Η θεμελιώδης ασυμβατότητα των σύγχρονων τάσεων αστυνόμευσης με τις Αρχές του Κράτους Δικαίου

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΣΟΥΚΑΛΑ

 Η θεμελιώδης ασυμβατότητα

των σύγχρονων τάσεων αστυνόμευσης

με τις Αρχές του Κράτους Δικαίου

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΣΟΥΚΑΛΑ*

Οι αναφορές στο θέμα της αστυνόμευσης με όρους νομικούς, που παραπέμπουν στο κράτος δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, είναι καθησυχαστικές τόσο για την πολιτική τάξη όσο και για τους πολίτες επειδή ο φραστικός συσχετισμός αυτών των εννοιών υπονοεί ότι είναι πολιτικά εφικτός και ο ουσιαστικός συσχετισμός τους. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι σε κράτη με ισχυρές παραδόσεις αυταρχικής διακυβέρνησης δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Όταν η αστυνομία έχει συνηθίσει να δρα λίγο ώς πολύ αυτόνομα –έναντι της πολιτικής αλλά και της φυσικής ηγεσίας της– οι απόπειρες να αναχαιτισθεί αυτή η κλιμακούμενη αναζήτηση εξουσίας προσκρούουν έμπρακτα στην υπόρρητη απειλή της λευκής απεργίας των ενστόλων, αν όχι σε ζοφερότερα μέσα άσκησης πίεσης προς την εκάστοτε κυβέρνηση. Εν ολίγοις, το να τεθεί η αστυνομία υπό έλεγχο προκειμένου να περιορίσει τη δράση της εντός του πλαισίου της νομιμότητας, ούτως ώστε να παταχθούν αποτελεσματικά η αυθαιρεσία, η βία και η διαφθορά, δεν είναι απλώς ζήτημα τού να δοθούν οι σωστές εντολές στα σωστά άτομα.

Εάν λάβουμε επίσης υπόψη το γεγονός ότι οποιαδήποτε κυβερνητική πολιτική εν δυνάμει περιοριστική της αστυνομικής εξουσίας μπορεί να ματαιωθεί εξαιτίας της ευαλωσιμότητας ατόμων που στελεχώνουν την εκάστοτε κυβέρνηση και το δικαστικό σώμα, τα οποία βρίσκονται ενδεχομένως εκτεθειμένα σε εκβιασμούς αστυνομικής προέλευσης για πολλούς και διάφορους λόγους – από υποθέσεις διαφθοράς έως θέματα που άπτονται της προσωπικής τους ζωής – είναι προφανές ότι το θέμα είναι τόσο σύνθετο που δεν μπορεί να παρουσιαστεί εδώ εν συντομία.

Θα επιλέξω επομένως μια διαφορετική αλλά εξίσου ανησυχητική προσέγγιση. Πέρα από τις ανωτέρω παρατηρήσεις, αναρωτιέμαι αν μπορεί να νοηθεί σήμερα μια αστυνομία δημοκρατική. Δηλαδή, μια αστυνομία ικανή να σέβεται τα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών. Μια αστυνομία που να αναγνωρίζει ότι τα όρια της εξουσίας της περιχαρακώνονται από τους νόμους και το Σύνταγμα. Φοβάμαι ότι αυτό είναι αδύνατον να συμβεί.

Κατά τη γνώμη μου, η ανησυχητική αύξηση διαφόρων μορφών αστυνόμευσης που περιφρονούν ή αγνοούν εντελώς το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα του ανθρώπου οφείλεται στη βαθμιαία εξαφάνιση του ατόμου ως υποκείμενο δικαίου στα σύγχρονα δικαιικά συστήματα των δυτικών κρατών. Αυτή η φθίνουσα νομική προσωπικότητα δεν είναι παρενέργεια αλλά φυσική συνέπεια της σταδιακής εδραίωσης στο ποινικό και δικαιωματικό πεδίο μιας πολιτικής ελέγχου του εγκλήματος μέσω της προδρασιακής διαχείρισης του ενδεχόμενου κινδύνου.

Θα αναπτύξω αυτό το σκεπτικό περιγράφοντας συνοπτικά τα κύρια χαρακτηριστικά του προδρασιακού ελέγχου του εγκλήματος ούτως ώστε να δείξω αφενός πώς αυτά αναιρούν την ανθρώπινη προσωπικότητα και, αφετέρου, πώς συσχετίζονται με ορισμένες βαθιές μεταβολές στο νομικό πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στις δυτικές αστικές δημοκρατίες.

Ενδεχόμενος κίνδυνος και έλεγχος του εγκλήματος

Από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν, η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης σταδιακή απόρριψη του αναμορφωτικού προτύπου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος προς όφελος μιας προδρασιακής διαχείρισης του ενδεχόμενου κινδύνου μετέβαλε ουσιωδώς τον σκοπό και τον στόχο του κατασταλτικού μηχανισμού. Το αιτούμενο δεν είναι πλέον η προστασία της κοινωνίας από τον συγκεκριμένο κίνδυνο που απορρέει από τη διάπραξη ενός αδικήματος, αλλά η αποτροπή του ενδεχόμενου κινδύνου που ενυπάρχει σε μια εν δυνάμει επικίνδυνη συμπεριφορά[1]. Συνεπώς, τα όργανα του μηχανισμού καταστολής δεν επικεντρώνονται στο άτομο-δράστη, ως υποκείμενο μιας τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, αλλά στο άτομο-συμμέτοχο, ως μέλος μιας ενδεχομένως επικίνδυνης κοινωνικής ομάδας, το οποίο πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο με βάση την υποψία ότι πιθανόν θα διαπράξει κάποια αξιόποινη πράξη στο μέλλον.

Από τη στιγμή που ο μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος αποκόπτεται από την τέλεση του αδικήματος για να αναζητήσει πηγές ενδεχόμενων κινδύνων προκειμένου να προλάβει τη διάπραξη μελλοντικών αξιόποινων πράξεων, ασπάζεται μια προδρασιακή αντίληψη της πραγματικότητας. Κατ’ επέκταση, εδράζεται σε ένα ευρύ πλέγμα συστημάτων ελέγχου και επιτήρησης που βασίζονται σε προφίλ υπόπτων σύμφωνα με τα συνήθη αναλογιστικά κριτήρια αξιολόγησης των ενδεχόμενων κινδύνων[2]. Η διατήρηση αυτών των αρχείων σε πολλές διαφορετικές εθνικές και διεθνείς αστυνομικές βάσεις δεδομένων αποτελεί σήμερα κοινό τόπο στην καθημερινή και στρατηγική διαχείριση όλων των θεμάτων εσωτερικής ασφάλειας. Εξίσου κοινός τόπος είναι η διαπίστωση ότι η συνεπακόλουθη εδραίωση ενός εκτεταμένου ελέγχου της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς είναι πλέον επαρκώς νομιμοποιημένη για να παράγει έννομες συνέπειες μέσω της άμεσης τιμωρίας των υπόπτων. Τα άτομα που στοχοποιούνται κατ’ αυτό τον τρόπο τιμωρούνται επειδή, παραδείγματος χάρη, θεωρούνται ύποπτα για συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις ή ύποπτα για οπαδική βία. Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να τεθούν επ’ αόριστον σε κατ’ οίκον εγκλεισμό χωρίς να απαγγελθεί ποτέ κατηγορία – όπως ισχύει σήμερα στη Μεγάλη Βρετανία. Στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί να τιμωρηθούν με εξωδικαστικές ελευθεροκτόνες απαγορεύσεις εισόδου στα γήπεδα και εξόδου από τη χώρα σε περιόδους διεξαγωγής διεθνών ποδοσφαιρικών αγώνων – όπως ισχύει σήμερα σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνουμε ότι ο έλεγχος της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς έχει πλέον πάψει να είναι μια περιθωριακή έκνομη μορφή κοινωνικού ελέγχου. Έχει αναβαθμισθεί σε θεσμοθετημένη μορφή κοινωνικού ελέγχου που προβλέπεται ρητά από τον νομοθέτη[3].

Προδρασιακός έλεγχος του εγκλήματος και ανθρώπινη προσωπικότητα

Πριν εξετάσουμε εάν, και μέχρι ποιου σημείου, οι προαναφερθείσες μεταβολές του σκοπού και του στόχου του κατασταλτικού μηχανισμού επέφεραν θεμελιώδεις αλλοιώσεις στη θέση που κατέχει το άτομο στο ποινικό πεδίο, θα πρέπει να ορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της ανθρώπινης προσωπικότητας. Σχηματικά μιλώντας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν υλική υπόσταση, καθώς είναι εγγεγραμμένα στο χωρόχρονο, και αναπτύσσουν διαλεκτικές σχέσεις με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον τους προκειμένου να ικανοποιήσουν ανάγκες ή επιθυμίες τους και να πετύχουν τους σκοπούς τους. Θεωρούμε επίσης ότι τα ανθρώπινα όντα είναι προικισμένα με νου, αυτόνομη συνείδηση και ελεύθερη βούληση – στοιχεία που συνιστούν τη βάση της νομικής προσωπικότητας, η οποία επιτρέπει στο άτομο να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Ωστόσο, το εννοιολογικό πλαίσιο που υποτείνει τον προδρασιακό έλεγχο του εγκλήματος απαξιώνει ή αναιρεί ορισμένα από τα χαρακτηριστικά αυτά.

Αναίρεση του ατόμου ως αυτόνομη προσωπικότητα

Όταν ο κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος μετατοπίζεται από τον συγκεκριμένο δράστη μιας αξιόποινης πράξης προς τα μέλη ορισμένων εν δυνάμει επικίνδυνων κοινωνικών ομάδων, το άτομο, ως αυτόνομη οντότητα, παύει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ποινικού πεδίου. Αν συνεχίζει να επισύρει το ενδιαφέρον του κατασταλτικού μηχανισμού, δεν είναι εν ονόματι της μοναδικότητάς του, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσω της διάπραξης μιας αξιόποινης πράξης, αλλά εν ονόματι των κοινών στοιχείων που παρουσιάζει με άλλα, θεωρητικά παρεμφερή προς αυτό άτομα, τα οποία θεωρούνται απειλητικά λόγω της συμμετοχής τους σε μια εν δυνάμει επικίνδυνη κοινωνική ομάδα. Συνεπώς, η σχέση που διέπει τη σύνδεση του ατόμου με τον κατασταλτικό μηχανισμό είναι αντιστρόφως ανάλογη του βαθμού αναγνώρισης της αυτονομίας του. Όσο περισσότερο τα χαρακτηριστικά του ατόμου καθίστανται νοητά και ερμηνεύονται σε συνδυασμό με μια σειρά παραμέτρων που σχετίζονται με άλλα άτομα και καταστάσεις, τόσο πιθανότερο είναι να στοχοποιηθεί το άτομο αυτό από τα όργανα καταστολής. Παραδείγματος χάρη, στη Μεγάλη Βρετανία οι κατηγορούμενοι για σεξουαλικά αδικήματα νοούνται πλέον ως μια ομοιογενής ομάδα, χωρίς καμία επιμέρους διαφοροποίηση λόγω βαρύτητας της αξιόποινης πράξης, σπουδαιότητας του διακυβευόμενου αγαθού, ή άλλων εξατομικευμένων περιστάσεων[4]. Τα προσωπικά δεδομένα πολλών νέων βορειοαφρικάνικης προέλευσης που ζουν στα υποβαθμισμένα γαλλικά προάστια καταχωρούνται σε αστυνομικές βάσεις δεδομένων διότι τα άτομα αυτά εκλαμβάνονται ως πιθανοί μικρο-εγκληματίες ή πιθανοί συμμέτοχοι σε επεισόδια εάν συγκεντρώνουν ορισμένα κριτήρια επικινδυνότητας, όπως το να συχνάζουν σε συγκεκριμένους δημόσιους χώρους, να συναναστρέφονται συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, και να προτιμούν συγκεκριμένες μορφές ψυχαγωγίας[5].

Αναίρεση του ατόμου ως μέλους ενός κοινωνικού συνόλου

Ο παραμερισμός του αυτόνομου ατόμου από το επίκεντρο του κατασταλτικού μηχανισμού συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υιοθέτηση αντεγκληματικών πολιτικών που, καθιερώνοντας μια εν τοις πράγμασι ρήξη μεταξύ ατόμου και κοινωνικού περιβάλλοντός του, αποσκοπούν στην αποτροπή των κοινωνικά αρνητικών συνεπειών ορισμένων κατακριτέων ενεργειών χωρίς να επιδιώκουν να λάβουν υπόψη τους τις κρατούσες αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ δράστη, πράξης και κοινωνικού περιβάλλοντος. Επομένως, ορισμένες από τις μέχρι πρότινος θεωρούμενες κύριες εγκληματογενείς παραμέτρους καθίστανται πλέον δευτερεύουσες, αν όχι αμελητέες όψεις της κατακριτέας συμπεριφοράς. Στο ατομικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι παραγνωρίζονται όλα τα κριτήρια που επιτρέπουν την κατανόηση των κινήτρων, την αξιολόγηση της προσωπικότητας του δράστη και τη γνώση των παραγόντων που ευνοούν ή δυσχεραίνουν το πέρασμα στην πράξη. Στο συλλογικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι δεν τίθεται πλέον θέμα έμμεσης ή άμεσης αναγνώρισης του ενδεχόμενου εγκληματογενούς ρόλου του κοινωνικού περιβάλλοντος λόγω διαφόρων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών ή δημογραφικών παραγόντων.

Η μετάβαση από τον μεμονωμένο δράστη στην παρεκκλίνουσα κοινωνική ομάδα-φορέα εν δυνάμει κινδύνων επιφέρει επιπλέον ουσιώδεις αλλοιώσεις στον πυρήνα του δικαιικού συστήματος διότι διακυβεύει πολλές προσωποπαγείς αρχές δικαίου που σχετίζονται με τον ορισμό και την τιμωρία των εκάστοτε αδικημάτων. Πρώτα απ’ όλα, διακυβεύεται το τεκμήριο αθωότητας. Το άτομο που στοχοποιείται από τους ολοένα επεκτεινόμενους μηχανισμούς επιτήρησης δεν θεωρείται πλέον αθώο μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Ο μηχανισμός καταστολής δεν χρειάζεται πλέον να νομιμοποιεί τη δράση του στο όνομα της παραβίασης ενός νομικού κανόνα. Ούτε δεσμεύεται πλέον από την αναζήτηση αποδείξεων ενοχής. Μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να παράγει νομικά αποτελέσματα με βάση την υποψία. Πρόκειται για μια υποψία σαρωτική και αέναα επεκτατική, που υπερβαίνει ακόμα και την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά για να καλύψει όλο το εύρος της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Παραδείγματος χάρη, το Europol Computer System καταχωρεί πληροφορίες για εν δυνάμει μελλοντικούς δράστες αδικημάτων, ενώ ένας μεγάλος αριθμός προσωπικών δεδομένων (PNR) όλων των επιβατών πτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία διαβιβάζεται και παραμένει καταχωρημένος για πολλά χρόνια σε αναρίθμητες υπηρεσίες ασφάλειας των κρατών αυτών.

Το γεγονός ότι ο κατασταλτικός μηχανισμός τίθεται σε κίνηση παρακάμπτοντας την τέλεση ενός αδικήματος απαξιώνει και την αρχή της νομιμότητας των ποινών. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η θεσμοθέτηση συνοπτικών δικαστικών ή εξωδικαστικών διαδικασιών καθιστά πλέον νοητή την επιβολή ποινών εν απουσία δικαστικής καταδίκης. Η θεσμοθέτηση ποινών με βάση την υποψία συνεπάγεται, με τη σειρά της, την παράκαμψη της ενοχής. Ο μηχανισμός καταστολής στοχοποιεί πλέον άτομα βάσει μιας σειράς υποτιθέμενων σχετικών πληροφοριών και ενδείξεων που μπορεί να καταλήξουν σε απόδειξη ενοχής ή και να παραμείνουν σε ένα ενδιάμεσο στάδιο, μεταξύ υποψίας και ενοχής. Στην τελευταία περίπτωση, παραγνωρίζεται πλήρως η ηθική απαξία της κατακριτέας πράξης που, μέχρι πρότινος, αποτελούσε τη νομιμοποιητική βάση για την επιβολή ποινής.

Αναίρεση της ελεύθερης βούλησης

Η συστηματική υποβάθμιση του αδικήματος και των σχετικών με αυτό δικαιικών αρχών οδηγεί αναπόφευκτα στην ουσιαστική αναίρεση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Από τη στιγμή που τα όργανα του κατασταλτικού μηχανισμού θεωρούν ότι κατέχουν ένα είδος σφαιρικής γνώσης των μελλοντικών συμπεριφορών, αναιρούν την ελευθερία του ατόμου να αποφασίσει εάν, και κάτω από ποιες συνθήκες, θα διαπράξει ή όχι ένα αδίκημα. Παρά το γεγονός ότι η προσφυγή σε μεθόδους αναλογιστικής εκτίμησης του ενδεχόμενου κινδύνου ενέχει πολλά δομικά προβλήματα που αποδυναμώνουν την αξιοπιστία των συνεκδοχικών αναλύσεων[6], τα άτομα εξομοιώνονται ολοένα και περισσότερα με προβλέψιμα συστήματα συμπεριφοράς που πρέπει να τεθούν υπό επιτήρηση προκειμένου να αποτραπεί η εξέλιξή τους σε αναμενόμενες πράξεις.

Αναίρεση του χωρόχρονου

Η υιοθέτηση ενός προδρασιακού προτύπου ελέγχου του εγκλήματος συνεπάγεται ότι ο μηχανισμός καταστολής αποδεσμεύεται από τους περιορισμούς του χωρόχρονου και προβάλλεται σε μια διάσταση εικονικού χωρόχρονου που, εφεξής, εκλαμβάνεται και επιβάλλεται προς τα έξω ως πραγματικό.

Το βέλος του χρόνου αντιστρέφεται εξαιτίας των διαφόρων μέτρων ελέγχου και επιτήρησης που αφενός τίθενται σε εφαρμογή πριν από τη διάπραξη κάποιας κατακριτέας πράξης και, αφετέρου, καθορίζουν εκ προοιμίου το μέλλον στο βαθμό που η εφαρμογή τους προκαλεί πραγματικά αποτελέσματα στη ζωή του εκάστοτε στοχοποιημένου ατόμου[7]. Οι εξωδικαστικές απαγορεύσεις εισόδου στα γήπεδα, παραδείγματος χάρη, επιφέρουν υπαρκτούς περιορισμούς στην ελευθερία κίνησης πολλών οπαδών και συνεχίζουν να παράγουν αποτελέσματα ακόμα και μετά τη λήξη της διάρκειάς τους είτε επειδή τα προσωπικά δεδομένα των οπαδών αυτών παραμένουν καταχωρημένα σε αστυνομικές βάσεις δεδομένων για μεγάλα χρονικά διαστήματα είτε επειδή ωθούν τους αθλητικούς φορείς να λάβουν μόνιμα περαιτέρω μέτρα ασφαλείας σε βάρος αυτών των στοχοποιημένων οπαδών.

Ανάλογη στρέβλωση υφίσταται και ο χώρος εξαιτίας της διάδοσης μηχανισμών και τεχνικών ελέγχου εξ αποστάσεως. Οι έλεγχοι των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγου χάρη, ασκούνται εντός μιας συνεχώς εκτεινόμενης σειράς ομόκεντρων γεωγραφικών κύκλων που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα των κρατών μελών και σταδιακά εξαπλώνονται ακόμα και σε άλλες ηπείρους[8].

Η υποκατάσταση του χρονικά γραμμικού και εδαφικά καθορισμένου εκλογικευμένου πλαισίου δράσης του ατόμου από μια φαινομενικά λογική αλλά ουσιαστικά αυθαίρετη προδιαγεγραμμένη σειρά υποθετικών δράσεων υποκαθιστά το αυτόνομο άτομο με ένα περίγραμμα ατόμου που εφεξής εκλαμβάνεται ως άτομο[9]. Αυτό το περίγραμμα ατόμου μπορεί να θεωρείται απειλητικό, μπορεί να επιτηρείται και να καταχωρείται σε διάφορες αστυνομικές βάσεις δεδομένων, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει πλέον πλήρως ως υποκείμενο δικαίου.

Προδρασιακός έλεγχος του εγκλήματος και δικαιώματα του ανθρώπου

Οι αλλοιώσεις που υφίσταται η νομική προσωπικότητα όταν το ίδιο το νομικό σύστημα μεταβάλλει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει την προσωπικότητα του ανθρώπου εντοπίζονται σε δύο επίπεδα : στη μεταβολή της νομικής βάσης στην οποία εδράζεται η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, λόγω της αναβάθμισης του ελέγχου της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, και στη μεταβολή του αξιακού συστήματος του δικαίου, λόγω της υποβάθμισης του ατόμου στους κόλπους του ποινικού δικαίου.

Αναβάθμιση του ελέγχου της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς

Η στροφή του ενδιαφέροντος από τον μεμονωμένο εγκληματία στο μέλος μιας εν δυνάμει επικίνδυνης ομάδας και η συνεπακόλουθη υιοθέτηση προδρασιακών μεθόδων δράσης συσκοτίζει καθοριστικά τη διάκριση μεταξύ εγκλήματος και παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Η αξιωματική θέση ότι ο μηχανισμός καταστολής οφείλει να εντοπίζει όλες τις πηγές ενδεχόμενων κινδύνων, σε οποιαδήποτε σφαίρα ανθρώπινης δραστηριότητας και αν βρίσκονται αυτές, δημιουργεί ένα διηνεκές ελέγχου που αναιρεί κάθε διαφοροποίηση μεταξύ εγκληματικής, παρεκκλίνουσας και φυσιολογικής συμπεριφοράς. Οι κάμερες επιτήρησης καταγράφουν τις κινήσεις όλων των ατόμων που εμπίπτουν στην εμβέλειά τους, οι υπηρεσίες ασφάλειας των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και του Καναδά καταχωρούν τα προσωπικά δεδομένα όλων των επιβατών πτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τις χώρες τους, και οι υπηρεσίες ασφάλειας των κρατών που συμμετέχουν σε μια διεθνή διοργάνωση ποδοσφαίρου καταχωρούν τα προσωπικά δεδομένα όλων των φιλάθλων και οργανωμένων οπαδών που επιθυμούν να παρακολουθήσουν τη συγκεκριμένη αθλητική διοργάνωση.

Η νομική αναβάθμιση του ελέγχου τόσο της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς όσο και της ανθρώπινης συμπεριφοράς εν γένει που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι πλέον συστατικό στοιχείο και όχι έκνομη έκφανση της λειτουργίας του κατασταλτικού μηχανισμού συνεπάγεται την απάλειψη της ηθικής απαξίας που στιγμάτιζε στο παρελθόν παρεμφερείς αποκλίσεις του μηχανισμού αυτού. Ο έλεγχος της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς δεν είναι πλέον μια επονείδιστη απόδειξη δημοκρατικού ελλείμματος κατά την άσκηση των καθηκόντων των αστυνομικών οργάνων. Ούτε συνιστά πλέον μια κατ’ αρχήν αφανή παράμετρο σε διάφορες αστυνομικές επιχειρήσεις που, αν τυχόν καταγγελλόταν, ανάγκαζε τις αρχές να δώσουν εξηγήσεις και ενδεχομένως να προβούν σε διοικητικές ή νομοθετικές ενέργειες προκειμένου να αποφευχθούν ανάλογες αποκλίσεις στο μέλλον. Η σαφής εισαγωγή του στο δικαιικό σύστημα τον καθιστά απολύτως ‘φυσιολογικό’, ως ένα οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του δικαίου.

Υποβάθμιση του ατόμου ως προστατευόμενη αξία

Όταν παραβιάζονταν άλλοτε τα δικαιώματα του ανθρώπου στο πλαίσιο μιας αστικής δημοκρατίας, η παραβίασή τους απέρρεε συνήθως από τον τρόπο με τον οποίο η εκτελεστική και, σε λιγότερο βαθμό, η δικαστική εξουσία αντιλαμβανόταν το κράτος δικαίου και, κατ’ επέκταση, προσπαθούσε να μεταβάλει προς ίδιον όφελος τα όρια της άσκησης της εξουσίας της εντός μιας δεδομένης κοινωνίας[10]. Παρεμφερείς παραβιάσεις δήλωναν πρωτίστως τις αέναες συγκρούσεις πολιτικών, δικαστικών και ενστόλων για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης τους στο πολιτικό πεδίο και στο χώρο της εσωτερικής ασφάλειας – δεν δήλωναν μια δομική αντίθεση μεταξύ των κατευθυντήριων γραμμών του ποινικού δικαίου και του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Αυτή η σύμπνοια μεταξύ ποινικού δικαίου και δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχει πλέον διαρραγεί διότι αυτά τα δυο συστήματα δεν προασπίζουν σήμερα τις ίδιες αξίες. Ο στόχος του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου παραμένει πάντα προσωποπαγής, στραμμένος στην προστασία του ατόμου, ενόσω ο στόχος του ποινικού δικαίου, υπό την επιρροή του προδρασιακού ελέγχου του εγκλήματος, τείνει να γίνει συλλογικός, στραμμένος στην προστασία της κοινωνίας από τα μέλη εν δυνάμει επικίνδυνων κοινωνικών ομάδων.

Η θεμελιώδης αυτή αντίθεση δημιουργεί μια αναπόφευκτη αντίφαση που αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα της νομικής προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Λόγω της εγγενούς προσωποπαγούς της φύσης, η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου βρίσκεται, κατά μία έννοια, άνευ αντικειμένου. Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι ελέγχονται, επιτηρούνται, συλλαμβάνονται και ενδεχομένως τιμωρούνται στο όνομα μιας ομαδικής μάλλον παρά ατομικής ταυτότητας ενώ η προστασία των δικαιωμάτων τους βασίζεται ακόμα στην ατομική τους ταυτότητα. Οι αξίες που διέπουν σήμερα το ποινικό δίκαιο και το δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι θεμελιωδώς αντινομικές. Συνεπώς, όσο θα επικρατεί η συλλογική αξία του προδρασιακού προτύπου ελέγχου του εγκλήματος οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου θα είναι νομικά αιτιολογημένες και αποδεκτές ως φυσιολογικές όψεις των εκάστοτε αντεγκληματικών πολιτικών.

Εν είδει επιλόγου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ενδεχόμενες παρεμβάσεις σε επιμέρους εκφάνσεις της δράσης των αστυνομικών δυνάμεων μιας δεδομένης χώρας προκειμένου να διασφαλιστούν μόνιμα τα δικαιώματα του ανθρώπου και οι αρχές του κράτους δικαίου στερούνται ουσιαστικής και μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας διότι προσκρούουν στην ευρύτερη λογική που διέπει τη στρατηγική και την καθημερινή δράση του μηχανισμού καταστολής. Εξίσου αναποτελεσματικές θα ήταν και ενδεχόμενες απόπειρες για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της λειτουργίας του κατασταλτικού μηχανισμού σε μια δεδομένη χώρα διότι οι αρχές που τη διέπουν έχουν καθοριστεί και συνεχίζουν να καθορίζονται πρωτίστως σε διεθνές και υπερεθνικό επίπεδο, σε απόλυτη εναρμόνιση με τις αρχές του δεσπόζοντος σήμερα νεοφιλελευθερισμού.

Η απαξίωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου εξαιτίας της αναίρεσης του ατόμου ως πλήρες υποκείμενο δικαίου επήλθε σταδιακά, σε μεγάλο βάθος χρόνου, και επιβλήθηκε όταν άρχισε να επιβάλλεται διεθνώς το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που ενέπνευσε την εισαγωγή στο ποινικό δίκαιο της προδρασιακής διαχείρισης των ενδεχόμενων κινδύνων. Συνεπώς, η επαναφορά του ατόμου στον πυρήνα του ποινικού δικαίου και η συνεπακόλουθη ενίσχυση των δικαιωμάτων του δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Απαιτείται αναστοχασμός και χάραξη νέων στρατηγικών προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν εν καιρώ την ανατροπή των σημερινών ισορροπιών.

* Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας Université Paris 11.

  1. Castel R., «From dangerousness to risk», στο Burchell G., Gordon C., Miller P. (επιμ.) The Foucault Effect, London, Harvester/ Wheatsheaf, 1991, σσ. 281-298· Feeley M., Simon J., «The new penology: notes on the emerging strategy of corrections and its implications», Criminology, τεύχος 4, 1992, σσ. 449-474· Ericson R.V., Haggerty K., Policing the Risk Society, Oxford, Oxford University Press, 1997· Simon J., «Governing through crime», στο Friedman L. M., Fisher G. (επιμ.) The Crime connection, Boulder, Westview Press, 1997, σσ. 171-189· Shearing C., «Punishment and the changing face of the governance», Punishment & Society, τεύχος 2, 2001, σσ. 203-220· Harcourt B., Illusion of Order, Cambridge MA, Harvard University Press, 2001· Johnston L., Shearing C., Governing Security, London, Routledge, 2003· Feeley M., «Crime, social order and the rise of neo-Conservative politics», Theoretical Criminology, τεύχος 1, 2003, σσ. 111-130· Hörnqvist M., «The birth of public order policy», Race & Class, τεύχος 1, 2004, σσ. 30-52· Salas D., La volonté de punir, Paris, Hachette, 2008.
  2. Silver E., Miller L., «A Cautionary Note on the Use of Actuarial Risk Assessment Tools for Social Control», Crime & Delinquency, 48(1), 2002, σσ. 138-161.
  3. Tsoukala A., Football Hooliganism in Europe. Security and Civil Liberties in the Balance, Basingstoke, Palgrave Macmillan, 2009.
  4. Rutherford A., «Sexual offenders and the path to a purified domain», στο Downes D., Rock P., Chinkin C., Gearty C. (επιμ.) Crime, Social Control and Human Rights, Cullompton, Willan Publishing, 2007, σσ. 66-79.
  5. Mucchielli L., Violences et insécurité. Fantasmes et réalités dans le débat français, Paris, La Découverte, 2001, σσ. 40 επ. ·Bonelli L., La France a peur. Une histoire sociale de l’« insécurité », Paris, L’Harmattan, 2008, σσ. 399-402.
  6. Broadhurst R., «Criminal careers, sex offending and dangerousness», στο Brown M., Pratt J. (επιμ.) Dangerous Offenders, London, Routledge, 2000, σσ. 109-126.
  7. Johnston L., Shearing C., οπ. αν., σσ. 122 επ.· Ericson R.V., Crime in an insecure world, Cambridge, Polity, 2007.
  8. Bigo D., Guild E., «Le visa Schengen, expression d’une stratégie de ‘police à distance’», Cultures & Conflits, 49, 2003, σσ. 22-38· Cuttita P., Ragazzi F., «Le monde – frontière. Le contrôle de l’immigration dans l’espace globalisé», Cultures & Conflits, 68, 2007, σσ. 61-84.
  9. Lyon D., Surveillance Society, Buckingham, Open University Press, 2001.
  10. Tamanaha B., On the Rule of Law. History, Politics, Theory, Cambridge, Cambridge University Press, 2004.