Εγκλήματα Μίσους και Ποινική Αντιμετώπισή τους στις Η.Π.Α. και στην Ελλάδα

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

 Εγκλήματα Μίσους και

Ποινική Αντιμετώπισή τους στις Η.Π.Α.

και στην Ελλάδα

Αναστασια Σωτηροπουλου*

After more than a decade of opposition and delay, we’ve passed inclusive hate crimes legislation to help protect our citizens from violence based on what they look like, who they love, how they pray or who they are.

Δήλωση Προέδρου Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα κατά την υπογραφή της Shepard-Byrd Hate Crimes Act[1]

Εισαγωγή

Η εικόνα που οι περισσότεροι έχουμε συνήθως στο μυαλό μας για το τυπικό έγκλημα μίσους είναι εκείνη μιας ομάδας δραστών, οι οποίοι επιτίθενται σε ένα θύμα, το οποίο αν και δεν γνωρίζουν προσωπικά, στοχοποιούν στο δρόμο, στο πάρκο, σε κάποιο εμπορικό κέντρο ή κέντρο διασκέδασης, του επιτίθενται λεκτικά ή σωματικά, ή καταστρέφουν την περιουσία του, εξαιτίας της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής, της θρησκείας, της αναπηρίας, ή του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Η εικόνα αυτή είναι πράγματι ακριβής. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων ανά τον κόσμο στοχοποιούνται απλώς και μόνο λόγω χρώματος, πεποιθήσεων, επιλογών ζωής ή εξωτερικής εμφάνισης.

Τα τελευταία μάλιστα χρόνια παρατηρείται έξαρση των εγκλημάτων μίσους. Στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταγράφονται συχνά φαινόμενα λεκτικής κακοποίησης, σωματικών επιθέσεων ή ακόμη και δολοφονιών που έχουν ως κίνητρο το μίσος και την προκατάληψη για συγκεκριμένες ομάδες ατόμων.[2] Στην Ελλάδα, ειδικότερα, παρατηρείται έκρηξη της ρατσιστικής βίας, η οποία λαμβάνει χώρα παράλληλα με την οξεία οικονομική κρίση, τη δραματική αύξηση της ανεργίας και τη παράνομη είσοδο μεταναστών και αιτούντων άσυλο, οι οποίοι πέραν του ότι διαβιούν σε άθλιες συνθήκες, υποβάλλονται σε πολλαπλές διακρίσεις. Στις Η.Π.Α., σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του F.B.I., χιλιάδες άτομα θυματοποιούνται κάθε χρόνο εξαιτίας του χρώματος, της φυλής ή της θρησκείας τους. Ορισμένα, μάλιστα, από τα εγκλήματα που έχουν καταγραφεί είναι πολύ βίαια.

Αν και η έξαρση που παρατηρείται είναι πραγματικά πρωτοφανής, τα εγκλήματα μίσους δεν είναι κάτι καινούργιο. Η στοχοποίηση ατόμων εξαιτίας της ένταξης τους σε μια ξεχωριστή ομάδα, φυλετική, εθνική, θρησκευτική ή άλλη, είναι συνυφασμένη με τη συνύπαρξη ομάδων σε οργανωμένες κοινωνίες.[3] Αυτό που είναι σχετικά νέο, ωστόσο, είναι η αναγνώριση των εγκλημάτων μίσους ως ένα ξεχωριστό φαινόμενο το οποίο χρήζει ιδιαίτερης νομικής μεταχείρισης τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Τα εγκλήματα μίσους απαντώνται, δυστυχώς, σε όλες τις χώρες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο κάθε χώρα αποφασίζει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό διαφέρει. Κάποιες χώρες διαθέτουν ειδική νομοθεσία η οποία προστατεύει συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες έναντι των εγκλημάτων μίσους, ενώ κάποιες άλλες όχι. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι σε εκείνες τις χώρες στις οποίες υπάρχει σχετικό νομοθετικό πλαίσιο αυτό είναι και αποτελεσματικό. Δεν σημαίνει, επίσης, ότι υπάρχει απόλυτη ομοφωνία ως προς τη αναγκαιότητα ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αυστηρότερη μεταχείριση του δράστη ενός εγκλήματος μίσους. Αντιθέτως, στους νομικούς κύκλους και όχι μόνο, παρατηρείται έντονη αμφισβήτηση για το κατά πόσο τα εγκλήματα μίσους διαφοροποιούνται από τα βασικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, για το ποιές συμπεριφορές πρέπει να καλύπτουν και πώς, για το κατά πόσο είναι ευχερής στη πράξη η διάκριση του κινήτρου προκατάληψης και μισαλλοδοξίας του δράστη από τις αρμόδιες αρχές, καθώς και για το αν η θέσπισή τους είναι σύμφωνη με συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες όπως η ελευθερία της έκφρασης.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η εξοικείωση και η κατανόηση της φύσης των εγκλημάτων μίσους, του κινήτρου του δράστη και των συνεπειών της πράξης του τόσο στο θύμα, όσο και στην ομάδα στην οποία αυτό ανήκει, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, καθώς και η δικαιολόγηση της αυστηρότερης τιμώρησης του δράστη. Για μια ολοκληρωμένη συζήτηση των εγκλημάτων μίσους, σκόπιμη κρίνεται η παρουσίαση του τρόπου ποινικής αντιμετώπισής τους όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις Η.Π.Α., η νομοθεσία των οποίων παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό αλλά και πρακτικό ενδιαφέρον δεδομένης της μακράς και πλούσιας Αμερικανικής νομολογίας σε πολύπλοκα ζητήματα προστασίας θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Ι. Τα Εγκλήματα Μίσους

Ι.Α. Έννοια

Τα εγκλήματα μίσους θα μπορούσαν γενικά να οριστούν ως εγκληματικές πράξεις τις οποίες ο δράστης τελεί με κίνητρο τη μισαλλοδοξία προς μία κοινωνική ομάδα.[4] Πρόκειται για πράξεις οι οποίες υποκινούνται από την έχθρα και τη προκατάληψη του δράστη ενάντια σε ένα άτομο εξαιτίας κάποιου φυλετικού, εθνικού, θρησκευτικού ή άλλου στοιχείου της ταυτότητας του θύματος.[5]  Το θύμα λόγω των συγκεκριμένων αυτών στοιχείων εντάσσεται σε μία κοινωνική ομάδα, η οποία διακρίνεται από χαρακτηριστικά όπως το γένος, το χρώμα, η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία, η σεξουαλική καταβολή.[6] Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο δράστης μισεί προσωπικά το θύμα ή την ομάδα του. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η λέξη “μίσος” η οποία προσδιορίζει τα εγκλήματα αυτά, είναι παραπλανητική. Και τούτο διότι το βασικό στοιχείο των εγκλημάτων μίσους είναι η επιλογή του θύματος εξαιτίας της προκατάληψης του δράστη για την ομάδα στην οποία αυτό ανήκει.[7]

Τα εγκλήματα μίσους είναι περισσότερο πιθανό να είναι βίαια σε σχέση με άλλα εγκλήματα. Συνήθως περιλαμβάνουν κάποια επίθεση κατά του θύματος, καταστροφή της περιουσίας του, εκφοβισμό, ή παρενόχληση. Σύμφωνα με τον Lawrence, τα εγκλήματα μίσους θα πρέπει να διαχωρίζονται από δύο μεγάλες κατηγορίες βίαιων εγκλημάτων. Η πρώτη από αυτές περιλαμβάνει τα εγκλήματα εκείνα όπου τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος είναι αδιάφορα για το δράστη. Εδώ εντάσσονται αδικήματα όπως ληστείες και κλοπές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η ταμίας της τράπεζας δέχεται επίθεση και απειλείται με τη ζωή της κατά τη διάρκεια ληστείας της τράπεζας, όχι εξαιτίας κάποιων ιδιαίτερων προσωπικών χαρακτηριστικών της, αλλά λόγω των απαιτήσεων του εγκλήματος που λαμβάνει χώρα.[8] Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα εγκλήματα εκείνα που τελούνται ακριβώς επειδή το θύμα είναι αυτός ή αυτή που είναι. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων εγκλήματα εκδίκησης και εγκλήματα πάθους.[9] Τα εγκλήματα μίσους διαφέρουν και από τις δύο αυτές κατηγορίες βίαιων εγκλημάτων. Σε αντίθεση με τη πρώτη κατηγορία, τα εγκλήματα μίσους είναι εγκλήματα όπου ο δράστης επιλέγει το θύμα βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που το διακρίνουν και το εντάσσουν σε μία συγκεκριμένη ομάδα, ενώ σε αντίθεση με τη δεύτερη κατηγορία εγκλημάτων, η ατομική ταυτότητα του θύματος είναι αδιάφορη για το δράστη.[10]

Ι.Β. Βασικά Στοιχεία

Τα εγκλήματα μίσους περιλαμβάνουν δύο βασικά στοιχεία: πρώτον, μία πράξη η οποία συνιστά έγκλημα κατά το ποινικό δίκαιο, πληροί δηλαδή την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση ενός αδικήματος του κοινού ποινικού δικαίου. Εάν, δηλαδή, δεν υπάρχει το βασικό αδίκημα, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για έγκλημα μίσους.[11] Αν και τα ποινικά δίκαια των κρατών διαφέρουν μεταξύ τους, καθώς δεν ποινικοποιούν πάντα τις ίδιες ακριβώς συμπεριφορές, μπορεί να ειπωθεί πως κάποιες πράξεις, κυρίως βίαιες, τιμωρούνται από την πλειοψηφία των κρατών, όπως για παράδειγμα η ανθρωποκτονία, η σωματική βλάβη, η απειλή, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας.[12] Τέτοιου είδους αδικήματα είναι δυνατό να συνιστούν το βασικό έγκλημα σε περιπτώσεις εγκλημάτων μίσους.

Δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό των εγκλημάτων μίσους είναι το κίνητρο προκατάληψης ή μισαλλοδοξίας του δράστη, στοιχείο το οποίο τα διαφοροποιεί από τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Το έγκλημα μίσους απαιτεί δηλαδή ένα ειδικό κίνητρο μισαλλοδοξίας το οποίο σχετίζεται με το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία, τη καταγωγή, τη ταυτότητα φύλου, το σεξουαλικό προσανατολισμό του θύματος ή με οποιαδήποτε άλλο χαρακτηριστικό το οποίο αποτελεί στοιχείο της ταυτότητάς του.[13] Ο δράστης με πρόθεση επιλέγει το άτομο αυτό λόγω των χαρακτηριστικών που το διέπουν και τα οποία μοιράζεται με άλλους.[14]

Προκειμένου να γίνει κατανοητή η διάκριση του εγκλήματος μίσους από το βασικό έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, σκόπιμη είναι η παράθεση δύο απλών και πρακτικών παραδειγμάτων. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια διαφωνία για μία θέση πάρκινγκ στο κέντρο της Αθήνας μεταξύ δύο οδηγών οχημάτων, εκ των οποίων ο ένας είναι Έλληνας και ο άλλος είναι Ασιατικής καταγωγής. Όσο η ένταση του καυγά ανεβαίνει, ανταλλάσσονται βρισιές μεταξύ των οδηγών συμπεριλαμβανομένων και ρατσιστικών σχόλιων. Στο τέλος, ο Έλληνας οδηγός επιτίθεται κατά του άλλου οδηγού. Δύο πράγματα μπορεί να ισχύουν εν προκειμένω: αν καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η διαφωνία για τη θέση πάρκινγκ ήταν ο βασικός λόγος της επίθεσης και ότι η τελευταία θα είχε λάβει χώρα ανεξάρτητα από τη φυλετική διάκριση των μερών, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για έγκλημα μίσους. Αν, όμως, συμπεράνουμε ότι η φυλή-καταγωγή του θύματος ήταν καθοριστική για την επίθεση που δέχτηκε και ότι αυτή δεν θα είχε λάβει χώρα αν το θύμα δεν είχε αυτή τη συγκεκριμένη φυλή-καταγωγή, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία περίπτωση εγκλήματος μίσους.[15]

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση ενός περαστικού, ο οποίος διασχίζοντας ένα πάρκο ρωτά δύο άντρες που κάθονται σε ένα παγκάκι αν είναι ζευγάρι. Όταν εκείνοι του απαντούν καταφατικά, εκείνος τους εξυβρίζει χρησιμοποιώντας προσβλητικά σχόλια για τους ομοφυλόφιλους, τους απειλεί ότι θα τους χτυπήσει και τους πετά πέτρες. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με ένα δράστη ο οποίος επιλέγει να επιτεθεί στα θύματα λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού.

Και στα δύο παραδείγματα είναι εμφανές ότι έχουμε να κάνουμε με εγκλήματα μίσους, διότι πέραν του βασικού εγκλήματος, συντρέχει και το ειδικό κίνητρο του δράστη να στοχοποιήσει το θύμα του λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που το διακρίνουν και το εντάσσουν σε μία συγκεκριμένη ομάδα.[16] Καθοριστικό, συνεπώς, στοιχείο για τη διάκριση των εγκλημάτων μίσους από τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου είναι το κίνητρο μισαλλοδοξίας του δράστη. Κάποιες χώρες απαιτούν το κίνητρο αυτό να είναι εκείνο το οποίο ώθησε το δράστη στη τέλεση της εγκληματικής πράξης. Εντούτοις, έχει υποστηριχτεί ότι αρκεί το κίνητρο αυτό να περιλαμβάνεται μεταξύ των κινήτρων που ώθησαν το δράστη να τελέσει το έγκλημα.[17]

Τι γίνεται, όμως, στις περιπτώσεις όπου ο δράστης επιτίθεται σε ένα θύμα επειδή εσφαλμένα πιστεύει ότι αυτό φέρει κάποιο από τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά; Για παράδειγμα, αν μια γυναίκα δεχτεί επίθεση επειδή φορά στο λαιμό της ένα κολιέ με σχέδιο ένα αστέρι, το οποίο ο δράστης θεώρησε ότι είναι το αστέρι του Δαυίδ και εσφαλμένα συμπέρανε ότι η γυναίκα αυτή είναι Εβραία και σκέφτηκε να της κάνει κακό γιατί μισεί τα άτομα που ακολουθούν τη θρησκεία αυτή, τότε μπορεί ο δράστης να διωχτεί για έγκλημα μίσους; Υπάρχει μήπως νομιζόμενο έγκλημα ή απρόσφορη απόπειρα ή μήπως πρόκειται για μία ποινικά μη αξιόλογη πλάνη περί το πρόσωπο;[18] Για την αποφυγή τέτοιων δυσχερειών, σε ορισμένα κράτη, οι σχετικές περί εγκλημάτων μίσους διατάξεις τιμωρούν το δράστη που επιτίθεται στο θύμα είτε επειδή αυτό είναι μέλος μιας ομάδας, ή επειδή ο δράστης νόμισε ότι το θύμα είναι μέλος μιας ομάδας.[19] Στις περιπτώσεις αυτές, για την άσκηση ποινική δίωξης, η εισαγγελία θα πρέπει να είναι σε θέση να θεμελιώσει ότι ο δράστης πίστευε ότι το θύμα ανήκε σε συγκεκριμένη ομάδα και ότι το έγκλημα τελέστηκε επειδή ο δράστης ήταν προκατειλημμένος κατά της ομάδας αυτής.[20] Αλλά ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις που δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη σκόπιμο θα ήταν να αποφευχθεί η απαλλαγή του δράστη λόγω πλάνης.[21]

Ι.Γ. Το Θύμα και ο Δράστης

Τα εγκλήματα μίσους στοχοποιούν ένα ή περισσότερα μέλη μιας κοινότητας τα οποία φέρουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό. Τα χαρακτηριστικά αυτά δημιουργούν μία κοινή ομαδική ταυτότητα, καθώς αντικατοπτρίζουν μία θεμελιώδη πτυχή της προσωπικότητας του ατόμου, η οποία είναι συνήθως αμετάβλητη και δεν μπορεί να αλλάξει με απόφαση του ατόμου.[22] Το χαρακτηριστικό αυτό μπορεί να είναι η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η εθνικότητα, η καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο μπορεί να χαρακτηρίζει μια ομάδα. Από τα χαρακτηριστικά αυτά εξαιρούνται εκείνα τα οποία δεν δημιουργούν ομαδική ταυτότητα την οποία μοιράζονται τα μέλη μιας ομάδας ή δεν είναι δηλωτικά της ταυτότητας του ατόμου, όπως για παράδειγμα ο πλούτος. Ο δράστης δηλαδή που στοχοποιεί πλούσια άτομα προκειμένου να τα ληστέψει δεν τελεί έγκλημα μίσους.[23]

Ακριβώς επειδή τα χαρακτηριστικά αυτά είναι κρίσιμα για να στοχοποιηθεί, το θύμα μπορεί να νιώσει ότι κινδυνεύει περισσότερο από το να γίνει στόχος εγκλημάτων μίσους σε σχέση με άλλα εγκλήματα.[24] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Lawrence, το θύμα βιώνει ένα κίνδυνο από τον οποίο δεν μπορεί να διαφύγει, καθώς είναι πολύ διαφορετικό να αποφεύγει κανείς να περπατά τη νύχτα στο πάρκο επειδή είναι επικίνδυνα και άλλο να αποφεύγει συγκεκριμένες γειτονιές εξαιτίας του χρώματος ή του σεξουαλικού του προσανατολισμού.[25] Σύμφωνα, μάλιστα, με την Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας, τα θύματα των εγκλημάτων μίσους κινδυνεύουν με δεύτερη ή επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση.[26]

Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, τα εγκλήματα μίσους έχουν χαρακτήρα συμβολικό καθώς στέλνουν ένα μήνυμα στην ομάδα ή στην κοινότητα στην οποία ανήκει το θύμα.[27] Το μήνυμα αυτό είναι ότι τα άτομα τα οποία μοιράζονται το ίδιο χαρακτηριστικό με το θύμα δεν είναι ευπρόσδεκτα με αποτέλεσμα και η ομάδα στην οποία ανήκει το θύμα να νιώθει ότι βρίσκεται σε κίνδυνο.[28] Οι επιπτώσεις, όμως, των εγκλημάτων μίσους δεν περιορίζονται μόνο στο θύμα και στην κοινότητα στην οποία ανήκει, αλλά εκτείνονται και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, καθώς διασαλεύουν τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια, προκαλούν κοινωνικές αναταραχές, ενώ προσβάλλουν την αξία της ισότητας των πολιτών και την αρμονική συνύπαρξη τους μέσα σε μία ετερογενή κοινωνία.[29]

Όσον αφορά τους δράστες των εγκλημάτων μίσους, είναι περισσότερο πιθανό να μη γνωρίζουν προσωπικά τα θύματά τους, καθώς όπως έχει ήδη γίνει σαφές, αυτό που τους ενδιαφέρει αποκλειστικά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φέρουν, όπως η φυλή, η θρησκεία, η καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός.[30] Σκοπός τους είναι να βλάψουν αυτόν ή αυτήν που θεωρούν διαφορετικό ή διαφορετική από εκείνους.[31] Οι δράστες των εγκλημάτων μίσους συνήθως νιώθουν ανώτεροι από το θύμα τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δείχνουν μεγάλη αυτοπεποίθηση κατά την τέλεση της εγκληματικής πράξης χωρίς να ανησυχούν ιδιαίτερα για πιθανή επέμβαση των οργάνων τάξης.[32]

Σύμφωνα με έρευνα των McDevitt, Levin και Bennett (1993/2002) σε 169 υποθέσεις που είχαν καταγραφεί από την αστυνομία της Βοστώνης,[33] το πιο σύνηθες έγκλημα μίσους σε ποσοστό 66% ήταν η επίθεση που είχε τελεστεί για ευχαρίστηση. Μάλιστα σε αυτή τη κατηγορία των εγκλημάτων, οι νέοι δράστες οι οποίο είχαν συλληφθεί, ανέφεραν στην αστυνομία ότι έψαχναν τρόπο να διασκεδάσουν, ψάχνοντας το θύμα τους σε γειτονιές όπου κατοικούν μειονότητες ή σε μπαρ για ομοφυλόφιλους. Ακολουθούν οι περιπτώσεις όπου ο δράστης επιθυμούσε να προστατέψει τη γειτονιά του από τους «ξένους» ή «εισβολείς» σε ποσοστό 25%, καθώς και οι επιθέσεις για αντίποινα σε ποσοστό 8%. Τέλος, 1% των επιθέσεων χαρακτηρίζονται από τους ως άνω συγγραφείς ως εγκλήματα μίσους  όπου ο δράστης έχει συγκεκριμένη αποστολή να «σώσει το κόσμο από το κακό», είτε εντασσόμενος σε οργανωμένες ομάδες μίσους όπως η Κου Κλουξ Κλαν, ή ενεργώντας από μόνος του.[34]

ΙΙ. Τα Εγκλήματα Μίσους ως Παραβίαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

ΙΙ. Α. Προστασία κατά των Διακρίσεων σε Διεθνές Επίπεδο

Από την προηγούμενη ενότητα κατέστη σαφές ότι τα εγκλήματα μίσους συνιστούν ακραία μορφή προκατάληψης, καθώς το θύμα στοχοποιείται επειδή φέρει ένα χαρακτηριστικό το οποίο το εντάσσει σε ορισμένη ομάδα. Τέτοιου είδους συμπεριφορές προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, όπως το δικαίωμα στην ισότητα, αντίκεινται στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και αρνούνται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη διαφορετικότητα του θύματος.[35] Παρά το γεγονός ότι τα εγκλήματα μίσους που τελούνται από ιδιώτες δεν προσβάλλουν καθ’ εαυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα,[36]  είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, και απαιτούν από τα κράτη τη λήψη μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης κάθε μορφής διάκρισης και μισαλλοδοξίας.

Αρκετοί διεθνείς οργανισμοί και συμβάσεις έχουν ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και την εξάλειψη των διακρίσεων:

Το δικαίωμα στην ισότητα και η απαγόρευση των διακρίσεων προβλέπονται στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. (1948) και συγκεκριμένα στα άρθρα 1 και 2 αντίστοιχα.  Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. (1966) απαγορεύει στο άρθρο 2 τις διακρίσεις και την υποκίνηση των διακρίσεων, ενώ στο άρθρο 26 εγγυάται ίση και αποτελεσματική προστασία έναντι κάθε μορφής διάκρισης. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. (1966) εγγυάται στο άρθρο 2 παρ. 2 τα δικαιώματα που προβλέπονται σε αυτό χωρίς καμία διάκριση. Η Διεθνής Σύμβαση για τη Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων (1969) προβλέπει στο άρθρο 4 εδ. α’ ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να ποινικοποιούν μεταξύ άλλων και πράξεις βίας ή παρότρυνση προς διάπραξη αυτών λόγω διακρίσεων, ενώ στο άρθρο 6 προβλέπει την εξασφάλιση της δέουσας δικαστικής προστασίας για κάθε πράξη φυλετικής διάκρισης αντίθετη προς τη Σύμβαση.

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2009) προβλέπει στο άρθρο 61 παρ. 3 την σημασία θέσπισης μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000) απαγορεύει στο άρθρο 21 παρ. 1 κάθε διάκριση, ενώ στο άρθρο 22 αναφέρει ρητά ότι η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1953) προβλέπει στο άρθρο 14 την προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε αυτή ασχέτως διακρίσεων. Η Απόφαση Πλαίσιο για την Καταπολέμηση Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας Μέσω του Ποινικού Δικαίου (2008), της οποίας εκτενέστερη παρουσίαση γίνεται κατωτέρω υπό IV.A., αναγνωρίζει τη σημασία λήψης μέτρων ποινικού δικαίου για την αντιμετώπιση των φαινομένων αυτών.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας σε σχετική σύστασή της προσδιορίζει τα βασικά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία (συνταγματικό δίκαιο, αστικό-διοικητικό δίκαιο και ποινικό δίκαιο) για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων.[37] Τέλος, το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για το Κυβερνοέγκλημα (2003) προβλέπει τη ποινικοποίηση της διάδοσης ρατσιστικού και ξενοφοβικού υλικού μέσω συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και των απειλών και των προσβολών εξαιτίας φυλής, χρώματος, καταγωγής, θρησκείας και εθνικής καταγωγής.

ΙΙ.Β. Η Υποχρέωση Διερεύνησης του Ρατσιστικού Χαρακτήρα της Επίθεσης και του Κινήτρου του Δράστη

Η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων του Ο.Η.Ε. έχει υιοθετήσει αποφασιστική στάση απέναντι στην ευθύνη των κρατών για αποτελεσματική διερεύνηση των εγκλημάτων μίσους. Επί της υπόθεσης Dawas and Shava κατά Δανίας,[38] η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αρχές της Δανίας δεν ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωση τους να διασφαλίσουν αποτελεσματική προστασία από φυλετικές διακρίσεις, καθώς δεν διερεύνησαν το ρατσιστικό χαρακτήρα μιας βίαιης επίθεσης 35 νεαρών που δέχθηκε μία Ιρακινή οικογένεια. Πιο συγκεκριμένα, την 21η Ιουνίου 2004, μία ομάδα 15-20 νεαρών επιτέθηκαν στο σπίτι του Ιρακινής καταγωγής Mahali Dawas, ο οποίος διέμενε στη πόλη Σόρο μαζί με τη σύζυγο του και τα οχτώ παιδιά τους, όλοι τους πρόσφυγες. Στην επίθεση προστέθηκαν κι άλλα άτομα υπερβαίνοντας τα 35 στο σύνολο. Έσπασαν παράθυρα, κατέστρεψαν την μπροστινή πόρτα και χτύπησαν δύο μέλη της οικογένειας, μεταξύ των οποίων τον Dawas. Ορισμένοι από τους δράστες βρίσκονταν έξω από το σπίτι της οικογένειας φωνάζοντας συνθήματα όπως “γυρίστε σπίτι σας”.[39] Μετά από έρευνα της αστυνομίας, τέσσερις άνδρες καταδικάστηκαν για πράξεις βίας, βανδαλισμού και παράνομη κατοχή όπλων. Οι ποινές που τους επιβλήθηκαν ήταν ελαφριές και με αναστολή, δεν διετάχθη αποζημίωση προς τα θύματα, ενώ δεν εκτιμήθηκε το ρατσιστικό στοιχείο της επίθεσης.[40]

 Ενώπιον της Επιτροπής, οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι οι αρχές της Δανίας, παραλείποντας να διερευνήσουν το ρατσιστικό χαρακτήρα της επίθεσης, τους στέρησαν το δικαίωμα προσφυγής για το πόνο και τον εξευτελισμό που υπέστησαν.[41] Το ζήτημα το οποίο τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής ήταν το αν η Δανία είχε ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της για αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη της επίθεσης κατά των αιτούντων, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης για τη λήψη μέτρων σε περιπτώσεις καταγγελίας περιστατικών φυλετικών διακρίσεων.[42] Η Επιτροπή εκτίμησε ότι ορισμένα στοιχεία όπως η επίθεση μέσα στο σπίτι της οικογένειας, η κατοχή όπλων από τους δράστες και τα συνθήματα που αυτοί φώναζαν, απαιτούσαν διεξοδική έρευνα από τις αρχές προκειμένου να εξακριβωθεί η πιθανή ρατσιστική φύση της επίθεσης κατά της οικογένειας.[43] Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, η έρευνα ήταν ανεπαρκής,[44] στερώντας από τους αιτούντες το δικαίωμα σε αποτελεσματική προστασία από φυλετικές διακρίσεις κατά παράβαση των άρθρων 2 παρ. 1 εδ. δ’ και 6 της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Φυλετικών διακρίσεων.[45]

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι σε περιπτώσεις φυλετικών εγκλημάτων ή εγκλημάτων τα οποία τελέστηκαν λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων του θύματος, οι κρατικές αρχές οφείλουν να διερευνούν το κίνητρο του δράστη. Η παράλειψη διερεύνησης και εκτίμησης του ρατσιστικού κινήτρου του δράστη συνιστά παραβίαση του άρθρου 14 της Ε.Σ.Δ.Α.

Στην απόφαση Nachova κ.λπ. κατά Βουλγαρίας,[46] το Δικαστήριο του Στρασβούργου εξέτασε την υπόθεση δύο Ρομά, των Angelov και Petkov, οι οποίοι το 1996 σε ηλικία 21 ετών δολοφονήθηκαν από στρατιωτικούς αστυνομικούς, καθώς είχαν δραπετεύσει από τη φυλακή στην οποία είχαν οδηγηθεί για να εργαστούν.[47] Ο ανακριτής δέχτηκε αφενός ότι τα θύματα είχαν τελέσει αξιόποινη πράξη, επειδή είχαν δραπετεύσει ενώ εκτελούσαν την ποινή τους, αφετέρου ότι η χρήση των όπλων από τους στρατιωτικούς ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της Στρατιωτικής Αστυνομίας.[48] Με διάταξη του Εισαγγελέα, η προανάκριση σχετικά με του δύο θανάτους έκλεισε.[49]

Οι αιτούντες (η κόρη του Angelov, η μητέρα της και οι γονείς του Petkov) ισχυρίστηκαν ότι οι Βουλγαρικές αρχές δεν διερεύνησαν τα πιθανά ρατσιστικά κίνητρα πίσω από τις δολοφονίες. Το Δικαστήριο τόνισε την υποχρέωση των κρατών να διερευνούν κατά πόσο τυχόν προκαταλήψεις κρύβονται πίσω από πράξεις βίας,  ιδίως σε περιπτώσεις όπου κρατικά όργανα ευθύνονται για το θάνατο πολιτών.[50] Οι αρχές της Βουλγαρίας όφειλαν κατά το Ε.Δ.Δ.Α. να διερευνήσουν το ρατσιστικό κίνητρο της επίθεσης, λαμβάνοντας υπόψη την υπερβολική χρήση βίας, την κατάθεση ενός μάρτυρα για ρατσιστικές δηλώσεις των στρατιωτικών μετά τους πυροβολισμούς, καθώς και το γεγονός ότι η Βουλγαρία έχει βρεθεί αντιμέτωπη με πολλά περιστατικά εχθρότητας και προκατάληψης κατά ατόμων Ρομά.[51] Για το Δικαστήριο, οι αρχές δεν ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 να λάβουν όλα τα μέτρα προκειμένου να διερευνήσουν κατά πόσο η φυλετική διάκριση έπαιξε ρόλο στα περιστατικά που οδήγησαν στο θάνατο των δύο νέων.[52]

Το Δικαστήριο εφάρμοσε τις ίδιες αρχές και την υπόθεση Secic κατά Κροατίας,[53] σε ένα διαφορετικό σενάριο το οποίο δεν περιελάμβανε κρατικά όργανα. Ο αιτών, εν προκειμένω, ήταν Ρομ με Κροατική εθνικότητα, ο οποίος το 1999 δέχτηκε βίαιη επίθεση με ρατσιστικά σχόλια από μία ομάδα σκίνχεντ ατόμων ενώ προσπαθούσε να συλλέξει παλιοσίδερα σε μια γειτονιά του Ζάγκρεμπ.[54] Το θύμα νοσηλεύτηκε με πολλαπλά κατάγματα και υπέστη σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.[55] Αμέσως μετά την επίθεση, υπέβαλε μήνυση και για χρόνια προσπαθούσε να παρέχει πληροφορίες στην αστυνομία, όπως στοιχεία άλλων θυμάτων και μαρτύρων, προκειμένου να εξακριβωθεί η ταυτότητα των δραστών.[56] Ωστόσο, οι προσπάθειες της αστυνομίας να εντοπίσουν και να τιμωρήσουν τους δράστες ήταν περιορισμένες, ενώ η δικηγόρος του αιτούντος είχε διαμαρτυρηθεί για τη χαμηλή ποιότητα της ανάκρισης και τη μεγάλη της διάρκεια.[57]

Το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 3 περί απάνθρωπης μεταχείρισης. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι σε περίπτωση βίαιων περιστατικών, οι κρατικές αρχές έχουν μία επιπρόσθετη υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αποκαλύψουν τυχόν ρατσιστικά κίνητρα και να επιβεβαιώσουν κατά πόσο εθνοτικό μίσος ή προκατάληψη έπαιξαν ρόλο σε αυτά.[58] Η απόδειξη του ρατσιστικού κινήτρου είναι κατά το Δικαστήριο δύσκολη στη πράξη. Εντούτοις, οι κρατικές αρχές οφείλουν να κάνουν ό,τι είναι ευλόγως δυνατό σε κάθε υπόθεση.[59] Για το Δικαστήριο, οι ρατσιστικές επιθέσεις δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο με εκείνες που δεν έχουν ρατσιστικές αποχρώσεις, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε αδιαφορία για την ιδιαίτερη φύση των πράξεων αυτών οι οποίες προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα.[60] Στην προκειμένη περίπτωση, οι αρχές της Κροατίας είχαν ενημερωθεί και είχαν αποδεχθεί ότι οι δράστες ανήκαν σε σκίνχεντ ομάδα με εξτρεμιστική και ρατσιστική ιδεολογία, χωρίς, ωστόσο, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τον εντοπισμό και τη δίωξη τους.[61]

Αλλά και στην πιο πρόσφατη απόφασή του επί της υπόθεσης Abdu κατά Βουλγαρίας,[62] το Ε.Δ.Δ.Α. διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της Σύμβασης. Στην υπόθεση αυτή το θύμα Σουδανής εθνικότητας, κάτοικος Βουλγαρίας, δέχτηκε μαζί με έναν Σουδανό φίλο του επίθεση από δύο Βούλγαρους μέλη σκίνχεντ ομάδας οι οποίοι τους εξύβρισαν με ρατσιστικά σχόλια και τους χτύπησαν μπροστά από ένα εμπορικό κέντρο στη Σόφια.[63] Οι εισαγγελικές αρχές, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό έκριναν ότι δεν έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη λόγω έλλειψης επαρκών ενδείξεων που στοιχειοθετούσαν το ρατσιστικό κίνητρο της επίθεσης.[64] Το Δικαστήριο επανέλαβε την υποχρέωση των κρατών να αποκαλύπτουν τυχόν ρατσιστικά κίνητρα πίσω από βίαιες επιθέσεις[65] και να διαπιστώνουν την ύπαρξη πιθανού συνδέσμου μεταξύ ρατσιστικών συμπεριφορών και μιας συγκεκριμένης πράξης βίας.[66] Εν προκειμένω, οι Βουλγαρικές αρχές μολονότι είχαν στη διάθεσή τους αποδείξεις ικανές να στηρίξουν το ρατσιστικό κίνητρο της επίθεσης κατά του αιτούντος, δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για να το διερευνήσουν κατά παράβαση της Σύμβασης.[67]

III. Ποινική Αντιμετώπιση των Εγκλημάτων Μίσους και Κριτική

ΙΙΙ.Α. Η Αυστηρότερη Ποινική Μεταχείριση των Εγκλημάτων Μίσους

Ένα προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί στην ενότητα αυτή είναι γιατί τα εγκλήματα μίσους τιμωρούνται ξεχωριστά και αυστηρότερα από τα αντίστοιχα βασικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Άλλωστε όλα τα εγκλήματα μίσους περιλαμβάνουν ένα βασικό έγκλημα. Η δημιουργία μιας έστω φαινομενικά «διπλής νομοθεσίας» έχει δεχτεί αρκετές αντιδράσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια.[68] Η βασική, όμως, ιδέα για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων που τιμωρούν τα εγκλήματα μίσους δεν είναι να ποινικοποιηθεί κάτι που ήταν προηγουμένως νόμιμο, αλλά να αναγνωριστεί η διαφορετική φύση αυτών των εγκλημάτων τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης ποινικής αντιμετώπισης.[69]

Σε γενικές γραμμές οι διατάξεις που τιμωρούν τα εγκλήματα μίσους ακολουθούν δύο μοντέλα τα οποία απαιτούν αφενός την ύπαρξη ενός βασικού εγκλήματος του κοινού ποινικού δικαίου, αφετέρου την ύπαρξη κινήτρου προκατάληψης ή μισαλλοδοξίας του δράστη προς τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την καταγωγή, την αναπηρία, το σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ. του θύματος. Σύμφωνα με το πρώτο μοντέλο, ο δράστης θα τιμωρηθεί για ένα ξεχωριστό έγκλημα στο οποίο θα επιβληθεί αυστηρότερη ποινή από το βασικό. Σύμφωνα με το δεύτερο μοντέλο, η ύπαρξη του ειδικού κινήτρου του δράστη θα αποτελέσει επιβαρυντική περίπτωση η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.[70]

Πώς όμως δικαιολογείται η αυστηρότερη ποινική μεταχείριση του δράστη; Έστω ότι ο Α αποφασίζει να τελέσει μία ληστεία. Βγαίνοντας από το διαμέρισμά του, επιτίθεται κατά του Β, τον χτυπά και του αποσπά το πορτοφόλι επειδή ο Β έχει Αφρικανική καταγωγή και ο Α μισεί τα άτομα Αφρικανικής καταγωγής και θέλει να τους προκαλέσει κακό. Έστω, επίσης, ότι ο Γ αποφασίζει να τελέσει μία ληστεία. Βγαίνοντας από το διαμέρισμά του, επιτίθεται κατά του Β, τον χτυπά και του αποσπά το πορτοφόλι επειδή ο Β, ο οποίος έχει Αφρικανική καταγωγή, είναι το πρώτο άτομο το οποίο ο Γ πετυχαίνει στο δρόμο. Ενόψει των παραπάνω περιστατικών, ο Γ θα τιμωρηθεί για ληστεία, ενώ ο Α θα τιμωρηθεί αυστηρότερα για έγκλημα μίσους, επειδή στοχοποίησε τον Β λόγω της εθνικής του καταγωγής.[71] Γιατί, όμως, ο Β είναι περισσότερο ευάλωτος στην πρώτη περίπτωση από τη δεύτερη;

Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Kahan, η σχετική για τα εγκλήματα μίσους νομοθεσία αξιολογεί τις αξίες τις οποίες εκφράζουν οι δράστες, όπως ακριβώς και οι υπόλοιπες διατάξεις ποινικού δικαίου.[72] Όπως αναφέρει, στην κοινωνία μας τα άτομα συνηθίζουν να χτίζουν την ταυτότητα τους γύρω από εθνικές, θρησκευτικές ή άλλες ομάδες, γύρω από το φύλο τους ή το σεξουαλικό τους προσανατολισμό.[73] Ο δράστης που επιτίθεται ή σκοτώνει ένα άτομο εξαιτίας των χαρακτηριστικών αυτών μας δείχνει ότι δεν αρέσκεται απλώς στο πόνο του άλλου. Αυτό που ενδιαφέρει τον δράστη, κατά τον Kahan, είναι να κυριαρχήσει πάνω σε άλλα άτομα τα οποία θεωρεί διαφορετικά ή κατώτερα. Κατά συνέπεια, η προσβολή την οποία προκαλούν οι δράστες των εγκλημάτων μίσους ως διαφορετική και σοβαρότερη από εκείνη των βασικών εγκλημάτων δικαιολογεί την επιβολή αυστηρότερης ποινής.[74]

Περαιτέρω, τα εγκλήματα μίσους, όπως έχει ήδη σημειωθεί, στοχεύουν παραπάνω από ένα άτομα. Στοχεύουν ολόκληρη την ομάδα στην οποία ανήκει το θύμα. Οι συνέπειες δηλαδή που επιφέρουν δεν περιορίζονται μονάχα στο ίδιο το θύμα αλλά προκαλούν φόβο στη κοινότητα στην οποία αυτό ανήκει, γεγονός που δικαιολογεί την αυστηρότερη τιμώρησή τους.[75] Τέλος, οι υπάρχουσες διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου έχουν θεωρηθεί ανεπαρκείς για την πρόληψη των εγκλημάτων μίσους.[76] Με την ειδική πρόβλεψη διατάξεων για τα εγκλήματα μίσους και την αυστηρότερη τιμώρηση των δραστών καταδεικνύεται η σημασία που αποδίδει η κοινωνία στην αντιμετώπιση τέτοιου είδους συμπεριφορών, ενώ παρέχεται μεγαλύτερη προστασία στα άτομα εκείνα τα οποία είναι περισσότερο ευάλωτα και που πιθανό να μην είναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.[77]

ΙΙΙ.Β. Κριτική

Η ξεχωριστή και αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των εγκλημάτων μίσους έχει δεχθεί σφοδρή κριτική, καθώς δεν είναι πάντα αυταπόδεικτο γιατί μια σωματική βλάβη, μια ανθρωποκτονία ή μια φθορά ξένης ιδιοκτησίας με ρατσιστικό κίνητρο είναι σοβαρότερη από το αντίστοιχο βασικό έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου. Όπως αναπτύχθηκε στην προηγούμενη ενότητα, η αυστηρότερη τιμώρηση του δράστη ενός εγκλήματος μίσους βασίζεται στην μεγαλύτερη ποινική απαξία της πράξης του δράστη, στη βλάβη και στις συνέπειες που αυτή έχει στο θύμα και σε τρίτα πρόσωπα, καθώς και στην ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας ευάλωτων ομάδων. Εντούτοις, οι πολέμιοι της νομοθεσίας των εγκλημάτων μίσους προτάσσουν διάφορα επιχειρήματα.

Πρώτα από όλα, ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η υπάρχουσα νομοθεσία είναι επαρκής για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους εγκλημάτων. Οι Jacobs και Potter δεν βρίσκουν τίποτα σωστό παρά μόνο «καλές προθέσεις» πίσω από τη θέσπιση ειδικών διατάξεων που τιμωρούν τα εγκλήματα μίσους.[78] Μάλιστα ισχυρίζονται ότι από εγκληματολογική σκοπιά δεν υπάρχει ανάγκη για τέτοιου είδους διατάξεις, ενώ χαρακτηρίζουν την ειδική τιμώρησή τους ως «επιδημία» εγκλημάτων μίσους.[79] Σύμφωνα με αυτούς, τα εγκλήματα μίσους έχουν θεσμοθετηθεί μόνο για συμβολικούς λόγους, καθώς δεν διαφέρουν από τα κοινά εγκλήματα που τελούνται χωρίς προκατάληψη.[80]

Αμφισβητούν, επίσης, ότι οι δράστες προξενούν στα θύματα τους σοβαρότερη σωματική βλάβη και συναισθηματική δυσφορία.[81] Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι το άτομο το οποίο ξυλοκοπείται εξαιτίας της ένταξης τους σε κάποια από τις προστατευόμενες ομάδες, δεν βλάπτεται παραπάνω από το άτομο το οποίο ξυλοκοπείται για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Εκτιμούν μάλιστα ότι αρμόδιοι για να κρίνουν το ζήτημα του κατά πόσο τα εγκλήματα μίσους προκαλούν μεγαλύτερη βλάβη στο θύμα και στη κοινότητά του – ζήτημα εμπειρικό – είναι οι κοινωνιολόγοι, ενώ αρμόδιοι για να κρίνουν το κατά πόσο τα εγκλήματα μίσους είναι βαρύτερα από εκείνα χωρίς το αντίστοιχο κίνητρο – ζήτημα φιλοσοφικό – είναι οι φιλόσοφοι.[82] Εντούτοις, δεν είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι το θύμα το οποίο επιλέγεται για μία βίαιη επίθεση εξαιτίας των χαρακτηριστικών αυτών που προστατεύουν οι διατάξεις για τα εγκλήματα μίσους, υφίσταται μεγαλύτερο ψυχικό τραύμα και δέχεται μεγαλύτερο πλήγμα στην αξιοπρέπειά του από εκείνο που ο δράστης θέλει απλά να του αφαιρέσει τα χρήματα.[83]

Όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, ένας από τους λόγους της αυστηρότερης τιμώρησης των εγκλημάτων μίσους είναι ότι δεν στρέφονται μόνο κατά του θύματος, αλλά κατά της ομάδας, η οποία φέρει τα ίδια με αυτό προστατευόμενα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι Jacobs και Potter, τα εγκλήματα μίσους δεν είναι τα μόνο τα οποία αφορούν και επηρεάζουν την ομάδα στην οποία ανήκει το θύμα. Βίαια εγκλήματα, όπως η απαγωγή ανηλίκων ή η ανθρωποκτονία, έχουν επιπτώσεις πέρα από το θύμα, καθώς προκαλούν φόβο σε ολόκληρη τη κοινωνία.[84] Αποβλέποντας στην προστασία όχι μόνο του θύματος αλλά και της ομάδας στην οποία αυτό ανήκει, υποστηρίζεται ότι τα εγκλήματα μίσους δημιουργούν διακρίσεις, στρέφοντας τη μία κοινωνική ομάδα έναντι της άλλης, αδιαφορώντας για την υποχρέωση της κοινωνίας να παρέχει ίση προστασία από το έγκλημα σε διαφορετικά πιθανά θύματα.[85]  Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι τα εγκλήματα μίσους προσφέρουν κάποια ιδιαίτερα προνόμια σε μειονότητες τα οποία δεν ισχύουν για άλλες ομάδες οι οποίες συχνά θυματοποιούνται, όπως για παράδειγμα οι ηλικιωμένοι. Ωστόσο, ως αντίλογος, σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα εγκλήματα μίσους αποτελούν ένα βασικό βήμα για μια ισότιμη προστασία στο έγκλημα σύμφωνα με τις αρχές του ποινικού δικαίου,[86] το οποίο δεν είναι λίγες οι φορές που επιλέγει να προστατεύσει ευάλωτες ομάδες που αντιμετωπίζουν περισσότερους κινδύνους, όπως είναι τα παιδιά ή έγκυες γυναίκες. Τα εγκλήματα μίσους τιμωρούνται αυστηρότερα επειδή ο δράστης παρακινείται από μίσος κατά συγκεκριμένης ομάδας με συνέπειες για όλη την ομάδα, ενώ για παράδειγμα τα ηλικιωμένα άτομα στοχοποιούνται όχι επειδή ο δράστης μισεί τους ηλικιωμένους, αλλά γιατί περιμένει λιγότερη αντίσταση από αυτούς.[87]

Μία ακόμη αντίρρηση που εγείρεται είναι ότι τα εγκλήματα μίσους ασχολούνται με το κίνητρο του δράστη με τρόπο που κανένα άλλο έγκλημα δεν έχει ασχοληθεί.[88] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι οι ποινές που τελικά επιβάλλονται σε αυτόν συνιστούν κατά βάση τιμωρία για τον «κακό» του χαρακτήρα.[89] Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται ότι τα κίνητρα θα πρέπει να είναι αδιάφορα για το ποινικό δίκαιο.[90]  Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν είναι ισχυρό, καθώς, όπως αναφέρουν τόσο ο Kahan,[91] όσο και η Steiker,[92] το κίνητρο του δράστη έχει σημασία στο ποινικό δίκαιο, καθώς λαμβάνεται υπόψη από το δικαστή κατά την επιμέτρηση της ποινής του κατηγορουμένου.

Ωστόσο, για τους Jacobs και Potter οι αυξημένες ποινές για άλλα κίνητρα όπως η απληστία ή η ζήλεια, δεν εγείρουν τα ίδια ζητήματα ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης όπως το ρατσιστικό κίνητρο, το οποίο για αυτούς συνδέεται με ένα σύστημα πολιτικών αντιλήψεων χωρίς ουδέτερο περιεχόμενο. Για αυτούς, οι έννοιες της προκατάληψης και της αδιαλλαξίας είναι στη βάση τους πολιτικές.[93] Τα εγκλήματα μίσους, ισχυρίζονται, ότι συνιστούν μια επιπλέον τιμώρηση για το ίδιο έγκλημα και για ορισμένες αξίες, ιδέες και αντιλήψεις τις οποίες ένα κράτος καταδικάζει ως απεχθείς.[94] Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο αφού ο δράστης των εγκλημάτων μίσους δεν τιμωρείται μόνο για τις πράξεις αλλά για το κίνητρό του, τιμωρείται συνεπώς για τις ανάρμοστες και ακατάλληλες σκέψεις του με αποτέλεσμα να κάνουμε πλέον λόγο για «εγκλήματα σκέψης».[95]

Ωστόσο, ούτε το επιχείρημα αυτό είναι τόσο ισχυρό, καθώς ο δράστης ενός εγκλήματος μίσους δεν τιμωρείται για τις συγκεκριμένες απόψεις τις οποίες εκφράζει, αλλά για την τέλεση αξιόποινων πράξεων σύμφωνα με αυτές.[96] Τα εγκλήματα μίσους δεν τιμωρούν τη σκέψη ή το λόγο, αλλά απλώς χρησιμοποιούν ορισμένες εκφράσεις, σχόλια ή δηλώσεις ως απόδειξη ότι το έγκλημα τελέστηκε με το συγκεκριμένο κίνητρο που προβλέπουν.[97] Πράγματι τα εγκλήματα μίσους έχουν προκαλέσει ισχυρές αντιπαραθέσεις ακριβώς επειδή εμπλέκουν θεμελιώδεις ελευθερίες του δράστη, όπως η ελευθερία της έκφρασης.[98] Εντούτοις, όπως αναφέρει ο Lawrence το πρόβλημα δεν είναι τόσο σύνθετο. Αυτό στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούμε είναι η βασική διάκριση μεταξύ των εγκλημάτων μίσους, τα οποία συνιστούν πράξεις με ρατσιστικό κίνητρο, και του ρατσιστικού λόγου, ο οποίος ακόμα κι αν δεν είναι ευχάριστος συχνά προστατεύεται, διάκριση η οποία δεν είναι πάντα ευχερής στην πράξη.[99]

ΙΙI. Ποινική Αντιμετώπιση των Εγκλημάτων Μίσους στις Η.Π.Α.

III.A. Matthew Shepard – James Byrd Jr. Hate Crimes Prevention Act (2009)

Στις 9 Ιουνίου 1998, ο Aφροαμερικανός James Byrd Jr. βρήκε τραγικό θάνατο στην πόλη Τζάσπερ της πολιτείας του Τέξας. Τρεις λευκοί άντρες, οι οποίοι έφεραν στο σώμα τους διάφορα ρατσιστικά τατουάζ, τον χτύπησα σοβαρά, τον έδεσαν πίσω από το φορτηγό τους και τον έσυραν κατά μήκος ενός δρόμου με αποτέλεσμα να αποκοπούν το χέρι και το κεφάλι του. Το υπόλοιπο σώμα του βρέθηκε εγκαταλελειμμένο μπροστά σε μία Αφροαμερικανική εκκλησία.[100] Οι τρεις δράστες καταδικάστηκαν για το θάνατό του: δύο εξ αυτών, οι Lawrence Russell Brewer και John William King σε θανατική ποινή (ο πρώτος εκτελέστηκε με θανατηφόρο ένεση το 2011), ενώ ο Shawn Allen Berry σε ισόβια κάθειρξη.[101]

Το φθινόπωρο του ίδιους έτους και συγκεκριμένα στις 6 Οκτωβρίου, ο 21χρονος ομοφυλόφιλος φοιτητής Matthew Shepard συναντήθηκε με τους Aaron McKinney και Russell Henderson, οι οποίοι τον οδήγησαν σε μία απομονωμένη περιοχή στη πόλη Λάραμι της πολιτείας του Γουαϊόμιγκ, τον ξυλοκόπησαν, τον βασάνισαν, τον έδεσαν σε ένα φράχτη και τον άφησαν να πεθάνει. Ο Shepard ήταν ακόμη ζωντανός αλλά σε κώμα, όταν τον ανακάλυψε ένας ποδηλάτης ο οποίος στην αρχή τον πέρασε για σκιάχτρο. Λόγω των σοβαρών τραυμάτων στο κρανίο του, ο Shepard πέθανε μετά από έξι μόλις μέρες από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Οι δράστες καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη και όχι σε θανατική ποινή μετά από χάρη που του απένειμαν οι γονείς του άτυχου νέου.[102]

Οι δύο αυτοί θάνατοι άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο οι Η.Π.Α. αντιμετώπιζαν τα εγκλήματα μίσους. Μάλιστα, η είδηση θανάτου του νεαρού Matthew Shepard έγινε σημείο αναφοράς στις Η.Π.Α. για τη βία έναντι των ομοφυλόφιλων.[103] Ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα κατά την υπογραφή της Shepard-Byrd Act στις 28 Οκτωβρίου 2009 δήλωσε ότι «Μετά από περισσότερο από μία δεκαετία αντιδράσεων και καθυστερήσεων, θεσπίσαμε νομοθεσία για τα εγκλήματα μίσους, προκειμένου να προστατεύσουμε τους πολίτες μας από τη βία που βασίζεται στο πώς [αυτοί] είναι εξωτερικά, ποιούς αγαπούν, πώς προσεύχονται και ποιοί είναι.»[104]

H Shepard-Byrd Act είναι ο πρώτος ομοσπονδιακός νόμος που ποινικοποιεί τη βία με βάση το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την αναπηρία, τη ταυτότητα φύλου καθώς και τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική καταγωγή, και αποτελεί σημαντικό εργαλείο στην προστασία κατά της ρατσιστικής βίας.[105] Ειδικότερα: το έκτο τμήμα του νομοθετήματος αυτού και συγκεκριμένα η παράγραφος 249(a)(1) τιμωρεί όποιον με πρόθεση προξενεί σωματική βλάβη σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ή με τη χρήση φωτιάς, πυροβόλου όπλου ή επικίνδυνου όπλου ή εκρηκτικού ή εμπρηστικού μηχανισμού επιχειρεί να προξενήσει σωματική βλάβη σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εξαιτίας της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας ή της εθνικής καταγωγής του προσώπου, με α) κάθειρξη μέχρι 10 ετών, ή β) με  κάθειρξη ή ισόβια κάθειρξη αν από τη πράξη προκλήθηκε θάνατος, ή αν η πράξη περιλαμβάνει απαγωγή, ή απόπειρα αυτής, διακεκριμένη σεξουαλική κακοποίηση, ή απόπειρα αυτής, ή απόπειρα ανθρωποκτονίας. Η δε παράγραφος 249(a)(2) προβλέπει τις ίδιες ποινές για το δράστη της ως άνω συμπεριφοράς την οποία τελεί εξαιτίας της θρησκείας, της εθνικής καταγωγής, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της αναπηρίας του θύματος. Και οι δύο παράγραφοι καλύπτουν και τις περιπτώσεις όπου ο δράστης είχε εσφαλμένα αντιληφθεί ότι το θύμα έφερε κάποιο από τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά (“perceived”). Σύμφωνα με τη παράγραφο 249(d), τα αδικήματα τα οποία δεν έχουν ως επακόλουθο το θάνατο του θύματος παραγράφονται μέσα σε 7 χρόνια από το χρόνο τέλεσης, ενώ δεν υπάρχει παραγραφή για τα θανατηφόρα.

Πριν τη θέσπιση της Shepard-Byrd Act, το Κογκρέσο είχε σε ομοσπονδιακό επίπεδο προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τα εγκλήματα μίσους μέσα από τη Civil Rights Act (1968), τη Hate Crimes Statistic Act (1990) και τη Violent Crime Control and Law Enforcement Act (1994). Ως προς τη Civil Rights Act, θα πρέπει να σημειωθεί ότι θεσπίστηκε μετά τη δολοφονία του Martin Luther King Jr. και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη ποινικοποίηση πράξεων που διαπράττονταν αφενός εξαιτίας του μίσους για τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνικότητα του θύματος, αφετέρου εξαιτίας της ενασχόλησης του θύματος με συγκεκριμένες δραστηριότητες που προέβλεπε ο νόμος. Ο νόμος αυτός είχε περιορισμένη εφαρμογή, καθώς στην πράξη ήταν δύσκολο να αποδειχθεί η ταυτόχρονη συνδρομή των δύο κινήτρων του δράστη.[106]

Σε επίπεδο πολιτειών, αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι σήμερα 45 πολιτείες, καθώς και η περιφέρεια της Κολούμπια, έχουν συγκεκριμένη νομοθεσία για τα εγκλήματα μίσους. Από αυτές, 44 πολιτείες τιμωρούν τα εγκλήματα με κίνητρο τη φυλή, την εθνικότητα, και τη θρησκεία, 30 πολιτείες τιμωρούν τα εγκλήματα  με κίνητρο την αναπηρία και 30 πολιτείες τιμωρούν τα εγκλήματα με κίνητρο το σεξουαλικό προσανατολισμό του θύματος.[107] Οι περισσότερες νομοθετικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων μίσους στις Η.Π.Α. ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1980 λόγω της αυξανόμενης τάσης των εγκλημάτων η οποία είχε παρατηρηθεί. Πριν τη δεκαετία αυτή, μόνο 5 πολιτείες είχαν σχετική νομοθεσία η οποία επεδίωκε να αντιμετωπίσει τη δράση της Κου Κλουξ Κλαν και κυρίως το κάψιμο σταυρών και τη δημόσια αμφίεση με μάσκες ή κουκούλες.[108]

III.B. Νομολογία

Η πρώτη ποινική δίωξη που άσκησε το Υπουργείο Δικαιοσύνης εφαρμόζοντας τη  Shepard-Byrd Act  ήταν κατά των David Jason Jenkins, ηλικίας 37 ετών, και του Anthony Ray Jenkins, ηλικίας 20 έτων με τη κατηγορία ότι στις 4 Απριλίου 2011 απήγαγαν και επιτέθηκαν στον Kevin Pennington εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού.[109] Σύμφωνα με την κατηγορία, οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν δύο γυναίκες συγγενείς τους, τις Ashley Jenkins και Alexis Jenkins, προκειμένου να ξεγελάσουν το θύμα να μπει στο φορτηγό μαζί τους, ώστε να το οδηγήσουν σε μια απομονωμένη περιοχή και να του επιτεθούν. Τον Οκτώβριο του 2012, οι δύο άνδρες καταδικάστηκαν ο πρώτος σε 30 χρόνια κάθειρξη, ενώ ο δεύτερος σε 17 χρόνια, για τις κατηγορίες της απαγωγής και της επίθεσης, όχι όμως για τη πρόκληση σωματικής βλάβης εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού του θύματος σύμφωνα με τη Shepard-Byrd Act.  Ωστόσο, οι δύο γυναίκες οι οποίες ομολόγησαν την ενοχή τους κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης (“plea bargaining”), καταδικάστηκαν σε 100 μήνες φυλάκιση η πρώτη και σε 8 χρόνια η δεύτερη για διάπραξη σωματικής βλάβης εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού του θύματος σύμφωνα τη Shepard-Byrd Act. Αυτές είναι και οι πρώτες καταδίκες στις Η.Π.Α. κατ’ εφαρμογή του νομοθετήματος αυτού.[110]

Αν και το Αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει μέχρι στιγμής ασκήσει ποινικές διώξεις κι έχει επιτύχει ποινική συνδιαλλαγή σε πολλές από αυτές κατ’ εφαρμογή της Shepard-Byrd Act, η ως άνω υπόθεση αποδεικνύει ότι στη πράξη η ποινική δίωξη των εγκλημάτων μίσους ενδέχεται να συναντήσει δυσκολίες. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: αφενός στο ότι τα περισσότερα εγκλήματα μίσους λαμβάνουν χώρα σε τοπικό επίπεδο, καθιστώντας δυσχερή την ικανοποίηση του στοιχείου της δικαιοδοσίας μιας ομοσπονδιακής δίωξης˙ αφετέρου στην αβεβαιότητα η οποία επικρατεί λόγω της έλλειψης νομολογιακών προηγούμενων, με τους κατηγορούμενους να αμφισβητούν τη συνταγματικότητα της Shepard-Byrd Act.[111] Τέτοιου είδους αμφισβητήσεις της συνταγματικότητας του νομοθετήματος βασίζονται στη 1η Τροποποίηση του Συντάγματος των Η.Π.Α. η οποία προβλέπει ότι “Το Κογκρέσο δεν θα ψηφίσει νόμο … που να περιορίζει την ελευθερία του λόγου…” Πρόκειται για μία πρωταρχική ελευθερία, οι περιορισμοί της οποίας επιτρέπονται μόνο κατ’ εξαίρεση στο μέτρο που αυτοί είναι δικαιολογημένοι και απαραίτητοι. Η νομολογία του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου των Η.Π.Α. σε ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης χαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερη, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ακόλουθες αποφάσεις οι οποίες άνοιξαν το δρόμο για τη θέσπιση νομοθεσίας που τιμωρεί τα εγκλήματα μίσους.[112]

Στην υπόθεση R.A.V. v. City of St. Paul (1992),[113] το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των Η.Π.Α. ομόφωνα έκρινε ως αντισυνταγματικό ένα τοπικό διάταγμα το οποίο τιμωρούσε ως πλημμέλημα τη τοποθέτηση συμβόλου, αντικειμένου ή γκράφιτι σε ιδιωτική ή δημόσια περιουσία, όπως ο φλεγόμενος σταυρός ή η ναζιστική σβάστικα, το οποίο κάποιος γνωρίζει ή έχει βάσιμους λόγους να γνωρίζει ότι προκαλεί θυμό ή δυσαρέσκεια άλλων με βάση τη φυλή, το χρώμα,  τη θρησκεία ή το φύλο.[114] Για το Δικαστήριο, το διάταγμα αυτό δεν απαγόρευε ένα συγκεκριμένα προσβλητικό τρόπο έκφρασης, όπως για παράδειγμα λέξεις οι οποίες μεταφέρουν ιδέες με απειλητικό τρόπο. Αντίθετα, αποκήρυττε λέξεις οι οποίες μεταφέρουν μηνύματα μισαλλοδοξίας κατά φυλής, φύλου, ή θρησκείας. Η διάκριση, όμως, αυτή με βάση το περιεχόμενο η οποία επιλεκτικά απαγορεύει συγκεκριμένες απειλές (με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία ή το φύλο) αφήνοντας άλλες άθικτες,[115] κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι επεδίωκε να εμποδίσει την ελευθερία συγκεκριμένων ιδεών κατά παράβαση της 1ης Τροποποίησης του Συντάγματος.[116]

Αντίθετα, στην υπόθεση Virginia v. Black (2003),[117] το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα διάταξη της πολιτείας Βιρτζίνια η οποία τιμωρούσε το κάψιμο σταυρού με πρόθεση εκφοβισμού οποιουδήποτε ατόμου ή ομάδας ατόμων. Κατά το Δικαστήριο, η υπόθεση αυτή διέφερε από την υπόθεση R.A.V., καθώς η διάταξη της Βιρτζίνια απαγόρευε κάθε κάψιμο σταυρού χωρίς αναφορά στους λόγους για τους οποίους η συμπεριφορά ήταν εκφοβιστική (φύλο θύματος, θρησκεία κ.λπ.).[118]

Στην υπόθεση Wisconsin v. Mitchell (1993),[119] το Δικαστήριο ομόφωνα επικύρωσε τη συνταγματικότητα διάταξης της πολιτείας Γουισκόνσιν η οποία επιβάλλει βαρύτερη ποινή στις περιπτώσεις που ο δράστης με πρόθεση επιλέγει το θύμα εξαιτίας της φυλής, της θρησκείας, του χρώματος, της αναπηρίας, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της εθνικής καταγωγής. Για το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή δεν τιμωρεί τις αντιλήψεις ή τις δηλώσεις του δράστη οι οποίες προστατεύονται συνταγματικά, αλλά την πράξη του και τις συνέπειες που αυτή έχει.[120]

Οι ανωτέρω αποφάσεις αποδεικνύουν ότι οι διατάξεις των εγκλημάτων μίσους είναι πιθανό να εγείρουν ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης για αυτό και θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, να μην κάνουν διακρίσεις ως προς το περιεχόμενο της απειλής προκειμένου να είναι σύμφωνες με τη 1η Τροποποίηση του Συντάγματος.[121] Προς το παρόν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Shepard-Byrd Act ξεπερνά αυτό το πρόβλημα με το να περιορίζει τη ποινικοποίηση «στη με πρόθεση πρόκληση σωματικής βλάβης» χωρίς να περιλαμβάνει απειλές.[122]

ΙΙΙ. Γ. Στατιστικά Στοιχεία

Σύμφωνα με τα επίσημα ετήσια στοιχεία του F.B.I. Uniform Crime Reporting Program, τα εγκλήματα μίσους συνιστούν ένα μόνιμο πρόβλημα στις Η.Π.Α. Συγκεκριμένα, το 2013, 1.826 αστυνομικές διευθύνσεις κατέγραψαν 5.928 περιστατικά εγκλημάτων μίσους που περιελάμβαναν 6.933 αδικήματα.[123] Σε σύγκριση με το 2012, παρατηρείται μία σχετική αύξηση, καθώς τα περιστατικά που είχαν τότε καταγραφεί ανέρχονταν στα 5.796.[124] Παρατηρείται, όμως, μείωση σε σχέση με το 1996, τη πρώτη χρονιά που το F.B.I. δημοσίευσε στατιστικά στοιχεία για τα εγκλήματα μίσους τα οποία ανέρχονταν σε 8.759.[125] Ωστόσο, ενώ ο συνολικός αριθμός των εγκλημάτων μίσους έχει μειωθεί, η μείωση αυτή δεν είναι ομοιόμορφη, ενώ αύξηση παρατηρείται σε ειδικότερους τύπους αυτών, όπως είναι τα εγκλήματα με κίνητρο το σεξουαλικό προσανατολισμό.

Από τα 6.933 αδικήματα τα οποία καταγράφηκαν το 2013, τα εγκλήματα κατά προσώπων ανέρχονταν σε ποσοστό 63,9% των περιπτώσεων, ενώ κατά της περιουσίας σε ποσοστό 35%. 4.430 εγκλήματα μίσους στρέφονταν κατά ατόμων, εκ των οποίων 43,5% επρόκειτο για εκφοβισμό, 38,8% για απλή επίθεση, 16,6% για διακεκριμένη επίθεση, 0,6% για ανθρωποκτονία (5 στο σύνολο)  και βιασμό (21 στο σύνολο), 0,6% για λοιπά αδικήματα.[126] Όσον αφορά τον τόπο τέλεσης των εγκλημάτων μίσους, 31,5% έλαβαν χώρα κοντά σε κατοικίες, 18,1% σε δρόμους, λεωφόρους, πεζοδρόμια, 8,3% σε σχολεία/κολλέγια, 5,7% σε χώρους στάθμευσης, 3,5% σε εκκλησίες, συναγωγές, τεμένη.[127]

Το 2013, τα θύματα εγκλημάτων μίσους ανήλθαν στα 7.242, από τα οποία 49,3% θυματοποιήθηκαν εξαιτίας της φυλής τους, 20,2% εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους, 16,9% εξαιτίας της θρησκείας τους, 11,4 % εξαιτίας της εθνικότητάς τους, 1,4 % εξαιτίας της αναπηρίας τους, 0,9% εξαιτίας του φύλου τους.[128] Οι δράστες των εγκλημάτων μίσους ανήλθαν στους 5.814, εκ των οποίων 52,4 % ήταν λευκοί, 24,3% Αφροαμερικάνοι, 7% ανήκαν σε άλλες ομάδες φυλών, 0,8% ήταν Αμερικανοί-Ινδιάνοι και 0,7% ήταν Ασιάτες.[129]  68% των δραστών ήταν άνω των 18 ετών, ενώ 32% ήταν κάτω των 18 ετών.[130]

ΙV. Ποινική Αντιμετώπιση των Εγκλημάτων Μίσους στην Ελλάδα

IV.A. Η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου

Η ως άνω Απόφαση-Πλαίσιο έπεται της κοινής δράσης 96/443/ΔΕΥ της 15ης Ιουλίου 1996 σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, και προβλέπει την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς ορισμένες εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας. Στόχος της είναι η επιβολή αποτελεσματικών ποινικών κυρώσεων σε σοβαρές περιπτώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας, καθώς και η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών. Μεταξύ των αδικημάτων τα οποία προβλέπονται, πέραν εκείνων που συγκαταλέγονται στην κατηγορία της ρητορικής μίσους (άρθρα 1,2,3), είναι και τα εγκλήματα μίσους, εκείνα δηλαδή όπου ο ρατσισμός ή ξενοφοβία είναι κίνητρο ενός αδικήματος (άρθρο 4).[131]

Σύμφωνα με την Απόφαση-Πλαίσιο, ο ρατσισμός ή ξενοφοβία ως κίνητρο ενός αδικήματος θα πρέπει να συνιστούν επιβαρυντικές περιστάσεις ή να λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής. Δεκαπέντε κράτη-μέλη μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιταλία επέλεξαν την πρώτη επιλογή, ορίζοντας στο ποινικό τους κώδικα ότι το ρατσιστικό και το ξενοφοβικό κίνητρο θα συνιστούν επιβαρυντική περίπτωση για όλα τα εγκλήματα. Οκτώ κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ορίζουν ότι το ρατσιστικό ή το ξενοφοβικό κίνητρο θα συνιστά επιβαρυντική περίπτωση μόνο αναφορικά με συγκεκριμένα (κυρίως βίαια) εγκλήματα, όπως η ανθρωποκτονία, η βαριά σωματική βλάβη. Ορισμένα κράτη-μέλη της τελευταίας ομάδας κάνουν χρήση και της δεύτερη επιλογής του άρθρου 4, καθώς προβλέπουν ότι το ρατσιστικό κίνητρο μπορεί να ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής.[132]

  1. Β. To άρθρο 81A ΠΚ

O νόμος 4285/2014 προσάρμοσε την εθνική νομοθεσία στην Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ. Εκτός των τροποποιήσεων που επέφερε στο νόμο 927/1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» ο οποίος είχε περιορισμένη εφαρμογή, με το άρθρο 10 εισήγαγε στον Ποινικό Κώδικα το άρθρο 81Α το οποίο τιμωρεί το ρατσιστικό έγκλημα.

Το νέο άρθρο 81Α ΠΚ τιμωρεί το δράστη που τελεί μια πράξη λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της αναπηρίας του θύματος,[133] α) αυξάνοντας κατά έξι μήνες το κατώτερο  όριο ποινής, όταν το προβλεπόμενο όριο ποινής ορίζεται από δέκα ημέρες έως ένα έτος φυλάκισης, και κατά ένα έτος στις υπόλοιπες περιπτώσεις πλημμελημάτων, β) αυξάνοντας κατά δύο έτη το κατώτερο όριο ποινής, όταν το προβλεπόμενο όριο ποινής ορίζεται από πέντε έως δέκα έτη κάθειρξης και κατά τρία έτη στις υπόλοιπες περιπτώσεις κακουργημάτων, γ) διπλασιάζοντας το κατώτερο όριο χρηματικής ποινής για οποιαδήποτε έγκλημα. Οι ποινές δεν είναι δυνατό να ανασταλούν.

Η θέσπιση του άρθρου 81Α ΠΚ αποτιμάται θετικά, καθώς καθιστά πλέον δυνατή τη δίωξη ρατσιστικών εγκλημάτων επί τη βάσει του εκάστοτε αδικήματος σε συνδυασμό με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 81Α ΠΚ, ενώ ταυτόχρονα στέλνει ένα σαφές μήνυμα προς τις οργανωμένες ομάδες ρατσιστικής βίας.[134] Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι με το προηγούμενο καθεστώς το ρατσιστικό κίνητρο του δράστη ως ζήτημα επιμέτρησης της ποινής, δεν λαμβανόταν υπόψη από τις διωκτικές και εισαγγελικές αρχές.

  1. IV. Γ. Στατιστικά στοιχεία

Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Ο.Α.Σ.Ε.) για τη χώρα μας, το 2013 καταγράφηκαν 109 εγκλήματα μίσους. Στις ετήσιες εκθέσεις των προηγούμενων ετών, φαίνονται καταγεγραμμένα 2 εγκλήματα μίσους το 2009, 2 το 2010, κανένα το 2011 και 1 το 2012.[135] Τα στοιχεία αυτά προφανώς δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και οφείλονται στη μέχρι πρότινος απουσία επίσημων στατιστικών στοιχείων στην Ελλάδα και στα τεράστια προβλήματα που σχετίζονται με τη καταγγελία τέτοιου είδους περιστατικών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στο Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας,[136] το 2014 διερευνήθηκαν 80 υποθέσεις με ρατσιστικό κίνητρο, σχηματίστηκαν δικογραφίες για 57 από αυτές,  εκ των οποίων 39 παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη βάσει του ν. 927/1979 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014 και το άρθρο 81Α ΠΚ.[137] Οι περισσότερες ρατσιστικές επιθέσεις σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τη καταγωγή του θύματος, ενώ ακολουθούν η θρησκεία, η ταυτότητα φύλου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η αναπηρία του θύματος.[138] Θεαματική αύξηση σημειώνουν οι ομοφοβικές και οι τρανσφοβικές επιθέσεις, καθώς και οι επιθέσεις λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού των θυμάτων ή/και της ταυτότητας φύλου τους.[139]

  1. V. Προκλήσεις και Ζητήματα Εφαρμογής

Η απόδειξη του κινήτρου του δράστη ενός εγκλήματος μίσους ενδέχεται να είναι πολύπλοκη στη πράξη. Το κίνητρο συνιστά υποκειμενικό στοιχείο κι επομένως τα αστυνομικά όργανα δεν μπορούν με βεβαιότητα να γνωρίζουν κατά πόσο το έγκλημα ήταν αποτέλεσμα της προκατάληψης και της μισαλλοδοξίας του δράστη. Εντούτοις, η συνδρομή ορισμένων «αντικειμενικών» στοιχείων θα μπορούσε να δικαιολογήσει την καταγραφή μιας επίθεσης ως έγκλημα μίσους. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη διαφορετική φυλή, θρησκεία, καταγωγή, ή σεξουαλικό προσανατολισμό δράστη και θύματος, δηλώσεις ή χειρονομίες του δράστη, σύμβολα ή γκράφιτι στον τόπο του εγκλήματος, επίθεση σε περιοχή όπου στο παρελθόν είχαν λάβει χώρα παρεμφερή εγκλήματα μίσους κ.λπ.[140]

Η διερεύνηση και η ποινική δίωξη των εγκλημάτων μίσους είναι συνήθως δυσχερής, καθώς τα θύματα στην πλειοψηφία τους διστάζουν να κινήσουν τις σχετικές νομικές διαδικασίες και συχνά ζητούν βοήθεια μόνο από υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας.[141] Ορισμένα θύματα τα οποία δεν διαθέτουν άδειες παραμονής διστάζουν να καταγγείλουν ρατσιστικές επιθέσεις από φόβο ότι θα συλληφθούν και θα απελαθούν.[142] Τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ (λεσβιακά, ομοφυλόφιλα, αμφισεξουαλικά, τρανσεξουλικά, κουήρ και ίντερσεξ άτομα) διστάζουν να προβούν σε καταγγελίες επειδή δεν θέλουν να αποκαλύψουν το σεξουαλικό τους προσανατολισμό και τη ταυτότητα φύλου τους.[143] Δεν είναι λίγες οι φορές που τα άτομα αυτά διαπιστώνουν αδιαφορία ή αποθαρρύνονται να προβούν σε μήνυση.[144] Οι ελάχιστες καταγγελίες σε συνδυασμό με την ελλιπή ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για τον ορθό τρόπο αντιμετώπισης ρατσιστικών εγκλημάτων εμποδίζει τη δημιουργία αξιόπιστων, συγκρίσιμων και συστηματικά συγκεντρωμένων δεδομένων τα οποία θα συνέβαλλαν στο σχεδιασμό κατάλληλης αντεγκληματικής πολιτικής.

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εγκλημάτων μίσους, αναγκαία κρίνεται η εκπαίδευση αστυνομικών, εισαγγελέων και δικαστών σε ζητήματα ρατσιστικής βίας με διανομή ειδικών οδηγών και παροχή κατευθυντήριων γραμμών.[145] Η δημιουργία ειδικών μονάδων της αστυνομίας με αρμοδιότητα τη πρόληψη και τη δίωξη αδικημάτων που τελούνται με προκατάληψη και μισαλλοδοξία, η ύπαρξη ειδικών εισαγγελέων και η λειτουργία ειδικής γραμμής καταγγελίας περιστατικών ρατσιστική βίας συνιστούν βέλτιστες πρακτικές που στηρίζουν την εφαρμογή της νομοθεσίας.[146] Ουσιώδους σημασίας είναι να διασφαλιστεί ότι το ρατσιστικό κίνητρο του δράστη διερευνάται αποτελεσματικά από τις αρμόδιες αρχές, ενώ η καταγραφή και η παρακολούθηση των εγκλημάτων, η συλλογή και η δημοσίευση στατιστικών στοιχείων κρίνονται απαραίτητες για την κατανόηση της έκτασης του προβλήματος. Τέλος, τα θύματα των εγκλημάτων μίσους θα πρέπει να υποστηρίζονται και να ενθαρρύνονται να καταγγείλουν τη ρατσιστική επίθεση, να προστατεύονται από τον κίνδυνο απέλασης, ενώ θα πρέπει να τους δίδεται η αναγκαία νομική συνδρομή σε γλώσσα που κατανοούν, καθώς και να τους παρέχεται περίθαλψη και υποστήριξη από εξειδικευμένες υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής.

* Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Γέιλ Η.Π.Α. – Επιστημονική Συνεργάτης Τομέα Κοινωνιολογίας Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος

  1. Bacon, Perry Jr., Obama Signs Bill Expanding Hate Protection to Gays, (29.10.2009), http://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2009/10/28/ AR2009102804909.html.
  2. European Union Agency for Fundamental Rights (FRA), Εγκλήματα Μίσους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σ. 1.
  3. Steiker, Carol S., Punishing Hateful Motives: Old Wine in a New Bottle Revives Call for Prohibition, Michigan Law Review, Vol.97(6), 1857-1873, σ.1857 (1999).
  4. Claridge, Lucy, Using the Law to Protect Against Hate Crimes, State of World’s Minorities and Indigenous Peoples, σ. 41 (2014).
  5. Χαλκιά, Αναστασία, Εγκλήματα Ρατσιστικού Μίσους στην Ελλάδα της Κρίσης: Από τη Θυματοποίηση στην Προσβολή της Δημοκρατίας, Εγκληματολογία 1-2, 80-88, σ. 80 (2013).
  6. Βούλγαρης, Γεώργιος Χ., Τα Εγκλήματα Μίσους και η Ποινική Αντιμετώπισή τους στην Ελλάδα, ΠοινΔικ 3, 275-279, σ. 275 (2015).
  7. O.S.C.E., Prosecuting Hate Crimes, A Practical Guide, σ. 20 (2014).
  8. LAWRENCE, FREDERICK M., PUNISHING HATE, BIAS CRIMES UNDER AMERICAN LAW, Harvard University Press, σ. 9 (1999).
  9. Id.
  10. Id.
  11. Βούλγαρης, supra 6, σ. 276.
  12. Claridge, supra 4, σ. 41.
  13. Χαλκιά, supra 5, σελ 80.
  14. Claridge, supra 4, σ. 41.
  15. Βλ. και ανάλογο παράδειγμα από LAWRENCE, supra 8, σ. 10.
  16. Adams, David M., Punishing Hate and Achieving Equality, Criminal Justice Ethics, 19-30, 20, 21 (2005).
  17. Βούλγαρης, supra 6, σ. 279.
  18. Παπαχαραλάμπους, Χάρης, Η Ποινική Αντιμετώπιση των Διακρίσεων και τα Προβλήματά της, Εγκληματολογία 1-2, 59-62, 60 (2013).
  19. O.S.C.E., supra 7, σ. 34.
  20. Id.
  21. Id.
  22. Id. σ.21.
  23. Id.
  24. Βούλγαρης, supra 6, σ. 276.
  25. LAWRENCE, supra 8, σ. 40.
  26. Βλ. παράγραφο 57.
  27. Βούλγαρης, supra 6, σ. 276 και Χαλκιά, supra 5, σ. 81.
  28. LAWRENCE, supra 8, σ. 40.
  29. Βούλγαρης, supra 6, σ. 276 και LAWRENCE, supra 8, σ. 43.
  30. LAWRENCE, supra 8, σ. 39.
  31. Jack McDevitt, Jack Levin and Susan Bennett, Hate Crime Offenders: An Expanded Typology, Journal of Social Issues, Vol 58 (2), 303-317, 307 (2002).
  32. Χαλκιά, supra 5, σ. 80, Συνήγορος του Πολίτη, Ειδική Έκθεση: Το Φαινόμενο της Ρατσιστικής Βίας στην Ελλάδα και η Αντιμετώπισή του, Αθήνα, σ. 11 (Σεπτέμβριος 2013).
  33. McDevitt, Levin and Bennett, supra 31, σ. 308.
  34. Βλ. για παράδειγμα την υπόθεση του Timothy James McVeigh, ο οποίος το 1995 σκότωσε 168 Αμερικανούς σε βομβαρδισμό κτιρίου στην πόλη Οκλαχόμα. Ο McVeigh ήταν βετεράνος του πολέμου του Περσικού Κόλπου και ζητούσε εκδίκηση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για το χειρισμό της υπόθεσης Waco Siege που οδήγησε στο θάνατο 76 ατόμων, δύο χρόνια ακριβώς πριν από το βομβαρδισμό. McDevitt, Levin and Bennett, supra 31, σ. 309.
  35. O.S.C.E., supra 7, σ. 15.
  36. Ε.Δ.Δ.Α. Απόφαση επί της υπόθεσης Secic κατά Κροατίας, 31.8.2007, παρ. 53, 67.
  37. E.C.R.I. General Policy Recommendation No. 7, On National Legislation to Combat Racism and Racial Discrimination, σ. 7 (2002).
  38. Απόφαση της 6.3.2012, Committee on the Elimination of Racial Discrimination, Communication 46/2009, Opinion Adopted by the Committee at its Eightieth Session, 13 February to 9 March 2012, CERD/C/80/D/46/2009, Distribution:2 April 2012.
  39. Id. παρ. 2.1.
  40. Id. παρ. 2.2.
  41. Id. παρ. 3.1.
  42. Id. παρ. 7.2.
  43. Id. παρ. 7.4.
  44. Id. παρ. 7.5.
  45. Id. παρ. 8.
  46. Ε.Δ.Δ.Α., Απόφαση επί της Υπόθεσης Nachova κ.λπ. κατά Βουλγαρίας, 6.7.2005.
  47. Id. παρ. 15.
  48. Id. παρ. 50.
  49. Id. παρ. 52-53.
  50. Id. παρ. 160.
  51. Id. παρ. 163 και 166.
  52. Id. παρ. 168. Παρά το συμπέρασμα αυτό, το Ε.Δ.Δ.Α. δεν διαπίστωσε ουσιαστική παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή – η οποία σχετίζεται με την υποχρέωση του κράτους να μη στερεί τη ζωή – κάτι που ωστόσο δεν ξενίζει, καθώς θα ήταν πολύ δύσκολο να αποδειχθεί ότι η αστυνομία ή ο στρατός είχαν τελέσει έγκλημα μίσους. Βλ. Claridge, supra 4, σ. 46.
  53. Ε.Δ.Δ.Α., Secic κατά Κροατίας, supra 36.
  54. Id. παρ. 7-8, 24.
  55. Id. παρ.11-12.
  56. Id. παρ. 31.
  57. Id. παρ. 31, 34.
  58. Id. παρ. 66.
  59. Id. παρ. 66.
  60. Id. παρ. 67.
  61. Id. παρ. 68-69.
  62. Ε.Δ.Δ.Α., Απόφαση επί της Υπόθεσης Abdu κατά Βουλγαρίας, 11.6.2014.
  63. Id. παρ. 6, 7.
  64. Id. παρ. 13, 15.
  65. Id. παρ. 29.
  66. Id. παρ. 31.
  67. Id. παρ. 35.
  68. Trout, Matthew, Federalizing Hate: Constitutional and Practical Limitations to the Matthew Shepard and James Byrd, Jr. Hate Crimes Prevention Act of 2009, American Criminal Law Review, Vol.52, 131-153, σ. 134 (2015).
  69. Hare, Ivan, Legislating Against Hate – The Legal Response to Bias Crimes, Oxford Journal of Legal Studies, Vol.17(3), 415-439, σ. 416 (1997).
  70. Id.
  71. Βλ. ανάλογο παράδειγμα και από Adams, supra 16, σ.19.
  72. Kahan, Dan M., Two Liberal Fallacies in the Hate Crimes Debate, Law and Philosophy, Vol. 20(2), 175-193, σ. 182 (2001).
  73. Id. σ. 182.
  74. Id.
  75. Trout, supra 68, σ.134, Hurd, Heidi M., Why Liberals Should Hate “Hate Crime Legislation”, Law and Philosophy, Vol. 20(2), 215-232, σ. 215 (2001).
  76. Trout, supra 68, σ.134.
  77. Adams, supra 16, σ. 23.
  78. Jacobs, James B. and Potter, Kimberly, Hate Crimes, Criminal Law and Identity Politics, Oxford University Press, σ. 145 (1998).
  79. Id. σ. 45-64.
  80. Id. σ. 79-91.
  81. Id. σ. 81-88.
  82. Hurd, supra 75, σ. 215.
  83. Kahan, supra 72, σ. 184.
  84. Jacobs and Potter, supra 78, σ. 87.
  85. Id. σ. 40, 42, Harel, Alon and Parchomovsky, Gideon, On Hate and Equality, The Yale Law Journal, Vol. 109(3), 507-539, σ. 509 (1999).
  86. Id. σ. 511, 531.
  87. Hare, supra 69, σ. 433.
  88. Hurd, supra 75, σ. 216.
  89. Id.
  90. Harel and Parchomovsky, supra 85, σ. 511.
  91. Kahan, supra 72, σ. 177, 178.
  92. Steiker, supra 3, σ. 1863, 1868.
  93. Jacobs and Potter, supra 78, σ. 127.
  94. Id. σ. 121.
  95. Id. σ. 10, Hare, supra 69, σ. 424.
  96. Hare, supra 69, σ. 425.
  97. Id. σ. 428.
  98. Lawrence, supra 8, σ. 84.
  99. Id. σ. 6.
  100. Cropper, Carol Marie, Black Man Fatally Dragged In a Possible Racial Killing, The New York Times, (10.6.1998), http://www.nytimes.com/1998/06/10/ us/black-man-fatally-dragged-in-a-possible-racial-killing.html.
  101. Dallas Voice, UPDATE: 1 of 3 Men Convicted in Hate Crime Murder of James Byrd Jr. Has Been Executed (21.9.2011), http://www.dallasvoice.com/man-convicted-hate-crime-death-james-byrd-jr-executed-tonight-1089963.html.
  102. Siegel, Larr J. and Worrall, John L., Introduction to Criminal Justice, 14ed., Cengage, σ. 128 (2014).
  103. Dunn, Thomas R., Remembering Matthew Shepard: Violence, Identity and Queer Counterpublic Memories, Rhetoric & Public Affairs, 611-651, σ. 612 (2010).
  104. Τhe Huffington Post, Hate Crimes Bill Signed Into law 11 Years After Matthew Shepard’s Death, http://www.huffingtonpost.com/2009/10/28/hate-crimes-bill-to-be-si_n_336883.html (18.3.2010.)
  105. Yeomans, Georgina C. The Constitutionality of the Matthew Shepard and James Byrd Jr. Hate Crimes Prevention Act in Light of Shelby County v. Holder, Columbia Law Review, Vol 114, 107-122, σ. 121 (2014).
  106. Για παράδειγμα, ενώ το νομοθέτημα αυτό καλύπτει την επίθεση κατά ενός Αφροαμερικάνου ο οποίος γευματίζει σε ένα εστιατόριο, δεν καλύπτει την επίθεση κατά του ίδιου προσώπου όταν αυτό βρίσκεται έξω από το εστιατόριο. Στην πράξη, όμως, αν και ο δράστης θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι επιτέθηκε στο θύμα εξαιτίας της φυλής ή του χρώματός του, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η παρουσία του θύματος στο εστιατόριο δεν αποτέλεσε για αυτόν κίνητρο, κι έτσι θα ήταν αδύνατη η καταδίκη του. Trout, supra 68, σ. 136-137.
  107. Anti-Defamation League, State Hate Crime Statutory Provisions, http://www.adl.org/assets/pdf/combating-hate/2014-adl-updated-state-hate-crime-statutes.pdf (9.2014).
  108. Lawrence, supra 8, σ. 22.
  109. United States v. Jenkins, 909 F. Supp. 2d 758. Department of Justice, Two Harlan County, Kentucky, Men Indicted for Federal Hate Crime Against Individual Because of Sexual Orientation (12.4.2012), http://www.justice.gov/opa/ pr/two-harlan-county-kentucky-men-indicted-federal-hate-crime-against-individual-because-sexual.
  110. F.B.I., Four Kentucky Individuals Sentenced for Roles in Kidnapping and Assaulting a Letcher County Man (19.6.2013), https://www.fbi.gov/louisville/press-releases/2013/four-kentucky-individuals-sentenced-for-roles-in-kidnapping-and-assaulting-a-letcher-county-man.
  111. Trout, supra 68, σ. 150.
  112. Id. σ.146.
  113. R. A. V. v. City of St. Paul (90-7675), 505 U.S. 377 (1992).
  114. Id. 380.
  115. Id. 393-394.
  116. Id. 394.
  117. Virginia v. Black 538 U.S. 343 (2003), 363.
  118. Id. 362.
  119. Wisconsin v. Mitchell (92-515), 508 U.S. 47 (1993),
  120. Id. 485,487.
  121. Trout, supra 68, σ. 146.
  122. Id. σ. 147.
  123. F.B.I. Uniform Crime Report, Hate Crime Statistics, 2013, Incidents and Offenses, σ. 1 (2014), https://www.fbi.gov/about-us/cjis/ucr/hate-crime/2013/topic-pages/incidents-and-offenses/incidentsandoffenses_final.pdf.
  124. F.B.I. Uniform Crime Report, Hate Crime Statistics, 2012, Incidents and Offenses, σ. 1 (2013), https://www.fbi.gov/about-us/cjis/ucr/hate-crime/2012/topic-pages/incidents-and-offenses/incidentsandoffenses_final.pdf.
  125. F.B.I. Uniform Crime Report, Hate Crime Statistics, 1996, σ. 4 (1997), https://www.fbi.gov/about-us/cjis/ucr/hate-crime/1996.
  126. F.B.I. supra 124, σ. 5-6.
  127. F.B.I. Uniform Crime Report, Hate Crime Statistics, 2013, Location Type, σ. 1 (2014), https://www.fbi.gov/about-us/cjis/ucr/hate-crime/2013/topic-pages/l ocation-type/locationtype_final.pdf.
  128. F.B.I. Uniform Crime Report, Hate Crime Statistics, 2013, Victims, σ. 1 (2014), https://www.fbi.gov/about-us/cjis/ucr/hate-crime/2013/topic-pages/victims/ victims_final.pdf.
  129. F.B.I. Uniform Crime Report, Hate Crime Statistics, 2013, Offenders, σ. 1 (2014), https://www.fbi.gov/about-us/cjis/ucr/hate-crime/2013/topic-pages/ offenders/offenders_final.pdf.
  130. Id. σ. 2.
  131. Οι όροι ρητορική μίσους και έγκλημα μίσους δεν χρησιμοποιούνται στην Απόφαση-Πλαίσιο. European Commission, Report from the Commission to the European Parliament and the Council on the Implementation of Council Framework Decision 2008/913/JHA on Combating Certain Forms and Expressions of Racism and Xenophobia by Means of Criminal Law, Brussels, σ. 3 (27.1.2014).
  132. Id. σ. 7.
  133. Στον κατάλογο των κινήτρων του άρθρου 81A δεν περιλαμβάνονται η γλώσσα και η υπηκοότητα. E.C.R.I., Έκθεση της ECRI για την Ελλάδα (Πέμπτος Κύκλος Επιτήρησης) σ. 13 (24.2.2015).
  134. Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, Ετήσια Έκθεση 2014, σ. 19.
  135. O.S.C.E., Hate Crime Reporting, Greece, Official Country Information, http://hatecrime.osce.org/greece.
  136. Συντονιστές του Δικτύου είναι Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ενώ σ’ αυτό συμμετέχουν 36 Μ.Κ.Ο., φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών, καθώς και ο Συνήγορος του Πολίτη και το Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών του Δήμου Αθηναίων ως Παρατηρητές.
  137. Ας σημειωθεί ότι για το έτος 2012, καθώς και για το χρονικό διάστημα Ιανουάριος – Απρίλιος 2013, ο Συνήγορος του Πολίτη κατέγραψε 281 καταγγελίες για ρατσιστικές επιθέσεις. Συνήγορος, supra 32, σ. 7.
  138. Δίκτυο, supra 134, σ.18.
  139. Id. σ. 10.
  140. F.B.I., Uniform Crime Reporting, Criminal Justice Information Services (CJIS) Division Uniform Crime Reporting (UCR), Hate Crime Data Collection Guidelines and Training Manual, σ. 6 (2015).
  141. European Commission, Implementation Report, supra 132, σ. 9.
  142. E.C.R.I. supra 133, σ. 8, 22.
  143. Διεθνής Διαφάνεια, Επειδή Είμαι Εγώ, Ομοφοβία, Τρανσφοβία και Εγκλήματα Μίσους στην Ευρώπη, σ. 2, (2013), Hein 87
  144. Hein, Laura C., Scharer, Kathleen M., Who Cares If It Is a Hate Crime? Lesbian, Gay, Bisexual, and Transgender Hate Crimes – Mental Health Implications and Interventions, Perspectives in Psychiatric Care, 49, 84-93, σ. 87 (2012).
  145. Βλ. Για παράδειγμα το Hate Crime Data Collection Guidelines and Training Manual του F.B.I. έχει ως στόχο να βοηθήσει τις αστυνομικές διευθύνσεις στο να συγκεντρώσουν στατιστικά στοιχεία για τα ρατσιστικά εγκλήματα και να κατανοήσουν την έκταση του προβλήματος. Βλ. supra 140.
  146. European Commission, Implementation Report, supra 131, σ. 9. Βλ. για παράδειγμα Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ρατσιστικής βίας της Ελληνικής Αστυνομίας.