Επιθετικές συμπεριφορές νέων:
μια άλλη ανάγνωση
Σοφια Σπυρεα*
Εισαγωγή
Το παρόν άρθρο[1], αφορμώμενο από περιστατικά βίας που έχουν διαπραχθεί από νέους στο πρόσφατο παρελθόν στην Ελλάδα[2], εισηγείται ότι τα τελευταία χρόνια μπορεί να παρατηρηθεί η ανάδυση ενός οιονεί στρατιωτικού ανδρισμού η οποία ενθαρρύνεται από, και ενθαρρύνει σε, επιθετικές συμπεριφορές και καθορίζει τον τρόπο της εξωτερικής έκφρασής τους με συγκεκριμένες πρακτικές. Στόχος της προτεινόμενης θεωρητικής κατασκευής είναι, εφόσον αναλυθούν τα στοιχεία που τη συγκροτούν, να ανιχνευθεί η δυνατότητα προσανατολισμού της αντεγκληματικής πολιτικής κατά τρόπο που να παρεμποδίζει αυτήν την ανάδυση και ταυτόχρονα να εξουδετερώνει τις εστίες εκκόλαψης επιθετικών ανδρισμών. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, στην καρδιά του επιχειρήματός μου βρίσκεται μια σχεσιακή αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Εκτιμώ δηλαδή ότι οι συμπεριφορές, οι πράξεις, οι αντιδράσεις είναι αποτέλεσμα της συλλειτουργίας και της αλληλεπίδρασης μεταξύ δομικών παραγόντων, κοινωνικών διαδικασιών αλλά και βιογραφικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο η ανάδειξη ενός οιονεί στρατιωτικού ανδρισμού είναι απόρροια μιας κοινωνιακής δομής και ιστορικών συγκυριών που ευνοούν την επιθετικότητα και αντικείμενο της έρευνας καθίσταται η ανεύρεση των μηχανισμών που είναι υπεύθυνοι για τη διαιώνιση των δομών που τον συντηρούν και εν τέλει για την ανάδυσή του.
Ι. Εννοιολόγηση
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η έννοια του ανδρισμού είναι μια αόριστα ορισμένη (Clatterbaugh, 1998: 42-43) κοινωνική κατασκευή (Clatterbaugh, 1998; Reichardt and Sielke, 1998; Αποσπόρη, 2006) που αποσκοπεί στο να εξηγηθούν οι ανδρικοί ρόλοι σε ένα δεδομένο χώρο και χρόνο και συνδέεται κυρίως[3] με την υποδεέστερη θέση των γυναικών και του ερείσματος στη δύναμη. Ο πιο διακριτός τύπος ανδρισμού είναι ο ηγεμονικός δηλαδή ένας ανδρισμός υπερκείμενος των άλλων που περιλαμβάνει άτομα που «κατέχουν θέσεις εξουσίας και πλούτου», και την ίδια στιγμή «νομιμοποιούν και αναπαράγουν τις κοινωνικές σχέσεις που δημιούργησαν την κυριαρχία τους» (Carrigan, Connell and Lee, 1985: 587, 592). Η ηγεμονική θέση έχει καταληφθεί κυρίως από δύο τύπων ανδρισμούς: τον επιχειρηματικό, δηλαδή αυτόν που αφορά τους επιχειρηματίες, ειδικούς παντός είδους καθώς και πολιτικά στελέχη (Connell, 1998) και τον στρατιωτικό[4], που ορίζεται ως αποτελούμενος από «πεποιθήσεις, πρακτικές και χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στα άτομα να νομιμοποιούν τις αξιώσεις τους για εξουσία, συνδέοντας τους εαυτούς τους με το στρατό ή με τις στρατιωτικές ιδέες» (Belkin, 2012: 3). Ο τελευταίος αν και έχει υποστηριχθεί ότι εγκαταλείφθηκε μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ (Connell, 1998: 17), κατά τη γνώμη μου, συνέχισε να υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο (είτε σε μορφή υποκείμενου ανδρισμού στις δυτικές χώρες, είτε σε μορφή ηγεμονικού σε χώρες όπως η Κούβα, οι στρατοκρατούμενες χώρες της Αφρικής κ.ο.κ.). Σημειώνεται ότι και οι δύο τύποι ανδρισμού είναι κατά βάση πατριαρχικοί και διαφέρουν ουσιαστικά στη μέθοδο επίτευξης του στόχου. Εκτός από αυτούς τους δύο τύπους ηγεμονικού ανδρισμού υπάρχει και ένα τρίτο ενδεχόμενο ο «αρσενικός φονταμενταλισμός»[5] με τον οποίο απαντούν οι τοπικές ιεραρχίες φύλου όταν για κάποιο λόγο προκαλούνται (Connell, 1998: 16-17). Αυτό το τρίτο ενδεχόμενο δεν συνιστά έναν διακριτό τύπο ανδρισμού αλλά είναι ουσιαστικά μια διαδικασία, μια προσπάθεια επιβεβαίωσης των χαρακτηριστικών της τοπικής ιεραρχίας που είναι πιθανό να λαμβάνει χαρακτηριστικά επιβεβαίωσης της εθνικής ταυτότητας.
Τι είναι όμως ο οιονεί στρατιωτικός ανδρισμός έτσι όπως δείχνει να εμφανίζεται στην Ελλάδα; Γέννημα με τη συνδρομή του αρσενικού φονταμενταλισμού και των ιδιότυπων εθνικών χαρακτηριστικών είναι ένα κράμα ανδρισμού που λαμβάνει πολλά στοιχεία από τον στρατιωτικό ανδρισμό. Έτσι, δίνει έμφαση στις στρατιωτικές αντιλήψεις του ετοιμοπόλεμου, της κεντρικής θέσης του σώματος, στο ευ αγωνίζεσθαι με εθνικιστικά χαρακτηριστικά, στην επίλυση των συγκρούσεων με χρήση της μυϊκής ρώμης έναντι της διαλεκτικής διαδικασίας και εν τέλει κανονικοποιεί την επιθετικότητα λόγω του προφανούς αντιδημοκρατικού του χαρακτήρα (όπως και ο στρατιωτικός ανδρισμός, από τον οποίο λαμβάνει χαρακτηριστικά, που δεν απαιτεί απλά την υπακοή από το στρατιώτη αλλά προωθεί αυτή τη συμπεριφορά και στους πολίτες βλ. Belkin, 2012: 6). Ο όρος «οιονεί» τονίζεται αφενός διότι το πλαίσιο εμφάνισής του δεν είναι μια στρατοκρατούμενη χώρα αλλά αντίθετα μια χώρα όπου ο στρατός υπάγεται στην πολιτική εξουσία και, αφετέρου, διότι ως τύπος ανδρισμού επηρεάζεται μεν από τα στρατιωτικά πρότυπα, εκφράζεται και λαμβάνει την τελική του μορφή, ωστόσο, στις σχέσεις των πολιτών. Επιπλέον, η αναφορά σε ανάδυση και όχι σε κυριαρχία αυτού του τύπου ανδρισμού υποδεικνύει τη δυναμική αυτού του ανδρισμού η οποία είναι ακόμη ασαφής. Όπως έχει σημειωθεί η υπεροχή δεν καθορίζεται από ένα όπλο ή την απειλή της ανεργίας αλλά από κοινωνιακές πρακτικές που συνηγορούν σε αυτήν (Connell, 1987: 184). Μέχρι στιγμής αυτού του είδους ο ανδρισμός εμφανίζεται ως εξαίρεση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ηγεμονικός.
Προτού προχωρήσει η ανάλυση θα πρέπει να εξεταστεί το αν τεκμηριώνεται επαρκώς ο οιονεί στρατιωτικός ανδρισμός ως ένας νέος τύπος ανδρισμού που εμφανίζεται στην Ελλάδα, έναντι του γνωστού και αναφερόμενου συχνά στη βιβλιογραφία ως ανδρισμού της διαμαρτυρίας (protest masculinity). Καταρχάς για να απαντήσουμε πρέπει να πούμε ότι ο ανδρισμός της διαμαρτυρίας[6] (ή κατά τον Messerschmidt (2000) “oppositional masculinity”) είναι ένας υποκείμενος ανδρισμός που χαρακτηρίζει άνδρες περιθωριοποιημένους που το αίτημά τους για δύναμη υποσκελίζεται από την οικονομική και την κοινωνική αδυναμία[7] (Connell, 1995: 111, 116). Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η συμπεριφορά που περιγράφεται με τον οιονεί στρατιωτικό ανδρισμό σχετίζεται τόσο με την πλήρη αποστέρηση λόγω βιογραφικών χαρακτηριστικών όσο όμως, και αυτό είναι το σημαντικό, και με τα άτομα που δεν βρίσκονται απαραίτητα στο περιθώριο της τάξης τους αλλά, για λόγους που θα αναφερθούν στη συνέχεια, ξέπεσαν από τη θέση την οποία είχαν μέχρι πρότινος και στην οποία μπορεί να αποδοθεί η νομιμοποίηση των προσδοκιών οι οποίες διαψεύσθηκαν[8]. Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν ο ανδρισμός της διαμαρτυρίας δεν καλύπτει ως έννοια ούτε τη διαφορετική δυναμική των συμπεριφορών που εμφανίζονται ούτε τη δυναμική των ατόμων που τις στηρίζουν τα οποία κοινωνικοποιήθηκαν τόσο σε συναινετικά όσο και σε συγκρουσιακά πλαίσια.
ΙΙ. Ιστορική αναδρομή-Παράγοντες που οδηγούν στην ανάδυση
Όσον αφορά στην Ελλάδα μπορεί να τεκμηριωθεί η άποψη ότι ο στρατιωτικός ανδρισμός, που συνδέεται στενά με τις θεωρούμενες ως παραδοσιακές ελληνικές[9] αξίες δηλαδή την τιμή και την ντροπή (Τζάκης, 2007: 35), όχι μόνο υπήρξε αλλά, επιπλέον, όταν οι συνθήκες δεν τον ευνοούσαν περιήλθε σε κατάσταση αδράνειας έως ότου οι συνθήκες επιτρέψουν την ανάδυσή του μέσα από μια διαδικασία όπως φαίνεται αρσενικού φονταμενταλισμού. Πιο συγκεκριμένα ο στρατιωτικός ανδρισμός ήταν υπαρκτός ιδιαίτερα την περίοδο της δικτατορίας. Στο τέλος της προοδευτικά εγκαταλείφτηκε τόσο λόγω της αντιμιλιταριστικής τάσης όσο και λόγω της επικράτησης του επιχειρηματικού ανδρισμού[10]. Οι ενδείξεις για το ότι επρόκειτο για λήθαργο και όχι εξαφάνιση του στρατιωτικού ανδρισμού είναι δύο: πρώτον, το γεγονός ότι ένα ακροδεξιό μέρος του πληθυσμού, αναπολούντες το πραξικόπημα, ήταν πάντα παρόν και στην πραγματικότητα τρεφόταν και διατηρούταν για πολλές δεκαετίες για ψηφοθηρικούς λόγους[11] και δεύτερον, επειδή υπήρχε πάντα στρατιωτική ετοιμότητα (Nye, 2007: 426) είτε μέσω της υποχρεωτικής στράτευσης[12] είτε μέσω της υπόμνησης και της ανάδειξης των αρσενικών ηρώων[13].
Τι ήταν εκείνο που οδήγησε στην ανάδυση αυτού του ανδρισμού; Καταρχάς, η μερική έστω αναγνώριση του επιχειρηματικού ανδρισμού ως υπεύθυνου για τα δεινά της χώρας[14] (γεγονός που εκφράστηκε και στις πρόσφατες εκλογές με την απόρριψη σε μεγάλο βαθμό των υφιστάμενων πολιτικών κομμάτων με τη μορφή της αποχής). Έπειτα, σημαντικές διεθνείς εξελίξεις που αναδεικνύουν στρατιωτικού τύπου ανδρισμούς στο πολιτικό προσκήνιο[15]. Επιπλέον, η άνοδος του ναζιστικού κόμματος, που αυτό-προσδιορίζεται ως εθνικιστικό, στην Ελλάδα και οι επικλήσεις του προς την αρχαία ελληνική υπερηφάνεια, επιλεκτικές και παραποιημένες στο μεγαλύτερο μέρος τους ώστε να δίνουν έμφαση στα στρατιωτικά ιδεώδη και στα πιο μισαλλόδοξα[16] αποσπάσματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, αλλά που παρόλα αυτά επιτυγχάνουν να δημιουργήσουν την αντίθεση μεταξύ αρχαίας ελληνικής υπερηφάνειας και του πληγωμένου εγωισμού της χώρας υπό την εξουσία του ΔΝΤ. Ο ελληνικός ναζισμός, σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσε το βασικό καταλύτη για τη διαδικασία αρσενικού φονταμενταλισμού (από την οποία προκύπτει ο σκληρός πυρήνας του οιονεί στρατιωτικού ανδρισμού) δημιουργώντας ανδρικές ταυτότητες μέσα από εθνικιστικού χαρακτήρα διεκδικήσεις.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ένας ακόμη παράγοντας που συντελεί στην ανάδυση εντοπίζεται στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης[17] και ειδικότερα, για την παρούσα έρευνα, στην ανάπτυξη αισθημάτων σχετικής αποστέρησης[18]. Πιο συγκεκριμένα η παρεμπόδιση των καταναλωτικών συνηθειών, λόγω της οικονομικής συγκυρίας, σε μια χώρα στην οποία άνθησε ο «καταναλωτισμός σε εύκολες συνθήκες»[19] (Vergopoulos, 1987/1988: 109) και, ως εκ τούτου, τα άτομα μοιράζονταν ή/και αναπαρήγαγαν φιλοδοξίες ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας[20], δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει τα άτομα για τα οποία η δυνατότητα του πράττειν είχε αλλάξει δυναμική κυρίως εμποδίζοντας τις προσδοκίες τους. Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι όσοι βίωσαν μια ζωή οικονομικής σταθερότητας, η οποία νομιμοποίησε τις προσδοκίες και τις επιθυμίες τους, βρέθηκαν σε μια άγνωστη κατάσταση που τους ανάγκασε να κάνουν μη ευνοϊκές συγκρίσεις[21], είτε μεταξύ τους, στο παρόν και στο παρελθόν (Runciman, 1966: 10) ή μεταξύ εκείνων και των γνωστών τους[22], μια διαδικασία που τελικά μπορεί να οδηγήσει σε αισθήματα σχετικής[23] αποστέρησης[24] ειδικά δεδομένης της ζωής τους σε μια κοινωνία που ευαγγελιζόταν την ισότητα[25].
Τα παραπάνω πρέπει να ιδωθούν συνδυαστικά με τη σημασία του σώματος στην απόκτηση ταυτότητας, δεδομένου ότι το σώμα αποκτά κεντρική σημασία όχι μόνο στον στρατιωτικό (οιονεί και μη) ανδρισμό αλλά και στην ύστερη νεωτερικότητα γενικά[26]. Πιο συγκεκριμένα το σώμα στην ύστερη νεωτερικότητα έχει εργαλειοποιηθεί και έχει μετατραπεί σε πρόγραμμα ταυτότητας (Shilling, 1993/2005; Gill et all, 2005; Kinnunen and Bataillard, 2004), σε μια βάση πάνω στην οποία ανακατασκευάζεται μια αίσθηση εαυτού (Giddens, 1991: 102) και που ήδη από την κοινωνικοποίηση προσφέρεται για την υποστασιοποίηση των σχέσεων κυριαρχίας ως προς το φύλο (Παναγιωτόπουλος, 2007). Ταυτόχρονα, είναι αυτό το ίδιο το σώμα που τόσο εμφατικά τοποθετεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ο στρατιωτικός και ο οιονεί στρατιωτικός ανδρισμός και που αποτελεί τον πιο άμεσο και ενδεχομένως λιγότερο δαπανηρό τρόπο δημιουργίας ανδρικής ταυτότητας[27].
Συγκεφαλαιώνοντας, προκύπτει ότι η ανάδυση του οιονεί στρατιωτικού τύπου ανδρισμού δεν γίνεται στο κενό αλλά οικοδομείται στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την κοινωνική μεταβολή (όπως τα αισθήματα σχετικής αποστέρησης που γεννήθηκαν από την παρεμπόδιση των νομιμοποιημένων προσδοκιών), σε σταθερά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας (όπως η κοινωνικοποίηση σε μια κουλτούρα όπου το σώμα λειτουργεί ως ο ασυνείδητος αγγελιοφόρος ανδρικών ιδανικών και η σταθερή παρουσία ενός μέρους του πληθυσμού που ευνοούσε τις επιθετικές συμπεριφορές) και στην εμφάνιση σε διεθνές επίπεδο προτύπων που εμφατικά τονίζουν την στρατιωτική αρρενωπότητα.
ΙΙΙ. Ποιούς επηρεάζει – Ποιά η θέση των γυναικών;
Η ανάδυση ενός οιονεί στρατιωτικού ανδρισμού, όπως και κάθε νέου ανδρισμού, επηρεάζει συνολικά την κοινωνία με διαφορετική ένταση, εντούτοις, στον τρόπο που εκδηλώνεται αυτή η επιρροή. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι επηρεάζει είτε άμεσα λόγω των ατόμων που τον επιλέγουν ως άξονα συμπεριφοράς (εδώ περιλαμβάνονται όχι μόνο οι ίδιοι αλλά και τα άτομα στα οποία κατευθύνονται οι πράξεις τους) είτε έμμεσα λόγω της διάχυσης των πρακτικών (ήτοι ακόμα και αν ο οιονεί στρατιωτικός ανδρισμός δεν επιλεγεί ως άξονας συμπεριφοράς δεν αποκλείεται οι πρακτικές που προοιωνίζεται να υιοθετηθούν από άλλους ανδρισμούς[28]) ή της ανάδειξης συμπεριφορών που τον περιθωριοποιούν (να δίνεται έμφαση δηλαδή στο αντίπαλο δέος του).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο επηρεάζει κυρίως τους άνδρες καθώς πρόκειται για έναν τύπο ανδρικής συμπεριφοράς. Εντούτοις δεν επηρεάζονται όλοι το ίδιο και διαφοροποιήσεις ενδεχομένως θα βρεθούν αν συνυπολογιστούν διάφορα χαρακτηριστικά όπως ηλικία, βαθμός ένταξης στην κοινότητα, επίπεδο εκπαίδευσης κ.ο.κ.. Εκτιμώ ότι η πλέον ευάλωτη ομάδα είναι εκείνη των εφήβων και των νέων[29] τόσο λόγω της αδιαμόρφωτης προσωπικότητάς[30] τους όσο και γιατί η οικονομική κρίση βιώθηκε ειδικά από τους έλληνες νέους με μεγάλη οξύτητα. Οι λόγοι που συνηγορούν στο τελευταίο είναι, καταρχάς, η απουσία ιστορικής μνήμης περιόδου ισχνών αγελάδων και περιόδου κυριαρχίας στρατιωτικών προτύπων γεγονός που διαμεσολαβεί το πρίσμα[31] υπό το οποίο βλέπουν τα πράγματα (είναι ευκολότερο να ωραιοποιηθεί μία κατάσταση όταν δεν έχει βιωθεί), η κοινωνικοποίηση των νέων στις έντονες συνθήκες του καταναλωτισμού[32] που προαναφέρθηκε και η εκτεταμένη ανεργία σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα που επιτείνει τα όποια συναισθήματα αποστέρησης. Τα παραπάνω διευκολύνονται από την εξοικείωση με την τεχνολογία και την διάχυση των πληροφοριών[33] σε αυτές τις ηλικίες.
Αναφορικά με τις γυναίκες το ζητούμενο είναι αν θα επηρεαστούν μόνο ως δέκτες της οιονεί στρατιωτικής ανδρικής συμπεριφοράς ή αν υπάρχει πιθανότητα να υιοθετήσουν κάποιες από τις πρακτικές του εν λόγω ανδρισμού. Με άλλα λόγια ο οιονεί στρατιωτικός ανδρισμός θα ‘περιφρουρήσει’ τα όρια του όπως και ο παλαιότερος στρατιωτικός[34] αποκλείοντας τις γυναίκες (Arkin and Dobrofsky, 1978) από την υιοθέτησή του και ταυτόχρονα ενσωματώνοντας τες στους μηχανισμούς που τον αναπαράγουν[35] ή θα υπάρξει ένα άνοιγμα προς αυτές. Και αν υπάρξει άνοιγμα σε ποιό πλαίσιο θα είναι αυτό.
Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε πρέπει να σκεφτούμε πώς ορίζεται το θηλυκό[36]. Η θεωρητικοί του φύλου φαίνεται να συμφωνούν ότι το φύλο σχετίζεται με την παρουσίαση (Butler, 1990; West & Zimmerman, 1987) και η αποτυχία «τιμωρείται» (Butler, 1990: 140) μέσω αρνητικών κοινωνικών κυρώσεων[37]. Επίσης, το θηλυκό και το ανδρικό φύλο ορίζονται από τη μεταξύ τους σχέση (Paechter, 2006) όχι όμως μια σχέση ισότιμη αλλά σχέση «δυαδική» όπου το υποκείμενο μέρος καθορίζεται από την έλλειψη των χαρακτηριστικών του κυρίαρχου μέρους (Paechter, 2006: 7). Δηλαδή η γυναίκα είναι γυναίκα γιατί δεν είναι άνδρας[38].
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι το θηλυκό ορίζεται από την αρνητική σχέση με το ανδρικό φύλο εύλογα μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι οι συμπεριφορές των δύο λογικά ακολουθούν την ίδια αρνητική σχέση. Δεν είναι όμως έτσι γιατί τα παραπάνω αναφέρονται ας το πούμε απλουστευτικά σε κοινωνικές προσμονές με βάση το φύλο. Αυτές όμως στο πεδίο της πραγματικής ζωής και της πράξης επηρεάζονται από τις προσλαμβάνουσες του κοινωνικού χώρου, της οικονομικής κατάστασης, της πολιτικής κατάστασης κ.ο.κ.. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να εξετάσουμε, έστω και μακρο-κοινωνιολογικά, τις διαφορές που υπάρχουν στη θέση των γυναικών σήμερα σε σχέση π.χ. με 50 χρόνια πριν, την εποχή της ακμής του στρατιωτικού ανδρισμού. Σε γενικές γραμμές μπορεί να υποστηριχθεί ότι η θέση της γυναίκας έχει βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, ενώ ταυτόχρονα η πρόσβασή της σε καίριους τομείς ανδρικής κυριαρχίας (όπως ο στρατός) της επιτρέπει τυπικά να προσδιορίσει τη συμπεριφορά της ανεξάρτητα από κοινωνικές προσμονές. Είναι όμως έτσι ή μήπως οι γυναίκες που έχουν εισχωρήσει σε περιβάλλοντα αμιγώς ανδρικά υπάγονται στους περιορισμούς του κοινωνικά κατασκευασμένου ‘ταβανιού’ ανοχής και αποδοχής τέτοιων συμπεριφορών; Έρευνες που έχουν γίνει στο στρατό αναδεικνύουν το ζήτημα της «ανδροποίησης», της υιοθέτησης ανδρικών συμπεριφορών προκειμένου να επιβιώσουν στο αρρενωπό περιβάλλον (Rimalt, 2007; Sasson-Levy, 2003) καθώς και το ζήτημα του τυπικού περιορισμού των γυναικών ως προς τις προσφερόμενες θέσεις (αποκλείονται από τις θέσεις μάχης) ο οποίος επαναεπιβεβαιώνει την υποκείμενη θέση των γυναικών (Sasson-Levy, 2003; Pateman 1989). Το ενδιαφέρον σε αυτά δε είναι ότι οι γυναίκες αξιολογούν ως θετική την θέση τους (Rimalt, 2007; Sasson-Levy, 2003) και δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως περιθωριακό αλλά αντίθετα φαίνεται να ενδυναμώνονται μέσα από την παραμονή τους σε αυτά τα περιβάλλοντα. Αν και υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις επί του θέματος εκτιμώ ότι το επιχείρημα του ριζοσπαστικού φεμινισμού που θέλει τη συμμετοχή των γυναικών στο στρατό να επαναεπιβεβαιώνει τον ανδρισμό ως την αποκλειστική πηγή της στρατιωτικής εξουσίας (Rimalt, 2007; Sasson-Levy, 2003; Enloe, 1988) μάλλον είναι το πιο στέρεο[39].
Το παραπάνω αποτελεί ένα μόνο από τα πεδία της εισχώρησης των γυναικών στα παραδοσιακά ανδρικά προπύργια από το οποίο όμως προκύπτει ότι ναι μεν υπάρχει τυπική ισότητα στην ουσία όμως και πάλι το θηλυκό προσδιορίζεται σε σχέση με το ανδρικό φύλο γιατί αυτό είναι που του θέτει τα όρια[40]. Και για να έρθουμε και στο ζητούμενο του παρόντος άρθρου εκτιμώ ότι ένα μέρος των γυναικών δεν αποκλείεται να υιοθετήσουν συμπεριφορές στρατιωτικού τύπου, όταν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να γίνει αυτό. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτές οι συμπεριφορές ούτε θα προσβάλλουν, ούτε θα θέτουν υπό αίρεση τα πατριαρχικά θεμέλια πάνω στα οποία εδράζονται, αντίστοιχα με τη συμπεριφορά των γυναικών στο στρατό. Σε αυτό το πλαίσιο, για να είμαστε ακριβείς δεν μπορούμε να μιλάμε για στρατιωτική θηλυκότητα per se αλλά για υιοθέτηση της συμπεριφοράς του στρατιωτικού ανδρισμού από γυναίκες που οδηγεί σε μια θηλυκότητα προσιδιάζουσα στον στρατιωτικό ανδρισμό οιονεί ή μη.
- IV. Ποιες συμπεριφορές ή/και πρακτικές αναμένονται?
Αν θέλουμε να εξετάσουμε πώς θα αντιδράσει ή καλύτερα τί θα επιλέξει κάποιος (στο πλαίσιο των ανδρισμών που αναφέρθηκαν και όχι κάποιου άλλου υποκείμενου ανδρισμού) μπορούμε πολύ συνοπτικά να πούμε ότι τρεις είναι οι πιθανές επιλογές:
- i. Η προσκόλληση στο γνώριμο τύπο του επιχειρηματικού ανδρισμού
- ii. Η υιοθέτηση του μοντέλου που μόλις αναδύθηκε και
iii. Η δημιουργία ενός πλουραλιστικού μοντέλου ανδρισμού στο οποίο παρεισφρέουν χαρακτηριστικά των άλλων δύο.
Η κάθε επιλογή επηρεάζει τη συμπεριφορά του νέου αφενός και καθορίζει τους όρους με τους οποίους πρέπει να προσεγγιστεί αφετέρου.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ α. του σκληρού πυρήνα εκείνων που τα προηγούμενα χρόνια αναπαρήγαγαν σιωπηλά το στρατιωτικό μοντέλο και βοήθησαν ενεργά στην ανάδυση του οιονεί στρατιωτικού ανδρισμού π.χ. ναζιστικές οργανώσεις, οπαδοί του δικτατορικού καθεστώτος κ.ο.κ., εκείνων δηλαδή που ο ανδρισμός τους εκτός από στρατιωτικός έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον ανδρισμό της διαμαρτυρίας (και περιλαμβάνει μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα), και β. εκείνων που υιοθετούν τον οιονεί στρατιωτικό ανδρισμό, λόγω των ιστορικών συγκυριών και κυρίως της σχετικής αποστέρησης που βίωσαν τα τελευταία χρόνια, δηλαδή εκείνων οι οποίοι υιοθετούν το μοντέλο αλλά βρίσκονται έξω από τον πυρήνα του και πλησιάζουν αρκετά το πλουραλιστικό μοντέλο που προαναφέρθηκε (και που περιλαμβάνει κυρίως νεαρότερα άτομα).
Στην πρώτη περίπτωση αναμένονται εγκλήματα που προσιδιάζουν στα εγκλήματα μίσους καθώς συνδέεται ο οιονεί στρατιωτικός ανδρισμός κυρίως με τις ναζιστικές οργανώσεις[41]. Στη δεύτερη περίπτωση εκτιμώ ότι αναμένουμε εγκλήματα που η διάπραξή τους θα ωφελεί το δράστη στο βαθμό που μέσω αυτής θα αποκαθίσταται είτε πραγματικά είτε φαντασιακά η διαψευσμένη προσδοκία. Ταυτόχρονα, θα αποκαθιστούν το άτομο στα μάτια της ομάδας και παράλληλα θα αναδεικνύεται η σημασία της μυϊκής δύναμης ως καθοριστικής για την επίτευξη του στόχου. Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά βρίσκεται σε συμφωνία με τις αρχές της «τιμής και της ντροπής». Έτσι, με δεδομένο ότι η βασική προσδοκία που διαψεύστηκε είναι η κοινωνική και οικονομική άνοδος μπορούμε επί παραδείγματι να αναμένουμε τη σωματική επίθεση προς έναν εκπρόσωπο του επιχειρηματικού ανδρισμού που στο πρόσωπό του υποστασιοποιείται η ευθύνη για τα δεινά της χώρας. Αυτό που δεν αναμένουμε είναι η διάρρηξη του σπιτιού του. Αντίστοιχα, μπορεί να αναμένεται η εκδήλωση βίας στις διαπροσωπικές σχέσεις (μια ‘ευθεία ανδρική αντιπαράθεση’ με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το αν οι συμμετέχοντες έχουν τις ίδιες ικανότητες για τη συμμετοχή σε αυτήν), δεν αναμένεται όμως η επιλογή της νομικής οδού (που περιλαμβάνει την ανάληψη της υπόθεσης από τρίτους). Επιπλέον, και με δεδομένο τον πατριαρχικό χαρακτήρα αυτού του ανδρισμού, θα μπορούσαμε να αναμένουμε βίαιη συμπεριφορά προς τις γυναίκες, και ειδικά αυτές που αμφισβητούν ευθέως τον κυρίαρχο ρόλο του άνδρα στη μεταξύ τους σχέση εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση η σωματική βία θα επιλεγεί ως κύριος τρόπος επίλυσης των συγκρούσεων.
- V. Προτάσεις αντεγκληματικής πολιτικής
Ολοκληρώνοντας, με δεδομένα τα όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, μια βασική πρόταση που θα μπορούσε να κατατεθεί αφορά στην ανάγκη εκπόνησης και πραγματοποίησης δράσεων που στόχο θα έχουν την ενημέρωση του κοινού, σχετικά με τις δυνατότητες που παρέχονται σε κανονιστικό επίπεδο, για περιπτώσεις αδικημάτων σχετικών με τον νεο-αναδυθέντα ανδρισμό (κυρίως τα εγκλήματα μίσους και τα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα στις διαπροσωπικές σχέσεις). Επιπλέον, το ενδιαφέρον θα πρέπει να στραφεί κυρίως στους νέους οι οποίοι, όπως είδαμε, είναι πιο ευάλωτοι στην υιοθέτηση αυτών των συμπεριφορών (για την κατηγορία ιδίως των θυμάτων επιθετικών συμπεριφορών θα μπορούσε, περαιτέρω, να προταθεί και η ενίσχυση των υπηρεσιών παροχής νομικής υποστήριξης[42]). Επίσης, η αμεροληψία στην κρίση και η ταχύτητα της παρέμβασης από όσους φέρουν θεσμική ευθύνη για τέτοια περιστατικά κρίνεται ουσιώδης όχι μόνο για την αποφυγή της χρήσης βίας ή περαιτέρω βίας αλλά και για την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης με τα θεσμικά όργανα[43]. Η τελευταία είναι σημαντική καθώς, εφόσον υπάρχει, λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στην εμφάνιση βίαιων συμπεριφορών.
Σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε πρόταση αντεγκληματικής πολιτικής οφείλει να ξεκινήσει από αυτό που αποτέλεσε τον διαρκέστερο και αμιγώς δομικό παράγοντα αυτής της ανάδυσης που δεν είναι παρά η ίδια η ύπαρξη ηγεμονικού ανδρισμού και συνακόλουθα η ίδια η ανδροκεντρική κοινωνία. Η ύπαρξη δομών που συνηγορούν σε διαχωρισμούς φύλου και στη συνέχεια σε νέους διαχωρισμούς στο ένα φύλο δεν μπορεί παρά να προλειαίνει το έδαφος για την εμφάνιση αρσενικών και όχι μόνο φονταμενταλισμών. Η απεμπλοκή από αυτήν την κατάσταση προϋποθέτει όχι τη λειτουργική αλλαγή ηγεμονικών θέσεων που συνεχίζει το φαύλο κύκλο, αλλά τη σε βάθος χρόνου διαδικασία μετασχηματισμού των δομών της έμφυλης ανισότητας ή όπως θα έλεγε ο Bourdieu «μια διαδικασία επανεκπαίδευσης» (Παναγιωτόπουλος, 2007: 21). Σε ένα δεύτερο επίπεδο, και με αφορμή στοιχεία από πρόσφατα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κυρίως από νέους, προτείνεται η καλλιέργεια πνεύματος διαλόγου, η καθημερινή πρακτική άσκηση στη διαδικασία της ανάπτυξης της επικοινωνίας και στο σεβασμό κατά την επικοινωνία, παράλληλα με τη στηλίτευση των επιθετικών τρόπων πειθούς. Από μόνο του αυτό αν συμβεί μπορεί να αναστείλει την όποια επίδραση του, φύσει αντιδημοκρατικού, οιονεί στρατιωτικού ανδρισμού.
Αρθρογραφία-Βιβλιογραφία
Αποσπόρη, Ε. (2006) ‘Η κοινωνική κατασκευή του φύλου’ σε Κουράκης Ν. (επιμ.) Έμφυλη εγκληματικότητα, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας (σσ. 30-79).
Agnew, R. (1999) ‘A general strain theory of community differences in crime’, Journal of Research in Crime and Delinquency, 36(2): 123-155
Agnew, R., Cullen, F.T., Burton, V. S., Evans, T.D. and Dunaway, R. (1996) ‘A new test of classic strain theory’, Justice Quarterly, 13 (4): 681-704
Arkin, W. and Dobrofsky, L.R. (1978) ‘Military socialization and masculinity’, Journal of social Issues, 34 (1): 151-168
Artavanis, N., Morse, A. and Tsoutsoura, M. (2012) ‘Tax-evasion across industries: Soft credit evidence from Greece’, Fama-Miller Center for research in Finance, Chicago Booth Paper No 12-25, retrieved 28.10.2014 from http://stat-athens.aueb.gr/~jpan/SSRN-id2109500.pdf
Baudrillard, J. (1994), Simulacra and simulation translated by Glaser, S.F., Michigan: University of Michigan
Bell, D. (1973) The coming of post-industrial society, New York: Basic Books
Belkin, A. (2012) Bring me men, Military masculinity and the benign façade of American empire 1898-2001, New York: Columbia University Press
Bernburg, J. G., Thorlindsson, T. Sigfusdottir, I.D. (2009) ‘Relative Deprivation and Adolescent Outcomes in Iceland: A Multilevel Test’, Social Forces, 87(3): 1223-1250
Blau, J. R. and Blau, P. M. (1982) ‘The cost of inequality: Metropolitan structure and violent crime’, American Sociological Review, 47: 45–62
Butler, J. (1990) Gender trouble: Feminism and the subversion of identity, New York: Routledge
Bourdieu, P. (2013) Η Διάκριση, Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης (La distinction, critique sociale du jugement), εκδ. ενδέκατη, μετ. Καψαμπέλη, Κ. , Αθήνα: Πατάκης
Broude, Gwen J. (1990) ‘Protest masculinity: A further look at the causes and the concept’, Ethos, 18 (1): 103-122
Campbell, H. (2000) ‘The Question of Rural Masculinities’, Rural Sociology, 65(4): 532-546
Canache, D. (1996) ‘Looking out my back door: The neighborhood context of perceptions of relative deprivation’, Political Research Quarterly, 49 (3): 547-571
Carrigan, T., Connell, B. and Lee, J. (1985) ‘Toward a New Sociology of Masculinity’, Theory and Society, 14 (5): 551-604
Clatterbaugh, K. (1998) ‘What Is Problematic about Masculinities?’, Men and Masculinities, 1 (1): 24-45
Collier, R. and Walgrave, L. (1998) ‘Masculinities and crime’ Criminal Justice Matters, 34(1): 21-24
Connell, R.W. (1987) Gender and Power: Society, the Person, and Sexual Politics, Palo Alto, CA: Stanford University Press
Connell, R. W. (1995) Masculinities, Berkeley: University of California Press
Connell, R.W. (1998) ‘Masculinities and Globalization’, Men and Masculinities, 1 (3): 3-23
Connell, R. W. (2000) The men and the boys, Berkeley: University of California Press
Connell, R.W. (2001) ‘Understanding Men: Gender Sociology and the New International Research on Masculinities’, Social Thought & Research, 24 (1/2): 13-31
Connell, R.W. and Messerschmidt, J.W. (2005) ‘Hegemonic Masculinity: Rethinking the concept’, Gender & Society, 19 (6): 829-859
Crosby, F. (1979) ‘Relative Deprivation Revisited: A Response to Miller, Bolce, and Halligan’, The American Political Science Review, 73 (1): 103-112
Davis, J.A. (1959) ‘A Formal Interpretation of the Theory of Relative Deprivation’, Sociometry, 22(4): 280-296
Demetriou, D.Z. (2001) ‘Connell’s Concept of Hegemonic Masculinity: A Critique’, Theory and Society, 30 (3): 337-361
Derrida, J. (2005) Writing and difference, London: Routledge, available at: http://users.clas.ufl.edu/burt/Writing_and_Difference__Routledge_Classics_.pdf
Economou, M., Madianos, M., Peppou, L.E. Theleritis, C., Patelakis, A. and Stefanis, C. (2013) ‘Suicidal ideation and reported suicide attempts in Greece during the economic crisis’, World Psychiatry, 12 (1): 53–59
Elefteriadis, P. (2014) ‘Misrule of the few, How the Oligarchs ruined Greece’, Foreign Affairs, November/December issue, Retrieved 28.10.2014 from http://www.foreignaffairs.com/articles/142196/pavlos-eleftheriadis/misrule-of-the-few
Enloe, C. (1988) Does Khaki Become You? The Militarization of Women’s Lives, London: Pandora Press
Featherstone, K. (2009) ‘Greece expert report’ Sustainable Governance Indicator, Retrieved 22.09.2014 from http://www.sgi-network.org/ pdf/SGI09_Greece_Featherstone.pdf
Featherstone, K. (2011) ‘The Greek Sovereign Debt Crisis and EMU: A Failing State in a Skewed Regime’, Journal of Common Market Studies, 49(2): 193-217
Flynn, S. (2011) ‘Relative Deprivation Theory’, in Salem Press (eds.), Theories of Social Movement’s, Retrieved on 20.09.2014 from http://wiki.zirve.edu.tr/sandbox/groups/economicsandadministrativesciences/wiki/0edb9/attachments/0d145/Flynn.pdf?sessionID=be1325d37a7c5f7b99f39de6da779933c272d74d
Giddens, A. (1990) The consequences of modernity, Cambridge: Polity Press
Giddens, A. (1991) Modernity and self-identity, Cambridge: Polity Press
Gill, L. (1997) ‘Creating citizens, Making men: The military and masculinity in Bolivia’, Cultural Anthropology, 12 (4): 527-550
Gill, R., Henwood, K. and McLean, C. (2005) ‘Body projects and the regulation of normative masculinity’, London: LSE Research Articles Online, Available at: http://eprints.lse.ac.uk/archive/00000371/
Grant, P.R. and Brown, R. (1995) ‘From Ethnocentrism to Collective Protest: Responses to Relative Deprivation and Threats to Social Identity’, Social Psychology Quarterly, 58 (3): 195-212
Gunder Frank A. (summer 1982) ‘The political-economic crisis and the shift to the right’, Crime and Social Justice, Meeting the challenge of the 1980s (17): 4-19
Jones, N. (2008) ‘Working ‘the Code’: On Girls, Gender, and Inner-City Violence’, The Australian and New Zealand Journal of Criminology, 41 (1): 63–83
Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (2005) Γυναίκες και ανθρωποκτονία: έρευνα στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, Κ.Ε.Θ.Ι.: Αθήνα
Κουράκης Ν. (2006) Έμφυλη εγκληματικότητα, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας (σσ. 15-30)
Kinnunen, T. and Bataillard, P. (2004) ‘“Bodybuilding” et sacralisation de l’identité’, Ethnologie française, nouvelle serie, 34 (2): 319-326
Klein, A., M. (1993) Little big men: Bodybuilding subculture and gender construction, Albany: State University of New York Press
Krahn, H., Hartnagel, T.F. and Gartrell, J.W. (1986) ‘Income inequality and homicide rates: Cross-national data and criminological theories’, Criminology, 24(2): 269-295
Kim, N. and Conceição, P. (2010) ‘The economic crisis, violent conflict, and human development’, International Journal of Peace Studies, 15 (1): 29-43
Krane, V. (2001) ‘We Can Be Athletic and Feminine, But Do We Want To? Challenging Hegemonic Femininity in Women’s Sport’, Quest, 53(1): 115-133
Lea, J. and Young, J. (1984) What Is To Be Done About Law and Order? , London: Pluto Press
Lenskyj, H.J. (1998) ‘Inside sport’ or ‘on the margins’, International Review for the Sociology of Sport, 33(1): 19-32
Locke, B. T. (2013) ‘The military-masculinity complex: hegemonic masculinity and the united states armed forces, 1940-1963’ Dissertations, Theses, & Student Research, Department of History, Paper 65, available at http://digitalcommons.unl.edu/historydiss/65
Lyotard, J.F. (1984) The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, Minneapolis: University of Minnesota Press
Malamitsi-Puchner, A. (1996) ‘Adolescent Sexuality: A Greek Perspective’, Politics and the Life Sciences, 15 (2): 299-300
Mason, G. (1993) ‘Violence against Lesbians and Gay Men’, Violence Prevention Series, No.2, AIC, Canberra
Matsaganis, M. (2011) ‘The welfare state and the crisis: the case of Greece’ Journal of European Social Policy December, 21: 501-512, retrieved 25.09.2014 from http://new.ecpr.eu/Filestore/PaperProposal/ c5bb22f5-fc3a-4781-8cf4-7ed9362fb8da.pdf
Μαρξ, Κ. (2005) Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (Das Kapital, Kritik der politischen Ökonomie) μετ. Μαυρομμάτη Π., τόμ. 1, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
McKee, M. Karanikolos, M. Belcher, P. and Stuckler, D. (2012) ‘Austerity: a failed experiment on the people of Europe’, Clinical Medicine, 12 (4): 346–50
Mellor, P.A. and Shilling, C. (1997) Re-forming the body, religion, community and modernity, London: Sage Publication
Messerschmidt, J. (2000) Nine lives: Adolescent masculinities, the body, and violence, New York: Westview Press
Messner, S. F. and Tardiff, K. (1986) ‘Economic inequality and levels of homicide: An analysis of urban neighborhoods’ Criminology, 24: 297-317
Merton, R.K. (1968) Social theory and social structure, New York: Free Press
Merton, R.K. and Rossi, A.S. (1968) ‘Contributions to the theory of reference group behavior’ in Merton, R.K.(ed.) Social theory and social structure (215-248)
Nye, R.A. (2007) ‘Western masculinities in War and Peace’, The American Historical Review, 112 (2): 417-438
Olsson, E. (2007) ‘The Economic Side of Social Relations: Household Poverty, Adolescents’ Own Resources and Peer Relations, European Sociological Review, 23(4): 471–485
Παναγιωτόπουλος, Ν. (2007), Προλογικό σημείωμα στην ελληνική έκδοση του Bourdieu, P. (2007), Η ανδρική κυριαρχία (La domination masculine), μετ. Ε. Γιαννοπούλου, Αθήνα: Πατάκης
Πλάτων (2001) Πρωταγόρας, μτφρ. Χριστοδούλου, Ι.Σ. και Πλευρά, Ε., Αθήνα: Ζήτρος
Πλάτων (2004) Απολογία Σωκράτους, Κρίτων, μτφρ. Σαμαράς, Α., Αθήνα: Ζήτρος
Parsons, T. (1954) Essays in sociological theory, New York: The Free Press
Pateman, C. (1989) The Disorder of Women: Democracy, Feminism, and Political Theory, Stanford, CA: Stanford University Press
Passas, N. (1997) ‘Anomie, reference groups, and relative deprivation’ in Passas N. and Agnew, R. (eds), The future of Anomie Theory, Boston: Northeastern University Press (62-94)
Paechter, C., F. (2006) ‘Masculine femininities/feminine masculinities: power, identities and gender’, Gender and Education, 18(3): 253-263
Pichler, F. and Wallace, C. (2007) ‘Patterns of Formal and Informal Social Capital in Europe’ European Sociological Review, 23 (4): 423–435
Reichardt, U. and Sielke, S. (1998) ‘What Does Man Want? The Recent Debates on Manhood and Masculinities’, Amerikastudien / American Studies, 43 (4):563-575
Rimalt, N. (2O07) ‘Women in the sphere of masculinity: the double-edged sword of women’s integration in the military’, Duke Journal of Gender Law & Policy, 14: 101-123
Runciman, W.G. (1966) Relative deprivation and social justice: a study of attitudes to social inequality in twentieth-century England, Berkley: University of California Press
Sasson-Levy, O. (2003) ‘Feminism and Military Gender Practices: Israeli Women Soldiers in “Masculine” Roles’, Sociological Inquiry, 73 (3): 440–65
Searles, P., & Follansbee, P. (1984) ‘Self – defense for women: Translating theory into Practice’, Frontiers: A Journal of Women‟s Studies, 8: 65-70
Shilling, C. (1993/2005) The body and social theory, London: Sage publications
Sokol, J.T. (2009) ‘Identity development through the lifetime: An examination of Ericksonian theory’, Graduate Journal of Counseling Psychology, 1(2), Article 14. Retrieved 10.10.2014 from http://epublications. marquette.edu/gjcp/vol1/iss2/14
Stiles, B. L., Liu, X. and Kaplan, H.B. (2000) ‘Relative deprivation and deviant adaptations: The mediating effects of negative self-feelings’, Journal of research in Crime and Delinquency, 37 (1): 64-90
Stotzer, R. (June 2007) ‘Comparison of hate crime rates across protected and unprotected groups’, the Williams Institute, Retrieved 15.03.2015 from http://williamsinstitute.law.ucla.edu/wp-content/uploads/Stotzer-Comparison-Hate-Crime-June-2007.pdf
Theodossopoulos, D. (2013) ‘Infuriated with the Infuriated? Blaming Tactics and Discontent about the Greek Financial Crisis’, Current Anthropology, 54(2): 200-221
Τζάκης, Δ. (2007) ‘Ο «κόσμος της μαγκιάς»: παραστάσεις του καλού άνδρα στο χώρο των ρεμπετών’, στο Κοταρίδης, Ν.(επιμ) Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι, Αθήνα: Πλέθρον, (33-70)
Tomsen, S. & Mason, G. (2001) ‘Engendering homophobia: violence, sexuality and gender conformity, Journal of Sociology, 37(3): 257-273
Tomsen, S. (2001) ‘Hate crimes and masculinity: new crimes, new responses and some familiar patterns’, Paper presented at the 4th National Outlook Symposium on Crime in Australia, New Crimes or New Responses convened by the Australian Institute of Criminology and held in Canberra 21-22 June 2001, Retrieved 15.O3.2015 from http://www.aic.gov.au/media_library/conferences/outlook4/tomsen.pdf
Tsarouhas, D. (2012) ‘The Political Origins of the Greek Crisis: Domestic Failures and the EU Factor, Inside Turkey, 14(2): 83-98
Veblen, T. (1970) The theory of the leisure class: an economic study of institutions, London: Unwin
Vergopoulos, K. (1987/1988) ‘Economic Crisis and Modernization in Greece’, International Journal of Political Economy, 17 (4):106-140
Walker, I. and Smith, H.J. (2002) ‘Fifty years of Relative Deprivation’ in Walker, I. and Smith, H.J. (eds) Relative Deprivation, Specification, development, and integration, Cambridge: Cambridge University Press
Walker, G.W. (2006) ‘Disciplining protest masculinity’, Men and Masculinities, 9(1): 5-22
Webber, C. (2007) ‘Revaluating relative deprivation theory’, Theoretical Criminology, 11 (1): 97-120
West, C. & Zimmerman, D. (1987) ‘Doing gender’, Gender and Society, 1: 125-151
Whitehead, S. (2002) ‘Men and Masculinities: Key Themes and New Directions’, Malden, MA: Polity
Wiltfang, G.L. and Scarbecz, M. (1990) ‘Social Class and Adolescents’ Self-Esteem: Another Look’, Social Psychology Quarterly, 53(2): 174-183
Xenakis, S. and Cheliotis, L.K.(2013) ‘Crime and economic downturn, The Complexity of Crime and Crime Politics in Greece since 2009’, British Journal of Criminology, 53: 719–745
Ψαρράς, Δ. (2012) Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Αθήνα: Πόλις
Ηλεκτρονικές διευθύνσεις
http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/to-kalesma-tou-platwna-gia-thn-politikopoihsh-ths-fulhs )
http://www.e-abc.eu/gr/grammes-voitheias/
http://www.antibullying.gr/el/koinothta/zhthste-vohtheia.html
http://www.kathimerini.gr/807518/article/epikairothta/ellada/dyskolh-h-anazhthsh-enoxwn-gia-ton-8anato-giakoymakh
http://www.tovima.gr/society/article/?aid=691638
http://www.publicissue.gr/12020/koinwniko-profil-xa-9-2015/
* (spyrea.sofia@gmail.com), PhD (c) Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση, BSocSc, MA, Mphil (Cantab.).
- Μια πρώτη εκδοχή αυτού του άρθρου παρουσιάστηκε τον Απρίλιο του 2015 στο συνέδριο προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή Εγκληματολογίας κ. Ν. Κουράκη (συνδιοργανωμένο από: το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, το Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, τον Τομέα Εγκληματολογίας Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, και το Ν.Π.Ι.Δ. ΕΠΑΝΟΔΟΣ). Αν και η ευθύνη των όσων αναφέρονται βαρύνει αποκλειστικά τη γράφουσα οφείλω να ευχαριστήσω τους εξής: τον Ομότιμο Καθηγητή κ. Ν. Κουράκη για την πρόσκλησή του να συμμετέχω στο προαναφερθέν συνέδριο και την ενθάρρυνση στη συνέχεια να καταθέσω πληρέστερα τις σκέψεις μου υπό τη μορφή του παρόντος άρθρου, τον επιβλέποντά μου Επίκουρο Καθηγητή κ. Ν. Κουλούρη γιατί χωρίς την ενθάρρυνση και τα εύστοχα σχόλιά του αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί στην παρούσα του μορφή, τη Δρ. Νομικής κ. Φ. Μηλιώνη, Διευθύντρια της ΕΠΑΝΟΔΟΥ, γιατί η συζήτηση μαζί της με βοήθησε να αναπτύξω περισσότερο τη διάσταση του φύλου, περιλαμβάνοντας στον προβληματισμό μου τις γυναίκες οι οποίες δεν είχαν συμπεριληφθεί στην πρώτη παρουσίαση, και τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Γ. Παπανικολάου γιατί οι παρατηρήσεις του με βοήθησαν να προσεγγίσω πιο στοχευμένα το ζήτημα της εγκληματικότητας.
- Ενδεικτικά υπόθεση Γιακουμάκη, διπλή δολοφονία στη Μάνη από 18χρονους τον Αύγουστο του 2014.
- Τα χαρακτηριστικά με τα οποία συνδέεται ο ανδρισμός συνοψίζονται εύγλωττα από την Connell στα εξής: α. υπάρχει πλήθος ανδρισμών, β. οι ανδρισμοί υπάρχουν συχνά σε σχέσεις ιεραρχίας και αποκλεισμού, γ. οι ανδρισμοί υποστηρίζονται θεσμικά, δ. τα σώματα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στους ανδρισμούς, ε. οι ανδρισμοί παράγονται κατά την αλληλεπίδραση με τους άλλους, στ. δεν είναι ομοιογενείς και ζ. οι ανδρισμοί δύνανται να αναδιαμορφωθούν (Connell, 1998: 4-6; Connell, 2001: 14-19; Connell και Messerschmidt, 2005: 836, 839).
- Μια έρευνα για τον στρατιωτικό ανδρισμό στις Η.Π.Α. τον περιγράφει ως εξής: «ο στρατός συνεπώς απεικόνιζε τους άνδρες του ως λευκούς, ετεροφυλόφιλους, «ταιριαστούς στο βιολογικό τους φύλο (cisexual)», με καλοχτισμένο σώμα, και εμβληματικούς των αξιών και των νορμών της λευκής μεσαίας τάξης» (Locke, 2013: 2).
- Ο οποίος μπορεί να ιδωθεί (μαζί με τη σημείωση για την απόρριψη των χρήσεων της θεωρίας «που υπονοεί ένα σταθερό χαρακτήρα τύπων», όπως αναφέρεται στο Connell και Messerschmidt, 2005: 854), ως απάντηση της Connell στις επικρίσεις που έλαβε από τον Whitehead (2002, 93- 94) για τη θεμελίωση της θεωρίας της σε μια «σταθερή αρσενική δομή».
- Η έννοια κατάγεται θεωρητικά από την «ανδρική διαμαρτυρία» (masculine protest) του T. Parsons (1954: 305) που αναφερόταν στην ανάπτυξη αντιδραστικών συμπεριφορών «του κακού αγοριού» (bad boy) από εφήβους. Οι λόγοι της αντίδρασης εντοπίστηκαν στην ανατροφή από τις μητέρες τους και την ταυτόχρονη απουσία πατέρα που οδηγούσε στη δημιουργία, κατά την εφηβεία, ανδρικών ταυτοτήτων στον αντίποδα των γυναικείων (βλ. Walker, 2006: 7). Αυτήν τη θεώρηση ανέπτυξε στη συνέχεια ο Whiting (1965 και επόμενα, όπως αναφέρεται σε Broude, 1990) ο οποίος ταύτισε τον ανδρισμό της διαμαρτυρίας με τον υπερ-ανδρισμό (machismo) που προκύπτει από τη σύγκρουση μεταξύ της πρωτογενούς ασυνείδητης ταύτισης με τη μητέρα και της δευτερογενούς ταύτισης με τον πατέρα.
- Βέβαια το γεγονός ότι ο ανδρισμός της διαμαρτυρίας έρχεται σε ρήξη με τον ηγεμονικό ανδρισμό έκανε την Connell (2000) να εντάξει σε αυτήν την κατηγορία και άλλων τύπων συμπεριφορές όπως την ομοφυλοφιλία.
- Στην ίδια λογική ούτε ο πειθαρχημένος ανδρισμός της διαμαρτυρίας (σε αντίθεση με τον ανομικό ανδρισμό της διαμαρτυρίας) όπως καταγράφηκε από τον Walker (2006) δεν καλύπτει τις συμπεριφορές που περιγράφονται από τον οιονεί στρατιωτικό ανδρισμό καθώς ο πρώτος (αν αφήσουμε εκτός τις όποιες θεωρητικές αμφισβητήσεις μπορεί να δεχτεί το επιχείρημά του σχετικά με το αν όντως διαφοροποιείται ο πειθαρχημένος από τον ανομικό ανδρισμό, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις παρατηρούμε την αλληλεγγύη) έρχεται με δεδομένες τις συνθήκες αποστέρησης ως εναλλακτική μορφή διαχείρισης τους.
- Και ανδρικές θα προσέθετα.
- Αρκεί να θυμηθούμε το άνοιγμα στις αγορές, τη σταδιακή σοσιαλιστική στροφή, το φιλελεύθερο πνεύμα στην εκπαίδευση ακόμα και την εγκατάλειψη της κεντρικότητας του σώματος στην εθνική άμυνα με την εμφάνιση των ασύμμετρων πολέμων κ.ο.κ.
- Περισσότερα βλ. Ψαρράς, 2012.
- Για τις επιπτώσεις της υποχρεωτικής στράτευσης στην ανάπτυξη του στρατιωτικού ανδρισμού βλ. Gill (1997) και Arkin and Dobrofsky (1978), ενώ για τη σχέση υποχρεωτικής στράτευσης και κράτους βλ. Sasson-Levy, 2003.
- Για τη διαιώνιση άλλων ειδών ανδρισμών από τον στρατιωτικό (και την ανθεκτικότητα του τελευταίου) βλ. Nye, 2007.
- Αξίζει να αναφερθούν σε αυτό το σημείο τα αποτελέσματα μιας έρευνας που έδειξε ότι ακόμη και τώρα οι Έλληνες δεν αποδέχονται την ευθύνη για την κρίση και εντοπίζουν ευθύνες έξω από αυτούς, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τον Theodossopoulos (2013: 208) μπορεί να θεωρηθεί ως ένας άλλος τρόπος ενδυνάμωσης αφού με αυτό τον τρόπο εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι μια εναλλακτική οικονομική πολιτική μπορεί να υπάρχει. Θα πρόσθετα ότι για το μέρος του πληθυσμού που μας αφορά στην παρούσα εργασία η ευθύνη όχι μόνο βρίσκεται εξωτερικά, αλλά υποστασιοποιείται στο πρόσωπο του επιχειρηματικού ανδρισμού (ειδικά οι πολιτικοί που φαίνεται να είναι οι πιο διεφθαρμένοι βλ. π.χ. την παρεμπόδιση του ΣΔΟΕ στην ερευνά την οικονομικής κατάστασης των πολιτικών (Xenakis and Cheliotis, 2013: 725) ή τα επαγγέλματα που έχουν βρεθεί να είναι τα κυρίως φοροδιαφεύγοντα ήτοι, γιατροί, μηχανικοί, ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, λογιστές, υπεύθυνοι χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και δικηγόρων, βλ. Artavanis et all, 2012).
- χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανάδειξη του V. Putin, ενός στρατιωτικού της KGB, στην προεδρία της Ρωσίας.
- Ένα καλό παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στην εκλεκτική υιοθέτηση της αρχαιοελληνικής, και ιδιαίτερα της Σπαρτιάτικης, φιλοσοφίας μόνο αναφορικά με τη στρατιωτική πειθαρχία, ενώ ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η φιλοσοφική παράδοση (ενδεικτικά ένας εκ των Επτά Σοφών ήταν ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος ενώ όπως αναφέρεται στον πλατωνικό Πρωταγόρα στο 342 e (2001: 170-171) «Κάποιοι λοιπόν, και σύγχρονοι και παλαιότεροι, κατάλαβαν ακριβώς πώς να μιμείται κανείς τους Λάκωνες πολύ περισσότερο σημαίνει ότι φιλοσοφεί παρά πως επιδίδεται στη γυμναστική…»). Αντίστοιχα διαπιστώνεται σχετική απουσία του Πλάτωνα και του Σωκράτη (θεωρούμενου ως πρώτου φεμινιστή φιλοσόφου της ιστορίας, αν δεχτούμε ως απόψεις που απηχούν στον ιστορικό Σωκράτη όσα υποστηρίζει το πλατωνικό φιλοσοφούν υποκείμενο στον «Μένωνα» (σχόλιο 118 του Σαμαρά σε Πλάτων, 2004: 292) ή και το γεγονός ότι ένας από τους κορυφαίους λόγους του Σωκράτη μεταφέρεται από το φιλόσοφο στο Συμπόσιο ως αναπαραγωγή του λόγου της Διοτίμας) από τα ναζιστικά κείμενα (αναφορά μόνο στην «Πολιτεία» και επιλεκτικά σε άλλα π.χ. για το Συμπόσιο μια αναφορά τους εστιάζει στην επικινδυνότητα του ατομισμού και αποφεύγει να πει οτιδήποτε για τις φιλοσοφικές αναλύσεις περί έρωτα βλ. http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/to-kalesma-tou-platwna-gia-thn-politikopoihsh-ths-fulhs).
- Η οικονομική κρίση έχει αναφερθεί πως επηρεάζει θετικά την εμφάνιση συγκρούσεων (Kim και Conceição, 2010: 30). Σε κάθε περίπτωση οι πραγματικές επιπτώσεις της κρίσης μπορούν να προσεγγιστούν μόνο μέσα από μια «ενημερωμένη εικασία» εφόσον δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία αναφορικά με «το ανθρώπινο κόστος των πολιτικών λιτότητας» (McKee et all, 2012: 347) μιας και ο πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης των επιπτώσεων της ύφεσης στην ψυχική υγεία (Gunder Frank, 1982: 14), δηλαδή, τα ποσοστά αυτοκτονίας, είναι σε μεγάλο βαθμό απόντα από τις επίσημες στατιστικές και οι πληροφορίες σχετικά με αυτά προέρχονται είτε από αυτοκτονίες υψηλού ενδιαφέροντος που αποκαλύφθηκαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (McKee et all, 2012 : 348) είτε από την ακαδημαϊκή έρευνα που δείχνουν μια μικρή αύξηση στους άνδρες λόγω των συνθηκών απασχόλησης (Economoy et all, 2013: 55, 57), μια πληροφορία, ωστόσο, που αναφέρεται σε ενήλικες και δεν περιλαμβάνει τους εφήβους.
- Για να το συνδέσουμε με την προηγούμενη παράγραφο αρκεί να λεχθεί ότι σχετικές με τον εθνοκεντρισμό έρευνες δείχνουν ότι ο εθνοκεντρισμός βρίσκει εύφορο έδαφος όταν οι άνθρωποι μοιράζονται συναισθήματα συλλογικής σχετικής αποστέρησης (προσεγγίσεις σχετικά με τη συλλογική σχετική αποστέρηση έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία 20 χρόνια, Walker and Smith, 2002: 2, προκειμένου να εξεταστεί η εφαρμογή της έννοιας σε μέλη ομάδας. Αυτό το είδος της αποστέρησης αποφεύχθηκε να αξιοποιηθεί στο παρόν άρθρο λόγω της ετερογένειας της μεσαίας τάξης και τις διάφορες εκφράσεις που έχει η ελληνική εργατική τάξη (καθώς επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως φερ’ ειπείν η τοποθεσία). Ωστόσο, αν ήταν να εξετασθούν πιο συγκεκριμένα φαινόμενα είναι μάλλον προτιμότερη επιλογή) ένα γεγονός που εν μέρει μπορεί να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ της ανόδου των Ναζί και των αισθημάτων αποστέρησης βλ Grant και Brown, 1995: 207.
- Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδίδεται κυρίως γιατί η αύξηση του βιοτικού επιπέδου και η δημιουργία της νέας μικροαστικής τάξης που έλαβε χώρα στη μεταπολίτευση (Tsarouhas, 2012; Vergopoulos, 1987/1988) δεν ήταν παρά το επιφαινόμενο ετερόκλητων πολιτικών που δημιουργούσαν την εικόνα ενός πλασματικού πλούτου χωρίς να εδράζονται σε μια κραταιή οικονομία αλλά μάλλον σε έναν «οικονομικό παρασιτισμό» (Vergopoulos, 1987/1988: 113) υποβασταζόμενο στο μεγαλύτερο μέρος του από τη μαζική εισροή κεφαλαίων από την ΕΕ. Ειδικότερα, η χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιοσυγκρασιακή καθώς η πολιτική και οικονομική πορεία που ακολουθήθηκε μετά την ένταξη στην Ε.Ε. οδήγησε σε μια κοινωνιακή δομή που περιλάμβανε την εφαρμογή ετερόκλητων αρχών αποτελούμενων από προ-καπιταλιστικά στοιχεία (όπως υψηλή αυτό-απασχόληση και παραδοσιακά διοικούμενες οικογενειακές επιχειρήσεις), μία ιδιότυπη υιοθέτηση του Κευνσιανισμού (που συνίστατο στην κρατική ρύθμιση της ζήτησης χωρίς παράλληλη ανάπτυξη της βιομηχανίας μιας και ελάχιστοι τομείς της οικονομίας αναπτύχθηκαν –που ακόμα και αυτοί δεν συνδυάστηκαν με ένα φορντικό μοντέλο παραγωγής- ενώ οι υπόλοιποι διατήρησαν μια παραδοσιακή δομή σηματοδοτώντας μια γενικά μη ανταγωνιστική οικονομία βλ. Featherstone, 2011; Featherstone, 2009; Vergopoulos, 1987/1988), μια συνεχώς διογκούμενη παρουσία των πελατειακών σχέσεων στην οικονομική και πολιτική σφαίρα (Xenakis and Cheliotis, 2013; Featherstone, 2011; Vergopoulos 1987/1988), εκτεταμένη φοροδιαφυγή ενδημική στη χώρα (Xenakis and Cheliotis, 2013; Featherstone, 2011; Featherstone, 2009; Artavanis et all, 2012), αδύναμη κοινωνία των πολιτών εξαρτώμενη από το κρατικό και κομματικό σύστημα (Featherstone, 2009), ένας τεράστιος γραφειοκρατικός δημόσιος τομέας (όπου οι περισσότερες θέσεις εργασίας δίνονταν ως προεκλογικές χάρες βλ. Featherstone, 2011. Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο αφού υπογράφηκε το Μνημόνιο η ελληνική κυβέρνηση διεξήγαγε έρευνα με σκοπό να ενημερωθεί για τον πραγματικό αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων βλ. Tsarouhas, 2012) που ήταν γενικά αναποτελεσματικός και, τέλος, μία σχεδόν εικοσάχρονη σοσιαλιστική διακυβέρνηση που επέφερε λειτουργική αναδιανομή των μεριδίων εξουσίας χωρίς να προκαλέσει ουσιαστική αλλαγή στην παραγωγική διαδικασία και, παρόλο που επηρέασε αρνητικά την παλιά αριστοκρατία (ωστόσο χωρίς να τη δαμάσει βλ. Eleftheriadhs, 2014) και προώθησε τη διαδικασία εκδημοκρατισμού, δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων (Vergopoulos, 1987/1988; Matsaganis, 2011; Tsarouhas, 2012).
- Πράγματι, η σχετική θεωρία (Veblen, 1970; Bourdieu, 2013) συνηγορεί υπέρ της σχέσης ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και καταναλωτικής συμπεριφοράς {μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά από ό, τι ο Μαρξ είχε εύγλωττα περιγράψει ως έξοδα παράστασης του κεφαλαίου (Μαρξ, 2005: 613 , 615). Η τελευταία έρχεται ως επιστέγασμα του πλούτου, ενώ η καταναλωτική συμπεριφορά των ανερχόμενων τάξεων διαμορφώνει και νομιμοποιεί τον υποτιθέμενο πλούτο}, ιδιαίτερα υπό το φως της αλλαγής προς μια κουλτούρα της ύστερης νεωτερικότητας με προσλαμβάνουσες την κατανάλωση προϊόντων, ιδεών και γνώσης (Baudrillard 1981/1994; Bell 1973; Derrida 2005; Lyotard 1984) όπου η μη-ικανοποίηση λαμβάνει χώρα σε μόνιμη βάση (Bauman, 2005: 80). Στοιχεία του καταναλωτισμού μπορούν να εντοπιστούν σε πολλές και διαφορετικές στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας όπως στο τραπεζικό σύστημα που δημιούργησε ειδικά δάνεια, προκειμένου να υποστηρίξει πολυτελείς διακοπές, σε είδη υπηρεσιών που ενώ χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από άτομα με πλούτο διαχύθηκαν και στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα π.χ. η αύξηση της ζήτησης σε άτομα που βοηθούν στο σπίτι(ωθούμενη κυρίως από την εισροή φθηνού εργατικού δυναμικού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης), στον κινηματογράφο που κατέγραψε αυτήν την τάση, π.χ. η ταινία με τίτλο «Λαλάκης ο εισαγόμενος» όπου χλευαζόταν ο ελληνικός καταναλωτισμός που ευνοούσε κυρίως τα εισαγόμενα προϊόντα.
- Οι συγκρίσεις είναι σημαντικές καθώς καθορίζουν τις συνακόλουθες αντιδράσεις σε αντικειμενικές συνθήκες (Walker and Smith, 2002:1).
- Ειδικά αν σκεφτούμε ότι η μεσαία τάξη είναι ετερογενής και δεν βίωσαν όλοι την ίδια καθοδική κοινωνική κινητικότητα.
- Έχοντας κατά νου ότι δεν προτείνει μια αντικειμενική στέρηση, αλλά μάλλον μια αίσθηση ότι κάτι, που είναι ευλόγως αναμενόμενο (Flynn, 2011: 100), λείπει (Runciman, 1966: 10-11; Crosby, 1979: 104).
- Σημειώνεται ότι τρεις είναι οι κυρίαρχοι παράγοντες που οδηγούν στην σχετική αποστέρηση: η ταξική θέση, η εξουσία και η εκπαίδευση (Webber, 2007: 103; Crosby, 1979: 105). Ιστορικά για τη σχετική αποστέρηση η πρώτη προσέγγιση ήταν του Stouffer το 1949 (Walker και Smith, 2002: 1; Flynn, 2011: 102-103). Στα χρόνια που ακολούθησαν οι κορυφαίες προσεγγίσεις για τη σχετική αποστέρηση είναι αναμφίβολα του Davis(1959) και του Runciman (1966). Εκτός από αυτές σημαντική είναι η συμβολή του Crosby ο οποίος οδήγησε τη θεωρία του Runciman για την εγωιστική αποστέρηση ένα βήμα παραπέρα, προσθέτοντας μία πέμπτη προϋπόθεση: την έλλειψη της προσωπικής ευθύνης για την τρέχουσα αποτυχία στην κατοχή του επιθυμητού πράγματος (Crosby, 1979: 106; Walker and Smith, 2002: 2).
- Η βιβλιογραφία (Blau και Blau 1982; Krahn, Hartnagel και Gartrell 1986; Merton 1968; Passas 1997; Runciman, 1966) δείχνει ότι η σχετική αποστέρηση αυξάνει σε ισότιμες κοινωνίες, διότι ενισχύει τις προσδοκίες της οικονομικής ανόδου και υποστηρίζει συγκρίσεις με άλλους που ως συμπεριφορά στη συνέχεια «προωθεί μια αίσθηση αδικίας και απογοήτευσης μεταξύ των εξαθλιωμένων» (Bernburg et all, 2009: 1224). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η σχετική αποστέρηση έχει εφαρμοστεί στην αποκλίνουσα συμπεριφορά (Agnew 1999; Agnew et al 1996; Blau και Blau 1982; Merton 1968; Merton και ο Rossi 1968; Stiles, Liu, και Kaplan 2000) ως αποτέλεσμα του θυμού, της απογοήτευσης και της ελλιπούς δέσμευσης στους κοινωνικούς κανόνες λόγω των δυσμενών κοινωνικών συγκρίσεων {Agnew 1999; Blau και Blau 1982; Canache 1996; Merton 1968; Merton και Rossi 1968; Messner και Tardiff 1986; Runciman 1966. Μια υπόθεση βέβαια που έχει ελάχιστα εξεταστεί εμπειρικά (Bernburg et all, 2009: 1224; Walker and Smith, 2002: 1-2)} και ως επεξηγηματικό πλαίσιο των αιτίων της εγκληματικότητας αντί της φτώχειας (βλ Lea and Young, 1984; Webber, 2007).
- Για τη σημασία του σώματος στο διάλογο περί ανδρισμού βλ. Cambell, 2000:538. Προσθέτοντας σε αυτό ότι οι καταναλωτικές κοινωνίες υπερεκτιμούν την εμφάνιση και, ως εκ τούτου, το σώμα αποκτά μεγάλη αξία από μόνο του (Kinnunen και Bataillard, 2004). Περισσότερα για το σώμα σε Mellor and Shilling, 1997; Shilling, 1993/2005.
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι η ανάπτυξη του body-building, ενός αθλήματος με σαφώς επιθετικό τρόπο αναπαράστασης του σώματος. Τα γεγονότα δείχνουν ότι κατά την τελευταία δεκαετία όλο και περισσότερα γυμναστήρια φαίνεται να προωθούν το bodybuilding στην Ελλάδα αν και νομικώς οι σχετικές οργανώσεις άρχισαν να λαμβάνουν επίσημη αναγνώριση από το 2001. Αυτό δεν σημαίνει ότι το bodybuilding ήταν ανύπαρκτο στη χώρα αλλά ότι ήταν περιορισμένο σε ένα μικρό κύκλο αθλητών και στους μπράβους, ενώ, επιπλέον, δεν είχε την επίσημη αναγνώριση ή / και τη δημόσια στήριξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξάπλωση του. Έχοντας κατά νου ότι το bodybuilding, αποτελεί τόσο μια αθλητική υποκουλτούρα όσο και ένα «προπύργιο» του αρχετυπικού ανδρισμού (Klein, 1993: 16) τα ερωτήματα που προκύπτουν μας οδηγούν στην ιστορική συγκυρία που θα μπορούσε να διευκολύνει μια τέτοια τάση. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι η μερική ή ολική ταύτιση του οιονεί στρατιωτικού (ειδικά για την περίπτωση του «σκληρού πυρήνα» του) ανδρισμού με μια συγκεκριμένη σωματοδομή δεν προοιωνίζεται την αιτιοκρατική σχέση των δύο. Έτσι, κάποιος μπορεί να κάνει body-building ή πολεμικές τέχνες και να μην είναι πρόθυμος να ασκήσει βία ή και το αντίστροφο
- Ενδεικτικά ο ηγεμονικός ανδρισμός έχει την ικανότητα προσαρμογής και υιοθέτησης στοιχείων που του επιτρέπουν την επιβίωση (Demetriou, 2001: 335). Έτσι, αν οι πρακτικές του οιονεί ανδρισμού κριθούν χρήσιμες προκειμένου ένας άλλος ανδρισμός (π.χ. ο επιχειρηματικός) να επιβιώσει δεν είναι απίθανο να τις υιοθετήσει κάνοντας τις απαραίτητες προσαρμογές.
- Ας μην ξεχνάμε ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Public Issue για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ψήφου η Χρυσή Αυγή ήταν πιο δημοφιλής στην ηλικιακή ομάδα 18 έως 24 ετών βλ. http://www.publicissue.gr/12020/koinwniko-profil-xa-9-2015/
- Ειδικά για τους εφήβους, σύμφωνα με την ψυχολογική προσέγγιση του Erickson για τα στάδια της ζωής, η εφηβεία αποτελεί το κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση ταυτότητας (Sokol, 2009). Επιπλέον, (και αυτό το σημείο συνδέεται με τη σχετική αποστέρηση) οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και ταυτίσεις παρέχουν τις βάσεις για τη διαδικασία αυτή (στην παρούσα περίπτωση η ευημερία που βίωσαν στην παιδική ηλικία έρχεται σε αντίθεση με τις μειωμένες προσδοκίες της εφηβείας)
- Για τη σημασία του πρίσματος βλ. Wiltfang and Scarbecz, 1990.
- Που επιτείνει τα συναισθήματα αποστέρησης. Ειδικότερα, η αγοραστική δύναμή τους καθοριζόταν κυρίως από τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας (έτσι, το οικογενειακό εισόδημα γίνεται δείκτης της οικονομικής κατάστασης του εφήβου βλ. Olsson, 2007: 472) και δεν προοριζόταν να συνεισφέρει στις οικογενειακές δαπάνες. Ως εκ τούτου, δαπανιόταν σχεδόν αποκλειστικά σε καταναλωτικά προϊόντα, μιας και η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια (τη σημασία της οποίας μπορεί να δει κανείς στη συγκριτική ανάλυση για τις χώρες της νότιας και ανατολική Ευρώπης των Pichler and Wallace, 2007), εκτεταμένη ή όχι, χαρακτηρίζεται από την «παραχωρητική διάθεση» προς τους εφήβους βλ. Malamitsi-Puchner, 1996: 299. Ένα καλό παράδειγμα της έκτασης του καταναλωτισμού μεταξύ των νέων μπορεί να βρεθεί στο προνομιακό πεδίο, όσον αφορά την παρουσία των νέων, της εκπαίδευσης που θεωρείτο ως πεδίο όπου η γνώση θα μπορούσε να κεφαλαιοποιηθεί είτε σε χρήμα είτε σε κύρος και να οδηγήσει, τελικά, σε ανοδική κοινωνική κινητικότητα, λειτουργώντας ως αναδιαμορφωτής, έτσι, των ταξικών διακρίσεων μέσω ενός καταναλωτισμού που ακόμα και την ίδια τη γνώση τη μετέτρεπε σε εμπορευματοποιημένο προϊόν. Ως εκ τούτου, τα θεωρούμενα ως επιφανή επαγγέλματα (όπως γινόταν και στην Ισλανδία βλ. Bernburg et all, 2009) ήταν η προτιμώμενη επιλογή μόνο και μόνο επειδή ήταν λαμπερά και έδειχναν να προοιωνίζονται οικονομικές απολαβές στο μέλλον, ανεξάρτητα από το πόσο θα κόστιζε τελικά για την οικογένεια αυτή η επιλογή και αφήνοντας για τις χαμηλότερες οικονομικά τάξεις τα θεωρούμενα ως ταπεινά τεχνικά επαγγέλματα. Παράλληλα είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η αντίφαση μεταξύ, από τη μία πλευρά, ενός υψηλού ποσοστού μαθητών που αδυνατούσαν να ολοκληρώσουν τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ταυτόχρονα, από την άλλη πλευρά, η αξιολόγηση της σημαντικότητας της εκπαίδευσης σε τέτοιο βαθμό που δημιουργούσε το χώρο για να υπάρχει ένας υψηλός αριθμός φροντιστηρίων που λειτουργούσαν υποστηρικτικά προς την εκπαίδευση που παρεχόταν στα δημόσια σχολεία, ένας επίσης υψηλός αριθμός ιδιωτικών δασκάλων και ένας σημαντικός αριθμός παιδιών που σπούδαζαν στο εξωτερικό σε περίπτωση αποτυχίας στις πανελλήνιες εξετάσεις (για το θέμα της εκπαίδευσης, βλέπε Featherstone, 2009: 25).
- Η αύξηση της επίδρασης της τεχνολογίας, η παγκοσμιοποίηση και η διάχυση των πληροφοριών διευκολύνουν την αύξηση των προσδοκιών (Giddens, 1990; Young, 1999).
- «..Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο στρατιωτικός ανδρισμός ήταν περισσότερο διαθέσιμος στους άνδρες παρά στις γυναίκες για τη διατήρηση αξιώσεων στην εξουσία, αλλά… οι γυναίκες έχουν επίσης αξιοποιηθεί» (Belkin, 2012: 3).
- Μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι γυναίκες έχουν συνδράμει τον στρατιωτικό ανδρισμό, ενδεικτικά μια σχετική μελέτη στη Βολιβία δείχνει ότι η στρατιωτική θητεία θεωρήθηκε από τις γυναίκες των κατώτερων τάξεων ως η μόνη οδός για την επίτευξη μιας «πλήρους αρσενικής ενηλικίωσης» (Gill, 1997: 543).
- Το φύλο έχει υποστηριχθεί ότι αποτελεί τη λυδία λίθο για την επιβίωση της εγκληματολογίας (Collier and Walgrave, 1998: 21). Για τη σχέση εγκληματολογίας και φύλου βλ. και Κ.Ε.Θ.Ι., 2005 : 9-13.
- Γι’ αυτό οι νεαροί ανησυχούν με το να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από τις γυναίκες (Connell & Messerschmidt, 2005).
- Είναι ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε την απουσία θηλυκού αντίστοιχου του ηγεμονικού ανδρισμού (Connell, 1987) καθώς η λεγόμενη εμφατική ή τονισμένη θηλυκότητα δεν προσδιορίζεται από το δυναμικό χαρακτήρα της αλλά το αντίθετο από την παθητικότητά της έτσι, ορίζεται ως «παθητική, εξαρτώμενη, ανήμπορη, ανεπαρκής, ευγενική, άπραγη και ανίκανη να προστατεύσει τον εαυτό της» (Searles & Follansbee, 1984: 66; και Jones, 2008: 66).
- Αντίστοιχες έρευνες έχουν γίνει και στον αθλητισμό όπου διαπιστώνεται ότι αν και η μυϊκή ρώμη είναι αποδεκτή στις γυναίκες εντούτοις είναι αποδεκτή ως ένα σημείο (Krane, 2001). Ακόμα και οι επιδόσεις των γυναικών στα σπορ υποβαθμίζονται κατά την παρουσίασή τους ενδεικτικά ο όρος που χρησιμοποιούν οι κοινωνιολόγοι του αθλητισμού για να περιγράψουν την υποβαθμισμένη προβολή της γυναίκας στα σπορ είναι η «συμβολική εκμηδένιση» (symbolic annihilation) (Lenskyj, 1998: 20).
- Για μια πληρέστερη ανάλυση για το αν τελικά έχει επιτευχθεί η πλήρης εξίσωση βλ. Κουράκης, 2006.
- Εγκλήματα μίσους είναι λόγια ή πράξεις που σκοπεύουν να βλάψουν ή να εκφοβίσουν ένα άτομο λόγω της θεωρούμενης συμμετοχής του σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα , απευθύνεται, κατά βάση, σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και όχι μεμονωμένα άτομα (Stotzer, 2007; Mason 1993, 1). Η διάσταση του φύλου στα εγκλήματα μίσους έχει επισημανθεί θεωρητικά (Tomsen & Mason, 2001; Tomsen, 2001) παράλληλα με την σύνδεση αυτών των εγκλημάτων με νέο-ναζιστικές ομάδες (Tomsen, 2001). Σίγουρα κάποια από τα καλούμενα εγκλήματα μίσους μπορούν να θεωρηθούν εγκλήματα ανδρισμού στο βαθμό που συνδέονται με τη δημιουργία ανδρικής ταυτότητας σε μια ομάδα (Tomsen, 2001: 7).
- Όπως αυτή που παρέχεται από το Συνήγορο του Παιδιού, η οποία σε συνδυασμό με ήδη υπάρχουσες υπηρεσίες που παρέχονται από Μ.Κ.Ο. {ενδεικτικά η Γραμμή Βοήθειας 1056 από την Europe Anti-bullying Campaign (βλ. http://www.e-abc.eu/gr/grammes-voitheias/), η γραμμή για παιδιά και εφήβους 116 111 της Ε.ΨΥ.ΠΕ που συμμετέχει στο Δίκτυο Κατά της Βίας στο Σχολείο (βλ. http://www.antibullying.gr/el/koinothta/zhthste-vohtheia.html)} για τις περιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού, θα μπορούσε να συνδράμει στη δημιουργία ενός πλέγματος προστασίας από τις επιθετικές συμπεριφορές
- Οι πρόσφατες περιπτώσεις Γιακουμάκη (http://www.kathimerini.gr/ 807518/article/epikairothta/ellada/dyskolh-h-anazhthsh-enoxwn-gia-ton-8anato-giakoymakh) και της 22χρονης (http://www.tovima.gr/society/article/?aid=691638) που επιτέθηκε σε συμμαθήτριές της είναι χαρακτηριστικές για τους λόγους που οδήγησαν στις απονενοημένες πράξεις, όσο και για την μη αποτελεσματική παρέμβαση όσων είχαν θεσμική ευθύνη προς αυτό.