Η κρίση ως ευκαιρία ανάδειξης
του εγκληματικού φαινομένου:
ο ρόλος του θύματος, τα αδιέξοδα
και οι προκλήσεις
ΒΙΚΥ ΒΛΑΧΟΥ*
Η κρίση την οποία διέρχεται η κοινωνία μας τα τελευταία χρόνια έχει ποικίλες προεκτάσεις στην προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου και στη γενικότερη αποτίμηση των επιμέρους πρωτοβουλιών σε επίπεδο ποινικής καταστολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το ανωτέρω φαινόμενο σε ένα αναμφισβήτητα υφεσιακό περιβάλλον. Με όποια μορφή κι αν γίνεται αντιληπτή η κρίση από το σημερινό πολίτη –οικονομική, κοινωνική, ηθική– επιφέρει πλήθος αρνητικών συνεπειών τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, μπορεί, ωστόσο, να αποτελέσει μία πρόσφορη ευκαιρία ανάδειξης των διαφόρων όψεων του εγκληματικού φαινομένου προς την κατεύθυνση της καλύτερης δυνατής αντιμετώπισής του. Ο ρόλος του θύματος μπορεί να καταστεί καθοριστικός σε αυτή την προσπάθεια, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες εξελίξεις σε διάφορους τομείς (π.χ. κοινωνικό, νομικό, ποινικό, ποινολογικό, εγκληματολογικό κ.α.), τις εμφανιζόμενες προκλήσεις σε διάφορα επίπεδα και αντιμετωπίζοντας τα αδιέξοδα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο και συχνά φαντάζουν ανυπέρβλητα. Αρωγοί σε αυτό το εγχείρημα μπορούν να καταστούν όλοι οι φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου (Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Σωφρονιστικά Καταστήματα), αλλά και του ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου, όπως η οικογένεια, το σχολείο, τα Μ.Μ.Ε., οι φίλοι, η κοινή γνώμη και ο πολίτης γενικότερα.
Η κρίση, η οποία ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, σήμερα έχει σαφώς πολλές όψεις. Η οικονομική διάσταση της κρίσης είναι άμεσα συνυφασμένη με ένα σύνολο ζητημάτων, όπως τα οικονομικά προβλήματα, η αύξηση συγκεκριμένων μορφών εγκλημάτων και ο σκοτεινός αριθμός εγκληματικότητας, λόγω κυρίως των μειωμένων καταγγελιών.[1] Η κοινωνική και η ηθική διάσταση της κρίσης συνδέονται με ποικίλα ζητήματα, όπως η μειωμένη εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και πολλές φορές και στα πρόσωπα που τους υπηρετούν, τα διαφορετικά και συχνά αντικρουόμενα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς, που παραπέμπουν σε «αξίες» που αναδεικνύουν τα υλικά αγαθά και το κέρδος σε κυρίαρχα στοιχεία της σύγχρονης ανταγωνιστικής κοινωνίας, με παράλληλο υποβιβασμό της ανθρωπιστικής παιδείας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η προαγωγή της υλικής και τεχνολογικής ανάπτυξης και η ταυτόχρονη υποβάθμιση της κλασσικής παιδείας αντανακλά το επίπεδο προόδου κάθε κοινωνίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ο προσανατολισμός της ανθρώπινης συμπεριφοράς στις αξίες και τις επιταγές της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας ευνοεί την ανάπτυξη της εγκληματικότητας και την εμφάνιση νέων μορφών εγκλημάτων, όπως το ηλεκτρονικό έγκλημα,[2] η εγκληματικότητα των επιχειρήσεων[3] κ.α.
Οι ανωτέρω είναι ενδεικτικά ορισμένες μόνο από τις διαστάσεις της κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Ωστόσο, η κρίση είναι δυνατόν να αποτελέσει μία ευκαιρία να επανεξετάσουμε το εγκληματικό φαινόμενο και τα επιμέρους στοιχεία του (κανόνα, παράβαση, κύρωση) και να αναδείξουμε τις επιμέρους όψεις και διαστάσεις του, με γνώμονα την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του, ενεργοποιώντας το ρόλο των θυμάτων, καθώς και των εν δυνάμει θυμάτων, υπερβαίνοντας τα συχνά εμφανιζόμενα αδιέξοδα. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα είναι δυνατόν να διαδραματίσουν οι σύγχρονες προκλήσεις σε νομοθετικό και κοινωνικό επίπεδο.
Α. Αναφορικά με τον κανόνα ή ποινικό νόμο, ως στοιχείο του εγκληματικού φαινομένου, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε ορισμένες επισημάνσεις στις σημερινές – επηρεασμένες από την κρίση – κοινωνίες:
α. το φαινόμενο της «νομικής πλημμυρίδας»[4] ως απόπειρα από την πλευρά του Κράτους να ρυθμίσει τα επιμέρους αναφυόμενα ζητήματα στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες δομές της κοινωνίας, με την ποικιλομορφία των σχέσεων που τις διέπει ως απόρροια της κοινωνικής πολυπλοκότητας και της επιτακτικής ανάγκης για εξειδίκευση, καθιστά τον πολίτη αντίθετο στην προαναφερόμενη ταχύτατα εξελισσόμενη διαδικασία παραγωγής των νόμων. Δημιουργείται η εντύπωση ότι ο επίσημος κοινωνικός έλεγχος επεκτείνεται σε βάρος του άτυπου, επιχειρώντας να παρεισφρήσει και να αναδείξει τυχόν αθέατες όψεις του εγκληματικού φαινομένου, οι οποίες θα μπορούσαν να τύχουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Η εξέλιξη αυτή ενισχύεται από τη συχνά παρατηρούμενη ασάφεια των κανόνων, τις επικαλύψεις και τις αντιφάσεις που τους χαρακτηρίζουν και τον γραφειοκρατικό ρόλο λειτουργίας του ποινικού συστήματος, ο οποίος συνεπάγεται καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και κατ’ επέκταση στην ικανοποίηση των θυμάτων και εν γένει των πολιτών. Αξίζει δε να υπογραμμισθεί ότι η γραφειοκρατική οργάνωση και λειτουργία του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με τη δύσκολη και ενίοτε δυσνόητη νομική γλώσσα και ορολογία,[5] συνιστούν εμπόδια κατά τη διαδικασία επικοινωνίας των θυμάτων με τους λειτουργούς και συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης προκειμένου να εκφράσουν τις αξιώσεις τους και να ασκήσουν τα δικαιώματά τους. Οι νομοθετικές και κυβερνητικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της απλοποίησης και της επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας, με γνώμονα την άμεση απόδοση του δικαίου και την ικανοποίηση των αναγκών των θυμάτων, συνιστούν ιδιαίτερα υποστηρικτικά μέτρα για την ανάδειξη του σύγχρονου εγκληματικού φαινομένου, λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο των θυμάτων και τις διεθνείς προκλήσεις σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής.
β. οι παράγοντες δημιουργίας των ποινικών νόμων δεν είναι πλήρως αντιληπτοί και κατανοητοί από τους πολίτες της σύγχρονης κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των θυμάτων, γεγονός το οποίο οφείλεται σε πληθώρα παραγόντων. Οι παράγοντες προσανατολισμού[6], που έχουν ως αφετηρία τους τις κυρίαρχες αξίες και την ιδεολογία και υποδεικνύουν την επιλογή της ιδεατής συμπεριφοράς από την πλευρά των κοινωνών, με παράλληλο σεβασμό στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (π.χ. της ζωής, της ελευθερίας κ.α.), δεν έχουν καταφέρει να πείσουν τους πολίτες και τα θύματα ότι λειτουργούν αποτελεσματικά στη διαδικασία παραγωγής των νόμων. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες προεκτάσεις της «νομικής πλημμυρίδας», καθιστά τα θύματα διστακτικά απέναντι στην προσφυγή στην ποινική δικαιοσύνη. Η επιλογή εναλλακτικών λύσεων αντιμετώπισης του εγκλήματος (π.χ. καθολική απραξία, ιδιωτική επίλυση, αυτοδικία κ.λ.π.), φαντάζει ως η πλέον επικρατέστερη κατάσταση, με συχνά ανεπανόρθωτες συνέπειες.
Αναφορικά με τους παράγοντες προσαρμογής, οι οποίοι καλούν το νομοθέτη να δημιουργήσει τον αντίστοιχο κανόνα δικαίου, προκειμένου να ανταποκριθεί στην επίλυση μιας νεοεμφανιζόμενης κατάστασης (π.χ. μιας κατάστασης αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων), ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με το εάν η δημιουργία του κανόνα συνιστά την πλέον ενδεδειγμένη λύση του προβλήματος, απαλλαγμένη από προσκόμματα που συνδέονται με τις αρνητικές συνέπειες της διαδικασίας δημιουργίας των κανόνων. Ερωτήματα, τα οποία ενισχύονται από την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων, που θα είχαν στη βάση τους την ενίσχυση του συλλογικού συμφέροντος έναντι του ατομικού, της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας και της συμμετοχής του θύματος στην αντεγκληματική πολιτική.
Β. Αναφορικά με το έγκλημα ή αλλιώς παράβαση, ως έτερο στοιχείο του εγκληματικού φαινομένου, οι θέσεις διαφόρων θεωρητικών θα μπορούσαν να μας φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στη ανάπτυξη των σχετικών επισημάνσεων και προβληματισμών.
Ειδικότερα, οι θέσεις του Durkheim αναφορικά με το έγκλημα ως κανονικό κοινωνικό φαινόμενο, ως «αναπόσπαστο μέρος όλων των κοινωνιών», το οποίο «αν και λυπηρό, είναι αναπόφευκτο» και «συνιστά παράγοντα δημόσιας υγείας»[7], που θα πρέπει να μας ανησυχεί (όπως και η ασθένεια) όταν λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας, αποδεικνύονται ιδιαίτερα επίκαιρες σήμερα. Το επίκαιρο των θέσεών του συνδέεται άμεσα με το συλλογισμό του ότι το έγκλημα θα λάβει διαστάσεις επιδημίας σε περιόδους κρίσεων. Το ερώτημα που αναφύεται στο συγκεκριμένο σημείο αφορά στο εάν η σημερινή κρίση από την οποία διέρχεται η χώρα μας, εντάσσεται στην έννοια και στο περιεχόμενο του όρου, έτσι όπως τον είχε αντιληφθεί αρχικά ο Durkheim.
Το έγκλημα ως αναπόφευκτο ή αναγκαίο φαινόμενο επιβεβαιώνεται καθώς, δεν έχει υπάρξει έως σήμερα κοινωνία χωρίς αυτό ούτε φαίνεται ότι θα υπάρξει ποτέ, δεδομένου ότι για να μπορούν όλοι οι πολίτες μιας κοινωνίας να υπακούουν στους ίδιους κανόνες και να μην τους παραβαίνουν, θα αναμέναμε να είχαν βιώσει τις ίδιες εμπειρίες, να βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση (οικονομική, κοινωνική κ.α.) και να είχαν την ίδια προσωπικότητα[8]. Εξέλιξη η οποία, όπως αντιλαμβανόμαστε, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις στις σύγχρονες κοινωνίες της κρίσης (συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής), δε φαίνεται να υιοθετούν την άποψη περί της αναγκαιότητας του εγκλήματος. Αντίθετα, τα θύματα αντιλαμβάνονται το έγκλημα ως αφύσικο και παθολογικό φαινόμενο, το οποίο οι ιθύνοντες πρέπει να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, όπως άλλωστε και την κρίση που συχνά έπεται της εμφάνισής του, άποψη με την οποία συντάσσεται και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Όσο ο στόχος της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του εγκλήματος δεν επιτυγχάνεται, τόσο τα θύματα και οι πολίτες γενικότερα παύουν να εμπιστεύονται σθεναρά το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, τα πρόσωπα που το υπηρετούν και ένα σύνολο θεσμών. Η έλλειψη εμπιστοσύνης συμπαρασύρει ένα σύνολο εξελίξεων και συχνά αδιεξόδων που καλείται να αντιμετωπίσει η Πολιτεία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η μειωμένη καταγγελία εγκληματικών συμπεριφορών, η αντίστοιχη αύξηση του σκοτεινού αριθμού εγκληματικότητας και η επιλογή εναλλακτικών της ποινικής αντιμετώπισης λύσεων όπως η ιδιωτική επίλυση, με συχνά σοβαρές συνέπειες για την κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό, ορατή είναι η αντιπαράθεση αντικρουόμενων απόψεων, εκείνων που διατείνονται υπέρ της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των πολιτών και εκείνων που υποστηρίζουν τα συμφέροντα των θυμάτων και συχνά τάσσονται υπέρ κατασταλτικών μορφών αντιμετώπισης του εγκλήματος. Η πόλωση που δημιουργείται στους κόλπους της κοινωνίας φαίνεται κατά καιρούς να δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία της και να συνοδεύεται από την εμφάνιση ρατσιστικών τάσεων, αλλά και από τη σταδιακή αύξηση των εγκλημάτων μίσους, καταστάσεις οι οποίες απαιτούν ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς και μεθοδικότητα από την πλευρά της Πολιτείας, προκειμένου να αντιμετωπισθούν με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες. Η ικανοποίηση των αναγκών των θυμάτων, η αποκατάσταση και η αποζημίωση αυτών, η πρόληψη της θυματοποίησης (πρωτογενούς και δευτερογενούς), η επανένταξη των εγκληματιών και η μείωση της υποτροπής, είναι ορισμένα από τα μέτρα που κινούνται προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης της έντασης μεταξύ θύματος και δράστη και έχουν στο επίκεντρο της παρέμβασής τους και τους δύο πρωταγωνιστές του εγκλήματος. Η επιτυχής υλοποίηση των ανωτέρω θα είχε θετικές επιρροές στο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει το θύμα στην αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, πιθανόν να συμβάλουν στο να απολέσει τον εκδικητικό ρόλο που ενίοτε εμφανίζει, ως συνέπεια της ανεπαρκούς προστασίας του από την Πολιτεία. Φυσικά, οι θετικές επιρροές θα επεκτείνονταν στο σύνολο της κοινωνίας και των πολιτών, καθώς θα ενισχυόταν η πεποίθηση περί της ικανότητας της Πολιτείας να διαχειρισθεί αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Ωστόσο, το έγκλημα δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να καταστεί χρήσιμο, με την έννοια ότι προετοιμάζει άμεσα ή έμμεσα, αναγκαίες αλλαγές σε ηθικό και νομικό επίπεδο, οι οποίες εκφράζουν τις κοινωνικές ανάγκες και τις τρέχουσες εξελίξεις και προκύπτουν μέσα από αυτές, άλλοτε ομαλά και αβίαστα, άλλοτε ως απόρροια αντιθέσεων και συγκρούσεων. Παράλληλα, ο Cohen έχει αναφερθεί και σε ορισμένες θετικές λειτουργίες της παρέκκλισης, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν κατά τρόπο θετικό στην εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων.[9] Ενδεικτικά αναφερόμαστε στις λειτουργίες που αναδεικνύονται όταν η παράβαση του κανόνα γίνεται αντιληπτή ως πράξη ενάντια στη γραφειοκρατία και όταν η παράβαση λειτουργεί κατά τρόπο ώστε να προλάβει τη γενικευμένη δυσαρέσκεια και ενδεχομένως την κοινωνική έκρηξη.
Προκειμένου να γίνουν αντιληπτές οι προαναφερόμενες θετικές λειτουργίες και η χρησιμότητα του εγκλήματος απαιτείται η ενίσχυση της συλλογικής συνείδησης των πολιτών και η προαγωγή του συλλογικού έναντι του ατομικού συμφέροντος. Ωστόσο, σε εποχές κρίσης είναι δύσκολο να επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος, καθώς τα επαυξημένα οικονομικά προβλήματα σε συνδυασμό με τη μειωμένη εμπιστοσύνη στους θεσμούς ωθούν τα θύματα αλλά και τους πολίτες γενικά στην προσέγγιση των προβλημάτων τους σε μικρο-επίπεδο, εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στο ατομικό φαινόμενο. Παράλληλα, γνωρίζοντας τις διαστάσεις της εμφανούς εγκληματικότητας στο σύνολο της κοινωνίας και επηρεασμένοι από το φόβο του εγκλήματος, υιοθετούν απόψεις και ιδεολογίες συχνά επικίνδυνες (π.χ. αυτοδικία, αυθόρμητες αντιδράσεις κ.α.). Συνεπώς διατυπώνεται η άποψη, η οποία συνηγορεί υπέρ της αντίληψης ότι, όπως στην Εγκληματολογία το εκάστοτε ερευνητικό αντικείμενο προσεγγίζεται και στα τρία επίπεδα ανάλυσης (μικρο-επίπεδο, μέσο-επίπεδο, μάκρο-επίπεδο),[10] το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και σε επίπεδο αντιμετώπισης από την πλευρά της Πολιτείας, με παράλληλη έμφαση και στα τρία είδη πρόληψης (πρωτογενή, δευτερογενή, τριτογενή). Ωστόσο, λόγω της πληθώρας των αναφυόμενων δυσχερειών (πρωτίστως οικονομικών), δίδεται έμφαση στην τριτογενή πρόληψη, η οποία στην πράξη υλοποιείται διαμέσου της καταστολής. Η ανεπάρκεια του αμιγώς κατασταλτικού συστήματος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το έγκλημα, μας προτρέπει να αναζητήσουμε και εναλλακτικές λύσεις[11], οι οποίες θα πρέπει να συμπορεύονται με την ποινική αντιμετώπιση.
Ο ποινικός ορισμός του εγκλήματος ως ανθρώπινης πράξης άδικης, καταλογιστής στο δράστη και αξιόποινης κατά το νόμο, δεν απεικονίζει επαρκώς τις διαστάσεις του εγκληματικού φαινομένου και δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που οι κοινωνοί και τα θύματα αντιλαμβάνονται ως έγκλημα. Επίσης, αρκετές βλαπτικές για την κοινωνία ανθρώπινες συμπεριφορές δε συνιστούν εγκλήματα. Σε απάντηση των ανωτέρω ζητημάτων ο εγκληματολογικός ορισμός του εγκλήματος επεχείρησε να αποδώσει διαφορετικά την έννοια και το περιεχόμενό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διάκριση μεταξύ φυσικών ή πραγματικών εγκλημάτων και συμβατικών που καθιέρωσε ο Garofalo. Κατά τον ίδιο, μόνο τα φυσικά θα έπρεπε να απασχολούν την Εγκληματολογία, καθώς συνιστούν βλαβερές πράξεις που προσβάλουν τα στοιχειώδη και απαραίτητα για την κοινωνική συμβίωση αισθήματα φιλαλληλίας (και συγκεκριμένα οίκτου και εντιμότητας) μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και εποχής[12]. Ωστόσο, και ο εν λόγω ορισμός, όπως και άλλοι μεταγενέστεροι (π.χ. του Ferri, του Sutherland κ.λ.π.) δημιουργούν επίσης ποικίλους προβληματισμούς σε σχέση με την κατανόηση και την εφαρμογή τους στις σύγχρονες κοινωνίες και με τα ζητήματα που ενυπάρχουν στο εσωτερικό τους (π.χ. γραφειοκρατικές δομές, ταχύτατα εξελισσόμενες κοινωνίες, αύξηση εγκληματικότητας, ποιοτική διαφοροποίηση του εγκλήματος, φόβος εγκλήματος κ.λ.π.). Μεταξύ άλλων, τα θύματα κυρίως, αλλά συχνά και οι πολίτες, αμφιταλαντεύονται μεταξύ νομικών και εγκληματολογικών ορισμών του εγκλήματος, διατυπώνουν ερωτήματα, ενστάσεις και επιχειρήματα, τα οποία δύναται να επηρεάσουν τόσο την απόφασή τους να καταγγείλουν ή όχι το έγκλημα[13] όσο και την επιλογή του εκάστοτε τρόπου αντιμετώπισής του. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αρμόδιοι φορείς πρέπει διαμέσου του έργου τους, να δώσουν πειστικές απαντήσεις στα υποβαλλόμενα ερωτήματα, ενθαρρύνοντας την καταγγελία των εγκλημάτων από τα θύματα, προοπτική η οποία θα συμβάλει θετικά στην χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής.
Γ. Αναφορικά με την κύρωση, ως συνέπεια της παράβασης του κανόνα, εγείρονται αρκετά σημαντικά ερωτήματα και εμφανίζονται αρκετές αγκυλώσεις. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε ορισμένα από αυτά, επιχειρώντας να προσεγγίσουμε τα αναφυόμενα ζητήματα και τις αιτιάσεις που σχετίζονται ή έχουν ως αφετηρία τους την κύρωση και ενισχύονται σε περίοδο κρίσης.
Αρχικά, επικρατεί κάποιας μορφής σύγχυση μεταξύ της αιτιολογίας και των σκοπών της ποινής τόσο από την πλευρά των θυμάτων, όσο και των πολιτών.[14] Παράλληλα το ζήτημα της αιτιολογίας της ποινής, απασχολεί το σύνολο της κοινωνίας και δημιουργεί αντιθέσεις μεταξύ των πολιτών σχετικά με το εάν η ποινή συνιστά αναγκαία συνέπεια του εγκλήματος, η οποία στην πράξη εμφανίζεται ως δικαστική ανταπόδοση κατά τον Kant ή αποτελεί εργαλείο κοινωνικής άμυνας.[15] Οι επιμέρους αναδυόμενες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις αντανακλούν τον τρόπο που οι πολίτες αντιλαμβάνονται εν γένει την ποινή, την αναγκαιότητα ύπαρξής της και τους σκοπούς της. Η ιδέα της ανταπόδοσης μέσω της ποινής φαίνεται να εκφράζει αρκετά θύματα, αλλά και εν δυνάμει θύματα, καθώς βρίσκονται σε αδιέξοδο, παρατηρώντας τις αυξητικές διαστάσεις της εμφανούς εγκληματικότητας και την ανεπάρκεια των καθ’ ύλην αρμοδίων φορέων να την ελέγξουν και να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Οι ανωτέρω αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις ενισχύονται σε κοινωνίες που διέρχονται κρίση, καθώς τα αναφυόμενα προβλήματα των πολιτών είναι ποικίλα, το έγκλημα λαμβάνει αυξητικές διαστάσεις και αλλάζουν τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, ενώ τα θύματα και οι πολίτες γενικότερα διακατέχονται ολοένα και περισσότερο από το φόβο του εγκλήματος[16].
Οι σκοποί της ποινής επίσης προβληματίζουν τους πολίτες και τα θύματα, διότι εμφανίζονται προσκόμματα στην επίτευξή τους. Ειδικότερα, η συγκράτηση του συνόλου από την τέλεση αξιόποινων πράξεων δε φαίνεται να επιτυγχάνεται για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι η ανυπαρξία βεβαιότητας επιβολής της ποινής, στοιχείο που αποτέλεσε πάγιο αίτημα από την εποχή του Beccaria και είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αποτρεπτική λειτουργία των ποινών.[17] Παράλληλα, στις σύγχρονες κοινωνίες δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στον εκφοβισμό, προκειμένου να επιτευχθεί η γενική πρόληψη και αισθητά λιγότερη έμφαση στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ως απόρροια της κρίσης αξιών και θεσμών.
Η ειδική πρόληψη δε συμβαδίζει με την προσπάθεια βελτίωσης και επανένταξης του εγκληματία, διότι πολλές από τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα καθιστούν ανέφικτη την πραγματοποίηση του ανωτέρω στόχου. Ενδεικτικά αναφερόμαστε σε ένα σύνολο ερευνητικών δεδομένων που αναδεικνύουν το ρόλο των στερητικών της ελευθερίας ποινών στην ενίσχυση της υποτροπής[18]. Ωστόσο, οι ανωτέρω ποινές τείνουν να αποτελούν την πλειοψηφία των επιβαλλόμενων ποινών σήμερα, μολονότι η αποτελεσματικότητά τους αμφισβητείται. Βέβαια, λόγω των δυσχερειών που ανακύπτουν στις σύγχρονες κοινωνίες (π.χ. οικονομικά αδιέξοδα, αύξηση εμφανούς εγκληματικότητας κ.λ.π.) τα θύματα συχνά επιζητούν την παραδειγματική τιμωρία των εγκληματιών, άποψη με την οποία φαίνεται να συμφωνεί και ένα τμήμα της κοινής γνώμης, λόγω της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου, που επιτείνεται σε κοινωνίες που διέρχονται κρίση.
Η απεγκληματοποίηση αρκετών ανθρώπινων συμπεριφορών και η εφαρμογή εναλλακτικών τρόπων ποινικής μεταχείρισης προτείνονται ως λύσεις που θα μπορούσαν να μας βγάλουν από την κρίση. Η χρηματική ποινή, η κοινωφελής εργασία, η αναστολή υπό επιτήρηση είναι ορισμένα από τα μέτρα που εξετάζονται και εφαρμόζονται.[19] Στον αντίποδα των ανωτέρω προτάσεων και επιχειρημάτων διατυπώνονται απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες ορισμένα από τα ανωτέρω μέτρα, όπως η υποχρεωτική αναστολή, εκλαμβάνονται από τα θύματα και τους πολίτες ως ατιμωρησία ή ανοχή, με αποτέλεσμα η διατύπωση θέσεων υπέρ της επαναφοράς αυστηρής κατασταλτικής νομοθεσίας και της ποινικοποίησης περισσότερων συμπεριφορών, να αποτελεί μία πραγματικότητα στις μέρες μας. Βέβαια, τέτοιου τύπου απαιτήσεις δε συνάδουν με τα σύγχρονα δεδομένα της εποχής (όπου π.χ. κυριαρχεί ο υπερκορεσμός στις φυλακές), ωστόσο πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα κάνουν το θύμα και τον πολίτη γενικότερα να ανακτήσει το απολεσθέν αίσθημα ασφάλειας. Τα μέτρα βέβαια αυτά θα πρέπει να προστατεύουν τα δικαιώματα όλων των πολιτών, επιτυγχάνοντας μία ισορροπία στην αντιμετώπιση δράστη και θύματος και εξομαλύνοντας τη μεταξύ τους σχέση.
Εν κατακλείδι, θα αναφερθούμε σε ορισμένα από τα μέτρα που μας έχουν απασχολήσει όλους και προβάλλουν ως προκλήσεις για περαιτέρω επεξεργασία και διερεύνηση στην προσπάθεια αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου.
Συγκεκριμένα:
- Η ανάδειξη της παιδευτικής λειτουργίας των νόμων.
- Η υλοποίηση από την πλευρά του νομοθέτη της πάγιας απαίτησης για νόμους σαφείς, πλήρως κατανοητούς από τα θύματα και τους πολίτες εν γένει και χωρίς επικαλύψεις.
- Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης ώστε να ελαχιστοποιηθεί η απόσταση από τη διάπραξη του εγκλήματος έως τη διεξαγωγή της δίκης. Η εξέλιξη αυτή θα ενίσχυε τον παιδευτικό ρόλο και την αποτρεπτική λειτουργία της ποινής και ταυτόχρονα θα ενθάρρυνε τα θύματα να καταγγέλλουν τις αξιόποινες πράξεις, καθώς θα αντιμετωπίζονταν ορισμένα χρόνια διαδικαστικά προσκόμματα (όπως το μεγάλο διάστημα αναμονής για τη διεξαγωγή της δίκης, η γραφειοκρατία κ.λ.π.).
- Κίνητρα από την πλευρά της πολιτείας για ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης και του εθελοντισμού σε διάφορους τομείς, ώστε να αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση δίχως να παρατηρείται έκπτωση στις παρεχόμενες υπηρεσίες ενός κράτους πρόνοιας και ταυτόχρονα να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να γίνει πραγματικότητα τόσο η κοινωνική επανένταξη του εγκληματία, όσο και η ικανοποίηση και η αποκατάσταση του θύματος.
- Διαφορετικός προσανατολισμός στη γενικότερη παιδεία των πολιτών προς την κατεύθυνση ενίσχυσης αξιών και προτύπων συμπεριφοράς παιδαγωγικού χαρακτήρα, τα οποία θα προάγουν το συλλογικό συμφέρον έναντι του ατομικού και θα επιχειρούν να αποδεσμεύσουν τα θύματα από θέσεις και πρακτικές που εξαίρουν τον τιμωρητικό και εκδικητικό χαρακτήρα του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και παραπέμπουν σε προγενέστερες εξοντωτικές και εκδικητικές ποινές.
- Αποποινικοποίηση και απεγκληματοποίηση συμπεριφορών υπό προϋποθέσεις και σε συμφωνία με τις τρέχουσες κοινωνικές εξελίξεις, χωρίς να αντιστρατεύεται το δικαίωμα των πολιτών για μία δίκαιη και ασφαλή κοινωνία, με εμφανή τον κίνδυνο ανεπιθύμητων εξελίξεων (π.χ. έξαρση αυτοδικίας).
- Δημιουργία δομών και εισαγωγή κινήτρων για καταγγελία των αξιόποινων πράξεων από τα θύματα, ώστε να χαραχθεί μια κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη αντεγκληματική πολιτική, η οποία θα προσεγγίζει τις πραγματικές διαστάσεις του εγκλήματος.
- Χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής με έμφαση στην πρόληψη του εγκλήματος.
Συμπερασματικά, τα όσα παρουσιάσθηκαν παραπάνω και όσα δεν αναπτύχθηκαν για λόγους, καθαρά πρακτικούς, ίσως μας επιτρέψουν να προσεγγίσουμε με μια διαφορετική και περισσότερο αισιόδοξη οπτική την κρίση, να αποτελέσουν μία ευκαιρία αναστοχασμού και επανεκτίμησης των δυσλειτουργιών που λαμβάνουν χώρα σε περιόδους σαν και αυτή που διανύουμε και να ανοίξει ο δρόμος προς την υιοθέτηση πρακτικών και λύσεων με γνώμονα την αντεγκληματική πολιτική και το ρόλο που θα πρέπει να επιτελέσει κάθε πολίτης για την επιτυχία της. Το σίγουρο είναι ότι η Κοινωνία και η Πολιτεία θα πρέπει να εμφυσήσουν στους πολίτες το αίσθημα εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
* Επίκουρη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τομέας Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
- Ειδικότερα για την περίπτωση της σωματικής βίας βλ. Β. Βλάχου, Η Αντιμετώπιση της Σωματικής Βίας κατά των Γυναικών από το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης, Εκδόσεις Έλλην, 2005, σ. 76, 77 κ.ε. και γενικότερα για τους παράγοντες μη καταγγελίας αξιόποινων πράξεων βλ. Χ. Ζαραφωνίτου, Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2004, σ. 265 κ .ε.
- Για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και την αντιμετώπισή του βλ. Ιακ. Φαρσεδάκη, «Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και η αντιμετώπισή του», στο Α. Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου (Διεύθυνση έκδοσης), Η Εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σ. 139-151.
- Για την οικονομική εγκληματικότητα βλ. Ιακ. Φαρσεδάκη, Στοιχεία Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2005, σ. 43, Ν. Κουράκη, Τα οικονομικά εγκλήματα, Αθήνα, Σάκκουλας, 1982 και ειδικότερα για την εγκληματικότητα των επιχειρήσεων βλ. Α. Πιτσελά, Η εγκληματολογική προσέγγιση του οικονομικού εγκλήματος, Σάκκουλας, 2010, σ. 95 επ..
- Βλ. σχετικά Ιακ. Φαρσεδάκη, 2005, ό. π. σ. 20.
- Βλ. Β. Βλάχου, ό. π. σ. 82.
- Βλ. σχετικά Ιακ. Φαρσεδάκη, 2005, ό. π. σ. 21 επ.
- Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984, σ. 32.
- Ιακ. Φαρσεδάκη, 2005, ό. π. σ. 23.
- Ιακ. Φαρσεδάκη, 2005, ό. π. σ. 25-6.
- Για τα επίπεδα ανάλυσης βλ. Χ. Ζαραφωνίτου, 2004, σ. 29-30.
- Βλ. Α. Μαγγανά, «Εναλλακτικές μορφές απονομής της ποινικής δικαιοσύνης», στο Ποινική Δικαιοσύνη, 3/2006.
- Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1984, ό. π. σ. 29-30 και Ιακ. Φαρσεδάκη, 2005, ό. π. σ. 51.
- Για τη διαδικασία λήψης της απόφασης βλ. Β. Βλάχου, 2005, ό. π. σ. 88 κ.ε. και γενικότερα για τους παράγοντες μη καταγγελίας αξιόποινων πράξεων βλ. Χ. Ζαραφωνίτου, 2004, ό. π. σ. 265 κ .ε.
- Ιακ. Φαρσεδάκη, 2005, ό. π. σ. 61.
- Ιακ. Φαρσεδάκη, ό. π.
- Ειδικότερα για το φόβο του εγκλήματος βλ. Χ. Ζαραφωνίτου, Τιμωρητικότητα. Σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σ. 99 κ.ε.
- Βλ. σχετικά Β. Βλάχου, Ιστορική επισκόπηση των εγκληματολογικών θεωριών κατά τον 19ο αιώνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 14-25.
- Βλ. Χ. Ζαραφωνίτου, 2004, ό. π. σ. 229 επ.
- 19. Ιακ. Φαρσεδάκη, 2005, ό. π. σ. 70.