Εμπόριο Οργάνων και Οργανωμένο Έγκλημα: Υπόθεση Medicus

ΑΘΗΝΑ ΚΟΥΦΟΥ

 Εμπόριο Οργάνων και Οργανωμένο

Έγκλημα: Υπόθεση Medicus

ΑΘΗΝΑ ΚΟΥΦΟΥ*

Η υπόθεση Medicus αποτελεί μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις διεθνούς κυκλώματος εμπορίας οργάνων και διενέργειας παράνομων μεταμοσχεύσεων. Στο χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο έως και τον Νοέμβριο του 2008 έλαβαν χώρα στη κλινική Medicus στην Pristina, Κόσσοβο, 24 παράνομες μεταμοσχεύσεις νεφρών από ιατρούς που τελούσαν εν γνώσει του παράνομου αυτού χαρακτήρα, αποτελώντας και οι ίδιοι μέλη του κυκλώματος. Το κύκλωμα, εκμεταλλευόμενο την ιδιαίτερα ευάλωτη θέση των δοτών (οξύτατα οικονομικά προβλήματα, συσσωρευμένα χρέη, ανεργία κτλ) αλλά και των ληπτών (σοβαρότατα προβλήματα υγείας, τα οποία απειλούσαν πλέον άμεσα την ζωή των τελευταίων), αποκόμιζε τεράστιο οικονομικό όφελος μέσω των ανωτέρω μεταμοσχεύσεων, απειλώντας στη συνέχεια τους δότες ότι εάν μιλήσουν στην αστυνομία θα κινδυνεύσει όχι μόνο η δική τους ζωή αλλά και εκείνη των οικείων τους προσώπων.

Η υπόθεση έλαβε μεγάλες διαστάσεις στον τοπικό και διεθνή Τύπο όχι μόνο λόγω του διεθνούς χαρακτήρα της (στο διάστημα που λειτούργησε το κύκλωμα διενεργήθηκαν 24 μεταμοσχεύσεις με υπόνοιες περί μεγαλύτερου πραγματικού αριθμού και με δότες/λήπτες προερχόμενους από διάφορες χώρες), αλλά και της δικαστικής απόφασης-ορόσημο (σπάνια καταδικάζονται ιατροί, καθώς είναι εξαιρετικά δυσχερές να στοιχειοθετηθεί και να αποδειχθεί η συμμετοχή τους σε οργανωμένο κύκλωμα)[1].

Ιστορικό-πραγματικά περιστατικά

Οι έρευνες ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2008, όταν η αστυνομία και οι αντίστοιχες υπηρεσίες μετανάστευσης του αεροδρόμιου της Pristina παρατήρησαν ότι αλλοδαπά άτομα, κατά την άφιξή τους στο Κόσσοβο, είχαν μαζί τους έγγραφα-προσκλήσεις από την κλινική Medicus, προκειμένου να υποβληθούν εκεί σε θεραπεία για καρδιακά προβλήματα. Ο επικαλούμενος από τα άτομα αυτά λόγος επίσκεψης, ωστόσο, ήγειρε υποψίες, καθώς οι χώρες προέλευσης των ατόμων αυτών διέθεταν, κατά πλειοψηφία, υψηλότερου επιπέδου ιατρικές θεραπείες για την αντιμετώπιση καρδιακών παθήσεων απ’ ό,τι το ίδιο το Κόσσοβο. Μετά από σύγκριση των εγγράφων αυτών κατά ημερομηνίες, προέκυψε ότι δύο από τα ανωτέρω άτομα θα βρισκόντουσαν στο Κόσσοβο την ίδια περίοδο, με αποτέλεσμα την ανάκριση ενός εξ αυτών από την αστυνομία του αεροδρομίου, τον Νοέμβριο του 2008 και ενώ βρισκόταν εκεί για να επιβιβαστεί σε πτήση με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

Κατά την διάρκεια της ανάκρισης, ο αστυνομικός παρατήρησε ότι το αλλοδαπό άτομο φαινόταν ωχρό, ανήσυχο και απαντούσε συνεχώς ότι βρισκόταν στο Κόσσοβο για να κάνει θεραπεία λόγω καρδιακών προβλημάτων, επαναλαμβάνοντας μηχανικά την ίδια «ιστορία». Στην πορεία ανέφερε ότι υπεβλήθη σε εγχείριση, ενώ όταν του ζητήθηκε να δείξει την σχετική ουλή παραδέχτηκε ότι συμφώνησε να πουλήσει το νεφρό του. Τελικά, λόγω της άσχημης ιατρικής του κατάστασης, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Κατόπιν τούτων, ιατροί πραγματογνώμονες, αξιωματικοί του Υπουργείου Υγείας και αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος προέβησαν σε έρευνα στην κλινική από τις 4 έως τις 11 Νοεμβρίου του 2008, με αποτέλεσμα την σύλληψη, μεταξύ άλλων, του ιδιοκτήτη της κλινικής Lutfi Dervishi, του γιου του-διευθυντή της Arban Dervishi, καθώς και του αναισθησιολόγου Sokol Hajdini[2].

Δυσχέρειες

Πρώτα από όλα πρέπει να επισημανθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτικού καθεστώτος υπό το οποίο τελούσε το ίδιο το Κόσσοβο [απόσχιση από την Σερβία το 2008, πρότερος εμφύλιος πόλεμος (1998-1999)], με συνέπεια την εμπλοκή εξωγενών φορέων, πέραν της εθνικής αστυνομίας, στην δικαστική πορεία της υπόθεσης. Ειδικότερα, το 1999, μετά τον εμφύλιο πόλεμο στο Κόσσοβο, θεσμοθετήθηκε η Μεταβατική Διοικητική Αποστολή του ΟΗΕ στο Κοσσυφοπέδιο (United Nations Interim Administration Mission in Kosovo, UNMIK), η οποία ανέλαβε προσωρινώς την διοίκησή του και της οποίας κλιμάκιο αστυνομίας συμμετείχε στην έρευνα που έγινε τον Νοέμβριο του 2008 στην κλινική Medicus. Μάλιστα, λόγω της ευαίσθητης φύσης της υπόθεσης, ο χειρισμός της σύντομα πέρασε από την αστυνομία του Κοσσόβου στο αντίστοιχο κλιμάκιο της UNMIK. Το Κόσσοβο έγινε ανεξάρτητο κράτος στις 17 Φεβρουαρίου 2008, ενώ την ίδια χρονιά και προκειμένου να διευκολυνθούν οι ενέργειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για συνδρομή στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης του Κόσσοβου, θεσμοθετήθηκε η Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κόσσοβο (European Union Rule of Law Mission in Kosovo, EULEX), υπό την μέριμνα της οποίας έλαβαν τελικά χώρα όλες οι σχετικές νομικές διαδικασίες της υπόθεσης Medicus[3].

Επιπροσθέτως, σε δικονομικό επίπεδο, τέθηκε ζήτημα νομιμότητας της διεξαχθείσας το χρονικό διάστημα 4-11 Νοεμβρίου 2008 έρευνας στην κλινική Medicus, καθώς η εν λόγω έρευνα διεξήχθη χωρίς την έκδοση του απαιτούμενου προς αυτό δικαστικού εντάλματος ή άλλης ρητής προφορικής ή έγγραφης εντολής, αλλά και χωρίς την απαιτούμενη παρουσία μαρτύρων κατά την διάρκειά της, σε αντίθεση προς τα οριζόμενα στο Σύνταγμα του Κοσσόβου και τον αντίστοιχο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ως εκ τούτου, συνήγοροι των κατηγορουμένων ήγειραν σχετική ένσταση, υποστηρίζοντας ότι η έρευνα ήταν παράνομη και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από αυτή δεν θα έπρεπε να γίνουν δεκτά από το Δικαστήριο. Η νομιμότητα ή μη των αποδεικτικών στοιχείων ήταν ζήτημα μείζονος σημασίας διότι χωρίς αυτά η άσκηση ποινικής δίωξης δεν θα ήταν δυνατή. Για αυτό το σκοπό, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 19 Δεκεμβρίου 2011, αποφασίζοντας τελικά να τα κάνει δεκτά στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.

 Πρέπει, δε, να επισημανθεί ότι λόγω του διεθνούς χαρακτήρα της υπόθεσης και της εμπλοκής διαφορετικών κρατών (οι δότες και οι λήπτες προέρχονταν από την Τουρκία, Ουκρανία, Καζακστάν, Ρωσία κτλ.), το αίτημα για διεθνή δικαστική συνδρομή ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διεκπεραιωθεί, καθώς κάποιες χώρες δεν αναγνώριζαν το Κόσσοβο ως αυτόνομο κράτος. Η ίδια η εκδοθείσα P309/10 P340/10-29/4/2013 απόφαση του Δικαστηρίου της Pristina αναφέρει ότι τα περισσότερα αιτήματα διεκπεραιώθηκαν ολικώς ή μερικώς, με εξαίρεση, μεταξύ άλλων, την Μολδαβία η οποία αρνήθηκε να συνεργαστεί διότι δεν αναγνώριζε το Κόσσοβο ως αυτόνομο κράτος, την Ρωσία, η οποία αν και στην αρχή φάνηκε ότι θα συνεργαζόταν βοηθώντας στην λήψη καταθέσεων από πιθανούς δότες νεφρών που ζούσαν στο έδαφός της δεν το έπραξε τελικά και την Ελβετία, η οποία λόγω των αυστηρών νόμων περί απορρήτου τραπεζικών καταθέσεων, δεν μπόρεσε να παράσχει πριν το τέλος της δίκης τα αιτηθέντα τραπεζικά αρχεία. Εν συνόλω, όπως αναφέρει η ίδια δικαστική απόφαση, σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε καθυστέρηση ως προς την συνδρομή, η οποία επήλθε τελικά μετά από επανειλημμένες υπενθυμίσεις από την πλευρά του Δικαστηρίου, του Εισαγγελέα και των υπαλλήλων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια και την αντίστοιχη επιβράδυνση της δίκης. Σε άλλες περιπτώσεις, η συνδρομή ήταν μερική, λόγω των διενεργούμενων την ίδια περίοδο αντίστοιχων ερευνών ή δικών που αφορούσαν ίδιες εγκληματικές ενέργειες τελεσθείσες στο κράτος του οποίου η συνδρομή είχε ζητηθεί, για παράδειγμα το Ισραήλ ή η Τουρκία.

Modus operandi του κυκλώματος

O ιδιοκτήτης της κλινικής Medicus και ουρολόγος, έχοντας παρακολουθήσει ένα ιατρικό συνέδριο στην Τουρκία τον Μάρτιο του 2005, ήρθε σε επαφή με τον Τούρκο χειρούργο Yusuf Sonmez το 2006, προκειμένου να διενεργήσουν από κοινού μεταμοσχεύσεις στην κλινική. Ωστόσο, με βάση το άρθρο 46 (δ) της νομοθεσίας του Κόσσοβου (Kosovo Health Law), οι (ιδιωτικές) μεταμοσχεύσεις οργάνων απαγορεύονται λόγω ανεπαρκούς ιατρικής και νομικής υποδομής, έλλειψης σχετικής ιατρικής εμπειρίας, καθώς και απουσίας ενός εθνικού κέντρου επίβλεψης των μεταμοσχεύσεων. Παρά την ανωτέρω ρητή νομοθετική απαγόρευση, από τον Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο του 2008 έλαβαν χώρα στην κλινική Medicus 24 μεταμοσχεύσεις, διενεργηθείσες στην πλειοψηφία τους από τον χειρούργο Yusuf Sonmez με την συμμετοχή του αναισθησιολόγου Sokol Hajdini.

 Οι δότες επικοινωνούσαν με τους «μεσάζοντες», αφού διάβαζαν σχετικές αγγελίες στο Internet ή αντίστοιχες διαφημίσεις σε εφημερίδες. Στην συνέχεια, υπόκειντο σε σχετικές εξετάσεις αίματος για να διαπιστωθεί η καταλληλότητά τους ως δοτών και αργότερα έφταναν αεροπορικώς στην Pristina, μέσω Κωνσταντινούπολης, όπου τους περίμεναν οι «μεσάζοντες» για να τους μεταφέρουν στην κλινική. Στον σχετικό έλεγχο από τις αρχές, έδειχναν το έγγραφο-πρόσκληση από την κλινική, αιτιολογώντας έτσι την άφιξή τους προκειμένου να μην εγείρουν υποψίες. Η εγχείριση πραγματοποιείτο άμεσα και παρουσιαζόταν στους δότες ως επέμβαση «ρουτίνας», μετά από την οποία θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην φυσιολογική τους ζωή χωρίς επιπλοκές, ενώ σε σχετικό ερώτημα των δοτών περί νομιμότητάς της, τους απαντούσαν ψευδώς ότι η τελευταία είναι νόμιμη.

Επιπλέον, στους δότες δόθηκαν διάφορα έγγραφα για να τα υπογράψουν στην τοπική γλώσσα, χωρίς ουδέποτε να τους εξηγηθεί το περιεχόμενό τους (ένα από αυτά ήταν και η δήλωση περί δωρεάς οργάνου για αλτρουιστικούς λόγους ή σε «συγγενή»), ενώ ουδέποτε τους αναλύθηκαν οι πιθανές παρενέργειες της εγχείρισης στην οποία υπεβλήθησαν. Μετά από 4-5 ημέρες, οι δότες έφευγαν από την κλινική χωρίς σχετικά έγγραφα ή φάρμακα. Αντίθετα, στην περίπτωση των ληπτών, τους δόθηκαν φάρμακα και σχετικά έγγραφα για να τα παρουσιάσουν στους γιατρούς που τους παρακολουθούσαν στην χώρα τους. Ωστόσο και οι λήπτες έπρεπε να υπογράψουν έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων ουδέποτε τους εξηγήθηκε, ενώ όπως και στην περίπτωση των δοτών, κάποιος «μεσάζοντας» τους περίμενε στο αεροδρόμιο για να τους μεταφέρει στην κλινική.

Σε περίπτωση, δε, που η Αστυνομία καλούσε τους δότες για ανάκριση, οι «μεσάζοντες» τους απειλούσαν ότι εάν μιλήσουν για την εγχείριση οι επιπτώσεις θα είναι δυσάρεστες τόσο για εκείνους όσο και για τις οικογένειές τους. Σε μία περίπτωση, ο δότης-μάρτυρας δίκης D.S. κατέθεσε ότι αναγκάστηκε να αλλάξει χώρα διαμονής τον Μάιο του 2009 μαζί με την κόρη του διότι τον απείλησαν ότι «στην ατυχή για εκείνον περίπτωση που πει κάτι που δεν πρέπει δεν θα πάθει μόνο εκείνος κακό». Επιπλέον, ο δότης-μάρτυρας δίκης A.K. κατέθεσε ότι τον απείλησαν πως «μπορούν να τον βρουν όπου και να πάει», καθώς και ότι εάν μιλήσει στην αστυνομία «θα εξαφανιστεί».

Προφίλ δοτών και ληπτών

Οι δότες νεφρών (24 στο σύνολο) προέρχονταν από το Ισραήλ (4), την Τουρκία (3), την Μολδαβία (1), την Ρωσία (3), την Ουκρανία (2), το Καζακστάν (1) και τη Λευκορωσία (1), με ανεξακρίβωτη την προέλευση των υπόλοιπων εννέα (9). Στην πλειοψηφία τους ήταν 20-30 ετών, ενώ όπως αναφέρει και η δικαστική απόφαση προέρχονταν από φτωχές χώρες, κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης και αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, παράγοντας που τους οδήγησε στην απόφαση να πουλήσουν το νεφρό τους ώστε με τα χρήματα που θα λάμβαναν να αποπλήρωναν τα χρέη τους. Σε κάποιες, δε, περιπτώσεις υπήρχαν και δικαστικές αποφάσεις για τα χρέη αυτά (για παράδειγμα στην περίπτωση του δότη-μάρτυρα δίκης W1 είχε εκδοθεί και ένταλμα σύλληψης, ενώ στην περίπτωση του δότη-μάρτυρα δίκης D.S. το χρέος του με βάση εκδοθείσα δικαστική απόφαση ήταν 2.500 δολάρια). Άλλοι παράγοντες ήταν οικογενειακής φύσεως (για παράδειγμα ο δότης-μάρτυρας δίκης A.K. πέρα από τα έξοδα σπουδών του έπρεπε να συντηρήσει τον πατέρα του, ο οποίος είχε υποστεί καρδιακή προσβολή και δεν μπορούσε να δουλέψει, ενώ ο δότης-μάρτυρας δίκης D.S. είχε κόρη που πήγαινε στο σχολείο, ως εκ τούτου υπήρχαν έξοδα για την εκπαίδευσή της και ο ίδιος ήταν άνεργος επειδή η εταιρεία στην οποία δούλευε κήρυξε πτώχευση λόγω κρίσης, κτλ.).

Η επικοινωνία των δοτών με τους «μεσάζοντες» πραγματοποιήθηκε μετά από διαφημίσεις σε εφημερίδες ή και μετά από αναζήτηση αγγελιών στο Internet, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να τους υποσχεθούν μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία κάποιες φορές δεν έλαβαν ολόκληρα, ενώ σε μία περίπτωση ο δότης-μάρτυρας P.M. δεν έλαβε καθόλου χρήματα (ο «μεσάζοντας» του είχε υποσχεθεί ότι μετά την εγχείρηση θα λάβει 30.000 δολάρια). Σε άλλες περιπτώσεις, μερικούς δότες οι «μεσάζοντες» τους προσέγγισαν εκ νέου, λέγοντάς τους ότι εάν τους έβρισκαν άλλα άτομα διατεθειμένα να πουλήσουν το νεφρό τους θα έπαιρναν τα χρήματα που τους χρώσταγαν, ίσως και περισσότερα (όπως στην περίπτωση του δότη-μάρτυρα δίκης D.S. που του υποσχέθηκαν 500 δολάρια για κάθε νέο δότη που θα «στρατολογούσε», καθώς και στην περίπτωση του δότη-μάρτυρα δίκης A.K. όπου το αντίστοιχο ποσό ανερχόταν στα 1.000 δολάρια). Οι αμοιβές που είχαν υποσχεθεί οι «μεσάζοντες» έφταναν τα 30.000 δολάρια.

Μερικοί από τους δότες, ως αποτέλεσμα της εγχείρησης, παρουσίασαν επιπλοκές και στη συνέχεια, μόνιμα ιατρικά προβλήματα προερχόμενα από την αφαίρεση του νεφρού τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, ο δότης-μάρτυρας δίκης P.M. κατέθεσε ότι πλέον δεν μπορεί να φάει συγκεκριμένες τροφές, ενώ αντιμετωπίζει πρόβλημα χαμηλής αρτηριακής πίεσης. Επιπλέον, ο δότης-μάρτυρας δίκης W1 κατέθεσε ότι μετά την εγχείρηση και αφού επέστρεψε στο Ισραήλ, η τομή του άρχισε να αιμορραγεί. Οι ιατροί του είπαν ότι είχε αιμάτωμα, μάλλον ως επιπλοκή από την εγχείρηση, ενημερώνοντάς τον ταυτόχρονα ότι πλέον δεν θα μπορεί να κάνει καμία εργασία που να απαιτεί σωματικό κόπο, ενώ η ανάρρωσή του θα είναι μακροχρόνια με ανάγκη για διαρκή ιατρική παρακολούθηση. Όλοι ανεξαιρέτως οι δότες θεωρούν ότι έπεσαν θύματα του οργανωμένου κυκλώματος της κλινικής Medicus, αιτούμενοι την καταβολή αντίστοιχης αποζημίωσης.

Αντιστοίχως, οι λήπτες νεφρών (24 στο σύνολο) προέρχονταν από την Ουκρανία (1), το Ισραήλ (14), την Τουρκία (1), την Πολωνία (1), τον Καναδά (1) και την Γερμανία (1), με ανεξακρίβωτη την προέλευση των υπόλοιπων πέντε (5). Η ηλικία τους κυμαινόταν γύρω στα 50 έτη, ενώ η οικονομική τους κατάσταση ήταν τέτοια που επέτρεπε την πληρωμή μεγάλων ποσών, προκειμένου να εξασφαλίσουν το κατάλληλο νεφρό από τον κατάλληλο δότη ώστε να αποφύγουν ή και να διακόψουν την αιμοκάθαρση. Την τελευταία περιέγραφαν ως μια επώδυνη διαδικασία στην οποία ήταν υποχρεωμένοι να υποβληθούν τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα, αναλόγως της βαρύτητας της κατάστασής τους. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ίδια ως άνω δικαστική απόφαση, ο λήπτης-μάρτυρας δίκης T.S. ανέφερε στη κατάθεσή του ότι πριν έρθει στο Κόσσοβο για την μεταμόσχευση, το 99% των νεφρών του δεν λειτουργούσε, με αποτέλεσμα να υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση κάθε δεύτερη μέρα, επί πέντε ώρες, για τρία χρόνια. Για αυτό το λόγο ξεκίνησε να ερευνά μέσω Internet την δυνατότητα εύρεσης μοσχεύματος εκτός Πολωνίας. Επιπλέον, ο λήπτης-μάρτυρας δίκης R.F. ανέφερε ότι το 2008 τα νεφρά του λειτουργούσαν σε ποσοστό 10%, ενώ πριν από αυτό το χρονικό διάστημα είχε ήδη προβλήματα υγείας για 8 χρόνια. Για αυτό το λόγο έψαχνε λύση εκτός Καναδά, παρά την προτροπή του θεράποντος ιατρού του για αιμοκάθαρση, δεδομένου ότι η περίοδος αναμονής για μόσχευμα ανερχόταν στην εν λόγω χώρα στα 10-12 χρόνια. Ένας ακόμη λήπτης-μάρτυρας δίκης, ο M1, κατέθεσε ότι το 2008 οι ιατροί τον ενημέρωσαν ότι έπρεπε να υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού ή αιμοκάθαρση επειδή τα νεφρά του έπαψαν να λειτουργούν. Όπως ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά, οι επιλογές του εκείνη την περίοδο ήταν είτε να κάνει αιμοκάθαρση πέντε ημέρες την εβδομάδα για πέντε ώρες την ημέρα, είτε να πεθάνει, δεδομένου ότι στο Ισραήλ δεν υπήρχε διαθέσιμο μόσχευμα.

Στην πλειοψηφία τους οι λήπτες επικοινώνησαν με τους «μεσάζοντες» όχι μέσω αγγελιών, αλλά μέσω κοινών γνωστών που τους έφεραν σε επαφή, ενώ αξιοσημείωτη είναι η πεποίθησή τους ότι δεν αποτελούν «θύματα», χαρακτηρίζοντας τις μεταμοσχεύσεις επιτυχημένες και εκφράζοντας την αντίστοιχη ικανοποίησή τους από την μετεγχειρητική φροντίδα στην κλινική (ο λήπτης-μάρτυρας δίκης T3 κατέθεσε ότι χωρίς την μεταμόσχευση δεν θα ήταν ζωντανός και ότι δεν θα στρεφόταν ποινικά εναντίον των κατηγορουμένων, αντιθέτως αξίζουν παράσημο). Αναφορικά, τέλος με τα ποσά που κατέβαλαν για την μεταμόσχευση νεφρού, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων-ληπτών μοσχευμάτων, αυτά κυμαίνονταν από 25.000 έως και 130.000 ευρώ.

Δικαστική κρίση

Στις 29 Απριλίου 2013, το Δικαστήριο της Pristina, εξέδωσε απόφαση για τους κατηγορουμένους που συμμετείχαν στο οργανωμένο κύκλωμα διενέργειας εμπορίου οργάνων και παράνομων μεταμοσχεύσεων νεφρών. Η υπ’ αριθμ. P309/10 P340/10-29/4/2013 απόφαση περιγράφει λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, περιλήψεις των καταθέσεων των δοτών/ληπτών μοσχευμάτων ως μαρτύρων της δίκης και την αξιολόγηση αυτών, την διαδικασία αναζήτησης και την αντίστοιχη αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων (ιδίως τα ημερολόγια επεμβάσεων που τηρούσαν οι αναισθησιολόγοι ήταν μεγάλης αποδεικτικής αξίας, καθώς υπήρχε καταγραφή του ονόματος του ασθενούς, της ημερομηνίας επέμβασης, του αναισθησιολόγου που συμμετείχε, της ιατρικής ομάδας, καθώς και του τύπου επέμβασης), τις δυσχέρειες άσκησης ποινικής δίωξης, την ανάλυση της ποινικής ευθύνης καθενός εκ των κατηγορουμένων και την επιμέτρηση της ποινής, κτλ. Από τους επτά κατηγορούμενους, οι πέντε καταδικάστηκαν, οι δύο αθωώθηκαν (οι Ilir Rrecaj και Driton Jilta), ενώ στα θύματα επιδικάστηκε επικουρικώς μερική αποζημίωση 15.000 ευρώ για την ψυχολογική και σωματική τους βλάβη.

Όσον αφορά τις κατηγορίες, στο σύνολό τους ήταν δέκα (μεταξύ των οποίων εμπορία ανθρώπων, συμμετοχή σε οργανωμένο έγκλημα, κατάχρηση εξουσίας, πλαστογραφία, απάτη κτλ), ωστόσο ορισμένες είχαν παραγραφεί (για παράδειγμα η κατηγορία της πλαστογραφίας), ενώ άλλες απερρίφθησαν επειδή αποτελούσαν ήδη ουσιώδες στοιχείο της υπόστασης της εμπορίας ανθρώπων (για παράδειγμα η κατηγορία της απάτης). Το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον ιδιοκτήτη της κλινικής Lutfi Dervishi επιβάλλοντάς του συνολική ποινή φυλάκισης 8 ετών και πρόστιμο 10.000 ευρώ για το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 139 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα του Κόσσοβου) κατά συναυτουργία (άρθρο 23 του Ποινικού Κώδικα του Κόσσοβου), καθώς και για την συμμετοχή του σε οργανωμένο έγκλημα (άρθρο 274 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα του Κόσσοβου). Με βάση το ανωτέρω άρθρο 139, εμπορία ανθρώπων αποτελεί «η στρατολόγηση, μεταφορά, διακίνηση, υπόθαλψη ή παραλαβή ενός προσώπου, με την χρήση απειλής ή βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, απάτης, εξαπάτησης, κατάχρησης εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ιδιαίτερα ευάλωτης θέσης ή με προσφορά ή πρόσληψη χρημάτων ή προνομίων για την εξασφάλιση της συναίνεσης αυτών των προσώπων στον έλεγχό τους από άλλο πρόσωπο για λόγους εκμετάλλευσης[4]». Ως εκμετάλλευση, μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο άρθρο ορίζει την σεξουαλική εκμετάλλευση, αναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, δουλεία καθώς και αφαίρεση οργάνων[5]. Όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα, με βάση το ανωτέρω άρθρο 274 «οργανωμένο έγκλημα είναι το σοβαρό έγκλημα που διαπράττεται από μια δομημένη ομάδα με σκοπό το άμεσο ή έμμεσο οικονομικό ή άλλο υλικό κέρδος»[6], ενώ προϋπόθεση για την ύπαρξη δομημένης ομάδας είναι να αποτελείται τουλάχιστον από τρία ή περισσότερα άτομα, χωρίς να απαιτούνται προκαθορισμένοι ρόλοι για τα μέλη της.

Το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος, ως ιδιοκτήτης της κλινικής Medicus είχε την συνολική εποπτεία της λειτουργίας της κλινικής, ως εκ τούτου οργάνωνε, επέβλεπε και συντόνιζε όλες τις δραστηριότητές της, μεταξύ των οποίων και τις παράνομες μεταμοσχεύσεις. Σε συνεργασία με τα άλλα μέλη του κυκλώματος, στρατολογούσε και μετέφερε άτομα από άλλα κράτη στο Κόσσοβο, και πιο συγκεκριμένα στην κλινική, με σκοπό την αφαίρεση των νεφρών τους και την μεταμόσχευση αυτών σε άλλους, εν αναμονή, λήπτες με αποκόμιση τεράστιου οικονομικού οφέλους. Αντιστοίχως, ένοχος κρίθηκε και ο γιος του και διευθυντής της κλινικής Arban Dervishi με ποινή φυλάκισης 7 ετών και 3 μηνών, καθώς και πρόστιμο 10.000 ευρώ για τα ίδια αδικήματα, καθώς, με την ιδιότητά του ως διευθυντής της κλινικής ήταν υπεύθυνος για διάφορες ενέργειες σχετιζόμενες με την διενέργεια των παράνομων μεταμοσχεύσεων νεφρών, όπως, ενδεικτικά, την μεταφορά των δοτών και ληπτών από το αεροδρόμιο της Pristina στην κλινική και την επιστροφή τους, διενεργώντας ο ίδιος, σε κάποιες περιπτώσεις την μεταφορά αυτή, την υπογραφή και παροχή των εγγράφων-προσκλήσεων στους δότες και λήπτες εκ μέρους της κλινικής προκειμένου να διευκολυνθεί η είσοδος των τελευταίων στο Κόσσοβο, καθώς και την συνδρομή ως προς την διεκπεραίωση των οικονομικών συναλλαγών. Όλες οι ανωτέρω ενέργειες έλαβαν χώρα με τον σκοπό της πραγματοποίησης παράνομων μεταμοσχεύσεων στην κλινική Medicus. Ως προς την επιμέτρηση της ποινής, αναγνωρίστηκε και στους δύο κατηγορουμένους ως ελαφρυντικό ο πρότερος έντιμος βίος και η έλλειψη ποινικού μητρώου. Τέλος, στην περίπτωση του κατηγορουμένου Lutfi Dervishi, του επιβλήθηκε συμπληρωματικά και η απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματος του ουρολόγου για περίοδο δύο ετών, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα του Κόσσοβου.

Στον αναισθησιολόγο Sokol Hajdini επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών για βαριά σωματική βλάβη, σύμφωνα με το άρθρο 154 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα του Κόσσοβου, διότι συμμετείχε εν γνώσει του σε ιατρικές επεμβάσεις, οι οποίες ήταν παράνομες με βάση την σχετική νομοθεσία του Κόσσοβου, ήτοι την αφαίρεση οργάνων (νεφρών) με σκοπό την μεταμόσχευσή τους. Η εν λόγω αφαίρεση προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη στα θύματα-δότες, με συνέπεια την μόνιμη και ουσιαστική αποδυνάμωση ζωτικού οργάνου τους κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου. Το Δικαστήριο ειδικότερα απεφάνθη ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα επιδείνωσης της κατάστασης υγείας των θυμάτων, με αποτέλεσμα σε αυτή τη περίπτωση να μην υπάρχει πλέον υγιές νεφρό ώστε να αναλάβει την εκτέλεση των απαραίτητων σωματικών λειτουργιών.

Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, με την ιδιότητά του ως αναισθησιολόγος συγκέντρωσε όλα τα απαιτούμενα ιατρικά ιστορικά των δοτών και ληπτών (για παράδειγμα ύπαρξη τυχόν αλλεργικών αντιδράσεων), ως εκ τούτου γνώριζε ότι επρόκειτο για αλλοδαπούς. Επιπλέον, συμμετέχοντας ενεργά ως αναισθησιολόγος στις περισσότερες επεμβάσεις, γνώριζε ότι επρόκειτο για μεταμοσχεύσεις νεφρών, οι οποίες απαγορεύονται ρητά. Και στην περίπτωση του Sokol Hajdini αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό η έλλειψη ποινικού μητρώου, ενώ επιβλήθηκε και σε εκείνον η απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματος του αναισθησιολόγου για περίοδο ενός έτους, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα του Κόσσοβου.

Μαζί με τον αναισθησιολόγο Sokol Hajdini, καταδικάσθηκαν για βαριά σωματική βλάβη άλλοι δύο αναισθησιολόγοι (ο Islam Bytyqi και ο Sulejman Dulla, στους οποίους ωστόσο επιβλήθηκε μικρότερη ποινή (αυτή της φυλάκισης ενός έτους), καθώς παρείχαν απλή συνδρομή κατά την διάρκεια των επεμβάσεων, τελώντας υπό την επίβλεψη του Hajdini. Ωστόσο και εκείνοι είχαν ποινική ευθύνη, καθώς βοήθησαν σε πολλές επεμβάσεις, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για μεταμοσχεύσεις νεφρών, άρα και τον παράνομο χαρακτήρα τους. Ως ελαφρυντικό αναγνωρίστηκε και εδώ το λευκό ποινικό μητρώο τους, ενώ η ανωτέρω ποινή της φυλάκισης ενός έτους επιβλήθηκε με αναστολή. Τέλος, όσον αφορά τον τούρκο χειρούργο Yusuf Sonmez, ο οποίος πραγματοποίησε τις περισσότερες παράνομες μεταμοσχεύσεις στην κλινική, έχοντας ήδη χαρακτηριστεί από τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης ως Dr. Frankenstein ή Dr. Death λόγω της εμπλοκής του στο κύκλωμα εμπορίας οργάνων, καταζητείται ακόμα από την Interpol. Υποστηρίχθηκε από τον Jonathan Ratel, Εισαγγελέα της EULEX που συμμετείχε στην δίκη, ότι ο Sonmez συνεχίζει τις παράνομες δραστηριότητές του στην Νότια Αφρική, έχοντας δημιουργήσει δική του κλινική μεταμόσχευσης οργάνων.

Πορίσματα-Προτάσεις

Το Δικαστήριο δέχτηκε, όπως προέκυψε εξάλλου και από τις καταθέσεις των ίδιων των μαρτύρων, ότι καθένας από τους δότες βρισκόταν σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση λόγω των μεγάλων οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε (το γεγονός ότι αναζητούσαν στο Internet πρόσθετο εισόδημα, ακόμα και μέσω πώλησης του νεφρού τους είναι ενδεικτικό της απόγνωσής τους). Το κύκλωμα εκμεταλλεύθηκε την ευάλωτη αυτή θέση τους, υποσχόμενο σημαντικό οικονομικό αντίτιμο για την πώληση του νεφρού τους, το οποίο όμως σπάνια κατέβαλε ολόκληρο. Επειδή ακριβώς επρόκειτο για εκμετάλλευση των θυμάτων εμπορίας, ο Ποινικός Κώδικας του Κόσσοβου στο άρθρο 139 περί εμπορίας ανθρώπων ορίζει ότι η συναίνεση του θύματος εμπορίας είναι ποινικά αδιάφορη, εφόσον έχουν χρησιμοποιηθεί τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό μέσα εξασφάλισής της (όπως εδώ η απάτη).

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η εν λόγω υπόθεση είναι ενδεικτική των διεθνών διαστάσεων που έχει λάβει η εμπορία ανθρώπων (και κατ’ επέκταση και οργάνων). Πρόκειται για αδίκημα που πλέον δεν περιορίζεται σε ένα μόνο κράτος, δεν γνωρίζει γεωγραφικά σύνορα και απαιτεί πολλές φορές διεθνική συνεργασία, η οποία στην πλειοψηφία της είναι προβληματική, με αποτέλεσμα την μεγάλη επιβράδυνση ως προς την άσκηση της ποινικής δίωξης και, ακολούθως, την απονομή δικαιοσύνης. Η καταδίκη των πέντε εκ των επτά κατηγορουμένων της υπόθεσης Medicus, στην πλειοψηφία τους ιατρών, αποτελεί απόφαση-ορόσημο, καθώς είναι από τις ελάχιστες φορές, αν όχι η πρώτη, όπου ιατροί καταδικάζονται για την συμμετοχή τους σε οργανωμένο κύκλωμα εμπορίας ανθρώπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανοίγει ο δρόμος και για άλλες περιπτώσεις εμπορίας, των οποίων η στοιχειοθέτηση και κατά συνέπεια η άσκηση ποινικής δίωξης ήταν δύσκολη, αφενός λόγω του διεθνικού τους χαρακτήρα και αφετέρου λόγω της άρνησης των ίδιων των θυμάτων να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές, φοβούμενα για την ζωή τους αλλά και αυτή των οικείων τους.

Ως εκ τούτου και στο πλαίσιο προτάσεων για την βελτίωση της ανωτέρω κατάστασης, τονίζεται η ανάγκη μιας πραγματικής και άνευ γραφειοκρατικών εμποδίων διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών που αποτελούν, ιδίως λόγω της οικονομικής κρίσης, χώρες-δότες ανθρωπίνων οργάνων (για παράδειγμα η Μολδαβία, η Ουκρανία κτλ.), καθώς και η επίσπευση και απλούστευση των διαδικασιών άσκησης ποινικής δίωξης και παραπομπής προς εκδίκαση των υπευθύνων (συνήθως μελών οργανωμένων κυκλωμάτων εμπορίας οργάνων). Επιπροσθέτως, η υιοθέτηση καλών πρακτικών και η οικονομική ενίσχυση των κρατών αυτών από άλλα, στο πλαίσιο της οικονομικής αλληλεγγύης, θα είχε ως συνέπεια, σε συνδυασμό με αντίστοιχες προσπάθειες στο εσωτερικό τους, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την πτώση των ποσοστών ανεργίας, ώστε ο δότης να μην μπαίνει καν στην διαδικασία να σκεφτεί την πώληση ενός οργάνου του προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του αλλά και αυτή της οικογένειάς του. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί η ανάγκη θεσμοθέτησης ενός πιο αυστηρού νομικού πλαισίου αναφορικά με την διαφθορά και τον χρηματισμό κρατικών υπαλλήλων, η οποία σε κράτη-δότες οργάνων αποτελεί αναπόσπαστο γρανάζι του μηχανισμού λειτουργίας του οργανωμένου κυκλώματος (είναι συχνό φαινόμενο εξάλλου οι κρατικοί αξιωματούχοι που υπηρετούν σε υπηρεσίες ελέγχου συνόρων να κάνουν συχνά «τα στραβά μάτια», με την καταβολή του σωστού αντιτίμου, προκειμένου να διευκολυνθεί η είσοδος/μεταφορά προσώπων-δοτών οργάνων στο έδαφος της χώρας τους).

Η εμπορία οργάνων, ως παρακλάδι του οργανωμένου εγκλήματος, δύναται να αντιμετωπιστεί μόνο μέσω μιας πολυεπίπεδης προσέγγισης, η οποία, όπως και το διωκόμενο έγκλημα, πρέπει να είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να στοχεύει σε πολλαπλά πεδία: οικονομικό, νομοθετικό, ποινικό, κοινωνικό. Η έλλειψη ενός οργανωμένου εθνικού (αλλά και διεθνικού) σχεδίου και του αντίστοιχου συντονισμού για την εφαρμογή του, ενθαρρύνει πρακτικές όπως οι περιγραφείσες στην υπόθεση Medicus, οδηγώντας όλο και περισσότερα άτομα στην εξαθλίωση και απελπισία.

* Υποψήφια Διδάκτωρ Εγκληματολογίας, Τομέας Ποινικών Επιστημών Νομικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

  1. Αναφέρονται ενδεικτικά, «An Organ-Trafficking Conviction in Kosovo», 29 Απριλίου 2013, www. newyorker.com, «5 are convicted in Kosovo Organ Trafficking», 29 Απριλίου 2013, www.nytimes.com, «Kosovo organ trafficking scandal widens», 5 Μαΐου 2013, www.independent.co.uk, «Medicus: Five guilty in Kosovo human organ trade case», 29 Απριλίου 2013, www.bbc.com.
  2. «Trafficking in human beings for the purpose of organ removal, A case study report», HOTT Project, Νοέμβριος 2014, σ. 14, www.hottproject.com.
  3. Ό.π., σελ 15.
  4. Το αγγλικό κείμενο της δικαστικής απόφασης αναφέρει επί λέξει: «Trafficking in persons means the recruitment, transportation, transfer, harboring or receipt of persons, by means of the threat or use of force or other forms of coercion, of abduction, of fraud, of deception, of the abuse of power of a position of vulnerability or of the giving or receiving of payments or benefits to achieve the consent of a person having control over another person, for the purpose of exploitation».
  5. Το αγγλικό κείμενο της δικαστικής απόφασης αναφέρει επί λέξει: «The term ‘’exploitation’’…… shall include, but not be limited to, the exploitation of the prostitution of others or other forms of sexual exploitation, forced labour or services, slavery or practices similar to slavery, servitude or the removal of organs».
  6. Το αγγλικό κείμενο της δικαστικής απόφασης αναφέρει επί λέξει: «The term organized crime is set out under Article 274 (7) 1) as ‘’a serious crime committed by a structured group in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit’’».