Η επιβαρυντική περίσταση της πνευματικής σχέσης κληρικού με ανήλικο στο άρ. 342 ΠΚ: Νομολογιακή προσέγγιση και θεωρία

ΣΑΒΒΑΣ Α. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

 Η επιβαρυντική περίσταση

της πνευματικής σχέσης κληρικού

με ανήλικο στο άρ. 342 ΠΚ:

Νομολογιακή προσέγγιση και θεωρία

Σαββας Α. Γεωργιαδης*

Η διαδρομή του άρθρου 342 ΠΚ, ιδιαίτερα όσον αφορά την επιβαρυντική περίσταση της πνευματικής σχέσης κληρικού με ανήλικο από την θέση σε ισχύ του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) μέχρι την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου[1] και την διαμόρφωση του όπως ισχύει σήμερα, θα μας απασχολήσει στην παρούσα μελέτη. Το θιγόμενο έννομο αγαθό, η Αντικειμενική υπόσταση και οι επιβαρυντικές περιστάσεις αποτελούν το συνολικά περιγραφόμενο έγκλημα. Αφού εξετάσουμε τα δομικά στοιχεία του εγκλήματος, δηλαδή το υποκείμενο/δράστη, το Αντικείμενο/θύμα και την εγκληματική συμπεριφορά/πράξη σε συνάρτηση με το θιγόμενο έννομο αγαθό θα αναλύσουμε, με βάση τη θεωρία και την όποια νομολογία, την επιβαρυντική περίσταση της πνευματικής σχέσης κληρικού με ανήλικο. Στόχος να προσεγγιστούν δύο κυρίως όροι, στην παραπάνω ιδιαίτερη περίσταση, αυτός του κληρικού και της «πνευματικής σχέσης», όπως διαμορφώθηκαν στην θεωρία και στην νομολογία.

Το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας και των ανηλίκων ιδιαίτερα, κατοχυρώνεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από διεθνείς συνθήκες, στις οποίες η ελληνική δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος. Στο Σύνταγμα η γενετήσια ελευθερία κατοχυρώνεται συνδυαστικά, στο άρ. 2 § 1[2], στο άρ. 5 § 1[3], στο άρ. 9 § 1 εδαφ. β΄[4] και στο άρ. 21 § 1[5] Σ. Ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου αποτελεί το θεμέλιο του Συντάγματος και όλων των διεθνών κειμένων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων, θεωρείται δηλαδή μια θεμελιώδης ρήτρα που δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά (στα δικαιώματα) αλλά χρησιμοποιείται και ως ερμηνευτικό εργαλείο συνταγματικότητας διατάξεων ή και κοινωνικής συμπεριφοράς. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης[6]. Σε συνδυασμό με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του άρ. 5 § 1 Σ., η αξία του ανθρώπου πραγματώνεται μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Στοιχείο αναπόσπαστο της προσωπικότητας του ανθρώπου αποτελεί η σεξουαλική συμπεριφορά και ο σεξουαλικός προσανατολισμός του. Η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας περιλαμβάνει και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του γενετήσιου ενστίκτου. Το αρ 9 § 1 εδαφ. β΄ Σ. για το σεβασμό της ιδιωτικότητας και της ιδιωτικής ζωής μπορεί να υποστηρίξει τη προστασία της γενετήσιας ελευθερίας επικουρικά, ως προς το άρ. 5 § 1 Σ. Το άρ. 21 § 1 συνδυαστικά με το άρ. 5 § 1 (όπως αυτό εξειδικεύει το άρ. 2 § 1) εντάσσει στη προστασία του Κράτους την γενετήσια ελευθερία των ανηλίκων εφόσον στο εν λόγω άρθρο τελεί υπό τη προστασία του, η παιδική ηλικία.

Η γενετήσια ελευθερία προστατεύεται σε διεθνείς συνθήκες όπως στο άρ. 8 § 1 της ΕΣΔΑ[7] για τη προστασία της ιδιωτική ζωής και με το άρ. 14 ΕΣΔΑ[8] που απαγορεύει τις διακρίσεις « […] ασχέτως άλλης καταστάσεως ». Μπορούμε να εντάξουμε την γενετήσια ελευθερία και ανάπτυξη στις «άλλες καταστάσεις». Ιδιαίτερα για την γενετήσια ελευθερία των ανηλίκων υπάρχει προστασία στη υπογραφείσα Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (ΔΣΔικ.Π) το 1990 στη Νέα Υόρκη[9]. Το άρ. 19 § 1 ΔΣΔικ.Π[10] προϋποθέτει τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων από το Κράτος για να προστατευθεί το παιδί από κάθε μορφή βίας συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής βίας αφού αναγνωρίζει με το άρ. 27 § 1[11] ΔΣΔικ.Π το δικαίωμα στο παιδί για ένα «κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του». Ειδικότερα στο άρ. 34 ΔΣΔικ.Π[12] προβλέπεται η υποχρέωση στα κράτη να προστατεύουν τα παιδιά από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και βίας λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για να εμποδίσουν επιμέρους εκφάνσεις αυτής, αλλά και να επουλώσουν τις πληγές τους σε επίπεδο ψυχοσωματικό στη περίπτωση που πέσουν θύματα εκμετάλλευσης, βίας, κακοποίησης, σε συνδυασμό με το άρ. 39[13] ΔΣΔικ.Π. Τέλος, θα ήταν καλό να αναφερθεί η προστασία της γενετήσιας ελευθερίας στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθερίων της ΕΕ, ο οποίος αποτελεί νομικά δεσμευτικό κείμενο από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας από το 2009, στον συνδυαστικό μίγμα των άρ. 1 Χάρτη (για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) με το άρ. 7 Χάρτη για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, άρ. 21 Χάρτη (για την απαγόρευση των διακρίσεων « […] μεταξύ άλλων και για τον γενετήσιο προσανατολισμό») και ειδικότερα με το άρ. 24 Χάρτη που κατοχυρώνεται η προστασία του παιδιού.

Ο νομοθέτης αφιερώνει το 19ο κεφάλαιο του ΠΚ (άρ. 336-353) στην προστασία της γενετήσιας ελευθερίας και την οικονομική εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής. Ειδικότερα στο άρ. 342 ΠΚ προστατεύεται η γενετήσια ελευθερία του ανηλίκου και η προσβολή της από την επέμβαση προσώπων που τελούν σε μια ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης με τον ανήλικο. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο νομοθέτης ενδιαφέρεται να προστατέψει την ελεύθερη ανάπτυξη της ψυχοσωματικής προσωπικότητας του ανηλίκου από εξωτερικές επεμβάσεις ερωτικού περιεχομένου, ορισμένων προσώπων που συνδέονται μαζί τους με σχέσεις εμπιστοσύνης. Η κατάχρηση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα καταστρεπτική και βλαπτική για την ανάπτυξη της γενετήσιας ταυτότητας του ανηλίκου. Το άρθρο 342 ΠΚ προσβλέπει στην επιδίωξη ενός διττού σκοπού: από τη μια να προστατεύσει τη γενετήσια ελευθερία του ανηλίκου και από την άλλη να κρατήσει ορισμένες σχέσεις εμπιστοσύνης καθαρές από γενετήσιες επιθυμίες και επιδιώξεις, οι οποίες όταν και όπου εμφανιστούν καταλύουν την εμπιστευτικότητα και διαστρέφουν το ρόλο που έχει δώσει η κοινωνία σε ορισμένα πρόσωπα σχετιζόμενα με ανηλίκους, και ο οποίος πρέπει να παραμένει ανέπαφος από ερωτικά κίνητρα. Το κοινωνικό συμφέρον διασφαλίζεται με τη απουσία των γενετήσιων επιδιώξεων από ορισμένες σχέσεις εμπιστοσύνης ενηλίκων και ανηλίκων.

Στη συνέχεια, θα θέλαμε να αναδείξουμε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρ. 342 ΠΚ, όπως διαμορφώνεται υπό το φως της επιβαρυντικής περίστασης της πνευματικής σχέσης του κληρικού με ανήλικο. Το άρθρο στο βασικό κορμό του, όπως δηλαδή περιγράφεται στο άρ. 342 § 1 ΠΚ.[14] υποκείμενο και δράστης του εγκλήματος είναι «ενήλικος» και μόνον ενήλικος, και υπό το φως της επιβαρυντικής περίστασης που εξετάζουμε «ενήλικος κληρικός». Εφόσον στο Σύνταγμα προστατεύονται όλες οι γνωστές θρησκείες[15], ορθότερα, ως προς την ελευθερία της λατρείας του άρ. 13 §  2-3 Σ., στην έννοια του κληρικού περιλαμβάνονται όλοι οι θρησκευτικοί λειτουργοί γνωστών θρησκειών. Το περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας όμως, περιλαμβάνει πρώτα την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης κατά το άρ. 13 § 1 Σ. και έπειτα την ελευθερία της λατρείας, η οποία προϋποθέτει γνωστή θρησκεία. Οι θρησκευτικοί λειτουργοί μη γνωστής θρησκείας που δεν εμπίπτουν στην ελευθερία της λατρείας, αλλά εμπίπτουν στην ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης καλύπτονται και αυτοί στον όρο των «θρησκευτικών λειτουργών» κατά τη πιο σωστή γνώμη, στην εν λόγω επιβαρυντική περίσταση[16]. Ορθότερο επίσης, είναι να αντικατασταθεί ο όρος «κληρικός» με τον όρο «θρησκευτικός λειτουργός»[17]. Συνεπώς όλοι οι ενήλικοι θρησκευτικοί λειτουργοί αποτελούν το Υποκείμενο/δράστη του εγκλήματος.

Ενδιαφέρον θα αποκτούσε αν κάποιος θρησκευτικός λειτουργός είναι ανήλικος. Έχει περισσότερο πρακτική σημασία για νεοφανείς θρησκευτικές ομάδες και σέκτες που παρουσιάζουν κάποιο μεσσιανικό χαρακτήρα, και όχι τόσο για την επικρατούσα Ορθόδοξη Εκκλησία ή τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Στις τελευταίες, κληρικοί όλων των βαθμών, όπου υπάρχουν, είναι κατά κανόνα ενήλικοι. Στην περίπτωση που κάποιος ανήλικος ηγέτης (πχ. 17 ετών) μιας θρησκευτικής ομάδας ή θρησκευτικός της λειτουργός με ιδιαίτερες ικανότητες (ενδεχομένως μεσσιανικές ή προφητικές), ασελγήσει σε ανήλικο παιδί οκτώ ετών, σε ποιο άρθρο θα πρέπει να υπαχθεί; Στο άρ. 342 ΠΚ (για κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια) ή στο άρ. 339 ΠΚ για την αποπλάνηση παιδιών[18]; Στην αιτιολογική έκθεση[19] του νόμου για το άρ. 342 ΠΚ ο νομοθέτης θέλει να περιορίσει το Υποκείμενο του εγκλήματος μόνο σε ενήλικες και να μην υπεισέλθει σε αντικοινωνικές συμπεριφορές ανηλίκων που την ευθύνη για αυτούς έχουν διάφοροι κοινωνικοί εταίροι και φορείς. Όμως πόσο μπορεί να διαφοροποιείται ο δράστης στην ηλικία των 17 ετών από την ηλικία των 18 ετών; Θεωρούμε ότι η διαφορά δεν θα είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ενώ οι συνθήκες της αποπλάνησης ενός ανηλίκου μέσα από την χίμαιρα μιας πνευματικής σχέσης εμπιστοσύνης και η εξαπάτηση σε αυτή, είναι το ίδιο αντικειμενική στο παραπάνω παράδειγμα που αναφέραμε[20].

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στην έννοια του κληρικού κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία που αφορά περισσότερο τα ελληνικά δεδομένα, μιας και αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Ο κλήρος σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο διαιρείται σε ανώτερο και κατώτερο κλήρο. Οι κληρικοί με την στενή έννοια του όρου -ή ανώτερος κλήρος- αναλύονται σε τρείς βαθμούς στους Επισκόπους, στους Πρεσβυτέρους και στους Διακόνους. Οι ιερατικοί βαθμοί είναι αρχαιότατοι και απαντούν στην Παράδοση της Εκκλησίας από τους πρώτους χρόνους ίδρυσής της, οριστικά δε διακρίνονται στους τρεις βαθμούς που προαναφέραμε στα μέσα του 2ου αιώνα[21]. Κοινό γνώρισμα των τριών αυτών βαθμών του ανώτερου κλήρου ή ιεροσύνης είναι ότι αποκτώνται με μια ιδιαίτερη μυστηριακή/πανηγυρική  πράξη την χειροτονία[22]. Συνεπώς, ο ανώτερος κλήρος που ήδη αναφέραμε -με τις επιμέρους εκφάνσεις των τριών βαθμών της ιεροσύνης- σίγουρα περιλαμβάνεται στην επιβαρυντική περίσταση ε΄ του άρθρου του 342 § 2 ΠΚ που ορίζει «από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση».

Το ερώτημα τίθεται στο αν περιλαμβάνονται στην εν λόγω επιβαρυντική περίσταση και ο κατώτερος κλήρος; Κατώτερο κλήρο αποτελούν κατά την Παράδοση της Εκκλησίας και σύμφωνα με τις πηγές, οι υποδιάκονοι, οι αναγνώστες, οι ψάλτες, οι πυλωροί (θυρωροί) και οι παραμονάριοι (νεωκόροι)[23]. Η διαφορά με τον ανώτερο κλήρο έγκειται σε δύο βασικά στοιχεία: πρώτον, στο διαφορετικό ρόλο τους που ο κατώτερος κλήρος επικουρεί στα τελούμενα μυστήρια και δεύτερον στο τρόπο κτήσης της ιδιότητας τους που γίνεται με μία απλή τελετή τη χειροθεσία η οποία λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε στιγμή σε οποιαδήποτε ακολουθία. Με βάση τη διατύπωση του άρθρου και την εξέλιξη του μετά το 2006, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι μπορούν ίσως να ενταχθούν μέσα στην έννοια του κληρικού και ο κατώτερος κλήρος. Βέβαια ο σκοπός του νομοθέτη είναι να συμπεριλάβει μόνο τον ανώτερο κλήρο δηλαδή τους Επισκόπους, Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Όμως από την άγνοια του νομοθέτη για την έννοια του όρου «κληρικού» όπως αυτός αναλύεται στο εκκλησιαστικό δίκαιο, και ο οποίος περιλαμβάνει και τον κατώτερο κλήρο (υποδιακόνους, αναγνώστες, ψάλτες, νεωκόρους, θυρωρούς), σε συνδυασμό παράλληλα με την ευρύτητα που έδωσε στην διατύπωση της επιβαρυντικής περίστασης του άρ. 242 § 2 στοιχ. ε΄ ΠΚ μετά τη τροποποίησή του με τον Ν. 3500/2006 κινδυνεύει να συμπεριλήφθη στην επιβαρυντική περίσταση και ο κατώτερος κλήρος. Όμως θεωρούμε ορθότερο, ο κατώτερος κλήρος να μην εντάσσεται στην επιβαρυντική περίσταση του άρ. 342  § 2 στοιχ. ε΄ ΠΚ αλλά στον βασικό κορμό του άρ. 342 § 1 ΠΚ σε περίπτωση ασέλγειας σε ανήλικο και όχι στο άρ. 339 για αποπλάνηση παίδων, γιατί και αυτή η ομάδα ανθρώπων που βοηθά στο έργο της Εκκλησίας, εκ της θέσης τους δημιουργεί «μια αυξημένη κοινωνική απαίτηση» εμπιστοσύνης όταν έρθουν σε κατάσταση επίβλεψης ή συναναστροφής με έναν ανήλικο στην Εκκλησία.

Συνοψίζοντας, σχετικά με τον όρο «κληρικός» στην επιβαρυντική περίπτωση του άρ. 342 ΠΚ θα υποστηρίζαμε ότι είναι ατυχής. Ορθότερος, κατά τη γνώμη μας, είναι «θρησκευτικός λειτουργός» για δύο λόγους: από τη μια γιατί καλύπτει και τους λειτουργούς των γνωστών θρησκειών ή και των μη γνωστών θρησκειών, όπως παραπάνω αναλύσαμε, και από την άλλη για να μην περιλαμβάνει και τον κατώτερο κλήρο ιδιαίτερα μετά την τροποποίηση του άρ. 342 ΠΚ το 2006 και την ευρύτητα που αυτή δίνει στην συγκεκριμένη επιβαρυντική περίσταση.

Συνεχίζοντας, στην σκιαγράφηση της Αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 342 ιδιαίτερα υπό το φως της επιβαρυντικής περίστασης που εξετάζουμε, θα πρέπει να απαντήσουμε εν συντομία ποιο είναι το Αντικείμενο/θύμα του εγκλήματος, τι ορίζεται ως «ασελγής πράξη» κατά το άρθρο και τέλος να στοιχειοθετήσουμε την έννοια της «πνευματικής σχέσης» με οδηγό τη θεωρία και την νομολογία.

Ως αντικείμενο/θύμα της εγκληματικής πράξης του άρ. 342 ΠΚ είναι ανήλικο αγόρι ή κορίτσι[24] μέχρι 18 ετών, ανεξάρτητα με το αν έχει ή όχι γενετήσια πείρα[25] και αδιάφορο αν τη σχετική πρωτοβουλία για την γενετήσια πράξη πήρε ή όχι ο ανήλικος. Το έγκλημα ολοκληρώνεται με τη τέλεση «ασελγούς πράξης» με τον ανήλικο. Τι θεωρείται ασελγής πράξη; Νοείται ή συμπεριφορά εκείνη που κατά τα εξωτερικά της γνωρίσματα συνιστά εκδήλωση της γενετήσιας ζωής και αποβλέπει σε ηδονισμό του δράστη, προσβάλλοντας την γενετήσια ελευθερία του ανηλίκου και την ανάπτυξη της ψυχοσωματικής προσωπικότητάς του από την ιδιαίτερη συνθήκη της σχέσεως εμπιστοσύνης[26]. Ασελγής πράξη θεωρείται πρωτίστως η συνουσία και όλες οι ανάλογες με αυτήν πράξεις[27] ή υποκατάστατά της[28]. Η ασελγής πράξη πρέπει να τελείται, υπό τη διατύπωση του νόμου, μεταξύ του δράστη/ενηλίκου κληρικού «με τον ανήλικο», χωρίς να είναι αναγκαία η χρήση βίας ή πλάνης του ανηλίκου, αλλά κατά την κρατούσα άποψη, δια της σωματικής επαφής με τον ανήλικο, χωρίς να απαιτείται και η βουλητική του συμμετοχή[29].

Η ασελγής πράξη στην Αντικειμενική υπόσταση της επιβαρυντικής περίπτωσης του «ενηλίκου κληρικού» για να είναι πλήρης θέτει και άλλο ένα στοιχείο, «την πνευματική σχέση» που εξειδικεύει στην ουσία τη σχέση εμπιστοσύνης. Ως επιβαρυντική περίπτωση ε΄ του άρ. 342 § 2 ΠΚ μετά τη τροποποίηση το 2006 ορίζεται «ο κληρικός με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση». Πρέπει να το αντιπαραβάλλουμε με την ίδια επιβαρυντική περίσταση, όπως διατυπωνόταν προηγουμένως για να μπορέσουμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα. Η επιβαρυντική περίσταση όπως διατυπωνόταν ήταν «κληρικοί με τα ανήλικα πνευματικά τους τέκνα». Το εύρος της ήταν αρκετά περιορισμένο, άσχετα αν αυτό ερμηνεύτηκε υπερβολικά διασταλτικά στην απόφαση του ΑΠ 5/1958[30], ο οποίος έκρινε ότι πνευματικό τέκνο θεωρείται κάθε πρόσωπο που ανήκει στην ίδια θρησκεία ή το ίδιο δόγμα του οποίου ο δράστης είναι λειτουργός. Άλλη άποψη υποστήριζε ότι πνευματικά τέκνα αποτελούν όσοι ανήκουν στην ίδια ενορία. Ορθότερη, κατά τη γνώμη μας, άποψη πρέπει να θεωρηθεί ότι πνευματικά τέκνα είναι όλα τα πρόσωπα που τελούν υπό τη πνευματική καθοδήγηση του θρησκευτικού λειτουργού και κατά συνέπεια έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης [[31]]. Κατά τη θεωρία του εκκλησιαστικού δικαίου, τη πνευματική καθοδήγηση, υπό την έννοια της μυστηριακής τελετής της εξομολόγησης, μπορούν να ασκούν μόνο οι Επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι στους οποίους έχει δοθεί η άδεια της πνευματικής πατρότητας. Αυτή η προσθήκη από την θεωρία την οποία μάλλον αγνοεί ο νομοθέτης θα περιόριζε αρκετά την εφαρμογή της επιβαρυντικής περίστασης, γιατί θα απέκλειε τους διακόνους, κάτι που μάλλον δεν είναι επιθυμητό.

Με τη τροποποίηση του Ν. 3500/2006 δίνεται σωστότερα η βούληση του νομοθέτη σχετικά με την διάσταση της «πνευματικής σχέσης». Προβλέπεται πλέον ότι η επιβαρυντική περίσταση συνίσταται για «κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση» δηλαδή για όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης του ανώτερου κλήρου, δηλαδή Επισκόπους, Πρεσβυτέρους και διακόνους, πέραν και έξω από το μυστήριο της εξομολόγησης και προκρίνεται η ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που εύκολα κερδίζεται στο πρόσωπο του κληρικού ή ορθότερα του θρησκευτικού λειτουργού, δηλαδή ενός ανθρώπου που εκ της ιδιότητας του τεκμαίρεται «ως άνθρωπος του Θεού». Αυτή η θέση που προσδίδεται από την κοινωνία στο θρησκευτικό λειτουργό εκ της ιδιότητος του, μπορεί να δημιουργήσει εκμετάλλευση και συνεπώς κατάχρηση. Εν προκειμένω, μας ενδιαφέρει η εκμετάλλευση της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκου, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει σε μια «πιο ευάλωτη ομάδα» λόγω της τυχόν ελλιπούς ωριμότητας. Θεωρούμε ότι μπορεί πλέον να ενταχθεί στη νέα διατύπωση της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου και η πνευματική σχέση εμπιστοσύνης ανηλίκου με κάποιο ενήλικο θρησκευτικό λειτουργό κάποιου άλλου δόγματος ή θρησκείας (και όχι απαραίτητα της ίδιας), αρκεί να υπάρχει το αντικειμενικό πραγματικό γεγονός της πνευματικής εξάρτησης, καθοδήγησης και κατά συνέπεια της ειδικής εξουσιαστικής σχέσης[32].

Η Υποκειμενική υπόσταση της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια υπό την επιβαρυντική περίσταση που εξετάζουμε πληρούται με δόλο, αποτελεί δηλαδή έγκλημα δόλου και αναλύεται σε γνώση του δράστη/θρησκευτικού λειτουργού της ιδιαίτερης πνευματικής σχέσης, της ηλικίας του θύματος/ανηλίκου και τη θέληση διενέργειας ασελγούς πράξης. Αν ο δράστης αγνοεί κάποιο από τα παραπάνω, δηλαδή είτε την ηλικία του θύματος είτε την εμπιστευτικότητα του ανηλίκου ή κάποιου άλλου στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης βρίσκεται σε πραγματική πλάνη[33]. Η ποινή μπορεί να επιβαρυνθεί λόγω της ιδιότητας του κληρικού και της ιδιαίτερης πνευματικής σχέσης με τον ανήλικο, στις δύο διαβαθμίσεις ανάλογα με την ηλικία του θύματος/ανηλίκου. Οι δύο διαβαθμίσεις της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια  είναι από τη μια κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν δεν έχει συμπληρώσει τα 14 έτη και κάθειρξη 5-20 ετών αν έχει συμπληρώσει τα 14 έτη προσδίδοντάς κακουργηματική μορφή στη πράξη. Αντίθετα, η προσβολή της αιδούς του ανηλίκου στο άρ. 342 § 3 ΠΚ ως αποτέλεσμα χειρονομιών, προτάσεων ή με εξιστορήσεις, απεικονίσεις και παρουσιάσεις πράξεων που αφορούν την γενετήσια ζωή και έχει αναλόγως εφαρμογή η επιβαρυντική περίσταση που εξετάζουμε αποτελεί πλημμέλημα.

Καταλήγοντας, αν και η νομολογία δεν έχει δώσει πλούσιο υλικό ερμηνείας της επιβαρυντικής περίστασης της πνευματικής σχέσης κληρικού με ανήλικο, παρά μόνο μία απόφαση του ΑΠ που ερμήνευσε διασταλτικά τη βούληση του νομοθέτη, παρόλα αυτά θεωρούμε ότι βοήθησε στην εξέλιξη της υπό εξέτασης επιβαρυντικής περίπτωσης με τη συζήτηση που δημιούργησε στη θεωρία και την τροποποίησή της,  τελικά με το Ν. 3500/2006, με τις διαστάσεις που παρουσιάσαμε. Στα πλαίσια μιας αντεγκληματικής πολιτικής για τη πρόληψη εγκλημάτων γενετήσιας ελευθερίας εις βάρος ανηλίκων και όχι μόνο, καλό θα ήταν η Πολιτεία να επέβαλλε σε όλες τις θρησκευτικές ομάδες[34] να υπάρχει ψυχιατρικός έλεγχος των υποψηφίων θρησκευτικών λειτουργών από ανεξάρτητη επιτροπή ειδικών πριν την ανάδειξη τους σε θρησκευτικούς λειτουργούς της εκάστοτε εκκλησιαστικής/θρησκευτικής κοινότητας, αλλά και συνεχής περιοδικός έλεγχός τους, που θα κρίνεται σε συνεννόηση με τις εκκλησιαστικές/θρησκευτικές αρχές. Αυτό θα ήταν μία σημαντική αρχή για την πρόληψη πολλών εγκλημάτων, ιδίως δε εκείνων της προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων.

* Λέκτορας, Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας

  1. Όπως το άρθρ. 342 ΠΚ αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 24 του Ν. 3500/2006 και όπως οι παράγραφοι 4 και 5 καταργήθηκαν με το άρθρ. 3 παράγραφος 8 του Α’ κεφαλαίου του Ν. 3727/2008.
  2. «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
  3. «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».
  4. «[…] Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη […] ».
  5. «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους».
  6. Βλ. απόφαση ΑΠ 40/1998, ΤοΣ 1999, σ. 103.
  7. «Παν πρόσωπον δικαιούται εις σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του».
  8. «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων καιελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
  9. Όπως αυτή κυρώθηκε με το Ν. 2101/1992 από την ελληνική δημοκρατία.
  10. «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύσουν το παιδί από κάθε μορφή βίας, προσβολής ή βιαιοπραγιών σωματικών ή πνευματικών, εγκατάλειψης ή παραμέλησης, κακής μεταχείρισης ή εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανόμενης της σεξουαλικής βίας, κατά το χρόνο που βρίσκεται υπό την επιμέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο, του ή των νόμιμων εκπροσώπων του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο οποίο το έχουν εμπιστευθεί».
  11. «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε παιδιού για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του».
  12. «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύσουν το παιδί από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής βίας. Για το σκοπό αυτόν, τα Κράτη, ειδικότερα, παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα σε εθνικό, διμερές και πολυμερές επίπεδο για να εμποδίσουν:

α. Την παρακίνηση ή τον εξαναγκασμό των παιδιών σε παράνομη σεξουαλική δραστηριότητα.

β. Την εκμετάλλευση των παιδιών για πορνεία ή για άλλες παράνομες σεξουαλικές δραστηριότητες.

γ. Την εκμετάλλευση των παιδιών για την παραγωγή θεαμάτων ή υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα».

  1. «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνουν τη σωματική και ψυχολογική ανάρρωση και την κοινωνική επανένταξη κάθε παιδιού θύματος : οποιασδήποτε μορφής παραμέλησης, εκμετάλλευσης ή κακοποίησης, βασανισμού ή κάθε άλλης μορφής σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή ένοπλης σύρραξης. Η ανάρρωση αυτή και η επανένταξη γίνονται μέσα σε περιβάλλον, που ευνοεί την υγεία, τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια του παιδιού».
  2. «Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη».
  3. Γνωστή θρησκεία θεωρείται αυτή που διαθέτει φανερά δόγματα, λατρεία, οργάνωση και σκοπούς και προστατεύεται ως προς την ελευθερία της λατρείας με το άρθρ. 13 § 2-3 Σ.
  4. Βλ. Παρασκευόπουλος Νίκος και Φυτράκης Ευτύχης, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις: άρθρα 336-353 ΠΚ, Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 267.
  5. Βλ. και Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης (επιμ.), Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τομ. Β΄, Εκδ. Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα 20142, σ. 2758, Πουλής Γεώργιος Α., Νομοθετικά κείμενα εκκλησιαστικού δικαίου: σχόλια-βιβλιογραφία, Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 20025, σ. 256-257, Κονταξής Αθανάσιος, Ποινικός Κώδικας, τομ. Β΄, Εκδ. Σάκκουλα, 20003, σ. 2835.
  6. «Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: «α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών».
  7. Βλ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ε., Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006, σ. 209.
  8. Βλ. επίσης ο.π., σ. 209.
  9. Κονιδάρης Ιωάννης Μ., Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2011, σ. 117
  10. Η χειροτονία τελείται μέσα στη Λειτουργία και αναλόγως του βαθμού της ιεροσύνης, αν θα είναι διάκονος, πρεσβύτερος ή Επίσκοπος, σε διαφορετικό χρονικό σημείο σε σχέση με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
  11. Ο.π., βλ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιον, σ. 117.
  12. Βλ. και Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης (επιμ.), Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τομ. Β΄, Εκδ. Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα 20142, σ. 2754, Κονταξής Αθανάσιος, Ποινικός Κώδικας, τομ. Β΄, Εκδ. Σάκκουλα, 20003, σ. 2180, Μαγκάκης Γ.-Α., Τα εγκλήματα περι την γενετήσιον και την οικογενειακήν ζωήν, 1967, σ. 74, Μπουρόπουλος Α., Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, τομ. Β΄, ειδικό μέρος, 1960, σ. 594, Γάφος Ηλ.. Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τευχ. Ε΄, 1965, σ. 35 επ., ΑΠ 432/1971 ΠοινΧρ ΚΑ΄, σ. 830.
  13. Βλ. και Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης (επιμ.), Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τομ. Β΄, Εκδ. Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα 20142, σ. 2754, Κονταξής Αθανάσιος, Ποινικός Κώδικας, τομ. Β΄, Εκδ. Σάκκουλα, 20003, σ. 2180, Μαγκάκης Γ.-Α., Τα εγκλήματα περί την γενετήσιον και την οικογενειακήν ζωήν, 1967, σ. 74, Μπουρόπουλος Α., Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, τομ. Β΄, ειδικό μέρος, 1960, σ. 594, Γάφος Ηλ.. Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τευχ. Ε΄, 1965, σ. 35 επ., ΑΠ 432/1971 ΠοινΧρ ΚΑ΄, σ. 830.
  14. Ο.π. Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης (επιμ.), σ. 2754-2756.
  15. Παρακευόπουλος, ΠοινΧρ, ΛΔ΄, σ. 346.
  16. Όπως αναφέρεται ρητά και στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου, βλ. ο.π. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ε., σ. 210.
  17. Υποστηρίζεται η άποψη ότι μπορεί να τελεστεί το έγκλημα του άρθρου 342 ΠΚ χωρίς τη σωματική επαφή του ενηλίκου/δράστη με το ανήλικο αλλά να χρησιμοποιηθεί το σώμα του ενός ή του άλλου ως μέσον για τη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του άλλου. Απαραίτητο στοιχείο σε αυτή τη περίπτωση είναι η βουλητική συμμετοχή του ανηλίκου. Βλ. και ό.π. Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης (επιμ.), σ. 2755-2756.
  18. ΑΠ 5/1958, ΠοινΧρ 1958, σ. 211.
  19. Βλ. ο.π. Κονιδάρης, Εγχειρίδιον, σ. 176, Τρωϊάνος/Πουλής, Εκκλησιαστικό δίκαιο, 20032, σ. 533-534, Τρωϊάνου-Λουλά, Η ποινική νομοθεσία των ανηλίκων, 1995, σ. 500.
  20. Βλ. και ο.π. Παρασκευόπουλος Νίκος και Φυτράκης Ευτύχης, Αξιόποινες, σ. 268.
  21. Ο.π. Παρασκευόπουλος Νίκος και Φυτράκης Ευτύχης, Αξιόποινες, σ. 270. άρθρ. 30 ΠΚ «1. Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια. 2. Επίσης δεν καταλογίζονται στο δράστη τα περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης του αν τα αγνοούσε».
  22. Στην επικρατούσα πληθυσμιακά τουλάχιστον, Ορθόδοξη Εκκλησία, στα πλαίσια της ελληνικής επικράτειας που εφαρμόζεται το άρθρ. 342 ΠΚ μέσα στα προσόντα του υποψηφίου προς χειροτονία κληρικού υπάρχει η προϋπόθεση να έχει ψυχική υγεία (να μη πάσχει από ψυχική νόσο) στο άρθρ. 36 Κανον. 2/1969 αλλά και στους Ιερούς Κανόνες της ειδικότερα στους Κανόνες ΟΖ΄ και ΟΗ΄ των Αγίων Αποστόλων, Β΄ της Α΄ Οικουμ. Συνόδου και στον ΙΒ΄ της Συνόδου της Νεοκαισαρείας (άρθρ. 3 Σ.). Καλό θα ήταν να υπάρχει βεβαίωση για την σύνολη ψυχική υγεία και εικόνα του υποψηφίου από επιτροπή ειδικών, ως μικρή ασφαλιστική δικλείδα προστασίας, και να ανανεώνεται αυτή περιοδικά μετά τις χειροτονίες και άσχετα από αυτές.