Η κοινωφελής εργασία ως εναλλακτική ποινή

ΣΠΥΡΟΣ ΣΟΡΒΑΤΖΙΩΤΗΣ

 Η κοινωφελής εργασία

ως εναλλακτική ποινή

Σπυρος Σορβατζιωτης*

 

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η Ποινή Κοινωφελούς Εργασίας (Π.Κ.Ε) στα ευρωπαϊκά δικαιϊκά συστήματα εμφανίζεται στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο (Community Service Orders) από το έτος 1602 (Διάταγμα της Βασίλισσας) ως αυτοτελής ποινή, με την παροχή υπηρεσιών στο Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό για εγκλήματα μεσαίας βαρύτητας.

Το έτος 1972 εισάγεται στην ποινική νομοθεσία της Αγγλίας, ομοίως ως αυτοτελής ποινή και έκτοτε υιοθετείται από τα δικαιϊκά συστήματα και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είτε ως εναλλακτικός τρόπος έκτισης της ποινής, είτε ως αυτοτελής εναλλακτική της στερητικής της ελευθερίας ποινή.

Στην Ελλάδα τα αναθεωρητικά σχέδια του Ποινικού Νόμου των ετών 1924 και 1933 εισάγουν το σύστημα της «απεργασίας», σύμφωνα με το οποίο ο άπορος καταδικασθείς μπορούσε ν’ αποτίσει τη χρηματική ποινή με ελεύθερη εργασία.

Το σύστημα της απεργασίας θεωρητικά υπήρξε ο πρόδρομος της Π.Κ.Ε, η οποία τυποποιήθηκε για πρώτη φορά με τον νόμο 1941/1991. Η Π.Κ.Ε ενσωματώθηκε στις διατάξεις του άρθρου 82Π.Κ. περί μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών και προβλεπόταν ταυτόχρονα στο άρθρο 100Α Π.Κ. που έχει πλέον καταργηθεί (N. 3904/ 2010) και στο άρθρο 122 περ. ζ’ Π.Κ. για τα  αναμορφωτικά μέτρα των ανηλίκων.

ΦΥΣΗ ΤΗΣ Π.Κ.Ε

Η Π.Κ.Ε έχει επώδυνο, στιγματιστικό και ανταποδοτικό χαρακτήρα και ως τέτοια  είναι «ποινή».

Παρά τον χαρακτήρα αυτό, ο Έλληνας ποινικός νομοθέτης ουδέποτε της απέδωσε αυτοτέλεια, ήταν δε πάντοτε εναλλακτικός τρόπος έκτισης (diversion) της στερητικής της ελευθερίας ποινής για τον οικονομικά ασθενή. Eξαίρεση αυτού του κανόνα ωστόσο αποτέλεσε η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 6 Π.Κ., μετά την  τροποποίηση του νόμου 2408/1996 και έως την εκ νέου τροποποίηση της διάταξης με τον νόμο 3904/2010, όπου προβλεπόταν η Π.Κ.Ε σε ποινή φυλάκισης από δύο έως τρία έτη που δεν επιτρεπόταν η  μετατροπή σε χρηματική ποινή.

Σήμερα πλέον, μετά από μια σειρά τροποποιήσεων του άρθρου 82 Π.Κ. η Π.Κ.Ε συνιστά (ουσιαστικά) μετατροπή της χρηματικής ποινής με την έννοια ότι προκρίνεται από τον Έλληνα Νομοθέτη η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως έως πέντε έτη ή της συνολικής καταγνωσθείσας σε χρηματική ποινή και εντεύθεν εφόσον ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αυτή σε δόσεις, τότε και μόνον δύναται να αιτηθεί την Π.Κ.Ε. Η φύση έτσι της συγκεκριμένης ποινής ως μετατροπή άλλης επιβληθείσας, δεικνύει ότι η επιβολή της δεν στηρίζεται ευθέως στην στάθμιση της βαρύτητας του εγκλήματος.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Η εφαρμογή των διατάξεων πλέον της Π.Κ.Ε, αφορά μόνον τους οικονομικά ασθενείς, ήτοι αυτούς που δεν έχουν την δυνατότητα  να εξαγοράσουν την ποινή τους. Αυτοί αντίστοιχα ευρίσκονται στην δεινή θέση να εργάζονται πολλές φορές και με πλήρες ωράριο χωρίς αμοιβή έως και πέντε έτη, αφού γίνεται δεκτό ότι η παροχή κοινωφελούς εργασίας επιτρέπεται και επί καταγνώσεως συνολικής ποινής φυλακίσεως {Α.Π. 319/2001 ΑΡΧΝ/2002 (256), ΠΟΙΝΔ/ΝΗ/2001 (729), ΠΟΙΝΛΟΓ/2001 (1318), ΠΟΙΝΧΡ/2001 (980)} – κατ’ ανώτατο όριο δέκα έτη – ενώ ταυτόχρονα στερούνται της δυνατότητας κατά  τον χρόνο που εκτίουν την ποινή τους με  την Π.Κ.Ε να μπορούν να εργασθούν κάπου αλλού, ούτως ώστε να αποκερδαίνουν τα προς το ζην. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα ο θεσμός δεν εφαρμόζεται στον ελεύθερο χρόνο του καταδικασθέντα, όπως σε άλλα δικαιϊκά συστήματα στα οποία προβλέπεται  ότι η Π.Κ.Ε δεν επιτρέπεται να εκτελείται σε βάρος της κύριας εργασιακής απασχόλησης.

Έτσι ο θεσμός εξασθενεί και θέτει ουσιαστικά στο εργασιακό περιθώριο τον καταδικασθέντα, οδηγώντας τον αναπάντεχα στην ένδεια. Ο παρέχων κοινωφελή εργασία, εάν η οικογένειά του δεν δύναται να τον διαθρέψει, αδυνατεί να εξεύρει τα στοιχειώδη για να επιβιώσει.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις καταδικασθέντων οι οποίοι προτίμησαν, αντί να παρέχουν κοινωφελή εργασία να επιστρέψουν  ή να παραμείνουν στην φυλακή, είτε γιατί τους παρείχε κατάλυμα και φαγητό, είτε γιατί δεν υπέμειναν την εκμετάλλευση από τους εργοδότες, (διαμαρτυρίες για υπέρβαση του χρόνου εργασίας από παρέχοντες κοινωφελή εργασία, επί τη απειλή αναγγελίας στον Εισαγγελέα για πλημμελή παροχή της), καθώς η εφαρμογή του μέτρου της Υπηρεσίας Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, υλοποιήθηκε μεν, με την κανονιστική απόφαση 108842/03.12.1997, περί οργάνωσης της κοινωφελούς εργασίας, πλην όμως παρουσιάζει εν τοις πράγμασι διοικητικές δυσκολίες, αφού λειτουργούν υπηρεσίες μόνο σε δεκατέσσερα (14) πρωτοδικεία της χώρας.

Ο θεσμός όμως έτσι, αφενός αποδυναμώνεται, αφετέρου διευρύνει το χάσμα των κοινωνικών  τάξεων, καθώς ο οικονομικά εύρωστος καταδικασθείς δύναται πλέον να «εξαγοράσει» έως και δέκα έτη φυλάκισης (συνολική καταγνωσθείσα ποινή φυλάκισης κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 Π.Κ.) σε αντίθεση με τον δυσπραγούντα – άλλως τον μέσο Έλληνα πολίτη κατά γενική ομολογία, ενόψει της οικονομικής κατάστασης της χώρας- ο οποίος θα προτιμήσει να παραμείνει φυλακή, αντί να παρέχει κοινωφελή εργασία σε μια αντίστοιχη ποινή φυλάκισης. Τελικά η Π.Κ.Ε εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε (;) και αν η απάντηση είναι καταφατική, πως εξυπηρετείται η επανένταξη του καταδικασθέντα χωρίς την διατήρηση σταθερής επαγγελματικής απασχόλησης. Είναι προφανές ότι ο οικονομικά ασθενής καλείται να πληρώσει ακριβότερα την στερητική της ελευθερίας ποινή που του επιβλήθηκε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το δίκαιό μας οδηγείται στο παράδοξο να επιβάλει την βαρύτερη ποινή στους φτωχότερους πολίτες.

 Όλα αυτά ωστόσο οφείλουμε να τα δούμε υπό το γενικότερο πρίσμα της δημοσιονομικής πολιτικής της Ελλάδας, καθώς το Ελληνικό κράτος προκρίνει την εύρεση οικονομικών πόρων θέτοντας στο περιθώριο, κατά την γνώμη μου, τον ρόλο της ποινής κύριας ή παρεπόμενης. (βλ. Ν.4093/2012 αύξηση των ορίων μετατροπής της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική ποινή)

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Το ερώτημα που τίθεται ως ανωτέρω, δέον όπως απασχολήσει τον Έλληνα νομοθέτη, δεδομένου ότι η κοινωφελής εργασία προκειμένου να εξυπηρετήσει τον κύριο σκοπό της ποινής, θα ήταν προτιμότερο να εφαρμοσθεί ως κύρια (αυτοτελής) ποινή.

Προβληματισμοί σχετικά με την απαγόρευση του άρθρου 22 παρ. 3 του  Συντάγματος, «περί απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας» θα πρέπει σαφώς να μας απασχολήσουν, δέον όμως όπως τεθούν υπό το πρίσμα της αρχής της προσφορότητας, της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας που διέπουν αναντίρρητα την επιβολή της ποινής. Εξάλλου οι ανωτέρω αρχές εμπεριέχονται στην Συνταγματική αρχή της απαγόρευσης του υπέρμετρου που επιβάλει η «δίκαιη» ποινή.

 Η κοινωφελής εργασία ως αυτοτελής ποινή δύναται να εξυπηρετήσει πλήρως τον σκοπό της, ως εξατομικευμένη ποινή που ικανοποιεί της ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης για τις περιπτώσεις της μικρής και μεσαίας παραβατικότητας, εξαναγκάζοντας, κατά την κρίση πάντοτε του Έλληνα Δικαστή ακόμα και οικονομικά εύρωστους καταδικασθέντες να παρέχουν κοινωνική εργασία «θεραπεύοντας» με αυτό τον τρόπο το «κακό» που ίδιοι προκάλεσαν με τις άδικες πράξεις τους στην κοινωνία.

Έτσι θα  περιοριστεί το παράδοξο της «εξαγοράς» της ποινής που αποδυναμώνει έως εκμηδενίζει τον κύριο σκοπό της και υποβαθμίζει την συνολική ποινική διαδικασία μετατρέποντας τον Έλληνα Δικαστή σε εισπράκτορα.

Έτσι η κοινωφελής εργασία ως δυναμικός θεσμός θα λάβει την θέση που της αντιστοιχεί στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο  και δεν θα παραμένει μέτρο αποσυμφόρησης των σωφρονιστικών καταστημάτων από τους οικονομικά ασθενείς (7.300 κρατούμενοι στις Ελληνικές φυλακές το έτος 2013 χαρακτηρίζονται άποροι, ήτοι ποσοστό 60%).

Ειδική Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία:

Τζαννετάκη Τ. (1993), «Η εισαγωγή του θεσμού της παροχής κοινωφελούς εργασίας στην Ελλάδα. Μια θνησιγενής ποινή;» ΝοΒ Τα 41, 434, Αποστολίδου Α. (1998), Η μετατροπή της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και ειδικότερα η παροχή κοινωφελούς εργασίας», Υπερ. 1998, 19, Σπινέλλη Κ.Δ. (2000), «Η εναλλακτική ποινή της κοινωφελούς εργασίας στην Ελλάδα: Ένας θεσμός ανενεργός;» Εγκληματίες και θύματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 2000, 271, Ανδρέου Φ. (2000), «Η μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας», Yπερ. 2000, 651, Μαργαρίτης Μ. (2003) «Ποινικός Κώδικας ερμηνεία εφαρμογή» Π.Ν Σάκκουλας 2003, 200, Αδάμπας B. (2006), «Πότε το δικαστήριο παραλείπει να αποφανθεί περί της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής και -κατ’ επέκταση- είναι δυνατή η μετατροπή της τελευταίας σε αντίστοιχη παροχής κοινωφελούς εργασίας με απόφαση μεταγενέστερη εκείνης που επέβαλε την ποινή» ΠοινΔικ 2006, 463, Αναγνωστάκη Μ. (2010), «Η παροχή κοινωφελούς εργασίας: Κριτική αποτίμηση και πορίσματα έρευνας πεδίου», Τομέας Ποινικών Επιστημών Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Εγκληματολογικές Διεπιστημονικές προσεγγίσεις», Αντ.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2010, 495, Αναγνωστάκη Μ. (2013), «Εναλλακτικά μέτρα και ποινές στην Ελληνική έννομη τάξη υπό συγκριτικό πρίσμα», Τομέας Ποινικών Επιστημών, Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα–Κομοτηνή 2013, 1, Χαραλαμπάκης Α. (2014) «Ποινικός Κώδικας ερμηνεία κατ’ άρθρο» Νομική Βιβλιοθήκη 2014, 663.

* Δικηγόρος Πατρών.