Η μοντελοποίηση της διαδραστικότητας
γενεσιουργών παραγόντων
νεανικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς
στην Κύπρο: μια εμπειρική μελέτη
871 μαθητών Γυμνασίου
Ανδρεας Καπαρδης*/Γιωργοσ Σπανουδης** /
Κωνσταντινα Καπαρδη*** / Μαρια Κωνσταντινου****
Εισαγωγή
Το έγκλημα γενικότερα και η νεανική αντικοινωνική συμπεριφορά ειδικότερα είναι κοινωνικά φαινόμενα που απασχολούν το παγκόσμιο. Οι αρχές του 20ου αιώνα και η Σχολή του Σικάγο αποτέλεσαν την έναρξη της ενασχόλησης των εγκληματολόγων με το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας, αντικοινωνικής και εγκληματικής συμπεριφοράς. Τα τρία αυτά φαινόμενα εφάπτονται μεν, αλλά δεν είναι συνώνυμα. Το παρόν κεφάλαιο αναφέρεται στην εφηβική αντικοινωνική και εγκληματική συμπεριφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν περιλαμβάνει το βόρειο μέρος της Κύπρου που κατέχεται από τον Τουρκικό στρατό από το 1974.
Τα τελευταία περίπου 30 χρόνια, χώρες όπως οι Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και η Ολλανδία εφάρμοσαν πολιτικές σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, με στόχο την πρόληψη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς (βλ. Jonkman et al., 2012, Oesterle et al., 2012, Shader, 2003). Στις χώρες αυτές, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στους παράγοντες κινδύνου (risk factors) και στους προστατευτικούς παράγοντες (protective factors), με τους ερευνητές να επικεντρώνονται στον εντοπισμό των πιο πάνω παραγόντων σε προβληματικές συμπεριφορές εφήβων, όπως το κάπνισμα, το σκασιαρχείο, την κατάχρηση αλκοόλ, κατάχρηση παράνομων ουσιών εξάρτησης και στην εφηβική αντικοινωνική συμπεριφορά γενικά και εγκληματική συμπεριφορά ειδικά. Επίσης, οι ερευνητές ανέπτυξαν παρεμβατικά προγράμματα για να μειώσουν της επίδραση των παραγόντων κινδύνου και να προλάβουν τις προβληματικές συμπεριφορές στους εφήβους και έτσι να μειώσουν σημαντικά το κόστος στην κοινωνία και, κατ’ επέκταση, να σώσουν τα ανήλικα άτομα από την υιοθέτηση μιας εγκληματικής καριέρας (Farrington and Welsh, 2007; Hawkins, Van Horn and Arthur, 2004), που αυτό κατά τον Hawkins και τους συνεργάτες του, αποτελεί την ουσία της επιστήμης της πρόληψης (σ. 213).
Για την αποσαφήνιση των όρων παράγοντες κινδύνου και προστατευτικοί παράγοντες, οι παράγοντες κινδύνου αναφέρονται σε μεταβλητές που μπορούν να προβλέψουν μια υψηλή πιθανότητα για παραβατικότητα αλλά δεν είναι υποχρεωτικά η αιτία για υιοθέτηση αντικοινωνικής συμπεριφοράς (Farrington & Ttofi, 2012: 72). Οι προστατευτικοί παράγοντες έχουν πάρει διάφορους ορισμούς. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται ως οι μεταβλητές που προβλέπουν χαμηλή πιθανότητα για παραβατικότητα (White, Moffitt and Silva, 1989). Για άλλους, οι προστατευτικοί παράγοντες είναι μεταβλητές που αλληλεπιδρούν με τους παράγοντες κινδύνου και εξουδετερώνουν τις επιδράσεις τους (Rutter, 1987) ενώ για κάποιους άλλους αποτελεί μεταβλητή που προβλέπει χαμηλή πιθανότητα παραβατικότητας ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας υψηλού κινδύνου (Werner & Smith, 1982).
Η αντικοινωνική συμπεριφορά στην Κύπρο
Όπως προαναφέρθηκε, το φαινόμενο της νεανικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς είναι ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο. Έτσι, το κοινωνικό αυτό φαινόμενο δεν θα μπορούσε να προσπεράσει την Κύπρο, στην οποία άρχισε να πρωτογίνεται αντικείμενο μελέτης την δεκαετία του 1980. Η έρευνα για την αντικοινωνική συμπεριφορά εφήβων, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων κινδύνου και των προστατευτικών παραγόντων, πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 (Kapardis, 1983, 1985ab, 1986). Την δεκαετία του 1990 εντεύθεν ο αριθμός τέτοιων μελετών αυξήθηκε σημαντικά αλλά η μέγιστη πλειοψηφία τους είναι αδημοσίευτες.
Σε γενικές γραμμές, στην Κύπρο το ποσοστό εγκληματικότητας με βάση την αναλογία του πληθυσμού της χώρας δεν καταλαμβάνει μεγάλα ποσοστά σε σύγκριση με άλλες χώρες, χωρίς αυτό να αποτελεί εφησυχαστικό γεγονός (Cyprus Barometer, 2006). Συγκεκριμένα, ο Aebi και οι συνεργάτες του (2014: 32) στο European Sourcebook of Crime and Criminal Statistics αναφέρονται στο έτος 2010, όπου το σύνολο των εγκληματικών πράξεων για κάθε 100,000 άτομα ήταν 1024 για την Κύπρο, ενώ στην Μάλτα ήταν 3679 και την Ιταλία 4960.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι εξετάζοντας τις στατιστικές της Αστυνομίας Κύπρου σχετικά με το σοβαρό έγκλημα, παρατηρείται αύξηση από το 1981 στη συχνότητα εκδήλωσης εγκλημάτων όπως ανθρωποκτονία και απόπειρα φόνου, εμπρησμός, ληστεία, εκβιασμός, ναρκωτικά, πρόκληση κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία με εκρηκτικές ύλες, διάρρηξη και κλοπή καθώς και στα οικονομικά εγκλήματα.
Σχετικό νομοθετικό πλαίσιο
Στην Κύπρο υπάρχουν διάφοροι ορισμοί στο νομοθετικό πλαίσιο που αναφέρονται στον όρο «νέος». Ο περί Αδικοπραγούντων Ανηλίκων Νόμος (Κεφ. 157), ορίζει ως παιδί «άτομο κάτω των 14 ετών» και ως νεαρό άτομο, άτομο που είναι μεγαλύτερο των 14 ετών αλλά μικρότερο των 16 ετών. Ο περί Παίδων Νόμος (Κεφ. 352) ορίζει ως παιδί άτομο κάτω των 18 ετών.
Παράλληλα, ο Ποινικός Κώδικας (Κεφ. 154) αναφέρει ότι «όποιος έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη». Το όριο αυτό αυξήθηκε από 10 σε 14, με τον Τροποποιητικό Νόμο 18(Ι)/2006. Σήμερα, άτομα μέχρι την ηλικία των 16 ετών είναι ποινικά υπεύθυνα αλλά αντιμετωπίζονται με βάση τον περί Αδικοπραγούντων Ανηλίκων Νόμο.
Η παράγραφος 63 στον περί Παίδων Νόμο (Κεφ. 352) αναφέρεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ένα άτομο κάτω των 16 ετών μπορεί να θεωρείται ως παιδί που έχει ανάγκη φροντίδας και προστασίας. Η παράγραφος 64 του ίδιου Νόμου, αναφέρει ότι αν το Δικαστήριο Ανηλίκων ικανοποιηθεί ότι το παιδί που έχει ενώπιον του είναι άτομο που χρήζει φροντίδας και προστασίας, μπορεί να λάβει μια σειρά από μέτρα που είναι προς όφελος του παιδιού.
Ο περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμος του 1996 (Nόμος 46(I)/1996), ίσως αποτελεί την πιο σημαντική μεταρρύθμιση που έγινε στο θέμα μεταχείρισης των νεαρών ατόμων. Ο Νόμος αυτός παρέχει ένα ευρύ φάσμα μέτρων, όπως το διάταγμα κηδεμονίας που μπορεί να συνδυαστεί με το διάταγμα κοινοτικής εργασίας ή την εκπαίδευση, την επιτήρηση με όρους ή άλλες εναλλακτικές ποινές.
Μελέτες αυτό-αναφοράς για τη νεανική αντικοινωνική συμπεριφορά στην Κύπρο
Όπως αναφέρθηκε στην Εισαγωγή, οι μελέτες για την νεανική αντικοινωνική συμπεριφορά στην Κύπρο ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1980 (βλ. Kapardis, 1983, 1985a, 1985b, 1986). Στο Kapardis, 1985a αναφέρεται μελέτη που εκπονήθηκε για την Αναμορφωτική Σχολή της Λάμπουσας, ενώ το 1986 ο ίδιος ερευνητής ασχολήθηκε με τη μελέτη των νεαρών ατόμων που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά, αναφέρονται στην αστυνομία, καταγράφονται και διερευνούνται ως υπαρκτά ποινικά αδικήματα. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά σε κάποιες γνωστές τοπικά μελέτες που έγιναν στην Κύπρο (βλ. Kapardis, 2010, 2013).
Οι Peristianis, Michaelidou και Makridis (1995) μελέτησαν 450 άτομα ηλικίας 14 μέχρι 21 χρονών και βρήκαν ότι η πιο κοινή μορφή βίας ήταν ο καβγάς σε δημόσιο χώρο. Στη μελέτη Papadopoulos και συνεργάτες (2000) που έγινε με 1.327 άτομα ηλικίας 13 μέχρι 16 ετών, αναφέρεται ότι 59% είχαν παραβεί το νόμο καταναλώνοντας αλκοόλ και 1% έκανε χρήση παράνομων ουσιών (όπως κοκαΐνη, ηρωίνη, έκσταση).
Οι Kokkinos και Panayiotou (2002), χρησιμοποίησαν ψυχολογικά τεστ και ερωτηματολόγια για να εξετάσουν τη συσχέτιση της επιθετικής και βίαιης συμπεριφοράς 202 ατόμων, ηλικίας 11 μέχρι 15 ετών, σε ένα αστικό και ένα αγροτικό σχολείο της Λευκωσίας. Η έρευνα έδειξε ότι άτομα που ήταν τόσο θύτες όσο και θύματα βίας παρουσίασαν σοβαρής μορφή ψυχοπαθολογία, ή διαταραγμένη συμπεριφορά και η χαμηλή αυτοεκτίμηση προέβλεπαν εκφοβιστική συμπεριφορά (bullying behaviour), ενώ αυτοί που χαρακτηρίζονταν από oppositional defiance είχαν σημαντική στατιστική πιθανότητα να ήταν θύμα εκφοβισμού. Σημαντικό αναφοράς στο σημείο αυτό είναι το συμπέρασμα των Farrington & Ttofi (2012) οι οποίοι τονίζουν ότι ο σχολικός εκφοβισμός συσχετίζεται με την εκδήλωση εγκληματικής δραστηριότητας μέχρι και έξι χρόνια μετά, ενώ τα θύματα σχολικού εκφοβισμού μπορεί να παρουσιάσουν κατάθλιψη μέχρι και επτά χρόνια αργότερα.
Οι Papadopoulos και Konstantinopoulos (2005), μελέτησαν δείγμα 915 μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και βρήκαν ότι το 5% έκανε χρήση παράνομων ουσιών. Σε μια άλλη μελέτη με δείγμα 960 μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 14-18 ετών και 400 ατόμων ηλικίας 18 με 21 ετών, το Intercollege Research and Development Centre (2004) διαπίστωσε ότι το 44% οδηγούσαν μοτοποδήλατο χωρίς άδεια, 38% των μαθητών κατανάλωσαν αλκοόλ σε σημείο μέθης, 37% χρησιμοποίησαν βία σε συμμαθητές τους, 19% προκάλεσαν ζημιά σε περιουσία και 13% μετέφερε μαχαίρι στο σχολείο.
Σε μια μελέτη που στόχευε δασκάλους δημόσιων σχολείων, ο Alambritis (2007) βρήκε ότι 12.4% των δασκάλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είχαν βιώσει σωματική βλάβη, 50% δέχτηκαν λεκτικές επιθέσεις και 9.6% σκόπιμα δέχθηκαν εσκεμμένο σπρώξιμο από μαθητές. Μόνο το 40% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι θα παρέμβαιναν για να διακόψουν ένα καβγά μεταξύ μαθητών στο σχολικό χώρο.
Το Νοέμβριο του 2011, ο Kapardis (αδημοσίευτη μελέτη) μελέτησε δείγμα 392 μαθητών δευτεροβάθμιου σχολείου στη Λευκωσία, ηλικίας 12 με 15 ετών. Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει την άποψη των Fagan, Hawkins και Catalano (2008), με βάση την οποία για την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου που οφείλονται σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, όσο και στο σχολικό περιβάλλον και το περιβάλλον της κοινότητας και οδηγούν στην εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στα πολυ-επίπεδα προγράμματα πρόληψης (multiple-level prevention programmes).
Έρευνα των Kapardis και Poyiadjis (2012) αναφέρεται στα χαρακτηριστικά των ατόμων που εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Η μελέτη περιελάμβανε 50 νεαρά άτομα που οδηγήθηκαν στο δικαστήριο και μια ομάδα ελέγχου από ιδιωτικό σχολείο, χρησιμοποιώντας το εργαλείο EARN. Τα άτομα που οδηγήθηκαν στο δικαστήριο παρουσίαζαν, μεταξύ άλλων, χαμηλή σχολική επίδοση, υψηλά επίπεδα παρορμητικότητας, χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης και έλλειψη τύψεων, υπερκινητικότητα, ιστορικό βίας και επιθετικότητας, συναναστρoφή με συνομήλικους που παρουσίαζαν αντικοινωνική συμπεριφορά και έλλειψη ισχυρών δεσμών με την οικογένεια και το σχολείο.
Σε μια άλλη έρευνα που διεξήχθη στην Κύπρο (2nd International Self-reported Delinquency Study – ISRD-2) με αντιπροσωπευτικό στρωματοποιημένο δείγμα 2500 παιδιών από 16 γυμνάσια (Kapardis, 2010, Kapardis, 2013), γίνεται επίσης αναφορά στα χαρακτηριστικά των νεαρών ατόμων που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Όσον αφορά σοβαρές μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, τη σχέση των παιδιών με την οικογένεια και τη σχέση τους με το σχολείο τους εντοπίστηκαν μικρά μεν ποσοστά αλλά ανησυχητικά δεδομένης της έλλειψης αποτελεσματικών παρεμβατικών προγραμμάτων στη Μέση Εκπαίδευση και την οικογένεια στη Κύπρο που έχει ως αποτέλεσμα ένα ποσοστό τέτοιων ατόμων να αναφέρεται στην αστυνομία με όλα τα συνεπακόλουθα.
Τα άτομα που παρουσίασαν αντικοινωνική συμπεριφορά δήλωσαν ότι: (α) έχουν συχνές νυχτερινές εξόδους, (β) δεν περνούν χρόνο με τους γονείς τους αλλά με παρέα φίλων που αποτελείται από τέσσερα ή περισσότερα άτομα, (γ) δεν τους αρέσει το σχολείο και δεν διαβάζουν βιβλία, (δ) συναναστρέφονται με συνομήλικους τους που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά, (ε) η παρέα τους αποτελείται από άτομα και των δύο φύλων και κάνουν κλίκα, και (στ) διαπράττουν αδικήματα και προβαίνουν σε αντικοινωνικές πράξεις στον ελεύθερο τους χρόνο. Τα σημεία β, δ, ε και στ μπορούν να προβλέψουν ότι το ανήλικο άτομο θα κάνει κατάχρηση αλκοόλ, χρήση παράνομων ουσιών ή θα φύγει από το σχολείο χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών του.
Σε μια άλλη πρωτοποριακή έρευνα, η Papacosta-Sismani (2009) μελέτησε την αντικοινωνική συμπεριφορά στις γυναίκες. Το δείγμα της αποτέλεσαν 119 μαθήτριες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ηλικίας 12 με 15 ετών. Το 10-11% ανέφερε σοβαρό άγχος, θυμό, μετα-τραυματικό σύνδρομο συμπτωματολογίας και κατάθλιψη, ενώ το 2% ανέφερε ότι εμπλέκεται σε σοβαρές πράξεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Με τη μέθοδο της ομάδας εστίασης (focus group), συμπέρανε ότι παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς αποτελούν τα προβλήματα στην οικογένεια, η έλλειψη επικοινωνίας, τα μαθησιακά προβλήματα, η επιρροή από τους συνομήλικους με αντικοινωνική συμπεριφορά, η εμπειρία τραυματικών γεγονότων και το αρνητικό ψυχο-εκπαιδευτικό κλίμα στο σχολείο.
Σχολική έρευνα του προγράμματος Κοινότητες που Nοιάζονται / Communities that Care στην Κύπρο
Την πενταετία 2007 με 2012, διεξήχθη έρευνα σε τρία γυμνάσια στη Λευκωσία στα πλαίσια του παρεμβατικού προληπτικού προγράμματος Κοινότητες που Νοιάζονται/ Communities that Care (CTC). Στην έρευνα συμμετείχαν τρία γυμνάσια: Λατσιά, Αγλαντζιά και το περιφερειακό γυμνάσιο Κλήρου. Σκοπός της έρευνας ήταν ο εντοπισμός των παραγόντων κινδύνου και των προστατευτικών παραγόντων και η σχέση που έχουν με την εκδήλωση νεανικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Η έρευνα διερεύνησε τους παράγοντες κινδύνου και τους προστατευτικούς παράγοντες, στο επίπεδο της τοπικής κοινότητας, του σχολείου, της οικογένειας, των συνομηλίκων και του ίδιου του ατόμου, καθώς και της υγείας και της συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης της κατάχρησης ουσιών εξάρτησης, της βίας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς (Arthur et al., 2002).
Μεθοδολογία
Μετά από εξασφάλιση γραπτής συγκατάθεσης από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου για τη διεξαγωγή της έρευνας στα σχολεία, δόθηκαν σε 871 μαθητές γυμνασίου ηλικίας 12 με 15 ετών, δομημένα ερωτηματολόγια που αποτελούνταν από 112 ερωτήσεις. Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια σχολικής περιόδου και υπό την επιτήρηση δασκάλων και των ερευνητών. Ο χρόνος που δόθηκε στους μαθητές ήταν αρκετός για τη συμπλήρωση όλων των ερωτήσεων. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων έγινε με το πρόγραμμα στατιστικής επεξεργασίας SPSS.
Ανάλυση δεδομένων
Η μελέτη χρησιμοποίησε το cross–sectional design και δομικά μοντέλα εξισώσεων (Structural Equation Modeling), για την ανάλυση των σχέσεων των μεταβλητών του ερωτηματολογίου του CTC (Βλ. Hu & Bentler, 1999, Steiger, 1990). Αρχικά, έγινε μέτρηση στα συνοπτικά στατιστικά στοιχεία και τις δισδιάστατες συσχετίσεις. Στη συνέχεια, δοκιμάστηκαν τα δομικά μοντέλα εξισώσεων εξετάζοντας τις άμεσες επιδράσεις των παραγόντων κινδύνου και των προστατευτικών παραγόντων στις εγκληματικές δραστηριότητες. Η έκταση της εγκληματικής δραστηριότητας των νέων μετρήθηκε χρησιμοποιώντας έντεκα δείκτες παραβατικότητας: 1) σύλληψη από την αστυνομία, 2) μεταφορά μαχαιριού στο σχολείο, 3) ηλικία που δοκίμασε για πρώτη φορά δυνατό αλκοολούχο ποτό, 4) πώληση παράνομων ναρκωτικών ουσιών, 5) κλοπή οχήματος, 6) επίθεση εναντίον κάποιου και πρόθεση να προκαλέσει σωματική βλάβη, 7) το άτομο να είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών στο σχολείο, 8) διακίνηση ναρκωτικών στο σχολείο, 9) κλοπή αντικειμένων αξίας που υπερβαίνει τα 10 ευρώ, 10) πρόκληση κακόβουλης ζημιάς στην περιουσία κάποιου και 11) εάν πήρε αντικείμενα από κατάστημα χωρίς να τα πληρώσει και με σκοπό να μη τα επιστρέψει, δηλαδή κλοπή
Αποτελέσματα
Παράγοντες κινδύνου και προστατευτικοί παράγοντες στο ατομικό, οικογενειακό, σχολικό και τοπικό (δηλαδή γειτονιά) επίπεδο βρέθηκαν να συνδέονται με το αλκοόλ, την κατάχρηση ουσιών και την εγκληματική δραστηριότητα. Κάποιοι προστατευτικοί παράγοντες βρέθηκαν να βελτιώνουν την επίδραση των παραγόντων κινδύνου.
Με βάση τη στατιστική ανάλυση, οι παράγοντες κινδύνου που εντοπίστηκαν στο ατομικό επίπεδο αναφέρουν ότι τα άτομα υποκύπτουν στις πιέσεις των συνομηλίκων, είναι εγωιστές, τους αρέσει να προκαλούν σωματικό ή ψυχικό πόνο στους άλλους, είναι αντικοινωνικοί, διαπράττουν αδικήματα όπως κλοπή και θεωρούν πώς είναι αποδεκτό να προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις.
Στο οικογενειακό επίπεδο, οι παράγοντες κινδύνου αφορούν στις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και την έλλειψη γονικής επίβλεψης, να έχει ένας αδέλφια που έχουν αποβληθεί από το σχολείο και τα οποία, επίσης, μεταφέρουν μαχαίρι στο σχολείο, καπνίζουν, καταναλώνουν αλκοόλ και κάνουν χρήση παράνομων ναρκωτικών ουσιών.
Όσον αφορά το σχολικό περιβάλλον και τους παράγοντες κινδύνου που εντοπίστηκαν σε αυτό, γίνεται λόγος για σκασιαρχείο, τα παιδιά μισούν να πηγαίνουν στο σχολείο, μεταφέρουν μαχαίρι στο σχολικό χώρο, είναι βίαιοι απέναντι στους συμμαθητές τους και έχουν αποβληθεί από το σχολείο.
Σχετικά με το περιβάλλον στο οποίο ζουν τα παιδιά, δηλαδή τη γειτονιά τους, μόνο ένας παράγοντας κινδύνου εντοπίστηκε και αυτός αφορά τη δυσαρέσκεια των παιδιών να ζουν στη γειτονιά που μένουν και επιθυμούν να ζήσουν κάπου αλλού.
Οι προστατευτικοί παράγοντες εντοπίστηκαν στο επίπεδο της οικογένειας, του σχολείου και της γειτονιάς, αλλά παρουσιάζουν πιο αδύνατες σχέσεις με τις αντικοινωνικές δραστηριότητες των ανηλίκων, σε σύγκριση με τους παράγοντες κινδύνου που εντοπίστηκαν.
Στο επίπεδο της οικογένειας οι προστατευτικοί παράγοντες αφορούν τον καθορισμό σαφών κανόνων συμπεριφοράς (συμπεριλαμβανομένης της αντίθεσης ως προς το κάπνισμα, το αλκοόλ, τις ναρκωτικές ουσίες, το χρονικό περιορισμό στις εξόδους), την ώθηση των παιδιών για κοινωνικοποίηση, πειθαρχία, υιοθέτηση ισχυρών δεσμών στις σχέσεις τους, την εμπιστοσύνη προς τους γονείς τους και να περνούν χρόνο μαζί τους, καθώς επίσης να συζητούν προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να ζητούν τη βοήθειά τους.
Οι προστατευτικοί παράγοντες που εντοπίστηκαν στο επίπεδο του σχολείου, αφορούν το αίσθημα ασφάλειας, οι δάσκαλοι να επιβραβεύουν και να στηρίζουν τα παιδιά, τα παιδιά έχουν καλύτερη επίδοση από το μέσο όρο της τάξης τους και έχουν ευκαιρίες να μιλούν προσωπικά στο δάσκαλο τους, να υπάρχει επικοινωνία μεταξύ δασκάλων και γονιών και, τέλος, το παιδί να είναι ενεργό στην τάξη και στις σχολικές δραστηριότητες.
Όπως και στους παράγοντες κινδύνου, έτσι και στους προστατευτικούς παράγοντες, εντοπίστηκε ένας προστατευτικός παράγοντας στο επίπεδο της γειτονιάς που διαμένουν τα παιδιά και αυτός αφορά την ευχαρίστηση να μένει στην γειτονιά του.
Εικόνα 1: Δομικό Μοντέλο Εξίσωσης (Structural Equation Model) για τη σχέση μεταξύ παραγόντων κινδύνου και προστατευτικών παραγόντων και των αντικοινωνικών/εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Η Εικόνα 1 παρουσιάζει το υποθετικό δομικό μοντέλο εξίσωσης το οποίο δοκιμάστηκε. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι στους προστατευτικούς παράγοντες περιλαμβάνονται το σχολείο, η οικογένεια και η γειτονιά στην οποία ζει το νεαρό άτομο. Η μεταβλητή της οικογένειας παρουσίασε υψηλό ποσοστό (6), ενώ το σχολείο και η γειτονιά παρουσίασαν μέτριο ποσοστό (.4).
Όσον αφορά στους παράγοντες κινδύνου, σε αυτούς περιλαμβάνονται οι μεταβλητές του σχολείου, της γειτονιάς, της στάσης και των αντιλήψεων που έχει το νεαρό άτομο, καθώς επίσης και οι φίλοι. Οι φίλοι και το σχολείο παρουσίασαν υψηλά ποσοστά (8 και .6, αντίστοιχα), ενώ οι αντιλήψεις των ατόμων και η γειτονιά είχαν καταλάβει χαμηλά προς μέτρια ποσοστά (5 και .2, αντίστοιχα).
Μεταξύ των δύο παραγόντων, του κινδύνου και των προστατευτικών, υπάρχει μια μέτρια αρνητική συσχέτιση (-.51), που αυτό μπορεί να σημαίνει ότι καθώς οι προστατευτικοί παράγοντες αυξάνονται, η επίδραση των παραγόντων κινδύνου μειώνεται. Οι παράγοντες κινδύνου σχετίζονται με ένα πολύ υψηλό ποσοστό (.98) με αντικοινωνικές/εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ οι προστατευτικοί παράγοντες συσχετίζονται ελαφρώς (.22) με αντικοινωνικές/εγκληματικές δραστηριότητες. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι έμφαση δεν πρέπει να δίνεται μόνο στους προστατευτικούς παράγοντες γιατί είναι αδύνατο από μόνοι τους να επιδράσουν σημαντικά στις αντικοινωνική συμπεριφορά των νέων. Έμφαση πρέπει να δίνεται ταυτόχρονα και στην μείωση των παραγόντων κινδύνου.
Συζήτηση αποτελεσμάτων
Τα αποτελέσματα από τη σχολική μελέτη του προγράμματος CTC δείχνουν πόσο σημαντική είναι η έμφαση και στους παράγοντες κινδύνου και στους προστατευτικούς παράγοντες, στο επίπεδο της οικογένειας, του σχολείου, της γειτονιάς, αλλά και τις αντιλήψεις του ίδιου του ατόμου.
Οι παράγοντες κινδύνου σχετίζονται στενότερα με την αντικοινωνική συμπεριφορά των νέων, σε σύγκριση με τους προστατευτικούς παράγοντες. Η οικογένεια βρέθηκε να καταλαμβάνει τη σημαντικότερη θέση στους προστατευτικούς παράγοντες, με το σχολείο και τη γειτονιά να ακολουθούν.
Το σχολείο, οι φίλοι και οι αντιλήψεις του ατόμου για την αντικοινωνική συμπεριφορά, αποτελούν τους παράγοντες κινδύνου που συνδέονται στενά με τις αντικοινωνικές/εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ ο τομέας της γειτονιάς παρουσιάζει μια πιο αδύναμη σχέση. Με άλλα λόγια, λαμβάνοντας υπόψη τους φίλους και το σχολείο μπορεί να προβλέψει κανείς με υψηλό βαθμό ακρίβειας αν ένας μαθητής ή μαθήτρια γυμνασίου θα εκδηλώσει αντικοινωνική συμπεριφορά.
Επίλογος
Τα αποτελέσματα από την ανάλυση των δεδομένων που συλλέχτηκαν από τη σχολική έρευνα CTC και αφορούν τους παράγοντες κινδύνου και τους προστατευτικούς παράγοντες, επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα παρόμοιων μελετών σε άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία, οι Η.Π.Α. και η Αυστραλία αναφορικά με την έμφαση που πρέπει να δίνεται την ίδια στιγμή και στους παράγοντες κινδύνου και τους προστατευτικούς παράγοντες ώστε να επιτευχθεί μείωση στη νεανική αντικοινωνική συμπεριφορά γενικότερα και στις εγκληματικές δραστηριότητες των εφήβων γυμνασιακής ηλικίας ειδικότερα.
Όπως τονίζουν οι Derzon (2010), Farrington και Welsh (2009), Farrington (2011) και Welsh (2012), η μεταβλητή που καταλαμβάνει το υψηλότερο ποσοστό είναι η οικογένεια, σε σύγκριση με το σχολείο και τη γειτονιά, τονίζοντας έτσι τη βαρύτητα που πρέπει να δίνεται σε αυτή τη μεταβλητή στη πρόληψη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Με την εμπειρία της πετυχημένης εφαρμογής του παρεμβατικού προγράμματος «Κοινότητες που νοιάζονται» σε τρία γυμνάσια της επαρχίας Λευκωσίας, γίνεται χαρτογράφηση του προβλήματος της αντικοινωνικής συμπεριφοράς μέσα από ένα σχολείο, αναλύονται τα αποτελέσματα και δομείται ένα παρεμβατικό πρόγραμμα σε συνεργασία με το σχολείο, την τοπική διοίκηση, και μία τοπική συμβουλευτική επιτροπή ‘σοφών’. Επίσης, απασχολείται εξειδικευμένο προσωπικό (περιλαμβανομένου και έμπειρου ψυχολόγου) για τη εφαρμογή του προγράμματος τα απογεύματα και το βράδυ για όσους μαθητές ενδιαφέρονται, με στόχο τη ταυτόχρονη μείωση των παραγόντων υψηλού κινδύνου και την ενδυνάμωση των προστατευτικών παραγόντων στο επίπεδο του ατόμου, της οικογένειας, του σχολείου και της τοπικής κοινότητας.
Τα αποτελέσματα μέχρι τώρα διεθνώς και στην Κύπρο δικαιολογούν την εφαρμογή του προγράμματος CTC, εφόσον το οικονομικό κόστος του προγράμματος είναι ελάχιστο σε σύγκριση με τα πολυδιάστατα και μακροπρόθεσμα οφέλη που επιφέρει στην κοινωνία. Το σημαντικότερο για μια κοινωνία είναι να επενδύει στην πρόληψη, βοηθώντας έτσι ένα σημαντικό αριθμό εφήβων να μη καταλήξουν πελάτες του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aebi, M. et al. (2014). European Sourcebook of Crime and Criminal Justice Statistics (5th edition). Publication Series No.80, European Institute for Crime Prevention and Control, affiliated with the United Nations (HEUNI) P.O. Box 444 FIN-00531, Helsinki, Finland. http://www. heuni.fi/material/attachments/heuni/reports/qrMWoCVTF/HEUNI_report_80_European_Sourcebook.pdf
Alambritis, M. (2007). Violence against teachers in secondary schools in Cyprus. Doctoral Dissertation, Department of Social and Political Sciences, University of Cyprus, Nicosia, Cyprus.
Arthur, M. W., Hawkins, J. D., Pollard, J., Catalano, R. F., & Baglioni, A. J.,Jr. (2002). Measuring risk and protective factors for substance use, delinquency, and other adolescent problem behaviors: The communities that care youth survey. Evaluation Review, 26(6), 575-601.
Cyprus Barometer (2006), Marfin Laiki Bank, Nicosia, Cyprus. Accessed 3 August 2007. http://www.laiki.com
Derzon, J.H. (2010). Th correspondence of family features with problem, aggressive, criminal, and violent behaviour. Journal of Experimental Criminology, 6, 263-292.
Fagan, A.A., Hawkins, J.D., Catalano, R.F. (2008). Using community epidemiologic data to improve social settings: the Communities That Care prevention system. In M. Shin (Ed.), Toward positive youth development: transforming schools and community programs (pp. 292–312). Oxford; New York: Oxford University Press.
Farrington, D.P. (2011). Families and crime. In, (eds.) J.Q. Wilson and J. Petersilia, Crime and Public Policy, 130-157. New York|: Oxford University Press.
Farrington, D.P.F. and Ttofi, M. (2012). Protective and promotive factors in the development of offending, In Bliesener, T., Beelman, A. and Stennler, M. (eds.), Antisocial Behavior and Crime: Conributins of Developmental and Evaluation Research to Prevention and Intervention. Gottingen, Germnay: Hogrefe Publishing.
Farrington, D. P. and Welsh, B. C. (2007). Saving Children from a Life of Crime: Early Risk Factors and Effective Interventions. Oxford: Oxford University Press.
Farrington, D. P. and Welsh, B. C. (2009). Delinquency prevention using family-based intrventions. Children and Society, 13, 287-303.
Hawkins, J.D., Van Horn, M.L. and Arthur, M.W. (2004). Community variation in risk and protective factors and substance use outcomes. Prevention Science, 5 (4), 213-220.
Hu, L.T. & Bentler, P.M. (1999). Cutoff Criteria for Fit Indexes in Covariance Structure Analysis: Conventional Criteria Versus New Alternatives, Structural Equation Modeling, 6 (1), 1-55.
Intercollege Research and Development Centre (2004). A survey of juvenile delinquency. Nicosia [In Greek].
Jonkman, H., Steketee, M., Tombourou, J. W., Cini, K., & Williams, J. (2012). Community variation in adolescent alcohol use in Αustralia and the Νetherlands. Health Promotion International, doi:10.1093/heapro/ das039
Kapardis, A. (1983). Use and impact of imprisonment in Cyprus: a quasi-experiment. Cyprus Law Review, 1(2):361-374.
Kapardis, A. (1985a). Lambousa Reform School, Cyprus: a study of its population (1979-1983) and its effectiveness. Cyprus Law Review (4):1821-1832.
Kapardis, A. (1985b). Homicide in Cyprus, 1960-1982: a criminological study. Cyprus Law Review (3):1767-1777.
Kapardis, A. (1986). Juvenile delinquency and delinquents in Cyprus. Cyprus Law Review, (4):2371-2379.
Kapardis, A. (2001). Society, Crime and Criminal Justice in Cyprus, 1878-1900. Athens: Sakkoulas Publishers.
Kapardis, A. (2010). Cyprus. In J. Junger-Tas (Ed.), Juvenile delinquency in Europe and beyond (pp. 245-251). New York: Springer.
Kapardis, A. (2013). Delinquency and victimization in Cyprus. European Journal on Criminal Policy and Research, 19 (2),171-182.
Kapardis, A. & Poyiadjis, G. (2012). The EARN project in Cyprus. In, Baldry, A.C. & Kapardis, A. (eds.), Risk assessment for juvenile violent offending (in press). Milton Park, Abingdon, U.K: Taylor and Francis.
Kapardis, A., Alambritis, M., Antoniou, S., Panayi-Karayianni, M., Papadopoulos, M, Sismani-Papacosta, E., & Varelis, T. (2008). Report of the School Violence Committee (In Greek, 145 pages, unpublished). Nicosia: Ministry of Education and Culture: Republic of Cyprus.
Kokkinos, M.K., & Panayiotou, G. (2002). Disturbed behaviour, bullying experience and victimization among juveniles. In M.K Kokkinos (Ed.), Aggression: Proceedings of the 4th Cyprus Psychology Conference [In Greek]. Nicosia, Cyprus: Cyprus Psychologists’ Association.
Oesterle, S., Hawkins, J. D., Steketee, M., Jonkman, H., Brown, E. C., Moll, M., & Haggerty, K. P. (2012). A cross-national comparison of risk and protective factors for adolescent drug use and delinquency in the United States and the Netherlands. Journal of Drug Issues, 42(4), 337-357. doi:10.1177/0022042612461769
Papadopoulos, M., & Konstantinopoulos, K. (2005). Use of legal and illicit addictive substances by senior secondary school students. Nicosia: Ministry of Education and Culture. [In Greek]
Peristianis, N., Michaelidou, S. & Makrides, G. (1995). A juvenile delinquency survey in Cyprus. Nicosia: Intercollege Research and Development Centre. [In Greek]
Rutter, M. (1987). Psychosocial resilience and protective factors. American Journal of Orthopsychiatry, 57, 316-331.
Papacosta Sismani, E. (2009). Female delinquency in secondary schools: trauma and depression precipitating female delinquency and the role of ethnic identity in Cyprus. DProf thesis, Middlesex University. Available from Middlesex University’s Research Repository at http:// eprints.mdx.ac.uk/2679/
Shader, M. (2003). Risk factors for delinquency: an overview. U.S Department of Justice, Office of Justice Perograms, Office of Juvenile Justice and Delinquency Prevention. https://www.ncjrs.gov/pdffiles1/ojjdp/ frd030127.pdf
Steiger, J. H. (1990). Structural model evaluation and modification: An internal estimation approach. Multivariate Behavioral Research, 25, 173-180.
Ttofi, M. M., & Farrington, D. P. (2012). Risk and protective factors, longitudinal research, and bullying prevention. New Directions for Youth Development, 2012(133), 85-98. doi:10.1002/yd.20009
Werner, E.E. and Smith, R.S. (1982). Overcoming the Odds: High Risk Children from Birth to Adulthood. NY: Cornell University Press.
Welsh, B.C. (2012). Preventing delinquency by putting families first. In, (eds.) Loeber, R. And Welsh, B.C., The Future of Criminology, pp. 153-158. Oxford University Press.
White, J.L., Moffitt, T.E. and Silva, P.A. (1989). A prospective replication of the protective effects of IQ in subjects at high risk for delinquency. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 37, 719-724.
* Καθηγητής, Ποινικός Επιστήμονας, Πρόεδρος, Τμήμα Νομικής Παν/μιο Κύπρου.
** Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ψυχολογίας Παν/μιο Κύπρου.
*** Εγκληματολόγος, Λειτουργός, Τμήμα Ασφάλειας Αρχηγείο Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.
**** Συνεργαζόμενο εκπαιδευτικό προσωπικό, Πρόγραμμα Αστυνομικών Σπουδών, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.