Ζητήματα αποκατάστασης για τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων:
Το Διεθνές Νομικό Πλαίσιο και
οι υποχρεώσεις εφαρμογής της Ελλάδας
ΕΛΕΝΗ ΜΙΧΑ*
Εισαγωγή: Η έννοια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και η εξέλιξή της
Πρώτο Μέρος: Η διεθνής ευθύνη για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Οι διεθνείς ρυθμίσεις και η λειτουργία τους
Δεύτερο Μέρος: Η αποκατάσταση της ζημίας των θυμάτων ως συνέπεια της διεθνούς ευθύνης: Μια θυματοκεντρική προσέγγιση
Τρίτο Μέρος: Το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και η σχετική διοικητική πρακτική: Η περίπτωση της Ελλάδας
Τελικές παρατηρήσεις
Εισαγωγή
Η έννοια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και η εξέλιξή της
Η αποκατάσταση της ζημίας που επέρχεται ως συνέπεια μίας άδικης πράξης έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στο χρόνο. Ήδη από την αρχαιότητα, ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» έθεσε τις βάσεις για την οριοθέτηση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης μιλώντας για το «επανορθωτικόν δίκαιον» το οποίο εφαρμόζει ο δικαστής για να εξισώσει τη ζημία με το κέρδος.[1] Στη σύγχρονη εποχή «ο πατέρας» του διεθνούς δικαίου Ούγκο Γκρότιους ορίζει την αποκατάσταση ως στόχο της αντισταθμιστικής δικαιοσύνης, αλλά και ο Τζων Ρόουλς στη θεωρία του περί δικαιοσύνης προσδιορίζει την έννοια της αποκατάστασης μιλώντας για διανεμητική ισότητα.[2] Στο διεθνές προσκήνιο, η έννοια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης βρίσκει το δρόμο προς την υλοποίηση από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.[3] Με αφετηρία την κατοχύρωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα βασικά συμβατικά κείμενα οικουμενικού και περιφερειακού χαρακτήρα, το άτομο αναδεικνύεται ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και διεκδικεί από τα κράτη την αποκατάσταση της ζημίας του για τις αντίστοιχες παραβιάσεις. Ο τεράστιος αριθμός θυμάτων που προέκυψε από τις δύο παγκόσμιες συρράξεις, η αποτυχία του συστήματος της Κοινωνίας των Εθνών ως σύστημα εξασφάλισης της διεθνούς ειρήνης και η συνειδητοποίηση της ευθύνης των κρατών για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας το οποίο θα εξασφαλίζει και τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα οδήγησε στην καθιέρωση νέων, συγκεκριμένων συστημάτων προστασίας. Έτσι, το άτομο ως δικαιούχος μπορούσε πλέον να απαιτήσει το σεβασμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περαιτέρω την αποκατάσταση της ζημίας του σε περίπτωση παραβίασής τους. Για να τεθεί σε λειτουργία ένα τέτοιο σύστημα προστασίας καθιερώθηκαν αντίστοιχοι μηχανισμοί ελέγχου όπου το άτομο διατηρούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενώ το κράτος όφειλε να αποκαταστήσει την τυχόν επελθούσα ζημία.[4] Έτσι πραγματοποιήθηκε η, πιθανόν, πιο σημαντική στροφή στη διεθνή κοινωνία του 20ου αιώνα: τα κράτη από μία αόριστη, γενικόλογη στάση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – περισσότερο κοινωνικού χαρακτήρα – στράφηκαν σε συμβατικές σχέσεις όπου τα ίδια τα κράτη ευθύνονται για συγκεκριμένες παραβιάσεις κανόνων δικαίου και υποχρεούνται απέναντι στο άτομο για την αποκατάσταση της αντίστοιχης ζημίας του.[5]
Αυτό αποτέλεσε και το πρώτο στάδιο της διεθνούς ευθύνης των κρατών για παραβιάσεις των κανόνων προστασίας των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εξέλιξη αυτή αρχικά έλαβε χώρα στον ευρωπαϊκό χώρο και αποτέλεσε τη βασική απόδειξη για την προοδευτική ανάπτυξη του δικαίου.[6] Αναπόφευκτα λοιπόν η καθιέρωση του ατομικού δικαιώματος για αποκατάσταση της ζημίας αποτέλεσε με τον καιρό ένα απαραίτητο συστατικό για την αποτελεσματικότητα των συστημάτων προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το σύστημα όμως εξακολούθησε να εξελίσσεται με τα κράτη να αναλαμβάνουν περισσότερες υποχρεώσεις προστασίας αυτή τη φορά αφού υποχρεούνται πλέον να ενσωματώνουν τους αντίστοιχους κανόνες στην εθνική τους έννομη τάξη και να καθιερώνουν ένα σύστημα αποκατάστασης της ζημίας του θύματος. Άμεσα συνδεδεμένη υποχρέωση αποτελεί και η θέσπιση των κατάλληλων ενδίκων μέσων από τα κράτη ώστε να αποκατασταθούν αποτελεσματικά οι σχετικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης τα δεδομένα δεν αλλάζουν. Ακόμα και αν η άσκηση της ποινικής εξουσίας εμπίπτει στην κυριαρχική αρμοδιότητα του κράτους, το άτομο δεν παύει να αποτελεί κινητήρια δύναμη και να συνιστά βασικό παράγοντα της ποινικής δίκης. Η θέση αυτή του ατόμου-θύματος στο κέντρο κάθε κρατικής δράσης και η ανάλυση των προβλημάτων που προκύπτουν κάτω από το πρίσμα των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί την ουσία μίας ανθρωπο-δικαιϊκής προσέγγισης, η οποία αποτελεί το βασικό άξονα δράσης των διεθνών οργανισμών και όχι μόνον αυτών που ασχολούνται με την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ιδιαίτερα στο χώρο της εμπορίας ανθρώπων μία αντίστοιχη ανάλυση συνεπάγεται αρχικά την ταυτοποίηση θυμάτων και δραστών. Σε δεύτερο χρόνο σημαίνει όχι μόνο την αποτελεσματική δίωξη και πιθανή καταδίκη των δραστών αλλά και την αποτελεσματική προστασία των θυμάτων με την παροχή των κατάλληλων ενδίκων μέσων. Η πρώην Ύπατη Αρμοστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα εστίασε τη θυματοκεντρική αυτή αντίληψη κυρίως στην πρωταρχία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία και πρέπει να διέπει τις τρεις δράσεις κατά της εμπορίας ανθρώπων, την πρόληψη, την προστασία των θυμάτων και τη δίωξη των δραστών.[7]
Υιοθετώντας τη θυματοκεντρική προσέγγιση, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τη δράση της διεθνούς κοινότητας με στόχο όχι μόνο την καταστολή, αλλά περαιτέρω την αποκατάσταση των συνεπειών που επέφερε η εγκληματική δραστηριότητα στα θύματά της. Εστιάζοντας κυρίως στην προστασία των ατόμων που κατέληξαν να ζημιωθούν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, θα αναλύσω το σκεπτικό των διεθνών ρυθμίσεων που έχουν υιοθετηθεί τόσο σε οικουμενικό όσο και περιφερειακό επίπεδο. Συγκεκριμένα, η ανάλυση στο δεύτερο κεφάλαιο του άρθρου θα επικεντρωθεί στις ρυθμίσεις που προβλέπει το Πρωτόκολλο του Παλέρμο, το πρώτο διεθνές κείμενο που ασχολήθηκε συστηματικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων ως εγκληματικό φαινόμενο.[8] Σε περιφερειακό επίπεδο και συγκεκριμένα στον ευρωπαϊκό χώρο όπου δεσπόζει το Συμβούλιο της Ευρώπης για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κεντρικό σημείο αναφοράς θα είναι η Σύμβαση για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων. [9] Έχοντας υπόψη την παράλληλη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάντια στην εμπορία ανθρώπων θα προσπαθήσω, μέσα στα περιορισμένα όρια του παρόντος άρθρου, να παρουσιάσω συγκριτικά και τις ρυθμίσεις που έχουν υιοθετήσει τα αρμόδια όργανα της Ένωσης για το σκοπό αυτό (Δεύτερο Μέρος). Απώτερος σκοπός είναι βέβαια η εναρμόνιση των προσπαθειών αυτών, εφόσον πολλά από τα κράτη τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις είναι μέλη και στους δύο περιφερειακούς οργανισμούς. Ως παράδειγμα θα λάβω υπόψη μου την Ελλάδα η οποία μόλις πρόσφατα έχει υπογράψει και ενσωματώσει στην εσωτερική της νομοθεσία τα αντίστοιχα κείμενα[10] (Τρίτο Μέρος). Προτού όμως προχωρήσω στην επισκόπηση των ρυθμίσεων και τη συγκριτική τους ανάλυση είναι αναγκαίο να οριοθετηθεί η ευθύνη των κρατών για την παραβίαση των διεθνών συμβατικών τους υποχρεώσεων. Στο χώρο του διεθνούς δικαίου η ευθύνη των κρατών φαίνεται να λειτουργεί στην εποχή μας ως η αυτονόητη συνέπεια μίας διεθνώς άδικης πράξης, ανεξάρτητα αν η τελευταία μπορεί να προέρχεται από πράξη ή παράλειψη που συνιστά παραβίαση μιας διεθνούς σύμβασης, διεθνούς εθίμου ή άλλης διεθνούς υποχρέωσης. Όμως, το πλαίσιο λειτουργίας της διεθνούς ευθύνης όπως και οι αντίστοιχες προϋποθέσεις της ήταν αποσπασματικές για το διεθνές νομικό οπλοστάσιο. Το έργο της συστηματοποίησης και περαιτέρω κωδικοποίησής τους ανέλαβε να διεξάγει η Έκτη Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της να κωδικοποιεί το ισχύον διεθνές δίκαιο και να συμβάλλει στην προοδευτική ανάπτυξή του.[11] Επομένως, το Πρώτο Μέρος του άρθρου στοχεύει στη συνοπτική παρουσίαση της λειτουργίας του συστήματος της διεθνούς ευθύνης, όπως και των συνεπειών που επιφέρει η ενεργοποίησή του. Βέβαια, η ανάλυση δεν έχει γενικό περιεχόμενο. Αντίθετα, είναι επικεντρωμένη στη διεθνή ευθύνη που απορρέει από παραβιάσεις των διεθνών υποχρεώσεων που αφορούν στις ρυθμίσεις για την απαγόρευση της εμπορίας ανθρώπων. Τελικός στόχος της μελέτης είναι η διαπίστωση της εξέλιξης του δικαίου της διεθνούς ευθύνης στο μέτρο που αφορά στις υποχρεώσεις των κρατών για την αποκατάσταση των παραβιάσεων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων.
Πρώτο Μέρος: Η διεθνής ευθύνη για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Οι διεθνείς ρυθμίσεις και η λειτουργία τους
Έχει πολύ σωστά παρατηρηθεί πως ο χώρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κυριαρχείται από τη συζήτηση για την εφαρμογή τους, ενώ ελάχιστη είναι η ενασχόληση με το ζήτημα ευθύνης των κρατών λόγω παραβιάσεων των σχετικών κανόνων.[12] Από την μία πλευρά, αυτή η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη, εφόσον η προσοχή τόσο ακαδημαϊκών όσο και εφαρμοστών του δικαίου επικεντρώνεται στην υλοποίηση των διεθνών υποχρεώσεων των κρατών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινε δεκτό πως η εφαρμογή των κανόνων ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν εντάσσεται στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών αλλά συνιστά διεθνή υποχρέωση. Η συζήτηση αυτή είναι άρρηκτα δεμένη με την αποτελεσματική εφαρμογή των διεθνών κανόνων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μερών, μέσω της υιοθέτησης ενδίκων μέσων για την υλοποίησή τους από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα.[13] Παράλληλα όμως κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι οι κανόνες προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραβιάζονται χωρίς βέβαια αυτό να συνεπάγεται την αποδυνάμωση της ισχύος των κανόνων αυτών.[14] Είναι λοιπόν άμεση η ανάγκη να συζητηθούν και να μελετηθούν ενδελεχώς οι δευτερογενείς κανόνες θεμελίωσης της διεθνούς ευθύνης για παραβίαση των κανόνων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε να αποκατασταθούν οι ζημίες που έχουν ενδεχομένως προξενηθεί. Πρωταρχικά όμως είναι ανάγκη να διευκρινισθεί η έννοια των κανόνων διεθνούς ευθύνης για παραβιάσεις διεθνών υποχρεώσεων, ή αλλιώς η διαφορά μεταξύ δευτερογενών και πρωτογενών υποχρεώσεων των κρατών. Έτσι, πρωτογενής είναι η υποχρέωση που πηγάζει από ουσιαστικούς κανόνες δικαίου, η παραβίαση των οποίων γεννά τη διεθνή ευθύνη των κρατών, η οποία με τη σειρά της ρυθμίζεται από τους δευτερογενείς κανόνες της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου. Αναπόφευκτα, οι πρωτογενείς υποχρεώσεις πηγάζουν από συμβατικούς ή εθιμικούς κανόνες δικαίου, οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορούν στην προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητα αν η πρωτογενής υποχρέωση αναφέρεται σε πράξη ή παράλειψη, απαιτεί ορισμένη συμπεριφορά ή την επέλευση συγκεκριμένου αποτελέσματος. Έτσι, στην περίπτωση της εμπορίας ανθρώπων, πρωτογενείς είναι οι κανόνες που εμπεριέχουν τα διεθνή κείμενα προστασίας, όπως η Διεθνής Σύμβαση για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα και το Πρωτόκολλο του Παλέρμο και η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης και ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις των κρατών ως προς την προστασία των ατόμων από τη συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά. Αντίθετα, σε περίπτωση που διαπιστωθεί παραβίαση αυτών των υποχρεώσεων τότε οι δευτερογενείς κανόνες περί διεθνούς ευθύνης θα οριοθετήσουν τις υποχρεώσεις των κρατών για αποκατάσταση της παραβίασης.[15]
Μέχρι σήμερα ο μηχανισμός της διεθνούς ευθύνης στο χώρο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λειτουργεί με χαρακτηριστικό τρόπο. Η υπάρχουσα δομή του μηχανισμού βασίζεται αποκλειστικά στην παραδοσιακή αντίληψη ότι τα κράτη είναι τα μόνα υποκείμενα με πλήρη δικαιϊκή ικανότητα στο διεθνή χώρο. Η έκρηξη όμως που παρατηρήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τους μη-κρατικούς δρώντες να «κινούν τα νήματα» στη διεθνή σκηνή έθεσε επίμονα το ερώτημα αν μπορούν να δεσμεύονται και αυτοί ως προς την τήρηση των διεθνών κανόνων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[16] Και σε περίπτωση που υπάρχει θετική απάντηση ερωτάται περαιτέρω αν ο ρόλος του κράτους παραμένει ο ίδιος ή προσαρμόζεται στις νέες καταστάσεις και με ποια μέσα.[17] Έχοντας υπόψη ότι η διεθνής ευθύνη ενεργοποιείται όχι μόνο μέσω πράξεων, αλλά και παραλείψεων, γίνεται πλέον δεκτό πως τα κράτη υπέχουν ευθύνη αν παραλείψουν να δράσουν με τη «δέουσα προσοχή» (due diligence)[18] ώστε να εμποδίσουν την τέλεση παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή να ερευνήσουν και να τιμωρήσουν όσες έχουν ήδη τελεσθεί. Οι λεγόμενες θετικές υποχρεώσεις των κρατών προέρχονται από το χώρο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγκεκριμένα από τα περιφερειακά συστήματα προστασίας, έτσι όπως αυτά εδραιώθηκαν στην Ευρωπαϊκή και Αμερικανική ήπειρο.[19] Θεμελιώδης έννοια για την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι θετικές υποχρεώσεις του κράτους έχουν νομολογιακή αφετηρία, αφού δημιουργήθηκαν και εξελίχθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το Διαμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα κύρια δικαιοδοτικά όργανα εφαρμογής της Ευρωπαϊκής και Διαμερικανικής Σύμβασης αντίστοιχα. [20] Σταδιακά, αντικείμενο των θετικών υποχρεώσεων αποτέλεσαν οι υποχρεώσεις των κρατών για πρόληψη, έρευνα και τιμωρία των πράξεων τρίτων που παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτήν την περίπτωση καταλογίζεται στα κράτη η παράλειψη των οργάνων τους να προλάβουν τις σχετικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και η παράλειψή τους να ερευνήσουν περαιτέρω και να τιμωρήσουν την τέλεση παρανόμων πράξεων από ιδιώτες. Αυτές οι ίδιες οι οφειλόμενες παραλείψεις επιμέλειας συνιστούν τις διεθνώς παράνομες πράξεις οι οποίες με τη σειρά τους θεμελιώνουν τη διεθνή ευθύνη των κρατών.[21] Για να διαπιστωθεί όμως αν οι παραλείψεις πηγάζουν από μία έννομη υποχρέωση πρέπει να ανατρέξουμε στον πρωτογενή κανόνα δικαίου και να διαπιστώσουμε το περιεχόμενό του, η παράλειψη εκπλήρωσης του οποίου συνιστά διεθνή παραβίαση. Η συγκεκριμένη διάκριση είναι χαρακτηριστική στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπου τα κράτη δεν οφείλουν να δρουν αποκλειστικά κατασταλτικά, αλλά και προληπτικά.[22]
Στο χώρο της εμπορίας ανθρώπων, η υπόθεση Rantsev κ. Κύπρου και Ρωσίας είναι αντιπροσωπευτική της βαρύτητας των θετικών υποχρεώσεων των κρατών μερών στην ΕΣΔΑ και της παράλειψης τήρησής τους από αυτά.[23] Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αρνήθηκε να διαγράψει την υπόθεση από το πινάκιο, όπως πρότεινε η Κυπριακή κυβέρνηση, εφόσον «είναι δεδομένη η ανάγκη για συνεχή εξέταση των υποθέσεων όπου αναγείρονται ζητήματα εμπορίας ανθρώπων».[24] Επιπλέον, το Δικαστήριο έχοντας υπόψη του τη «σπανιότητα των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του για κρίση σχετικά με την εμπορία ανθρώπων», υπογράμμισε την ανάγκη να εξετάσει «εάν και έως ποιου σημείου εκτείνονται οι θετικές υποχρεώσεις των κρατών για προστασία των εν δυνάμει θυμάτων εκτός του πλαισίου της ποινικής δίωξης».[25] Κατά την εξέταση του βασίμου της προσφυγής, το Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω το περιεχόμενο των θετικών υποχρεώσεων των κρατών στο πλαίσιο του άρθρου 4 ΕΣΔΑ ως το σύνολο των (νομοθετικών και διοικητικών) μέτρων που θα εξυπηρετούν τόσο τους στόχους της τιμωρίας των δραστών, όσο αυτούς της πρόληψης του φαινομένου και της προστασίας των θυμάτων. Και περαιτέρω, τα κράτη οφείλουν «να λάβουν προληπτικά επιχειρησιακά μέτρα για την προστασία των θυμάτων ή των εν δυνάμει θυμάτων εμπορίας.»[26] Στο αναπόφευκτο ερώτημα για το βαθμό της επιμέλειας που οφείλει να επιδείξει το κράτος μέσω των οργάνων του, το Δικαστήριο προϋποθέτει ότι οι αρχές του κράτους γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις περιστάσεις που θεμελιώνουν βάσιμες υπόνοιες ότι συγκεκριμένο άτομο έπεσε θύμα εμπορίας ή διέτρεχε έναν πραγματικό και άμεσο κίνδυνο να πέσει θύμα εμπορίας ή εκμετάλλευσης υπό την έννοια του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο και της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της εμπορίας.[27] Παράλληλα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η δέουσα επιμέλεια που οφείλουν τα κράτη μέρη σύμφωνα με τη Σύμβαση διαθέτει εκτός από το ουσιαστικό σκέλος και ένα δικονομικό, δηλαδή τη διεξαγωγή μίας αποτελεσματικής έρευνας η οποία θα είναι ικανή να οδηγήσει στην εξακρίβωση και τιμωρία των υπεύθυνων ατόμων για την τέλεση της εμπορίας. Και αυτή είναι μια υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένης συμπεριφοράς, αλλά όχι συγκεκριμένου αποτελέσματος.[28] Το μακροσκελές σκεπτικό του Δικαστηρίου εντάσσεται στη γενικότερη προβληματική της διεθνούς ευθύνης μέσω παραλείψεων, όπως αυτή εκφράζεται και μέσω της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το οποίο θεωρεί πως η δέουσα επιμέλεια αποτελεί το βασικό παράγοντα για την οριοθέτηση της υποχρέωσης πρόληψης.[29]
ιι. Ο χώρος της διεθνούς ευθύνης κυριαρχείται από την εθιμική αρχή της υποχρέωσης των κρατών να αποκαταστήσουν κάθε παραβίαση που τέλεσαν, έτσι ώστε να επανέλθει η κατάσταση που υπήρχε πριν τη διεθνώς άδικη πράξη.[30] Η αρχή αυτή δεν παύει να αναφέρεται δεσμευτικά από όλα τα διεθνή δικαιοδοτικά και οιονεί δικαιοδοτικά όργανα για να θεμελιώσει «το δικαίωμα του ζημιωθέντος κράτους για επανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν από τη διεθνώς άδικη πράξη ενός άλλου κράτους».[31] Πάντως, η επιβεβαίωση της αρχής της επανόρθωσης στα άρθρα περί διεθνούς ευθύνης δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ύπαρξη ζημίας στο «πρόσωπο» του αδικηθέντος κράτους, υπό την έννοια της απώλειας ή μείωσης των αποκτημάτων του κράτους.[32] Τόσο η ύπαρξη ζημίας όσο και το ακριβές της περιεχόμενο εξαρτάται κάθε φορά από την – υπό εξέταση – πρωτογενή υποχρέωση. Η τελευταία είναι αυτή που θα καθορίσει το είδος και το ύψος της αποκατάστασης, αν δηλαδή θα είναι αποζημίωση in natura, χρηματική αποζημίωση, ή άλλου είδους ικανοποίηση, όπως η παροχή συγγνώμης. Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι η ζημία που θα αποκατασταθεί περιλαμβάνει τόσο την υλική όσο και την ηθική βλάβη. Ιδιαίτερη σημασία για την αποκατάσταση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενέχει η ηθική βλάβη που συνήθως υφίστανται τα θύματα. Σε περιπτώσεις δε απώλειας της ανθρώπινης ζωής σημαντικό ρόλο για την αποκατάσταση έχει η ψυχική οδύνη των συγγενών, οι οποίοι είναι και αυτοί θύματα της παραβίασης.[33] Χαρακτηριστική από πλευράς διεθνούς δικαίου είναι η υπόθεση του Βρετανικού υπερωκεανίου Lusitania το οποίο δέχθηκε επίθεση από Γερμανικό υποβρύχιο κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και βυθίστηκε κοντά στις Ιρλανδικές ακτές το Μάιο του 1915. Η απώλεια σε ανθρώπινες ζωές ήταν μεγάλη με τα περισσότερα θύματα να είναι αμερικανικής υπηκοότητας και τις ΗΠΑ να διεκδικούν την αποκατάσταση των υλικών ζημιών, αλλά και όσων ζημιών προκλήθηκαν λόγω ψυχικής οδύνης για τους συγγενείς των θανόντων, αλλά και λόγω ηθικής βλάβης για τους τραυματίες.[34] Η απόφαση της ad hoc Επιτροπής Διαιτησίας είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αναγνωρίζει ρητά ότι η καταβολή αποζημίωσης για βλάβες που προκλήθηκαν λόγω ψυχικής οδύνης συνιστά έναν κανόνα «γενικά αναγνωρισμένο απ’όλα τα πολιτισμένα κράτη».[35] Τυχόν αμφισβήτηση αυτού του δικαιώματος θα σήμαινε σύμφωνα με την Επιτροπή «άρνηση της θεμελιώδους αρχής ότι υπάρχει ένα ένδικο μέσο για την άμεση επέμβαση σε κάθε δικαίωμα.»[36] Αντίθετα, αυτό το μέσο πρέπει να αντιστοιχεί στη ζημία που επήλθε και να αντιστοιχεί σε χρήμα.
Παρόμοιο είναι το σκεπτικό των ρυθμίσεων για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων. Τόσο τα ειδικά διεθνή κείμενα που στοχεύουν στην καταπολέμηση του φαινομένου, όσο και τα γενικά κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προβλέπουν την επανόρθωση των ζημιών κυρίως με την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης εκ μέρους των δραστών. Από την μία πλευρά, το Πρωτόκολλο του Παλέρμο χωρίς να κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα αποζημίωσης προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μερών να θεσπίσουν τα κατάλληλα ένδικα μέσα για τη διεκδίκηση αποζημίωσης.[37] Από την άλλη πλευρά, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης διαθέτει ένα δεσμευτικό χαρακτήρα όταν κατοχυρώνει ρητά δικαίωμα αποζημίωσης υπέρ των θυμάτων και κατά των αυτουργών στο πλαίσιο της κύριας ποινικής δίκης ή μίας χωριστής αστικής δίκης.[38] Με δεδομένη τη θεμελίωση αντίστοιχης υποχρέωσης και βάσει της Οδηγίας 29/2012 είναι πλέον φανερό ότι στον ευρωπαϊκό πλέον χώρο υπάρχει κατοχυρωμένο δικαίωμα των θυμάτων για την καταβολή αποζημίωσης από τους αυτουργούς για την αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από την τέλεση εγκληματικών πράξεων που συνιστούν εμπορία ανθρώπων.[39] Βέβαια άμεσα συνυφασμένο με το δικαίωμα αποζημίωσης είναι και η κατοχύρωση των κατάλληλων ενδίκων μέσων, ώστε η προβλεπόμενη προστασία να είναι και αποτελεσματική, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου.[40]
Δεύτερο Μέρος: Η αποκατάσταση της ζημίας των θυμάτων ως συνέπεια της διεθνούς ευθύνης: Μία θυματοκεντρική προσέγγιση
Μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση και ανάλυση προϋποθέτει (και συνεπάγεται) την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως βασικό ερμηνευτικό εργαλείο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών σε τομείς, όπως η αειφόρος ανάπτυξη, η ποινική καταστολή κλπ.[41] Έτσι ο στόχος πραγμάτωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο της υποχρέωσης εφαρμογής των διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τα κράτη, ανεξάρτητα από την ταυτότητα των υποχρεώσεων αυτών. Στην πραγματικότητα η ανθρωποκεντρική προσέγγιση αποτελεί μία μορφή προγραμματισμού των κρατών για την αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εθνική τους έννομη τάξη. Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια εξέλιξη στην ερμηνευτική προσέγγιση των διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων των κρατών μέσω των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε να αφορά και τομείς δραστηριότητας που παραδοσιακά αφορούσαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους. Η ρύθμιση της ποινικής καταστολής που θα υιοθετήσει ένα κράτος, όπως και η μεταναστευτική του πολιτική αντιμετωπίζονται πλέον και ως θέμα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την εκπλήρωση της οποίας αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος.
Ειδικά σε θέματα που άπτονται του ευρύτερου χώρου της ποινικής δικαιοσύνης υιοθετείται μία ανάλυση, η οποία εστιάζει στο θύμα της αντίστοιχης παραβίασης και την κατοχύρωση των επιμέρους δικαιωμάτων του. Η επονομαζόμενη θυματοκεντρική προσέγγιση έχει στόχο της να αντιμετωπίσει τις ανάγκες που ανακύπτουν για τα θύματα των παραβιάσεων και την αποκατάσταση των ζημιών που προέκυψαν.[42] Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση της εμπορίας ανθρώπων η οποία πλέον αντιμετωπίζεται από το διεθνές δίκαιο τόσο ως έγκλημα όσο και ως παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρωταρχικός στόχος του διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου είναι να εδραιωθεί μια αποτελεσματική ποινική δικαιοσύνη για την καταστολή του φαινομένου της εμπορίας, ώστε να αποτραπεί η ατιμωρησία των δραστών, αλλά και να δικαιωθούν τα θύματα. Οι ειδικότερες υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη θυματοκεντρική προσέγγιση[43] αφορούν στην αποφυγή παραβίασης κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των δρώντων που μπορεί να προκύψει ως συνέπεια άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά και στη δυνατότητα πρόσβασης των θυμάτων σε κατάλληλα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα για την επανόρθωση της ζημίας τους. Η επανόρθωση μπορεί να περιλαμβάνει τη (χρηματική) αποζημίωση, την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, τη (φυσική) αποκατάσταση, ή άλλου είδους ικανοποίηση, όπως την παροχή συγγνώμης, αλλά και εγγυήσεις για τη μη επανάληψη της/των παραβίασης/παραβιάσεων.[44] Τη θυματοκεντρική προσέγγιση έχουν ήδη υιοθετήσει και οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων με πρωτοπόρους την Ύπατη Αρμοστεία για τα δικαιώματα του ανθρώπου και το Γραφείο της Βιέννης για το έγκλημα και τα ναρκωτικά.[45] Κεντρικό ρόλο στη δραστηριοποίηση των διεθνών οργανισμών παίζουν οι Κατευθυντήριες Γραμμές και Συστάσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εμπορία Ανθρώπων που συνέταξε το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας το 2002.[46] Αν και δεν διαθέτουν δεσμευτικό χαρακτήρα, οι εν λόγω Αρχές αποτελούν πολύτιμο ερμηνευτικό εργαλείο των διεθνών συμβάσεων, αφού υιοθετήθηκαν από πολλά κράτη υπό την μορφή ερμηνευτικών κειμένων ή δηλώσεων προγραμματικού χαρακτήρα.[47] Το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών είναι να εστιάζεται πλέον η προσοχή των διεθνών οργάνων όχι σε απλή ανταλλαγή πληροφοριών και συμβουλών, αλλά σε συγκεκριμένες οδηγίες για τη διαμόρφωση της πολιτικής των κρατών με στόχο την αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταστολή του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων. Στο μέτρο που ένα σημαντικό τμήμα των οδηγιών αυτών αφορούν στην αποκατάσταση της ζημίας των θυμάτων οι Αρχές της Ύπατης Αρμοστείας συνιστούν το κατάλληλο εργαλείο για να εξειδικευθούν οι γενικότερες ρυθμίσεις των διεθνών κειμένων και να καταστούν πιο λειτουργικές, ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των κρατών μερών.[48] Η θετική ανταπόκριση που είχαν οι Αρχές του 2002 από τα κράτη οδήγησαν την Ύπατη Αρμοστεία να συντάξει οκτώ χρόνια αργότερα έναν εκτενή σχολιασμό για να εξειδικεύσει περαιτέρω τις υποχρεώσεις των κρατών μερών και να καλύψει ερμηνευτικά κενά που προέκυψαν κατά την εφαρμογή τους.[49]
Ειδικότερα, ως προς τις υποχρεώσεις αποκατάστασης που θεμελιώνουν τα διεθνή συμβατικά κείμενα, οι Αρχές διευκρινίζουν ότι τα θύματα έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε επαρκή και αποτελεσματικά ένδικα μέσα, όπως όλα τα θύματα των εγκληματικών πράξεων και παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[50] Επειδή όμως ο συγκεκριμένος κανόνας εξειδικεύεται με διαφορετικό τρόπο στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 2005,[51] γίνεται φανερό ότι όσα κράτη είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης κι έχουν υπογράψει κι επικυρώσει τη Σύμβαση δεσμεύονται σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνα τα κράτη που έχουν υπογράψει και επικυρώσει το Πρωτόκολλο. Συνεπώς, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι υπάρχουν δύο επίπεδα δεσμεύσεων στο διεθνή χώρο όσον αφορά στις υποχρεώσεις αποκατάστασης της ζημίας των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων: σε οικουμενικό επίπεδο, τα κράτη μέρη υποχρεούνται να εντάξουν στην εθνική τους έννομη τάξη τις κατάλληλες ρυθμίσεις για την υλοποίηση των αρχών για αποκατάσταση της ζημίας, μία υποχρέωση προγραμματικού χαρακτήρα χωρίς άμεση δεσμευτική ισχύ, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι υποχρεώσεις για τα κράτη μέρη είναι αυστηρές με την καθιέρωση δικαιώματος των θυμάτων σε αποζημίωση απέναντι στους καταδικασθέντες δράστες.[52]
Πάντως, η εφαρμογή του δικαιώματος εξαρτάται από μια σειρά άλλων μέτρων, τόσο νομοθετικής όσο και διοικητικής φύσης, τα οποία υποχρεούνται να λάβουν τα κράτη μέρη. Τέτοια μέτρα αφορούν στην ενημέρωση των θυμάτων για τις διαδικασίες διεκδίκησης αποζημίωσης, στην παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, στην παροχή ιατρικής φροντίδας και ψυχολογικής υποστήριξης, στην εξασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας των συγγενών του θύματος από απειλές και ειδικά των παιδιών εάν υπάρχουν, στην αποφυγή απέλασης των αλλοδαπών θυμάτων, όπως και στην υποχρεωτική παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων σε περιπτώσεις επαναπατρισμού των θυμάτων.[53] Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η καθιέρωση της ευθύνης των νομικών προσώπων τα οποία «τέλεσαν» κάποιο από τα αδικήματα που συνιστούν εμπορία ανθρώπων μέσω ή για λογαριασμό κάποιου από τα όργανά του.
Είναι σημαντικό να διευκρινισθεί ότι το δικαίωμα αποζημίωσης του παθόντα κατοχυρώνεται και στις περιπτώσεις εταιρικής ευθύνης, εφόσον η τελευταία ισχύει παράλληλα με την ποινική ευθύνη του ατόμου που ενεργεί ως μέλος του εν λόγω νομικού προσώπου.[54] Συνεπώς, σε περίπτωση που το άτομο – δράστης της εγκληματικής πράξης δεν διαθέτει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για να καλύψει την αποζημίωση που δικαιούται το θύμα το νομικό πρόσωπο που υπέχει πλέον ευθύνη οφείλει να καταβάλει αποζημίωση, ώστε να καλυφθεί πλήρως η αντίστοιχη ζημία.
Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα θυματοκεντρικής προσέγγισης που έχει υιοθετήσει κράτος μέλος της διεθνούς κοινότητας με θετική προληπτική και κατασταλτική δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων είναι η νομοθεσία των ΗΠΑ. Ο νόμος για την προστασία των θυμάτων εμπορίας που υιοθετήθηκε το 2000[55] δεν στοχεύει αποκλειστικά στη δίωξη και καταδίκη των δραστών. Επιδιώκοντας μια ολοκληρωμένη διαδικασία αποκατάστασης, οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις προβλέπουν, ανάμεσα σε άλλα, την υποχρέωση του δράστη να αποκαταστήσει τη ζημία των θυμάτων. Η καινοτομία που εισάγει η αμερικανική νομοθεσία είναι η υλοποίηση αυτής της υποχρέωσης, ώστε η πρόβλεψη να μην μένει γράμμα κενό. Έτσι λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα, όπως η έγκαιρη δέσμευση και κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του δράστη,[56] ώστε να μπορέσουν να καλυφθούν οι ζημίες του θύματος σε όλη τους την έκταση. Πρόσθετο σημαντικό χαρακτηριστικό της αμερικανικής ομοσπονδιακής νομοθεσίας αποτελεί η επίδρασή της στις επιμέρους νομοθεσίες των ομόσπονδων πολιτειών ώστε, σε βάθος χρόνου, να επιτευχθεί μία ομοιόμορφη πρακτική στη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η νομοθεσία της πολιτείας του Μιζούρι, όπου όχι μόνο κατοχυρώνεται το δικαίωμα των θυμάτων να διεκδικήσουν αποζημίωση από τους καταδικασθέντες αυτουργούς, αλλά παραπέμπει στην αντίστοιχη ομοσπονδιακή νομοθεσία, ώστε σε περίπτωση που υπάρχουν κενά στην προστασία που παρέχει η πολιτειακή νομοθεσία, να αναπληρωθούν αυτά από την ομοσπονδιακή.[57] Χωρίς να παραβλέπει κανείς τις αδυναμίες και αυτού του συστήματος,[58] θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην εμπειρία από τα 15 χρόνια εφαρμογής του και στις καλές πρακτικές που εφαρμόστηκαν με επιτυχία όταν στην Ευρώπη η αντίστοιχη Σύμβαση έχει μόλις έξι χρόνια ισχύος, ενώ ο μηχανισμός ελέγχου εφαρμογής της (GRETA) έχει πρόσφατα ξεκινήσει να λειτουργεί.[59] Βέβαια στο δικαιϊκό ευρωπαϊκό χώρο κυρίαρχη παραμένει η πολιτική των οργάνων της Ένωσης, ιδιαίτερα στον τομέα της δικαιοσύνης και της δικαστικής συνεργασίας. Αν και παραδοσιακά ο χώρος της ποινικής δικαιοσύνης ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους προς ρύθμιση, ζητήματα όπως ο συντονισμός της δράσης κατά της εμπορίας ανθρώπων και η λήψη συγκεκριμένων νομοθετικών και διοικητικών μέτρων από τα κράτη μέλη ρυθμίζονται από την Επιτροπή με στόχο η δράση αυτή να καταστεί περαιτέρω πιο αποτελεσματική. Χαρακτηριστική είναι η πολιτική της Ένωσης απέναντι στα θύματα εγκληματικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων. Η οδηγία 29 που εξέδωσε το Συμβούλιο το 2012 αφορά στα ελάχιστα δεδομένα για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων.[60] Στόχος της είναι να βελτιώσει την καθημερινότητα των εκατομμυρίων θυμάτων σε όλη την Ευρώπη τονίζοντας το σημαντικό ρόλο του θύματος καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Σημαντικό τμήμα της οδηγίας καταλαμβάνει η ρύθμιση για την αποζημίωση των θυμάτων από τον δράστη της εγκληματικής πράξης με τα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν να εξειδικεύσουν μέσω της εθνικής τους νομοθεσίας τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα καταβάλλεται η αποζημίωση. Ο εύλογος χρόνος, το είδος της διαδικασίας μέσα στην οποία υποχρεούται ο δράστης για εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, όπως και οι εναλλακτικοί μηχανισμοί καταβολής αποζημίωσης αποτελούν τα βασικά θέματα που ρυθμίζει η οδηγία. Η ποινική διαδικασία ή άλλες διοικητικές διαδικασίες είναι προτιμητέες σε σχέση με τις αστικές, αφού οι τελευταίες μπορεί να επιβαρύνουν το θύμα με δικαστικά έξοδα, αλλά και με το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του το οποίο η οδηγία «επιθυμεί» να αποφύγει. Γενικότερα, η οδηγία στοχεύει στην αυτοματοποίηση της διαδικασίας καταβολής της αποζημίωσης μέσω της ποινικής δίκης για τη διευκόλυνση του θύματος. Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσουμε πως οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις αφορούν στην καταβολή αποζημίωσης από τον αυτουργό στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας για την αποκατάσταση των ζημιών που επέφεραν στο θύμα εγκληματικές πράξεις που τελέσθηκαν μέσα στα σύνορα του ίδιου του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της εμπορίας ανθρώπων. Για την τέλεση των ίδιων εγκλημάτων σε διασυνοριακό επίπεδο, η οδηγία κατοχυρώνει τη δυνατότητα του θύματος να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα στο κράτος της συνήθους διαμονής του και όχι στο κράτος τέλεσης του εγκλήματος με σκοπό πάντοτε να διευκολύνει τη ροή της διαδικασίας υπέρ του θύματος. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το αίτημα καταβολής αποζημίωσης από το ίδιο το θύμα ή τους συγγενείς του, εφόσον έχει επέλθει θάνατος του παθόντα. Ο κανόνας άσκησης δικαιοδοσίας που υιοθετεί η οδηγία καθιερώνει γενική αρμοδιότητα υπέρ του κράτους τέλεσης του εγκλήματος, εκτός εάν το κράτος διαμονής όπου έχει κατατεθεί το ένδικο μέσο, ασκήσει άμεσα ποινική δίωξη.[61] Τελικά, το βασικό χαρακτηριστικό της οδηγίας είναι η συνεργασία μεταξύ αρμοδίων κρατών καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, αλλά και κατά τη διάρκεια των διοικητικών διαδικασιών που ενεργοποιούνται για τη διευκόλυνση ενημέρωσης των θυμάτων και αποκατάστασης της ζημίας τους. Με δεδομένο ότι το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων συνιστά μία κλασσική περίπτωση διασυνοριακού εγκλήματος, είναι βέβαιο ότι η οδηγία θα αποτελέσει άμεσα ένα αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια των κρατικών αρχών υπέρ των θυμάτων για την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν υποστεί.[62]
Τρίτο Μέρος: Το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και η σχετική διοικητική πρακτική: Η περίπτωση της Ελλάδας
Για τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων η αναγνώριση του δικαιώματος αποκατάστασης από το εθνικό δίκαιο ήρθε καθυστερημένα όπως άλλωστε και η ποινικοποίηση της αντίστοιχης συμπεριφοράς. Μολονότι οι γενικές ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ίσχυαν ήδη από την εποχή που θεσπίστηκε το έγκλημα του 323Α ΠΚ και τα θύματα των εγκληματικών πράξεων είχαν τη δυνατότητα να παραστούν ως πολιτική αγωγή, δεν ίσχυσε το ίδιο για τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων.[63] Συμβαίνει συχνά ο κατηγορούμενος να μην έχει επαρκείς πόρους που θα επιτρέψουν την χρηματική ικανοποίηση της ζημίας του παθόντα, ή να μην έχει ασκηθεί καν κατηγορία, οπότε θα είναι αδύνατον για τα θύματα να απαιτήσουν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, τόσο της υλικής όσο και ηθικής. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι η εμπορία ανθρώπων ως διασυνοριακό έγκλημα μπορεί να τελεσθεί από πολλούς δράστες για μερικούς όμως από αυτούς δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί δίωξη.[64]
Τα κενά αυτά έσπευσε να καλύψει η δυνατότητα του θύματος να καταθέσει αίτηση ενώπιον της Αρχής Αποζημίωσης, όπως αυτή συστάθηκε και λειτουργεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 3811/2009 για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2004/80 του Συμβουλίου ΕΕ και στόχο την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικής βίας από πρόθεση.[65] Η δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης στα θύματα της εμπορίας ανθρώπων καθιερώθηκε για πρώτη φορά με το νόμο 4198/2013, [66] οι σχετικές ρυθμίσεις του οποίου τροποποίησαν τις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 3811/2009. Η τροποποίηση αυτή κρίθηκε ως απαραίτητη,[67] αφού για την εφαρμογή του ν. 3811 απαραίτητα στοιχεία είναι η χρήση σωματικής βίας ή η απειλή αυτής με συνέπεια να επέλθει ο θάνατος ή η βαριά σωματική ή διανοητική βλάβη, ενώ η περιπτωσιολογία της εμπορίας ανθρώπων δεν προϋποθέτει χρήση βίας, παρά την εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του θύματος. Εξάλλου, είχε εξαιρεθεί ρητά η υπαγωγή του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων από τις ρυθμίσεις του ν. 3811, εφόσον «δεν επέρχεται θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη του θύματος.»[68] Έτσι, η κρίση των αιτημάτων αποζημίωσης των θυμάτων από την Αρχή Αποζημίωσης αποτέλεσε τη μεγάλη καινοτομία για την ελληνική πρακτική, εφόσον δεν συναντάται κανένα σχετικό προηγούμενο στην εθνική έννομη τάξη. Παρά όμως την επιτυχημένη νομοθετικά πρόβλεψη η εφαρμογή της ρύθμισης στην πράξη κάθε άλλο παρά εύκολη αποδείχθηκε. Έχοντας υπόψη ότι καταρχήν υπόχρεος προς καταβολή της αποζημίωσης είναι ο κατηγορούμενος για την τέλεση της εγκληματικής πράξης του άρθρου 323Α ΠΚ, η προσφυγή στην Αρχή αποζημίωσης συνιστά ένα επικουρικό ένδικο βοήθημα, το οποίο φαίνεται να λειτουργεί ως ενδικοφανής προσφυγή, εφόσον η αντίστοιχη απόφαση της Αρχής υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.[69] Στο αναπόφευκτο ερώτημα με βάση ποια κριτήρια θα εκτιμηθεί η αδυναμία του δράστη-κατηγορουμένου για καταβολή της αποζημίωσης, ρητή απάντηση δεν φαίνεται να υπάρχει.[70] Οι περιπτώσεις στις οποίες θεωρείται ότι θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης υπέρ του ατόμου-θύματος είναι: ι) αν ο δράστης είναι αγνώστου ταυτότητας, ιι) αν δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του φερόμενου ως δράστη ή δεν είναι εφικτή η επιβολή ποινής και ιιι) αν ο δράστης δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για την ικανοποίηση της εν λόγω αξίωσης του θύματος.[71] Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο πιεστικό όταν διερευνάται το είδος και το ύψος της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί από το κράτος για την κάλυψη της ζημίας του θύματος. Η σχετική ρύθμιση αναφέρεται στην «εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση», ορολογία γνώριμη στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Οι χαρακτηρισμοί της οφειλόμενης αποζημίωσης συναντώνται στα περισσότερα κείμενα κατοχύρωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γενικού και ειδικού περιεχομένου,[72] τόσο σε οικουμενικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Το «εύλογον» της αποζημίωσης βρίσκεται σε αντίθεση με την πλήρη αποζημίωση την οποία υποχρεούνται να καταβάλλουν τα κράτη για τις διεθνώς άδικες πράξεις των οργάνων τους.[73] Παράλληλα όμως δεν προσδιορίζεται πλήρως το εύλογον της οφειλόμενης αποζημίωσης. Αντίθετα, η έννοια κρίνεται συνήθως σε ad hoc βάση και το περιεχόμενό της εξειδικεύεται με κριτήριο την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο παθών.[74] Πιο συγκεκριμένα, έχει γίνει δεκτό πως τα θύματα εμπορίας ανθρώπων μπορούν να ζητήσουν χρηματική αποκατάσταση για την υλική ζημία τους που προκλήθηκε άμεσα, όπως τα έξοδα περίθαλψης ή την απώλεια εσόδων από την προηγούμενη εργασία τους ή ακόμα τα έξοδα κηδείας όταν την αίτηση αποζημίωσης καταθέτει συγγενής του θύματος. Επομένως, η προβλεπόμενη αποκατάσταση της ζημίας των θυμάτων από την Αρχή Αποζημίωσης δεν περιλαμβάνει διαφυγόντα κέρδη ούτε και τη χρηματική αποκατάσταση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν. Στην εκτίμηση αυτών των ποσών ο κανόνας της αναλογικότητας διαδραματίζει καίριο ρόλο, αφού αποτελεί μία από τις βασικές ερμηνευτικές αρχές για τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης που θα καταβληθεί στο θύμα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίπτωσης, όπως η ηλικία, το φύλο ή η προσωπική κατάσταση του θύματος συνιστούν κριτήρια βάσει των οποίων θα υπολογισθεί το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης από τον/τους δράστες προς τα θύματα.
Καίριο όμως είναι και το πρόβλημα της καταβολής του παραβόλου των 100 ευρώ στην καταβολή του οποίου υποχρεούται το θύμα κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αποζημίωσης. Είναι ιδιαίτερα συχνό το φαινόμενο της αδυναμίας καταβολής τέτοιων μικρών ποσών, δεδομένου ότι τα θύματα συνήθως βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας, αφού τους έχουν αφαιρεθεί όλα τα κινητά περιουσιακά στοιχεία, όπως και οι αμοιβές που τους έχουν παρακρατηθεί από την «εργασία» που εκτελούν.[75] Και όσα συνήθως χρηματικά ποσά βρεθούν στην κατοχή τους κατάσχονται ως προϊόντα εγκλήματος.
Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που προκύπτει από την εφαρμογή του ν. 3811 στις περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων είναι και η παροχή νομικής βοήθειας στα θύματα, εφόσον δεν έχουν τα μέσα για να καλύψουν τα έξοδα δικηγόρου όχι μόνο κατά τη διάρκεια της δίκης αλλά και αργότερα στη διαδικασία αίτησης αποζημίωσης προς την Αρχή.[76] Είναι δε αυτονόητη η ανάγκη για τη συνδρομή διερμηνέα, εφόσον συνήθως υπάρχει πρόβλημα με την κατανόηση της ελληνικής γλώσσας. Αν και κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις πρακτικές δυσκολίες που παρουσιάζονται με την εφαρμογή του θεσμού, δεν πρέπει επίσης να λησμονεί ότι η υιοθέτηση ενός εθνικού σχήματος για την καταβολή αποζημίωσης είναι ενδεικτική της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος επανορθωτικής δικαιοσύνης, οι βάσεις του οποίου θα είναι κοινές για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η απουσία διακριτικής μεταχείρισης στην άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αποζημίωσης αποτελεί και αυτή βασικό γνώρισμα της ενιαίας αντιμετώπισης της επανόρθωσης στον ευρωπαϊκό χώρο. Χαρακτηριστική είναι σχετική απόφαση του ΔΕΕ όπου διευκρινίσθηκε ότι στις περιπτώσεις που εθνικές νομοθεσίες προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στα θύματα εγκληματικών πράξεων απαγορεύεται να αποκλεισθούν δικαιούχοι που δεν είναι υπήκοοι του υπόχρεου κράτους μέλους της Ένωσης, αποκλειστικά για λόγους ξένης εθνικότητας. Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ έκρινε πως μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση υπηκόου ενός κράτους μέλους δεν είναι νόμιμη, εφόσον η διαφορετική εθνικότητα δεν μπορεί να συνιστά αντικειμενικό διακριτικό γνώρισμα, αλλά απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση.[77] Συνεπώς, το γεγονός ότι άτομο που ζει και εργάζεται σε έδαφος άλλου κράτους μέλους από αυτό της εθνικότητάς του δεν δικαιούται αποζημίωσης ακόμα και αν είναι θύμα εγκληματικής ενέργειας, δεν συμβαδίζει με τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως αυτή υλοποιείται στο άρθρο 12ΕΚ. Στόχος βέβαια του ΔΕΕ είναι η εδραίωση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών η οποία θα διευκολύνει και τον αγώνα κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. Με το ίδιο πνεύμα, ο νόμος 3811/2009 (άρθρο 13) προβλέπει για την καταβολή του παραβόλου των 100 ευρώ τη δυνατότητα καταβολής με τραπεζικό έμβασμα από το εξωτερικό όπου πιθανόν να βρίσκεται το θύμα συχνά λόγω επαναπατρισμού.
Σημαντική επίσης νομοθετική εξέλιξη αποτελεί η υποχρέωση επιστροφής των κατασχεθέντων αντικειμένων και μάλιστα όσων από αυτά ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του θύματος. Πρόβλημα όμως σημαντικό ανακύπτει στις περιπτώσεις όπου η κατάσχεση αφορά σε προϊόντα της ίδιας της εγκληματικής πράξης και ιδιαίτερα στις αμοιβές από τις παρεχόμενες υπηρεσίες των θυμάτων, οι οποίες συχνά θα ανέρχονται σε αρκετά σεβαστά ποσά. Τα προϊόντα αυτά συνήθως αποτελούν και αποδεικτικά μέσα για το βάσιμο των κατηγοριών,[78] οπότε δεν μπορούν και να επιστραφούν στο θύμα τουλάχιστον όχι πριν την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου αυτουργού. Βασικό κριτήριο για την επιστροφή των κατασχεθέντων αντικειμένων αποτελεί η εξισορρόπηση ανάμεσα στα αντικρουόμενα συμφέροντα, του θύματος και της απονομής της δικαιοσύνης. Ο έλεγχος αυτός συνήθως θα λάβει χώρα in concreto και όχι αφηρημένα, αφού βαρύνουσα σημασία έχουν οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίπτωσης, δηλαδή η εκτίμηση των αυξημένων αναγκών του θύματος αλλά και η αποτελεσματική δίωξη και τιμωρία του δράστη.
Τελικές παρατηρήσεις
Από την εποχή που η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εστίαζε αποκλειστικά στο πρόσωπο του δράστη διατηρώντας ένα τιμωρητικό ρόλο έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Η στροφή της προσοχής προς το θύμα άλλαξε και το χαρακτήρα της ποινικής δικαιοσύνης ανεξάρτητα από το νομικό σύστημα που υιοθετεί κάθε κράτος. Αντίστοιχη μεταστροφή παρατηρήθηκε και στα κράτη όπου ως βασικοί κάτοχοι του μονοπωλίου της εξουσίας είχαν ως κύρια αποστολή την τιμωρία του δράστη των εγκληματικών πράξεων (κράτος-τιμωρός). Έτσι, το κράτος ως φορέας αποκαταστατικής δικαιοσύνης αποκτά πλέον ένα ρόλο περισσότερο κοινωνικό που επικεντρώνεται στην επικουρία των θυμάτων των εγκληματικών πράξεων και την επανόρθωση της ζημίας που αυτά έχουν υποστεί, ειδικά σε περίπτωση που ο υπόχρεος-δράστης αδυνατεί να το πράξει. Στον ευρωπαϊκό χώρο τα κράτη ήδη λειτουργούν με ενδυναμωμένο το ρόλο τους αυτό λόγω των ιδιαίτερων δεσμών τους. Τόσο η, ομοσπονδιακής φύσης, δομή της Ένωσης, όσο και ο ομοιόμορφος χαρακτήρας ενός ευρωπαϊκού κράτους δικαίου που καθιερώνεται μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης διαμορφώνουν μια κρατική ταυτότητα που εστιάζει όχι αποκλειστικά στην τιμωρία του δράστη αλλά αποκτά ένα συμμετοχικό χαρακτήρα φροντίζοντας για την αρωγή προς τα θύματα των εγκληματικών πράξεων και περαιτέρω για την αποκατάσταση του τρωθέντος κράτους δικαίου. Ταυτόχρονα, η διασυνοριακή φύση πολλών εγκλημάτων οδηγεί αναγκαστικά στη διακρατική συνεργασία με στόχο την προοδευτική ενσωμάτωση των διεθνών υποχρεώσεων των κρατών μερών στην εσωτερική τους έννομη τάξη. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις ισχύουν ιδιαίτερα στο χώρο εμπορίας ανθρώπων σχετικά με την υποστήριξη, προστασία των θυμάτων αλλά και την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν. Οι αλλαγές που παρατηρούνται στο ρόλο του κράτους έχουν ως έρεισμα το ίδιο το θύμα και αναδεικνύουν τη σημαίνουσα πλέον θέση του στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Οι νεώτερες ρυθμίσεις σε διεθνές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χωρίς να είναι όλες της ίδιας δεσμευτικής ισχύος, στοχεύουν στην περαιτέρω ενδυνάμωση του ρόλου του θύματος από τα κράτη και την ανάδειξή του σε σημαντικό παράγοντα της ποινικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης είτε εκτός αυτής. Ταυτόχρονα, ο βαθμός συμμόρφωσης των κρατών στις σχετικές ρυθμίσεις είναι το βασικό κριτήριο το οποίο θα σηματοδοτήσει και τη μελλοντική εξέλιξη για το καθεστώς προστασίας των θυμάτων με στόχο την πληρέστερη αποκατάστασή τους.
* Επιστημονική συνεργάτις Νομικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη «το επανορθωτικόν δίκαιον κατέχει την μέσην θέσιν μεταξύ της ζημίας και του κέρδους» με τη λέξη κέρδος να εκφράζει «το μεγαλύτερον μερίδιον εκ του αγαθού και το μικρότερον εκ του κακού» ενώ η ζημία όμως είναι το αντίθετο, δηλ. «μεγαλυτέρα ποσότης κακού και μικροτέρα ποσότης αγαθού.» Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια Τόμος Β΄, Βιβλίον πέμπτον (Περί της Δικαιοσύνης), Κεφάλαιον Έβδομον (Το διορθωτικόν ή επανορθωτικόν δίκαιον), 1130-1131. Βλ. και Fr. Giglio, The foundations of restitution for wrongs, Hart Publ., Oxford and Portland Oregon 2007, σελ. 147-153.
- Ενώ ο Ο. Γκρότιους αναφέρθηκε στην αποκατάσταση της ηθικής και νομικής ισορροπίας της κοινωνίας η οποία διαταράσσεται από την ανατροπή της, ο Τζ. Ρόουλς υποστήριξε ότι όλα τα βασικά κοινωνικά αγαθά πρέπει να διανέμονται εξίσου, εκτός αν μια άνιση διανομή είναι επ’ωφελεία των ασθενεστέρων, συνδέοντας έτσι τις έννοιες της δικαιοσύνης και της ισότητας. Βλ. J. Rawls, A history of justice, Cambridge MA, Harvard University Press 1971 και τα λήμματα Hugo Grotius (2011) και International Distributive Justice (2013) από Jon Miller και M. Blake & P. Taylor Smith αντίστοιχα, Stanford Encyclopedia of Philosophy (ηλεκτρονική έκδοση), http://www.plato.stanford.edu Επίσης, D. Elkins, Responding to Rawls: Toward a consistent and supportable theory of distributive justice, BYU Journal of Public Law, Vol. 21, No 267, 2007.
- Βλ. Ian Davis, Restorative Justice and Relational Egalitarianism, σελ. 2-3 στο http://www.academia.edu
- Γενικά, για την εξέλιξη σε οικουμενικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, βλ. Εμμ. Ρούκουνα, Διεθνής προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Εκδ. Εστία, Αθήνα 1995.
- Γενικότερα για το ρόλο των μη-κρατικών δρώντων στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, βλ. Emm. Roucounas, Facteurs privés et droit international public, RCADI t.299(2002) και ιδιαίτερα σελ. 55-επ. και Λ.-Αλ. Σισιλιάνο, Η ανθρώπινη διάσταση του διεθνούς δικαίου, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ. 300-307.
- Για την έννοια της προοδευτικής ανάπτυξης (progressive development of the law) ιδιαίτερα στο χώρο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βλ. ιδιαίτερα Λ.-Αλ. Σισιλιάνο, ibid., σελ. 213-226.
[7] Η τριαρχία της πρόληψης, προστασίας και καταστολής (prevention, protection, punishment) αποτελεί πλέον τη θέση του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας των ΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα που υιοθετείται σε όλη την έκταση των δραστηριοτήτων του, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως και της δράσης κατά της εμπορίας ανθρώπων. Βλ. Ύπατη Αρμοστεία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, A human rights based approach to trafficking και A human rights based perspective is urged in prosecuting crimes of trafficking in persons στα http://www.ohchr.org και http://www.ungift.org αντίστοιχα.
- Το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών προσαρτάται στη Διεθνή Σύμβαση κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος που συνομολογήθηκε τον Δεκέμβριο του 2000 και άρχισε να ισχύει τον Σεπτέμβριο του 2003 υπό την αιγίδα του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά και το έγκλημα στο http://www. unodc.org/unodc/en/treaties/CTOC/index.html
- Η Σύμβαση (Convention on Action against Trafficking in Human Beings, CETS No 197) υιοθετήθηκε τον Μάιο του 2005 και άρχισε να ισχύει το Φεβρουάριο του 2008
- Το Πρωτόκολλο του Παλέρμο κυρώθηκε με το Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α΄158-20/9/2010) και η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης με το Ν. 4198/2013 (ΦΕΚ Α΄215-11/10/2013).
- Για το τελικό κείμενο και την κατ’άρθρον ανάλυσή του από τον τελευταίο εισηγητή Καθηγητή J. Crawford, βλ. http://legal.un.org/ilc/texts/instruments/ english/commentaries/9_6_2001.pdf Βλ. επίσης σύντομο σχόλιο του ιδίου http://legal.un.org/avl/pdf/ha/rsiwa/rsiwa_e.pdf και Α. Γιόκαρη & Φ. Παζαρτζή, Η διεθνής ευθύνη των κρατών, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2004.
- Είναι χαρακτηριστική η έκφραση του Th. Meron για «υπο-χρήση» (underutilization) των ρυθμίσεων και θεσμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Remarks by Th. Meron, State Responsibility for Violations of Human Rights, 83 Am. Soc’y Int’l L. Proc. 372, 1989.
- Βλ. και παρακάτω τη σχετική ανάλυση στο Β΄τμήμα της μελέτης.
- Όπως διευκρίνισε το ΔΔΧ στην υπόθεση των Στρατιωτικών και Παραστρατιωτικών Δραστηριοτήτων στη Νικαράγουα και κατά αυτής (Νικαράγουα κ. ΗΠΑ), Merits, ICJ Reports 1986, παρ. 186.
- Κατά τη διάρκεια της πολυετούς διαπραγμάτευσης των άρθρων περί διεθνούς ευθύνης των κρατών, έγινε κατανοητό πως αν η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου αποφάσιζε με την εν λόγω κωδικοποίηση να περιλάβει και ορισμένους πρωτογενείς κανόνες, όπως η προστασία ορισμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή τα δικαιώματα των αλλοδαπών όχι μόνο θα δημιουργούσε σύγχυση για πιθανή «ιεράρχηση» ανάμεσα στους ίδιους τους κανόνες, αλλά και θα διακινδύνευε να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις για την επιβολή υποχρεώσεων στα κράτη, οι οποίες όμως δεν είχαν συνομολογηθεί. Βλ. J. Crawford, State Responsibility, The General Part, Cambridge University Press 2013, σελ. 216-217.
- Emm. Roucounas, Facteurs privés et droit international public, ο.π., ιδιαίτερα σ. 130-133 επ.
- Η περίπτωση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής αυτού του προβληματισμού ως διασυνοριακό έγκλημα που τελείται από άτομα που δρουν μεμονωμένα ή σε ομάδες.
- Για την έννοια, βλ. R. Barnidge, The due diligence principle under international law, International Community Law Review, Vol. 8, Issue 1, σελ. 81-121 και ιδιαίτερα την πρόσφατη πρώτη έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου (International Law Association) στο http://www.ila-hq.org/en/ committees/study_groups.cfm/cid/1045
- Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου το 1950 και η αντίστοιχη Αμερικανική Σύμβαση που ακολούθησε το 1969 αποτελούν τα βασικά συμβατικά κείμενα των δύο περιφερειακών συστημάτων προστασίας που υιοθετήθηκαν μέσα στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών.
- Οι θεμελιώδεις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και του ΔιΑΔΔΑ είναι οι Marckx κ. Βελγίου (Σειρά Α΄, Νο 31) και IACHR, Velasquez Rodriguez κ. Ονδούρας, 29-7-1988, Series C No 4, παρ. 165-167 αντίστοιχα. Για την έννοια των θετικών υποχρεώσεων και τη λειτουργία τους στο χώρο του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βλ. Dim. Xenos, The Positive Obligations of the State under the European Convention on Human Rights, London & NY, Routledge 2012.
- Βέβαια πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η διεθνής ευθύνη καταλογίζεται στο ίδιο το κράτος για την έλλειψη επιμέλειας που επιδεικνύει και όχι στους τρίτους-ιδιώτες για την τέλεση της διεθνώς άδικης πράξης.
- Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του εγκλήματος της γενοκτονίας και η «άμεση υποχρέωση των κρατών να αποτρέψουν και να τιμωρήσουν το έγκλημα της γενοκτονίας ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσής του», όπως διευκρίνισε το ΔΔΧ στην υπόθεση για την εφαρμογή της Σύμβασης για την πρόληψη και τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας (Βοσνία & Ερζεγοβίνη κ. Γιουγκοσλαβίας), ICJ Reports 1996, Preliminary Objections, παρ. 31 και την απόφαση επί της ουσίας, ICJ Reports 2007, παρ. 166, 429, 431-432. Η έμφαση είναι της συγγραφέως.
- Απόφαση της 7/1/2010 στο http://www.echr.coe.int Για έναν εμπεριστατωμένο σχολιασμό της απόφασης, βλ. Interights, Rantsev v. Cyprus and Russia στο http://www.interights.org/rantsev/index.html Η Interights ήταν μία από τις ΜΚΟ που λειτούργησε ως amicus curiae στην υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου.
- Ibid, παρ. 201.
- Ibid., παρ. 200. Η υπογράμμιση ανήκει στη συγγραφέα.
- Ibid., παρ. 285-286. Πάντως, αντίστοιχες θετικές υποχρεώσεις αναλαμβάνουν τα κράτη στο πλαίσιο του άρθρου 2 για την προστασία της ζωής του ατόμου από αυθαίρετη αφαίρεσή της. Βλ. Σ.–Η. Ακτύπης, Άρθρο 2: Δικαίωμα στη ζωή, στο Λ.-Αλ. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2013.
- Ibid.
- Ibid., παρ. 288.
- Υπόθεση Γενοκτονίας, ο.π., ICJ Reports 2007, παρ. 430. Επιπλέον, βλ. J. Crawford, ο.π., σελ. 226-232.
- Factory at Chorzow, Jurisdiction (1927) PCIJ, Series A΄ No 9.
- Άρθρο 31 σε συνδυασμό με το άρθρο 42 των άρθρων περί διεθνούς ευθύνης. Στο χώρο της ΕΣΔΑ, χαρακτηριστική είναι η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Παπαμιχαλόπουλου και άλλοι κ. Ελλάδας για τη δίκαιη ικανοποίηση, Σειρά Α΄ 330-Β, παρ. 35-36.
- Για τις αντίθετες απόψεις ως προς την ταυτότητα των εννοιών βλάβη και ζημία, βλ. J. Crawford, ο.π., σελ. 54-60.
- Αντιπροσωπευτική παραμένει η υπόθεση Rantsev, ο.π., παρ. 337-343.
- Mixed Claims Commission (US and Germany) (1 November 1923-30 October 1939) RIAA, Vol. VII σελ. 1-391. Η υπόθεση αφορά στην άσκηση διπλωματικής προστασίας από τα κράτη υπέρ των υπηκόων τους σε περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των τελευταίων. Για το θεσμό, βλ. St. Wittich, Diplomatic Protection, στο http://www.oxfordbibliographies.com/view/document/obo-9780199796953/obo-9780199796953-0020.xml και για την εξέλιξή του σήμερα σε σχέση με τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βλ. Λ.-Αλ. Σισιλιάνο, ο.π., σελ. 254-278.
- Η υπογράμμιση είναι της συγγραφέως. Βλ. σε RIAA, Vol. VII την απόφαση στην επιμέρους υπόθεση Provident Mutual Life Insurance Company and Others (US) v. Germany (Certificate of Disagreement by the Two National Commissioners, April 17, 1924), σελ. 115.
- Βλ. σε RIAA, Vol. VII, Opinion in the Lusitania Cases (November 1, 1923), σελ. 36.
- Είναι χαρακτηριστική η κρίση της Ελληνικής πολιτείας για την επάρκεια της ελληνικής νομοθεσίας ως προς την κατοχύρωση του δικαιώματος που διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση για την κύρωση του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο (άρθρο 25). Βλ. αναλυτικά στο τρίτο τμήμα της μελέτης.
- Άρθρο 15 της Σύμβασης (CETS No 197) και η αντίστοιχη ανάλυση στην επεξηγηματική έκθεση παρ. 193 στο http://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/197
- Για τις σχετικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο βλ. παρακάτω και συγκεκριμένα υπος. 60. Υπενθυμίζουμε ότι τέτοιες πράξεις σύμφωνα με το ΠοινΚ (άρθρο 323Α) είναι η στρατολόγηση θυμάτων, η μεταφορά τους, η διακίνηση, η υποδοχή ή/και η στέγασή τους.
- Η ανάλυση της ελληνικής νομοθεσίας που θα ακολουθήσει στο τρίτο μέρος είναι κι αυτή αντιπροσωπευτική της σύνδεσης αποζημίωσης και εσωτερικών ενδίκων μέσων.
- Η προέλευση της ανθρωποκεντρικής ανάλυσης στο διεθνή χώρο χρονικά τοποθετείται στη δεκαετία του 1990 και στο δίκαιο της ανάπτυξης. Αργότερα επεκτάθηκε στο δίκαιο των επενδύσεων έτσι ώστε να θεωρείται ότι τα κράτη συμμορφώνονται με τις διεθνείς, συμβατικές τους υποχρεώσεις μόνον εάν αυτές συνάδουν με την προστασία των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Χαρακτηριστική είναι η ρήτρα των δημοσίων ηθών (public morals) που εισάγει το άρθρο XIV στη Γενική Συμφωνία Υπηρεσιών και Εμπορίου (General Agreement on Trade and Services) που υιοθετήθηκε το 1951 στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου για να παράσχει στα κράτη μέρη τη δυνατότητα εξαίρεσης από την εφαρμογή του άρθρου XVII για την απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης στις παρεχόμενες από τα κράτη υπηρεσίες. Γενικότερα για την εφαρμογή της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης μέσω των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, βλ. αντί άλλων, http://hrbaportal.org και http://www.ituc-csi.org/IMG/pdf/cpde_hrba_ briefing_paper_final.pdf
- Η μεταφορά της έννοιας victim-based approach στα ελληνικά ως θυματοκεντρική προσέγγιση ανήκει στη συγγραφέα.
- Χαρακτηριστική είναι, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων πρόληψης, η υποχρέωση δημιουργίας υποδομών για τον ασφαλή και εθελούσιο επαναπατρισμό των θυμάτων, ανεξάρτητα εάν η παρουσία τους συνήθως ως μαρτύρων κατηγορίας κρίνεται απαραίτητη.
- Κεφάλαιο Δεύτερο: Επανόρθωση της ζημίας, άρθρα 34επ. του Κώδικα περί διεθνούς ευθύνης.
- Από την πλευρά τους, τα περισσότερα κράτη άργησαν να υιοθετήσουν αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες των θυμάτων. Οι παραδοσιακές μορφές επανόρθωσης από το χώρο του αστικού και ποινικού δικαίου με τα θύματα να αρκούνται στο ρόλο της πολιτικής αγωγής δεν ανταποκρίνονταν στις ιδιαιτερότητες του εγκληματικού φαινομένου ούτε στις ανάγκες των θυμάτων εμπορίας, όπως θα δούμε παρακάτω στο τρίτο τμήμα της μελέτης.
- OHCHR, Recommended Principles and Guidelines on Human Rights and Human Trafficking, E/2002/68/Add.1(2002).
- OHCHR, Recommended Principles and Guidelines on Human Rights and Human Trafficking: A Commentary, New York & Geneva 2010, σελ. 24-28 στο http://ec.europa.eu/anti-trafficking/publications/un-ohchr-commentary-recommended-principles-and-guidelines-human-right-and-human_en και το σχετικό σχόλιο της A. Gallagher, http://works.bepress.com/anne_gallagher/15
- Γίνεται πλέον δεκτό ότι οι ανάγκες των χωρών αποστολής, διαμετακόμισης και εισόδου των θυμάτων εμπορίας διαφέρουν, οπότε διαφοροποιείται αντίστοιχα και ο τρόπος δράσης που αυτές οφείλουν να αναλάβουν για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο.
- Σύμφωνα με την πρώην Ύπατη Αρμοστή N. Pillay, ο κατ’ άρθρον σχολιασμός των Αρχών εξετάζει τις νομικές όψεις της εμπορίας υπό το φως των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου αλλά και των ειδικών κανόνων για την εμπορία. Η ανάλυση εστιάζει κυρίως στο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να διευκρινίσει τα δικαιώματα των θυμάτων και τις υποχρεώσεις των κρατών. Βλ. OHCHR, Recommended Principles and Guidelines … , A Commentary, ο.π., σελ. 4 (πρόλογος).
- Έτσι, η παροχή ενδίκων μέσων αποτελεί ένα πρακτικό μέσο μέσω του οποίου τα θύματα έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη για να ζητήσουν την αποκατάσταση της παραβίασης των κατοχυρωμένων στα διεθνή κείμενα δικαιωμάτων τους με την καταβολή αποζημίωσης. Βλ. αντί άλλων το θεμελιώδες έργο της D. Shelton, Remedies in International Human Rights Law, Oxford University Press 2001.
- Βλ. το άρθρο 15 της Ευρ. Σύμβασης και της αντίστοιχης επεξηγηματικής έκθεσης και το άρθρο 25 του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο, όπου διακρίνεται καθαρά η διαφορά μεταξύ των δύο ρυθμίσεων στο μέτρο που μόνον η πρώτη καθιερώνει αγώγιμο δικαίωμα του θύματος για αποζημίωση.
- Ibid.
- Άρθρο 16, 28 της Ευρ. Σύμβασης.
- Βλ. άρθρο 22 της Ευρ. Σύμβασης και τη σχετική ανάλυση της επεξηγηματικής έκθεσης.
- Trafficking Victims Protection Act 2000, 22 USC 7201 (PUBLIC LAW 106–386—OCT. 28, 2000) στο https://www.state.gov/documents/organization/10492.pdf
- Επομένως, η πρόβλεψη κατάσχεσης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του δράστη ως παρεπόμενη ποινή πιθανόν να μην συνιστά ένα επαρκές και αποτελεσματικό ένδικο μέσο αποκατάστασης στο μέτρο που προηγείται επέμβαση του δράστη και δεν βρεθούν τελικά περιουσιακά στοιχεία στην κυριότητά του που θα αποτελέσουν αντικείμενο αποτιμώμενο σε χρήμα για την αποκατάσταση των σχετικών ζημιών.
- Βλ. ICF International: Prosecuting Human Rights Cases: Lessons Learned and Promising Practices (Executive Summary), 30 June 2008, σελ. 5.
- Ibid., σελ. iv-v, 16-17.
- Η GRETA λειτουργεί από το 2009 και έχει ήδη εξετάσει τις εκθέσεις 40 Κρατών από τα 43 που έχουν υπογράψει και επικυρώσει τη Σύμβαση. Ο μηχανισμός της GRETA ανήκει στην κατηγορία μηχανισμών περιοδικού ελέγχου εφαρμογής των αντίστοιχων διεθνών συμβατικών κειμένων βάσει εκθέσεων που υποχρεούνται να καταθέσουν τα συμβαλλόμενα κράτη μέρη (peer-reviewed control mechanisms) ανά τακτά χρονικά διαστήματα και κατόπιν επιτόπιας έρευνας από τη σχετική Επιτροπή. Η Ελλάδα υποχρεούται να καταθέσει την πρώτη της έκθεση προς εξέταση τον Ιούνιο του 2018 κατόπιν σχετικού ερωτηματολογίου από την GRETA. Για τη λειτουργία της Επιτροπής, βλ. http://www.coe.int/t/dghl/monitoring/trafficking/ Docs/Monitoring/GRETA_en.asp
- Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα ελάχιστα δεδομένα σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκλημάτων προς αντικατάσταση της Απόφασης–Πλαίσιο του Ευρ. Συμβουλίου 2001/220JHA. Η Οδηγία αποτελεί βασικό τμήμα του πακέτου μέτρων που προωθεί η Επιτροπή από τον Μάιο 2011 με στόχο τη βελτίωση των διαδικασιών συμμετοχής του θύματος στην ποινική διαδικασία και την εδραίωση του κράτους δικαίου για τα θύματα των εγκλημάτων βίας. Ειδικότερα, βλ. European Commission, DG Justice, December 2013, Guidance Document (Ref. Ares. 3763804).
- Άρθρα 16 & 17 της Οδηγίας. Αφού βεβαίως οι αρχές του κράτους διαμονής ενημερώσουν επί τη βάσει της δικαστικής συνεργασίας και με επιφύλαξη των κανόνων συγκρούσεως που ορίζουν οι κανόνες της Απόφασης-Πλαισίου του Συμβουλίου 2009/948 το κράτος τέλεσης του εγκλήματος για την κατάθεση του ενδίκου μέσου.
- Ως χρόνος ενσωμάτωσης της Οδηγίας στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών έχει οριστεί η 16-11-2015.
- Σύμφωνα με τη ρύθμιση των άρθρων 63-70 του ισχύοντος ΚΠοινΔ.
- Παρατηρείται συχνά να μην είναι δυνατή η εύρεση αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στο άτομο που θεωρείται υπεύθυνο για την τέλεση μίας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που συνιστούν εμπορία ανθρώπων και την ίδια την πράξη, οπότε δεν είναι εφικτή και η άσκηση ποινικής δίωξης.
- Ν. 3811/2009, ΦΕΚ Α΄ 231/17-12-2009.
- Με το νόμο 4198 (ΦΕΚ Α΄ 215/11-10-2013) ενσωματώθηκε η Οδηγία 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων της.
- Συζήτηση της 19-9-2013 στη Βουλή (ΙΘ΄Συνεδρίαση, Γ΄Νομοθετική Εργασία) με στόχο την ενσωμάτωση και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας με την ευρωπαϊκή.
- Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 3811, επί του άρθρου 3, παρ. 3. Πάντως, η αιτιολογία για τον αποκλεισμό της εμπορίας ανθρώπων από το πεδίο εφαρμογής του ν. 3811 δεν ήταν βάσιμη, εφόσον η έστω, περιορισμένη, νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων έχει να επιδείξει περιπτώσεις καταδίκης για βαριά σωματική βλάβη στα θύματα εμπορίας ανθρώπων. Βλ. Συμβούλιο Εφετών Θεσ/νίκης 491/2007, http://www.dsanet.gr
- Άρθρο 12 του ν. 3811/2009
- Τα εύλογα ερωτήματα που ανακύπτουν αφορούν στο πρόσωπο του δράστη αλλά και των συμμετόχων στο σχεδιασμό και τέλεση της εγκληματικής πράξης, όπως ποια περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να υπολογισθούν για την καταβολή της αποζημίωσης, τα ατομικά ή μήπως και τα οικογενειακά; Βλ. και το σχολιασμό στο άρθρο 3, παρ. 1 και 2 της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 3811.
- Ibid.
- Για την έννοια της εύλογης και προσήκουσας αποζημίωσης (fair and adequate) σε οικουμενικό και περιφερειακό επίπεδο, όπως και για την πρακτική των διεθνών οργάνων, βλ. αντί άλλων την έκθεση της ΜΚΟ Redress, Rehabilitation as a form of reparation under international law, London 2009.
- Άρθρο 31 του Κώδικα περί διεθνούς ευθύνης.
- Άρθρο 15, περ. γ΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης κατά της εμπορίας ανθρώπων. Στις περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων συνήθως δεν είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εκτός αν η επαναφορά αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία τα οποία στερήθηκε το θύμα από τον/τους δράστες.
- Αποτελεί συνηθισμένη πρακτική των εμπόρων να κρατούν σε «ομηρία» τα θύματα θεωρώντας ότι πρέπει να εξοφλήσουν παρελθόντα χρέη τους προς τους εμπόρους και μάλιστα με υπέρογκη τοκοφορία, απειλώντας τη ζωή και ασφάλεια των ιδίων των θυμάτων και της οικογένειάς τους.
- Αντίστοιχη πρόταση συζητήθηκε στη Βουλή σχετικά με την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης. Ο.π., υποσ. 66, σελ. 166.
- Case C-164/07, James Wood v. Fonds de garantie des victims des actes de terrorisme et d’autres infractions.
- Τα εν λόγω προϊόντα είναι κυρίως κινητά αντικείμενα μεσαίας ή και μεγάλης αξίας που ανήκουν στο θύμα και κατακρατούνται παράνομα από τον δράστη. Σε αυτά συνήθως ανήκουν τα κινητά τηλέφωνα, οι υπολογιστές, τα διαβατήρια, οι άδειες οδήγησης, αλλά και ενδύματα, κοσμήματα, συχνά οικογενειακά κειμήλια του θύματος.