Η κρίση ως ευκαιρία για τη χάραξη και υλοποίηση κοινωνικής αντεγκληματικής πολιτικής

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Μ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

 Η κρίση ως ευκαιρία για τη χάραξη και

υλοποίηση κοινωνικής

αντεγκληματικής πολιτικής

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Μ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ*

“Maybe criminologists, as well as all sorts of people working within the field of crime control, ought to seek new role-models. Instead of seeking advice from experts on how to wage a war, we should turn to experts on how to create a peace…we must not give advice in the wars against all sorts of unwanted behaviour. We must remain free to ask if the concept of war is appropriate for the operation, if alternatives exist, and particularly if the unwanted behaviour could be changed by means other than war. Our leading light – our role-model – in attempting to serve our societies should not be the believing patriot, but the traitor”.

Nils Christie

Suitable Enemies, 1986

  1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το έγκλημα, ως αναπόφευκτο κομμάτι του πολιτισμού μας και καθολικό κοινωνικό φαινόμενο[1] που παρατηρείται σε κάθε κοινωνία, είναι mala in se (κοινωνικό κακό)[2] και η πρόληψη του μας αφορά όλους[3]. Όπως η ανάγνωση του εγκληματικού φαινομένου δεν μπορεί να είναι μονο-παραγοντική, έτσι και η πολιτική για την αντιμετώπισή του, οφείλει να κινηθεί ταυτοχρόνως σε διαφορετικά επίπεδα και προς διαφορετικές κατευθύνσεις[4], λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι, αυτό που εν τέλει έχει σημασία στην πολιτική μας για την αντιμετώπισή του, είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει πριν αυτό κάνει την εμφάνιση του[5].

Οι μηχανισμοί του επίσημου και ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου βασίζονται στις δομές ισχύος και εξουσίας που επικρατούν στο εσωτερικό της κοινωνίας. Η δυναμική αυτής της ισχύος δημιουργεί, αναπτύσσει και, εν τέλει, ρυθμίζει την ίδια την λειτουργία των μηχανισμών αυτών. Η λειτουργία τους επιτρέπει την εγκαθίδρυση ή και την παράταση της δομής ισχύος – εξουσίας, με τους μηχανισμούς να λειτουργούν ως νομιμοποιητική απάντηση στις οικονομικο-πολιτικές δομές, που αυτή η ισχύς – εξουσία ελέγχει και εκφράζεται, μεταξύ άλλων, και με τον έλεγχο και την οργάνωση του χώρου, τον προσδιορισμό της έννοιας του και την ερμηνεία του, το επιτρεπτό ή απαγορευμένο στα πλαίσια του[6]. Η εξουσία ασκείται στο χώρο με διάφορους τρόπους, αλλά, τελικά, έχει τον ίδιο στόχο: τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων σε ένα σύστημα τάξεως επιβοηθητικό στην απόκτηση κέρδους και δύναμης, του οποίου τα αποτελέσματα είναι ορατά και αποτυπωμένα «στις χωρικές μορφές των πόλεων μας, οι οποίες γίνονται όλο και περισσότερο πόλεις οχυρωμένων θραυσμάτων, περιφραγμένων κοινοτήτων και ιδιωτικοποιημένων δημόσιων χώρων που βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση»[7]. Επιπρόσθετα, το ίδιο το εγκληματικό φαινόμενο, είναι συνυφασμένο με τη λειτουργία της κοινωνίας, επηρεάζει και επηρεάζεται από την τελευταία, έχοντας διεισδύσει στο σύνολο των μηχανισμών της, «ώστε α συνιστά μόνιμη παράμετρο και απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών που μοιάζουν εκ πρώτης όψεως άσχετοι με το φαινόμενο του εγκλήματος»[8]. Οι πολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις που σημειώνονται τον τελευταίο καιρό, η έντονη κινητικότητα πληθυσμών, η αύξηση της ανεργίας και ο συνεπακόλουθος κοινωνικός αποκλεισμός, έχουν επηρεάσει δραστικά και με αρνητικό πρόσημο τον κοινωνικό ιστό, όχι μόνον της χώρας μας, αλλά και ολόκληρου του Ευρωπαϊκού χώρου. Η επελθούσα απορρύθμιση των αγορών δημιούργησε μια κατάσταση που ξεφεύγει εκ των πραγμάτων από τον έλεγχο όχι μόνον των ανθρώπων της οικονομίας, αλλά και των ίδιων των εθνικών κυβερνήσεων και των υπερεθνικών διεθνών οργανισμών. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια περίοδο ανασφάλειας και αδυναμίας προβλέψεων, η οποία δεν περιορίζεται στη χρηματοοικονομική αστάθεια, αλλά σχετίζεται και με τη δίχως όρια επέκταση των μεγάλων, παγκόσμιων εγκληματικών δικτύων, που απλώνονται στις σφαίρες της οικονομίας και της πολιτικής[9].

Από την άλλη πλευρά, η πρόοδος της εγκληματολογικής γνώσης έγκειται κατά κύριο λόγο στην πρόταση διανοητικών πόρων και πρακτικών που θα συμβάλλουν στην ενστάλαξη δημοκρατικών διαδικασιών στην χάραξη και εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής[10]. Οι ίδιοι οι πολίτες δηλαδή, και κατά κύριο λόγο αυτοί που βρίσκονται στις κοινωνικο – οικονομικές ζώνες αποκλεισμού και βιώνουν τραυματικά την επελθούσα κοινωνικοοικονομική κρίση, θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν στην χάραξη και υλοποίηση της πολιτικής για την πρόληψη του εγκλήματος[11]. Άλλωστε αυτοί είναι και τα πρόσωπα των οποίων η ζωή επηρεάζεται στο μεγαλύτερο βαθμό από τις συνέπειες του εγκλήματος. Οι συγκρουσιακές καταστάσεις τους ανήκουν: είναι ιδιοκτησία τους[12]. Η πρόταση συνεπώς της «κοινωνικοποίησης των συγκρούσεων»[13], με σκοπό την ανασύνθεση και την υιοθέτηση μίας κοινωνικής αντεγκληματικής πολιτικής με διορατικό και τολμηρό χαρακτήρα, είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ επίκαιρη και υλοποιήσιμη, παρ’ όλες τις δυσκολίες που θα ανακύψουν, εξαιτίας, αφενός, της υφιστάμενης αποδυνάμωσης του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, της μεγάλης αποσταθεροποίησης των συνθηκών ζωής, της ενίσχυσης των ποινικο-κατασταλτικών μηχανισμών, και, αφετέρου, της «θολής» και ασαφούς εικόνας του κοινωνικού προσώπου της αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία θα πρέπει επιτέλους να αποκτήσει ευκρινές αλλά και ουσιαστικό περιεχόμενο. Η πρόκληση αυτή έχει να διαχειριστεί με επιτυχία, αφενός, την ρεαλιστική αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου με την πρόταση εφαρμογής προληπτικών κοινωνικών μέτρων και, αφετέρου, – ίσως και το δυσκολότερο – τον προσδιορισμό της μεθόδου συγκράτησης, μέσω πειστικής αντιρρητικής επιχειρηματολογίας, στις εισηγήσεις των διαθέσεων των κρατούντων για περισσότερη «τάξη και ασφάλεια»[14].

  1. ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Έχουμε καταστεί μάρτυρες αλλαγών στον τρόπο αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου στο σύνολο σχεδόν των δυτικών κοινωνιών[15]. Είναι ακριβώς αυτή η στρατηγική για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας που αντικατοπτρίζει με το πιο γλαφυρό τρόπο την ιστορικά διαμορφωμένη και προσδιορισμένη αντίληψη πολιτικής κουλτούρας και κοινωνικής αντίδρασης κάθε κοινωνίας στο έγκλημα. Μια αντίληψη που θα μπορούσε να λεχθεί ότι στηρίζεται ολοένα και λιγότερο στη θέση ότι το έγκλημα, ως προβληματική κατάσταση, κυοφορείται στα σπλάχνα της κοινωνίας και καθορίζεται πρωτίστως από κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους.

Η υπερ-παραγωγή της καταστολής δεν αποτελεί και ουδέποτε αποτέλεσε καλό οδηγό και σύμβουλο στη χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής. Οι Η.Π.Α. της «μηδενικής ανοχής»[16] για την επιβολή του «νόμου και της τάξης»[17], και η «τέλεια αστυνομευόμενη» ολοκληρωτική πόλη των Wilson και Kelling, μας υπόσχεται ουσιαστικά ανελευθερία. Η αμερικάνικη πόλη, που ενδιαφέρθηκε για τα «σπασμένα της παράθυρα», αποτελείται σήμερα από λιμοκτονούντα μαύρα γκέτο και προνομιούχους λευκούς θύλακες, είναι η πόλη των επιχειρήσεων εκκαθάρισης και ευπρεπισμού, δηλαδή εξόντωσης των φτωχών τμημάτων της[18], είναι μία πόλη νεκροταφείο της ελευθερίας, της κουλτούρας και του ανθρώπινου πνεύματος[19].

Το πρόβλημα της εγκληματικότητας απαιτεί για την αντιμετώπιση του ορθές κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, οι οποίες θα λειτουργούν ως η απαραίτητη αντίρροπη δύναμη στις ανασφάλειες που δημιουργούνται από τους κινδύνους που παράγει, παρακολουθεί και διαχειρίζεται η ίδια η κοινωνία[20]. Απαιτεί σεβασμό στις πρωτογενείς ανάγκες του Ανθρώπου και έχει για οδηγό της, την ουσιαστική λειτουργία των θεσμών και την προστασία του συστήματος εγγυήσεων και προστασίας του πολίτη.

Η πρόταση, διαμόρφωση, υιοθέτηση και πρακτική εφαρμογή μορφών συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής με κοινωνικό περιεχόμενο για την περίπτωση της χώρας μας, αποτελεί αναγκαιότητα. Η πρακτική όμως εφαρμογή μορφών κοινωνικής – συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής και η προβολή του συμμετοχικού προτύπου κοινωνικής πρόληψης της εγκληματικότητας, αν αναλογισθεί κανείς ότι η ελληνική αντεγκληματική πολιτική υιοθετεί σταδιακά χαρακτηριστικά που εντάσσονται στο πρότυπο της διατήρησης της τάξης και της ασφάλειας (“law and order maintenance model”) και στην πολιτική της μηδενικής ανοχής (“zero tolerance”)[21], είναι δύσκολο εγχείρημα. Αλλά ως εκ τούτο είναι και ελκυστικό[22].

Περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό, οικονομική ύφεση και ανεπάρκεια πόρων, διατήρηση της πολιτικής στήριξης του εγχειρήματος της κοινωνικής αντεγκληματικής πολιτικής και βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση πρακτικών εφαρμογής της, θα είναι οι κρίσιμοι ανασταλτικοί παράγοντες, που τόσο συχνά γίνεται η επίκληση τους, και είναι υπεύθυνοι για την εδραίωση μιας κοντόφθαλμης κατασταλτικής αντεγκληματικής πολιτικής που έχει αποτύχει.

Από την άλλη πλευρά όμως, όπως επανειλημμένα έχει αναδειχθεί από την εγκληματολογική έρευνα[23], η αντιμετώπιση της ανεργίας, της εισοδηματικής ανισότητας και της φτώχειας, η προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων δυσλειτουργίας μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, αποτελούν για τον πολίτη μέτρα πρώτης γραμμής για την αντιμετώπιση του προβλήματος της εγκληματικότητας. Η πολιτική κατά του εγκλήματος οφείλει να έχει προεξέχοντα κοινωνικό χαρακτήρα[24]. Μια αντεγκληματική πολιτική που με μακρόπνοο κοινωνικό σχεδιασμό, θα επανατοποθετεί το ζήτημα των επιλογών αντεγκληματικής πολιτικής και θα παρεμβαίνει προληπτικά μέσα στο ίδιο το πεδίο παραγωγής του αντικειμένου ενασχόλησής της, δηλαδή του εγκληματικού φαινομένου, μέσα στην ίδια την κοινωνία στην οποία ενυπάρχουν οι συνθήκες για την ανάπτυξη του, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια κεντρικής σημασίας βοήθεια για την βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Επίσης, μακρόπνοη πολιτική με κεντρικό άξονα την αποκέντρωση (πληθυσμιακή, διοικητική, βιομηχανική και εμπορική) και την ενίσχυση των φορέων και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, που θα αποτελεί το στέρεο έδαφος για την ανάπτυξη συμμετοχικών μορφών εγκληματοπροληπτικής πολιτικής. Οφείλουμε να επιμείνουμε στο ζήτημα του μακρόπνοου σχεδιασμού, διότι ο προτεινόμενος κοινωνικός αντεγκληματικός σχεδιασμός, βασισμένος στην φιλοσοφία της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής με επίκεντρο την τοπική κοινωνία, απαιτεί για την ευόδωση του εγχειρήματος, πρωτοβουλίες και δράσεις που πρέπει να καλλιεργηθούν μεθοδικά μέσα στους κόλπους της ίδιας της κοινότητας, σε στενή και ουσιαστική συνεργασία με τα μέλη της, και χωρίς καταστροφικές επισπεύσεις και   αναζητήσεις «γρήγορων» αποτελεσμάτων. Όπως άλλωστε εύστοχα έχει επισημανθεί, «η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος της εγκληματικότητας στη χώρα μας, προϋποθέτει αντίστοιχα ριζικές αλλαγές στον γενικότερο τρόπο ζωής μας και συνδέεται κυρίως με τη χάραξη και εφαρμογή μιας μακροπρόθεσμης αποτελεσματικής πολιτικής στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό τομέα»[25].

Τα πολλά και ποικίλα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα που εμφανίσθηκαν, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής προστασίας, η ελαστικοποίηση έως και αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων με λιγοστές και επισφαλείς θέσεις εργασίας, η εξάπλωση της κοινωνικής ανασφάλειας κ.ά., διευκολύνουν την ανάπτυξη, συσσώρευση και γιγάντωση μίας επικίνδυνης αρνητικής δυναμικής στους κόλπους της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Από την άποψη αυτή, η συγκρότηση και η λειτουργία επαρκών πολιτικών και κοινωνικών δομών προστασίας και διατήρησης του κεκτημένου της κοινωνικής ειρήνης και της κοινωνικής συνοχής[26], από κοινού με τα συμβατικά μέσα αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην διαμόρφωση ενός ευρύτερου προγράμματος πρόληψης του εγκληματικού φαινομένου, προσανατολισμένου στην αντιμετώπιση των πραγματικών συστημικών αιτιών της εγκληματικότητας. Για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, απαιτούνται, συνεπώς, κατά πρώτο λόγο κοινωνικές αλλαγές που είναι ικανές να οδηγήσουν σε έναν ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων.

  1. ΤΑ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ

Η αντεγκληματική πολιτική που προτείνεται είναι μία κοινωνική     αντεγκληματική πολιτική[27] με επαληθεύσιμο εμπειρικά, άρα και ελέγξιμο, περιεχόμενο, η οποία θα λειτουργεί συνεχώς και ως πεδίο κριτικού στοχασμού και αναδιάρθρωσης των κοινωνικών συγκρούσεων, με στόχο τον σχεδιασμό των κατάλληλων εκείνων και πολυδιάστατων στρατηγικών για την επίλυσή του, με γνώμονα το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου[28]. Μια αντεγκληματική πολιτική βασισμένη στις αρχές και τα ιδανικά του κοινωνικού κράτους, η οποία θα αυξάνει την επιρροή της συνιστώσας της κοινωνικής αλληλεγγύης και του επιπέδου της κοινωνικής προστασίας.

Πολεοδομική υποβάθμιση, έλλειψη συνοχής της παραγωγικής τάξης, υψηλά επίπεδα ανεργίας και ιδιαίτερα χαμηλά ημερομίσθια, υποαπασχόληση και παντελής έλλειψη της κοινωνικά απαραίτητης ισορροπίας στην κατανομή του εισοδήματος, περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και φτώχεια, ελλιπής παρακολούθηση της σχολικής εκπαίδευσης και ανεπαρκής προστασία της νεότητας, είναι και αυτά προβλήματα της αντεγκληματικής μας πολιτικής[29].

«Η νέα όμως αντεγκληματική πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται στο νομικό πληθωρισμό αλλά στην ενδυνάμωση της προστατευτικής / εγγυητικής κοινωνικής λειτουργίας της Πολιτείας (μέσω και της αναθεώρησης παγιωμένων κοινωνικών αντιλήψεων αλλά και της πολιτικής διαχείρισης). Ένα διαβουλευτικό μοντέλο (συνεργασία – συμμετοχή) είναι απαραίτητο»[30].

Η αντεγκληματική πολιτική, ως τμήμα της εν γένει κοινωνικής πολιτικής είναι αλληλένδετη με την αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας και την προώθηση της ιδέας της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας προϋποθέτει, πρωτίστως, την υιοθέτηση στρατηγικών και την λήψη μέτρων με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, τα οποία θα εγγραφούν σε ένα κώδικα κοινωνικής πολιτικής για την πρόληψη του εγκληματικού φαινομένου. Ο κοινωνικο – προληπτικός χαρακτήρας της ακολουθητέας αντεγκληματικής πολιτικής, χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα να καταστεί «αντέρεισμα για την παθητική φτώχεια και τις αναπαραστάσεις από τους κινδύνους που απορρέουν από τους αποκλεισμένους»[31], και να κατευθύνει την υπόθεση της πρόληψης του εγκλήματος σε δομικές απαντήσεις και λύσεις.

Το εγκληματικό φαινόμενο θα πρέπει συνεπώς να αποτελέσει αντικείμενο της κοινωνικής πολιτικής της Πολιτείας, η οποία με τους ποικίλους θεσμούς, δομές και φορείς υποστήριξης, θα διαμορφώσει μια κοινωνικο-οικονομική στρατηγική για την διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης στη βάση δύο θεμελιωδών προαπαιτούμενων για την επιτυχή πρόληψη του εγκλήματος: την υλοποίηση της πρόληψης, μέσα από μία πολυτομεακή ανάγνωση και προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου και την συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στις δράσεις πρόληψης. Ο προγραμματισμός και ο συνεχής έλεγχος υλοποίησης του βαθμού της εφαρμογής της αντεγκληματικής πολιτικής, ο συντονισμός, η συλλογικότητα, η συν-αντίληψη και η κοινή προσπάθεια στην προώθηση της, η νομοθετική παρέμβαση, όταν αυτή κρίνεται απαραίτητη, και η κινητοποίηση και συμμετοχή του πολίτη στη χάραξη και εφαρμογή της, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν μία σύγχρονη, ορθή, αξιόπιστη και αποτελεσματική αντεγκληματική πολιτική, εδραζόμενη σε μία συνδυαστική πολυεπίπεδη στρατηγική κοινοτικής ανάπτυξης.

Απαραίτητη κρίνεται συνεπώς η διατύπωση της πρό(σ)κλησης για επένδυση στον Άνθρωπο και η επίλυση των προβλημάτων που προκαλεί το κοινωνικό-πολιτικό φαινόμενο της πολυδιάστατης αποστέρησης που τραυματίζει και την ίδια την ποιότητα της Δημοκρατίας. Ο ανασχεδιασμός και η βελτίωση της ζωής στις πόλεις μας, η εκπαίδευση των νέων ανθρώπων, η καταπολέμηση της φτώχειας, η αναδιανομή πλούτου και εισοδήματος με στόχο την μεγαλύτερη δυνατή κοινωνικο – οικονομική δικαιοσύνη, μπορούν να δράσουν εγκληματοπροληπτικά, τουλάχιστον όσον αφορά τις προβληματικές καταστάσεις, που γεννά η φτώχεια και η ανέχεια. Ως άμεσα μέτρα θα αναφέρουμε την δημιουργία και αποτελεσματική εφαρμογή προγραμμάτων για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την εξασφάλιση εργασιακής ειρήνης και τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων που επηρεάζουν τους δείκτες της εγκληματικότητας και που έχουν να κάνουν με την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, την γενναία αύξηση των κοινωνικών και εν γένει των δημόσιων δαπανών με έμφαση την παιδεία, την διάδοση της γνώσης και την προστασία της νεότητας, την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων κοινωνικής συνοχής που δημιουργούνται στο κοινωνικο-οικονομικό αστικό περιβάλλον, την χρηματοδοτική και οργανωτική ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, την παροχή δυνατοτήτων οικονομικής και κοινωνικής ανόδου στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, την ανάληψη ουσιαστικών δράσεων για την καταπολέμηση της ανεργίας, της φτώχειας και του αποκλεισμού και τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης.

Επίσης, η υιοθέτηση και η εφαρμογή μορφών συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής[32], όπως είναι για παράδειγμα τα ΤοΣΠΕ[33] ή σε επίπεδο αστυνόμευσης ο «Αστυνομικός της Γειτονιάς», είναι δυνατόν να οδηγήσουν βαθμιαία σε μια συνολική αποδυνάμωση του κυρίαρχου σήμερα συγκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο και μια επάνοδο στην ιδέα του κοινοτισμού, δηλαδή την πολιτική παράδοση στην οποία η τοπική κοινότητα κατέχει κεντρικό ρόλο και είναι έντονα τα στοιχεία της κοινωνικής κοινοτικής πρόνοιας, ακόμα και όταν αυτή λαμβάνει τη μορφή της πρόληψης του εγκλήματος και της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της. Το πρότυπο της πρόληψης του εγκλήματος με επίκεντρο της τοπική κοινωνία (community centered crime prevention) και η φιλοσοφία της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, έχει δώσει επιτυχή εγκληματοπροληπτικά αποτελέσματα στις χώρες όπου εφαρμόσθηκε[34]. Η ενίσχυση μορφών συλλογικής δράσης και η υλοποίηση πρακτικών που βασίζονται στις αρχές της κοινωνικής οικολογίας, η καλλιέργεια του κοινοτικού δεσμού και η επανεκτίμηση της αξίας της συλλογικότητας στη δημόσια ζωή, μπορούν να θέσουν φραγμό στην πρόθεση να μετατραπεί ο πολίτης, παθητικός θεατής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Για την περίπτωση της χώρας μας προ-απαιτείται μελέτη, εντατικός σχεδιασμός, συνεχής προσπάθεια, αδιάπτωτη ένταση και, ασφαλώς, πολιτική θέληση και στήριξη, ώστε οι κατευθύνσεις και οι αρχές της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής με επίκεντρο την τοπική κοινωνία, να προσαρμοσθούν σωστά στην ελληνική πραγματικότητα και να αποτελέσουν το κεντρικό στοιχείο μιας νέας ολοκληρωμένης αντεγκληματικής πολιτικής ρεαλιστικής, υλοποιήσιμης και με την προοπτική της διάρκειας[35]. Θα πρέπει, για αυτόν τον λόγο, να διαμορφωθούν οι κοινωνικές εκείνες δυναμικές που θα είναι σε θέση να αναπτύξουν την κοινωνική ευθύνη και την κοινωνική συμμετοχή στον αγώνα κατά της εγκληματικότητας, με την μετάβαση σε ένα συμμετοχικό πρότυπο αντεγκληματικής κοινωνική πολιτικής, δηλαδή μια προληπτική κοινωνική πολιτική προσαρμοσμένη στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων.

  1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Η αντεγκληματική πολιτική μίας χώρας οφείλει να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα οργάνωσης της κοινωνίας της και όχι το αντίστροφο: να προσπαθούμε να προσαρμόσουμε δηλαδή την «πραγματικότητα» στο πρότυπο αντεγκληματικής πολιτικής που «επί χάρτου» σχεδιάσαμε. Κατά την χάραξη μιας σύγχρονης και ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής αναφύονται προβλήματα, οι λύσεις των οποίων τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο άλλοτε βραχυπρόθεσμης και άλλοτε μακροπρόθεσμης προοπτικής. Η πρόταση μας για χάραξη κοινωνικής προληπτικής αντεγκληματικής πολιτικής με επίκεντρο την τοπική κοινωνία, εντάσσεται στη λύση μιας μακροπρόθεσμης προοπτικής[36]. Η κοινωνική αντεγκληματική πολιτική προληπτικού χαρακτήρα αποτελεί, κατά την άποψη μας, την καταλληλότερη και την περιεκτικότερη πολιτική για την πρόληψη του εγκλήματος, ενώ η συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική αναδεικνύει τον εγγυητικό και σταθεροποιητικό της ρόλο στις κοινωνικές σχέσεις και καταστάσεις που παρουσιάζουν προβλήματα.

Στις δεδομένες διεθνείς κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, που χαρακτηρίζονται, αφενός, από την υποχώρηση του Κράτους Πρόνοιας, και, αφετέρου, από την προσφορά μέτρων και πολιτικών σχεδίων συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής[37], ο εγκληματολόγος οφείλει με ρεαλιστικές προτάσεις, χωρίς ιδεοληψίες, δογματικές ακαμψίες και εν θερμώ αξιολογήσεις, να συμβάλλει στην διαμόρφωση του απαραίτητου πλαισίου – «δείκτη πορείας», ώστε οι προϋποθέσεις άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής στη χώρα μας να μην είναι προσχηματικές, υποκριτικές και εν τέλει μη εφαρμόσιμες[38]. Υπαρκτός άλλωστε είναι ο κίνδυνος αφενός οι πρακτικές κοινοτικής πρόληψης του εγκλήματος να ενταχθούν σε μια λογική κρυπτοκατασταλτικής πρόληψης και μηδενικής ανοχής και, αφετέρου, ο κοινωνικός έλεγχος να υποβαθμισθεί απλώς σε ένα προ-στάδιο της τιμωρητικής λειτουργίας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, μέσα από διαδικασίες επιτήρησης και καταχώρησης ανεπιθύμητων τμημάτων του πληθυσμού[39].

Συμπερασματικά, θα διατυπώναμε την θέση ότι η προσπάθεια χάραξης και υλοποίησης μίας ορθολογικής και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν αυτή η ίδια δεν αποτελέσει τμήμα-μέρος μίας ευρύτερης ορθολογικής κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής, που δεν θα λειτουργεί όμως με όρους κοινωνικού κράτους «γραφειοκρατικής φιλανθρωπίας», αλλά θα τολμήσει και την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και των αρχών της σε τοπικό επίπεδο[40]. Το εγκληματικό φαινόμενο, αυτό τουλάχιστον που εμφανίζεται με τις μορφές της μικρής και μεσαίας βαρύτητας εγκληματικότητας, θα πρέπει να αποτελέσει πραγματικά αντικείμενο της κοινωνικής πολιτικής της ελληνικής Πολιτείας, με τους ποικίλους θεσμούς, δομές και φορείς υποστήριξης των πολιτών.

Η αντεγκληματική πολιτική είναι μέσο και όχι σκοπός. Η Πολιτεία και μέσω της αντεγκληματικής πολιτικής της, οφείλει να επιτελεί εγγυητικό ρόλο στο ζήτημα της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης, να απαλείφει τις ανισότητες και να μετριάζει τις υπερβολές ενός καπιταλισμού που τον ενδιαφέρει αποκλειστικά το κέρδος. Η εφαρμογή του πρότυπου του Κράτους Πρόνοιας δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις βασικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία, αλλά είχε καταφέρει να ενσωματώσει την πλειοψηφία των ανθρώπων στους κόλπους της οργανωμένης κοινωνίας και να αποτρέψει κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής. Επειδή «το μέλλον το δημιουργούμε, δεν το προβλέπουμε»[41], η εγκληματολογία της «ειρήνευσης» και ο «ειρηνοποιός» εγκληματολόγος[42] ίσως αποτελεί την λύση του προβλήματος της πρόκλησης της υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, που απειλούνται σήμερα να καταστούν «γράμμα κενό περιεχομένου», και να βρούμε τον δρόμο μας προς μια αντεγκληματική κοινωνική πολιτική. Μια προληπτική του εγκλήματος κοινωνική πολιτική, βασισμένη στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, στην ενίσχυση της αυτορρυθμιστικής ικανότητας της κοινωνίας[43] για την αντιμετώπιση προβληματικών καταστάσεων, την διατήρηση και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, την υιοθέτηση δραστικών πολιτικών κοινωνικής ανάπτυξης και, τέλος, την χάραξη και υλοποίηση μιας οικονομικής πολιτικής, που θα στηρίζεται στους άξονες της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Η νέα αρχιτεκτονική της αντεγκληματικής μας πολιτικής, πρέπει να έχει ως κύριο στόχο τον κοινωνικό της ρόλο, την πολύμορφη άνοδο της κοινωνικής πρωτοβουλίας στη χάραξη και υλοποίησή της και, τέλος, την ενίσχυση συλλογικών μορφών δράσεων και πρακτικών που συντείνουν, αφενός στην διασφάλιση και προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου και, αφετέρου, στην προώθηση των κοινών συμφερόντων[44]. Είναι η κατάλληλη, συνεπώς, στιγμή, να θυμηθούμε επιτέλους τον επικλητικό στίχο του ποιητή: «ελάτε να στερέψουμε τις άγριες ανάγκες»[45].

* Δ.Ν., MA in Criminology.

  1. Αλεξιάδης, Σ. (1989). Εγκληματολογία. 3η έκδ., Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 37 επ.
  2. Μανωλεδάκης, Ι. (2005). Παγκόσμια Εξουσία και Νομικός Πολιτισμός, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 5. Κουράκης, Ν. (2005). Εγκληματολογικοί Ορίζοντες. Τόμος Α’: Ιστορική και θεωρητική προσέγγιση, σ. 53, 55 επ.
  3. Κουράκης, Ν. (1998). «Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα» ΠοινΔικ 3, σ. 244. Κουράκης, Ν. (2005). Εγκληματολογικοί Ορίζοντες. Τόμος Β’: Πραγματολογική προσέγγιση και επιμέρους ζητήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 15.
  4. Φαρσεδάκης, Ι. (1998). «Η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου», ΠοινΔικ 3, σ. 236.
  5. Αλεξιάδης, Σ. (1994). «Αντεγκληματική πολιτική: Προσεγγίσεις και προβληματισμοί» στο Ν. Κουράκης (επιμ.) Αντεγκληματική Πολιτική, σ. 32. Τσήτσουρα, Α. (1997). «Συμπεράσματα» στο Α. Τσήτσουρα (επιμ.) Αντεγκληματική Πολιτική και Δικαιώματα του Ανθρώπου, σ. 196. Κουράκης, Ν. (1998). «Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα», ό.π., σ. 243. Πανούσης, Γ. (2001). «Θεωρία του Χάους και Εγκληματολογία» ΠοινΔικ 4, σ. 405.
  6. Sothcott, K. (1996). Dangerous Places – The Battle against Crime within the Post – Fordist City, London: Centre for Criminology, School of Social Science, Middlesex University, σ. 1.
  7. Harvey, D. (2012). Εξεγερμένες Πόλεις – Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης. Μετάφραση: Κατερίνα Χαλμούκου. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ, σ. 56.
  8. de Maillard, J. (1996). Εγκλήματα και Νόμοι. Μετάφραση Ελένη Σπαθανά. Αθήνα: Εκδόσεις Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη, σελ 29.
  9. de Maillard, J. (2001). Le marché fait sa loi [Η αγορά φτιάχνει τους δικούς της νόμους], Mille et Une Nuits. Αλεξιάδης, Σ. (2010). Τα οικονομικά του εγκλήματος. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 212 επ.
  10. Young, J. (1995). “The Rising Demand for Law and Order and our Maginot Lines of Defense against Crime” in J. Mooney and J. Young (eds.) Introducing Criminology, Centre for Criminology, School of Sociology and Social Policy, Middlesex University, σ. 101. Christie, N. (1998). “Between Civility and State” σε V. Ruggiero, N. South and I. Taylor (eds.) The New European Criminology. London and New York: Routledge Publications, σ. 119-124.
  11. Η εμπειρία της θυματοποίησης αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο όταν αυτή λαμβάνει χώρα στις «ζώνες του αποκλεισμού» (zones of exclusion), στις περιοχές δηλαδή εκείνες που καταλαμβάνονται από τα φτωχά και περιθωριοποιημένα στρώματα του πληθυσμού, βλ. Silbey, D. (1996). Geographies of Exclusion. London: Routledge.
  12. Christie, N. (1977). “Conflicts as property”, The British Journal of Criminology, 17 (1), σ. 1-15. Lea, J. (1992). “The Analysis of Crime” in J. Young and R. Matthews (eds.) Rethinking Criminology: The Realist Debate. London: Sage Publications, σ. 86-87.
  13. Roche, S. (2002). Tolerance Zero? Incivilities et insecurité, ed. Odile Jacob, Paris, αναφ. στο Καλογερόπουλος, Δ. (2005). Συνειδητοποιήσεις σε σχέση με τη διαχείριση του Εγκληματικού Ζητήματος, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 92. Βλ. επίσης Michalowski, R. J. (1977). “Perspective and Paradigm – Structuring Criminological Thought” σε R. F. Meier (ed.) Theory in Criminology – Contemporary Views. London, σ. 17-39.
  14. Φαρσεδάκης, Ιακ. (1998). «Η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου» ΠοινΔικ 3, σ. 236-237. Κουράκης, Ν. (2001). «Το έγκλημα και οι εγκληματολογικές επιστήμες στον 21ο αιώνα» Ποινικός Λόγος, 3, σ. 801-803. Τσήτσουρα, Α. (2003). «Εγκληματικότητα και αντεγκληματική πολιτική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» στο Α. Μαγγανά (εκδ. επιμ.) Τιμητικός Τόμος για την Αλίκη Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου, Δικαιώματα του Ανθρώπου / Έγκλημα – Αντεγκληματική Πολιτική. Τόμος Β’, σ. 1413 επ. Μανωλεδάκης, Ι. (2005). Παγκόσμια Εξουσία και Νομικός Πολιτισμός, όπου και η διαπίστωση (σ. 117) ότι «η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολουθώντας πιστά την αμερικανική πολιτική, αντί να αντιμετωπίσει την αυξημένη εγκληματικότητα με κοινωνικά μέτρα-αντίδοτο στους κοινωνικούς λόγους που τη γέννησαν επιστράτευσε το ποινικό δίκαιο ως εύκολο και δραστικό μέσο καταστολής του εγκλήματος». Κουράκης, Ν., Σταθουλοπούλου, Ε. (2007). «Προβλήματα υποτροπής νεαρών υποτροπών» στο Γεωργούλας Στ. (επιμ.) Η Εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα. Τιμητικός Τόμος για τον Στέργιο Αλεξιάδη, σ. 46.
  15. Garland, D. (2000). “Cultures of High Crime Societies”, British Journal of Criminology, Vol. 40, No. 3. Κουράκης, Ν. (2009). Ποινική Καταστολή. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 404 επ.
  16. Αντωνοπούλου, Α. (2010). Σύγχρονες τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής – Η πολιτική της μηδενικής ανοχής και τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 73 επ.
  17. Μανωλεδάκης, Ι. (2005). Παγκόσμια Εξουσία και Νομικός Πολιτισμός, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ.75 επ.
  18. Πανούσης, Γ. (2002). Το έγκλημα του φτωχού & η φτώχεια ως ‘έγκλημα’» Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
  19. Bookchin, M. (1979). Τα όρια της πόλης, μτφ. Γιώργος Νταλιάνης, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, σ. 11.
  20. Πανούσης, Γ. (2003). Η Εγκληματολογία στην εποχή της αβεβαιότητας – Χάος, Διακινδύνευση & Έγκλημα, Εγκληματολογικά, 25, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
  21. Ζαραφωνίτου, Χ. (2004). «Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου: Ποινικοποίηση των ‘αντικοινωνικοτήτων’ και της ‘αταξίας’. Ποινικός Λόγος. Ιούλιος- Αύγουστος, τ. 4, Έτος Δ’, σ. 2056.
  22. Πανούσης, Γ. (2004). «Υπουργεία Ελευθεριών; Προτάσεις για μεταρρυθμίσεις στο υπουργείο Δημ. Τάξης» Τα Νέα, 3-3-2004, σ. Ν06, όπου εύστοχα υπογραμμίζεται «Ίσως είναι πολύ αισιόδοξο να περιμένει κανείς είτε να ‘επανιδρυθεί το κράτος’ μέσω της αλλαγής ρόλου των αστυνομικών είτε να δοκιμαστεί ‘η συμμετοχική δημοκρατία’ στο πεδίο της αντεγκληματικής πολιτικής. Στα δύσκολα όμως φαίνονται οι καπετάνιοι».
  23. Βλ. αντί πολλών Σπινέλλη, Κ.Δ (1982). Η Γενική Πρόληψη των Εγκλημάτων, Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 297-298.
  24. Παππάς, Β. (1970). «Η Κοινωνική Άμυνα ως Ποινική το Πρώτον Θεωρία» Ποινικά Χρονικά, Τόμος ΙΗ’, σ. 589. Παππάς, Β. (1986). Το Ποινικό Πρόβλημα, Αθήνα: Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, § 128, σ. 215. Αλεξιάδης, Σ. (1989). Εγκληματολογία, Έκδοση 3η, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 413 επ. Βουγιούκας, Κ. (1990). (επιμ.) «Ελάχιστο Πρόγραμμα της Διεθνούς Εταιρείας Κοινωνικής Αμύνης» Ενημερωτικό Δελτίο, 7/21, Τεύχος αφιερωμένο στη μνήμη του καθηγητού Marc Ancel, επίτιμου Προέδρου της Διεθνούς Εταιρείας Κοινωνικής Αμύνης, Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Εταιρίας Κοινωνικής Αμύνης, Ιούλιος – Δεκέμβριος 1990, σ. 48. Christie, N. (1998). “Between Civility and State” σε V. Ruggiero, N. South and I. Taylor (eds.) The New European Criminology. London and New York: Routledge Publications, σ. 119-124. Πανούσης, Γ. (2002). Η Ποιητική του Φυλακισμένου Χώρου, Εγκληματολογικά, 20, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 21.
  25. Κουράκης, Ν. (1998). «Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα», ό.π., σ. 242.
  26. 26. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ε. (2003). «Πρόληψη του Εγκλήματος στις Τοπικές Κοινωνίες» Εισήγηση σε ημερίδα που διοργάνωσε το Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης Εγκληματικότητα του Δήμου Θέρμης», Θέρμη, 6.4.2003, σ. 4 επ.
  27. Αλεξιάδης, Σ. (2004). Εγκληματολογία. Δ’ Έκδοση. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 282 επ. Καραγιαννίδης, Χ. (2011). Προς μια συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 387 επ.
  28. Baratta, A. (1989). «Η Κριτική Προοπτική στην Εγκληματολογία». Μτφ. Στυλ. Παπαγεωργίου-Γονατά. Ελληνική Δικαιοσύνη. Τόμος 30ος, Σεπτέμβριος, σ. 1124.
  29. Κουράκης, Ν. (1998). ό.π., σ.242.
  30. Πανούσης, Γ. (2003). Η Εγκληματολογία στην εποχή της αβεβαιότητας – Χάος, Διακινδύνευση & Έγκλημα, Εγκληματολογικά, 25, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 68.
  31. Πανούσης, Γ. (2005). «Πρόληψη στην πόλη: Μας αφορά όλους» πρόλογος στο Σπύρος Ξένος (επιμ.) Εγκληματικότητα στο Δήμο Ζακυνθίων, Εγκληματο-Λογικά 30, Αθήνα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 15.
  32. Αλεξιάδης, Σ. (2004). Εγκληματολογία, ό.π., σ. 290 επ.
  33. Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Εγκληματικότητας, ήδη Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας (ΤοΣ ΠΠα). Κουράκης, Ν. (2006). «Η συμμετοχή των πολιτών στην αντιμετώπιση του εγκλήματος και τα τοπικά συμβούλια πρόληψης της παραβατικότητας» σε Νέστωρ Κουράκης (επιμ.) Για να νιώθουμε ασφαλείς μέσα σε μια κοινωνία ενεργών πολιτών. Πρακτικό εγχειρίδιο για τη νόμιμη προστασία του πολίτη από την καθημερινή παραβατικότητα. Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 7-16.
  34. Καραγιαννίδης, Χ. (2014). «Ο θεσμός των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης της Παραβατικότητας – Προβλήματα και Προοπτικές από την εφαρμογή του στην Ελλάδα», Μεταδιδακτορική Έρευνα στα πλαίσια του προγράμματος «Υποτροφίες Αριστείας 2012» της Επιτροπής Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (αδημ.)
  35. Πανούσης, Γ. (2004). «Υπουργεία Ελευθεριών; Προτάσεις για μεταρρυθμίσεις στο υπουργείο Δημ. Τάξης», ό.π., σ. Ν06.
  36. Καϊάφα-Γκμπάντι, Μ. (2011). «Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη» σε Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι / Cornelius Prittwitz (επιμ.) Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 63-64.
  37. Πανούσης, Γ. (2005). «Πρόληψη στην πόλη: Μας αφορά όλους», ό.π., σ. 17.
  38. Πανούσης, Γ. (1998). «Η Ευρώπη και οι Νέες Μορφές Εγκλήματος», Ρεύματα. τ. 1ο, Ιούλιος – Αύγουστος, σ. 146-153. Κουράκης, Ν. (2000). «Ο μετέωρος ρόλος του εγκληματολόγου στη χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής» στο Ν. Κουράκης (επιμ.) Αντεγκληματική Πολιτική ΙΙ. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 157-162. Κουράκης, Ν. (2005). Εγκληματολογικοί Ορίζοντες. Α’: Ιστορική και θεωρητική προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 141-147.
  39. Έτσι σε Πανούσης, Γ. (2005). «Πρόληψη στην πόλη: Μας αφορά όλους», ό.π., σ. 13.
  40. Κουράκης, Ν. (1988). «Σκέψεις για το πρόβλημα της σύγχρονης τρομοκρατίας» Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 1, σ. 131, όπου και η επισήμανση ότι το δημοκρατικό πολίτευμα «από τη φύση του προϋποθέτει ηπιότητα και μετριοπάθεια».
  41. 41. Τσούκα, Χ.Κ. (2002). «Το ήθος της διαψευσιμότητας» Οικονομικός Ταχυδρόμος. 21 Δεκεμβρίου 2002, σ. 46.
  42. 42. Pepinsky, H. and Quinney, R. (1991). Criminology as Peacemaking. Bloomington: Indiana University Press. Πρβλ. de Maillard, J. (1996). Εγκλήματα και Νόμοι. Μετάφραση Ελένη Σπαθανά. Αθήνα: Εκδόσεις Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη, σ. 61 «Εγκληματολογία… αυτή η ξεχωριστή επιστήμη είναι ταυτόχρονα πρόκληση και ανάγκη».
  43. Marcuse, H. (1970). An Essay on Liberation. Boston: Beacon Press.
  44. Σπινέλλη, Κ. (2014). Εγκληματολογία – Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 300.
  45. Νίκος Καρούζος, Ο Λυτρωτής, 1949.