Δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και εγκληματικότητα

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΟΥΡΑΜΑΝΗΣ

Δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και

εγκληματικότητα

Επισκόπηση ερευνητικών πορισμάτων

 ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΟΥΡΑΜΑΝΗΣ*

 Περίληψη

 Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα επηρεάζουν πιθανότατα τους δείκτες της εγκληματικότητας που καταγράφεται σε αυτή. Ειδικότερα η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί, η φτώχεια και επίσης οι κοινωνικές και κατ’ επέκταση οι οικονομικές ανισότητες και φυσικά οι οικονομικές κρίσεις είναι από τους παράγοντες που έχουν μελετηθεί πιο πολύ και θεωρούνται υπεύθυνοι για την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας που σχετίζεται με την προσβολή της ιδιοκτησίας περισσότερο ή με τη διακίνηση ναρκωτικών παρά με τη βία. Αρκετά υπεύθυνοι εμφανίζονται, όμως, και κάποιοι άλλοι παράγοντες που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι με το πρόβλημα, όπως η αύξηση του αριθμού των κρατουμένων σε φυλακές, το ακαθάριστο εγχώριο και τοπικό προϊόν, το αίσθημα απογοήτευσης των καταναλωτών, η κατάσχεση ακινήτων, η εγκαταλελειμμένη όψη κτηρίων, η μείωση των αμβλώσεων και κυρίως το επίπεδο σχολικής εκπαίδευσης. Μελετώντας κανείς όλους αυτούς τους οικονομικούς παράγοντες μαζί, ξεχωριστά ή σε κάποιο συνδυασμό τους σε μια δεδομένη χώρα, σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πιστεύουμε ότι θα μπορεί να αποκτήσει μια εικόνα για την ενδεχόμενη ή μη συμβολή τους τόσο στην ποσότητα όσο και στις ειδικότερες μορφές των εγκλημάτων που καταγράφονται επίσημα ή ανεπίσημα μέσα στα εδαφικά της όρια Η εικόνα αυτή για να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβής θα πρέπει να περιλαμβάνει φυσικά και την παράλληλη εξέταση και άλλων γενεσιουργών παραγόντων της εγκληματικής συμπεριφοράς.

Η σχέση της οικονομίας με την εγκληματικότητα αφορά κατά βάση την εξέταση:

α.- των εγκλημάτων χαρακτηρίζονται ως οικονομικά (βλ. μ.ά. Κουράκης, 2007, Αλεξιάδης 2010, Πιτσελά, 2010, Τσουραμάνης 2010, Hobbs 1943-44) και

β.- την επίδραση των οικονομικών συνθηκών στο μέγεθος και τα είδη της εγκληματικότητας που καταγράφεται σε μια χώρα. (Αλεξιάδης, 2010 : 26 – 48, Τσουραμάνης, 2010 : 243 – 53).

Στην παρούσα εργασία μας θα επιχειρήσουμε μια ανασκόπηση των πορισμάτων ερευνητικών εργασιών που είχαν που είχαν ως αντικείμενό τους το δεύτερο από τα παραπάνω θέματα.

Μια πρώτη αναφορά για τη συμβολή των δυσμενών οικονομικών συνθηκών (φτώχειας, ανεργίας) στην πιθανή εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς ατόμων των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, κάνει ο Engels (Engels, 1974:190). Ειδικότερα αναφέρει ότι ο εργάτης,

“…στα πλαίσια της κοινωνικής του τοποθετήσεως και του περιβάλλοντός του υφίσταται τις πιο ισχυρές υποκινήσεις για ανηθικότητα… είναι φτωχός, η ζωή δεν έχει θέλγητρα γι’ αυτόν, όλες οι χαρές του είναι απαγορευμένες, οι ποινές που προβλέπονται από το νόμο δεν έχουν πια τίποτα το τρομερό γι’ αυτόν, γιατί λοιπόν να χαλιναγωγήσει τις επιθυμίες του, γιατί να αφήσει τον πλούσιο να χαρεί τα καλά τον, αντί να προσεταιρισθεί ένα μέρος; Ποιον λόγο μπορεί να έχει ο προλετάριος για να μην κλέψει; Είναι πολύ ωραίο να λέγεται ότι “η ιδιοκτησία είναι ιερή” κι αυτό ηχεί πολύ ευχάριστα στ’ αυτιά της αστικής τάξης, για εκείνον όμως που δεν έχει την παραμικρή ιδιοκτησία, αυτός ο ιερός χαρακτήρας αυτοεξαφανίζεται…

Σχολιάζοντας τη θέση αυτή του Fr.Engels, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος θεωρεί το έγκλημα ως ένα είδος κοινωνικής διαμαρτυρίας η οποία προέρχεται από τους εργάτες των πρώτων χρόνων της βιομηχανικής επανάστασης, που ζουν σε συνθήκες έσχατης οικονομικής εξαθλίωσης.

Ανάλογες είναι περίπου και οι απόψεις του K. Marx για το θέμα αυτό. Ο K. Marx προσπάθησε να ερμηνεύσει τα διάφορα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τις οικονομικές σχέσεις των ατόμων. Η εγκληματικότητα, κατά τη γνώμη του, είναι απόρροια των σχέσεων αυτών και αποτελεί ένα ακόμα σύμπτωμα της πάλης των κοινωνικών τάξεων.

Στηριζόμενοι στις θέσεις αυτές, οι πρώτοι μαρξιστές εγκληματολόγοι υποστήριξαν την άποψη ότι το έγκλημα, ως ταξικό φαινόμενο, οφειλόταν στη φτώχεια. Άλλοι εγκληματολόγοι, μαρξιστές και μη, είπαν ότι η σχέση εγκλήματος και φτώχειας θα σήμαινε μεγαλύτερη εγκληματικότητα κατά τη διάρκεια οικονομικών κρίσεων και μικρότερη σε περιόδους οικονομικής ευημερίας. Σχετικές έρευνες δικαίωσαν κατά καιρούς και τις δύο απόψεις (Marx, 1887).

Θεωρώντας τα πράγματα από μια ευρύτερη σκοπιά, ο Ολλανδός εγκληματολόγος Willem Bonger δέχθηκε ότι η βασικότερη αιτία της εγκληματικής συμπεριφοράς των ατόμων ήταν οι οικονομικές συνθήκες, γενικά (Bonger κ.α., 1916: 401- 449). Κατά τη γνώμη του, το έγκλημα είχε άμεση σχέση με το οικονομικό σύστημα που καθιέρωνε ο καπιταλισμός, ο οποίος με την ανταγωνιστική διάθεση που δημιουργεί στα άτομα τα κάνει εγωιστικά και ταυτόχρονα μειώνει την ηθική τους αντίσταση. Ο καπιταλισμός, κατά τον Bonger, ενθαρρύνει την εγκληματικότητα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Έτσι, οδηγεί τον καπιταλιστή έμπορο, επιχειρηματία, ελεύθερο επαγγελματία να λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο για το δικό του συμφέρον και να μην υπολογίζει τα συμφέροντα εκείνων με τους οποίους συναλλάσσεται. Η κακή οικονομική κατάσταση στην οποία περιέρχονται αυτοί οι τελευταίοι εξαιτίας της εγωιστικής αυτής συμπεριφοράς είναι ικανή να τους οδηγήσει, σύμφωνα με τον Bonger, στην εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς.

Η λύση στο πρόβλημα αυτό, κατά τον ίδιο, θα δοθεί με την κοινή κατοχή των μέσων παραγωγής. Σε μια κοινωνία που θα επικρατεί ένα τέτοιο σύστημα, τα άτομα θα συνεργάζονται μεταξύ τους και δεν θα κοιτούν να εκμεταλλευτεί το ένα το άλλο. Στη κοινωνία αυτή, βέβαια, το έγκλημα δεν θα εξαλειφθεί, αλλά θα διαπράττεται μόνο από παράφρονες και η ενασχόληση μ’ αυτό θα είναι έργο των ψυχιάτρων και όχι των δικαστών.

Οι απόψεις του Bonger έχουν μαρξιστική χροιά, διαφέρουν όμως από τις ανάλογες μαρξιστικές, γιατί δεν έχουν πολιτικές βάσεις, όπως αυτές. Εξάλλου, ο Bonger δεν βλέπει το έγκλημα ως ένα είδος διαμαρτυρίας ενός κοινωνικοοικονομικά εξαθλιωμένου προλεταριάτου, αλλά το αποδίδει στις εγωιστικές τάσεις που γεννά στα άτομα ο καπιταλισμός.

Τη σχέση εγκληματικότητας και οικονομικής ανισότητας των μελών μιας κοινωνίας που προκαλείται από το οικονομικό σύστημα που αυτή εφαρμόζει εξετάζει μια τάση της σχολής της κριτικής εγκληματολογίας (Σπινέλλη, 2005 : 22 επ, Dekeresedy W.S., 2011).

Ο David Jakobs, οπαδός αυτής της τάσης, προσπάθησε να βρει αυτή τη σχέση συγκρίνοντας κράτη με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα με βάση τον αριθμό των κρατουμένων στις φυλακές τους (Jakobs, 1978: 515-525). Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ότι η μεγαλύτερη οικονομική ανισότητα συνδεόταν με μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων για κλοπές και διαρρήξεις, πράγμα που δεν συνέβαινε εφ’ όσον επρόκειτο για κρατουμένους για κλοπές μεταφορικών μέσων, για ληστείες, για ανθρωποκτονίες και για βίαιες επιθέσεις.

Άλλη έρευνα στον ίδιο χώρο που έγινε από τον M. G. Yeager, συνέκρινε στοιχεία που υπήρχαν για τον αριθμό των ανέργων στις ΗΠΑ την περίοδο 1952-1978 με αντίστοιχα στοιχεία που υπήρχαν για τον αριθμό των κρατουμένων στις φυλακές. Ο Yeager διαπίστωσε ότι η σχέση των μεγεθών που συνέκρινε ήταν άμεση και πιο συγκεκριμένα ότι η αύξηση κατά 1% του αριθμού των ανέργων είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση κατά 1395 του αριθμού των κρατουμένων στις ομοσπονδιακές φυλακές (Yeager, 1979: 586 -588).

Παρόμοια έρευνα διενεργήθηκε το 2008 από τους A. H. Baharon και M. S. Habibullah με στόχο να καταδεχθεί το κατά πόσον το έγκλημα συναρτάται με το εισόδημα και την ανεργία (Baharon – Habibullah, 2008). Η έρευνα αφορούσε 11 επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες – μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα – με στοιχεία από το 1993 έως το 2001. Σύμφωνα με αυτή, το κόστος ζωής και οι δυσκολίες εξαιτίας της απώλειας της εργασίας συνδέονται στενά με τα επίπεδα των εγκληματικών δραστηριοτήτων.

Συγκεκριμένα, στην έρευνα αυτή διαπιστώθηκε ότι η ανεργία έχει άμεσο αντίκτυπο σε εγκλήματα, όπως το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, οι κλοπές οχημάτων και οι διαρρήξεις, ενώ δεν βρέθηκε να επηρεάζει τα ποσοστά των εγκλημάτων βίας. Αναφορικά με το εισόδημα, γράφουν οι Baharon και Habibullah, αυτό επηρεάζει τα ποσοστά εγκλημάτων, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, οι κλοπές οχημάτων και τα εγκλήματα βίας, ενώ δεν φαίνεται να σχετίζεται με τις διαρρήξεις. Στα συμπεράσματα της έρευνας, διατυπώνεται η άποψη ότι το έγκλημα συνδέεται με μακροοικονομικές μεταβλητές. Αναφορικά με τα είδη εγκλημάτων που φαίνεται να αυξάνονται παράλληλα με την αύξηση της ανεργίας, χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιεί ο Charles Forelle ως υπότιτλο σε σχετικό άρθρο του:

Στοιχεία δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν διαπράττουν ξαφνικά φόνους μετά την απώλεια της εργασίας τους, κλοπές όμως, ναι” (Forelle, 2009: A11).

Τη σύνδεση των υψηλών ποσοστών ανεργίας με εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας όσο και με βίαια εγκλήματα υποστηρίζουν πάντως οι Steven Raphael και Rudolf WinterEbmer σε έρευνά τους (Raphael, Winter-Ebmer, 1998).

Στο ίδιο συμπέρασμα – δηλ. τη στενή σχέση της εγκληματικότητας με την ανεργία – καταλήγουν και οι Anna Nilsson και Jonas Agell σε έρευνα που εκπόνησαν το 2003 (Nilsson, Agell, 2003). Σε αυτήν την έρευνα το πεδίο – τόσο από γεωγραφικής όσο και από χρονικής απόψεως – είναι πιο περιορισμένο. Η έρευνα αφορά μόνο στη Σουηδία με στοιχεία από το 1996 έως το 2000. Τα συμπεράσματα πάντως στα οποία καταλήγει επιβεβαιώνουν τα όσα έχουν ήδη λεχθεί, ότι δηλαδή η ανεργία επηρεάζει τα ποσοστά εγκλημάτων και ιδίως εκείνων που συνδέονται με πώληση ναρκωτικών ουσιών, κλοπές οχημάτων και διαρρήξεις.

Στο σημείο αυτό, όμως, η εν λόγω έρευνα φροντίζει να κάνει έναν πολύ σημαντικό διαχωρισμό με βάση την ηλικία. Συγκεκριμένα, αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι ο παράγοντας ‘ανεργία’ οδηγεί στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων από άτομα ηλικιών μεταξύ 25-64 ετών, ενώ στους ανηλίκους και νέους ενηλίκους 18-24 δεν φαίνεται ο παράγοντας αυτός να είναι ο καθοριστικός που τους οδηγεί στο έγκλημα. Αυτή είναι μια πολύ λογική παρατήρηση, αν σκεφτεί κανείς ότι οι νέοι ενήλικες πολύ συχνά δεν έχουν μπει ακόμη στην αγορά εργασίας, ώστε η ανεργία να μπορεί να επηρεάσει τόσο έντονα τη συμπεριφορά τους και να τους οδηγήσει στην τέλεση αξιόποινων πράξεων.

Στη συνέχεια οι Nilsson και Agell προσπαθούν να καταδείξουν ότι η τοποθέτηση των ανέργων σε προγράμματα αναζήτησης εργασίας θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για την κοινωνία. Τα συμπεράσματα στα οποία όμως καταλήγουν είναι μάλλον αρνητικά για την υπόθεσή τους αυτή, καθώς δεν αποδεικνύεται τελικά σύνδεση των δυο αυτών στοιχείων. Κατά τη γνώμη τους, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί από τους νέους εγκληματίες δεν έχουν καν εισέλθει στην αγορά εργασίας, παρακολουθούν δηλαδή ακόμη σχολείο όταν ξεκινά η εμπλοκή τους σε παράνομες δραστηριότητες. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνει άλλωστε την παρατήρηση που έγινε μόλις παραπάνω για το ρόλο της ανεργίας στην τάση προς εγκληματικές συμπεριφορές των νέων.

Δεν είναι, όμως, η ανεργία ο μόνος παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στην παρανομία. Το χαμηλό εισόδημα μπορεί να οδηγήσει στην οικονομική εξαθλίωση και αυτή με τη σειρά της να ωθήσει τα θύματά της σε αξιόποινες πράξεις. Αυτό ακριβώς υποστηρίζει ο καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστημίου του Οχάιο, Bruce Weinberg, στην έρευνα που εκπόνησε σε συνεργασία με τους Eric Gould του Πανεπιστημίου του Hebrew και David Mustard του Πανεπιστημίου της Georgia. Στην έρευνά τους που δημοσιεύθηκε στην ‘Επιθεώρηση Οικονομικών και Στατιστικών Στοιχείων’ (‘The Review of Economics and Statistics’) (Weinberg κ.α., 2002), οι τρεις καθηγητές υποστηρίζουν ότι οι ανειδίκευτοι εργάτες, που δεν έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση και οι οποίοι έχουν πολύ χαμηλά εισοδήματα, οδηγούνται εξαιτίας της οικονομικής τους κατάστασης σε βίαια εγκλήματα, όπως επιθέσεις και ληστείες.

Αντιθέτως, η έρευνα καταγράφει έλλειψη συνάφειας της οικονομικής τους κατάστασης με διάπραξη εγκλημάτων, όπως ανθρωποκτονίες και βιασμούς, καθώς –όπως εύλογα παρατηρείται – σε αυτά τα εγκλήματα ο οικονομικός παράγοντας δεν είναι συνήθως το κίνητρο. Συγκεκριμένα, η έρευνα αφορά στην περίοδο μεταξύ των ετών 1979 και 1997. Στην περίοδο μεταξύ των ετών 1979 και 1992 όταν οι μισθοί των ανειδίκευτων εργατών έπεφταν, παρατηρήθηκε αύξηση της εγκληματικότητας, ενώ το επόμενο διάστημα μεταξύ των ετών 1993 και 1997 αυτή μειώθηκε ως επακόλουθο της ανόδου του βιοτικού τους επιπέδου .

Οι ερευνητές στην προκειμένη περίπτωση υποστηρίζουν μάλιστα ότι οι χαμηλοί μισθοί επηρεάζουν τα ποσοστά εγκληματικότητας ακόμη περισσότερο κι από την ανεργία. Κατά τον Weinberg, αυτό συμβαίνει γιατί η ανεργία είναι μια προσωρινή κατάσταση, ενώ οι ανειδίκευτοι εργάτες είναι πάντοτε κακοπληρωμένοι με αποτέλεσμα να δημιουργείται γι’ αυτούς μια μακροπρόθεσμη τάση προς το έγκλημα.

Μια μάλλον ριζοσπαστική, αλλά τεκμηριωμένη έρευνα (Finklea, 2009) που εκπονήθηκε από την Kristin M. Finklea, αναλύτρια της εσωτερικής ασφάλειας της Υπηρεσίας Ερευνών του Αμερικανικού Κογκρέσου (Congressional Research Service), έρχεται να ταράξει τα νερά, αμφισβητώντας αυτό που υποστηρίζουν οι περισσότερες τέτοιου είδους έρευνες, τη στενή δηλαδή σχέση μεταξύ ανεργίας και αύξησης των εγκλημάτων κατά της περιουσίας.

Η ως άνω έρευνα υποστηρίζει ότι υπάρχουν κάποιες άλλες οικονομικές παράμετροι που επηρεάζουν τα ποσοστά εγκληματικότητας περισσότερο απ’ ότι η ανεργία. Οι παράμετροι αυτές είναι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, το ακαθάριστο τοπικό προϊόν και το αίσθημα απογοήτευσης των καταναλωτών. Υπό το πρίσμα αυτό, η εγκληματικότητα φαίνεται να αυξάνεται όχι βάσει ατομικών οικονομικών συνθηκών, αλλά βάσει των οικονομικών κρίσεων που ταλανίζουν μια χώρα. Η οικονομική ύφεση σύμφωνα με την Finklea ξεκινά από τη στιγμή που η οικονομία μιας χώρας φθάνει στο ζενίθ της δραστηριότητάς της και τελειώνει όταν φθάσει στο κατώτατο σημείο της. Ένα συμπληρωματικό στοιχείο σε αυτόν τον γενικό ορισμό είναι ότι για να ονομαστεί μια δύσκολη οικονομικά περίοδος «οικονομική κρίση» πρέπει να εκτείνεται σε διάστημα μεγαλύτερο των μερικών μηνών και να επηρεάζει τον τομέα της παραγωγής, της απασχόλησης, του πραγματικού εισοδήματος και κάποιους άλλους οικονομικούς δείκτες (Finklea, 2009: 2). Σημειώνουμε επίσης και ένα δεύτερο ορισμό της οικονομικής κρίσης που δίνεται στην ίδια μελέτη που είναι ο ακόλουθος:

“….η σημαντική πτώση στην οικονομική δραστηριότητα που εξαπλώνεται σε όλη την οικονομία”.

Σύμφωνα με τη θεωρία της “ορθολογικής επιλογής” (rational choice theory) (Siegel, 2003 : 106 – 136) τα άτομα κάνουν ορθολογική επιλογή μεταξύ νομίμων και παράνομων δραστηριοτήτων με γνώμονα το κέρδος (Finklea, 2009: 5). Αυτή η θεωρία υποστηρίζει και τη στενή σχέση ανεργίας και αύξησης της εγκληματικότητας, ιδίως δε των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας. Μια δεύτερη θεωρία συσχετίζει δυο στοιχεία: αφ’ ενός τα κίνητρα του δράστη για τη διάπραξη εγκλήματος, στα οποία συγκαταλέγεται και η ανεργία, και αφ’ ετέρου τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται για εγκληματική δραστηριότητα. Η θεωρία αυτή είναι σύμφωνη με την παραπάνω ως προς το ρόλο της ανεργίας στην κινητοποίηση του δράστη, αλλά διαχωρίζει τη θέση της ως προς το ρόλο του ίδιου αυτού παράγοντα στη δημιουργία ευκαιριών για διάπραξη εγκλήματος, καθώς η ανεργία μπορεί να πλήξει ακόμη και τους στόχους του δράστη, τα πιθανά θύματά του δηλαδή, και έτσι αυτή η δραστηριότητα να μην είναι πια επικερδής.

Την άποψη πάντως ότι η ανεργία επηρεάζει ελάχιστα ή και καθόλου τα ποσοστά εγκληματικότητας υποστήριξαν και οι Steven D. Levitt και Stephen J. Dubner, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα πέντε ερευνών, μεταξύ των οποίων και μιας του πρώτου από αυτούς. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μείωση της εγκληματικότητας οφείλεται σε άλλους παράγοντες, μη – οικονομικούς, όπως η αύξηση των αστυνομικών δυνάμεων και των αμβλώσεων (Levitt – Dubler, 2006 : 175 – 213).

Μια από τις πιο γνωστές θεωρίες σχετικά με τη σύνδεση των δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της εγκληματικής δραστηριότητας είναι και η θεωρία των ‘σπασμένων παραθύρων’ (‘broken windowstheory) που διατυπώθηκε από τους James Wilson και George Kelling το 1982 (Wilson – Κelling, 1982). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, σημάδια εμφανούς εγκατάλειψης σε κάποιες γειτονιές μιας πόλης, όπως είναι τα σπασμένα παράθυρα σπιτιών, τα γκράφιτι ή τα εγκαταλελειμμένα κτήρια, δημιουργούν απάθεια και φόβο μεταξύ των κατοίκων της γειτονιάς αυτής, καθώς δίνεται η αίσθηση ότι η περιοχή δεν επιτηρείται, είναι εκτός του ενδιαφέροντος της πολιτείας, με αποτέλεσμα να ευνοείται η διάπραξη εγκληματικών πράξεων.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η θεωρία που έχει διατυπωθεί σχετικά με τη σύνδεση των κατασχέσεων ακινήτων και των ποσοστών εγκληματικότητας μιας περιοχής. Η τελευταία μεγάλη οικονομική κρίση στο χώρο των ακινήτων στις Η.Π.Α. περί τα τέλη του 2007 πυροδότησε μια σειρά ερευνών πάνω στο θέμα αυτό. Προς το παρόν πάντως τα στοιχεία δεν είναι ακόμη απολύτως επαρκή για να επαληθευθεί πλήρως η θεωρία αυτή (Finklea, 2009: 9-11). Το πρώτο συμπέρασμα πάντως που έχει ήδη εξαχθεί είναι ότι οι κατασχέσεις ακινήτων δεν φαίνεται να συνδέονται με την αύξηση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, αλλά με την αύξηση των βίαιων εγκλημάτων. Η έρευνα που εκπονήθηκε από τον Manuel A. (Manny) Diaz και δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2008 καταγράφει ότι 3 στις 9 πόλεις που ελέγχθηκαν, δήλωσαν αύξηση της εγκληματικότητας ως αποτέλεσμα των κατασχέσεων ακινήτων αλλά και της αύξησης των εγκαταλελειμμένων ακινήτων (Diaz, 2008).

Επιστρέφοντας στη σχέση ανεργίας και εγκληματικότητας, οι Braithwaite, Chapman και Kapuscinski διαπίστωσαν ήδη από το 1992 ένα παράδοξο: αυτό ακριβώς που υπονοήθηκε και παραπάνω, ότι δηλαδή ενώ η σχέση των δύο αυτών εννοιών φαίνεται μέσα από έρευνες να είναι άρρηκτη, πολλοί εγκληματολόγοι δεν την αναγνωρίζουν. Η εξήγηση που δίνουν οι Braithwaite, Chapman και Kapuscinski είναι ότι η σύνδεση αυτή δεν είναι ευθεία, άμεση κι έτσι δεν είναι πάντα εύκολα εξακριβώσιμη (Braithwaite κ.α., 1992). Εισήγαγαν μάλιστα στη συζήτηση και ένα ψυχολογικό στοιχείο, αυτό της αδυναμίας ελέγχου των παρορμήσεων, στοιχείο που οδηγεί ένα άτομο εύκολα στο έγκλημα, αλλά ταυτοχρόνως το καθιστά αδύναμο να πειθαρχήσει σε έναν χώρο εργασίας, με αποτέλεσμα να μένει πολύ συχνά άνεργο. Ουσιαστικά εδώ η ανεργία και η εγκληματικότητα παρουσιάζονται ως απότοκοι της ίδιας αιτίας, κάτι που αμφισβητούν και οι ίδιοι οι συγγραφείς. Η θεωρία αυτή παραγνωρίζει, άλλωστε, την επιρροή των γενικών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν σε μια χώρα.

Μέχρι αυτού του σημείου συζητήθηκαν κατά βάση οι παράγοντες που δυνητικά αυξάνουν τα ποσοστά εγκληματικότητας. Αυτό, όμως, που είναι ίσως σημαντικότερο ακόμη είναι να μελετήσει κανείς ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλ. στη μείωσή της. Αυτό ακριβώς το ζήτημα είναι το θέμα έρευνας των B. Chapman, D. Weatherburn, C.A. Kapuscinski, M. Chilvers και S. Roussel. Τα συμπεράσματα που εξάγονται από την έρευνα αυτή είναι αφ’ ενός ότι όσο πιο μεγάλο διάστημα είναι το άτομο άνεργο, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα να στραφεί προς εγκληματικές συμπεριφορές και αφ’ ετέρου ότι η ολοκλήρωση τουλάχιστον των ετών υποχρεωτικής φοίτησης στο σχολείο τελεί σε σχέση αντιστρόφως ανάλογη με τη ροπή των ατόμων προς την εκδήλωση των συμπεριφορών αυτών. Έτσι τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας είναι πολύ ενθαρρυντικά, καθώς υποστηρίζεται ότι και η εκ των υστέρων ολοκλήρωση της σχολικής φοίτησης και η λήψη του απολυτηρίου του λυκείου μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των ποσοστών εγκληματικότητας (Chapman κ.α., 2002).

Συμπερασματικά και με βάση το σύνολο των παραπάνω απόψεων και μελετώντας και άλλες παρόμοιες έρευνες που έχουν γίνει και σε άλλες χώρες (Ζαραφωνίτου, 2004 : 99-106) πιστεύουμε  ότι η συμβολή των διαφόρων οικονομικών συνθηκών και κυρίως των δυσμενών (π.χ. ανεργία, οικονομικές κρίσεις) που επικρατούν σε μια χώρα, δεν θα πρέπει να περνούν απαρατήρητες από όποιον θέλει να ερμηνεύσει την εγκληματικότητα που καταγράφεται είτε επίσημα είτε ανεπίσημα σε αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια, πως αποτελούν και το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της αύξησης ή της μείωσης των ποσοστών της. Η αιτιολόγηση του κοινωνικού προβλήματος του εγκλήματος δεν είναι δυνατό να αφεθεί σε έναν μόνο παράγοντα όσο κρίσιμος κι αν αυτός φαίνεται. Η ενδεχόμενη υποτίμηση της συμβολής και άλλων παραγόντων είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει στην εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων.

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αλεξιάδης Στ., (2010), Τα οικονομικά του εγκλήματος, Αθήνα – Θεσ/νίκη, Σάκκουλας.

Baharon, A.H. και Habibullah, M. S. (2008) Is crime cointegrated with income and unemployment?: A panel data analysis on selected European countries, online στο δικτυακό τόπο http://mpra.ub.uni-muenchen.de/11927/

Bonger, W. Adr., Horton, H. P. και Lindsey, Edw. (1916) Criminality and Economic Conditions, Kessinger Publishing,

 Braithwaite, J., Chapman, B. και Kapuscinski, C.A. (1992) Unemployment and Crime: Resolving the Paradox, Final Report to the Criminology Research Council, Australian National University, στο δικτυακό τόπο http://www.criminologyresearchcouncil.gov.au/reports/50-89.pdf

Chapman, B., Weatherburn, D., Kapuscinski, C.A., Chilvers, M. και Roussel, S. (2002) Unemployment duration, schooling and property crime, Crime and Justice Bulletin, NSW Bureau of Crime Statistics and Research, στο δικτυακό τόπο www.aic.gov.au/events/…/2002/~/media/ conferences/schools/chapman.ashx

Dekeseredy W., S., (2011), Contemporary Critical Criminology, London – NY, Routledge.

Diaz, M. (2008) Economic Downturn and Federal Inaction Impact on Crime, Mayors and Police Chiefs, 124 Cities Report to The Nation, Philadelphia, στο δικτυακό τόπο http://www.usmayors.org/maf/Crime Report_0808.pdf

Engels, F. (1974) Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, (μτφρ. Α. Αποστόλου), Τ. α’-β’, Αθήναι

Finklea, K. M. (2009) Economic Downturns and Crime, στο δικτυακό τόπο www.crs.gov

Forelle, Ch. (2009) The Snap Judgment on Crime and Unemployment, The Wall Street Journal Eastern Ed. 4/15/2009, Vol. 253 Issue 87, p A11

Jakobs, D. (1978) Inequality and the Legal Order. An Ecological Test of the Conflict Model, Social Problems, vol. 25

Hobbs Al. H., Relationships between Criminality and Economic Conditions, 34J.Crim. Law & Criminology 5, (1943 – 44).

Κουράκης Ν.Ε., συν. Δ. Ζιούβα, (2007), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Τ. Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας

Levitt, St. D. και Dubner, St. J. (2006), Σημεία και τέρατα της Οικονομίας – Η κρυφή πλευρά των πάντων, μτφρ. Α. Φιλιππάτος, Αθήνα, Α.Α. Λιβάνη.

Marx, Κ. (1887) Capital: A Critique of Political Economy, ed. by Ft: Engels, trans, by Samuel Moore and Edward Aveling, London.

Nilsson, A. και Agell, J. (2003) Crime, unemployment and labor market programs in turbulent times, στο δικτυακό τόπο http://www.ifau.se/ upload/pdf/se/2003/wp03-14.pdf

Πιτσελά Α. (2010), Η εγκληματολογική προσέγγιση του οικονομικού εγκλήματος, Αθήνα – Θεσ/νίκη, Σάκκουλας.

Raphael, St. και Winter-Ebmer, R. (1998) Identifying the Effect of Unemployment on Crime, Department of Economics, UCSD UC, The Journal of Law and Economics, vol. 44, San Diego.

Siegel L.J., (2003), Criminology, 8th ed., Belmont CA, Wadsworth – Thomson.

Σπινέλλη, Κ.Δ. (2005), Εγκληματολογία – Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Τσουραμάνης Χρ., (2010), Οικονομία και Εγκληματικότητα, Αθήνα, Κατσαρός.

Weinberg, B., Gould, E. και Mustard, D. (2002) Crime Rates and Local Labor Market Opportunities in the United States: 1979-1997, The Review of Economics and Statistics, 84 (1).

Wilson, J.Q. και Kelling, G.L. (1982) Broken Windows: The Police and Neighborhood Safety, The Atlantic Magazine, στο δικτυακό τόπο http://www.theatlantic.com/magazine/archive/1982/03/broken-windows/ 4465/

Yeager, Μ. (1979) Unemployment and Imprisonment, J. of Criminal Law and Criminology, vol. 70.

Ζαραφωνίτου Χρ., (2004), Εμπειρική Εγκληματολογία, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

 

 

* Καθηγητής ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας.