Η καθυστέρηση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης – Δικαιοκρατική και αποτελεσματική αντιμετώπισή της

ΑΡΓΥΡΙΟΣ ΚΑΡΡΑΣ

Η καθυστέρηση της απονομής

της ποινικής δικαιοσύνης –

Δικαιοκρατική και αποτελεσματική

αντιμετώπισή της

 

(Παράλληλα συμβολή

σε ένα διάγραμμα σχεδίου ΚΠΔ)

 

ΑΡΓΥΡΙΟΣ ΚΑΡΡΑΣ*

Α.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Το πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της Δικαιοσύνης στη Χώρα μας εν γένει και ειδικότερα της Ποινικής Δικαιοσύνης έχει πλέον προσλάβει εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα, με τον ενδεχόμενο κίνδυνο- ενόψει και της έντονης πίεσης για την άμεση αντιμετώπισή του- μιας πρόχειρης επίλυσης, με την παραδοχή ότι αρκούν κάποιες απλές βελτιώσεις, ενώ, σε μεγάλο βαθμό, να παραμένουν οι ίδιες ρυθμίσεις. Και ναι μεν ασφαλώς δεν χρειάζεται να αναθεωρηθούν όλες οι ρυθμίσεις, οι οποίες ισχύουν, όμως δεν επιτρέπεται να παραβλέπονται οι θεσμικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης, οι οποίες έχουν θεσπισθεί από υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις Διεθνών Συμβάσεων, κυρίως της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ, καθώς και ρυθμίσεις χρήσιμες, που έχουν εισαχθεί σε άλλα δικονομικά συστήματα, και μάλιστα συγγενικών, προς το δικό μας.

Παράλληλα, η μέχρι σήμερα νομοθετική αντιμετώπιση του προβλήματος αποδείχθηκε και απρόσφορη, αφού δεν έχει επιτευχθεί –έστω και σε κάποιο ικανό βαθμό- η επιδιωκόμενη επιτάχυνση της διαδικασίας. Και αυτό επειδή η κεντρική κατεύθυνση των σχετικών ρυθμίσεων ήταν προσανατολισμένη κυρίως στην άμεση προώθηση των υποθέσεων στο ακροατήριο με την κατάργηση ή τον ουσιώδη περιορισμό της προδικασίας ως βασικής δήθεν αιτίας των καθυστερήσεων.

Έτσι, η λύση της απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα χωρίς οποιαδήποτε προδικασία ή έστω ύστερα από προανάκριση ή ακόμα και κύρια ανάκριση θεωρήθηκε ως σχετικά ενδεδειγμένη. Και μάλιστα, ενώ αρχικά περιοριζόταν σε ορισμένα μικρής σημασίας πλημμελήματα, που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, εν συνεχεία, η αρμοδιότητα αυτή διευρύνθηκε με την υπαγωγή και άλλων πλημμελημάτων, ενώ τώρα πλέον έχει επεκταθεί σε όλα σχεδόν τα πλημμελήματα, που συνεπάγεται και την απαγόρευση της άσκησης προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης (βλ. άρθρα 114 και 322 ΚΠΔ). Εξάλλου – δειλά στην αρχή και με επίταση μετέπειτα- θεσπίσθηκε -σε αρκετά κακουργήματα- η παραπομπή στο ακροατήριο –ύστερα από την κύρια ανάκριση- με απευθείας κλήση, χωρίς τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής εκ μέρους του κατηγορουμένου (βλ. π.χ. άρθρο 308 Α ΚΠΔ), οπότε βέβαια αποκόπτεται η ενδιάμεση διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, που με σύνεση είχαν προβλέψει οι συντάκτες του ΚΠΔ με το βασικό επιχείρημα ότι προλαμβάνει «πολλάκις την εσπευσμένην εισαγωγήν ανυποστάτων κατηγοριών εις το ακροατήριον¨(βλ. Διάγραμμα ΣΚΠΔ, σ. 280).

Ελάχιστα χρειάζεται να παρατηρηθεί πως η επιλογή αυτή μπορεί μεν πραγματικά να επιταχύνει την παραπομπή στο ακροατήριο, όμως, εκτός από την αποστέρηση θεμελιωδών υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (ιδίως ακρόασης, δίκαιης δίκης), επιβαρύνει τα ακροατήρια με σωρεία υποθέσεων, ενώ ανακύπτει και ο κίνδυνος εισαγωγής στα ακροατήρια υποθέσεων χωρίς την προηγούμενη αναγκαία συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, ώστε να εμφανίζονται κενά και έτσι να καθυστερεί η περαιτέρω εκδίκασή τους με αναβολές ή με διακοπές ή να διεξάγεται –υπό την πίεση των πραγμάτων- πλημμελώς.

Έτσι, θεωρώ απαραίτητο να επανέλθω, επιχειρώντας να κωδικοποιήσω, με τις αναγκαίες βελτιώσεις, υπό τη μορφή ενός Διαγράμματος ΣΚΠΔ, κυρίως ως προς την Προδικασία (στην οποία ενδεχομένως θα μπορούσε να περιορισθεί σε πρώτη φάση η μεταρρύθμιση- κατά το παράδειγμα της Αυστρίας- λόγω της προφανώς κατεπείγουσας ανάγκης), όσα εδώ και χρόνια επισημαίνω σε σειρά άρθρων.

Καταρχάς, υπενθυμίζω ότι ήδη με το άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 2145/1993 είχε θεσπισθεί η σύσταση ειδικής επιτροπής για τη «σύνταξη» Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο λόγος για τον οποίο γίνεται ρητή αναφορά σε «σύνταξη» εξαρχής ενός νέου Κώδικα και όχι σε απλή Αναθεώρηση οφείλεται στην παρατήρηση (βλ. Α. Καρρά, Η μεταρρύθμιση του ποινικού δικονομικού συστήματος, Υπεράσπιση, 1991,1043 επ.) πως και ο ισχύων Κώδικας δεν αποτελεί στην πραγματικότητα νέο Κώδικα, αλλά απλή Αναθεώρηση της παλαιάς Ποινικής Δικονομίας του 1834, σύμφωνα άλλωστε και με τις ρητές οδηγίες του Ν. 4937/1931.

Και εδώ, βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι και η προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία του 1834 κατά βάση στηρίχθηκε στη Γαλλική Ποινική Δικονομία του 1811, αφού, όπως φαίνεται, αυτή υπήρξε το πρότυπο του συντάκτη της Μάουρερ, αν και σε πολλά σημεία βελτιώθηκε από αυτόν με πρωτότυπες ρυθμίσεις (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, 4η έκδοση, σ. 45).

Εξάλλου, στην τελική διαμόρφωση του Σχεδίου ΚΠΔ σημαντική υπήρξε η επιρροή της Ιταλικής Ποινικής Δικονομίας των ετών 1913 και κυρίως του 1930, όπως προκύπτει από τις σχετικές επισημάνσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης ΣΚΠΔ (βλ. και παραπομπές σε αρκετά συναφή άρθρα από τον Α. Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του ΚΠΔ, 2η έκδοση, που αποτέλεσε κεντρικό πρόσωπο του αναθεωρητικού εγχειρήματος), στις οποίες επισημαίνεται η αντίστοιχη καταγωγή σειράς σχετικών διατάξεων (όπως π.χ. 32 παρ. 4 από 76, 55 παρ. 2 από 16, 58 παρ. 1 από 18, 153 από 161 και 140, εν γένει ο θεσμός των τεχνικών συμβούλων).

Ωστόσο, όπως σωστά παρατηρείται, και ο ισχύων ΚΠΔ παρουσιάζει σοβαρά ελαττώματα, που επιτάθηκαν ακόμα περισσότερο με τη μεταγενέστερη θέσπιση σειράς νομοθετημάτων, κυρίως με την επίκληση της επιτάχυνσης της διαδικασίας, εις βάρος όμως συνήθως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (βλ. και Ν. Ανδρουλάκη, ό.α., 46 επ.).

Με βάση, λοιπόν, αυτή την ορθή αφετηρία είχε προταθεί η ως άνω διάταξη του Ν. 2145/1993, λαμβανομένου όμως παράλληλα υπόψη ότι θα εφαρμοζόταν η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί κατά την «Αναθεώρηση» του ισχύοντος ΚΠΔ.

Δηλαδή, τότε, η ορισθείσα (τριμελής) Συντακτική Επιτροπή συνέταξε αρχικά ένα Διάγραμμα του Σχεδίου ΚΠΔ, το οποίο δόθηκε για διαβούλευση στον νομικό κόσμο της Χώρας και εν συνεχεία ακολούθησε η σύνταξη του Σχεδίου από μια διευρυμένη(επταμελή) Επιτροπή, που έλαβε υπόψη και τις παρατηρήσεις, που είχαν διατυπωθεί, καθώς και τις λύσεις που δόθηκαν στις έντονες διαφωνίες των μελών των Επιτροπών σε ζητήματα που ακόμα και σήμερα μάς απασχολούν.

Όμως, ατυχώς, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επέλεξε τον διορισμό μιας επταμελούς Συντακτικής Επιτροπής, η οποία, το έτος 1995- χωρίς να έχει προηγηθεί μια παρόμοια διαδικασία- παρουσίασε το Σχέδιο ενός «νέου» ΚΠΔ. Ωστόσο, το ως άνω Σχέδιο, κατ’ ουσία, περιοριζόταν σε μια αναθεώρηση του ισχύοντος ΚΠΔ – με ορισμένες εύστοχες, αλλά και αρκετές ανεπιτυχείς- τροποποιήσεις (βλ. σχετικά Α. Καρρά, Βασικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ΠΧρ 1995, 1027 επ.), που όμως δεν είχε περαιτέρω εξέλιξη.

Μετέπειτα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί σειρά ετών προέβαινε στη σύσταση αντίστοιχων «Συντακτικών» Επιτροπών που δεν ολοκλήρωναν για διάφορους λόγους (ιδίως εξαιτίας των ιδιαίτερα πολυμελών συνθέσεων) το έργο τους, με την ίδια ωστόσο εσφαλμένη κατεύθυνση, δηλαδή της απλής αναθεώρησης του ισχύοντος ΚΠΔ. Μόνο, επί προεδρίας του αείμνηστου Ευάγγελου Κρουσταλάκη, η Επιτροπή είχε ξεκινήσει το έργο της με την κατάστρωση βασικών αρχών.

Σχετικά πρόσφατα παρουσιάσθηκε ένα «νέο» Σχέδιο ΚΠΔ, που ωστόσο και αυτό αποτελεί, σε μεγάλο ποσοστό, απλή επανάληψη των διατάξεων του ισχύοντος Κώδικα, ενώ, μετά την τελευταία κυβερνητική μεταβολή, ανακοινώθηκε η συγκρότηση μιας νέας Επιτροπής, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει εμφανισθεί και δοθεί σε διαβούλευση – ας ελπίσουμε χρονικά επαρκή- κάποιο νέο» Σχέδιο.

Θεωρώ αναγκαίο, ευθύς αμέσως, να επισημάνω ότι – κατά τη γνώμη μου- τόσο το Σχέδιο του 1995 όσο και το πρόσφατο – παρά τις καταρχήν αξιέπαινες προσπάθειες των μελών των οικείων επιτροπών- εξακολουθούν να μην καλύπτουν τη βασική ανάγκη για τη «σύνταξη» ενός πραγματικά νέου Κώδικα, αλλά περιορίζονται σε μια απλή αναθεώρηση ορισμένων διατάξεων του ισχύοντος.

Έτσι, όμως, δεν αντιμετωπίζονται τα θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία είχαν ήδη απασχολήσει και τις επιτροπές «σύνταξης» του ισχύοντος Κώδικα και έχουν εν τω μεταξύ καταστεί περισσότερο επίκαιρα, σε συνδυασμό με τις νεότερες εξελίξεις, με έμφαση-όπως ήδη επισήμανα- στην εναρμόνιση με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (με βάση και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ) και του ΔΣΑΠΔ.

Εξάλλου, θα πρέπει να τονισθεί πως η βασική μεταρρύθμιση, που είναι αναγκαία, οφείλει να ακολουθήσει τη σύγχρονη επιστημονική τάση προς την κατεύθυνση του κατηγορητικού συστήματος ή της κατηγορητικής δίκης (βλ. και Χ. Δέδε, Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, σ. 47, με περαιτέρω παραπομπές στην αλλοδαπή βιβλιογραφία), ιδίως στο στάδιο της Προδικασίας, η οποία ενισχύεται αποφασιστικά από τις συναφείς ρυθμίσεις αλλοδαπών δικονομικών συστημάτων, όπως π.χ. της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Νορβηγίας.

Στο σημείο αυτό, χρειάζεται να υπενθυμισθεί ότι ο ισχύων ΚΠΔ καθιερώνει ένα μικτό δικονομικό σύστημα, το οποίο διαμορφώνεται με την αποδοχή στη μεν προδικασία βασικών αρχών της εξεταστικής δίκης (όπως κυρίως η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού στα πιο σοβαρά εγκλήματα από τακτικούς δικαστές, καθώς και η περιορισμένη αντιδικία), ενώ στην κύρια διαδικασία στο ακροατήριο των θεμελιωδών αρχών της κατηγορητικής δίκης (που νοθεύεται, όμως, με την παρεχόμενη λειτουργική αρμοδιότητα στον διευθύνοντα τη συζήτηση να εξετάζει τους μάρτυρες, τους κατηγορουμένους και τους αστικώς υπευθύνους, η οποία φαίνεται πως οδηγεί στη προβληματική -από πλευράς τήρησης της αμεροληψίας- ανάγκη της προηγούμενης ενημέρωσης του δικαστή που θα δικάσει την υπόθεση).

Επομένως, όπως γίνεται φανερό, προς την ορθή αυτή κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική νομοθετική αλλαγή, ώστε να αποφύγουμε το ενδεχόμενο, υπό την πίεση της άμεσης θέσπισης ενός νέου (δήθεν) Κώδικα, να παγιδευθούμε σε ένα δικαιοκρατικά ελλειμματικό -ενόψει του ότι καταργεί ή περιορίζει ασφυκτικά τα δικαιώματα των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου- και πρακτικά απρόσφορο νομοθετικό καθεστώς-, αφού δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ούτε και η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας.

Αυτό, όμως, σημαίνει ότι και η αντίστοιχη μεταρρυθμιστική διαδικασία, οφείλει να πραγματοποιηθεί με άνεση χρόνου, ώστε να προηγηθεί η σύνταξη ενός αρχικού Διαγράμματος Σχεδίου ΚΠΔ, στο οποίο να εξετάζονται και αντιμετωπίζονται τα ουσιώδη- και σε μεγάλο βαθμό προβληματικά- ζητήματα, που απασχολούν την επιστήμη και τη νομολογία, ώστε μετά από ένα ευρύτερο Διάλογο, να ακολουθήσει η σύνταξη του τελικού Σχεδίου ΚΠΔ.

Ακριβώς, οι ανωτέρω σκέψεις με οδήγησαν στις κατωτέρω προτάσεις μου, κατά βάση σύμφωνα με όσες έχω ήδη διατυπώσει κατά καιρούς, παράλληλα όμως και με διορθωτική τους επεξεργασία, ενόψει της συνεχώς διαπιστούμενης ανάγκης των πραγμάτων, αφού οι συνθήκες απονομής της ποινικής δικαιοσύνης- τόσο από πλευράς καθυστέρησης όσο και δικαιότητας- έχουν καταστεί αληθινά αφόρητες. Έτσι, λοιπόν, αυτές είναι προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση αυτή, επιδιώκοντας την επιτάχυνση της διαδικασίας με τον δραστικό περιορισμό του αριθμού των υποθέσεων που παραπέμπονται στη διαδικασία στο ακροατήριο, χωρίς βέβαια να μειώνεται η αποτελεσματική δίωξη της εγκληματικότητας.

Αναγνωρίζω, όμως, ότι οι προτάσεις αυτές ανατρέπουν- κυρίως όσον αφορά στην Προδικασία- την ισχύουσα ρύθμιση, αφού ενισχύεται η εισαγγελική λειτουργική αρμοδιότητα και περιορίζεται στα αναγκαία όρια η δικαστική παρεμβολή, κυρίως σε επίπεδο προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, καθώς και του ελέγχου της παραπομπής στο ακροατήριο(βλ. περισσότερα αμέσως κατωτέρω).

Β.

Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ

Έχει, νομίζω, πλέον καταστεί γενικότερα αποδεκτή η θέση ότι θα πρέπει οι εισαγγελικοί λειτουργοί να αποκτήσουν ευρύτερη λειτουργική αρμοδιότητα ως προς την κίνηση της ποινικής διαδικασίας και ιδίως προς την κατεύθυνση της αρχειοθέτησης ή της δυνατότητας αποχής ή αναστολής, καθώς και ως προς την αποστολή εν γένει της συγκέντρωσης των αναγκαίων αποδείξεων σε όλα τα εγκλήματα, δηλαδή της ανάκρισης, προκειμένου να αποφασισθεί, αν θα πρέπει να κινηθεί η περαιτέρω ποινική διαδικασία (βλ. σχετικά σε Πορίσματα του 11ου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, ΠΧρ 2011, 638 επ. και αναλυτική δικαιολόγηση σε Καρρά, ΠΧρ 2012, 401 επ., πρβλ. και συναφείς ρυθμίσεις αλλοδαπών νομοθεσιών σε Γ. Κάβουρα, Θεμελιώδης μεταρρύθμιση της προδικασίας στον Αυστριακό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ΠΛογ Ζ, 503 επ., Θ. Δαλακούρα, Ο νέος Ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Υπεράσπιση, 1993, 475 επ.).

Είναι προφανές πως με την ως άνω ρύθμιση ενισχύεται καθοριστικά το σύστημα της κατηγορητικής δίκης, έναντι εκείνου της εξεταστικής δίκης, αφού ακριβώς έργο της κατηγορίας είναι η στήριξή της με τις αναγκαίες αποδείξεις.

Ωστόσο, διατυπώνεται και η άποψη της ενίσχυσης των τακτικών ανακριτών κατά την κύρια ανάκριση (βλ. π.χ. Μηνούδη, ΠοινΔικ 2014, 300 επ.), που όμως δεν νομίζω πως μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία, έστω και αν οργανωθεί πιο συστηματικά η δικαστική ανάκριση, ενώ, κυρίως, παραμένει το πρόβλημα της νόθευσης της κατηγορητικής μορφής της ποινικής δίκης.

Ενόψει, λοιπόν, και της ως άνω παραδοχής, σε συνδυασμό και με άλλες συναφείς ρυθμίσεις προς την ίδια κατεύθυνση, η προδικασία της ποινικής δίκης μπορεί να λάβει την ακόλουθη μορφή:

α. Στις περιπτώσεις που κρίνεται εξαρχής ότι η μήνυση ή έγκληση ή αναφορά ή ανακοίνωση ή αναγγελία ή έκθεση ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, τη θέτει στο αρχείο με αιτιολογημένη Διάταξή του, ενώ θα είναι δυνατή η εκ νέου εξέτασή της, εφόσον προκύψουν μεταγενέστερα ή άγνωστα στοιχεία, τα οποία να τη δικαιολογούν.

Στο πλαίσιο αυτής της αποστολής θα μπορούσε να προβλεφθεί και η ευρεία δυνατότητα αρχειοθέτησης των υποθέσεων – είτε αμέσως είτε ύστερα από σχετική έρευνα – σε περιπτώσεις πλημμελημάτων, εφόσον κρίνεται ότι η περαιτέρω απασχόληση του μηχανισμού της ποινικής δίκης δεν είναι αναγκαία με βάση τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και της όλης προσωπικότητας του φερόμενου ως δράστη (πρβλ. άρθρο 45 Α ΚΠΔ, Κατραλή, ΠΧρ ΚΣΤ/ 97 επ., καθώς και && 153 επ. της Γερμανικής Ποινικής Δικονομίας).

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις – ως απάντηση σε εκείνους που δυσπιστούν (κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητα) σε μια τέτοια εισαγγελική «ελευθεριότητα» ή ενδεχομένως θέτουν και ζήτημα συνταγματικότητας- θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται ο δικαστικός της έλεγχος αυτεπαγγέλτως- αλλά και με δυνατότητα προσφυγής του φερόμενου ως θύματος από την οικεία εγκληματική πράξη- από πρόεδρο πρωτοδικών και αν αυτός ελλείπει από πρωτοδίκη με πολυετή υπηρεσία.

Ωστόσο, η δυνατότητα επανεξέτασης, εφόσον προκύπτουν μεταγενέστερα ή άγνωστα στοιχεία, θα δικαιολογούσε την πιο τολμηρή προσέγγιση -τουλάχιστον στα πλημμελήματα- να παραλείπεται και ο αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος, ώστε να επιτυγχάνεται η ακόμα μεγαλύτερη αποσυμφόρηση του δικαστικού μηχανισμού. Πάντως, αναμφίβολα, θα πρέπει να δίνεται το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστικό έλεγχο στο πρόσωπο που φέρεται πως είναι θύμα από την αξιόποινη πράξη, αν έχει υποβάλλει έγκληση, οπότε και θα πρέπει να έχει ενημερωθεί με επίδοσης της εισαγγελικής Διάταξης για αρχειοθέτηση.

Ωστόσο, στα πλημμελήματα, που κρίνεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ότι προκύπτουν επαρκείς υπόνοιες για την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου προσώπου στο ακροατήριο-κυρίως όταν έχει λάβει χώρα αυτεπάγγελτη – συνήθως αστυνομική- έρευνα (δηλαδή αν από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος από την αναβολή ή πρόκειται για αυτόφωρο πλημμέλημα), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να εκδίδει παραπεμπτική Διάταξη, ασφαλώς με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εναντίον της οποίας θα πρέπει να δίνεται δικαίωμα προσφυγής σε δικαστή πρόεδρο πρωτοδικών και, αν αυτός ελλείπει, σε πρωτοδίκη με πολυετή υπηρεσία.

Πάντως, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η παραπομπή στο ακροατήριο με απευθείας κλήση χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση της κατηγορίας και κυρίως χωρίς να έχει δοθεί στο κατηγορούμενο πρόσωπο η δυνατότητα παροχής εξηγήσεων με τον διορισμό συνηγόρου, πρότασης μαρτύρων και προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων προς αντίκρουση της κατηγορίας σε εύλογη προθεσμία.

Ωστόσο, μπορεί να επιτρέπεται η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο, χωρίς δυνατότητα προσφυγής, στα πταίσματα και –με επιφυλάξεις- στα πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως ένα έτος.

β. Εξάλλου, κατά τη συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, που κρίνεται ότι θα πρέπει να διεξαχθεί, τα εισαγγελικά όργανα θα πρέπει να έχουν και τη δυνατότητα να ενεργούν όλες τις ανακριτικές πράξεις, εκτός φυσικά από εκείνες, που το Σύνταγμα (βλ. π.χ. άρθρα 6 και 19 παρ. 1) επιφυλάσσουν στους τακτικούς δικαστές, στις οποίες ο εισαγγελέας θα πρέπει να απευθύνεται με ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη πρότασή του στον αρμόδιο τακτικό δικαστή, που θα ορίζεται ως επόπτης της ανάκρισης(βλ. σχετικά αμέσως κατωτέρω).

Ειδική, βέβαια, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία οφείλουν να περιέχουν και οι λοιπές εισαγγελικές παραγγελίες ενεργειών ανακριτικών πράξεων.

Επομένως, είναι προφανές ότι δεν επιτρέπονται οι συνήθεις στερεότυπες διατυπώσεις, με τις οποίες – και μάλιστα ενδεχομένως με έντυπα υποδείγματα- επιχειρείται να δικαιολογηθεί η ενεργούμενη ανακριτική πράξη, αλλά να γίνεται σαφής επίκληση των συγκεκριμένων περιστατικών που θεμελιώνουν την ανάγκη ενέργειάς της, με βάση την αρχή της αναλογικότητας υπό ευρεία έννοια, όπως αυτή εξειδικεύεται με τις αρχές της προσφορότητας (καταλληλότητας), αναγκαιότητας και αναλογικότητας υπό στενή έννοια. Διαφορετικά, θα πρέπει να ορίζεται ρητά ότι η διατασσόμενη πράξη είναι άκυρη και εκείνος που τη διέταξε διαπράττει σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

γ. Η αμέσως ανωτέρω παραδοχή οδηγεί στην επόμενη πρόταση, δηλαδή στον ορισμό ενός τακτικού δικαστή-επόπτη της εν γένει εισαγγελικής δράσης κατά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού με έμφαση στην ενέργεια των ανακριτικών πράξεων που προσβάλλουν ατομικά δικαιώματα (πιο γνωστά ως μέτρων δικονομικού καταναγκασμού), εκτός από τις αναφερθείσες ήδη πράξεις που διατάσσονται πάντοτε από δικαστή (π.χ. προσωρινή κράτηση, αποδέσμευση από το απόρρητο), καθώς και της επίλυσης των ενδεχόμενων προσφυγών όσων φέρονται ότι προσβάλλονται από τις ως άνω ενέργειες. Και εδώ βέβαια, το όργανο αυτό – λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της αποστολής του- πρέπει να έχει τον βαθμό προέδρου πρωτοδικών ή -αν ελλείπει- πρωτοδίκη με πολυετή προϋπηρεσία, ενώ σε περιπτώσεις κακουργημάτων, που η διαλεύκανσή τους εμφανίζει δυσχέρειες, όπως π.χ. οικονομικών εγκλημάτων και ιδίως κατά του Δημοσίου, να έχει τον βαθμό εφέτη, όπως προβλέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις και στο ισχύον δίκαιο (βλ. έτσι άρθρο 29 ΚΠΔ).

Είναι, ασφαλώς, ευνόητο πως ο ορισμός τακτικού δικαστή-επόπτη είναι απαραίτητος κατά κανόνα στα κακουργήματα και κατ’ εξαίρεση σε ορισμένα σοβαρά πλημμελήματα, στα οποία προκύπτει ανάγκη επιβολής μέτρων προσβολής των ατομικών ελευθεριών, όπως π.χ. ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή ή όταν τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον τριών μηνών.

δ. Ειδικότερα, ο τακτικός δικαστής-επόπτης θα έχει την ως άνω δυνατότητα να διατάσσει την προσωρινή κράτηση του συγκεκριμένου ατόμου, εναντίον του οποίου φέρεται πως έχουν συγκεντρωθεί σοβαρές υπόνοιες ενοχής του για την τέλεση της φερόμενης ως τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ύστερα από πρόταση του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού, όπως επίσης και να ελέγχει εν συνεχεία τη διάρκειά της, σύμφωνα με όσα θα ορίζονται με βάση και τις αντίστοιχες προβλέψεις του άρθρου 6 Συντάγματος.

Η σοβαρότητα της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας – που θα πρέπει βέβαια να επιτρέπεται, μόνο, αφού ληφθεί η απολογία του συγκεκριμένου ατόμου- σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή κρίνεται σε ένα χρονικό σημείο που κατά κανόνα το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας στηρίζεται κυρίως σε εκείνο που έχει προσκομισθεί από την πλευρά της κατηγορίας (καταγγελία, έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων), καθιστά πιο έντονη την αντίθεση με το τεκμήριο της αθωότητας, ώστε παρίσταται εδώ η ανάγκη να παρατηρηθούν τα εξής:

Το ως άνω μέτρο δικονομικού καταναγκασμού ή ορθότερα προσβολής της ατομικής ελευθερίας θα πρέπει να διατάσσεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που να δικαιολογούν πραγματικά την επιβολή του, ώστε να συνιστά ουσιαστικά το έσχατο δικονομικό μέσο. Μάλιστα, αφού, πλέον, είναι δυνατή η επιβολή του μέτρου της ηλεκτρονικής επιτήρησης, που σε πολύ μεγάλο βαθμό εξασφαλίζει της αποτροπή των βασικών κινδύνων, δηλαδή του κινδύνου φυγής, του κινδύνου παρεμπόδισης του έργου της ανάκρισης και του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, η προσωρινή κράτηση θα μπορεί να διατάσσεται σε εξαιρετικά περιορισμένες περιπτώσεις διάπραξης σοβαρών κακουργημάτων, η επιλογή των οποίων οφείλει να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ από τον νομοθέτη, αλλά και με ουσιαστική-και όχι προσχηματική- ειδική και εμπεριστατωμένη δικαστική αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει η ανάγκη επιβολής στη συγκεκριμένη περίπτωση προσωρινής κράτησης έναντι της ηλεκτρονικής επιτήρησης ή ακόμα περισσότερο της επιβολής άλλων περιοριστικών όρων.

ε. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να επισημανθεί η ανάγκη ίδρυσης σε όλες τις εισαγγελίες πρωτοδικών της Χώρας της Υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας, όπως ορθώς έχει προβλεφθεί με το άρθρο 36 του Ν. 2145/1993, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να έχει εκδοθεί το σχετικό Π.Δ. (βλ. και Πόρισμα της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών, στον τόμο Συμβολές, σ. 211 επ.)

στ. Κατά την άποψή μου, είναι πλέον καιρός να κατοχυρωθεί ευθέως το δικαίωμα εκείνου που φέρεται ότι προσβάλλεται αμέσως και προσωπικώς από την εγκληματική πράξη να συμμετέχει στην ποινική δίκη ως διάδικος, με απλή δήλωσή του, προκειμένου να υποστηρίζει την κατηγορία μόνο, ανεξάρτητα από τις αξιώσεις αποζημίωσης ή αποκατάστασης ή χρηματικής ικανοποίησης που θα πρέπει να εκδικάζονται από τον φυσικό τους πολιτικό δικαστή. Ασφαλώς, με αυτή την ιδιότητα θα έχει όλα τα δικαιώματα, ώστε να τηρείται η αρχή «της ισότητας των όπλων», εκτός από εκείνα που από τη φύση του πράγματος «προσήκουν» στον κατηγορούμενο, όπως π.χ. το δικαίωμα «της τελευταίας λέξης».

Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η διχογνωμία, για το αν μπορεί να επιτρέπεται η συμμετοχή στην ποινική διαδικασία ανάλογα με τη διάκριση των εγκλημάτων με βάση το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, δηλαδή σε εκείνα που προσβάλλουν ατομικά έννομα αγαθά και σε όσα προσβάλλουν έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου, υπέρ της παραδοχής πως και στα τελευταία κατά κανόνα, παράλληλα με την προσβολή του κοινωνικού συνόλου, προσβάλλεται και ο απλός κοινωνός αμέσως ως μέλος του κοινωνικού συνόλου (όπως π.χ. σε εγκλήματα προσβολής του Πολιτεύματος ή προδοσίας της Χώρας), ώστε πρέπει να τού δίνεται δικαίωμα παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας.

ζ. Από την άλλη όμως πλευρά είναι και καιρός να αποβάλλουμε από την ποινική διαδικασία τον «αστικώς υπεύθυνο», ένα πρόσωπο δηλαδή που δεν αρμόζει σε αυτή, αφού συνδέεται με τη διαδικασία εκδίκασης των αστικών διαφορών, κατά την οποία ασφαλώς επιτυγχάνεται η ορθότερη εξέταση της οικείας διαφοράς.

η. Κατά τη διαδικασία της συγκέντρωσης των αποδείξεων ανακύπτει το ζήτημα της κλήτευσης των διαδίκων, προκειμένου να παραστούν στις συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις.

Εδώ, βέβαια, η ισχύουσα ρύθμιση παρέχει σε αυτούς το δικαίωμα να παρίστανται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων(άρθρο 97 παρ. 1 ΚΠΔ), ενώ προβλέπει ότι στην κύρια ανάκριση ο ανακριτής, αν θεωρεί πιθανώς αδύνατη την εμφάνιση κάποιου μάρτυρα στο ακροατήριο, οφείλει να καλέσει τους διαδίκους ή τους συνηγόρους τους να παραστούν στην ένορκη εξέταση του μάρτυρα (άρθρο 219, παρ. 2, εδ. α ΚΠοινΔ).

Η ως άνω ρύθμιση είχε προκαλέσει έντονη αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια των εργασιών της αναθεωρητικής επιτροπής του Σ,Κ.Π.Δ. (βλ. αναλυτικά Α. Καρρά, ΠΛογ 2009, 187 επ.), ενώ στην πρακτική δεν φαίνεται να έχει βρει ανταπόκριση από τους ανακριτές, ακόμα και σε περιπτώσεις που η πιθανότητα αδυναμίας μελλοντικής εμφάνισης είναι προφανής λόγω π.χ. μεγάλης ηλικίας, βαριάς ασθένειας ή μόνιμης κατοικίας στο εξωτερικό. Έτσι, προκύπτει σοβαρή αποδεικτική αδυναμία στη διαδικασία στο ακροατήριο εξαιτίας της μη εμφάνισης του μάρτυρα, που δεν έχει εξετασθεί κατ’ αντιδικία και ιδίως χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 6, παρ. 3, περ. δ΄ της ΕΣΔΑ και 14, παρ.3, περ. ε΄ του ΔΣΑΠΔ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου προσώπου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας.

Η προβλεπόμενη από το άρθρο 365 ΚΠΔ ανάγνωση των ένορκων καταθέσεων της προδικασίας προφανώς έρχεται σε αντίθεση με τις ως άνω διατάξεις, ώστε να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 αρ. 1 δ’ ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος εναντιώνεται σε μια τέτοια ανάγνωση.

Λαμβανόμενης υπόψη και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ και του κινδύνου ακύρωσης της διαδικασίας είναι σωστό να προβλέπεται η κλήτευση του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του στις εξετάσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ώστε να είναι επιτρεπτή η ανάγνωση της κατάθεσης.

Σε αντίθετη περίπτωση η ανάγνωση θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο, αν ένας τέτοιος μάρτυρας έχει αποβιώσει ή είναι βαριά ασθενής ή κατοικεί μόνιμα στο εξωτερικό, με την απαραίτητη διευκρίνηση ότι αυτή μόνη της δεν θα είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.

Άλλωστε, μια τέτοια ρύθμιση, είναι απαραίτητη και για την πιο ορθή εκτίμηση της ανάγκης επιβολής προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων, που γίνεται αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου και η οποία βασίζεται κατά κανόνα- όπως ήδη επισημάνθηκε- στα επιβαρυντικά γι’ αυτόν στοιχεία που καταθέτουν οι μάρτυρες κατηγορίας, χωρίς τη δυνατότητα αντίκρουσής τους με υποβολή σχετικών ερωτήσεων από τον ίδιο ή (και) τον συνήγορό του, ώστε είναι προφανής η μονομέρεια του αντίστοιχου αποδεικτικού υλικού.

θ. Εξάλλου, θα πρέπει πλέον να καταργηθεί η διάκριση των ακυροτήτων σε απόλυτες και σχετικές- ενόψει της παρατηρούμενης καταστρατήγησής της, εξαιτίας και της ασαφούς διατύπωσης των αντίστοιχων διατάξεων- ενώ θα ήταν περισσότερο χρηστική μια γενική διάταξη, σύμφωνα με την οποία συνεπάγεται ακυρότητα κάθε παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία σε κάθε στάδιο, κυρίως αν αυτή αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορούμενο και στην άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται από τον νόμο, την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ.

ι. Με βάση, όσα ήδη εκτέθηκαν, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται και το ζήτημα της παραπομπής ή όχι στο ακροατήριο του κατηγορούμενου προσώπου, μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού.

αα. Συγκεκριμένα, αν η κατηγορία αφορά πλημμέλημα και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν ανακύπτουν καθόλου ή έστω επαρκείς υπόνοιες για την παραπομπή του κατηγορουμένου προσώπου στο ακροατήριο, τότε εκδίδει απαλλακτική Διάταξη, την οποία όμως υποβάλλει στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος είτε την αποδέχεται, οπότε η υπόθεση τίθεται στο αρχείο, είτε σχηματίζει αντίθετη κρίση, οπότε παραπέμπει την υπόθεση στο ακροατήριο με δική του Διάταξη, η οποία θα πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Είναι, πάντως, ευνόητο ότι στην περίπτωση της αρχειοθέτησης της κατηγορίας θα ισχύουν και εδώ, όσα ήδη αναφέρθηκαν ανωτέρω, όσον αφορά στη δυνατότητα εκ νέου εξέτασης της υπόθεσης, εφόσον προκύψουν μεταγενέστερα άγνωστα ή νέα στοιχεία, που να δικαιολογούν την επανεξέταση.

Αν, αντιθέτως, ο εισαγγελέας κρίνει ότι ανακύπτουν επαρκείς υπόνοιες, εκδίδει παραπεμπτική Διάταξη, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, την οποία υποβάλλει στον ορισθέντα δικαστή-επόπτη, ο οποίος, αν συμφωνεί με αυτήν, εκδίδει Διάταξη, που πρέπει να περιέχει τη δική του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να επιτρέπεται η απλή επανάληψη της εισαγγελικής αιτιολογίας, ενώ, αν δεν συμφωνεί, εκδίδει απαλλακτική Διάταξη, ασφαλώς με αντίστοιχη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

ββ. Αν, όμως, η κατηγορία αφορά κακούργημα, τότε η οικεία εισαγγελική Διάταξη είτε έχει παραπεμπτική είτε απαλλακτική πρόταση υποβάλλεται στο συμβούλιο εφετών, που εξετάζει την υπόθεση σε προφορική συζήτηση με την παρουσία του εισαγγελέα εφετών και των διαδίκων και (ή) των συνηγόρων τους, κατά την οποία είναι επιτρεπτή, αν κρίνεται αναγκαία, η εξέταση μαρτύρων και γενικά η προσκόμιση αποδείξεων και εν συνεχεία- αφού ακουσθούν ο εισαγγελέας και οι παριστάμενοι διάδικοι, εκδίδεται βούλευμα απαλλακτικό ή παραπεμπτικό ή βούλευμα που παύει οριστικά την κατηγορία ή την κηρύσσει απαράδεκτη, στις περιπτώσεις που προβλέπονται και στον ισχύοντα ΚΠΔ.

Είναι, ασφαλώς, ευνόητο ότι η ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εμφανίζεται απαραίτητη, γιατί, εδώ ευρίσκεται ένα ακόμα κρίσιμο σημείο, από το οποίο εξαρτάται ο αριθμός των υποθέσεων, που θα οδηγούνται στο ακροατήριο ή όχι.

Επομένως, αν η αντίστοιχη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού εξακολουθήσει να γίνεται με κατεύθυνση την παραπομπή, θα συνεχισθεί να παρατηρείται η ιδιαίτερα σοβαρή επιβάρυνση των ακροατηρίων, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις να εκκρεμούν για χρόνια στα δικαστικά γραφεία, αναμένοντας την εκδίκασή τους (βλ. αναλυτικά στοιχεία σε Α. Καρρά, Η Διαδικασία απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης: Ένα βήμα μπροστά- Δύο βήματα πίσω, ΠΧρ 2014, 481 επ.).

Λαμβανομένης, λοιπόν, υπόψη της κρισιμότητας του σημείου αυτού της ποινικής δίκης, αφού εδώ ακριβώς κρίνεται, αν θα σταματήσει η πορεία της ή θα προχωρήσει περαιτέρω στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο, θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής:

Η ενδεχόμενη απόφανση να μην προχωρήσει η διαδικασία περαιτέρω στο ακροατήριο δεν θα πρέπει να έχει ισχύ απαλλακτικού δεδικασμένου, αν υπάρχουν μεν υπόνοιες, όμως αυτές δεν είναι επαρκείς, οπότε η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Με αυτή την επιλογή- όπως είναι ευνόητο- παραμένει σε εκκρεμότητα η υπόθεση -έως τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής του οικείου εγκλήματος- ώστε, αν προκύψουν στο μέλλον πρόσθετα στοιχεία, να επιτρέπεται να ανασύρεται η υπόθεση από το αρχείο, προκειμένου να εξετασθεί εκ νέου η παραπομπή της στο ακροατήριο.

Έτσι, αντιμετωπίζεται, κατά την άποψή μου, η ελλοχεύουσα επιφύλαξη των δικαστικών λειτουργών, που φαίνεται ότι τους οδηγεί σε αθρόες παραπομπές στο ακροατήριο, αφού η κρίση για την «επάρκεια» των ενδείξεων (άρθρο 313) στο στάδιο αυτό είναι ιδιαίτερα δυσχερής, ώστε η λύση της παραπομπής να εμφανίζεται προτιμότερη από εκείνη της απαλλαγής.

Εξάλλου, η ως άνω επιλογή αντιμετωπίζει και την επισήμανση του Ν. Ανδρουλάκη (βλ. Αιτιολογία και Αναιρετικός Έλεγχος ως Συστατικά της Ποινικής Απόδειξης, σ. 98 επ.), που επιχειρεί την επίλυση του διλήμματος με την ενίσχυση των ενδείξεων απαλλαγής, πρόταση, όμως, που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το τεκμήριο της αθωότητας.

Επιπλέον, είναι αξιόλογη και η επισήμανση ότι η δυνατότητα έκδοσης απαλλακτικών βουλευμάτων με δύναμη δεδικασμένου και όταν υπάρχουν ενδείξεις, όμως αυτές δεν είναι «αποχρώσες» ή «επαρκείς», είναι προβληματική, αφού έτσι θεσπίζεται αμετάκλητη απαλλαγή, αν και δεν έλαβε χώρα ακροαματική διαδικασία, που προφανώς παρέχει εγγυήσεις ορθότερης διάγνωσης της υπόθεσης (βλ. Χρ. Γιώτη, Δικαστικά Συμβούλια, Μέρος Πρώτον, 1948, σ. 34 επ.).

Επιπλέον και το επιχείρημα ότι δεν είναι εύλογο να διαρκεί επ’ άπειρον (;) η αμφιβολία για τη θέση του κατηγορουμένου, αλλά θα πρέπει να καθορίζεται η θέση του δια παραπομπής ή απαλλαγής (βλ. Ι. Σημαντήρα, Ποινικόν Δικονομικόν Δίκαιον, σ. 290), που οδήγησε- με τον περιορισμό σε ελάχιστα κακουργήματα – στη σχεδόν ολοσχερή κατάργηση των βουλευμάτων που παύουν προσωρινά τη δίωξη (βλ. άρθρο 309, παρ. 1, περ. γ ΚΠΔ), δεν είναι, φρονώ, αποφασιστικό, αφού η πλημμέλεια του αποδεικτικού υλικού οδηγεί, σε ικανό βαθμό, όπως διαπιστώνεται στη δικαστική πρακτική, στην παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και στην εν συνεχεία υπέρμετρη επιβάρυνση των ακροατηρίων ή ενδεχομένως και στη διεξαγωγή μακρόχρονων δικών με αβέβαιο δικαιοκρατικά αποτέλεσμα.

Είναι ευνόητο ότι στην προτεινόμενη προδικασία δεν υπάρχει έως την έκδοση παραπεμπτικής εισαγγελικής Διάταξης- με την οποία κινείται η ποινική δίωξη- κατηγορούμενος, με την έννοια που έχει στο ισχύον νομοθετικό καθεστώς, αλλά μόνο ύποπτος, δηλαδή πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται τέλεση αξιόποινης πράξης, που, όμως, προστατεύεται με όλες τις θεσμικές εγγυήσεις του κατηγορουμένου.

Με την προτεινόμενη ρύθμιση αντιμετωπίζεται επιπλέον και το πρόβλημα της ουσιαστικής αποδυνάμωσης του θεσμού των δικαστικών συμβουλίων, αφού η τόσο κρίσιμη παρεμβολή τους στο στάδιο της παραπομπής στο ακροατήριο δυστυχώς έχει ατονήσει -κυρίως εξαιτίας του επικαλούμενου φόρτου απασχόλησης από την πραγματικά υπερβολική αύξηση των υποθέσεων- με την ανεύρεση εσφαλμένων ερμηνευτικών προσεγγίσεων, όπως π.χ. η εξ ολοκλήρου αναφορά των δικαστικών συμβουλίων στις οικείες εισαγγελικές προτάσεις «προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων» (!), η οποία όμως ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τον αναγκαίο έλεγχο. Και αυτό επειδή προβλέπεται η διεξαγωγή συζήτησης ενώπιον του συμβουλίου με βάση μεν την αντίστοιχη εισαγγελική Διάταξη, όμως επιβάλλεται η έκδοση βουλεύματος που θα στηρίζεται στην ενώπιόν του συζήτηση και στο ενδεχομένως πρόσθετο αποδεικτικό υλικό, χωρίς όμως δυνατότητα αναφοράς στην αντίστοιχη παραπεμπτική εισαγγελική Διάταξη.

Εδώ, βέβαια, ανακύπτει και το ερώτημα, αν θα πρέπει να χορηγείται στους διαδίκους, δηλαδή στο πρόσωπο που του αποδίδεται η κατηγορία και στο θύμα, ένδικο βοήθημα κατά του αντίστοιχου (παραπεμπτικού ή απαλλακτικού) βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου. Μολονότι, ανακύπτει ζήτημα καθυστέρησης της εκδίκασης της υπόθεσης, ωστόσο φρονώ πως η δικαιοκρατική επιταγή θα πρέπει να υπερισχύσει της επιτάχυνσης, μέσα βέβαια σε ορισμένα όρια

Έτσι, είναι ευνόητο ότι το κατηγορούμενο πρόσωπο θα πρέπει να έχει δικαίωμα να ασκεί αναίρεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ή δικονομικής διάταξης, για ακυρότητες της προδικασίας και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

Εξάλλου, είναι ευνόητο ότι θα πρέπει να παρέχεται και στο φερόμενο ως θύμα αντίστοιχο δικαίωμα αναίρεσης του απαλλακτικού βουλεύματος για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω ως προς τον κατηγορούμενο, αφού και εδώ το ζήτημα της καθυστέρησης σαφώς υποχωρεί έναντι της δικαιοκρατικής επιταγής.

ια. Ενόψει της ιδιάζουσας σημασίας που έχει αποκτήσει τελευταία η «ποινική συνδιαλλαγή» και παρά. την έντονη δικαιοκρατική μου επιφύλαξη – που ενισχύεται καθοριστικά και από την παρατηρούμενη επίκληση από τους ενδιαφερομένους ψευδών περιστατικών (που περιβάλλονται έτσι αυθεντία με τη δικαστική επικύρωση της συνδιαλλαγής) σε βάρος άλλων προσώπων, χωρίς να έχει δοθεί σε αυτά η δυνατότητα να υπερασπισθούν τον εαυτό τους- η καταφανής ανάγκη με οδηγεί στην παραδοχή αυτής της δικονομικής δυνατότητας με ιδιαίτερα ωστόσο αυστηρές προϋποθέσεις Συγκεκριμένα:

Καταρχήν η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να παρέχεται σε όλα τα εγκλήματα που είτε άμεσα είτε έμμεσα έχουν προσπορίσει στον φερόμενο ως δράστη οικονομικό όφελος. Ο μέχρι τώρα περιορισμός μόνο σε ορισμένα από τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας είναι φανερό πως δυσχεραίνουν την εφαρμογή της σε μεγάλο βαθμό, αφού η τέλεσή τους συνήθως συνδέεται και με άλλα συναφή εγκλήματα, όπως πλαστογραφίες, ψευδείς βεβαιώσεις, νομιμοποίησης εσόδων κλπ.

Εξάλλου, το αναζητούμενο όφελος θα πρέπει να προσδιορίζεται με βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να συνιστά ικανό κίνητρο ανταπόκρισης των υπόπτων αφού ο τυχόν μαξιμαλιστικός προσδιορισμός του, αν μάλιστα δεν έχει επαρκές αποδεικτικό υπόβαθρο, αποτελεί αντικίνητρο, παρά τις φιλόδοξες και θεμιτές ασφαλώς διαθέσεις των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.

Ακόμα, είναι λάθος ο περιορισμός της δυνατότητας συνδιαλλαγής σε ορισμένα στάδια της διαδικασίας, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να επιτρέπεται έως και την έκδοση απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με ανάλογες φυσικά ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να έχει προκύψει πιο συγκεκριμένα το παράνομο όφελος και παράλληλα να καθίσταται πιο ανάγλυφη η απειλούμενη καταδίκη.

Επιπλέον, θα πρέπει να καταβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια από τους εισαγγελικούς λειτουργούς, προκειμένου να εξακριβώνεται-κατά το δυνατόν- η αλήθεια, όσων πραγματικών περιστατικών υποστηρίζονται από εκείνους που ζητούν τη συνδιαλλαγή, επειδή και εδώ η εύλογη επιθυμία τους ταχύτερης- και ενδεχομένως αποδοτικότερης για το Δημόσιο- απόδοσης δικαιοσύνης, δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο παραπλάνησης.

Εξάλλου, προς αποτροπή του κινδύνου κατάθεσης από τον αιτούμενο την ποινική συνδιαλλαγή ψευδών πραγματικών περιστατικών σε βάρος άλλων προσώπων, προκειμένου να ελαφρύνει τη θέση του, επιβαρύνοντας όμως έτσι αθώους, θα πρέπει να απαγορεύεται μια τέτοια συνδιαλλαγή, ενώ θα μπορούσε να επιτρέπεται και εκείνη η μορφή συνδιαλλαγής, κατά την οποία ναι μεν εκείνος που τη ζητεί αποδέχεται την επιβολή ποινής με τους όρους που ορίζονται, χωρίς ωστόσο παράλληλα να ομολογεί την ενοχή του, αποκρούοντας όμως την κατηγορία (βλ. για την τελευταία αυτή μορφή της συνδιαλλαγής που επιτρέπεται στις ΗΠΑ σε Ζαμπίτη, ΠοινΔικ 2014, 298).

Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η όποια συμφωνία μεταξύ κατηγορουμένου και εισαγγελέα θα πρέπει να εγκρίνεται από δικαστή- προκειμένου να μην ανακύπτει πρόβλημα συνταγματικότητας- όχι όμως άκριτα, αλλά με ενδελέχεια.

ιβ. Όπως γίνεται φανερό, από όσα ήδη εκτέθηκαν, προτείνεται ένα απλό στάδιο προδικασίας, με το οποίο επιδιώκεται η ταχύτερη και παράλληλα δικαιότερη- έναντι του ισχύοντος- εξέταση των υποθέσεων, έχοντας τα εξής πλεονεκτήματα:

– Η δυνατότητα των εισαγγελικών λειτουργών να μην κινούν την ποινική δίωξη είτε αρχικά είτε μετά τη συγκέντρωση των αποδείξεων ή να απέχουν από την κίνησή της ή να την αναστέλλουν, αν εφαρμοσθεί με συνέπεια, δημιουργεί τη βάσιμη ελπίδα πως θα περιορίσει την πλημμυρίδα των υποθέσεων που οδηγούνται στο ακροατήριο, αποτρέποντας παράλληλα και την άστοχη και άδικη ταλαιπωρία των πολιτών.

– Η ανάθεση σε αυτούς της αποστολής της συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού προσδοκάται ότι θα καταστήσει ταχύτερη τη διεξαγωγή της ανάκρισης έναντι της μακροχρόνιας διάρκειας του ισχύοντος συστήματος κύριας ανάκρισης.

– Η προβλεπόμενη δικαστική παρέμβαση περιορίζεται στα απολύτως- είτε συνταγματικά είτε από τη φύση του πράγματος- αναγκαία όρια, ώστε να μην νοθεύεται διαφορετικά η κατηγορητική μορφή της δίκης.

– Η εξέταση των αντιρρήσεων κατά της παραπομπής στο ακροατήριο στα πλημμελήματα ολοκληρώνεται στο στάδιο της προδικασίας, αντί της άσκησης προσφυγών στο στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο, που προκαλεί σημαντικά δικονομικά προβλήματα, όπως κυρίως τη δυνατότητα – σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής- επιστροφής στο στάδιο της προδικασίας.

– Θα μπορούν πλέον να εκδικάζονται στα ακροατήρια λιγότερες και σοβαρότερες υποθέσεις και, επομένως, με την αναγκαία χρονική άνεση και προσοχή, ώστε συνολικά το ισοζύγιο να είναι θετικό υπέρ της ταχείας και δίκαιης ποινικής δίκης, που ασφαλώς οφείλει να αποτελεί τον τελικό διπλό στόχο μας.

– Η κατ’ αντιμωλία εξέταση των υποθέσεων σε βαθμό κακουργήματος από το συμβούλιο εφετών εξασφαλίζει στους διαδίκους τις μέγιστες δυνατές εγγυήσεις για την πιο ορθή και δίκαιη εκτίμησή τους, ενώ η παρεχόμενη παράλληλα ευχέρεια της αρχειοθέτησης, εφόσον προκύπτουν υπόνοιες, αλλά αυτές δεν είναι επαρκείς για την παραπομπή, διευκολύνει τους δικαστές στην επιλογή τους, ώστε να αποτρέπεται η περαιτέρω επιβάρυνση των ακροατηρίων, χωρίς παράλληλα να απαλλάσσεται αμετάκλητα ο κατηγορούμενος σε μια τέτοια αμφίβολη περίπτωση.

– Ωστόσο, ως ασφαλιστική δικλείδα έναντι ενδεχόμενων νομικών σφαλμάτων, θα πρέπει να δίνεται το δικαίωμα στον εισαγγελέα του ΑΠ να ζητεί την αναίρεση των σχετικών βουλευμάτων, όπως προβλέπεται ανωτέρω και για τους διαδίκους..

Γ.

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

α. Ευθύς αμέσως θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πλημμελής κατά κανόνα εφαρμογή των διατάξεων για την προπαρασκευαστική διαδικασία αποτελεί ένα από τους κύριους παράγοντες των καθυστερήσεων, των χρονοβόρων διαδικασιών και, ενδεχομένως, εσφαλμένων δικαστικών κρίσεων. Συγκεκριμένα, ο ισχύων ΚΠΔ αναθέτει την αποστολή αυτή στους εισαγγελείς, που προσδιορίζουν τις δικασίμους και κυρίως τους «ουσιώδεις» μάρτυρες που θα εξετασθούν και τα έγγραφα που αναγνωσθούν (υποχρέωση που δυστυχώς στην πρακτική έχει περιορισθεί σε μια αόριστη παραπομπή συλλήβδην σε όλα τα έγγραφα της οικείας δικογραφίας). Εδώ, όμως, παρατηρείται το εξής παράδοξο φαινόμενο: Ο εισαγγελέας, στον οποίο ανατίθεται το τόσο σοβαρό αυτό έργο, αν και δεν έχει συνήθως- ιδίως στα μεγάλα δικαστήρια- οποιαδήποτε ανάμιξη στη μέχρι τούδε επεξεργασία των υποθέσεων της αντίστοιχης δικασίμου, ωστόσο καλείται να επιλέξει τους «ουσιώδεις» μάρτυρες και τα ανάλογα έγγραφα, ώστε, όπως είναι εύλογο, περιορίζεται σε μια στοιχειώδη κατ’ ανάγκη μελέτη του οικείου φακέλου, με αποτέλεσμα η σχετική επιλογή του να μην καλύπτει – σε αρκετές περιπτώσεις- τα απαιτούμενα στοιχεία για την ουσιαστική διαλεύκανση της υπόθεσης.

Βασικά, η σχετική δυσχέρεια αφορά στην επιλογή των «ουσιωδών» μαρτύρων, αφού πραγματικά μια τέτοια ορθή επιλογή προϋποθέτει ικανή γνώση της υπόθεσης από τον εισαγγελέα, που, όμως, δεν είναι προφανώς εφικτή- στον απαιτούμενο βαθμό- στο στάδιο αυτό της δίκης. Έτσι, κατά την εν συνεχεία διεξαγωγή της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο, να προκύπτει η ανάγκη είτε διακοπής είτε αναβολής της εκδίκασης από το δικαστήριο, που οδηγεί προδήλως στην καθυστέρηση της εκδίκασης, είτε, ακόμα χειρότερα, στην αποδοχή της περαιτέρω –έστω και πλημμελούς-εκδίκασης, προκειμένου να αποφευχθεί η καθυστέρηση, εις βάρος όμως της ορθής και δίκαιης κρίσης της υπόθεσης.

Αν, μάλιστα, ανακύπτει και πρόβλημα παρέλευσης του χρονικού ορίου της προσωρινής κράτησης ή συμπλήρωσης του χρόνου της παραγραφής του εγκλήματος, τότε το δικαστήριο φαίνεται πως αναγκάζεται να δικάζει την υπόθεση με ελλιπή στοιχεία σε βάρος προφανώς της δίκαιης διεξαγωγής της.

Επομένως, η ορθή εδώ ρύθμιση επιβάλλει την ανάθεση κάθε υπόθεσης, αμέσως μετά την παραπομπή της στο ακροατήριο σε ένα εισαγγελέα, ο οποίος να έχει και την αποκλειστική ευθύνη για την περαιτέρω πορεία της, ακόμα, εφόσον αυτό είναι εφικτό, και για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του ακροατηρίου, γιατί μόνο έτσι, η εισαγγελική αρχή θα είναι σε θέση να πραγματώνει την αποστολή της. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να καταργηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία της κλήρωσης, αφού αυτή δυσχεραίνει την πιο αποτελεσματική λειτουργία της κατηγορητικής δίκης, που απαιτεί την υποστήριξη της κατηγορίας από έναν, όσο γίνεται περισσότερο ενημερωμένο με την υπόθεση, εισαγγελικό λειτουργό. Άλλωστε, η διαδικασία της κλήρωσης είναι αρκετή αναφορικά με τους δικαστές που θα κληθούν να δικάσουν την υπόθεση, αφού αυτοί δεν θα πρέπει να έχουν οποιαδήποτε προηγούμενη γνώση της κατηγορίας, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εντελώς ανεπηρέαστη κρίση τους.

β. Σημαντική, φρονώ, συμβολή στην αποτροπή επιβάρυνσης των ακροατηρίων θα προσφέρει η απαγόρευση διεξαγωγής δικών ερήμην των κατηγορουμένων, εφόσον η κλήτευσή τους έχει γίνει με την εντελώς πλασματική επίδοση του άρθρου 156 ΚΠΔ, η οποία προφανώς δεν παρέχει οποιαδήποτε δυνατότητα ενημέρωσης και, επομένως, είναι καταφανώς αντίθετη προς το άρθρο 20 του Συντάγματος και τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, και, επιπλέον, οδηγεί κατά κανόνα σε αιτήσεις ακύρωσης της διαδικασίας, που απαιτούν πρόσθετη απασχόληση του μηχανισμού απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, οπότε πρέπει να καταργηθεί και η διαδικασία κατά απόντων και φυγοδίκων του ισχύοντος ΚΠΔ. Επομένως, αρκεί η αναστολή της διαδικασίας με Διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα μέχρι να καταστεί δυνατή η κανονική επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης προς εμφάνιση στο ακροατήριο.

γ. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η εμμονή στην απρόσφορη, όπως αποδεικνύεται από τις αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις, θέσπιση αυστηρών διατάξεων, που σκοπεύουν στην αποτροπή της χορήγησης αναβολών (με την επίκληση ότι οδηγούν σε υπερβολικές καθυστερήσεις εκδίκασης των αντίστοιχων υποθέσεων) είτε με τον περιορισμό της χορήγησης συνεχών αναβολών είτε με την πρόβλεψη εκδίκασης, μετά την αναβολή, από τον ίδιο πρόεδρο. Ωστόσο, για την αντιμετώπιση του υπαρκτού αυτού προβλήματος θα ήταν καθοριστικός ο αναγκαίος ουσιαστικός έλεγχος του αρμόδιου επιθεωρητή, που θα καθοδηγούσε τους δικαστές, χωρίς την ανάγκη πρόβλεψης αυστηρών νομοθετικών δικονομικών ρυθμίσεων, που συνιστούν και προσβολή της εσωτερικής τους ανεξαρτησίας.

δ. Η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο θα πρέπει να προσαρμοσθεί πλέον σε μια περισσότερο κατηγορητική μορφή, ιδίως στο στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας με την εισαγωγή της «διασταυρούμενης» εξέτασης των μαρτύρων και εν γένει όλων των αποδεικτικών μέσων από τον εισαγγελέα, ως κύριου εκπροσώπου της κατηγορίας, και των διαδίκων, ενώ θα διασφαλίζεται η δυνατότητα παρέμβασης και των δικαστών, εφόσον κρίνουν αναγκαία την περαιτέρω διερεύνηση με δικές τους ερωτήσεις ή διευκρινίσεις (βλ. π.χ. παρεμφερή λύση της Νορβηγικής Ποινικής Δικονομίας σε J. Andenaes, Die neue norwegische Strafprozessordnung, Festschrift fuer H.-H. Jesceck, σ. 721).

ε. Η αποκλειστική απασχόληση –έστω και εναλλάξ- των δικαστών στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης με την ίδρυση ειδικών ποινικών τμημάτων- τουλάχιστον στα μεγαλύτερα δικαστήρια της Χώρας- θα διευκολύνει την ταχύτερη διεξαγωγή της διαδικασίας στα ακροατήρια, ώστε να αντιμετωπίζεται και το φαινόμενο των αφόρητα μακροχρόνιων δικών, που έρχεται σε καταφανή αντίθεση με τη θεμελιώδη-για την ποινική δίκη- αρχή της αμεσότητας, προκαλώντας και δικαιολογημένα δυσμενή σχόλια των πολιτών.

Στο σημείο αυτό, θα ήταν σκόπιμη η πρόβλεψη διάταξης, που να μην επιτρέπει την προαγωγή των δικαστών σε ανώτερο βαθμό, αν δεν έχουν υπηρετήσει ορισμένο χρόνο σε ποινικό τμήμα, ώστε να παύσει η αποστολή της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης να θεωρείται ως «πάρεργο» έργο (βλ. Εισηγητική Έκθεση ΚΠΔ).

στ. Λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της μονομελούς και πολυμελούς σύνθεσης των δικαστηρίων, φρονώ ότι εξακολουθεί να είναι πιο ορθή η αρχική επιλογή της εκδίκασης από τα μονομελή πλημμελειοδικεία των πιο ελαφρών (ενόψει των απειλούμενων ποινών και της παράλληλης δυνατότητας χορήγησης αναστολής ή μετατροπής τους ή ανασταλτικής δύναμης της έφεσης) πλημμελημάτων, ενώ των πιο σοβαρών από τα τριμελή πλημμελειοδικεία. Άλλωστε, η πρόσφατη ρύθμιση, με την οποία υπήχθησαν στην αρμοδιότητα των μονομελών δικαστηρίων όλα σχεδόν τα πλημμελήματα κρίνεται ως ιδιαίτερα ατυχής επιλογή.

Όσον αφορά στα κακουργήματα, η εκδίκαση των οποίων γίνεται από τα εφετεία- με την επιφύλαξη της οριακής συμβατότητας προς το άρθρο 96 του Συντάγματος ενόψει της συνεχιζόμενης προσθήκης και άλλων με παράλληλη αφαίρεσή τους από τα μικτά ορκωτά δικαστήρια- εξακολουθώ να διατηρώ τις αντιρρήσεις, που έχω ήδη διατυπώσει, ως προς τη δυνατότητα εκδίκασης ορισμένων εξ αυτών από τα μονομελή εφετεία, χωρίς η μέχρι τώρα εφαρμογή της αντίστοιχης ρύθμισης να φαίνεται πως έχει επιφέρει την επιδιωκόμενη επιτάχυνση της διαδικασίας, στον βαθμό τουλάχιστον που να δικαιολογείται η θεσμικά ριζική αυτή παρέμβαση.

Ωστόσο, ως προς τα κακουργήματα που δικάζονται από τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, θα μπορούσε να επιτευχθεί ουσιαστική βελτίωση με τον περιορισμό της επταμελούς σύνθεσής τους (τρεις δικαστές και τέσσερις ένορκοι) σε πενταμελή, με παράλληλη όμως αναβάθμισή τους.

Συγκεκριμένα, θα ήταν σκόπιμη η αντικατάσταση των τριών δικαστών πλημμελειοδικών από δύο εφέτες και ο περιορισμός των τεσσάρων ενόρκων σε τρεις (ώστε να διατηρείται η αναγκαία πλειονοψηφία των λαϊκών δικαστών), ενώ για τα μικτά ορκωτά εφετεία να προβλέπεται η συμμετοχή ενός προέδρου εφετών ως προέδρου του δικαστηρίου και ενός εφέτη ως μέλους, με την προσθήκη και των τριών λαϊκών δικαστών. Παράλληλα, είναι αναγκαία και η διεύρυνση του αριθμού των προσώπων, από τα οποία θα επιλέγεται το σώμα των ενόρκων, καθώς και η δυνατότητα επιλογής τους ύστερα από μια πιο ουσιαστική διαδικασία διευκρινιστικών ερωτήσεων από τους διαδίκων και(ή) τους συνηγόρους τους.

ζ. Ενόψει του ότι έχει καταστεί πλέον προφανές πως η επ’ αυτοφώρω διαδικασία στα πταίσματα στερείται οποιασδήποτε δικαιολογητικής βάσης – και ανεξάρτητα από την ορθότερη ρύθμιση της μετατροπής τους σε ποινές τάξης- θα πρέπει να καταργηθεί ως περιττή.

Προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή της κατάργησης, φρονώ, ότι θα πρέπει να κινηθεί και η επ’ αυτοφώρω διαδικασία στα πλημμελήματα, αφού και εδώ δεν φαίνεται να παρίσταται δικαιοπολιτικά αναγκαία η διατήρησή της, ενώ άλλωστε στα πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών προβλέπεται -και ορθώς- η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων.

η. Μόλις ασφαλώς χρειάζεται να σημειωθεί ότι είναι σκόπιμη και η κατάργηση των διατάξεων που προβλέπουν τη διαδικασία για τα πταίσματα και τα ελαφρά πλημμελήματα που βεβαιώνονται με έκθεση, ενόψει της ελάχιστης πρακτικής σημασίας τους.

θ.. Μολονότι, ο προτεινόμενος ήδη από το Χ Διεθνές Συνέδριο Ποινικού Δικαίου διαχωρισμός – για τις πιο σοβαρές αξιόποινες πράξεις- της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο σε δύο μέρη, το ένα που θα αφορά στη διαπίστωση της ενοχής του κατηγορουμένου και το δεύτερο στην επιβολή της ποινής ύστερα από ξεχωριστή συζήτηση κυρίως για τα στοιχεία που αφορούν στην προσωπικότητά του (βλ. αναλυτικά σε Α. Καρρά, Η μεταρρύθμιση του ποινικού δικονομικού συστήματος, Υπεράσπιση 1991, 1052), φαίνεται να έχει έδαφος εφαρμογής (άρθρο 371 παρ. 3 εδ. β’ ΚΠΔ), ωστόσο θεωρώ σκόπιμη την αναβάθμισή της στα κακουργήματα, ώστε να αποκτήσει την πραγματικά βαρύνουσα σημασία της.

 

Δ.

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

α. Στα βασικά ένδικα μέσα θα πρέπει να ενταχθεί και η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, που είναι εύλογο πως δικαιούται να ασκεί ο κατηγορούμενος, ο οποίος καταδικάσθηκε ερήμην, εφόσον, όμως, είχε κλητευθεί ως γνωστής διαμονής, δηλαδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155 του ισχύοντος ΚΠΔ με ορισμένες αναγκαίες τροποποιήσεις, οι οποίες θα καταστήσουν περισσότερο ασφαλή τη δυνατότητα γνώσης της δικασίμου εκ μέρους του.

Βέβαια, και ο ΚΠΔ περιλαμβάνει αυτό το ένδικο βοήθημα, ώστε οι σχετικές διατάξεις του (άρθρα 341 και 435), μπορούν να ληφθούν ως βάση, με ορθότερη όμως πρόβλεψη των προϋποθέσεων, που δικαιολογούν την άσκησή του, ώστε να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις. Και ναι μεν αντιλαμβάνομαι την επιφύλαξη πως ενδεχομένως κάποιοι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τη ρύθμιση για να επιτύχουν καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσής τους, όμως από την άλλη πλευρά ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραμείνουν με την ερήμην καταδίκη τους άτομα που δεν έλαβαν γνώση της εκδίκασης λόγω της γενόμενης πλασματικής επίδοσης και των αυστηρών προϋποθέσεων άσκησης της αίτησης.

β. Το ένδικο μέσο της έφεσης, που κατοχυρώνεται και με το Έβδομο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να εξακολουθήσει να συμπεριλαμβάνεται στα βασικά ένδικα μέσα, ενώ είναι απαραίτητη η άμεση κατάργηση των αυξημένων ορίων εκκλητού των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων στο πλαίσιο εκείνων που ορίζονταν κατά τον χρόνο κύρωσής του, αφού η επιφύλαξη, που διατυπώθηκε από τη Χώρα μας ως προς το άρθρο 489 ΚΠΔ, δεν επιτρέπει την επαύξησή τους με μεταγενέστερες τροποποιήσεις του ανωτέρω άρθρου ή με άλλες διατάξεις, αφού με αυτόν τον τρόπο καταστρατηγείται η έκταση ισχύος του Πρωτοκόλλου με διατάξεις που αντίκεινται καταφανώς σε αυτό, στερώντας έτσι τους κατηγορουμένους από ένδικο μέσο που δικαιούνται.

Δικαίωμα άσκησης έφεσης θα πρέπει να έχει βασικά ο κατηγορούμενος και μάλιστα όχι μόνο της καταδικαστικής απόφασης, αλλά και της αθωωτικής, αν αυτή δέχεται ότι έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη (π.χ. κρίνεται πως υπάρχει λόγος που αποκλείει το άδικο ή τον καταλογισμό ή δικαστικής άφεσης του αξιοποίνου ή έμπρακτης μετάνοιας), αφού είναι προφανές το έννομο συμφέρον του, όπως επίσης εκείνης που κηρύσσει την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου και εν γένει κάθε άλλης απόφασης που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του.

Εξάλλου, η αρχή της ισότητας επιβάλλει να χορηγηθεί δικαίωμα έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης και στο πρόσωπο που επικαλείται πως είναι θύμα και με την ιδιότητα αυτή έγινε δεκτός και παρέστη ως διάδικος στην πρωτοβάθμια διαδικασία, γιατί είναι φανερό ότι με την ισχύουσα αντίθετη ρύθμιση η θέση του κατηγορουμένου καθίσταται ισχυρότερη, χωρίς να δικαιολογείται από την ανάγκη εξισορρόπησης της δυσμενούς πραγματικά θέσης του ούτε και με την επίκληση του τεκμηρίου της αθωότητας (βλ. ωστόσο αντιθέτως Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, 4η έκδοση, 2012, σ. 484).

Σε κάθε πάντως περίπτωση ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, εφετών και του ΑΠ θα πρέπει να έχουν δικαίωμα άσκησης έφεσης οποιασδήποτε απόφασης, εφόσον όμως η έφεση περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Αν διαπιστώνεται από το εφετείο πως υπάρχει ακυρότητα στην πρωτόδικη απόφαση, το δικαστήριο την ακυρώνει και παραπέμπει την υπόθεση στον πρώτο βαθμό, γιατί η ισχύουσα αντίθετη ρύθμιση παραβλέπει ότι η πρωτόδικη κρίση θα μπορούσε να ήταν διαφορετική, αν είχε τηρηθεί η αντίστοιχη διάταξη.

Παρά την ορθή κατά βάση διαμόρφωση του άρθρου 497, που αφορά στην ανασταλτική δύναμη της έφεσης, θα πρέπει η νέα διατύπωση να γίνει ακόμα περισσότερο ελαστική, ώστε η προφανής αντίθεση με το τεκμήριο της αθωότητας να καθίσταται όσο γίνεται πιο ασθενέστερη, προκειμένου να παρέχει επαρκή δικαιoκρατική δικαιολόγηση.

Προς την κατεύθυνση αυτή άλλωστε συνηγορεί και η θλιβερή κατάσταση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων στις φυλακές της Χώρας μας ενόψει και του ότι από τα σχετικά στοιχεία προκύπτει πως ο αριθμός τους υπερβαίνει κατά πολύ τον αντίστοιχο αριθμό που μπορούν να «φιλοξενήσουν» αυτές(σύμφωνα με πρόσφατα σχετικά δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20.11.2014- 12.000 έναντι 9.886 θέσεων), αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και ο καταφανώς υπερβολικός αριθμός των «ισοβιτών»(άνω των 1.000), που ασφαλώς αποτελούν και τις πιο προβληματικές περιπτώσεις κρατουμένων.

Βέβαια, εδώ, προβάλλεται ο αντίλογος πως η Πολιτεία οφείλει να διαθέτει επαρκή αριθμό φυλακών για την κράτηση των κρατουμένων, όμως η σχετική πορεία καταδεικνύει ότι διαχρονικά, όσο αυξάνεται ο αριθμός των θέσεων κράτησης τόσο αντίστοιχα αυξάνεται και ο αριθμός των κρατουμένων (!), ώστε το ισοζύγιο να εξακολουθεί να είναι ελλειμματικό προς την πλευρά των θέσεων κράτησης και, επομένως, με συνέχιση των αφόρητων συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων.

γ. Το ένδικο μέσο της αναίρεσης οφείλει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης αφενός με την επέκταση του αναιρετικού ελέγχου σε κάθε περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής είτε αφορά ουσιαστική ποινική διάταξη είτε δικονομική και με τον περιορισμό αφετέρου ότι υπόκειται σε αναίρεση η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο αν βασίζεται σε αυτή την παράβαση, με παράλληλη επιλογή ορισμένων σοβαρών παραβάσεων χαρακτηριζόμενων ως απόλυτων λόγων (πρβλ. §§ 337 επ. της Γερμανικής Ποινικής Δικονομίας), όπως π.χ. κυρίως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

Ειδικότερα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας θα πρέπει να προσδιορίζεται με συγκεκριμένα κριτήρια – ενόψει της εμμονής της νομολογίας του ΑΠ σε μια στερεότυπη και -κατά βάση- αντιφατική (αφού δέχεται μεν την υποχρέωση έκθεσης των αποδείξεων, στις οποίες στήριξε την κρίση του το δικαστήριο, όμως παράλληλα αρκείται στην κατ’ είδος μόνο μνεία τους, χωρίς να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά και πολύ περισσότερο αξιολόγησή τους τόσο ξεχωριστά καθένα όσο και μεταξύ τους) διατύπωση- παρά την επίμονη από την πλευρά του συνταγματικού νομοθέτη, αλλά προφανώς ατελέσφορη, προσπάθεια να καταστήσει περισσότερο ασφαλή την κατοχύρωσή της (βλ. άρθρο 93 παρ. 3 εδ. α και β Συντάγματος, όπως έχει διαμορφωθεί τελικά ύστερα από συνεχείς διορθωτικές βελτιώσεις).

Όπως είναι εύλογο, δικαίωμα να ζητούν την αναίρεση των αποφάσεων θα πρέπει να έχει ο κατηγορούμενος για κάθε απόφαση που έχει έννομο συμφέρον, στις οποίες περιλαμβάνονται όχι μόνο οι καταδικαστικές, αλλά και οι αθωωτικές, αν το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ότι αυτός έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω στο ένδικο μέσο της έφεσης.

Εξάλλου, η αρχή της ισότητας επιβάλλει και εδώ να χορηγείται και στον διάδικο που παρέστη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την επίκληση ότι είναι θύμα της αξιόποινης πράξης το δικαίωμα να ζητεί την αναίρεση της αθωωτικής απόφασης, αφού είναι πρόδηλο το έννομο συμφέρον του. Σχετικά με τη δικαιοπολιτική στάθμιση της ως άνω προτεινόμενης ρύθμισης ισχύουν, όσα ήδη αναφέρθηκαν ως προς την παροχή σε αυτόν και του ένδικου μέσου της έφεσης.

Είναι ασφαλώς ευνόητη η χορήγηση στον εισαγγελέα του ΑΠ του δικαιώματος να ζητεί την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, όπως ακριβώς ισχύει και στον ΚΠΔ.

δ. Ήδη, εδώ και αρκετά χρόνια, έχω προτείνει ότι η επανάληψη της διαδικασίας θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα ένδικα μέσα(βλ. έτσι και Δαλακούρα, Επανάληψη της διαδικασίας, 2007, σ. 111) -όπως άλλωστε γίνεται και στην πολιτική διαδικασία για το αντίστοιχο ένδικο μέσο της αναψηλάφησης (βλ. άρθρα 538 επ. ΚΠολΔ)- με βάση την ορθότερη άποψη πως ένδικα μέσα επιτρέπονται εναντίον αποφάσεων – έστω και αν αυτές έχουν περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου, λόγος για τον οποίο κατατάχθηκε στις ειδικές διαδικασίες αντί στα ένδικα μέσα στον ισχύοντα ΚΠΔ (βλ. σχετικά Σχέδιον Διαγράμματος του ΚΠΔ, σε Ζαχαροπούλου, Ελληνική Ποινική Δικονομία, σ. 337) – με τις ακόλουθες ειδικότερες βελτιώσεις:

α. Ο λόγος επανάληψης σε όφελος του καταδικασθέντος εξαιτίας της μεταγενέστερης αποκαλύψεως νέων –άγνωστων στους δικαστές που τον καταδίκασαν- γεγονότων ή αποδείξεων, χρειάζεται να διευκρινισθεί ότι περιλαμβάνει και προγενέστερες αποδείξεις, π.χ. έγγραφα που υφίστανται μεν στη δικογραφία ή υποβλήθηκαν, όμως δεν αναγνώσθηκαν και έτσι δεν λήφθηκαν υπόψη, εφόσον είναι εύλογο ότι αυτά εξακολουθούν να είναι νέα και άγνωστα για τους δικαστές(βλ. και ορθή πρόταση Κ. Σταμάτη, ΠΧρ ΛΒ/654).

β. Ο μοναδικός λόγος επανάληψης σε βάρος του αθωωθέντος είναι αναγκαίο να διευρυνθεί, ώστε να περιληφθεί και η περίπτωση των ψευδών καταθέσεων μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεων πραγματογνωμόνων (πρβλ. και § 362, αρ. 2 της γερμανικής ποινικής δικονομίας), αφού η αθώωση υπήρξε αποτέλεσμα ψευδών αποδείξεων, πρόκειται δηλαδή και εδώ για περίπτωση όπου η αθώωση «εμφανίζεται αυτόχρημα ως δημόσιον σκάνδαλον» (βλ. Διάγραμμα ΣΚΠΔ, σ. 329). Η διαγραφή της ανωτέρω περιπτώσεως από το αρχικό άρθρο 426 ΣΚΠΔ οφείλεται σε προφανώς μη ορθή απόφαση της «Αναθεωρητικής Επιτροπής Κώδικος Ποινικής Δικονομίας» (βλ. σχετική συζήτηση στα Πρακτικά, τχ. Α΄, σ. 175 επ.).

Ε.

Ασφαλώς, κατανοώ ότι οι προτάσεις, που εκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω, έρχονται σε ικανή αντίθεση με τον ισχύοντα ΚΠΔ και κατά βάση με εκείνες που ήδη έχουν γίνουν δεκτές από τα κατά καιρούς Σχέδια ΚΠΔ. Ωστόσο, θεωρώ πως είναι πλέον ανάγκη να αποδεχθούμε πιο δραστικές λύσεις, αν θέλουμε να κινηθούμε μπροστά. Και αυτό μπορεί να γίνει, μόνο, αν απελευθερωθούμε από κατεστημένες αντιλήψεις. Βέβαια, η επιστημονική συζήτηση, που ελπίζω να προκληθεί, είναι εύλογο ότι μπορεί και θα πρέπει να βελτιώσει αρκετές από αυτές. Όμως, σε τελική ανάλυση, μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει μια τολμηρή μεταρρύθμιση προς έναν πραγματικά νέο ΚΠΔ, που έχει ανάγκη, προφανώς, η Χώρα μας.

Αξίζει πραγματικά τον κόπο να παρακολουθήσουμε αυτή την προσπάθεια μόνο με λίγες γραμμές, από την οποία καταδεικνύεται η περιπετειώδης διαδρομή μιας έννοιας τόσο θεμελιώδους για την ορθή Απονομή της Δικαιοσύνης.

Έτσι, στο άρθρο 91 του Συντάγματος του 1844 για πρώτη φορά γίνεται μνεία ότι: «Πάσα απόφασις πρέπει να ήναι αιτιολογημένη…», διατύπωση που παρέμεινε η ίδια και στο άρθρο 93 του Συντάγματος του 1864.

Εν συνεχεία, στο άρθρο 93 του Συντάγματος του 1911 προστέθηκε στην ίδια κατά βάση διατύπωση της διάταξης και πριν από τη λέξη «ατιολογημένη» η λέξη «ειδικώς». Η ανωτέρω προσθήκη προτάθηκε από τον βουλευτή Π. Αραβαντινό, που γίνηκε δεκτή από την οικεία Συνταγματική Επιτροπή, προκειμένου –όπως εκτίθεται στη σχετική έκθεση (βλ. σε Γ. Μητσόπουλο, Θέματα Γενικής Θεωρίας και Λογικής του Δικαίου, σ. 184)- «να πατάξη μίαν κατάχρησιν πολύ πράγματι  διαδεδομένην εν τη πρακτική των δικαστηρίων, ιδίως των ποινικών και ιδιαίτερα των συμβουλίων, δι’ ης καταστρατηγουμένων των συνταγματικών και δικονομικών διατάξεων περί ητιολογημένου των δικαστικών αποφάσεων αναγράφονται εις δικαστικάς αποφάσεις και βουλεύματα όλως αόριστοι αιτιολογίαι…»

Μετέπειτα, κατά τη Συνταγματική Αναθεώρηση του έτους 1975, ύστερα από πρόταση του βουλευτή Ν. Γαζή, δικαιολογούμενη από τον έγκριτο νομικό Γ.-Β. Μαγκάκη «ενόψει της ασταθείας ήτις εμφανίζεται εν τη νομολογιακή πρακτική περί του πότε η απόφασις είναι ειδικώς και πλήρως ητιολογημένη, πότε ουχί και πότε είναι ανεπαρκής» (βλ. Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος του 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής) προστέθηκε και η λέξη «εμπεριστατωμένως» στην παρ. 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος 1975.

Ωστόσο, ούτε και αυτή η προσθήκη φαίνεται να έχει αποδώσει την προσδοκώμενη ικανοποιητική αιτιολογία, αφού και κατά την Αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία πραγματοποιήθηκε το έτος 2001, προστέθηκε- ύστερα από σοβαρή κριτική της συνήθους αρνητικής πρακτικής των δικαστηρίων αναφορικά τόσον ως προς την παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον και ως προς την παράλειψη οποιασδήποτε μνείας της, έστω και συνοπτικά, κατά την απαγγελία της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση – στην αντίστοιχη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 93 εδάφιο με την εξής διατύπωση: « Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου», δηλαδή εκείνου που προβλέπει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι «ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση». Εδώ σημειώνεται πως ναι μεν δεν έχει ακόμα εκδοθεί ο αντίστοιχος εκτελεστικός νόμος (καθυστέρηση που βέβαια δεν σημαίνει πως ο κοινός νομοθέτης δεν αποδέχεται τη ρύθμιση, όπως εσφαλμένως εκτιμά ο Β. Ρήγας), ωστόσο όμως, προφανώς, η έμφαση του συνταγματικού νομοθέτη στην υποχρέωση παράθεσης σε κάθε δικαστική -και ιδίως καταδικαστική- απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας οφείλει να κατευθύνει τη νομολογία σε ανάλογες παραδοχές με την αποφυγή στερεότυπων διατυπώσεων, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν προσφέρουν τίποτε.

Έτσι, γίνεται συνήθως δεκτό, και ότι δεν απαιτείται η αναλυτική παράθεση των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων, αλλά αρκεί ο «κατ’ είδος» προσδιορισμός τους, ούτε κρίνεται αναγκαία η μνεία του τι προκύπτει από το καθένα ξεχωριστά χωριστά ή η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μερικά από αυτά, διότι με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. εντελώς ενδεικτικά ΑΠ 1060/2014, ΝοΒ 2015, 316 επ.).

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί – εκτός από την εύλογη παρατήρηση του Ν. Ανδρουλάκη (ό.α. σ. 75) για «κατάδηλα μηδενική» αιτιολογία- και η νομολογία του ΕΔΔΑ, που δέχεται ότι παραβιάζεται και το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να κατανοήσει την κρίση του δικαστηρίου για την καταδίκη του, εφόσον δεν παρατίθεται στην απόφαση πειστική αιτιολογία.

Επομένως, γίνεται φανερό ότι είναι αναγκαία η ρητή νομοθετική διατύπωση ενός ορισμού της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που να ανταποκρίνεται σε μια «πειστική» αιτιολογία, σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητη η παράθεση στην απόφαση των πραγματικών περιστατικών που φέρονται ως αποδειχθέντα, όλων των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου με την αντίστοιχη περαιτέρω αξιολογική επεξεργασία τους τόσο ξεχωριστά καθένα όσο και σε συσχέτιση μεταξύ τους, και, τέλος, το αποδεικτικό συμπέρασμα, που θα πρέπει να στηρίζεται σε εκείνα που κρίνονται πιο αξιόπιστα με λογική αντίκρουση όσων δεν θεωρούνται πως μπορούν να αμφισβητήσουν τις παραδοχές οι οποίες γίνονται τελικά δεκτές. Αναμφισβήτητα, η προτεινόμενη ρύθμιση φαίνεται να επιβαρύνει τους δικαστικούς λειτουργούς, ωστόσο είναι πλέον ανεπίτρεπτη η συνέχιση μιας πρακτικής, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και εμμέσως, όμως σαφώς, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

 

 

 

* Ομότιμος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου, Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών