Ζητήματα ικανότητας προς σύνταξη διαθήκης

ΜΙΧ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

 Ζητήματα ικανότητας προς σύνταξη διαθήκης

Σχέση με περιπτώσεις πλαστογράφησης διαθήκης (μορφής οικονομικού εγκλήματος)

 

Μιχ. Σταθοπουλος*

 

Η ανεύρεση από ένα αστικολόγο θέματος που εμπίπτει στην ευρύτερη θεματική του αφιερωμένου στον Νέστορα Κουράκη Τόμου («Κρίση, Έγκλημα και Ποινική Καταστολή») δεν είναι ασφαλώς εύκολη. Η επιθυμία όμως να συμμετάσχω στον Τόμο με οδήγησε στο να αναζητήσω έστω και μια έμμεση σχέση προς μία από τις ειδικότερες θεματικές που προτείνονται από την Επιστημονική Επιτροπή του Τόμου. Έτσι επέλεξα την πλησιέστερη προς το Ιδιωτικό Δίκαιο θεματική, αυτήν που αφορά το οικονομικό Έγκλημα (ιδίως το Οργανωμένο Οικονομικό Έγκλημα), το οποίο προφανώς συνδέεται με οικονομικές συναλλαγές ιδιωτικού δικαίου. Μία δε μορφή οικονομικού εγκλήματος, που έχει μάλιστα συχνά φθάσει στα ποινικά δικαστήρια (ορισμένες από τις παλαιότερες σχετικές δίκες είχαν συγκινήσει την κοινή γνώμη και είχαν λάβει μεγάλη δημοσιότητα, π.χ. η δίκη για την αποκληθείσα «Εταιρεία δολοφόνων») είναι η σύνταξη πλαστής διαθήκης (ή η παραποίηση ή εξαφάνιση κλπ. διαθήκης) ηλικιωμένων προσώπων, συνήθως άτεκνων ή και χωρίς καθόλου συγγενείς που θα μπορούσαν να είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, διαθήκης που δήθεν τιμά τους πλαστογράφους. Σημειωτέον ότι το φαινόμενο έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε ανάγκασε τον νομοθέτη να φθάσει στην ακραία (και νομοτεχνικά αδόκιμη) λύση της απαγόρευσης της ιδιόγραφης διαθήκης όταν δεν υπάρχουν συγγενείς που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον κληρονομούμενο, άρα κληρονόμος θα ήταν το Δημόσιο (βλ. άρθρ. 77 § 1 του ν. 4182/2013 και τη σχετική, σωστή κατά βάση, κριτική της Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή στο ΝοΒ 2014, 229 επ.). Είναι οι περιπτώσεις που προσελκύουν περισσότερο τους επίδοξους πλαστογράφους διαθηκών (οι οποίοι δεν θα είχαν να αντιμετωπίσουν, μετά την πλαστογραφία, αντιδικίες με συγγενείς)· περιπτώσεις όπου τελικά ζημιώνεται το Δημόσιο. Ο νόμος αυτός βέβαια περιόρισε υπερβολικά τις ιδιόγραφες διαθήκης (ένα δηλαδή χρήσιμο τύπο διαθήκης – «πέταξε το παιδί μαζί με τα απόνερα», κατά την παραστατική λαϊκή παραβολή) και δικαιολογημένα επικρίθηκε. Δείχνει όμως ότι το φαινόμενο πλαστών ιδιόγραφων διαθηκών είναι όντως επικίνδυνα συχνό. Αλλά, πέρα από την πλαστογράφηση διαθήκης από τρίτους, απαντά συχνά και το αντίστροφο φαινόμενο προσβολής του κύρους γνήσιας διαθήκης από συγγενείς (μεμονωμένα ή οργανωμένα) που θα αποκτούσαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι κληρονομική μερίδα (ή μεγαλύτερη κληρονομική μερίδα), αν δεν υπήρχε η διαθήκη. Ο συνηθέστερος λόγος που επικαλούνται οι συγγενείς για να προσβάλουν τη διαθήκη (κατά κανόνα ηλικιωμένου προσώπου) είναι η ανικανότητα του διαθέτη προς σύνταξη διαθήκης λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του, η οποία περιόριζε κατ’ αυτούς αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (ΑΚ 1719 αρ. 3). Στο ζήτημα αυτό (που έχει απασχολήσει τον γράφοντα επανειλημμένα σε γνωμοδοτήσεις του) αναφέρεται το πρώτο μέρος (υπό Α) της παρούσας μελέτης. Ειδικός λόγος προσβολής ιδιόγραφης διαθήκης από εξ αδιαθέτου κληρονόμους (που έχει επίσης απασχολήσει γνωμοδοτικά τον γράφοντα) είναι η προβαλλόμενη από αυτούς ανικανότητα του διαθέτη να συντάξει, λόγω αρκετά προχωρημένης τυφλότητάς του, ιδιόγραφη διαθήκη (ΑΚ 1723). Το ζήτημα αυτό εξετάζεται στο δεύτερο μέρος της μελέτης (υπό Β).

Α. Η έννοια της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του διαθέτη που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του σύμφωνα με τη διάταξη της ΑΚ 1719 αρ. 3

Η ΑΚ 1719 αρ. 3 ορίζει: (Ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι) «όσοι κατά τον χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Η ανικανότητα των συμπαραστατουμένων αρχίζει από τη στιγμή που υποβλήθηκε η αίτηση ή συντάχθηκε η πράξη για την αυτεπάγγελτη εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση, με βάση τις οποίες διατάχθηκε η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση».

Ο κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο ο διαθέτης πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να έχει την ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, είναι, όταν πρόκειται για ιδιόγραφη διαθήκη, ο χρόνος σύνταξής της· όταν πρόκειται για μυστική διαθήκη, ο χρόνος από την εγχείριση του εγγράφου της μυστικής διαθήκης στον συμβολαιογράφο έως και την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης, διότι μόνο τότε η τυχόν πριν συνταχθείσα διαθήκη καθίσταται δικαιοπρακτική δήλωση[1]· και, τέλος, όταν πρόκειται για δημόσια διαθήκη ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος δήλωσης της τελευταίας βούλησης του διαθέτη ενώπιον του Συμβολαιογράφου, δηλαδή ο χρόνος σύνταξης του σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης γίνεται δεκτή, όταν δεν υπάρχει «ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης με λογικούς συλλογισμούς για το τί είναι ορθό στη συγκεκριμένη περίπτωση»[2]. Ομοίως ερμηνεύει την ΑΚ 1719 η νομολογία[3]. Απαιτούνται όμως δύο διευκρινίσεις:

α) Ο αποφασιστικός περιορισμός της λειτουργίας της βούλησης δεν προϋποθέτει αναγκαίως πλήρη έλλειψη λειτουργίας του νου ή αποκλεισμό της ελεύθερης βούλησης, αλλά αρκεί να μην υπάρχει πλήρης επίγνωση της σημασίας των συγκεκριμένων διατάξεων της διαθήκης[4]. Έτσι, ανίκανος προς διάθεση αιτία θανάτου είναι και εκείνος που έχει μεν επαρκή αντίληψη για το τι πράττει συντάσσοντας τη διαθήκη του, αλλά η βούλησή του δεν είναι ελεύθερη στον βαθμό που είναι του ομαλού ψυχικά ανθρώπου[5]. Το ότι ο διαθέτης μπορεί να επιχειρήσει απλές ενέργειες και να τακτοποιήσει αυτοδυνάμως και σε συμφωνία με την τακτική διαχείριση υποθέσεις της καθημερινής του ζωής δεν σημαίνει ότι είναι και ικανός, υπό την παραπάνω έννοια, προς σύνταξη διαθήκης[6].

Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί ότι η διαχείριση από ένα πρόσωπο απλών προβλημάτων και ιδίως προβλημάτων που δεν παράγουν έννομες συνέπειες, η διατύπωση, προφορική ή και γραπτή, επιθυμιών, η αναφορά σε συμβολές του κατά τη διαδρομή της ζωής του, η συμμετοχή του σε εθιμοτυπικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις ή και σε νομικές μεν πράξεις, όπου όμως δεν είναι γνωστό (και δεν έχει κριθεί) αν η συμμετοχή αυτή ήταν απλώς τυπική και όχι ουσιαστική κλπ., δεν σημαίνουν αναγκαίως και έλλειψη της κατά την ΑΚ 1719 αρ. 3 ανικανότητας.

β) Σε συνέχεια και συνέπεια προς τα παραπάνω πρέπει να δεχθούμε ότι είναι δυνατόν να υπάρχει ικανότητα για επιχείρηση ορισμένων απλούστερων δικαιοπραξιών, ανικανότητα όμως για την επιχείρηση πιο σύνθετων δικαιοπραξιών (που απαιτούν περισσότερη περίσκεψη κλπ.). Ότι η δικαιοπρακτική ικανότητα είναι ικανότητα για επιχείρηση της α΄ ή β΄ δικαιοπραξίας πιστοποιείται και από το ότι ο νομοθέτης γνωρίζει και ενδιάμεσες καταστάσεις (περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα – βλ. ΑΚ 133: «… ικανά να επιχειρήσουν δικαιοπραξία … μόνο με τους όρους που τάσσει ο νόμος»).

Θα ήταν άκαμπτη και αντίθετη προς της ratio της ΑΚ 1719 αρ. 3 η λύση ότι η ικανότητα ή ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης συμπίπτει πάντοτε με την ικανότητα ή ανικανότητα προς επιχείρηση και οποιασδήποτε άλλης δικαιοπραξίας. Όπως και στην αντίστοιχη γενική διάταξη του άρθρου 131 ΑΚ γίνεται, και ορθώς, δεκτό, ότι δηλαδή, για να κριθεί η δικαιοπρακτική ικανότητα, εξετάζεται η ικανότητα καταβολής εκείνης της βουλητικής-διανοητικής ενέργειας την οποία απαιτεί η συγκεκριμένη υπό επιχείρηση δικαιοπραξία και ότι, επομένως, «το αυτό πρόσωπον δύναται να κριθή ικανόν μεν προς επιχείρησιν ωρισμένων, ιδία μικράς σημασίας, δικαιοπραξιών, ανίκανον δε προς επιχείρησιν ετέρων»[7], το ίδιο πρέπει να δεχθούμε και στην ερμηνεία της ΑΚ 1719 αρ. 3 σε συνδυασμό με την ΑΚ 131.

Η διάκριση αυτή, κατά αντικείμενο επιχειρητέων πράξεων, της ικανότητας ή ανικανότητας του προσώπου (που στερείται της πλήρους λειτουργίας της βούλησής του) γίνεται πράγματι γενικότερα δεκτή: Έτσι ο Φωτάκης[8] τονίζει την ανάγκη εξατομικευμένης αντιμετώπισης της κάθε περίπτωσης και σημειώνει για το ευρύτερο πρόβλημα ότι η ίδια ψυχοπαθολογική εικόνα ενός προσώπου μπορεί να δικαιολογεί διαφορετική εκτίμηση ως προς την ικανότητά του για καταλογισμό [κατά την ΠΚ 34] αφενός και την ικανότητά του για σύνταξη διαθήκης αφετέρου. Επίσης, ο Παπαντωνίου[9] εύστοχα επισημαίνει ότι πάσχοντα πρόσωπα, π.χ. αρτηριοσκληρωτικοί κλπ., «δυνατόν να είναι απολύτως ικανοί δι’ απλάς δικαιοπραξίας, ενώ δεν είναι εις θέσιν να αντιληφθούν περιπλόκους υποθέσεις» και, ειδικότερα, ότι «προκειμένου περί διαθήκης, ο διαθέτης …, ενώ δυνατόν να είναι ικανός δια την σύνταξιν διαθήκης, δια της οποίας ρυθμίζεται δια τον μετά τον θάνατόν του χρόνον η τύχη μικράς του περιουσίας, ενδεχομένως να είναι ανίκανος προς σύνταξιν διαθήκης, δια της οποίας διαθέτει μεγάλην περιουσίαν …»[10]. Επίσης ο Σπυριδάκης[11] επισημαίνει ότι σημασία έχει η λειτουργία της βούλησης «ως προς τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία/διαθήκη», ότι «δεν αποκλείεται, κατά τις περιστάσεις, ο πάσχων να είναι ικανός για ορισμένες διατάξεις τελευταίας βουλήσεως» και ότι «είναι δυνατό, η ανικανότητα να είναι μερική … π.χ. ο πάσχων να θεωρείται ανίκανος μόνο ως προς τις διατάξεις τελευταίας βουλήσεως τις αναγόμενες στον κύκλο των σχέσεων, στις οποίες εκδηλώνεται η ανωμαλία»[12].

Σημασία για τη διάκριση αυτή έχει, μεταξύ άλλων, και το κριτήριο κατά πόσο ο διαθέτης, επιχειρώντας τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία, μπορεί να αντισταθεί σε επιρροές και υποβολές που προέρχονται από άλλα πρόσωπα, πόσο δηλαδή «αυξημένη είναι η ετοιμότητα υποβολής»[13] ή το κριτήριο πόσο μπορεί να επιδράσει πάνω στον διαθέτη μια έμμονη ιδέα[14] ή, ακόμη, το κριτήριο των συναισθηματικών παρορμήσεων του διαθέτη, που οδηγούν σε σύνταξη και ανάκληση διαθηκών, γεγονός που «αντιστρατεύεται την ελευθερία διάθεσης»[15]. Επίσης και στη Γερμανία, υπό όμοιο δίκαιο, γίνεται δεκτό ότι επιρροές προερχόμενες από τρίτα πρόσωπα μπορεί να είναι επαρκείς [για την ανικανότητα], αν εξαιτίας τους εμποδίζεται η ελευθερία σχηματισμού της βούλησης[16].

Ειδικά η διάθεση μεγάλης περιουσίας μετά θάνατον, πολύ περισσότερο όταν ανακαλούνται ή τροποποιούνται διατάξεις προηγούμενης διαθήκης, είναι κατ’ αρχήν σημαντική δικαιοπρακτική ενέργεια που υπερβαίνει σε βαρύτητα των έννομων συνεπειών της και σε δυσχέρεια λήψης απόφασης τις συνήθεις τρέχουσες υποθέσεις ή τις μονοσήμαντες δικαιοπραξίες. Τούτο όμως δεν είναι απόλυτο. Όταν οι ορισμοί του διαθέτη είναι απλοί (π.χ. ορίζει ως κληρονόμο ένα ή δύο πρόσωπα, με τα οποία συνδεόταν στενά), είναι δυνατό να κριθεί ότι είχε την απαιτούμενη για τη συγκεκριμένη διαθήκη λειτουργία της βούλησής του.

Τελικά, πάντως, ο βαθμός ικανότητας του διαθέτη είναι πραγματικό ζήτημα, για την κρίση του οποίου χρειάζεται συνεκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρα εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού). Σε περίπτωση δημόσιας διαθήκης, αν ο συμβολαιογράφος που τη συνέταξε δηλώνει για τον διαθέτη στο συμβόλαιο π.χ. ότι πείσθηκε για τη σοβαρότητα των δηλώσεων του διαθέτη, ότι διαπίστωσε πως ο διαθέτης έχει «σώας τας φρένας και νουν υγιή» και δεν υπόκειται σε κάποια περίπτωση ανικανότητας από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1719 του Αστικού Κώδικα, ανακύπτει το θέμα της αποδεικτικής δύναμης των διαπιστώσεων του συμβολαιογράφου. Τα γεγονότα αυτά που βεβαιώνει ο συμβολαιογράφος αποτελούν κατ’ αρχήν πλήρη απόδειξη, κατά της οποίας επιτρέπεται ανταπόδειξη, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 440[17]. Αλλά και υπό αυστηρότερη εκδοχή, τούτο ισχύει τουλάχιστον για το ότι δεν υπάρχουν έκδηλα συμπτώματα ψυχοδιανοητικής διαταραχής. Γιατί αυτά είναι οπωσδήποτε σε θέση να τα διαγνώσει ο (κατά τα λοιπά μη ειδικός) συμβολαιογράφος[18].

Από την έλλειψη τέτοιων έκδηλων συμπτωμάτων θα μπορούσε να συναχθεί κατά (μαχητό, βέβαια) δικαστικό τεκμήριο (ΚΠολΔ 336 § 3), ότι δεν υπήρχε γενικότερη ψυχοδιανοητική διαταραχή του διαθέτη και ότι, επομένως, ο διαθέτης δεν ενέπιπτε στην περίπτωση της ΑΚ 1719 αρ. 3.

Εν πάση περιπτώσει, πάντως, το βάρος της απόδειξης περί της συνδρομής των πραγματικών γεγονότων που στοιχειοθετούν την κατά την ΑΚ 1719 αρ. 3 ανικανότητα το έχουν οι επικαλούμενοι την ανικανότητα.

Β. Η ικανότητα σύνταξης ιδιόγραφης διαθήκης από τυφλό – Ερμηνεία της ΑΚ 1723

Το ζήτημα αν ο προχωρημένης τυφλότητας διαθέτης έχει όντως την ικανότητα να διαβάζει χειρόγραφα ή ο βαθμός της τυφλότητάς του δεν του επιτρέπει την ανάγνωση αυτή, καθώς και το ζήτημα αν ο διαθέτης μπορεί να διαβάσει τη συγκεκριμένη διαθήκη που τυχόν συνέταξε είναι ζητήματα πραγματικά. Νομικό είναι το ζήτημα της ερμηνείας της κρίσιμης ΑΚ 1723.

Κατά την εν λόγω διάταξη του ΑΚ, «όποιος δεν είναι ικανός να διαβάσει χειρόγραφα δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη». Η προφανής δικαιολογία της διάταξης είναι ότι αυτός που δεν μπορεί να «διαβάζει χειρόγραφα» (έστω και αν μπορεί να γράφει) δεν είναι σε θέση να ελέγχει αυτό που έγραψε ως διαθήκη του, ώστε να διαπιστώνει αν το γραφέν ανταποκρίνεται στη βούλησή του. Τούτο γίνεται γενικώς δεκτό[19]. Σκοπός του νομοθέτη είναι να υπάρχει βεβαιότητα ως προς τη διατυπωθείσα βούληση του διαθέτη, βεβαιότητα πρωτίστως στον ίδιο τον διαθέτη, αλλά και στον ερμηνευτή του κειμένου που εμφανίζεται ως διαθήκη.

Με βάση αυτή την αναμφισβήτητη έννοια της ΑΚ 1723 καθίσταται προβληματικό το συχνά προβαλλόμενο επιχείρημα ότι είναι αδιάφορο αν ο διαθέτης, ο οποίος κρίνεται γενικά ικανός να διαβάζει χειρόγραφα, μπορούσε ή όχι να αναγνώσει τη συγκεκριμένη διαθήκη. Στη σκέψη αυτή ίσως παρασύρει αφενός το γεγονός ότι έτσι διευκολύνεται η απόδειξη της αναγνωσιμότητας (που μπορεί να είναι δυσχερέστερη όταν εντοπίζεται στη συγκεκριμένη διαθήκη, η οποία κατά κανόνα γίνεται γνωστή μετά τον θάνατο του διαθέτη)· και αφετέρου η διατύπωση της ΑΚ 1723 («ικανός να διαβάζει χειρόγραφα», όχι «ικανός να διαβάζει τη γραφείσα διαθήκη»). Αγνοείται όμως έτσι το πραγματικό νόημα της διάταξης, όπως προκύπτει από τη δικαιολογητική βάση της που εξηγήθηκε πιο πάνω. Ο νομοθέτης, μιλώντας για την ικανότητα ανάγνωσης χειρογράφων, τη συνδέει προφανώς με την ικανότητα ανάγνωσης της ιδιόγραφης διαθήκης. Όποιος μπορεί να διαβάζει χειρόγραφα θα μπορεί να διαβάζει και την ιδιόγραφη διαθήκη του και αντιστρόφως. Αν κατ’ εξαίρεση υπάρχει η ικανότητα αυτή για άλλα χειρόγραφα, όχι όμως για τη συγκεκριμένη διαθήκη, δηλαδή αν ειδικά η γραφή της διαθήκης δεν έχει το χαρακτηριστικό της αναγνωσιμότητας, κρίσιμη είναι η ανικανότητα αυτή και όχι η ικανότητα ανάγνωσης άλλων χειρογράφων. Το να διαβάζει ο διαθέτης άλλα χειρόγραφα, όχι όμως τη δική του διαθήκη δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της διάταξης.

Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε ματαίωση του σκοπού αυτού. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ικανότητα των διαθετών «να ελέγξωσι (κατά πάσαν στιγμήν) αν το υπ’ αυτών γραφέν αντιστοιχή εις την θέλησίν των»[20]. Ο νόμος εκτιμά ότι η πραγματική βούληση του διαθέτη σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί άγνωστη και ότι συνεπώς το μη αναγνώσιμο από τον διαθέτη κείμενο δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ως έγκυρη διαθήκη. Η αναγνωσιμότητα κατά την ΑΚ 1723 είναι μέσο για τη διαπίστωση της τελευταίας βούλησης του κληρονομουμένου, δεν είναι αυτοσκοπός. Αντικείμενο προστασίας της ΑΚ 1723 είναι η βούληση αυτή του διαθέτη και όχι η ικανότητά του ως προς οποιεσδήποτε άλλες έννομες, βιοτικές ή κοινωνικές σχέσεις του, με τις οποίες συνδέονται άλλα χειρόγραφα.

Αναντιστοιχία αναγνωσιμότητας άλλων χειρογράφων αφενός και της συγκεκριμένης διαθήκης αφετέρου δεν θα είναι συνήθης, αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως στη χρήση από τον διαθέτη διαφορετικής γραφής ή γλώσσας από τη χρησιμοποιούμενη (και γνωστή σ’ αυτόν) στα άλλα αναγνώσιμα χειρόγραφα (π.χ. ο διαθέτης αντέγραψε κείμενο γραμμένο σε ξένη, άγνωστή του, γλώσσα) ή στην ύπαρξη επικαλύψεων λέξεων και στίχων πάνω στο κείμενο (γραφή πάνω σε προηγούμενη γραφή, με συνέπεια την οπτική σύγχυση των λέξεων), ώστε ο ίδιος ο διαθέτης να μην μπορεί να διαβάσει το κείμενο στο σύνολό του ή σε μέρη που μπορεί να αλλοιώνουν άλλα αναγνώσιμα τμήματα κλπ.

Είναι αυτονόητο ότι το κείμενο της διαθήκης πρέπει να είναι αναγνώσιμο από τον διαθέτη (ώστε να μπορεί ο ίδιος να ελέγξει αυτό που έγραψε) και όχι π.χ. από ένα γραφολόγο που θα μπορούσε ενδεχομένως με χρήση τεχνικών μέσων να αποκρυπτογραφήσει το μη αναγνώσιμο κείμενο.

Την παραπάνω ερμηνεία της ΑΚ 1723 για την κρισιμότητα της ικανότητας του διαθέτη να διαβάζει το ίδιο το κείμενο της διαθήκης που συνέταξε, δέχεται και η νομολογία[21].

Το επιχείρημα ότι αρκεί να διαπιστωθεί πως ο διαθέτης μπορεί γενικά να διαβάζει χειρόγραφα φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι βρίσκει συνήγορό της τον Μπαλή, κατά τον οποίον «δεν απαιτείται να αποδεικνύεται συγκεκριμένως και ότι ηδύνατο [ο διαθέτης] να αναγνώση το κρινόμενον χειρόγραφον της διαθήκης»[22]. Η εκ πρώτης όψεως εμφανιζόμενη σαν αντίφαση του Μπαλή με την αμέσως προηγούμενη σκέψη του, που παρατέθηκε πιο πάνω (ότι ο διαθέτης πρέπει να είναι σε θέση να ελέγξει αν το υπ’ αυτού γραφέν αντιστοιχεί στη θέλησή του) ξεπερνιέται, αν προσέξει κανείς τη διατύπωση της δεύτερης περικοπής του Μπαλή, που δείχνει ότι αυτή αφορά θέματα απόδειξης, ιδίως το βάρος της απόδειξης («δεν απαιτείται ν’ αποδεικνύεται») και όχι το κύρος της διαθήκης. Θα ήταν καλό βέβαια να είχε διευκρινίσει σαφέστερα ο Μπαλής την (έτσι κι αλλιώς σύντομη) ερμηνεία του σ’ αυτό το σημείο. Αλλά, πάντως, το νόημα είναι ότι αυτός που αποδεικνύει ότι ο διαθέτης μπορούσε γενικά να διαβάζει χειρόγραφα, δεν απαιτείται να αποδείξει και την αναγνωσιμότητα της συγκεκριμένης διαθήκης. Διευκολύνεται έτσι η απόδειξη. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η μη αναγνωσιμότητα θα είναι γενική και θα καλύπτει και την ιδιόγραφη διαθήκη. Με άλλα λόγια δημιουργείται απλώς ένα τεκμήριο υπέρ της αναγνωσιμότητας και της διαθήκης (βλ. και ΑΠ 1442/1999[23], που προφανώς συνάγει από την ικανότητα ανάγνωσης χειρογράφων και την, κρίσιμη κατά την ίδια, ικανότητα του διαθέτη «να διακρίνει, αν αυτό που έγραψε αποτυπώνει τη θέλησή του, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνο, αν έχει την ικανότητα να διαβάζει χειρόγραφα»).

Το τεκμήριο όμως αυτό δεν μπορεί να είναι αμάχητο. Και η κοινή πείρα μπορεί να μην επιβεβαιώνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν δεχόμαστε το αντίθετο, τότε και αντίφαση θα υπήρχε στα γραφόμενα του Μπαλή, αλλά (το σπουδαιότερο) και ο σκοπός της ΑΚ 1723 θα ματαιωνόταν. Θα προσδιδόταν στη διάταξη αυτή το παράλογο νόημα ότι γι’ αυτήν έχουν μεγαλύτερη σημασία χειρόγραφα άσχετα με την κληρονομική διαδοχή από ό,τι κείμενο εμφανιζόμενο ως διαθήκη.

Άρα εκείνος που επικαλείται την ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης κατά την ΑΚ 1723 μπορεί να αποδείξει (βαρυνόμενος με τη σχετική απόδειξη) ότι, παρά την ενδεχομένως υπάρχουσα ικανότητα ανάγνωσης άλλων χειρογράφων, ο διαθέτης ως προς τη συγκεκριμένη διαθήκη δεν μπορούσε να διακρίνει αν αυτό που έγραψε αποτυπώνει τη θέλησή του, με συνέπεια την ακυρότητά της κατά την ΑΚ 1723.

Σημειωτέον ότι κρίσιμος για την αναγνωσιμότητα χρόνος είναι αυτός της σύνταξης της διαθήκης και όχι προγενέστερος. Η αναγνωσιμότητα του παρελθόντος μόνο ως δικαστικό τεκμήριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, που όμως ανατρέπεται εύκολα αν μεταβλήθηκαν οι συνθήκες που επηρεάζουν την οπτική ικανότητα του διαθέτη.

Ας σημειωθεί επίσης ότι η έλλειψη ικανότητας ανάγνωσης ιδιόγραφης διαθήκης δεν εμποδίζει τον κληρονομούμενο να προσφύγει σε άλλους, προσιτούς σ’ αυτόν, τύπους διαθήκης.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και αν δεν υπήρχε η ειδική και εφαρμοστέα εδώ διάταξη του άρθρου 1723, θα μπορούσε να εκτιμηθεί το κείμενο, το οποίο εμφανίζεται ως διαθήκη, ακατάληπτο (λόγω ακριβώς της μη αναγνωσιμότητάς του), με συνέπεια πάλι την ακυρότητα της διαθήκης κατά τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 1781 ΑΚ (που εφαρμόζεται είτε όταν το ακατάληπτο αφορά το πρόσωπο του τιμωμένου είτε όταν αφορά το καταλειπόμενο αντικείμενο ή άλλα ουσιώδη σημεία της τελευταίας διάταξης[24]).

 

* Επίτιμος Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ακαδημαϊκός.

  1. Βλ. Απ. Γεωργιάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρ. 1719-1720 αρ. 6.
  2. Μπαλής, Κληρ.Δ. 5η έκδ., 1965, § 26, σ. 45 · Βουζίκας, Κληρ.Δ., Β΄, 1976, § 41 VI 2, σ. 302: ερμηνεία γραφείσα υπό την προηγούμενη διατύπωση της ΑΚ 1719 [«οι ένεκα πνευματικής νόσου στερούμενοι της χρήσεως του λογικού»], ισχύουσα όμως και υπό τη νέα διατύπωση που δεν μεταβάλλει την ουσία, αλλά προσαρμόζεται στη σύμφωνη με τις εξελίξεις της ψυχιατρικής σωστή επιστημονική ορολογία.
  3. ΑΠ 243/1964, ΕΕΝ 1964, 563 · 1587/1981, ΝοΒ 1982, 1057 · 18/1995, ΝοΒ 1996, 616 · 374/1999, ΕλλΔνη 1999, 1559 · 1304/1999, ΕλλΔνη 2003, 766 · ΕφΑθ 826/1999, ΕλλΔνη 2001, 1391 · 7893/2002, ΕλλΔνη 2004, 245.
  4. Βλ. Μπαλή, ό.π., σ. 44· Λιτζερόπουλο, Κληρ.Δ., 2η έκδ., Τεύχ. Β, 1958, § 86 Α, σ. 3, που τονίζει προσφυώς την κρισιμότητα του βαθμού στον οποίο είναι ελεύθερη η βούληση του διαθέτη · Βουζίκα, ό.π., σ. 301 · Φίλιο, Κληρ.Δ., 5η έκδ., 2003, § 20 Δ, σ. 166 · Μπρακατσούλα, Κληρ.Δικον. Δ., 2000, σ. 93 · ΑΠ 555/1965, ΕΕΝ 1966, 587 · 1587/1981, ΝοΒ 1982, 1057 · 710/1985, ΕΕΝ 1986, 250 · 1396/2001, ΝοΒ 2002, 1469 · 1360/2002, ΝοΒ 2003, 452 · ΕφΑθ 826/1999, ΕλλΔνη 2001, 1391 · 7893/2002, ΕλλΔνη 2004, 245 · ΕφΑιγ 302/2003, Αρμ 2005, 37.
  5. Bλ. ΕφΑθ 7893/2002, ό.π.
  6. Έτσι Weber, στο Damrau Praxiskommentar Erbrecht, 2004, § 2229 αρ. 21, ερμηνεύοντας αντίστοιχη διάταξη του γερμανικού ΑΚ και παραπέμποντας και στη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού.
  7. Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 131 αρ. 3. Έτσι, δηλαδή υπέρ της δυνατότητας μερικής δικαιοπρακτικής ανικανότητας με διάκριση κατά αντικείμενα δραστηριότητας του προσώπου, και στην ερμηνεία της αντίστοιχης § 104 αρ. 2 του γερμανικού ΑΚ: βλ. Schmitt, Münch. Komm., 4η έκδ., § 104 αρ. 15 επ., με παραπομπές και στη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού.
  8. Η ψυχιατρική-ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, 1983, σ. 364-368.
  9. ΕρμΑΚ 1719-1720 αρ. 88-90.
  10. Βλ. επίσης τον ίδιο, Γεν.Αρχ., 3η έκδ., 1983, σ. 111.
  11. Κληρ.Δ., 2002, § 27.2.2 και 27.2.3.
  12. Βλ. και Μπρακατσούλα, ό.π., σ. 95 υπό 2 · ΑΠ 243/1964, ό.π.
  13. Βλ. Λιτζερόπουλο, ό.π. · ΑΠ 710/1985, ό.π. · 18/1995, ό.π. · 1304/1999, ό.π. · ΕφΑθ 7893/2002, ό.π.
  14. Βλ. ΑΠ 243/1974, ό.π. – πρβλ. και ΑΠ 206/1966, ΝοΒ 1966, 1101.
  15. Απ. Γεωργιάδης, ό.π., αρ. 33 in fine.
  16. Schmitt, ό.π. αρ. 14, με παραπομπή στη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού.
  17. Schmitt, ό.π. αρ. 14, με παραπομπή στη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού.
  18. Βλ. Απ. Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1719-1720 αρ. 47 – πρβλ. ΚΠολΔ 440.
  19. Βλ. π.χ. Μπαλή, Κληρ. Δ. § 39 · Απ. Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 1723 αρ. 3.
  20. Κατά τη διατύπωση του Μπαλή, ό.π.
  21. Βλ. ΑΠ 380/1989, ΕλλΔνη 1990, 530 και την όμοια ΑΠ 1442/1999, ΕλλΔνη 2000, 742: «απαιτείται, εκτός από την ιδιόχειρη σύνταξή της, να μπορεί ο διαθέτης να διακρίνει, αν αυτό που έγραψε αποτυπώνει τη θέλησή του».
  22. Ό.π.
  23. Ό.π.
  24. Βλ. Κορνηλάκη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 1781 αρ. 2.