Αντεγκληματική πολιτική και
τυπικός κοινωνικός έλεγχος
στην Ελλάδα της κρίσης
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΙΓΚΑΝΟΥ*
Η θεωρητική αφετηρία
Η μελέτη της αποτελεσματικότητας των ‘πολέμων’ κατά του εγκλήματος τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο είναι αδιανόητη χωρίς την ουσιαστική διερεύνηση τόσο του τυπικού συστήματος άσκησης κοινωνικού ελέγχου και της εφαρμοζόμενης αντεγκληματικής πολιτικής, όσο και των συναφών προσλήψεων, στάσεων και πεποιθήσεων του κοινωνικού σώματος επί του οποίου ασκείται ο παραπάνω έλεγχος και η αντεγκληματική πολιτική. Αν θεωρήσουμε το πεδίο των προσλήψεων, στάσεων και απόψεων του κοινωνικού σώματος και το πεδίο ‘εφαρμογής’ των πολιτικών ελέγχου επί του συγκεκριμένου κάθε φορά κοινωνικού σώματος ως δύο διακριτά πεδία – για λόγους καθαρά επιχειρησιακούς καθώς η ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας έχει καταδείξει ότι τα πεδία αυτά αλληλοδιαπλέκονται και εν πολλοίς είναι συμφυή – το κεντρικό ζήτημα ο οποίο η εκάστοτε εμπειρική διερεύνηση οφείλει να ερμηνεύσει είναι το φαινόμενο της «υπακοής στο νόμο».
Κατά μία θεωρητική – επιστημολογική εκδοχή το ζήτημα αυτό τοποθετείται στο πλαίσιο των ονομαζόμενων «θεωριών συμμόρφωσης» (compliance theories).[1] Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Bottoms,[2] η συμμόρφωση τόσο στην εξουσία, γενικότερα, όσο και στον ποινικό νόμο, ειδικότερα, μπορεί να κατανοηθεί α) στη βάση ιδιοτελών υπολογισμών ανάμεσα στο πιθανό κόστος και τα οφέλη της ποινής, β) στη βάση κανονιστικού τύπου θεωρήσεων ως προς από το «δίκαιο ή το άδικο» της συμμόρφωσης, γ) στη βάση των επιπτώσεων στρατηγικών εξουδετέρωσης της εγκληματικής δραστηριότητας, όπως, ενδεικτικά, η κράτηση δραστών ως μέτρο πρόληψης μελλοντικής δράσης τους και δ) στη βάση μιας συνήθειας προς υπακοή.
Σύγχρονες εγκληματολογικές θεωρήσεις[3] φαίνεται πως απομακρύνονται από ερμηνείες που βασίζονται είτε σε ορθολογικού τύπου υπολογισμούς, είτε σε συμπεριφορικούς ψυχολογισμούς και επενδύουν ερευνητικά σε κανονιστικές θεωρίες της υπακοής στους νόμους ιδιαίτερα σε θεωρίες που αναφέρονται στους όρους και τις προϋποθέσεις νομιμοποίησης του τυπικού συστήματος άσκησης κοινωνικού ελέγχου.[4] Παρά το γεγονός ότι οι έννοιες της νομιμοποίησης και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς άσκησης του τυπικού κοινωνικού ελέγχου δεν είναι καινοφανείς για τους εγκληματολόγους, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η εμπειρική τεκμηρίωση του επιχειρήματος ότι τόσο η νομιμοποίηση όσο και η πίστη στους θεσμούς αυτούς συνιστούν κεντρικούς μηχανισμούς ενίσχυσης της κοινωνικής ευταξίας.[5] Ειδικότερα διαπιστώνεται επαρκής εμπειρική επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι η υπακοή στους νόμους καθώς και η υποστήριξη και αποδοχή των θεσμών απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (Αστυνομία και Δικαστήρια) εξαρτώνται από το επίπεδο της εμπιστοσύνης και της νομιμοποίησης οι θεσμοί αυτοί απολαύουν ανάμεσα στην ποικιλία των διαφοροποιημένων κοινωνικών ακροατηρίων. Οι οπαδοί της διαδικαστικής θεωρίας της δικαιοσύνης (procedural justice theories) μάλιστα, υπερτονίζουν το ρόλο των διαδικασιών που ακολουθούνται μάλλον παρά το ουσιαστικό περιεχόμενο των αποτελεσμάτων στη διαμόρφωση της θεσμικής νομιμοποίησης του συστήματος άσκησης τυπικού κοινωνικού ελέγχου. Οι έρευνες αυτού του θεωρητικού υποδείγματος αναδεικνύουν τις δίκαιες και σεβαστές διαδικασίες ως την πλέον σίγουρη στρατηγική εδραίωσης της εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία και της συνεπούς με αυτήν επιβεβαίωσης της θεσμικής της νομιμοποίησης από την οποία και απορρέει η υπακοή στους κυρίαρχους κοινωνικούς διακανονισμούς. Η περαιτέρω εξειδίκευση αυτής της θέσης έχει αναδείξει στο εμπειρικά τεκμηριωμένο επιχείρημα ότι η επίτευξη και ενίσχυση της θεσμικής νομιμοποίησης του τυπικού συστήματος άσκησης κοινωνικού ελέγχου εξαρτάται κυρίως από την ‘ηθική ταύτιση’ διαδικαστικής δικαιοσύνης και κοινού, καθώς η συναίσθηση της υποχρέωσης προς υπακοή στους νόμους από το κοινωνικό σώμα και η συναίνεση στη νομική εξουσία (νομιμότητα) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο.
Όπως έχω τονίσει και αλλού,[6] αυτή η στροφή της ακαδημαϊκής σκέψης προς τον ‘ξεχασμένο’ συνδυασμό των εννοιών της νομιμότητας και της νομιμοποίησης φαίνεται πως ενεργοποιήθηκε ως αντίδραση στην αντεγκληματική πολιτική αστυνόμευσης και απονομής δικαιοσύνης από την δεκαετία του 1990 κι εντεύθεν, και δημιούργησε τις προϋποθέσεις επανεξέτασης των ζητημάτων κοινωνικού διακανονισμού και ρύθμισης.[7] Κατά την τελευταία πενταετία στον ακαδημαϊκό διάλογο έχει πραγματικά σημειωθεί μια ‘στροφή στην νομιμότητα’[8] η οποία φαίνεται ότι επηρεάστηκε και από ερευνητικά ευρήματα που πιστοποιούν έντονο έλλειμμα εμπιστοσύνης έναντι των θεσμών εξουσίας συλλήβδην, αλλά και βαθειά υπονόμευση της κοινωνικής εμπιστοσύνης, φαινόμενα τα οποία απειλούν την κοινωνική συνοχή σε όλες τις χώρες της Ευρώπης ιδιαίτερα μάλιστα υπό το βάρος και της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.[9] Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της «νομιμότητας» αναδεικνύεται ως όρος νομιμοποίησης των θεσμών όταν αυτοί λειτουργούν νόμιμα καθώς η «νομιμοποίηση» ορίζεται ως «το κυριαρχικό δικαίωμα της άσκησης κυβερνητικής εξουσίας και η αναγνώριση από τους κυβερνώμενους αυτού του δικαιώματος».[10] Αυτή η προσέγγιση τείνει να ταυτίσει τις πεποιθήσεις του κοινωνικού σώματος περί νομιμοποίησης με τον σεβασμό και την υπακοή στους υπό διερεύνηση εξουσιαστικούς θεσμούς.[11] Με τον τρόπο αυτό οι θεσμοί εξουσίας δεν νομιμοποιούνται στη βάση της συμμόρφωσης του κοινωνικού σώματος προς την εξουσία τους παρά μόνον όταν οι θεσμοί αυτοί ενεργούν ηθικά και εντός των ορίων του νόμου (νόμιμα).
Στην περίπτωση της χάραξης και άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής – που στόχος είναι η συγκρότηση ενός μοντέλου κοινωνικής ρύθμισης βασισμένου στην κοινωνική αξία της νομιμοποίησης – απαραίτητη είναι και η συνοδευτική εξέταση του εργαλειακού ρόλου που ενδεχομένως διαδραματίζουν προς την κατεύθυνση αυτή ‘συνεργατικά μοντέλα’ που βασίζονται στην παράμετρο της ‘εμπιστοσύνης’ ή της ‘αποτροπής’.[12] Επιπλέον, η διάκριση αυτή ανάμεσα στην διαδικαστική θεώρηση της δικαιοσύνης και την ουσιαστική απονομή του δικαίου έχει δημιουργήσει κατά κάποιον τρόπο ένα δυϊσμό -οπωσδήποτε όμως συμβατό- ανάμεσα στις δύο μεγάλες οικογένειες της θεωρίας της συμμόρφωσης με τη διαφορετική έμφαση σε ένα δίκαιο σύστημα άσκησης τυπικού κοινωνικού ελέγχου ή στη διασφάλιση του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη.
Είναι γεγονός ότι τόσο η κοινωνική δικαιοσύνη όσο και η δικαιότητα του συστήματος αποτελούν προϋποθέσεις για μια εύρυθμη κοινωνία Η ιστορική εμπειρία έχει όμως περίτρανα καταδείξει ότι αναφορικά με τη χάραξη και την άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής, το πολιτικό αίτημα για τη λήψη «άμεσων μέτρων» συχνά στρέφει τον προβολέα της προσοχής της πολιτικής προς την κατεύθυνση της διατύπωσης και εφαρμογής ενός δικαιότερου συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης μάλλον παρά προς την ικανοποίηση του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη (το ουσιαστικό περιεχόμενο δηλαδή του συστήματος). Καθώς σχεδόν πάντοτε προέχει – από άποψη πολιτικής – ο έλεγχος του εγκλήματος, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός ευρύτερου σχεδίου πρόληψης και αποτροπής του εγκλήματος μέσα από τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου συχνά παραγνωρίζεται και παραπέμπεται στο άδηλο μέλλον. Όπως όμως τα εμπειρικά δεδομένα από την ελληνική πραγματικότητα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης προτείνουν, η χάραξη και η άσκηση μιας αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής εξαρτάται τόσο από το δίκαιο σύστημα όσο και ίσως σε σημαντικότερο βαθμό από την πλήρωση του αισθήματος δικαίου – τη δικαίωση – το οποίο διατρέχει με κυριαρχικό τρόπο τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές του κοινωνικού σώματος και μάλιστα διαχρονικά.
Τα δεδομένα
Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας δεν διαθέτει χρονοσειρές δεδομένων με αποτέλεσμα τα διαθέσιμα εμπειρικά στοιχεία να είναι αποσπασματικά και μη συγκρίσιμα, όλες οι διερευνήσεις όψεων της άσκησης του τυπικού κοινωνικού ελέγχου στη μεταπολεμική Ελλάδα συντείνουν σε μια ιστορικά και πολιτισμικά εδραιωμένη επιφυλακτικότητα απέναντι στα Δικαστήρια και κυρίως την Αστυνομία.[13] Ενώ η συνταγματική νομιμότητα των θεσμών αυτών δεν αμφισβητείται και οι δύο θεσμοί απολαύουν μιας συγκρατημένης αποδοχής κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Κατά την πρώτη όμως δεκαετία του 21ου αιώνα και πριν την έλευση της κρίσης εμφανίζεται μια παγιωμένη κρίση δυσπιστίας των Ελλήνων πολιτών στο σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης που συμπαρασύρει και την παράμετρο της κρίσης εμπιστοσύνης στα Δικαστήρια και την Αστυνομία. Το 2010, με τη χώρα στα πρώτα χρόνια της κρίσης, τα ευρήματα υποδεικνύουν ένα συνεχώς διογκούμενο αίσθημα ανασφάλειας και ‘απειλής’ που διαπερνά τόσο τις διαπροσωπικές σχέσεις όσο και τη στάση του κοινωνικού σώματος απέναντι στους θεσμούς. Στη στροφή του 21ου αιώνα και μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας, στη διάχυτη αυτή αίσθηση ‘απειλής’ η αυξημένη σχετικά με τους άλλους θεσμούς φαντασιακή προσκόλληση στο θεσμό ‘ασφάλειας’ της Αστυνομίας εμφανίζει και αυτή εμφανή σημάδια υποχώρησης.[14] Το 2011 η κρίση εμπιστοσύνης στο νομικό σύστημα, τα Δικαστήρια και την Αστυνομία μεγεθύνεται σημαντικά και με ταχύτητα σε όλες τις περιπτώσεις.[15]
Ως εκ τούτου, το ερώτημα που τίθεται αφορά το ρόλο αυτής της κρίσης εμπιστοσύνης στη νομιμοποίηση του τυπικού συστήματος άσκησης κοινωνικού ελέγχου και τη διάθεση του κοινού για υπακοή (στους νόμους).
Με βάση τα συναφή εμπειρικά δεδομένα που προέκυψαν από διερευνήσεις του ζητήματος στην Ελλάδα της κρίσης μόνο το 1/5 του κοινωνικού σώματος αναγνωρίζει την ικανοποιητική ή/και πολύ ικανοποιητική λειτουργία του θεσμού της Αστυνομίας,[16] ενώ μόλις το ½ δηλώνει ότι η Αστυνομία αντιμετωπίζει τους ανθρώπους στην Ελλάδα με σεβασμό.[17] Στη δε δράση της Αστυνομίας ως προς την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας τα ποσοστά των απαντήσεων με αρνητικό πρόσημο υπερτερούν των θετικών απαντήσεων.[18] Η κρίση εμπιστοσύνης στο θεσμό δοκιμάζεται σημαντικά στη βάση της παραμέτρου της διακριτικής μεταχείρισης των πολιτών ανάλογα με την ταξική τους θέση (ή διαφορετικά με την κοινωνική κατηγορία στην οποία ανήκουν) καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος (ποσοστό 76,5%) θεωρεί ότι όταν «τα θύματα καταγγέλλουν εγκληματικές ενέργειες η αστυνομία φέρεται χειρότερα στους φτωχούς».[19] Κατά τα 2/3 το κοινωνικό σώμα διακατέχεται επίσης από την πεποίθηση ότι η αστυνομία επιδεικνύει ρατσιστική συμπεριφορά καθώς «συμπεριφέρεται χειρότερα σε θύματα εγκληματικών ενεργειών που ανήκουν σε διαφορετική φυλή ή εθνική ομάδα απ’ ότι οι περισσότεροι Έλληνες».[20]
Ενώ το 58% των πολιτών δεν αμφισβητεί τη δικαιότητα των διαδικασιών καθώς φέρεται να πιστεύει ότι η αστυνομία «παίρνει δίκαιες και αμερόληπτες αποφάσεις για τις υποθέσεις με τις οποίες ασχολείται» εντοπίζεται και ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης σωρευτικά του 42% που αμφιβάλλει για τη νομιμότητα των ενεργειών αυτών.[21] Επιπλέον, η πλειοψηφία των πολιτών δεν αισθάνεται ότι η αστυνομία υπόκειται στη συνταγματική της υποχρέωση και το νομικό της καθήκον προς λογοδοσία για τις αποφάσεις και πράξεις της «όταν της ζητηθεί να το κάνει»,[22] στοιχείο που υπογραμμίζει και μια επιπλέον βάση για ένα έλλειμμα νομιμότητας και της συνεπούς με αυτό νομιμοποίησης του θεσμού στις πεποιθήσεις του κοινού.
Τέλος, η κρίση εμπιστοσύνης στη λειτουργία του θεσμού της αστυνομίας φαίνεται πώς επηρεάζεται σημαντικά από τις αντιλήψεις του κοινωνικού σώματος περί διαπλοκής πολιτικής και εκτελεστικής εξουσίας και της παράνομης συναλλαγής που συνεπιφέρει τη διαφθορά καθώς το 70% του ελληνικού κοινού συμφωνεί ρητά με την άποψη ότι «οι αποφάσεις και οι πράξεις της αστυνομίας επηρεάζονται σε υπερβολικό βαθμό από πιέσεις που ασκούνται από πολιτικά κόμματα και πολιτικούς»[23] και ένα αντίστοιχα υψηλό ποσοστό θεωρεί πως η αστυνομία στην Ελλάδα είναι επιρρεπής στη δωροδοκία.[24]
Αναφορικά με την επιρροή των κριτικών αυτών πεποιθήσεων για το ρόλο, τη φυσιογνωμία, τη δράση και την αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας στη συμμόρφωση με τους νόμους διαπιστώνονται τα εξής:
Η διαπιστούμενη κρίση εμπιστοσύνης δεν εκτείνεται ώστε να αναιρέσει συνολικά το καθήκον και την υποχρέωση των πολιτών προς συμμόρφωση προς τους νόμους ή/και τις αποφάσεις του εξουσιαστικού θεσμού της Αστυνομίας ακόμη κι αν διαφωνούν με αυτές, δεν τις καταλαβαίνουν ή δε συμφωνούν με τον τρόπο που συμπεριφέρεται η αστυνομία απέναντί τους. Η πλειοψηφία των πολιτών δηλώνει με σαφήνεια την πεποίθησή της ότι πως η νομοταγής συμπεριφορά είναι καθήκον και υποχρέωση.[25]
Επίσης, το 1/3 του κοινωνικού σώματος ρητά υποστηρίζει τον τρόπο με τον οποίο συνήθως ενεργεί η αστυνομία με το μικρότερο ποσοστό του 1/5 του πληθυσμού του δείγματος να δηλώνει ρητά πως διαφωνεί. Η δικαιολογητική βάση αυτής της στάσης των πολιτών φαίνεται να εντοπίζεται στη σχεδόν πλειοψηφούσα ρητή πεποίθησή τους ότι μοιράζονται «την ίδια αντίληψη για το δίκαιο και το άδικο»[26] και ότι η «αστυνομία υπερασπίζεται σημαντικές αξίες για τους ίδιους».[27]
Και ενώ σε συγκεκριμένα μικρότερης παραβατικής βαρύτητας είδη συμπεριφορών η δυσπιστία στην αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας η οποία κυμαίνεται από το 1/3 έως και το ½ περίπου του κοινωνικού σώματος ανάλογα με το είδος της υπό δίωξη ή/και διαλεύκανση αξιόποινης πράξης (ενδεικτικά, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος ή τροχαία παράβαση), φαίνεται πως επιφέρει καίριο πλήγμα στην εφαρμογή του νόμου ή/και τη συμμόρφωση προς αυτόν,[28] τα δεδομένα συνολικά προτείνουν ότι το κοινωνικό σώμα στην απόλυτη πλειοψηφία του σχεδόν (καταγράφονται ποσοστά της τάξης του 90%) έχει ισχυρή συνείδηση του ‘σωστού’ και του ‘λάθους’ και συντάσσεται ομόψυχα με την ηθική βάση των αξιόποινων συμπεριφορών και πρακτικών.[29] Στην παράμετρο αυτή εντοπίζεται εμπειρικά η ζητούμενη ‘ηθική ταύτιση’ αστυνομίας και κοινού ως προς το κυρίαρχο σύστημα αξιών της ελληνικής κοινωνίας που ως φαίνεται δρα νομιμοποιητικά χάριν αυτού του εξουσιαστικού θεσμού άσκησης τυπικού κοινωνικού ελέγχου και αντισταθμίζει το έλλειμμα νομιμότητας όταν και όπου αυτό εντοπίζεται. Η αξιακή ηθική ταύτιση αποβαίνει η κυρίαρχη ορίζουσα της νομιμοποίησης του θεσμού λειτουργώντας ως αντίβαρο στην κρίση εμπιστοσύνης του κοινού και ενεργοποιεί την ζητούμενη υπακοή και συμμόρφωση προς τους νόμους.
Στη συνέχεια και αναφορικά με την εμπιστοσύνη στο θεσμό της Δικαιοσύνης το κοινωνικό σώμα εμφανίζεται συγκρατημένο αν και διαγράφεται μια υπεροχή της άποψης ότι η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα απαντά στις προσδοκίες του κοινού. Όμως το κοινωνικό σώμα φαίνεται να διακατέχεται από την πεποίθηση ότι τα δικαστήρια συχνά διαπράττουν ολισθήματα «αφήνοντας ενόχους να κυκλοφορούν ελεύθεροι».[30] Ζητήματα δικαιότητας κατά τη διαδικασία επίσης τίθενται καθώς το ελληνικό κοινό στην πλειοψηφία του πιστεύει πως η «σωστή» απονομή της δικαιοσύνης εξαρτάται «από τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους» οι δικαστές. Και τα δικαστήρια διακατέχονται ‘στα μάτια’ της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών από μεροληψία υπέρ των «εχόντων και κατεχόντων». Επιβεβαιώνεται δηλαδή τριάντα περίπου χρόνια μετά την αρχική εμπειρική της επιβεβαίωση η υπόθεση ότι αν ο κατηγορούμενος είναι πλούσιος ή φτωχός έχει επίδραση στη μεταχείριση που θα τύχει από τη δικαιοσύνη,[31] ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού (73%) πιστεύει πως «τα δικαστήρια γενικά προστατεύουν τα συμφέροντα των πλουσίων και ισχυρών περισσότερο από τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων».[32] Αναφορικά δε με την διακριτική απονομή της δικαιοσύνης ανάλογα με την εθνοτική προέλευση των φερόμενων ως δραστών το κοινωνικό σώμα ‘αποφαίνεται’ θετικά στην πλειοψηφία του (62,6%). Η Δικαιοσύνη, όπως και η Αστυνομία, δεν εμφανίζεται αλώβητη σε φαινόμενα διαφθοράς καθώς σημαντικό ποσοστό του κοινωνικού σώματος θεωρούν πως οι δικαστές δωροδοκούνται[33] οι δε δικαστές εμφανίζονται εξίσου ευεπηρέαστοι με τους αστυνομικούς σε «πιέσεις πολιτικών κομμάτων και πολιτικών προσώπων» (73%).[34] Βεβαίως εδώ εντοπίζεται και μια σοβαρή υπόνοια διαπλοκής παρά διάκρισης των εξουσιών και άρα μια σωβούσα κρίση «νομιμότητας» της δικαστικής εξουσίας.
Το ηθικό και κοινωνικό αίτημα για ‘δικαίωση’ φαίνεται πως πλήττεται κατά τη σύγχρονη εκδοχή της απονομής της δικαιοσύνης καθώς η πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος (63%) πιστεύει πως «στα άτομα που παραβαίνουν το νόμο πρέπει να επιβάλλονται πολύ αυστηρότερες ποινές από αυτές που επιβάλλονται σήμερα».[35] Παρά τις επιμέρους αμφισβητήσεις και επιφυλάξεις πάντως το ελληνικό κοινό ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τον δεοντολογικό κανόνα της τήρησης των νόμων καθώς το 80% και πλέον συντάσσεται με την άποψη ότι «όλοι οι νόμοι πρέπει να τηρούνται αυστηρά»[36] καθώς και με την υπακοή στις αποφάσεις των δικαστηρίων καθώς η πλειοψηφία θεωρεί πως «όλοι έχουν την υποχρέωση να υποστηρίζουν την τελική ετυμηγορία των δικαστηρίων» (56% θετικές απαντήσεις).[37] Βέβαια, στην υποκειμενική πρόσληψη της ηθικής συμπεριφοράς, δηλαδή όπου το ηθικό (κατά την άτομική αξιακή συγκρότηση η οποία στις ευνομούμενες πολιτείες κατά κανόνα ευθυγραμμίζεται με την κοινωνική αξιοκανονιστική συγκρότηση) συγκρούεται με το νόμιμο (το θετό δίκαιο) διαπιστώνεται μια αναποφασιστικότητα ως προς τη δέουσα συμπεριφορά από το ελληνικό κοινωνικό σώμα καθώς τα ποσοστά μοιράζονται σχεδόν ισομερώς στις επιμέρους αρνητικές, τις ουδέτερες και τις θετικές τιμές απαντήσεων στο ερώτημα αν «όταν κάνεις αυτό που θεωρείς σωστό κάποιες φορές σημαίνει να παραβαίνεις το νόμο».[38]
Αναφορικά με λοιπές παραμέτρους που επηρεάζουν τη «συμμόρφωση με τον νόμο» διαπιστώνεται ότι το κοινωνικό σώμα έχει μεν τη διάθεση να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές αναφέροντας τη διάπραξη μιας εγκληματικής ενέργειας ή την υπεράσπιση ενός ανυπεράσπιστου θύματος όμως η παραδοσιακή ‘απέχθεια’ προς την καταγγελία ή τη ‘μαρτυρία’ εμφανίζεται να υπερισχύει ακόμη καθώς το κοινωνικό σώμα σε ποσοστό 55% περίπου εμφανίζεται απρόθυμο να «αποκαλύψει την ταυτότητα του δράστη»[39] και σε ποσοστό 66% περίπου εμφανίζεται απρόθυμο να «καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο εναντίον του κατηγορουμένου».[40] Η συμμόρφωση με το νόμο εμφανίζεται σχεδόν απόλυτη σε περιπτώσεις (ποσοστά απαντήσεων που κυμαίνονται από 75% έως 99%) που η αστυνόμευση είναι αποδεδειγμένα αρκούντως αποτελεσματική ή δεν αμφισβητείται (παραβάσεις ΚΟΚ) ή σε περιπτώσεις έντονης κοινωνικής απαξίας και υψηλής ανιχνευσιμότητας ή διαλεύκανσης (αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, παραποίηση στοιχείων).
Η υψηλή συμμόρφωση και υπακοή στους νόμους εμφανίζεται και σε άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ρύθμισης ακόμη και σε συνθήκες κρίσης καθώς όπως κατέδειξε προκαταρκτική έρευνα του ΕΚΚΕ για τις επιπτώσεις της κρίσης, η οποία διεξήχθη το 2012 σε δείγμα 600 κατοίκων Αθηνών,[41] η άρνηση πληρωμής εισιτηρίων και διοδίων, (φαινόμενα ανυπακοής) κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα με μικρές διακυμάνσεις ανόδου (4-6%). Η δε άρνηση πληρωμής του φόρου της έκτακτης εισφοράς, η οποία κυμαίνεται σε υψηλό ποσοστό (22-23%) δεν μπορεί να αποδοθεί σε ανομικές εκρήξεις κοινωνικο-πολιτικής ανυπακοής και μόνον, σε μια ιστορική στιγμή εξαιρετικά βίαιης συμπίεσης των εισοδημάτων και αύξησης της φορολογίας πάνω από τα επίπεδα της φοροδοτικής ικανότητας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Βεβαίως το αθηναϊκό κοινό φέρεται να πιστεύει στην πλειοψηφία του ότι πλέον ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς κανόνες, όπου οι νόμοι δεν εφαρμόζονται.
Εν μέσω κρίσης η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δοκιμάζεται ως προς τη δέουσα συμπεριφορά απέναντι στο νόμο όπου το ηθικό συγκρούεται με το νόμιμο και η προγενέστερη αναποφασιστικότητα φαίνεται να μετατρέπεται σε πλειοψηφία «ανυπακοής», καθώς οι περισσότεροι συντάσσονται με την άποψη πως οι «άδικοι» νόμοι δεν πρέπει να τηρούνται.
Εν μέσω κρίσης, το κοινωνικό αίτημα για ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης – δικαίωση – ενδυναμώνεται δυναμικά, ισχυρά και ηχηρά καθώς οι πολίτες καταδικάζουν σε συντριπτικά ποσοστά την ατιμωρησία ότι η αδικία στην κοινωνία σήμερα είναι μεγαλύτερη και αυτό είναι κάτι που οι πολίτες πλέον δεν το αντέχουν.
Το αθηναϊκό κοινό στη συντριπτική του πλειοψηφία (81%) πιστεύει
Συμπέρασμα
Όπως τα εμπειρικά δεδομένα από την ελληνική πραγματικότητα προτείνουν, η χάραξη και η άσκηση μιας αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής εξαρτάται τόσο από το δίκαιο σύστημα – όπως υπερτονίζουν οι διαδικαστικές θεωρήσεις της δικαιοσύνης – αλλά κυρίως της από την πλήρωση του αισθήματος δικαίου – τη δικαίωση – το οποίο διατρέχει με κυριαρχικό τρόπο τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές του κοινωνικού σώματος στην Ελλάδα και μάλιστα διαχρονικά.
Η συμμόρφωση προς τους νόμους υπαγορεύεται από βαθειά εδραιωμένες στο συλλογικό ασυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας πεποιθήσεις για το δίκαιο, το ηθικό και το νόμιμο τα οποία αποτελούν αλληλένδετες εννοιακές αποκρυσταλλώσεις οι οποίες σωρευτικά υποστασιοποιούνται σε κοινωνικές αλλά κυρίως σε θεσμικές και θεσμοποιημένες εξουσιαστικές πρακτικές. Η οικονομική κρίση, παρά την επιχειρούμενη συχνά διασύνδεσή της με φαινόμενα «πολιτικής ανυπακοής» δεν αντέταξε την παραπάνω πολιτισμική αξιακή συγκρότηση και αντιμετώπιση του τυπικού συστήματος άσκησης κοινωνικού ελέγχου στη χώρα Η κρίση εμπιστοσύνης δεν έχει καλλιεργήσει επαρκές έδαφος για κρίσεις νομιμότητας και νομιμοποίησης των θεσμών που διενεργούν τον τυπικό αυτό έλεγχο παρά τη διάχυτη δυσπιστία και επιφυλακτικότητα που διαπιστώνεται ως προς την αποτελεσματική λειτουργία τους και την αμεροληψία που τους διέπει. Ιδιαίτερα ως προς τα Δικαστήρια πρέπει να τονιστεί ότι παρά την επιφυλακτικότητα του κοινωνικού σώματος για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού εξακολουθούν να αποτελούν την ‘ασπίδα’ προστασίας απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία πάσης μορφής και προέλευσης. Αυτό το τελευταίο σημείο μας θυμίζει ότι ακόμη και ο εμπνευστής του δοκιμίου της «πολιτικής ανυπακοής» παραδέχεται ότι η συμμόρφωση προς τους νόμους, «η αποδοχή των τρόπων που έχει το Κράτος για να γιατρεύει το κακό»,[42] βασίζεται στο ότι οι πολίτες υπακούουν διότι «δεν μπορούν να αποποιηθούν την προστασία της κυβέρνησης … βασίζονται στην προστασία του κράτους».[43]
Τα ευρήματα που εκτέθηκαν στην παρούσα μελέτη συνολικά θεωρούμενα υποδεικνύουν ότι η χάραξη και η άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα πρέπει να απολέσει τον βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα της, να εγκαταλείψει το ‘άμεσο’ και το ‘απτό’ και να συγκροτηθεί εκ νέου με γνώμονα κυρίως το κοινωνικό αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και όχι αποκλειστικά και μόνον με γνώμονα τη δικαιότητα του τυπικού συστήματος άσκησης κοινωνικού ελέγχου.
Βιβλιογραφία
Bottoms A., 2002: “Compliance and Community Penalties ”, στο Bottoms A., Gelsthorpe L., and Rex S., Community Penalties: Change and Challenges, Cullompton, Willan, σ.. 87-116.
Hough M. and Maffei St., 2013, “Trust in Justice. Thinking about legitimacy”, Criminology in Europe, 2, σ.. 4-14.
Jackson J., Bradford B., Hough M., Myhill A., Quinton P., & Tyler T. R., 2012, «Why do People Comply with the Law ? Legitimacy and the Influence of Legal Institutions», British Journal of Criminology, no 52 (6), 1051-1071.
Mesko G., Tankebe J., eds, 2015: Ttrust and Legitimacy in Criminal Justice. European Perspectives, Springer.
Persal N., eds, 2014: Legitimacy and Trust in Criminal Law, Policy and Justice, Ashgate.
Petropoulos N. & Tsobanoglou G. (eds), 2014, The Debt Crisis in the Eurozone. Social Impacts, Cambridge Scholars Publishing.
Reiner R., 2007, Law and Order: An Honest Citizen’s Guide to Crime Control, Cambridge, Polity Press.
Robinson P., H., and Darley J., M., 2004, «Does Criminal Law Deter ? A Behavioural Science Investigation», Oxford Journal of Legal Studies, no 24, 173-205.
Tankebe J., 2013, Viewing things differently: the dimensions of public perceptions of legitimacy”, Criminology, on line advance access doi: 10.1111/j.1745 –9125.2012.00291.x.
Thoreau Henry David, 2009: Πολιτική Ανυπακοή, Αθήνα, Ερατώ.
Tyler T.R., 2006a: “Psychological Perspectives on Legitimacy and Legitimation”, Annual Review of Psychology, no 57, 375-400.
Tyler T.R., 2006b: Why People Obey the Law, Princeton, Princeton University Press.
Tyler T.R., 2011a: “Trust and Legitimacy: Policing in the USA and Europe”, European Journal of Criminology no 8, 254-66.
Tyler T.R., 2011b: Why People Cooperate: The Role of Social Motivations, Princeton, Princeton University Press.
Ζαραφωνίτου Χρ., 2008α, Τιμωρητικότητα: σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Ζαραφωνίτου Χρ., 2008β, «Κοινωνικές Αντιλήψεις για την ποινική δικαιοσύνη και τιμωρητικότητα», στο Ποινικές επιστήμες , θεωρία και πράξη, προσφορά τιμής στην Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη, Αθήνα, Σάκκουλας, σελ. 1215-1230.
Ζαραφωνίτου Χρ., Κουράκης Ν. (επ.) & συνεργάτες, 2009, (Αν)ασφάλεια, τιμωρητικότητα και αντεγκληματική πολιτική, Αθήνα, Σάκκουλας, τ. 18.
Παπλιάκου Β., Σταθοπούλου Θ., Στρατουδάκη Χ., (εκδ)., 2011, Θεσμοί Αξίες Συμπεριφορές. Μελέτη των ευρημάτων της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (2008-2009), Αθήνα, ΕΚΚΕ.
Τσίγκανου Ι., 2011, «Ιχνηλατώντας τα ευρήματα του 4ου γύρου της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας», στο Παπλιάκου Β., Σταθοπούλου Θ., Στρατουδάκη Χ., (εκδ)., Θεσμοί Αξίες Συμπεριφορές. Μελέτη των ευρημάτων της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (2008-2009), Αθήνα, ΕΚΚΕ, σελ. 56-78.
Τσίγκανου Ι., 2015: «Τυπικός κοινωνικός έλεγχος στην Ελλάδα της κρίσης: Ζητήματα νομιμότητας και νομιμοποίησης», στο Γεωργαράκης Ν., και Δεμερτζής Ν., (επ.), Το πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού, Αθήνα, Gutenberg – EKKE, σελ. 75-207.
Χαλκιά Α., (2012), Τάσεις και όψεις της τιμωρητικότητας του κοινού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: ευρήματα από την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα (προς δημοσίευση).
* Διευθύντρια Ερευνών, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
- Βλ. ενδεικτικά και αντί άλλων, Bottoms A., 2002.
- Bottoms A., 2002, όπως ανωτ.
- Βλ. ενδεικτικά και αντί άλλων, Robinson P., H., and Darley J., M., 2004, Reiner R., 2007, Jackson J., Bradford B., Hough M., Myhill A., Quinton P., & Tyler T. R., 2012.
- Βλ. ενδεικτικά, Tyler T.R., 2006a, Tyler T.R., 2006b, Tyler T.R., 2011a, Tyler T.R., 2011b, Persal N., eds, 2014, Mesko G., Tankebe J., eds, 2015.
- Τσίγκανου Ι., (2015), όπ. ανωτ. σημ.
- 6. Τσίγκανου Ι., (2015), όπ. ανωτ. σημ.
- Hough M. and Maffei St., 2013,
- Tankebe 2013, Viewing things differently: the dimensions of public perceptions of legitimacy”, Criminology, on line advance access doi: 10.1111/j.1745 –9125.2012.00291.x. Βλ. επίσης ενδεικτικές του κλίματος που επικρατεί ερευνητικές προσπάθειες σχετικά με την ανάπτυξη εργαλείων και δεικτών εμπειρικής αποκωδικοποίησης των εννοιών της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη και την αστυνομία καθώς και των εννοιών της νομιμότητας αυτών των θεσμών και της συμμόρφωσης του κοινού προς τους κανόνες, στα www.eurojustis.eu, 2008, www.european socialsurvey.org., 2009-2011, 5th round, rotating module: “Trust in the Police and the Criminal Courts: A Comparative European Analysis”, Jackson J., Hough M., Farrall St., Keijser J & Aromaa K.
- Βλ. σχετικά κείμενα στο συλλογικό τόμο Petropoulos N. & Tsobanoglou G. (eds), 2014. Για την Ελλάδα ειδικότερα βλέπε κείμενα στο συλλογικό τόμο Παπλιάκου Β., Σταθοπούλου Θ., Στρατουδάκη Χ., (εκδ)., 2011.
- Hough M. and Maffei St., 2013, σ. 5.
- Tyler TR, 2006, Why People Obey the Law.
- Jackson J., Hough M., Farrall St., Keijser J & Aromaa K., European Social Survey (2011) Round 5 Module on Trust in the Police and Courts – Question Design Template for ESS National Coordinators. London, Centre for Comparative Social Surveys, City University London, pg. 1-2.
- Βλ. αναλυτικά στο Τσίγκανου Ι., (2015), ανωτ. σημ.
- Βλ. αναλυτικά, Τσίγκανου Ι., (2011).
- ESS, 5ος γύρος, Ελλάδα, 2011.
- Ερώτηση D7 του ερωτηματολογίου του 5ου γύρου, Ελλάδα, 2011.
- Ερώτηση D15 του ερωτηματολογίου (ανωτ. σημ).
- Απαντήσεις στις ερωτήσεις D12 και D13 του ερωτηματολογίου του 5ου γύρου, Ελλάδα, 2011.
- Ερώτηση με την ένδειξη D10.
20/. Ερώτηση με την ένδειξη D11.
- Ερώτηση D16.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D17.
- Ερώτηση D24.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D25.
- Ερωτήσεις D18-20.
- Ερώτηση D21.
- Ερώτηση D 22.
- Ερωτήσεις D4-6.
- Απαντήσεις στις ερωτήσεις D1-3 του ερωτηματολογίου του 5ου γύρου, Ελλάδα, 2011.
- Απαντήσεις στη δεκαβάθμια κλίμακα της ερώτησης D27.
- Στο ίδιο, βλ. ανωτ. σημ., σ. 354.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D32.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D31.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D37.
- Το αίτημα για αυστηροποίηση των ποινών συνδέεται συχνά με την αύξουσα «τιμωρητικότητα» και τη «συντηρητικοποίηση» ευρέων στρωμάτων της κοινωνίας. Για λόγους οικονομίας και καθώς το ζήτημα αυτό διαφεύγει των ορίων της παρούσας μελέτης, δεν θα εισέλθουμε στο παρόν κείμενο στη συζήτηση αυτή περί της οποίας βλ. ενδεικτικά Ζαραφωνίτου Χρ., Κουράκης Ν. (επ.) & συνεργάτες, 2009, Ζαραφωνίτου Χρ., 2008α, Ζαραφωνίτου Χρ., 2008β, Χαλκιά Α., 2012.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D35.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D34.
- Απαντήσεις στην ερώτηση D36.
- Ερώτηση D41.
- Ερώτηση D42.
- Θ. Μαλούτας κ. ά. (2012), Προκαταρκτική εμπειρική διερεύνηση των επιπτώσεων της κρίσης στην ελληνική κοινωνία, Αθήνα, ΕΚΚΕ, (αδημοσίευτη) υπό τον τίτλο: «Η ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με την κρίση: Οι επιπτώσεις της κρίσης στις συνθήκες ζωής και τη συμπεριφορά των κατοίκων της Αττικής». Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης η στατιστική επεξεργασία των ευρημάτων της εν λόγω έρευνας έγινε από την Παπλιάκου Βασιλική.
- Henry David Thoreau (2009): «Πολιτική Ανυπακοή», Αθήνα, Ερατώ, σ. 44.
- Thoreau (2009), σ. 53.