίησης αναμορφωτικών μέτρων, την ευθύνη του ανηλίκου, καθώς και ότι β) το σχέδιο αυτό σχεδιάσθηκε και υλοποιήθηκε ευέλικτα, ανάλογα με τις ανάγκες και την εξέλιξη του ανηλίκου, ετύγχανε δε διαρκούς αξιολόγησης από τον Επιμελητή ανηλίκων και, με την ευκαιρία της εκδίκασης των υποθέσεων του ανηλίκου, από τη δικαστική Αρχή, επίσης ότι γ) για την υλοποίηση του σχεδίου ενεπλάκησαν, αξιοποιήθηκαν και καλλιεργήθηκαν όλα τα υγιή στοιχεία/πρόσωπα της οικογένειας, κυρίως όμως ότι δ) το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων, διαπνεόμενο από την προνοιακοδικαιική αντίληψη, εργάσθηκε στην κατεύθυνση της αναπομπής του ανηλίκου και της οικογένειάς του στο σύστημα πρόνοιας, μέσω συγκεκριμένου «συμβολαίου συνομιλίας» των δύο συστημάτων, αυτού της αναμορφωτικής μεταχείρισης στην κοινότητα, υποκαθιστώντας μερικώς, ανορθόδοξα, ωστόσο, και με αρκετή καθυστέρηση, ένα ελλείπον σύστημα παιδικής προστασίας.

* Νομικός, Επιμελήτρια Ανηλίκων, Lic. Sciences Criminologiques, Lic. Sp. Droit Comparé.

** Επίκουρη Καθηγήτρια, στον Τομέα Ποινικών Επιστημών, Νομικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

  1. C.S. Widom, M.G. Maxfield (2001), An Update on the “Cycle of Violence”, U.S. Department of Justice, Office of Justice Programs, National Institute of Justice, Washington, 2001, DC 20531 (http://www.ojp.usdoj.gov/nij)- NCJ 184894. Για μια διεξοδική επισκόπηση ερευνών σχετικά με τη σχέση κακομεταχείρισης των ανηλίκων και την παραβατικότητά τους, τη «μεταβίβαση» προτύπων βίαιης συμπεριφοράς από τη μια γενεά στην άλλη, κ.ο.κ., βλ. στην ελληνική βιβλιογραφία, Ν. Ε. Κουράκης (2012), Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σ. 52, 79, και υποσημ. 75, 123-124, και υποσημ. 45, κ.ά.).
  2. Πρβλ. B. Tatem Kelley, T.P. Thornberry, Ph.D., and C.A. Smith, Ph.D. (1997), In the Wake of Childhood Maltreatment, U.S. Department of Justice, Office of Justice Programs, Office of Juvenile Justice and Delinquency Prevention (OJJDP), σ. 2. Ενδεικτικά, στην ελληνική αρθρογραφία βλ. αντί άλλων, Ε. Αγάθωνος – Γεωργοπούλου (2004), «Κακοποίηση-παραμέληση του παιδιού και παραβατικότητα: Συγκοινωνούντα δοχεία;» σε Φ. Μόττη – Στεφανίδη (επιμ.) Κακοποίηση του Παιδιού και Νεανική Βία, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 11,2, 2004, σ. 141-161.
  3. Βλ. αντί άλλων, Μ. Jonson – Reid, P.L. Kohl, B. Drake (2012), Child and adult outcomes of chronic child maltreatment, Pediatrics 129, σ. 839-845, καθώς και J. Kim, D. Cicchetti (2010), Longitudinal pathways linking child maltreatment, emotional regulation, peer relations, and psychopathology, Journal of Child Psychology and Psychiatry 51, σ. 706-716.
  4. Βλ. αντί άλλων, Y.-L. Chiu, J.P. Ryan, D.C. Herz (2011), Allegations of maltreatment and delinquency: Does risk of juvenile arrest vary substantiation status? Children and Youth Services Review, 33, σ. 855-860, καθώς και M. Jonson – Reid, R. Barth (2000), From maltreatment to juvenile incarceration: Uncovering the role of child welfare services, Child Abuse and Neglect, 24, 505-520, και C. Smith, T. Thornberry (1995), The relationship between child maltreatment and adolescent involvement in delinquency, Criminology, 33, σ. 451-481.
  5. Στην αμερικανική/ό ορολογία και σύστημα πρόνοιας, την οποία στη μελέτη αυτή χρησιμοποιούμε, το σύστημα παιδικής πρόνοιας αναφέρεται σε ένα σύνολο τόσο δημόσιων υπηρεσιών, σε ομοσπονδιακό, πολιτειακό ή τοπικό επίπεδο, όσο και ιδιωτικών υπηρεσιών, που μεριμνούν ώστε τα παιδιά να διαβιούν σε ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον που εγγυάται την ευημερία τους. Το σύστημα παιδικής πρόνοιας διαχειρίζεται και τις περιπτώσεις που ένα παιδί κρίνεται ότι για λόγους ασφάλειας και ευημερίας ότι είναι αναγκαίο να απομακρυνθεί προσωρινά ή και μόνιμα από το οικογενειακό του περιβάλλον. Όταν, στο πλαίσιο αυτό, διερευνάται η κακοποίηση – παραμέληση ενός παιδιού, χρησιμοποιείται ο όρος σύστημα παιδικής προστασίας και των περιπτώσεων αυτών επιλαμβάνονται οι Υπηρεσίες παιδικής προστασίας (βλ.www.childwelfare.gov).
  6. Ένα τέτοιο ερώτημα θέτουν οι R. Cusick, M. E. Courtney, J. Havlicek, N. Hess (2010), Crime during the Transition to Adulthood: How Youth Fare as They Leave OutofHome Care, final report submitted to the U.S. Department of Justice, Document No.: 229666/ Award Number: 2005-IJ-CX-4031, σ. 2-3.
  7. Όταν ο ερευνητής προσεγγίζει το υπό διερεύνηση φαινόμενο με μεθόδους της ποσοτικής κατεύθυνσης, γνωρίζει επακριβώς τι διερευνά, έχει δε ως απώτερο σκοπό και ιδεώδες την αντικειμενικότητα των αποτελεσμάτων και την αποφυγή στρεβλώσεων και μεροληψίας (bias) κατά την ερευνητική διαδικασία. Κεντρικής σημασίας στις ποσοτικές έρευνες είναι η μέτρηση, και οι τεχνικές που επιλέγονται, προέρχονται από τη στατιστική, τα μαθηματικά και την πληροφορική. Τουλάχιστον μέχρι το 2005, η ποσοτική κατεύθυνση εμφανίζεται να κυριαρχεί έναντι της ποιοτικής στις Κοινωνικές Επιστήμες, καθότι, σύμφωνα με περιεκτική ανάλυση 1274 άρθρων, που δημοσιεύτηκαν σε δύο κορυφαία αμερικανικά επιστημονικά περιοδικά της Κοινωνιολογίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1935 και and 2005, σε περίπου τα δύο τρίτα από αυτά τα άρθρα είχαν χρησιμοποιηθεί ποσοτικές μέθοδοι (L. Hunter, E. Leahey (2008), Collaborative Research in Sociology: Trends and Contributing Factors, The American Sociologist, 39, 4, σ. 290). Αντίθετα, οι ποιοτικές μέθοδοι αποτελούν μείζον πεδίο για την πανεπιστημιακή έρευνα και τη βάση για την εκπόνηση μεταπτυχιακών διπλωματικών εργασιών και διδακτορικών διατριβών. Προϋποθέτουν καλή θεωρητική κατάρτιση, προωθούν τη γνώση πάνω σε σύνθετα φαινόμενα και σε πολύπλοκες διαδικασίες και προσφέρονται για ν’ απαντηθούν τα ερωτήματα «γιατί» και «πώς» στις επιστήμες που εστιάζουν τόσο στην ανθρώπινη συμπεριφορά, όσο και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (για τη διάκριση των ερευνών σε ποιοτικές και ποσοτικές στο γνωστικό αντικείμενο της Εγκληματολογίας, το οποίο εντάσσεται κατά κανόνα στις Κοινωνικές Επιστήμες, βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη (2014), Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σ. 155-158, και επίσης, D. Gadd, S. Karstedt, S. F. Messner (2012), The Sage Handbook of Criminological Research Methods, Sage, Los Angeles/London, σ. 282-283).
  8. Πλοηγός μας για την αναζήτηση μεθόδου και πεδίου έρευνας, σε θεωρητικό επίπεδο, είναι τα τρία κριτήρια επάρκειας μιας θεωρίας που έθεσε ο C. R. Tittle για την ανάπτυξη και διατύπωση της δικής του θεωρίας (ισομέρεια ελέγχου – control balance). Το πρώτο από αυτά είναι η πληρότητα (comprehensiveness), το κατά πόσον δηλαδή σε μία (εξηγητική) θεωρία περιλαμβάνονται όλες οι αιτιώδεις δυνάμεις και οι μεταξύ τους σχέσεις. Το δεύτερο είναι η ακρίβεια (precision), το κατά πόσον δηλαδή στη θεωρία αυτή προσδιορίζεται το πότε και σε ποιο βαθμό εκτυλίσσονται οι αιτιώδεις δυνάμεις, το πώς επιδρούν στο υπό διερεύνηση φαινόμενο, και το μεσοδιάστημα (αιτιωδών παραγόντων και επερχόμενων αποτελεσμάτων). Το τρίτο είναι το βάθος (depth), που αναφέρεται στη συστηματική και διεξοδική απάντηση στα ερωτήματα «γιατί» και «πώς», έτσι ώστε να γίνεται εντελώς κατανοητή η αιτιώδης ακολουθία και η αλληλεπίδραση των επιμέρους παραγόντων (C. R. Tittle (1995), Control Balance. Toward a General Theory of Deviance Crime and Society, Westview Press, Boulder/Colorado, σ. 27-35).
  9. Η αντίδραση στο έγκλημα διακρίνεται κατά τη Σπινέλλη (2014) σε ατομική, κοινωνική και πολιτειακή, όπου η τελευταία αφορά τους τρόπους και τα μέσα με τα οποία απαντά η συντεταγμένη πολιτεία στο έγκλημα και τον εγκληματία (ό.π., σ. 129-130, 131). Η προβληματική πάντως της παρούσας μελέτης δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην πολιτειακή αντίδραση, καθότι άλλωστε, η αντίδραση αυτή είναι και αλληλένδετη με τις άλλες δύο. Ούτε καν περιορίζεται στην αντίδραση στο έγκλημα, καθότι εξετάζονται και ζητήματα πραγματολογικά (π.χ. η παραβατική συμπεριφορά ανηλίκου).
  10. Βλ. αντί άλλων, J. K. Wiig, J. A. Tuell, J. K. Heldman (2013), Guidebook for Juvenile Justice & Child Welfare System. Coordination and Integration, Child Welfare League of America.
  11. J. D. Warner (2014), Crossing Systems: Advocating for Adolescents and Young Adults Involved with both the Child Welfare and Juvenile or Criminal Justice Systems, 21st Century Forensic Practice: Moving Beyond Cultural Competence, 31st Annual Conference of the National Organization of Forensic Social Work, July 25-27, 2014, Fordham University Lincoln Center Campus, New York City.
  12. J. D. Warner, ό.π.
  13. 13. J. K. Wiig, J. A. Tuell, J. K. Heldman, ό.π., σ. xix.
  14. J. D. Warner, ό.π. και J. K. Wiig, J. A. Tuell, J. K. Heldman, ό.π.
  15. The Center for Juvenile Justice Reform (CJJR), Georgetown University (2012), Improving Outcomes for Multi-System Involved Youth Who Crossover Between Child Welfare and Juvenile Justice Systems, Crossover Youth Practice Model Webinar Series.
  16. J.K. Wiig, J.A. Tuell, J.K. Heldman, ό.π.
  17. D. Herz, P. Lee, L. Lutz, M. Stewart, J. Tuell, R. F. Kennedy, J. Wiig (2012), Addressing the Needs of Multi-System Youth: Strengthening the Connection between Child Welfare and Juvenile Justice, The Center for Juvenile Justice Reform and Robert F. Kennedy Children’s Action Corps, σ. 3.
  18. Η περίπτωση αυτή έχει ορισθεί και ως νέος «διττής ταυτότητας» (duallyidentified youth), βλ. παραπάνω.
  19. G. Halemba, G. Siegel (2011), Doorways to delinquency: Multisystem involvement of delinquent youth in King County (Seattle, WA), National Center for Juvenile Justice, Pittsburg, σ. iv. Η έρευνα αφορούσε σε 4475 ανήλικους παραβάτες που εισήχθησαν στο Δικαστήριο Ανηλίκων του King County (King County Juvenile Court) στη Washington, το 2006.
  20. Βλ. σχετικά T. P. Thornberry (2008), Co-occurrence of problem behaviors among adolescents. Multi-system Approaches in Child Welfare and Juvenile Justice, Wingspread Conference, σε S. Bilchik, M. Nash (2008), Child Welfare and Juvenile Justice: Two sides of the same coin, Juvenile and Family Justice Today, fall 2008, σ. 18.
  21. D. Young, A. Bowley, J. Bilanin, Ho A. (2015), Traversing Two Systems: An Assessment of Crossover Youth in Maryland, University of Maryland, Institute for Governmental Service and Research, σ. i.
  22. G. Halemba, G. Siegel (2011), ό.π., σ. v-vii.
  23. C.N. Shrifter (2012), Child Welfare and Delinquency: Examining Differences in First-Time Referrals of Crossover Youth within the Juvenile Justice System, Portland State University (Dissertations and Theses), σ. 29.
  24. C. N. Shrifter (2012), ό.π., σ. 29-30, καθώς και Β. C. Feld (1999), Race, “Get Tough” Crime Politics, and the Transformation of the Juvenile Court, Law Alumni News, spring 2000, University of Minnesota, με αναφορές του στο ιδίου (1999), Bad kids: Race and transformation of the juvenile court, Oxford University Press, New York.
  25. D. Conger, T. Ross (2001), Reducing the foster care bias in juvenile detention decisions: The impact of project confirm, Vera Institute of Justice, New York, σ. 3.
  26. Μ.Jonson-Reid, R. Barth 2000, ό.π.
  27. D. Young, A. Bowley, J. Bilanin, Ho A. (2015), ό.π., G. Halemba, G. Siegel (2011), ό.π.
  28. Για λόγους που αφορούν στη διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων του εν λόγω ανηλίκου και της οικογένειάς του, είναι αναγκαίο να διατηρηθούν απόρρητα όλα τα στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Εν προκειμένω, η υπηρεσία της πρώτης γράφουσας στο Δικαστήριο Ανηλίκων Αθηνών είναι απολύτως συμπτωματική. Σχετικά με τους κανόνες δεοντολογίας για την έρευνα βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Μ. Κρανιδιώτη (2009), «Κανόνες δεοντολογίας για τους Έλληνες εγκληματολόγους: Πρόταγμα του 21ου αιώνα; / παράρτημα με σχέδιο κώδικα δεοντολογίας», σε Μ. Κρανιδιώτη (επιμ.), Εγκληματολογία και Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, Προσφορά Τιμής στην Αγλαΐα Τσήτσουρα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009, σ. 547 επ.
  29. Για τον ορισμό του συστήματος «παιδικής προστασίας» βλ. και παραπάνω, υποσημείωση 7.
  30. Είναι συζητήσιμη τόσο η φύση της ποινικής δικαιοσύνης ως συστήματος όσο και της κοινωνικοπρονοιακής μέριμνας, είτε αυτή προέρχεται από το κράτος είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς. Για την προβληματική σχετικά με την πρώτη, ενδεικτικά βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη (2014), ό.π., σ. 11-14, και διεξοδικότερα, της ιδίας (2007), Μελέτη του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, αναφορικά δε με το ερώτημα αν είναι η δικαιοσύνη σύστημα, σ. 59-64. Πιο προβληματικός είναι ο χαρακτηρισμός της πρόνοιας ως συστήματος στην Ελλάδα, δηλαδή ως ενιαίου όλου (οντότητας). Στις ΗΠΑ γίνεται λόγος για «σύστημα παιδικής πρόνοιας» και «παιδικής προστασίας», ωστόσο στην Ελλάδα η προνοιακή μέριμνα ασκείται κατά περίπτωση από το σύνολο των δημόσιων Υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας (νοσοκομεία, ιατροπαιδαγωγικά κέντρα, κέντρα ψυχικής υγείας, παιδοπόλεις κλπ.), δημόσιων και δημοτικών κοινωνικών Υπηρεσιών και από ιδιωτικούς φορείς (προνοιακά ιδρύματα, σωματεία, προστατευτικές εταιρείες κλπ., υπό την εποπτεία του κράτους). Από την άλλη πλευρά, η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, η οποία, ως εκ της λειτουργίας της επιτελεί κοινωνικό έργο, επεμβαίνει στον τομέα της πρόληψης της παραβατικότητας και της θυματοποίησης, αποτελεί, ωστόσο, οργανικό σκέλος της δικαιοσύνης και οι ενέργειές της εκκινούν με εισαγγελική παραγγελία (βλ. για τη σύσταση, την οργάνωση και τη συγκρότησή της, Α. Τρωιάνου- Λουλά (1999), Η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων (επανέκδοση), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σ. 100 επ., καθώς και τον πρόσφατο σχετικά Οργανισμό Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΠΔ 101/28-08-2014, άρθρο 26 παρ. 1 α.), όπου αναφέρονται τα καθήκοντα των Επιμελητών Ανηλίκων).
  31. Η μελέτη ατομικών περιπτώσεων, υπό την έννοια των βιογραφιών εγκληματιών, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά το παρελθόν από κορυφαίους της Εγκληματολογίας, όπως οι Clifford Shaw (1930/ 1966, The Jack-Roller: A Delinquent Boy’s Own Story) και Edwin Sutherland (1937, The Professional Thief). Ωστόσο, η δική μας μελέτη δεν εστιάζει μόνο στη συμπεριφορά του παραβάτη και τις συστημικές επιδράσεις σ΄ αυτή, αλλά κυρίως στην πολιτειακή αντίδραση και την ίδια τη «συνομιλία» των δύο συστημάτων. Γι’ αυτό και κρίθηκε σκόπιμη η μελέτη των (επίσημων) εγγράφων που περιλαμβάνουν τη λεπτομερειακή αφήγηση των γεγονότων από τη σκοπιά των φορέων της πρόνοιας και της δικαιοσύνης. Υπό αυτή την έννοια, πρόκειται και για έρευνα αρχείων σε έγγραφα κ.λπ. (Βλ. ενδεικτικά, Κ. Δ. Σπινέλλη (2014), ό. π., σ. 174 επ.).
  32. Προτιμάται ο όρος «σύστημα πρόνοιας» αντί του όρου «σύστημα παιδικής προστασίας», καθώς, όπως αναδεικνύεται παρακάτω, οργανωμένο σύστημα παιδικής προστασίας δεν υφίσταται στη χώρα μας.
  33. Η ερμηνεία και ανάλυση δεδομένων στην παρούσα ενότητα προκύπτει από μια πρώτη, επιλεκτική εστίαση σε κύρια σημεία της ατομικής περίπτωσης που αφηγηθήκαμε (υπό 4). Υπάρχουν όμως και περιορισμοί στη μελέτη μας. Ο κυριότερος είναι ότι οι απόψεις και θεωρήσεις που στηρίζονται σε ποιοτικά δεδομένα είναι λιγότερο επιδεκτικές γενικεύσεων από τις ποσοτικές, τα δε ποιοτικά δεδομένα ισχύουν μόνο για τις περιπτώσεις ή καταστάσεις που μελετήθηκαν (βλ. Κ.Δ. Σπινέλλη (2014), ό.π., σ. 158). Με άλλα λόγια, τα δεδομένα της έρευνάς μας, όπως σε κάθε ποιοτική έρευνα, επιδέχονται κριτικής για έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας. Ωστόσο, προσπαθήσαμε να μετριάσουμε αυτό το μειονέκτημα, επιλέγοντας μια περίπτωση που τοποθετείται στον μέσο όρο αυτών των περιπτώσεων από την άποψη της κατηγορίας στην οποία εντάσσεται (περίπτωση νέου «διττής εμπλοκής»).
  34. Βλ. Ε. Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (2011), «Παιδιά σε κίνδυνο ή επικίνδυνα παιδιά; Ψυχολογική θεώρηση», σε Π. Ζαγούρα (επιμ.), Διεπιστημονικότητα, διεταιρικότητα και κοινωνική ένταξη του νεαρού παραβάτη, Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011, σ.166, όπου ως «ανθεκτικότητα» του ατόμου ορίζεται «η ικανότητα θετικής αντίδρασης σε τραυματικά γεγονότα».
  35. Σημειώνεται ότι η Εισαγγελία δεν διαθέτει δική της κοινωνική Υπηρεσία, καθώς ο ν. 2447/1996 (άρθρα 49 επ.), που προέβλεπε τη σύσταση κοινωνικών Υπηρεσιών στα Πρωτοδικεία της χώρας δεν εφαρμόσθηκε κατά το μέρος αυτό.
  36. Η σχετική προβληματική έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο των εργασιών της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας & Κοινωνικής Πρόνοιας  (πρώην Διεύθυνση Οικογενειακών Σχέσεων) του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού (ΝΠΙΔ). Από το 1977, η Διεύθυνση εφαρμόζει προγράμματα έρευνας, δράσης, εκπαίδευσης επαγγελματιών και παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών με σκοπό τη μελέτη και την πρόληψη της θυματοποίησης των παιδιών στην οικογένεια. Από 1988, μάλιστα, η Διεύθυνση λειτουργεί και ως Κέντρο Μελέτης και Πρόληψης της Κακοποίησης/Παραμέλησης (ΚΑ-ΠΑΠ). Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η έκδοση, το 1998, Οδηγού για την Αναγνώριση και Αντιμετώπιση της Κακοποίησης και Παραμέλησης του Παιδιού, με την ευθύνη της άλλοτε επικεφαλής του Ε. Αγάθωνος – Γεωργοπούλου. Σήμερα, στην επίσημη ιστοσελίδα της Διεύθυνσης, όπου παρουσιάζεται και η δραστηριότητα του Κέντρου, σχολιάζεται: «Στην χώρα μας μέχρι σήμερα η διάγνωση των περιστατικών ΚαΠα-Π πραγματοποιείται εντελώς εμπειρικά και στη βάση ιδιαιτεροτήτων των εμπλεκόμενων φορέων, επαγγελματιών και υπηρεσιών, οι οποίοι σημειωτέον ανήκουν σε πλειάδα διαφορετικών συστημάτων, διακριτής νομικής μορφής, διαφορετικής εμβέλειας αλλά και στελέχωσης. Επιπλέον η έλλειψη ενιαίων κριτηρίων και κοινής μεθοδολογίας  διερεύνησης, διάγνωσης και πιστοποίησης των περιπτώσεων ΚαΠα-Π, οι ελλείψεις στο θεσμικό πλαίσιο, (παρά τη θετική εξέλιξη με τη δημοσίευση του Ν. 3500/2006), η έλλειψη συντονισμού των εμπλεκόμενων ανομοιογενών μεταξύ τους Φορέων (Κοινωνικές Υπηρεσίες & δομές Υγείας-Πρόνοιας, Εισαγγελικές,-Δικαστικές Αρχές, Αστυνομικές Αρχές και Εκπαιδευτικές Δομές) και οι υστερήσεις στο επίπεδο χαρτογράφησης, παρακολούθησης και καταγραφής της έκτασης των μορφών και των χαρακτηριστικών της ΚαΠα-Π, οδηγούν σε πρόδηλες αδυναμίες στην χάραξη πολιτικών παρεμβάσεων αντιμετώπισης του φαινομένου, στην μη τεκμηριωμένη ιεράρχηση της διάθεσης των πόρων (υλικών και ανθρώπινων), σε δευτερογενή θυματοποίηση των ανήλικων χρηστών των παροχών στους τομείς της Υγείας, της Πρόνοιας, των Εισαγγελικών-Δικαστικών και Αστυνομικών αρχών και τελικά στην μείωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των εφαρμοζόμενων δράσεων και πολιτικών» (http://www.esa-kapa-p.gr/?q=node/85). Κατά τον τρέχοντα χρόνο, πάντως, βρίσκεται στο τελικό της στάδιο πρωτοβουλία του Κέντρου, όπου, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Ολοκληρωμένη Προσέγγιση για τη Διερεύνηση, Διάγνωση και Διαχείριση Περιστατικών Κακοποίησης και Παραμέλησης Παιδιών», με Επιστημονικό Υπεύθυνο τον Διευθυντή, ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, επιχειρείται η δημιουργία σχετικού Πρωτοκόλλου και Εθνικού Συστήματος Αναφοράς ΚαΠα-Π.
  37. Παρόμοια, έχει παρατηρηθεί ότι αποσπασματικού τύπου βραχυχρόνιες δια-τομεακές παρεμβάσεις πλαισίωσης (wraparound services) δεν αποφέρουν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που είναι αναγκαία για να βοηθηθούν νέοι με μακροχρόνια πολλαπλά προβλήματα, σχετιζόμενα π.χ. με ψυχική υγεία. Αντίθετα, τέτοιου τύπου παρεμβάσεις αυξάνουν τον κίνδυνο εμπλοκής με την ποινικής δικαιοσύνη (βλ. A.F. Garland, R.L. Hough, J.A. Landsverk, S.A. Brown (2001), Multi-sector complexity of systems of care for youth with mental health needs, Children’s Services: Social Policy, Research, and Practice, 4 (3), σ. 123-140).
  38. Για τον σχεδιασμό ρεαλιστικών πολιτικών και θεσμικών παρεμβάσεων για τον έλεγχο της κακοποίησης – παραμέλησης στην Ελλάδα βλ. Γ. Νικολαΐδης (2011), «Βία κατά ανηλίκων: ένα φαινόμενο στις εσχατιές του χώρου της υγείας, της δικαιοσύνης και της κοινωνικής πολιτικής», σε Π. Ζαγούρα (επιμ.) (2011), ό.π., σ. 416-421.
  39. Αντίθετα, στη γραμματεία έχει αναδειχθεί η ανάγκη συντονισμένης και ολοκληρωμένης από κοινού παρέμβασης των συστημάτων που διαχειρίζονται την κακοποίηση – παραμέληση και την παραβατικότητα. Βλ., μεταξύ άλλων, J. K. Wiig, J. A. Tuell, J. K. Heldman (2013), ό.π.
  40. Δεν έχει μάλιστα εξασφαλισθεί η κατά προτεραιότητα πρόσβαση των πληθυσμών που εμπλέκονται με την ποινική δικαιοσύνη σε τέτοιες Υπηρεσίες. Αντίθετα, συχνά θεωρούνται ανεπιθύμητα περιστατικά, λόγω της οξύτητας ή/και της πολυπλοκότητάς τους.
  41. Το δίκτυο αυτό είναι αναγκαίο για την κάλυψη ιδιαιτέρων αναγκών. Την εξυπηρέτηση τέτοιων αναγκών επιχειρούσε, μεταξύ άλλων, η εκπόνηση νομοθετήματος για την ίδρυση Μονάδων Μέριμνας αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατά τον τρέχοντα χρόνο η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία αναβιώνει.