Η νομοθετική αντιμετώπιση
της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα
και την Κύπρο*
Αννα Εμμ. Πλευρη**
Διάγραμμα περιεχομένων
Ι. Αντί εισαγωγής: Η βία στην οικογένεια
ΙΙ. Ελληνική έννομη τάξη: Ο νόμος 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας
- Πρώτη προσέγγιση του ν. 3500/2006 – Τα προστατευόμενα πρόσωπα και ο σκοπός του νόμου
- Διατάξεις ποινικού δικαίου
Α) Ρυθμίσεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου
Β) Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολαβήσεως στο ν. 3500/2006
Γ) Διατάξεις ποινικού δικονομικού δικαίου
- Διατάξεις αστικού δικαίου
Α) Διατάξεις ουσιαστικού και δικονομικού αστικού δικαίου
Β) Διατάξεις αστικού δικαίου στο πλαίσιο του θεσμού της ποινικής διαμεσολαβήσεως
- Διατάξεις διοικητικού δικαίου – Κοινωνική συμπαράσταση θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας
- Κριτική
ΙIΙ. Κυπριακή έννομη τάξη
- Εισαγωγικές παρατηρήσεις
- Ποινική καταστολή της ενδοοικογενειακής βίας: Ο περί βίας στην οικογένεια νόμος 119 (1) του 2000 (πρόληψη και προστασία θυμάτων)
- Νομοθετική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στο πλαίσιο των οικογενειακών διαφορών – Ο Οικογενειακός Δικαστής αντιμέτωπος με τη βία στην οικογένεια, κατά την εκδίκαση αστικών διαφορών
Α. Ο περί γάμου νόμος 104 (Ι)/2003
Β. Οι περί σχέσεων γονέων και τέκνων νόμοι του 1990 έως 1998 (ν. 216/1990)
Γ. Οι περί ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων νόμοι του 1991 έως 1999 (ν. 232/1991)
Δ. Οι περί οικογενειακών δικαστηρίων νόμοι του 1990 έως 2000 (ν. 23/1990)
ΙV. Αποτίμηση
Ι. Αντί εισαγωγής: Η βία στην οικογένεια
Η οικογένεια είναι μια μικρή κοινωνία. Είναι γνωστό πάντως, ότι «ένοχες», «μυστικές» και βίαιες συμπεριφορές μπορούν να μείνουν για πάντα κρυφές στους κόλπους της μικρής αυτής κοινωνίας. Εύστοχα, λοιπόν, έχει σημειωθεί ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί μια «αθέατη εγκληματικότητα»[1]. Η βία στην οικογένεια, όμως, δεν είναι μόνο ιδιωτική υπόθεση[2]. Δεν είναι δηλαδή προσωπική μόνο υπόθεση του δράστη και του θύματος. Είναι υπόθεση κοινωνική[3]. Δεδομένου μάλιστα ότι η οικογένεια αποτελεί το έσχατο καταφύγιο του ατόμου, η ενδοοικογενειακή βία συνιστά φαινόμενο «κοινωνικά ανώμαλο», καθότι οι έννοιες «βία» και «οικογένεια» είναι εκ φύσεως αντίθετες και ασύμβατες. Η κοινωνική λοιπόν ανάγκη για αποτελεσματική νομοθετική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ήταν και είναι δεδομένη, όχι μόνο λόγω της συχνότητας εκδηλώσεως της, αλλά και λόγω της βαρύτητας της απαξιολογούμενης συμπεριφοράς των συγκεκριμένων δραστών.
Όπως άλλωστε χαρακτηριστικά έχει επισημανθεί: « Τι πιο ψεύτικο και σαθρό από ένα καταφύγιο, στο οποίο ζει κανείς αμυνόμενος;»[4].
Σε επίπεδο ελληνικής έννομης τάξεως, ο ν. 3500/2006 προσπάθησε να αφαιρέσει από το παθογενές φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, τον προστατευτικό μανδύα της «ιδιωτικής υποθέσεως» και να σπάσει το «κέλυφος» της «ντροπής» που συνδέεται μ’αυτήν, ιδίως από την πλευρά των θυμάτων, στοιχεία τα οποία (η ιδιωτική υπόθεση, αλλά και ο φόβος των θυμάτων) προκαλούν και πολλές δυσχέρειες στην έρευνα των σχετικών περιστατικών και έτσι στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης. Κατά τούτο, ορισμένες από τις ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου χαρακτηρίστηκαν δικαίως από τη νομική επιστήμη, ως «τομές», στην ελληνική νομοθεσία. Στην πρώτη παράγραφο μάλιστα της εισαγωγής της αιτιολογικής εκθέσεως του ν. 3500/2006 διακηρύσσεται, ότι σκοπός του «…είναι να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της οικογενειακής βίας στη βάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας». Σημειώνεται δε, ότι θύματα του εν λόγω θλιβερού, πολυδιάστατου, πολυθεματικού, πολυπαραγοντικού και πολυπρισματικού φαινομένου, αποτελούν σε ποσοστό 80% οι γυναίκες και ακολουθούν τα παιδιά, οι υπερήλικοι και τα άτομα με αναπηρίες.
Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, στόχος της μελέτης είναι η όχι εξαντλητική, αλλά πάντως ολοκληρωμένη συγκριτική παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου για την ενδοοικογενειακή βία[5] στην Ελλάδα και την Κύπρο, με κριτικές παρατηρήσεις στην κατεύθυνση της, κατά το δυνατόν, βελτιώσεως του.
ΙΙ. Ελληνική έννομη τάξη: Ο νόμος 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας
- Πρώτη προσέγγιση του ν. 3500/2006 – Τα προστατευόμενα πρόσωπα και ο σκοπός του νόμου
Ο νόμος 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία έχει απασχολήσει πολλάκις τη βιβλιογραφία των επιστημών και του ποινικού και του αστικού δικαίου[6]. Και όχι άδικα. Διότι στο αυτό νομοθέτημα, που απαρτίζεται από 6 κεφάλαια, η βία στην οικογένεια αντιμετωπίζεται αυτοτελώς και συγχρόνως πολλαπλώς, ήτοι σε ποινικό, αστικό και διοικητικό επίπεδο[7]. Όπως, άλλωστε αναφέρεται στα γενικά χαρακτηριστικά της αιτιολογικής εκθέσεως του νόμου, «…προκρίθηκε η νομοτεχνική οδός συντάξεως ενός ειδικού και ενιαίου νομοθετήματος, ώστε αφενός μεν να μη διασπασθεί η ομοιογένεια της νομοθετικής ύλης με την τροποποίηση διατάξεων περισσότερων κωδίκων, αφετέρου δε να διευκολυνθεί η πρακτική εφαρμογή του».
Τα δυο πρώτα άρθρα του εν λόγω νόμου (κεφάλαιο Α΄) αποτελούν διατάξεις γενικού ενδιαφέροντος.
Στο άρθρο 1 περίπτωση α΄ του προκείμενου νόμου ορίζεται ότι ως «ενδοοικογενειακή βία»[8], θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του νόμου αυτού και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, που αφορούν σε ανθρωποκτονία και θανατηφόρο σωματική βλάβη.
Ο νόμος 3500/2006 διατυπώνει ορισμό του όρου «οικογένεια»[9] στο άρθρο 1 § 2 περίπτωση β΄ ως εξής: «α. οικογένεια ή κοινότητα που αποτελείται από συζύγους[10] ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας[11] και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους[12], β. στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού[13] και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας[14], καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια[15], γ. οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στην μόνιμη σύντροφο[16] του άνδρα ή στον μόνιμο σύντροφο της γυναίκας[17] και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και στους τέως συζύγους[18]».
Η εφαρμογή λοιπόν των διατάξεων του ν. 3500/2006 προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσεως ορισμένης συγγένειας των προσώπων που αναφέρονται ανωτέρω στην περίπτωση α΄[19] και σωρευτικά με αυτή και το πραγματικό γεγονός της συνοικήσεως των αναφερομένων προσώπων για τις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραπάνω διατάξεως[20].
Θύμα ενδοοικογενειακής βίας, είναι για τον ν. 3500/2006, κάθε πρόσωπο από τα παραπάνω αναφερόμενα, σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του ίδιου νόμου, δηλαδή ο υφιστάμενος τη βία. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη πράξη, κατά τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, καθώς και ο ανήλικος ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, χωρίς πάντως η αξιόποινη συμπεριφορά να στρέφεται άμεσα εναντίον του[21], ρύθμιση που σημειώνεται ως πρωτοποριακή.
Στο δεύτερο άρθρο του ν. 3500/2006, διατυπώνεται ρητή απαγόρευση της χρήσης βίας κάθε μορφής, ήτοι σωματικής, ψυχολογικής, λεκτικής ή όποιας άλλης μορφής, μεταξύ των μελών της οικογένειας. Καθιερώνεται δηλαδή αυτοτελώς το παράνομο της ασκήσεως ενδοοικογενειακής βίας, που μπορεί να φέρει κάθε μορφή, ανεξάρτητα μάλιστα, αν είναι ποινικά κολάσιμη ή όχι ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ζημίας, της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως κλπ.
- Διατάξεις ποινικού δικαίου
Ο νόμος 3500/2006 οριοθέτησε τις «ποινικές πτυχές» της ενδοοικογενειακής βίας και εισήγαγε νέους θεσμούς για την αντιμετώπισή της[22]. Μόνη, πάντως, η «πρώτη ανάγνωση» των σχετικών με την ποινική αντιμετώπιση του δράστη διατάξεων του εν λόγω νόμου οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι αυτές έχουν ιδιαίτερα κατασταλτικό χαρακτήρα. Μετά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου μάλιστα, ακολούθησε η με αριθμό 2/2007 Εγκύκλιος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου[23] με την οποία παρασχέθηκαν οδηγίες για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και ιδίως για τη λειτουργία του θεσμού της ποινικής διαμεσολαβήσεως[24]. Σε κάθε περίπτωση, η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας επαναχάραξε τα όρια των εγγυήσεων που οφείλει να προσφέρει το σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου απέναντι στα θύματα και επανέφερε στη δημόσια σφαίρα τη λειτουργία των οικογενειακών σχέσεων, όταν υφίσταται προσβολή των εννόμων αγαθών από τη συμπεριφορά των μελών οικογένειας. Ο εν λόγω νόμος εντάσσεται, μάλιστα, σε ένα ευρύ ευρωπαϊκό πλαίσιο σχετικών νομοθετικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.
Οι ποινικού δικαίου διατάξεις του ν. 3500/2006 κατατάσσονται: α) σε αυτές που αφορούν ρυθμίσεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου[25] και είναι τα άρθρα 6-10 (κεφάλαιο Γ΄), 16 και 24 με τα οποία είτε τυποποιούνται αυτοτελώς ποινικά αδικήματα (ως ιδιώνυμα εγκλήματα) ενδοοικογενειακής βίας είτε αντικαθίστανται σχετικά άρθρα του ΠΚ, β) σε αυτές που ρυθμίζουν τον θεσμό της ποινικής διαμεσολαβήσεως, που ρυθμίζεται στα άρθρα 11-14 (κεφάλαιο Δ΄) και γ) σε διατάξεις ποινικού δικονομικού δικαίου (άρθρα 17-20), οι οποίες αφορούν στην κίνηση της ποινικής διώξεως, στους περιοριστικούς όρους που μπορούν να επιβληθούν στον κατηγορούμενο, στην εξέταση των μαρτύρων και στην υποχρέωση εχεμύθειας εκ μέρους των αρμόδιων προανακριτικών αστυνομικών αρχών.
Α) Ρυθμίσεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου
Στο άρθρο 6 του ν. 3500/2006 ρυθμίζεται, ως ιδιώνυμο έγκλημα, το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης[26]. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη ποινικοποιείται, υπό την έννοια της προκλήσεως από μέλος της οικογένειας σε άλλο, σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Το εν λόγω αδίκημα διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 ΠΚ, ως προς το στοιχείο της τελέσεως εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται δηλαδή οι, δυστυχώς συχνές στην πράξη, μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα του ιδιωνύμου εγκλήματος[27] των σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας[28].
Στα άρθρα 7-9 τυποποιούνται επίσης, ως ιδιώνυμα εγκλήματα, ποινικά αδικήματα που τελούνται εντός της οικογένειας και πρόκειται για την ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή (άρθρο 7), τον βιασμό και κατάχρηση σε ασέλγεια (άρθρο 8)[29] και την ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας[30] (άρθρο 9). Στο άρθρο 10 ρυθμίζεται το ιδιαίτερο έγκλημα της παρακωλύσεως απονομής της δικαιοσύνης σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας, ενώ με το άρθρο 24 αντικαταστάθηκε το άρθρο 342 του ΠΚ, που αφορά στο αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια[31]. Τέλος, στο άρθρο 16 ρυθμίζεται το ζήτημα της αναστολής της παραγραφής των ποινικών αδικημάτων των άρθρων 6, 7 και 9 του ν.3500/2006 και ορίζεται ότι η παραγραφή των πράξεων ενδοοικογενειακής βίας αναστέλλεται κατά το διάστημα της ανηλικότητας του θύματος.
Β) Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολαβήσεως στο ν. 3500/2006
Στο άρθρο 11 του ν. 3500/2006, περιγράφονται αναλυτικά οι προϋποθέσεις για τη δυνατότητα ποινικής διαμεσολαβήσεως[32] στα πλημμελήματα (και όχι στα κακουργήματα) ενδοοικογενειακής βίας, από τον αρμόδιο για την άσκηση ποινικής διώξεως εισαγγελέα[33]. Ο θεσμός αυτός προωθεί την επίλυση των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων, στο πλαίσιο ότι «τιμωρητικών», αλλά αποκαταστατικών και ποινικοθεραπευτικών προτύπων δικαιοσύνης.
Προϋπόθεση για την έναρξη της εν λόγω νεοπαγούς διαδικασίας, είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δηλώσεως[34] εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος[35], ότι είναι πρόθυμο, σωρευτικά: α) να υποσχεθεί[36] ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας, (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα, β) να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές[37] και γ) να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.
Σε περίπτωση κατά την οποία το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια[38], εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν μάλιστα δεν υπάρξει ομοφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται στην προκείμενη διαδικασία και να ακούγεται.
Σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές με την ποινική διαμεσολάβηση διατάξεις δεν εφαρμόζονται, αν ο φερόμενος ως δράστης της πράξεως ενδοοικογενειακής βίας είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του παθόντος ανηλίκου.
Σε ό,τι αφορά στην ακολουθούμενη διαδικασία, αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 12. Εν προκειμένω, σημαντικές είναι οι δυνατότητες του εισαγγελέα, ο οποίος, αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, μπορεί: α) να διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως θύμα, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα της καταγγελίας για την σε βάρος του τέλεση της πράξεως, β) να εξετάζει ο ίδιος κάθε μάρτυρα που προτείνεται, καθώς και τα πρόσωπα της οικογένειας ή παραγγέλλει την εξέταση αυτών από τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους αλλά και να καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο εξηγήσεις.
Σε περίπτωση κατά την οποία η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει, κινείται η ποινική διαδικασία κατά τις διατάξεις του ΚΠοινΔ. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι θετική, ο εισαγγελέας ενημερώνει τον παθόντα ή τον συνήγορό του για την κατά τα ανωτέρω δήλωση του ενδιαφερομένου και, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα, παρέχεται στον παθόντα προθεσμία (το πολύ 3 ημερών), για να δηλώσει αν δέχεται τη διαμεσολάβηση. Η συμφωνία δε των διαδίκων μερών για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολαβήσεως μπορεί να υποβληθεί στον εισαγγελέα και με σχετικό πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους.
Εάν πάντως η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει ή δεν επέλθει συμφωνία[39], κινείται η ποινική διαδικασία κατά τις διατάξεις του ΚΠοινΔ. Αν δε η απάντηση του παθόντος είναι θετική, ο εισαγγελέας θέτει με διάταξή του[40] τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας. Η άρνηση, πάντως, ενός εκ των διαδίκων μερών να δεχθεί την ποινική διαμεσολάβηση ή η αποτυχία ολοκληρώσεώς της, για οποιαδήποτε αιτία, δεν επάγονται καμία αρνητική ουσιαστική ή δικονομική συνέπεια, σε βάρος τους, στην ποινική δίκη που θα ακολουθήσει, σύμφωνα με το άρθρο 13 § 5 ν. 3500/2006.
Από την πλευρά του ποινικού δικαίου, οι συνέπειες της ποινικής διαμεσολάβησης ορίζονται στο άρθρο 13 του ν. 3500/2006. Συνοπτικά, σ’ αυτό προβλέπεται έκδοση σχετικής διατάξεως από τον εισαγγελέα, η οποία καταχωρίζεται σε ειδική μερίδα στο δελτίο ποινικού μητρώου (άρθρο 574 § 3 στοιχείο γ΄ ΚΠοινΔ). Εφόσον ο ενδιαφερόμενος – φερόμενος ως δράστης αδικήματος ενδοοικογενειακής βίας «συμμορφωθεί», κατά την ακριβή διατύπωση του νόμους, προς τους όρους της ποινικής διαμεσολαβήσεως για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το εν λόγω έγκλημα.
Σε περίπτωση κατά την οποία, ο εισαγγελέας διαπιστώσει υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολαβήσεως, διακόπτει την ανωτέρω διαδικασία και προκαλεί την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Πρακτικά, ο εισαγγελέας ανασύρει τότε τη δικογραφία από το αρχείο και η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κατά τις οικείες διατάξεις του ΚΠοινΔ, χωρίς να επιτρέπεται πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση. Σε κάθε περίπτωση, όσο διαρκεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολαβήσεως, τελεί σε εκκρεμοδικία η πράξη στην οποία αυτή αφορά.
Καταληκτικά παρατηρείται, ότι παρότι ο θεσμός της ποινικής διαμεσολαβήσεως, ως μέσο «αποσυμπιέσεως», μιας «ευαίσθητης» ιδιωτικής διαφοράς και ταυτόχρονα «αποκαταστάσεως» τόσο του θύματος όσο και της οικογενειακής ειρήνης, είναι πράγματι σύγχρονος και ελπιδοφόρος, στην πρακτική εφαρμογή του, δεν δείχνει να υλοποιείται επιτυχώς και να αποδίδει «καρπούς». Και τούτο, διότι αφενός είναι ελλιπείς οι υπάρχουσες (απαραίτητες) υποστηρικτικές δομές των ελληνικών εισαγγελικών[41] και δικαστικών αρχών (ως υπηρεσιών) και αφετέρου είναι απολύτως προβληματική και βραδεία η επικοινωνία και διασύνδεση μεταξύ των (αρμόδιων) υπηρεσιών που απαιτείται να συμπράξουν εν προκειμένω, δηλαδή μεταξύ των ιατρικών (δημόσιων) φορέων ψυχικής υγείας, που αναλαμβάνουν τα συμβουλευτικά-θεραπευτικά προγράμματα των φερόμενων ως δραστών, π.χ. δημόσιων νοσοκομείων και αρμόδιων εισαγγελικών αρχών. Επιπρόσθετα, την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου 3500/2006 δυσχεραίνει και η έλλειψη διαπιστευμένων ειδικών επιστημόνων (ψυχολόγων, ψυχιάτρων, κοινωνικών λειτουργών) στις ανωτέρω υπηρεσίες, ο ανεπαρκής συντονισμός των πολυάριθμων δομών και υπηρεσιών, όπως των λ.χ. των κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων για την προστασία των δικαιωμάτων γυναικών και παιδιών, αλλά και η ελλιπής σχετική εκπαίδευση των εμπλεκομένων λειτουργών, όπως των εισαγγελέων και των αστυνομικών οργάνων.
Γ) Διατάξεις ποινικού δικονομικού δικαίου
Τα άρθρα 17-20, τα οποία εντάσσονται στο κεφάλαιο Ε΄ του ν. 3500/2006, συνιστούν διατάξεις ανήκουσες στην «ύλη» του ποινικού δικονομικού δικαίου. Προβλέπεται λοιπόν, ότι η ποινική δίωξη για τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 6), της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής (άρθρο 7), της ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 9) και της παρακωλύσεως απονομής δικαιοσύνης (άρθρο 10), ασκείται αυτεπαγγέλτως[42] και εφαρμόζεται (υποχρεωτικά) η αυτόφωρη διαδικασία (άρθρα 417 επ. ΚΠοινΔ). Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ταχεία απονομή δικαιοσύνης και αποτρέπεται η διαιώνιση της εντάσεως στις οικογενειακές σχέσεις. Στο ίδιο πλαίσιο, θεσπίζεται και η υποχρεωτική κράτηση του κατηγορουμένου για 3 μέρες, σε περίπτωση που αυτός ζητήσει αναβολή της εκδικάσεως της υποθέσεως του.
Στο άρθρο 18 ρυθμίζονται τα σχετικά με τους περιοριστικούς όρους που μπορούν να επιβληθούν στον κατηγορούμενο και προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθεί στον κατηγορούμενο[43], για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, ο περιοριστικός όρος της απομακρύνσεως του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Η ισχύς του εν λόγω περιοριστικού όρου παύει αυτοδικαίως μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως ή της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία αρχειοθετείται η υπόθεση λόγω ποινικής διαμεσολαβήσεως, κατά το άρθρο 12 § 5 ν. 3500/2006. Ο ανωτέρω περιοριστικός όρος μπορεί πάντως να ανακληθεί, αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί από το αρμόδιο δικαστικό όργανο που τον επέβαλε, κατόπιν σχετικής αιτιολογημένης αιτήσεως του κατηγορουμένου, στη συζήτηση της οποίας κλητεύεται υποχρεωτικά ο παθών. Το αρμόδιο για την επιβολή, ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων δικαστικό όργανο[44], μπορεί μάλιστα να ζητήσει, συμβουλευτικά, τη γνώμη ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επιστημόνων με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εργάζονται σε δημόσιο φορέα υγείας (άρθρο 18 § 3 ν. 3500/2006).
Πρέπει να σημειωθεί ότι, η επιβολή των ανωτέρω περιοριστικών όρων αποτελεί δυνατότητα των αρμόδιων δικαστικών οργάνων και αρχών της ποινικής δικαιοσύνης, στο πλαίσιο της ποινικής διώξεως και δεν ταυτίζεται με το σχετικό ασφαλιστικό μέτρο του άρθρου 735 ΚΠολΔ, το οποίο συνιστά προσωρινή δικαστική προστασία στο πλαίσιο επιλύσεως της σχετικής αστικής διαφοράς.
Σημαντική για την, κατά το δυνατόν, προστασία των θυμάτων και την αποφυγή της λεγόμενης «δευτερογενούς θυματοποιήσεως» τους στα δικαστήρια, κρίνεται η ρύθμιση του άρθρου 19, η οποία προβλέπει ότι σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, τα μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο, ενώ οι ανήλικοι δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, κατά την εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους[45], εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή τους κριθεί αναγκαία από το δικαστήριο.
Διττώς προστατευτική, ήτοι τόσο για την προσωπικότητα του θύματος[46] όσο και του κατηγορούμενου, κρίνεται ακόμη η ρύθμιση του άρθρου 20, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τον ΚΠοινΔ, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Οι παραβάτες μάλιστα της εν λόγω διατάξεως, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών. Η ρύθμιση αυτή, αποτελεί εφαρμογή της ρητής συνταγματικής επιταγής για το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου, κατά το άρθρο 9 § 1 του Συντάγματος.
- Διατάξεις αστικού δικαίου
Οι αστικού περιεχομένου διατάξεις του ν. 3500/2006 μπορούν να καταταχθούν συστηματικά σε 2 ομάδες, ήτοι σε διατάξεις ουσιαστικού και δικονομικού αστικού δικαίου[47], που είναι τα άρθρα 3, 4, 5, 15, 19 § 1 και 22 και σε διατάξεις αστικού δικαίου στο πλαίσιο της ποινικής διαμεσολαβήσεως, όπου πρόκειται για τα άρθρα 11 § 2 γ΄, 12 § 6 και 14 του ν. 3500/2006.
Α) Διατάξεις ουσιαστικού και δικονομικού αστικού δικαίου
Τον ισχυρό κλονισμό του γάμου, οφείλει, κατά τις γενικές διατάξεις να αποδείξει, αυτός που ισχυρίζεται ότι έχει επέλθει. Για τη διευκόλυνση της εν λόγω αποδείξεως, ο ΑΚ καθιερώνει τεκμήρια κλονισμού. Σ’αυτά προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3500/2006 και η περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας. Αντικαταστάθηκε λοιπόν το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1439 του ΑΚ, ως εξής: «Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος».
Επιπρόσθετα, ο νομοθέτης αποδοκιμάζει τη σωματική βία σε βάρος ανηλίκου ως μέσο σωφρονισμού στο πλαίσιο της γονικής μέριμνας[48]. Ορίζεται, λοιπόν, στο άρθρο 4 του εν λόγω νόμου[49], ότι επί ασκήσεως σωματικής βίας σε βάρος ανηλίκου[50], ως μέσου σωφρονισμού, στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται η ΑΚ 1532, που αφορά στις συνέπειες κακής ασκήσεως της γονικής μέριμνας[51]. Καθιερώνεται δηλαδή ρητά[52] έλεγχος των σωφρονιστικών μέτρων που μετέρχονται οι γονείς μέσω του «φίλτρου» της ΑΚ 1532. Επομένως, σε περιπτώσεις ασκήσεως σωματικής βίας από γονέα προς τέκνο, ως δήθεν μέσο σωφρονισμού, μπορεί και πρέπει να τίθεται ζήτημα «κακής» ασκήσεως γονικής μέριμνας[53] και ο δικαστής μπορεί να διατάξει, κατά την ΑΚ 1532, κάθε πρόσφορο μέτρο π.χ. αφαίρεση επιμέλειας[54], ορισμό επιτρόπου έως και αφαίρεση γονικής μέριμνας. Με τη διάταξη αυτή μάλιστα, σκοπείται η συμμόρφωση του Έλληνα νομοθέτη στις συστάσεις διεθνών οργανισμών για τα δικαιώματα του παιδιού. Υπογραμμίζεται εδώ, ότι σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 1532 ΑΚ, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου αυτού, και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται ενός 30 ημερών[55].
Στο πέμπτο άρθρο του συζητούμενου νόμου, ορίστηκε ότι η κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, αυτή δηλαδή που αφορά στη μη περιουσιακή ζημία του, για μία από τις πράξεις του νόμου 3500/2006, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 1.000 ευρώ, εκτός αν ο ίδιος ο παθών ζήτησε μικρότερο ποσό.
Οι δικονομικής φύσεως διατάξεις του ν.3500/2006, ξεκινούν με το άρθρο 15 του ν.3500/2006, με το οποίο ρυθμίζεται η προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως επί περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας. Η διάταξη προσθέτει στο νομικό οπλοστάσιο των θυμάτων ένα «ειδικό» ασφαλιστικό μέτρο, του οποίου η έως τώρα πρακτική εφαρμογή αποτιμάται ως ιδιαίτερα σημαντική[56] στην κατεύθυνση της αμεσότερης, πληρέστερης και αποτελεσματικότερης προστασίας του θύματος και στην πρόληψη νέων βίαιων επεισοδίων. Το ίδιο μέτρο, μπορεί, μάλιστα, να διαταχθεί και με προσωρινή διαταγή του δικαστή, κατά τους ορισμούς του άρθρου 691 ΚΠολΔ. Στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 735 του ΚΠολΔ, λοιπόν, ορίζεται ότι σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να διατάσσεται ιδίως[57], η απομάκρυνση του καθ’ ου από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας.
Οι ανωτέρω απαγορεύσεις, διατάσσονται όχι μόνο με ασφαλιστικό μέτρο, αλλά και με κύρια αγωγή, ενώπιον του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου (τακτική διαδικασία), ως διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα. Τη νομική βάση της εν λόγω αγωγής, συνιστούν τα άρθρα 57 και 914 ΑΚ, οι διατάξεις του ν. 3500/2006 και τα αντίστοιχα άρθρα του ΠΚ (αναλόγως των τελεσθέντων ποινικών αδικημάτων), καθώς και τα άρθρα 907-908 και 947 του ΚΠολΔ[58]. Η παράλειψη δε προσθήκης στο ν. 3500/2006 διατάξεως αντίστοιχης προς το άρθρο 735 ΚΠολΔ, αναφορικά με τη δυνατότητα ασκήσεως τακτικής αγωγής με αίτημα την απαγόρευση, προς τον δράστη, να προσεγγίζει το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας, είναι μόνον φαινομενική. Διότι δυνάμει του άρθρου 15 του ν. 3500/2006, ο νομοθέτης αποσαφήνισε απλώς την ύπαρξη μίας αξιώσεως η οποία αποβλέπει στην προστασία του θύματος-δέκτη ενδοοικογενειακής βίας, την οποία (αξίωση) διέθετε το πρόσωπο αυτό και πριν την θέση σε ισχύ του ν. 3500/2006, ως επιμέρους δυνατότητα, που ενυπάρχει στη γενικότερη αξίωση προς παράλειψη της προσβολής της προσωπικότητας, κατά την ΑΚ 57 και η οποία προσβολή προκαλείται, βεβαίως, σε κάθε εκδήλωση ενδοοικογενειακής βίας. Η αντίθετη παραδοχή, ήτοι αν γινόταν δεκτό ότι τέτοια δυνατότητα παρέχεται μόνο στο πλαίσιο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, θα ισοδυναμούσε με παραχώρηση από το νόμο μίας «θνησιγενούς» αξιώσεως, λόγω της αδυναμίας ασκήσεως, εντός της προθεσμίας του άρθρου 693 § 1 ΚΠολΔ, αγωγής για την κύρια υπόθεση, που θα είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου, κατά το άρθρο 693 § 2 ΚΠολΔ, την 31η ημέρα από την έκδοση της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων[59], αποτέλεσμα βεβαίως μη ανεκτό δικαιοπολιτικά.
Στις δικονομικής φύσεως διατάξεις, εντάσσονται και τα άρθρα 19 και 22 του νόμου. Το άρθρο 19 προβλέπει ότι σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, μέλη της οικογένειας εξετάζονται, ως μάρτυρες, χωρίς όρκο. Πρόκειται για ρητή εξαίρεση στον κανόνα του άρθρου 408 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο ο μάρτυρας οφείλει να ορκισθεί με πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο πριν εξετασθεί.
Τέλος, στο άρθρο 22 περιέχεται σημαντική πρόβλεψη για τη δυνατότητα πραγματικής προσβάσεως των θυμάτων στη δικαιοσύνη. Ειδικότερα προβλέπεται ότι στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως, εξαιτίας συγκεκριμένου περιστατικού βίας, παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας για την κάλυψη των εξόδων της δίκης, με μόνη την απόδειξη του περιστατικού της βίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 194 επ. του ΚΠολΔ, αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά, τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες. Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να λάβει το θύμα ακόμη και αν είναι εύπορο, εφόσον βάσει των πραγματικών περιστατικών (προσωρινής οικονομικής αδυναμίας) αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης, διότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία χωρίς να μπορέσει να πάρει χρήματα, σχετικά έγγραφα κλπ.
Β) Διατάξεις αστικού δικαίου στο πλαίσιο του θεσμού της ποινικής διαμεσολαβήσεως
Μεταξύ των προϋποθέσεων για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολαβήσεως, είναι, όπως ήδη σημειώθηκε, η κατά το άρθρο 11 § 2 γ΄ υποβολή ανεπιφύλακτης δηλώσεως εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο, σωρευτικά με τις λοιπές προϋποθέσεις, να άρει ή αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν αμέσως, τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη της ενδοοικογενειακής βίας και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 12 § 6 του ν. 3500/2006, αν τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξεως είναι περισσότερα, για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολαβήσεως, απαιτείται μεταξύ τους συμφωνία. Το ίδιο ισχύει, και αν η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα. Αν μάλιστα δεν επιτευχθεί συμφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή.
Στις αστικές συνέπειες της ποινικής διαμεσολαβήσεως, ανήκουν όσα προβλέπονται στο άρθρο 14 του ν. 3500/2006. Σύμφωνα με αυτό, η συμφωνία των διαδίκων για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολαβήσεως ισχύει ως συμβιβασμός, προφανώς υπό την έννοια της ΑΚ 871, ως προς τις χρηματικές αξιώσεις που γεννώνται από το έγκλημα (αδίκημα) ενδοοικογενειακής βίας. Αν εντός 3ετίας από την αρχειοθέτηση της υποθέσεως (με διάταξη του εισαγγελέα) ο φερόμενος ως δράστης δεν συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης, τότε αυτή μπορεί να ανατραπεί με πρωτοβουλία του παθόντος. Τούτο, έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία, αν οι αξιώσεις του παθόντος ήταν μεγαλύτερες, από όσες κάλυψε με τη συμφωνία ο φερόμενος, ως δράστης. Ο τελευταίος, δεν μπορεί να ανατρέψει τη συμφωνία, αλλά αν αυτό συμβεί συνεπεία αγωγής του θύματος, ο δράστης μπορεί να αναζητήσει, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, όσα επιπλέον κατέβαλλε, (εκτός από αυτά που αντιστοιχούν πράγματι στην αξίωση του θύματος) ή να συνυπολογίσει όσα έχει ήδη καταβάλει στο θύμα, βάσει της συμφωνίας για την κάλυψη των αξιώσεων του τελευταίου.
Μόνη, πάντως, η συμφωνία του παθόντος συζύγου για την έναρξη της ποινικής διαμεσολαβήσεως, δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής διαζυγίου[60] ή την υποβολή αιτήσεως συναινετικής λύσεως του γάμου ούτε την πρόοδο, της τυχόν αρξάμενης ήδη δίκης και τη λύση του γάμου.
Τέλος, μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολαβήσεως αποκλείεται η ανατροπή της συμφωνίας, για οποιοδήποτε λόγο καθώς και η αναζήτηση των καταβληθέντων σε συμμόρφωση αυτής. Τα ίδια αποτελέσματα δε, επιφέρει και η λύση του γάμου μεταξύ των συζύγων εντός της τριετίας.
- Διοικητικού δικαίου διατάξεις – Κοινωνική συμπαράσταση θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας
Το άρθρο 23 του ν. 3500/2006 κρίνεται ως ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την πραγματική αρωγή της πολιτείας και της κοινωνίας σε μαθητές – θύματα ενδοικογενειακής βίας. Ορίζεται λοιπόν, ότι εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή[61] έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας[62], ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας[63]. Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει δε, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 37 § 1 του ΚΠΔ ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής. Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο διευθυντής της σχολικής μονάδας, ο οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις παραπάνω αρμόδιες αρχές και ο εκπαιδευτικός, ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες, μόνο αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, παρά μόνο με τη δική τους κατάθεση[64].
Τέλος, ο έλληνας νομοθέτης εξέφρασε στο άρθρο 21 του ν. 3500/2006[65] την συμπαράσταση του προς τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ορίζοντας ότι αυτά δικαιούνται ηθικής συμπαραστάσεως και της αναγκαίας υλικής συμπαραστάσεως και συνδρομής από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και από κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ. Οι δε αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται, εφόσον το ζητήσει το θύμα, να ενημερώσουν αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή.
- Κριτική
Το νομοθετικό- θεσμικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα, κρίνεται ως άρτιο και επαρκές. Αντίθετα, δεν κρίνεται επαρκής η πραγματική προστασία των θυμάτων, τουλάχιστον όπως την επιδίωξε ο νομοθέτης. Τούτο δεν οφείλεται στην «κακή» εφαρμογή του νόμου ούτε σε αμέλεια ή παραλείψεις των λειτουργών της δικαιοσύνης. Οφείλεται, όπως ήδη σημειώθηκε, στην απουσία των κατάλληλων υποστηρικτικών δομών και υπηρεσιών[66] που απαιτούνται για την ουσιαστική εφαρμογή του νόμου και στην ελλιπή μεταξύ τους διασύνδεση, καθώς και στον δυστυχώς υπαρκτό κοινωνικό στιγματισμό των (ούτως ή άλλως ελλιπώς ενημερωμένων) θυμάτων, την αποφυγή του οποίου τα ίδια (ευλόγως) επιδιώκουν, με αποτέλεσμα πλήθος σχετικών υποθέσεων να μην φτάνει ποτέ ενώπιον της δικαιοσύνης. Δεν πρέπει δε να λησμονείται, ότι η διστακτικότητα των θυμάτων να προσφύγουν στη δικαιοσύνη οφείλεται και στον φόβο τους περί επιδεινώσεως των σχέσεων τους με τον δράστη, ιδίως διότι (τα θύματα) διαπιστώνουν την απουσία των κατάλληλων προστατευτικών ή/και θεραπευτικών μηχανισμών, οι οποίοι θα διευκόλυναν την αποκατάσταση της ηρεμίας στην οικογένεια σε συνδυασμό με τις διοικητικής φύσεως αδυναμίες των σχετικών δημόσιων υπηρεσιών. Την αδυναμία, άλλωστε, πραγματικής λειτουργίας των (δημόσιων) βοηθητικών για την ποινική διαμεσολάβηση προγραμμάτων, επιδείνωσε η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα και ο πλήρης ευτελισμός των κρατικών προνοιακών πολιτικών που ακολούθησε ως συνέπεια αυτής. Στις δε επαρχιακές πόλεις, οι σχετικές υποδομές είναι υποτυπώδεις
Από την αρχική εφαρμογή του νόμου 3500/2006 και εφεξής, καταγράφηκε πάντως σημαντική αύξηση, σε ποσοστό 29%, των καταγγελλομένων περιπτώσεων, αλλά όχι ικανοποιητική πορεία στην ενεργοποίηση του μηχανισμού της ποινικής διαμεσολαβήσεως, όπως αυτά απεικονίζονται στα αριθμητικά δεδομένα των 2 μεγαλύτερων Εισαγγελιών Πρωτοδικών της χώρας, ήτοι της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης[67].
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι προφανές, ότι η βελτίωση της πραγματικής εφαρμογής του νόμου προϋποθέτει δράση τόσο κοινωνική όσο και οργανωτική. Έτσι, ως αναγκαία κρίνεται, πέραν όσων σημειώθηκαν παραπάνω και η δημιουργία ενός ευρύτερου δικτύου κέντρων υποδοχής, ψυχοκοινωνικής, οικονομικής και νομικής αρωγής των θυμάτων, καθώς και η ανάπτυξη προγραμμάτων συνεχούς καταρτίσεως του εμπλεκόμενου προσωπικού, ήτοι εισαγγελικών, δικαστικών και κοινωνικών λειτουργών, αλλά και των εκπαιδευτικών και των αστυνομικών. Η ειδική δε (σεμιναριακή ή μέσω εκδόσεως σχετικών εγχειριδίων[68] κλπ.) εκπαίδευση των εμπλεκομένων με το φαινόμενο λειτουργών, όπως οι εκπαιδευτικοί και τα αστυνομικά όργανα, θα ήταν παραπάνω από επιθυμητή.
ΙIΙ. Κυπριακή έννομη τάξη
- Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Σε αντίθεση με την ελληνική νομοθεσία, στην κυπριακή έννομη τάξη το νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση και καταστολή της βίας στην οικογένεια δεν συγκεντρώνεται σε ένα νομοθέτημα. Ειδικότερα, από το έτος 1990 και δυνάμει, τουλάχιστον 5 νόμων, τα Επαρχιακά Δικαστήρια ποινικής δικαιοδοσίας και τα Οικογενειακά Δικαστήρια αναλαμβάνουν να επιλύσουν τις ποινικές και αστικές (αντίστοιχα) διαφορές, που δημιουργούνται, λόγω εμφανίσεως περιστατικών βίας στο οικογενειακό περιβάλλον[69]. Οι σχετικές με την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας διατάξεις των εν λόγω (κυπριακών) νόμων, επιχειρείται να παρουσιαστούν στην παρούσα μελέτη με ταυτόχρονες κριτικές επισημάνσεις.
- Ποινική καταστολή της ενδοοικογενειακής βίας – Ο περί βίας στην οικογένεια νόμος 119 (1) του 2000 (πρόληψη και προστασία θυμάτων)
Στο πλαίσιο της κυπριακής νομοθεσίας, οι ποινικού δικαίου ρυθμίσεις αναφορικά με τη βία στην οικογένεια περιέχονται στον νόμο 119 (Ι) του 2000 περί βίας στην οικογένεια (πρόληψη και προστασία θυμάτων)[70], όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 212 (I) του 2004. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου[71], σημειώθηκε χαρακτηριστικά ότι η αύξηση που παρατηρείται στην εμφάνιση περιστατικών βίας στην οικογένεια, κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του «κοινωνικά απαράδεκτου αυτού φαινομένου» με τη θέσπιση του περί βίας στην οικογένεια νόμου. Οι αυστηρές ποινές που προβλέπει ο εν λόγω νόμος, καθιστούν τα εγκλήματα βίας στην οικογένεια ακόμη πιο σοβαρά από ανάλογα εγκλήματα εναντίον προσώπων, τα οποία βρίσκονται έκτος του κύκλου της οικογένειας και η τιμωρία τους προβλέπεται από τον ΠΚ. Η διάκριση είναι εμφανής. Η αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου προς τους ενόχους αδικημάτων βίας στην οικογένεια, εκφράζεται μέσω της αυστηρότερης ποινής που προβλέπει ο νόμος, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκεται, μέσω της ποινής, και η εξυπηρέτηση του σκοπού της αποτροπής. Περαιτέρω, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου[72], σημειώνονται συγκεκριμένα τα εξής: «Η σοβαρότητα εγκλημάτων βίας στην οικογένεια είναι αυτόδηλη. Εκτός από το τραύμα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της. Χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου του αποτελεί ιδιαίτερη πτυχή εγκλημάτων βίας στην οικογένεια, τα οποία έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη χρήση βίας ως μέσο επιβολής της θέλησης του συζύγου επί της συζύγου του και την κυριαρχία του στην οικογένεια, με έρεισμα τη σωματική του δύναμη. Η βία αντικαθιστά το λόγο και η ισχύς τη λογική. Εξαρθρώνεται το κλίμα ισότητας που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των συζύγων – (βλ. Κούλλουρος ν. Κούλλουρου & άλλου (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 50). Η άσκηση βίας από το σύζυγο εις βάρος της συζύγου του αποτελεί ανάθεμα για τις συζυγικές σχέσεις και πλήττει τον πυρήνα της οικογένειας. Τέτοια συμπεριφορά δεν γίνεται ανεκτή. Πρέπει να εκριζωθεί από την οικογένεια.»
Χαρακτηριστικό είναι επίσης και το απόσπασμα από την απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου[73], όπου υπογραμμίζονται τα εξής: «Η ιδιαίτερη αυστηρότητα με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η άσκηση βίας σε μέλος της οικογένειας κατηγορουμένου, τονίστηκε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, Ποιν. Εφ. 7012 ημερ. 11.4.2001. Είναι αδιανόητο κάποιος να κακοποιείται στο οικογενειακό σπίτι που αποτελεί το καταφύγιο του και όπου θα έπρεπε να βρίσκει προστασία και στοργή».
Περαιτέρω, στα άρθρα 2 και 3 του ως άνω νόμου, περιέχονται εννοιολογικοί προσδιορισμοί και οριοθετείται η έννοια της βίας και το πεδίο εφαρμογής της[74].
Στο άρθρο 2 λοιπόν, υπολαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι, εκτός αν από το ίδιο το κείμενο του νόμου προκύπτει διαφορετική έννοια, «ανήλικο πρόσωπο» σημαίνει πρόσωπο το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, «Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία, «μέλος της οικογένειας» σημαίνει (α) άντρα και γυναίκα[75] που είτε έχουν συνάψει νόμιμο γάμο ανεξάρτητα αν ο γάμος υφίσταται ή όχι[76], είτε συζούν[77] ή συζούσαν ως ανδρόγυνο, (β) γονείς των προσώπων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, (γ) τέκνα των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση (α), ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά ή υιοθετημένα τέκνα του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων καθώς και τα εγγόνια των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση (α), (δ) κάθε πρόσωπο το οποίο διαμένει με οποιοδήποτε από τα ως άνω πρόσωπα και «οικογενειακή κατοικία», σημαίνει το μέρος όπου το θύμα της βίας έχει τη συνήθη διαμονή του, ανεξάρτητα από το σε ποιον από τους δύο συζύγους ή άλλους ενοίκους αυτή ανήκει ή ανεξάρτητα από τα ποσοστά ιδιοκτησίας.
Ο εννοιολογικός προσδιορισμός και το πεδίο εφαρμογής της «βίας» συναντάται στο άρθρο 3 του ως άνω νόμου, όπου στην πρώτη παράγραφο του ορίζεται ότι: «Βία, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σημαίνει οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του». Αξιοσημείωτη είναι εν προκειμένω, η ευρύτητα του εν λόγω ορισμού, ώστε μπορούν να περιληφθούν στην έννοια της βίας, πλήθος πράξεων, παραλείψεων ή συμπεριφορών.
Περαιτέρω, στο άρθρο 3 § 2 ορίζεται ότι ανεξάρτητα από την παραπάνω ερμηνεία του όρου «βία», στην έννοια αυτή εμπίπτουν και τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 4 § 2 και § 5 του εν λόγω νόμου καθώς και το αδίκημα της αιμομιξίας, (άρθρο 147 του ΚυπρΠΚ). Βία αποτελεί δε κατά το άρθρο 3 § 3 του προκείμενου νόμου και πράξη ή συμπεριφορά η οποία συνιστά βία, κατά τα ανωτέρω οριζόμενα ή αδίκημα, με βάση τα άρθρα 175 (κτηνοβασία) και 177 (ανήθικες προβολές) του ΚυπρΠΚ, όταν διαπράττεται κατά την παρουσία ανήλικου μέλους της οικογένειας. Η προκείμενη περίπτωση, θεωρείται βία η οποία ασκείται εναντίον του εν λόγω ανηλίκου, εφόσον δύναται να προκαλέσει σ’ αυτό ψυχική βλάβη. Όποιος μάλιστα ασκεί βία με βάση τα παραπάνω, διαπράττει αδίκημα, το οποίο τιμωρείται, εκτός από την περίπτωση της κοινής επιθέσεως (που τιμωρείται με 2ετή φυλάκιση και στην περίπτωση που σε άλλο ή στον προκείμενο νόμο προβλέπεται αυστηρότερη ποινή), με ποινή φυλακίσεως μέχρι 5 έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Ο νόμος 119/2000[78] περιέχει και διάταξη (άρθρο 4) υπό τον τίτλο: «Άκρως σoβαρή βία», όπου απαριθμούνται αδικήματα βασιζόμενα σε άρθρα του ΚυπρΠΚ, τα οποία όταν διαπράττονται από ένα μέλος της οικογένειας σε βάρος άλλου μέλους, έχουν αυξημένη ποινική απαξία και θεωρούνται δικαίως, για τους σκοπούς του εν λόγω νόμου, αυξημένης σοβαρότητας. Έτσι, το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει στις περιπτώσεις αυτές τις αυξημένες ποινές που προβλέπονται σε σχετική στήλη του άρθρου 4, αντί τις ποινές, οι οποίες προβλέπονται στα αντίστοιχα άρθρα του ΚυπρΠΚ[79]. Ενδεικτικά μόνο αναφέρονται εδώ, η περίπτωση ε΄ αναφορικά με το αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 έως 16 ετών (154 ΚυπρΠΚ), που όταν τελείται σε βάρος μέλους οικογένειας, η ποινή φυλακίσεως αυξάνεται από 2 σε 10 έτη και η περίπτωση η΄ σε σχέση με το αδίκημα της συνουσίας δια βίας (172 ΚυπρΠΚ), σε βάρος μέλους οικογένειας, όπου η ποινή φυλακίσεως αυξάνεται από 14 έτη σε ισόβια φυλάκιση.
Τέλος, σε ξεχωριστή διάταξη, (άρθρο 5), ρυθμίζεται το αδίκημα του βιασμού και της απόπειρας βιασμού συζύγου από σύζυγο. Ως προς τα αδικήματα αυτά, μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ότι έχουν διαπραχθεί από σύζυγο εναντίον συζύγου, αν, με βάση τα γεγονότα της υποθέσεως, θα στοιχειοθετούνταν επίσης και στην περίπτωση, κατά την οποία ο δράστης και το θύμα δεν ήταν σύζυγοι. Τιμωρούνται δε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 -146 του ΚυπρΠΚ.
Το τρίτο μέρος του ν. 119 (Ι) του 2000 (άρθρα 6-8), αφορά σε θεσμούς βοηθητικούς, καθοδηγητικούς και συμβουλευτικούς με στόχο την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, την καταγγελία των σχετικών περιστατικών και συμπεριφορών από τους παθόντες, την προστασία των τελευταίων και την ενεργοποίηση των αστυνομικών και δικαστικών αρχών για την κίνηση των σχετικών δικαστικών διαδικασιών απονομής δικαιοσύνης. Πρόκειται ειδικότερα, για τον θεσμό του Οικογενειακού Συμβούλου (άρθρο 6), τις Συμβουλευτικές Επιτροπές (άρθρο 7) και τις Πολυθεματικές Ομάδες (άρθρο 8)[80].
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας στην οικογένεια, συστήθηκε το έτος 1996, βάσει του άρθρου 16 του προκείμενου νόμου με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Αποστολή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως προκύπτει και από το σχετικό πεδίο της ιστοσελίδας της (http://www.familyviolence.gov.cy)[81], είναι η «καλύτερη» εφαρμογή του ως άνω νόμου σε συνεργασία με τους αρμόδιους κρατικούς και εθελοντικούς φορείς, και ο ελπιδοφόρος πλην μεγαλεπήβολος στόχος «να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό η ολοκληρωμένη πρόληψη και ολική εξάλειψη της βίας στην οικογένεια». Στις αρμοδιότητες της Επιτροπής, ανήκει η παρακολούθηση του προβλήματος της βίας στην οικογένεια στην Κύπρο, η ενημέρωση και διαφώτιση του κοινού και των επαγγελματιών με διάφορα μέσα, περιλαμβανομένων ειδικών συνεδρίων, επιμορφωτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, η προώθηση σχετικών επιστημονικών ερευνών και η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των σχετικών με την ενδοοικογενειακή βία υπηρεσιών, καθώς και η εφαρμογή και τήρηση της σχετικής νομοθεσίας.
Στο τέταρτο μέρος του νόμου 119/2000 και δη στα άρθρα 9-14, σχετικά με τις καταθέσεις μαρτύρων και θύματος βίας μετά από καταγγελία, περιλαμβάνονται αναλυτικές διατάξεις ως προς την λήψη της καταθέσεως του θύματος, τις οπτικογραφημένες καταθέσεις και τους κανόνες λήψεως τους από αστυνομικούς, τις εξουσίες του δικαστηρίου να μην επιτρέπει παρουσίαση μέρους καταθέσεως, αλλά και να επιτρέπει κύρια εξέταση καθώς και να αποδέχεται, ως μαρτυρία, άμεση καταγγελία από θύμα αδικήματος βίας.
Το πέμπτο μέρος του νόμου (άρθρα 15-20) περιέχει δικονομικής και αποδεικτικής φύσεως διατάξεις, οι οποίες αφορούν στην εκδίκαση των υποθέσεων και στις μαρτυρίες, ήτοι σε ζητήματα ταχείας εκδικάσεως, ενισχυτικής μαρτυρίας, καταθέσεως ψυχιάτρου ή ψυχολόγου, αποτροπής εκφοβισμού θύματος ή μάρτυρα, ελέγχου της αντεξετάσεως ανηλίκων ή άλλων θυμάτων βίας και εξέταση ως «ικανού» μάρτυρα, συζύγου κατηγορουμένου για αδίκημα βίας, τόσο όταν ο σύζυγος είναι το θύμα της βίας, όσο και όταν το θύμα της βίας είναι άλλο μέλος της οικογένειας, οπότε τότε ο σύζυγος είναι «εξαναγκάσιμος μάρτυρας»
Το έκτο μέρος του νόμου περιλαμβάνει 5 άρθρα (άρθρα 21-25) σχετικά με την έκδοση διαταγμάτων από δικαστήριο ποινικής δικαιοδοσίας και μια εναλλακτική δυνατότητα μεταχειρίσεως του κατηγορούμενου για αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας και πάλι πάντως με απόφαση του δικαστηρίου.
Ρυθμίζονται λοιπόν: α) το διάταγμα απομακρύνσεως ανηλίκου, β) το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομακρύνσεως του θύματος, γ) το διάταγμα αποκλεισμού και δ) η κηδεμονία ή αναστολή φυλακίσεως με ειδικούς όρους.
Το διάταγμα απομακρύνσεως ανήλικου ρυθμίζεται στο άρθρο 21 του ν. 119/2000. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δύναται, κατά ή μετά την εκδίκαση υποθέσεως βίας με θύμα ανήλικο πρόσωπο, να διατάξει για οποιαδήποτε χρονική περίοδο κρίνει αναγκαία, την απομάκρυνση του εν λόγω θύματος και την τοποθέτησή του σε ασφαλές μέρος ή την ανάθεση της φροντίδας του στο Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να εκδώσει προσωρινό διάταγμα περί της απομακρύνσεως του ανήλικου θύματος, κατά το άρθρο 22 του ίδιου νόμου.
Το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομακρύνσεως θύματος του άρθρου 22 προβλέπει ότι το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήσεως μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του κατηγόρου ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του Οικογενειακού Συμβούλου ή άλλου προσώπου, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ’ αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομακρύνσεως ανήλικου θύματος, μέχρι την καταχώριση και εκδίκαση ποινικής υποθέσεως εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα βίας. Ο νόμος δεν ορίζει από πού γίνεται η απομάκρυνση του θύματος και ποιο είναι το ασφαλές μέρος στο οποίο «τοποθετείται», προφανώς όμως το θύμα απομακρύνεται από το βίαιο οικογενειακό περιβάλλον και «προστατεύεται»[82] σε στέγη ή ξενώνα φιλοξενίας ή σε μέρος που υποδεικνύει η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.
Το δικαστήριο εκδίδει το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομακρύνσεως θύματος σε οιονδήποτε χρόνο, αφού υποβληθεί αίτηση, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή, στην περίπτωση ανήλικου θύματος, ένορκη δήλωση οποιουδήποτε προσώπου, που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο ασκήσεως ή επαναλήψεως βίας, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων, βάσει νόμου.
Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο μέχρι 8 ημερών από την ημέρα επιδόσεως του στον «ύποπτο», κατά την ακριβή διατύπωση του νόμου, και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει ο πρωτοκολλητής. Κατά την ορισμένη από τον πρωτοκολλητή ημέρα και ώρα το δικαστήριο ακούει τον «ύποπτο» ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει έως 8 επιπρόσθετες ημέρες. Το δικαστήριο μπορεί, μάλιστα, να παρατείνει την ισχύ του διατάγματος μέχρι και οκτώ ημέρες, χωρίς όμως η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις 24 ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής διώξεως εναντίον υπόπτου.
Τέλος, το δικαστήριο μπορεί μετά την καταχώριση ποινικής διώξεως εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομακρύνσεως ανηλίκου θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως, προφανώς για λόγους προστασίας του θύματος.
Το «διάταγμα αποκλεισμού» προβλέπεται στο άρθρο 23. Δυνάμει τούτου, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει εναντίον προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος βίας στην οικογένεια, διάταγμα, με συγκεκριμένη περίοδο ισχύος και με συγκεκριμένους όρους, με το οποίο να απαγορεύει στο ως άνω πρόσωπο να εισέρχεται ή να παραμένει στην οικογενειακή κατοικία.
Το εν λόγω διάταγμα ομοιάζει, ως προς την απαγορευτική του διάταξη περί απαγορεύσεως στο πρόσωπο που αφορά να προσέρχεται ή παραμένει στην οικογενειακή κατοικία την προβλεπόμενη στην ελληνική νομοθεσία (άρθρο 735 εδ. β΄ ΚΠολΔ) απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία μπορεί να διαταχθεί και με προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 ΚΠολΔ[83].
Δεν προβλέπεται πάντως ρητά στον κυπριακό νόμο η δυνατότητα του δικαστή να απαγορεύσει στο συγκεκριμένο πρόσωπο και να προσεγγίζει τον χώρο εργασίας του θύματος, τις κατοικίες των συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια τον παιδιών, τους ξενώνες φιλοξενίας κλπ. Η απαγόρευση αυτή προκύπτει πάντως από το πνεύμα και τον σκοπό του νόμου.
Για την έκδοση του προκείμενου διατάγματος αποκλεισμού απαιτείται: (α) Να αποδειχθεί προς ικανοποίηση του δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή (διαζευκτικά) ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα ή ότι (β) η βία που ασκήθηκε έχει προκαλέσει τέτοια πραγματική σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη, που να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή τη σεξουαλική ή ψυχική υγεία των θυμάτων ή (γ) να αρνείται ο κατηγορούμενος να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου που επιβάλλεται ως όρος για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 33 του ΚυπρΠΚ. Το δικαστήριο ορίζει στο εκδιδόμενο διάταγμα, ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού, κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παρατάσεως ή διαφοροποιήσεως του διατάγματος. Κατά την εν λόγω εξέταση, το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορούμενου του παραπονούμενου ή της παραπονούμενης και οποιουδήποτε άλλου προσώπου επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός αν πρόκειται για ανήλικο και δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσει εναντίον του κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των αρμόδιων υπηρεσιών. Ο κατηγορούμενος δύναται, πάντως, να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.
Διατάγματα αποκλεισμού μπορούν να επιβληθούν και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου. Το δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού, σε περιπτώσεις όπου επιβάλλει ταυτόχρονα και ποινή φυλακίσεως για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών. Στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως μικρότερη των έξι μηνών, διάταγμα αποκλεισμού δύναται να εκδοθεί ταυτόχρονα με την ποινή της φυλακίσεως, αλλά η ισχύς θα αρχίζει μετά την αποφυλάκιση του δράστη.
Εάν δε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού, το παραβιάζει ενόσω αυτό βρίσκεται σε ισχύ, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι 2 έτη. Η σχετική υπόθεση εκδικάζεται μάλιστα, κατά νομοθετική πρόβλεψη, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 15 του νόμου 119/2000 για ταχεία εκδίκαση υποθέσεων βίας
Αξιοσημείωτο είναι ότι για την έκδοση διατάγματος αποκλεισμού, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ως παράγοντα διαμορφώσεως της κρίσεως του, την ιδιοκτησία της οικογενειακής κατοικίας. Μπορεί λοιπόν να εκδώσει διάταγμα αναφορικά με τη διαμονή του υπόπτου ή κατηγορούμενου ή και της οικογένειάς του ως ακολούθως: (α) Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ημίσεως, το δικαστήριο δεν εξετάζει το ζήτημα διαμονής του κατηγορούμενου, αλλά παραπέμπει το ζήτημα για εξέταση στον Οικογενειακό Σύμβουλο, (β) αν ο κατηγορούμενος έχει εξ αδιαιρέτου ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ημίσεως, το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της διαμονής του κατηγορούμενου και ακολούθως δίδει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες σχετικά με τη διαμονή του ιδίου ή της οικογένειάς του ή μελών της.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το δικαστήριο, εξετάζει μεταξύ άλλων τα οικονομικά μέσα του κατηγορούμενου και της οικογένειάς του, σε σχέση με τη διαμονή του ιδίου ή της οικογένειάς του ή οποιουδήποτε μέλους της, και παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα να αποταθεί στο δικαστήριο μέσα σε τακτή προθεσμία και να ζητήσει την αλλαγή της διευθύνσεως της οικογενειακής κατοικίας για την οποία ισχύει το διάταγμα, αν βρει κατάλληλη κατοικία για να μετακινηθεί η οικογένειά του. «Κατάλληλη κατοικία» μάλιστα θεωρεί εν προκειμένω ο νόμος, την κατοικία που βρίσκει ο κατηγορούμενος για την οικογένειά του, η οποία πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν, η ομαλή συνέχιση της διαβιώσεως και λειτουργίας της οικογένειας του κατηγορούμενου σε αυτή.
Πέραν των ως άνω προβλέψεων, το άρθρο 25 του ως άνω νόμου, ρυθμίζει την εναλλακτική περίπτωση της κηδεμονίας ή αναστολής φυλακίσεως με ειδικούς όρους. Η διάταξη δίδει στο δικαστήριο τη δυνατότητα, αν το κρίνει σκόπιμο, αντί της επιβολής στον κατηγορούμενο οποιασδήποτε άλλης ποινής, να δεχθεί αίτημά του να τον θέσει υπό κηδεμονία, δυνάμει του «περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμου», με τον ειδικό όρο ότι θα υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου από ειδικούς ή με άλλους όρους που το δικαστήριο θα κρίνει αναγκαίους, για να αποφευχθεί η επανάληψη πράξεων βίας. Το δικαστήριο, μπορεί επίσης, αν το κρίνει σκόπιμο, να επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως με αναστολή και να θέσει κατά τη διάρκεια της αναστολής τον κατηγορούμενο υπό κηδεμονία και υπό τον παραπάνω ειδικό όρο ότι θα υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου ή οποιουσδήποτε άλλους όρους. Η ανωτέρω, παρεχόμενη εκ του κυπριακού νόμου, δυνατότητα του δικαστηρίου ομοιάζει με τον προβλεπόμενο στα άρθρα 11-13 του ν. 3500/2006 θεσμό της ποινικής διαμεσολαβήσεως[84].
Στο όγδοο μέρος του νόμου (άρθρα 31-35Α), περιέχονται διατάξεις σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία στέγης για την παροχή ασφαλούς διαμονής και προστασίας θυμάτων βίας στην Κύπρο, αλλά και ρυθμίζονται ως χωριστά ποινικά αδικήματα, η παρενόχληση[85] (από τον κατηγορούμενο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο) θύματος, μάρτυρα υποθέσεως βίας ή συγγενικού τους προσώπου, εν γνώσει πάντως του δράστη ότι τα πρόσωπα αυτά φέρουν την ως άνω ιδιότητα (άρθρο 32)[86], η απαγόρευση αποκαλύψεως στοιχείων ταυτότητας (όνομα, διεύθυνση κλπ.) θύματος βίας ή του παραπονούμενου ή και του προσώπου εναντίον του οποίου γίνεται η καταγγελία (άρθρο 34[87]), καθώς και η απαγόρευση παράδοσης, παραλαβής ή δημοσιεύσεως αντιγράφων καταθέσεων σε ή οποιοδήποτε πρόσωπο (άρθρο 35).
Τέλος, ρυθμίζεται η ποινική αντιμετώπιση[88] της παραλείψεως ορισμένου πολίτη να καταγγείλει περίπτωση βίας, που έχει περιέλθει εις γνώση του (άρθρο 35Α), σε βάρος ανηλίκου προσώπου ή προσώπου με σοβαρές διανοητικές ή ψυχικές ανεπάρκειες. Οι εν λόγω ρυθμίσεις κρίνονται ως επιτυχείς, καθότι είναι προστατευτικές τόσο για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας, όσο και αναφορικά με την εν γένει προστασία των προσωπικών δεδομένων όλων των εμπλεκομένων προσώπων.
- Νομοθετική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στο πλαίσιο των οικογενειακών διαφορών – Ο Οικογενειακός Δικαστής αντιμέτωπος με τη βία στην οικογένεια, κατά την εκδίκαση αστικών διαφορών
Α. Ο περί γάμου νόμος 104 (Ι)/2003[89]
Στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, υπάγεται μεταξύ άλλων και η αγωγή διαζυγίου για την λύση (θρησκευτικού ή πολιτικού) γάμου. Κατά την εκδίκαση μιας τέτοιας διαφοράς μεταξύ συζύγων, το οικογενειακό δικαστήριο μπορεί να βρεθεί ενώπιον περιπτώσεως βίας στην οικογένεια.
Περαιτέρω, στο άρθρο 27 του ν. 104/2003 προβλέπονται οι λόγοι διαζυγίου[90]. Στο δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου ορίζεται, ότι ο γάμος μπορεί να λυθεί με (τελεσίδικη) απόφαση του δικαστηρίου[91], όταν οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά για λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως[92], ή καθ’ όσον αφορά στους ανήκοντες στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, και για οποιοδήποτε άλλο λόγο προβλέπεται, δυνάμει της παραγράφου 2Β του Άρθρου 111 του Κυπριακού Συντάγματος[93].
Στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 27 του ν. 104/2003 εισάγεται μαχητό τεκμήριο κλονισμού του γάμου. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι: «εκτός αν ο εναγόμενος αποδείξει το αντίθετο, τεκμαίρεται ότι οι σχέσεις μεταξύ των συζύγων έχουν κλονισθεί και ότι είναι αφόρητη για τον ενάγοντα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης για λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγόμενου όπως απαιτεί το εδάφιο, σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας ή εγκατάλειψης του ενάγοντα, ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο ή άσκησης βίας εναντίον του από τον εναγόμενο κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «βία» δυνάμει του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων Νόμου)», δηλαδή δυνάμει του αμέσως ανωτέρω αναφερθέντος ποινικού νόμου περί ενδοοικογενειακής βίας[94].
Αξιοσημείωτο είναι ότι εν προκειμένω εντοπίζεται σχεδόν πανομοιότυπη πρόβλεψη με αυτή του εδαφίου β΄ του άρθρου 1439 του ΑΚ[95], όπου προβλέπεται επίσης ως λόγος διαζυγίου ο ισχυρός κλονισμός του γάμου και ορίζεται ότι : «Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος».
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ενώπιον περιστατικού βίας στην οικογένεια και εξ αυτού του λόγου κλονισμού της έγγαμης συμβιώσεως και υπάρξεως λόγου διαζυγίου και λύσεως του γάμου μπορεί να βρεθεί στο πλαίσιο της κυπριακής έννομης τάξεως και ο Επίσκοπος. Διότι οι «περί Απόπειρας Συvδιαλλαγής και Πvευματικής Λύσης τoυ Γάμoυ Νόμoι τoυ 1990 και 1995» προβλέπουν[96] ότι καμιά αγωγή για τη λύση γάμoυ δεν καταχωρείται, αν δεν δοθεί πρoηγoυμένως γνωστoπoίηση[97] στoν αρμόδιo Επίσκoπo[98] περί προθέσεως ασκήσεως αγωγής διαζυγίoυ. Η εν λόγω γνωστοποίηση δεν απαιτείται μόνον, αν ο επικαλoύμεvoς με την αγωγή λόγoς για την λύση τoυ γάμoυ είvαι η αφάvεια ή η φρενoβλάβεια τoυ εναγόμενου συζύγoυ.
Όταν ο Επίσκοπος λάβει τη γνωστoπoίηση, την καταχωρήσει στo τηρούμενο Μητρώo Γνωστoπoιήσεων και πρoσκαλέσει με γραπτή ειδoπoίηση τoυς συζύγoυς να εμφαvιστoύv αυτoπρoσώπως ενώπιoν τoυ[99], προκειμένου να προσπαθήσει «για συνδιαλλαγή τoυς με όλα τα πρόσφoρα κατά τηv κρίση τoυ πvευματικά μέσα», πιθανόν θα πρέπει να διαχειριστεί ένα κλονισμένο γάμο, λόγω περιστατικών βίας μεταξύ των συζύγων ή άλλων μελών της οικογένειας.
Κατόπιν τούτων, προκύπτει ότι αν έχει μεσολαβήσει περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, πριν την καταχώριση αγωγής για λύση του κλονισμένου, λόγω της ενδοοικογενειακής βίας, γάμου, υποχρεωτικά ο ενάγων θα πρέπει να αιτηθεί συνδιαλλαγή στον Επίσκοπο, όπου θα βρεθεί ενώπιον μιας προσπάθειας «συμφιλιώσεως» με τον βίαιο ή βίαιη σύζυγο, καθώς ο νόμος εξαιρεί την υποχρέωση τηρήσεως της διαδικασίας αυτής, μόνο σε περίπτωση αφάνειας ή φρενοβλάβειας του άλλου συζύγου. Επομένως δεν αποτελεί εξαίρεση, κατά τον νόμο, η περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας. Έχω τη γνώμη ότι η σχετική ρύθμιση θα έπρεπε να εξαιρεί την υποχρέωση τηρήσεως της προαναφερθείσας διαδικασίας ενώπιον του Επισκόπου και όταν ο λόγος της αγωγής διαζυγίου αφορά σε περιστατικό βίας στην οικογένεια, αφενός διότι η συμμετοχή στη διαδικασία αυτή πιθανόν θα προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα και ένταση, αφετέρου διότι ο Επίσκοπος δεν κρίνεται, ως κατάλληλος, να επιλύσει ή έστω να συμβιβάσει μια διαφορά με τέτοιο υπόβαθρο.
Η επίλυση των διαφορών ενδοοικογενειακής βίας πάντως, τουλάχιστον στις ήπιες εκδοχές εμφανίσεως της, αν πράγματι υπάρχουν τέτοιες, λ.χ. όταν πρόκειται για διαταραγμένες συζυγικές ή οικογενειακές γενικά σχέσεις χαρακτηριζόμενες από εκρήξεις θυμού, εντάσεις, καβγάδες, λεκτική βία κλπ. θα μπορούσαν να επιλύονται μέσω της οικογενειακής διαμεσολαβήσεως (family mediation), τουλάχιστον προτού «κρούσουν» την θύρα του δικαστή. Τούτο θα μπορούσε μάλιστα να αποτελέσει, δυνάμει σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως, υποχρεωτική προδικασία για τις εν γένει οικογενειακές διαφορές, αποσυμφορίζοντας ταυτόχρονα τα πινάκια των οικογενειακών δικαστηρίων.
Β. Οι περί σχέσεων γονέων και τέκνων νόμοι του 1990 έως 1998 (ν. 216/1990)
Ο νόμος 216/1990 περί σχέσεων γονέων και τέκνων, προβλέπει στο άρθρο 18 τις συνέπειες κακής ασκήσεως, και αφαιρέσεως της γονικής μέριμνας και αναθέσεως της σε επίτροπο.
Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι : «(1) Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημα τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του, ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ’ αυτό, το Δικαστήριο, εφόσον το ζητήσει ο άλλος γονέας ή ο Διευθυντής, μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. (2) Το Δικαστήριο μπορεί να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας, εν όλω ή εν μέρει, ή να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου εν όλω ή εν μέρει σε Επίτροπο. (3) Η αφαίρεση εν όλω ή εν μέρει της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δυο γονείς και η ανάθεση της σε επίτροπο διατάσσονται από το Δικαστήριο μόνο όταν άλλα μέτρα δεν έφεραν αποτέλεσμα ή όταν κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. (4) Το Δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση στον επίτροπο ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και της εν γένει καταλληλότητας του. Η συναίνεση του επιτρόπου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. (5) Η ανάθεση της επιτροπείας γίνεται κατά προτίμηση σε συγγενικά πρόσωπα. (6) Το Δικαστήριο ορίζει την έκταση της γονικής μέριμνας που παραχωρεί στον επίτροπο και τους όρους της άσκησης της».
Είναι προφανές, ότι περί κακής ασκήσεως της γονικής μέριμνας πρόκειται όταν ο ένας ή και οι δύο γονείς εμφανίζουν βίαιη συμπεριφορά σε βάρος του τέκνου. Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 21 του εν λόγω νόμου[100] προβλέπει ότι το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του άλλου γονέα ή του διευθυντή μπορεί να αφαιρέσει από γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας, αν αυτός καταδικάστηκε για αδίκημα που αφορά τη ζωή, την υγεία ή τα ήθη του τέκνου. Το Δικαστήριο μπορεί σ’ αυτή την περίπτωση, εκτιμώντας τις περιστάσεις να αφαιρέσει από το γονέα τη γονική μέριμνα και για τα υπόλοιπα τέκνα του ως άνω γονέα, ύστερα από αίτηση του άλλου γονέα ή του Διευθυντή.
Γ. Οι περί ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων νόμοι, 1991 έως 1999 (ν. 232/1991)
Στην αρμοδιότητα των οικογενειακών δικαστηρίων ανήκουν και οι διαφορές αποκλεισμού ή περιορισμού διατροφής μεταξύ συζύγων σε περίπτωση διαστάσεως ή διαζυγίου.
Στο άρθρο 6 του ν. 232/1991, ορίζεται, λοιπόν, ότι, η διατροφή μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί, αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος βαρύνεται με σοβαρή υπαιτιότητα για τη λύση του γάμου ή τη διακοπή της συμβίωσης ή αν προκάλεσε εκούσια την απορία του.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει στον ενάγοντα σύζυγο οποιοδήποτε ποσό ή να μειώσει το ποσό, το οποίο αυτός θα εδικαιούτο, αν αυτός: (α) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία του άλλου συζύγου, (β) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία τέκνου του άλλου συζύγου, (γ) έχει καταδικαστεί για εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον άλλο σύζυγο ή σε τέκνο του, (δ) εγκατέλειψε χωρίς εύλογη αιτία το σύζυγο ή παρέλειψε να τον συντηρεί, (ε) συμπεριφέρθηκε προς τον άλλο σύζυγο ή τα τέκνα του κατά τρόπο ιδιαίτερα σκληρό ή ανήθικο. Τα παραπάνω αναφερόμενα, αποτελούν προφανώς (και) καταδίκες για βιαία ποινικά αδικήματα σε βάρος μελών της οικογένειας και το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, στην κρίση του για την επιδίκαση ή μη στον ενάγοντα σύζυγο οιουδήποτε ποσού, την βίαιη, έναντι του ενάγοντος, συμπεριφορά του άλλου συζύγου,
Δ. Οι περί οικογενειακών δικαστηρίων νόμοι, 1990 έως 2000 (ν. 23/1990)
Στο τρίτο μέρος του ν. 23/1990 περί δικαιοδοσίας των οικογενειακών δικαστηρίων και δη στα άρθρα 11-13, προβλέπεται η καθ’ύλην και κατά τόπον και αρμοδιότητα τους. Τα οικογενειακά δικαστήρια επιλαμβάνονται, λοιπόν, υποθέσεων που αφορούν: « (α) Λύση Θρησκευτικού γάμου, ο οποίος τελέσθηκε κατά τα θέσμια της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, (β) λύση Θρησκευτικού γάμου οποιουδήποτε άλλου δόγματος εφόσον η λύση τέτοιου γάμου δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία των οικογενειακών δικαστηρίων των θρησκευτικών ομάδων, (γ) λύση πολιτικού γάμου, (δ) θέματα οικογενειακών σχέσεων σε δικαστική διαδικασία που εγείρεται σύμφωνα με τις διατάξεις διμερών ή πολυμερών συμβάσεων στις οποίες έχει προσχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία, (ε) θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία».
Περαιτέρω, στο άρθρο 17, εδ. πρώτο του ν. 23/1990, προβλέπεται ότι σε περίπτωση διακοπής της συμβιώσεως ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 22/1990 περί απόπειρας συνδιαλλαγής και πνευματικής λύσεως του γάμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, το οικογενειακό δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός από τους συζύγους, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσεως του[101]. Και στην προκείμενη διαφορά λοιπόν, το οικογενειακό δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμήσει τυχόν συνδρομή περιστατικών βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας, εξετάζοντας και σταθμίζοντας ιδιαιτέρως μάλιστα, το συμφέρον των τέκνων της οικογένειας[102].
ΙV. Αποτίμηση
Η συγκριτική μελέτη της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία στην ελληνική και κυπριακή έννομη τάξη, οδηγεί με ευκολία στο συμπέρασμα ότι και ο Έλληνας και ο Κύπριος νομοθέτης προσπάθησαν να προστατεύσουν το έννομο αγαθό της διατηρήσεως της σωματικής ακεραιότητας, της ψυχικής υγείας, της αξιοπρέπειας, της ηρεμίας και ασφάλειας και εν γένει της προσωπικότητας του ατόμου μέσα την οικογένεια[103], η οποία συνιστά το «φυσικότερο», για το άτομο, περιβάλλον. Επιπλέον, η προσεκτική μελέτη της σχετικής νομοθεσίας υπενθυμίζει πόσο σημαντικό αγαθό, συνιστά, ευτυχώς και για τον νομοθέτη, η εμπιστοσύνη και ο σεβασμός που οφείλει (και) κάθε μέλος της οικογένειας προς τα έτερα μέλη αυτής (και) μέσα στο σπίτι τους.
Συγκριτικά παρατηρείται δε, ότι στο (ουδέτερο ως προς το φύλο θύτη-θύματος) νομοθετικό πλαίσιο της κυπριακής έννομης τάξεως, δεν προβλέπεται διαδικασία «συμφιλιώσεως» και «καταλλαγής» μεταξύ δράστη και θύματος ενδοοικογενειακής βίας, στο πλαίσιο της «ποινικής διαχειρίσεως» της συμπεριφοράς του δράστη. Δεν προβλέπεται δηλαδή, η διαδικασία της ποινικής διαμεσολαβήσεως ούτε της (αστικής) αποζημιώσεως του θύματος από τον δράστη. Επιπλέον, οι ποινικού δικαίου ρυθμίσεις των εγκλημάτων της ενδοοικογενειακής βίας, κρίνονται μάλλον αυστηρότερες από αυτές της ελληνικής έννομης τάξεως, τουλάχιστον από πλευράς των προβλεπόμενων ποινών. Παρά πάντως την αυξημένη ποινική απαξία των εν λόγω εγκλημάτων, το αυστηρό και κατασταλτικό πνεύμα του σχετικού ποινικού νόμου και την πρόβλεψη υποστηρικτικών για τα θύματα υπηρεσιών και δομών, την πρόβλεψη δηλαδή «δημόσιας βοήθειας», τα πραγματικά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας δεν εμφανίζουν μείωση (ούτε) στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, από την ανάλυση των στοιχείων του ΣΠΑΒΟ[104] για το έτος 2014[105], προκύπτει ότι τα ποσοστά εμφανίσεως βίας στην οικογένεια παρέμειναν στα ίδια υψηλά επίπεδα με το έτος 2013. Σύμφωνα με το αρχείο που τηρεί ο ΣΠΑΒΟ, το έτος 2014 εξυπηρετήθηκαν 1636 περιστατικά στην Κύπρο[106] και φιλοξενήθηκαν στα «καταφύγια» που λειτουργεί ο εν λόγω σύνδεσμος, 72 άτομα. Στην πλειονότητα τους, τα θύματα ήταν γυναίκες (ποσοστό 84%) και ακολουθούν τα παιδιά. Στο 56% των περιπτώσεων, θύτης ήταν ο σύζυγος ή ο σύντροφος του θύματος και το 76% των θυμάτων ζούσαν μαζί με τον θύτη. Σε ό,τι αφορά δε στους θύτες το 80% ήταν άνδρες, 15% γυναίκες και 2% ανήλικοι.
Τα ανωτέρω ανησυχητικά νούμερα υπενθυμίζουν, ότι οι παράγοντες που συντελούν στην εξακολουθητικά ανοδική πορεία του φαινομένου της βίας στην οικογένεια είναι μακροκοινωνικοί. Σ’ αυτούς εντάσσονται με βεβαιότητα, οι δυσμενείς συνθήκες ζωής που δημιουργούν η φτώχεια, η ανεργία, η κοινωνική απομόνωση και η ελλιπής εκπαίδευση, ιδίως των γυναικών, καθώς και ο φόβος ή/και δισταγμός των θυμάτων να καταγγείλουν τους δράστες προκειμένου να αποφύγουν τον κοινωνικό στιγματισμό, την αναβίωση των τραυματικών τους εμπειριών και τα περαιτέρω προβλήματα στη σχέση τους με τον δράστη.
Είναι γνωστό βέβαια ότι τα κοινωνικά προβλήματα δεν επιλύονται (μόνον) με νόμους. Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο ν. 3500/2006, όσο και η εν γένει κυπριακή νομοθεσία περί ενδοοικογενειακής βίας, διαθέτουν τα εχέγγυα να λειτουργήσουν ως αναγκαία και πολύτιμα εργαλεία «στα χέρια κατάλληλων», όμως, χρηστών για την πραγματική διαχείριση και ουσιαστική αντιμετώπιση του φαινομένου.
* Η μελέτη αποδίδει σε ανεπτυγμένη μορφή, προφορική εισήγηση της συγγραφέως, η οποία παρουσιάστηκε στις 7 Μαρτίου 2015 στo 1o Παγκύπριο Συνέδριο Ποινικού Δικαίου & Εγκληματολογίας (Το Έγκλημα, οι Σύγχρονες Προκλήσεις και η Ποινική Καταστολή), που συνδιοργανώθηκε από το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, το Ινστιτούτο Ποινικών Σπουδών & Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και το Εργαστήριο Ποινικών & Εγκληματολογικών Ερευνών Ε.Κ.Π.Α. και διεξήχθη στη Λευκωσία στις 6 -7 Μαρτίου 2015. H μελέτη έχει ήδη δημοσιευθεί στην Κύπρο στο νομικό περιοδικό «Κυπριακή Επιθεώρηση Οικογενειακού Δικαίου» (Έτος 6ο, τεύχος 3ο, Ιούλης-Σεπτέμβρης 2015) και στην Ελλάδα στο νομικό περιοδικό «Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (τεύχος 7/2015, σ.591 επ.), ως προδημοσίευση, από τον υπό έκδοση τόμο πρακτικών του ως άνω συνεδρίου, ενώ προορίζεται και για τον Τόμο προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή Ε.Κ.Π.Α., κ. Νέστορα Κουράκη. Από τη θέση αυτή, ευχαριστώ θερμά την κα Δήμητρα Σορβατζιώτη, Επίκουρη Καθηγήτρια και Αντιπρόεδρο του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, για την πρόσκληση της να συμμετάσχω με εισήγηση στο ως άνω συνέδριο και την εν γένει συνεργασία μας, καθώς και τον κο Νέστορα Κουράκη, Καθηγητή στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας-Ομότιμο Καθηγητή Ε.Κ.Π.Α., Διευθυντή του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών Ε.Κ.Π.Α. και τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών για τις εκ μέρους του επισημάνσεις σε σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές. Επιπρόσθετα, ευχαριστώ και τους κ.κ. Γεώργιο Α. Σεργίδη, Πρόεδρο Οικογενειακού Δικαστηρίου και Σωτήριο Αθ. Λιασίδη, Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη γόνιμη συζήτηση μας αναφορικά με τη δικαστική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στα Οικογενειακά Δικαστήρια της Κύπρου
** Δ.Ν. – Δικηγόρος Λέκτορας Ιδιωτικού Δικαίου Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
- Βλ. Βλ. Τομαρά, Διαστάσεις της Ενδο-Οικογενειακής Βίας: Ο ν. 3500/2006 και ο ρόλος των ειδικών ψυχικής υγείας, Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας της 28ης.6.2007 συνδιοργανώσεως του Τμήματος Νομικής Ε.Κ.Π.Α. και του Εργαστηρίου Ποινικών & Εγκληματολογικών Ερευνών με θέμα: Ενδοοικογενειακή Βία: Προοπτικές μετά τον Ν. 3500/2006, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2008, σ.80·Σ. Γιοβάνογλου, Η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής γενετήσιας κακοποιήσεως του παιδιού με «συνεδρίες οικογενειακών ομάδων», ΠοινΔνη 2009.94 επ..
- Βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Σκέψεις για τον ν. 3500/2006 (ενδοοικογενειακή βία). Τα προστατευόμενα πρόσωπα και ο σκοπός του νόμου, ΝοΒ 2012. 244.
- Βλ. σχετ. ανάπτυξη σε Δ. Γεροστάθου, Ενδοοικογενειακή βία σε σχέση με την προσωπικότητα του τέκνου, ΕφΑΔ 2014.987 επ.
- Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.241.
- Για τις αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις ορισμένων άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, βλ. Θ. Παπαθεοδώρου, Η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας. Συγκριτική προσέγγιση, ΠοινΔνη 2007.75-77.
- Βλ. ιδίως, Ενδοοικογενειακή βία: Προοπτικές μετά τον ν. 3500/2006, Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας 28ης/06/2007, Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής: Νέστωρ Κουράκης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, (2008).
- Βλ. ενδεικτικά, Θ. Παπαζήση, Οικογενειακό δικαστήριο ως μέσο προστασίας της οικογένειας, ΕφΑΔ 2014. 218 επ.· Π. Μπρακουμάτσο, Ο Ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Σκέψεις –Παρατηρήσεις, ΠοινΔνη 2007.1455 επ.· Α. Μανιάτη-Π. Καπράλου, Προσέγγιση της αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας, ΕπιστΕπετΑρμ 2009.89 επ.· Β. Βλάχου, Η προσέγγιση της ενδοοικογενειακής βίας υπό το πρίσμα των εγκληματολογικών θεωριών, ΠοινΛογ 2008.735 επ. Ο νόμος 3500/2006 οργάνωσε το θεσμικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία, προσαρμοζόμενη έτσι η ελληνική έννομη τάξη στο διεθνές νομικό πλαίσιο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, τις συμβάσεις του ΟΗΕ και τις αποφάσεις και οδηγίες της ΕΕ.
- Αναφορικά με τον ορισμό της βίας εν γένει, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διατύπωσε, μετά από σχετική επεξεργασία, το έτος 1995 τον εξής ορισμό: «Βία είναι η εμπρόθετη χρήση φυσικής δύναμης ή εξουσίας, επαπειλούμενη ή πραγματική, εναντίον ενός άλλου προσώπου, του ίδιου του εαυτού ή μιας ομάδας ανθρώπων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη επέλευση ή την αυξημένη πιθανότητα επέλευσης, τραυματισμού, θανάτου, ψυχολογικής βλάβης, στρεβλής ανάπτυξης ή αποστέρησης» (W.H.O., 1997).
- Βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.233 επ. Σε σχέση με την ευρύτητα του ορισμού της έννοιας της οικογένειας στον ν. 3500/2006, βλ. Α. Χαραλαμπάκη, Οι νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις στο χώρο του ποινικού δικαίου που αφορούν οικογενειακές ή συγγενικές σχέσεις, ΠοινΧρον 2011.562-563· X. Ζαραφωνίτου, Συμπεράσματα στα Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας 28ης/06/2007 για την ενδοοικογενειακή βία: Προοπτικές μετά τον ν. 3500/2006, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, (2008), σ. 356, ό.π.π. στην υποσημ. με αριθ. 2·Στ. Γκρόζο, Ο νόμος 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία στα Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας 28ης/06/2007 για την ενδοοικογενειακή βία: Προοπτικές μετά τον ν. 3500/2006, σ. 154· Π. Μπρακουμάτσο, Παρατηρήσεις-Σκέψεις-Προτάσεις επί του νέου νόμου για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στα Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας 28ης/06/2007 για την ενδοοικογενειακή βία: Προοπτικές μετά τον ν. 3500/2006, σ.204-206.
- Είτε συμβιώνουν είτε βρίσκονται σε διάσταση.
- Βλ. σχετ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.234.
- Στο ερώτημα αν στον όρο «οικογένεια» στο πλαίσιο του ν.3500/2006 εντάσσεται και η φυσική οικογένεια του υιοθετούμενου, η Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, (ΝοΒ 2012.233-237) απαντά (και ορθά), θετικά.
- Βλ. ΔιατΣτρΑερΑθ 152/2011, ΠοινΧρ 2012.384 που αφορά σε ενδοοικογενειακή απειλή κατά πεθεράς του κατηγορούμενου. Βλ. ακόμη, Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.234.
- Πρόκειται για «οιονεί οικογενειακές σχέσεις».
- Π.χ. φιλοξενείται σε κάποια οικογένεια για κάποιο λόγο ή είναι τέκνο προσώπου που εργάζεται στην οικογένεια.
- Τούτο επιβεβαιώθηκε και από τον ΑΠ με την με αριθμό 182/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ποινική απόφαση του, καθώς δέχθηκε εφαρμογή του ν. 3500/2006 και στη μόνιμη σύντροφο.
- Από την ανωτέρω διατύπωση του νόμου προκύπτει, ότι εν προκειμένω οι μόνιμοι σύντροφοι είναι ζεύγος ετερόφυλων (και όχι ομόφυλων) προσώπων καθώς και ότι ο όρος «μόνιμοι σύντροφοι» εδώ, δεν ταυτίζεται με τον όρο των «ελευθέρως συμβιούντων», τον οποίο χρησιμοποιεί ο ν. 3719/2008. Διαπιστώνεται, όμως, νομοθετικό κενό και απαιτείται ο ν. 3500/2006 να εφαρμοσθεί αναλογικά και δη για την ταυτότητα του νομικού λόγου (και ως προς τις αστικές και ως προς τις ποινικές του πτυχές) και στους συμβιούντες δυνάμει συμφώνου ελεύθερης συμβιώσεως, πρβλ. όμως, Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.235-237.
- Χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς να χρειάζεται το πραγματικό γεγονός της συνοικήσεως.
- Βλ. ΔιατΣτρΑερΑθ 152/2011, ΠοινΧρ 2012.384, όπου ορθά κρίνεται ότι η πρώτη κατηγορία του όρου «οικογένεια» στον νόμο 3500/2006, περιλαμβάνει τους συζύγους, κατιόντες και ανιόντες πρώτου βαθμού, ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει συγκατοίκηση μεταξύ δράστη και θύματος.
- Σύμφωνα με την ΔιατΕισΕφΘεσ 29/2013, ΠοινΔνη 2013.425, ο δράστης και ο παθών ήταν αδέρφια, ωστόσο δεν συνοικούσαν και, ως εκ τούτου, δεν εφαρμόστηκε ο ν. 3500/2006.
- Κλασικό παράδειγμα εν προκειμένω συνιστά ο συζυγικός ξυλοδαρμός ενώπιον των ανηλίκων τέκνων, βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.238-239.
- Σχετικός με τα ζητήματα παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς στο πλαίσιο ενδοοικογενειακών σχέσεων, είναι και ο νόμος 3625/2007 για την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία· βλ. σχετ. Γ. Παπαδημητράκη, Η αντιμετώπιση των ανηλίκων θυμάτων στην αγγλική ποινική δίκη, ΠοινΔνη 2009.1007 επ.
- ΠοινΔνη 2007.566-568. Αντεισαγγελέας Στ. Γκρόζος.
- Με τον θεσμό αυτό, η Ελλάδα «συμμορφώθηκε» προς την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 15ης.3.2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, το άρθρο 10 της οποίας επέβαλλε στα κράτη-μέλη την προώθηση της διαμεσολαβήσεως σε ποινικές υποθέσεις το αργότερο έως την 22α.3.2006.
- Βλ. Δ. Ζημιανίτη, Ζητήματα από τη νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία, ΠοινΔνη 2011.1206 επ.· Θ. Παπαθεοδώρου, ΠοινΔνη 2007.71 επ., ιδίως σ. 77 επ.
- ΑΠ 963/2012, Αρμ 2013.114·ΑΠ 1558/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (ποιν)· ΠλημμΠειρ 94/2008, ΠοινΔνη 2008.292.
- ΔιατΣτρΑερΑθ 152/2011, ΠοινΧρ 2012.384. Βλ. ακόμη, Α. Χαραλαμπάκη, ΠοινΧρον 2011.563, σύμφωνα με τον οποίο, η ειδικότερη μορφή σωματικής βλάβης που θεσπίζεται στο άρθρο 6 § 4 ν. 3500/2006, κινείται (έτσι όπως έχει διατυπωθεί νομοτεχνικά) στα όρια της διακεκριμένης παραλλαγής και του ιδιώνυμου εγκλήματος.
- ΑΠ 1558/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (ποιν).
- Βλ. ΣυμβΠλημμΚοζ 32/2013, Αρμ 2013.1307. Με το άρθρο 8 του ν. 3500/2006, αντικαθίστανται η πρώτη παράγραφος του άρθρου 336 του ΠΚ και η πρώτη παράγραφος του άρθρου 338 του ΠΚ. Με την τροποποίηση δε του άρθρου 336 ΠΚ και την αφαίρεση της λέξεως «εξώγαμη», είναι πλέον αξιόποινος και ο βιασμός μεταξύ συζύγων. Η απαξία, άλλωστε, του συζυγικού βιασμού αναγνωρίζεται πλέον από όλα τα σύγχρονα κράτη, τα οποία έχουν προσαρμόσει σχετικά τις νομοθεσίες τους. Βλ. όμως τις επιφυλάξεις του Α. Χαραλαμπάκη, (ΠοινΧρον 2011. 564), ως προς την πλήρη εξομοίωση του ενδοσυζυγικού με τον κοινό βιασμό, από πλευράς προβλεπόμενου πλαισίου ποινής, που συνιστά, κατά την άποψη του, υπερβολή.
- ΑΠ 1196/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
- Βλ. ΑΠ 1274/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΚερκ 95/2013, Αρμ 2014.267, στην οποία κρίθηκε ότι στην πλημμεληματική μορφή της τρίτης παραγράφου του άρθρου 342 ΠΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 24 του ν. 3500/2006 (κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια), αποφεύγεται από το νομοθέτη η χρήση, όπως στο άρθρο 337 ΠΚ, του όρου «ασελγείς χειρονομίες» και γίνεται απλά λόγος για «χειρονομίες», ώστε να μπορούν, προφανώς, να ενταχθούν στην ευαίσθητη αυτή περίπτωση και υποδεέστερες ακόμη εκδηλώσεις που αφορούν στην γενετήσια ζωή και προσβάλλουν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας και την αιδώ του ανηλίκου, τον οποίον έχουν εμπιστευθεί στο δράστη (π.χ. δάσκαλο) για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά.
- Είδος ποινικής διαμεσολαβήσεως, ως αναμορφωτικό μέτρο, εισάγεται και στο άρθρο 122 § 1 στοιχείο ε΄ του ΠΚ. Πρόκειται για τη «συνδιαλλαγή μεταξύ ανηλίκου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης». Η επιτυχής ολοκλήρωση της εν λόγω συνδιαλλαγής οδηγεί σε αποχή από την ποινική δίωξη του ανηλίκου δράστη, κατά το άρθρο 45Α ΚΠΔ. Βλ. Π. Μπρακουμάτσο, ΠοινΔνη 2007.1462 επ.
- Bλ. Στ. Γκρόζο, Ο νόμος 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία στα Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας 28ης/06/2007 για την ενδοοικογενειακή βία: Προοπτικές μετά τον ν. 3500/2006, σ. 157-161.
- Αν ο παρέχων εξηγήσεις δεν υποβάλει ο ίδιος, ή μέσω του συνηγόρου του, τη δήλωση περί ποινικής διαμεσολαβήσεως, καλείται, προς τούτο, από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να λάβει προθεσμία τριών ημερών για να απαντήσει (άρθρο 12 § 3 ν. 3500/2006).
- Αν την πράξη ενδοοικογενειακής βίας, σε βαθμό πλημμελήματος, φέρεται να έχει τελέσει ανήλικος, εφαρμόζεται το άρθρο 45Α του ΚΠοινΔ (άρθρο 11 § 5 ν. 3500/2006).
- Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του ΚΠοινΔ.
- Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολουθήσεως του από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας και αναφέρονται αναλυτικά σ’ αυτό, το αντικείμενο του συμβουλευτικού – θεραπευτικού προγράμματος και ο αριθμός των συνεδριών που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος.
- Τα πρόσωπα αυτά αντιπροσωπεύουν τον ανήλικο στη διαδικασία της ποινικής διαμεσολαβήσεως και για τις αστικές αξιώσεις (του ανηλίκου).
- Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 § 2 περίπτωση α΄ του ν. 3500/2006.
- Κατά της διατάξεως αυτής δεν χωρεί προσφυγή, όπως ορίζεται στο άρθρο 12 § 5 ν. 3500/2006.
- Ιδίως μάλιστα η Εισαγγελική Αρχή, χρειάζεται, εν προκειμένω, την συνδρομή υπηρεσίας Οικογενειακών Επιμελητών.
- Η αυτεπάγγελτη άσκηση της ποινικής διώξεως εν προκειμένω, έχει συμβάλλει (θετικά) στην αύξηση των παραπομπών σχετικών υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης. Σχετικά με τις περιπτώσεις των αδικημάτων που διώκονται κατ’έγκληση και δράστης της αξιόποινης πράξεως, κατά του ανηλίκου, φέρεται να είναι ο ένας γονέας, έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις, για τις οποίες βλ. Α. Χαραλαμπάκη, (ΠοινΧρον 2011.566-568), ο οποίος υποστηρίζει καταληκτικά, την ευθυγραμμιζόμενη και με τη νομολογία των αστικών δικαστηρίων, για ανάλογες περιπτώσεις συγκρούσεως συμφερόντων άποψη, ότι η σχετική έγκληση κατά του φερόμενου ως δράστη γονέα, δεν μπορεί να υποβληθεί από τον άλλο, αμέτοχο στην αξιόποινη πράξη γονέα, αλλά πρέπει να διορισθεί ειδικός επίτροπος προς τούτο.
- Από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ο κατηγορούμενος ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο.
- Βλ. υποσημείωση με αριθ.15.
- Βλ. επ’ αυτού την ΑΠ 1196/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
- Στη κατεύθυνση της αποφυγής του κοινωνικού διασυρμού του θύματος, κατά τα αναφερόμενα στα γενικά χαρακτηριστικά του νόμου 3500/2006, όπως αυτά διαγράφονται στην 2η σελίδα της αιτιολογικής εκθέσεως του.
- Βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.239.
- Βλ. Κ. Παντελίδου, Ενδοοικογενειακή βία και ιδιωτικό δίκαιο, Τιμητικός Τόμος Μιχ. Σταθόπουλου, Ι, σ. 1957 επ.
- Για τη θέσπιση του οποίου λήφθηκαν υπόψη και οι συστάσεις (προς την Ελλάδα) της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και η δημόσια θέση του Συνηγόρου του Πολίτη, για την απαγόρευση δια νόμου της σωματικής τιμωρίας στα παιδιά.
- Η 30η Απριλίου κάθε χρόνου ορίστηκε, δυνάμει του 16 § 2 του ν. 3868/2010, ως ημέρα κατά της σωματικής τιμωρίας ανηλίκων.
- Βλ. Δ. Γεροστάθου, ΕφΑΔ 2014.989-994.
- Δεδομένου ότι η ελληνική νομολογία ήδη εφήρμοζε την ΑΚ 1532, κατά τον ανωτέρω τρόπο.
- Στο πλαίσιο αυτό, η ΜΠρΘεσ 711/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ορθώς έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί παιδαγωγικό μέσο το πραγματικό γεγονός ότι η εναγόμενη μητέρα, έσπασε πάνω στο σώμα της ανήλικης θυγατέρας της μια ξύλινη «κουτάλα» και την απείλησε ότι την επόμενη φορά η «κουτάλα» θα είναι σιδερένια.
- Βλ. ΑποφΕισΠρΣύρου 16/2009, ΠοινΔνη 2009.299, παρατ. Α. Μαγγανά, δυνάμει της οποίας, η χρήση σωματικής βίας οποιουδήποτε βαθμού από το γονέα θεωρείται αναπόδραστα και μονοσήμαντα, ως παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλονται από το λειτούργημα της επιμέλειας του ανηλίκου ή τουλάχιστον ως καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος αυτού, έτσι ώστε να γεννάται αυτόματα δικαίωμα του άλλου γονέα, των πλησιέστερων συγγενών του τέκνου, του εισαγγελέα αλλά και αυτεπαγγέλτως του δικαστηρίου να προσφύγουν στο δικαστήριο και να ζητήσουν τη λήψη οποιουδήποτε πρόσφορου μέτρου, συνισταμένου έως και στην αφαίρεση της ασκήσεως της γονικής μέριμνας από τον μετερχόμενο τη σωματική βία γονέα.
- Βλ. σχετ. τη με αριθμό 1/2005 Προσωρινή Διάταξη της Εισαγγελίας Αθηνών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για πρόσφορα μέτρα προστασίας της σωματικής και ψυχικής υγείας ανηλίκου τέκνου, δια της οποίας ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια στον αιτούντα πατέρα και απαγορεύθηκε η επικοινωνία της ανήλικης με τον πατριό της, διότι υπήρχαν υπόνοιες σεξουαλικής παρενοχλήσεως από αυτόν.
- Και πριν τον ν. 3500/2006 βέβαια, ο δικαστής είχε την ευχέρεια να διατάξει, ρυθμίζοντας προσωρινά την κατάσταση (άρθρο 731 ΚΠολΔ) ένα τέτοιο ασφαλιστικό μέτρο, δεδομένου ότι ο ΚΠολΔ δεν ορίζει περιοριστικά τα διατασσόμενα ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 692 ΚΠολΔ).
- Η απαρίθμηση είναι προφανώς ενδεικτική.
- Βλ. ΠολΠρΠρεβ 86/2008, ΕλΔνη 2011.601, σύμφωνα με την οποία ειδικώς στο αίτημα για την απαγόρευση του εναγομένου να προσεγγίζει τις κατοικίες των στενών συγγενών της ενάγουσας, πρέπει να προσδιορίζονται ονομαστικά τα εν λόγω πρόσωπα, ώστε να μην υπάρχει αοριστία και εντεύθεν απαράδεκτο του αιτήματος εξ αυτού του λόγου.
- ΠολΠρΠρεβ 86/2008, ΕλΔνη 2011.601.
- Δεν αποσβήνεται δηλαδή το δικαίωμα διαζυγίου, λόγω παροχής συγγνώμης από τον παθόντα σύζυγο στον δράστη–σύζυγο. Βεβαίως, δεν αποκλείεται η συμφωνία του παθόντος συζύγου για ποινική διαμεσολάβηση, σε συνδυασμό με άλλα περιστατικά, όπως η επάνοδος του δράστη στην οικογενειακή στέγη, η προσπάθεια για οικογενειακή επανένωση κλπ. να ερμηνευθούν ως παροχή συγγνώμης και άρα, ως απόσβεση του λόγου διαζυγίου.
- Όχι απαραίτητα ανήλικου μαθητή, καθώς ο νόμος δεν απαιτεί ανηλικότητα εν προκειμένω.
- Η ανωτέρω υποχρέωση του άρθρου 23 του ν. 3500/2006 δεν υφίσταται για τον εκπαιδευτικό, όταν αυτός διαπιστώνει ότι τελέσθηκε έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας, π.χ. σε βάρος της μητέρας μαθητή. Η υποχρέωση αυτή βέβαια υφίσταται, κατά τη γνώμη μας, βάσει του άρθρου 37 του ΚΠοινΔ.
- Βλ. αναλυτ. Α. Καραμόσχογλου, Ν. 3500/2006 – Οι ποινικές ρυθμίσεις. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών, ΠοινΔνη 2010.1175 επ.
- Εισάγεται έτσι εξαίρεση στον γενικό κανόνα του άρθρου 327 § 1 ΚΠοινΔ, ότι ο εισαγγελέας οφείλει να κλητεύει στο ακροατήριο όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως.
- Κατά την άποψη μου, η εν λόγω διάταξη αποτελεί ικανή νομική βάση για τη θεμελίωση αγώγιμης αξιώσεως στο πρόσωπο θύματος ενδοοικογενειακής βίας, ιδίως στο πλαίσιο ερμηνείας του ν. 3500/2006 στην κατεύθυνση της πραγματικής και όχι φαινομενικής αρωγής των θυμάτων.
- Βλ. στα Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας της 28ης.6.2007 συνδιοργανώσεως του Τμήματος Νομικής Ε.Κ.Π.Α. και του Εργαστηρίου Ποινικών & Εγκληματολογικών Ερευνών με θέμα: Ενδοοικογενειακή Βία: Προοπτικές μετά τον Ν. 3500/2006 (σ. 390-409), χρήσιμους καταλόγους φορέων ενασχολήσεως και αντιμετωπίσεως γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας – θεμάτων που αφορούν την οικογένεια και το παιδί, κατάλογο κέντρων ψυχολογικής υποστηρίξεως ιδιωτικού δικαίου, υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και παιδικής προστασίας-διευθύνσεων κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνικών υπηρεσιών Δήμων, υπηρεσιών επιμελητών ανηλίκων, καθώς και κατάλογο άλλων οργανισμών και κυβερνητικών οργανώσεων.
- Βλ. Δ. Ζημιανίτη, ΠοινΔνη 2011.1212 επ.
- Όπως είχε πράξει το (τότε) Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, κατά τον χρόνο θεσπίσεως του ν. 3500/2006, ήτοι το έτος 2005. Το εν λόγω εγχειρίδιο προοριζόταν προς χρήση των αστυνομικών υπαλλήλων και αφορούσε στον χειρισμό υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας.
- Σημειώνεται ότι Κύπρος έχει υιοθετήσει Εθνικό Σχέδιο Δράσεως για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας στην οικογένεια (2010-2015).
- Ο οποίος αντικατέστησε τον παλαιότερο νόμο 47 (I)/1994 περί βίας στην οικογένεια (πρόληψη και προστασία θυμάτων).
- (2001) 2 ΑΑΔ 272.
- (2002) 2 ΑΑΔ 464, βλ. συγκεκριμένα στη σ.469.
- (2003) 2 Α.Α.Δ. 534· Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αρ. υποθ. 23435/ 12/17.01.2014, Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας v. Ν.Π.,www.cylaw.org· Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Δικαστής Φ. Καπετάνιου), αρ. υποθ. 123/14/ 29.1.2015.
- Βλ. ενδεικτικά από τις αποφάσεις των Κυπριακών Ποινικών Δικαστηρίων: Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, (αθωωτική ενδιάμεση απόφαση), αρ. υποθ. 11383/13/11.4.2014, Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού v. N.B.,www.cylaw.org· Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αρ. υποθ. 23186/14/17.10.2014, Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού v. Λ.Μ.,www.cylaw.org· Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αρ. υποθ. 23435/12/17.01.2014, Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας v. Ν. Π.,www. cylaw.org· Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αρ. υποθ. 175/2014/9.4.2014 (πρόκληση σωματικής βλάβης σε τέκνο της συντρόφου του δράστη, με την οποία αυτός συζούσε ως ανδρόγυνο), Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας v. M.D.,www. cylaw.org.
- Επομένως, δεν καταλαμβάνονται από τον νόμο αυτό, τα ομόφυλα ζευγάρια.
- Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αρ.υποθ. 23186/14/17.10.2014, Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού v. Λ.Μ.,www.cylaw.org.
- Επομένως, ο εν λόγω νόμος καταλαμβάνει και τους (ετερόφυλους) συντρόφους σε ελεύθερη ένωση, οι οποίοι συζούν ή συζούσαν.
- Βλ. Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, (αθωωτική ενδιάμεση απόφαση), αρ. υποθ. 11383/13/11.4.2014, Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού v. N.B.,www. cylaw.org.
- Βλ. Θ.Θ. ν. Αστυνομίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 575/17.7.2008 (έφεση εναντίον ποινής), όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για την αντικατάσταση ποινής στερητικής της ελευθερίας σε πρόστιμο, τα εξής: «3. Στην προκειμένη περίπτωση, η επίθεση δεν ήταν ιδιαίτερα σφοδρή, δεν συνέβη στην παρουσία άλλων μελών της οικογένειας και ιδιαίτερα των παιδιών ούτε και στην παρουσία άλλων ατόμων, ώστε οι επιπτώσεις στην προσωπικότητα της παραπονούμενης να έχουν τη διάσταση που προσλαμβάνει η χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την προσβολή και την καταρράκωση της αξιοπρέπειας της συζύγου και πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής της ακεραιότητας. 4.Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε ορθά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος. Το λευκό ποινικό του μητρώο, τη συναισθηματική του φόρτιση λόγω της διάλυσης του γάμου του, την παραδοχή, τη μεταμέλειά του και το γεγονός ότι αυτός ως μόνιμος επιλοχίας στην Εθνική Φρουρά, θα αντιμετωπίσει πειθαρχική διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα.5. Η επιλογή, στην προκειμένη περίπτωση, ποινής στερητικής της ελευθερίας του εφεσείοντος είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αντικατασταθεί με ποινή προστίμου». Στο ίδιο πλαίσιο και η L.S. ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 627/19.10.2012 (έφεση εναντίον ποινής). Βλ. ακόμη, Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αρ. υποθ. 10419/27.11.2013, Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου v. Π.Π., (πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στη σύζυγο), www.cylaw.org, όπου το δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής: «Σίγουρα η συμπεριφορά του κατηγορουμένου είναι καταδικαστέα και ασφαλώς δεν αρμόζει στην ταυτότητα του καλού οικογενειάρχη και ατόμου που χαίρει εκτίμησης στην κοινωνία. Οι συγκεκριμένες πράξεις του δεν τον τιμούν αλλά αντίθετα ο ίδιος μόνο ντροπή θα πρέπει να αισθάνεται γι’ αυτά που προκάλεσε στη σύζυγο του. Θα πρέπει ο κατηγορούμενος να είναι ψυχραιμότερος και να ελέγχει τον θυμό του ιδιαίτερα με τα μέλη της οικογένειας του. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, από τα ενώπιον μου στοιχεία, εκτιμώ ότι η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στη περίπτωση όπου αντιμετωπίζεται με ευνοϊκότερο φακό καθότι η επίθεση δεν ήταν έντονη ή σφοδρή, δεν είχε το στοιχείο του προσχεδιασμού, δεν διεξήχθην στην παρουσία των ανήλικων τέκνων ή άλλων τρίτων προσώπων, χωρίς να εμπλέκονται σοβαρά τραύματα και με συμφιλίωση και πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ του κατηγορουμένου και της συζύγου του. Σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω περιλαμβανομένου των δεδομένων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη, κρίνω ότι η αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι αυτή της χρηματικής, το ύψος της οποίας αντανακλά όλα τα πιο πάνω περιλαμβανομένου των ελαφρυντικών παραγόντων»· Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αρ. υποθ. 7385/08/30.12.2009, Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού v. Ι.Ο. (άσκηση βίας στην εν διαστάσει σύζυγο παρουσία των ανηλίκων μελών της οικογένειας κατά παράβαση των άρθρων 2 & 3 του περί βίας στην οικογένεια (πρόληψη και προστασία θυμάτων νόμου), www.cylaw.org.
- Οι θεσμοί αυτοί, δεν προβλέπονται στον ελληνικό νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας.
- Βλ. επίσης: α) την ιστοσελίδα www.domviolence.org.cy του Συνδέσμου για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας στην οικογένεια (ΣΠΑΒΟ) (βοηθητική γραμμή 1440), όπου προσφέρεται βοήθεια τόσο σε θύματα όσο και σε πρόσωπα που ασκούν βία, β) την ιστοσελίδα www.police.gov.cy του γραφείου χειρισμού θεμάτων βίας στην οικογένεια και κακοποιήσεως ανηλίκων της Κυπριακής Αστυνομίας και γ) την ιστοσελίδα www.uncrcpc.org (Οργανισμός Hope for Children-UNCRP Policy Center). Βλ. ακόμη την ιστοσελίδα http://www.law.gov.cy/Law/lawoffice του γραφείου της Γενικής Εισαγγελίας, η οποία επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία στο χειρισμό υποθέσεων βίας στην οικογένεια. Όπως προκύπτει από την εν λόγω ιστοσελίδα, με εγκύκλιο του Γενικού Εισαγγελέα με αρ. Φακ. 50 (Γ)/1992/ Ν. 42/ 11.6.1998, κάθε κρατικός υπάλληλος, όπως Λειτουργός Ευημερίας, Αστυνομικός, Γιατρός, Ψυχίατρος, Ψυχολόγος, Καθηγητής, Δάσκαλος, Επισκέπτρια Υγείας στην αντίληψη του όποιου περιέρχεται υπόθεση βίας ή πιθανής βίας στην οικογένεια υποχρεούται να υποβάλει αναφορά στον Γενικό Εισαγγελέα σε διάστημα 7 ημερών. Πρόκειται για πρόβλεψη ανάλογη με την ρύθμιση του άρθρου 23 του (Ελληνικού) ν. 3500/2006. Στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα έχει ορισθεί 4μελής μάλιστα Ομάδα Νομικών Λειτουργών για θέματα Βίας στην Οικογένεια (η Ομάδα Βίας στην Οικογένεια) τα μέλη της οποίας εξετάζουν τις πιο πάνω αναφορές και τις παραπέμπουν, όπου χρειάζεται, στις αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες για τον κατάλληλο χειρισμό. Δυστυχώς, πάντως, στην πράξη τούτο δεν εφαρμόζεται, λόγω του αυξημένου φόρτου εργασίας των Λειτουργών του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα. Η αστυνομία αποστέλλει στη Νομική Υπηρεσία όλους τους (αστυνομικούς) φακέλους που ετοιμάζονται αναφορικά με υποθέσεις βίας στην οικογένεια, για λήψη οδηγιών σε σχέση με το αν θα καταχωρηθεί ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου και για την διατύπωση των κατηγοριών. Σε περίπτωση προβλήματος ή απορίας για τον χειρισμό υποθέσεως οι αστυνομικοί ανακριτές υποθέσεων βίας στην οικογένεια, κατά την ποινική διερεύνηση, όπως και οι δημόσιοι κατήγοροι που υπάγονται στην Γενική Εισαγγελία, οι οποίοι κατά κανόνα παρουσιάζουν τις υποθέσεις βίας στην οικογένεια στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ζητούν έγκαιρα τη βοήθεια του γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα. Τις ιδιαίτερα δύσκολες υποθέσεις βίας στην οικογένεια χειρίζεται στο Δικαστήριο, όπου είναι δυνατό, νομικός λειτουργός, μέλος της Ομάδας Βίας στην Οικογένεια. Τις υποθέσεις βίας στην οικογένεια που παραπέμπονται στο Κακουργιοδικείο τις χειρίζονται, νομικοί λειτουργοί της Ομάδας. Όπου κρίνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες ότι, ως αποτέλεσμα βίας στην οικογένεια, ο θύτης ή ανήλικα μέλη της θα πρέπει να απομακρυνθούν από την οικογένεια, οι δημόσιοι κατήγοροι ή οι οικογενειακοί σύμβουλοι αναλαμβάνουν την εξασφάλιση από το Δικαστήριο σχετικού διατάγματος με βάση τις πρόνοιες του Περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου του 2000 (Ν.119/(1)2000, άρθρα 21, 22 και 23) καθώς και του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου (Ν. 216/1990, άρθρα 18-21). Οι προσπάθειες γίνονται πρώτα για απομάκρυνση-αποκλεισμό του θύτη. Κάθε υπόθεση βίας στην οικογένεια εκδικάζεται «κεκλεισμένων των θυρών», κατ’ εφαρμογή των άρθρων 18(1)(α), 34 και 35 του πιο πάνω νόμου. Κατά την εξέταση υποθέσεων βίας στην οικογένεια η αστυνομία και όλοι οι αρμόδιοι κρατικοί λειτουργοί είναι υποχρεωμένοι να τηρούν πλήρη εχεμύθεια άλλως παραβαίνουν τις πρόνοιες του άρθρου 35 του πιο πάνω νόμου και διώκονται ποινικά. Η λήψη καταθέσεων από θύματα βίας γενικά και ιδιαίτερα από παιδιά κάτω των 10 ετών συστήνεται να αποφεύγεται. Όπου δε αυτό είναι αναγκαίο, γίνεται μετά από συνεννόηση με την Ομάδα η οποία, όπου χρειάζεται, καλεί διατμηματική σύσκεψη ή συμβουλεύεται αρμόδιους λειτουργούς του Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του Υπουργείου Υγείας και Οικογενειακούς Συμβούλους του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Τα μέλη της Ομάδας συνεργάζονται με οποιονδήποτε κρατικό υπάλληλο όπως ο αστυνομικός, ο κοινωνικός λειτουργός, ο καθηγητής, ο δάσκαλος, ο γιατρός ο οποίος μπορεί να απευθύνεται σε αυτά για συμβουλές, ως προς τον χειρισμό υποθέσεως βίας η οποία περιήλθε σε γνώση του. Βλ. τέλος, την επί του ζητήματος της ενδοοικογενειακής βίας στην Κύπρο, έκθεση του Μεσογειακού Ινστιτούτου Μελετών Κοινωνικού Φύλου (ΜΙGS) με την οικονομική στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Πρόγραμμα Δάφνη ΙΙΙ, ως αποτέλεσμα ενός ερευνητικού προγράμματος με τίτλο: «Δράση κατά της ενδοοικογενειακής βίας-Αναπτύσσοντας ένα σύστημα στήριξης των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας – Έρευνα χαρτογράφησης στην Κύπρο: Εφαρμογή της νομοθεσίας περί ενδοοικογενειακής βίας, των πολιτικών και του υπάρχοντος συστήματος στήριξης των γυναικών θυμάτων», (Δεκέμβριος 2010), όπου μεταξύ άλλων περιγράφονται τα κύρια χαρακτηριστικά και οι πρόσφατες τάσεις στην ενδοοικογενειακή βία, το νομικό πλαίσιο και οι πολιτικές στην Κύπρο, αναπτύσσονται πρωτοβουλίες ευαισθητοποιήσεως της κοινής γνώμης, πρωτοβουλίες που στοχεύουν στα σχολεία, αλλά και διατμηματικές πρωτοβουλίες και εξηγείται ο ρόλος των υπηρεσιών κοινωνικής ευημερίας, της αστυνομίας, των υπηρεσιών υγείας και των γυναικείων και μη κυβερνητικών οργανώσεων στην Κύπρο. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις (μη δημόσιες) μονάδες έκτακτης ανάγκης και τα καταφύγια γυναικών στην Κύπρο, αναφέρονται προγράμματα για τους θύτες και εξηγείται ο ρόλος των νομικών υπηρεσιών και της προσφερόμενης νομικής βοήθειας στα θύματα, αλλά και παρατίθενται χρήσιμα σχετικά συμπεράσματα.
- Ο όρος «προστατεύεται» προτιμάται αντί του αδόκιμου «τοποθετείται».
- Βλ. ανωτ. υπό ΙΙ 3Α.
- Βλ. ανωτ. υπό ΙΙ 2Β.
- Υπό τη μορφή ενοχλήσεως, εκφοβισμού, προσπάθειας επηρεασμού και προκλήσεως ψυχικής αναστατώσεως θύματος βίας, μάρτυρα σε υπόθεση βίας ή συγγενικού τους προσώπου. Προβλέπεται δε επιβαρυντική περίπτωση του εν λόγω αδικήματος, αν η ενόχληση ή ο εκφοβισμός γίνεται σε βάρος θύματος που διαμένει σε στέγη προστασίας.
- Για την εκδίκαση του σχετικού αδικήματος μάλιστα, εφαρμόζεται το άρθρο 15 του ίδιου νόμου για την ταχεία εκδίκαση υποθέσεων βίας.
- Ρύθμιση αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 20 του (ελληνικού) ν. 3500/2006.
- Με πρόβλεψη ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής.
- Ο περί γάμου νόμος του 2003 κατήργησε τον περί γάμου νόμο, κεφ. 279 και τον περί πολιτικού γάμου νόμο του 1990 έως 1995. Ο ν. 104 (Ι)/2003 εφαρμόζεται και σε μέλη της τουρκικής κοινότητας (προσωρινές διατάξεις), όπως προέβλεψε ο ν. 120 (Ι)/2003. Βλ. και τον ν. 21/1990 περί πολιτικού γάμου, όπου στο άρθρο 28 (2) προβλέπεται ότι ως λόγοι διαζυγίου, καθορίζονται μόνο εκείνοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2Β του Άρθρου 111 του (Κυπριακού) Συντάγματος.
- Βλ. και άρθρο 14 του ν. 23/1190 περί οικογενειακών δικαστηρίων.
- Μετά την έκδoση της αποφάσεως για λύση τoυ γάμoυ και αφoύ αυτή καταστεί τελεσίδικη, αντίγραφό της απoστέλλεται από τoν Πρωτoκoλλητή τoυ Οικoγεvειακoύ Δικαστηρίoυ πoυ την εξέδωσε στoν Επίσκoπo, προκειμένου αυτός να πρoβεί και στην πvευματική λύση τoυ γάμoυ. Ο Επίσκoπoς πρoβαίνει στην πνευματική λύση τoυ γάμoυ σε διάστημα δεκαπέντε ημερώv από την κoιvoπoίηση της αποφάσεως στον ίδιο. Αν o Επίσκoπoς, για oπoιoδήπoτε λόγo, δεν πρoβεί στην πνευματική λύση τoυ γάμoυ, τo κύρoς της περί διαζυγίoυ αποφάσεως δεν επηρεάζεται. Βλ. και άρθρο 87 του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, (2010), Κεφ. Η΄, Οικογενειακοί Θεσμοί.
- Βλ. Γ. Σεργίδη, Λόγοι Διαζυγίου ΙΙ, (2007), σ. 826 επ. και ιδίως 948 επ.
- Βλ. αναλυτ. Αχ. Αιμιλιανίδη, Το κυπριακό δίκαιο του γάμου και του διαζυγίου. Στη διελκυστίνδα εκκλησίας και πολιτείας, Εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), 2006, κεφ. 8.3., σ.259 επ.· Τ.-Ε. Συνοδινού (Α. Χρ. Χριστοφόρου), Κυπριακό Ιδιωτικό Δίκαιο, Κατ’άρθρο ερμηνεία-Νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014, κεφ.1.3 Οικογενειακό δίκαιο, 1.3.1 Ο περί γάμου νόμος (Ν. 104 (Ι)/2003), σ. 244 επ.
- Βλ. ανωτ. υπό ΙΙΙ 2.
- Βλ. Αχ. Αιμιλιανίδη, Το κυπριακό δίκαιο του γάμου και του διαζυγίου. Στη διελκυστίνδα εκκλησίας και πολιτείας, Εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), 2006, κεφ. 8.3., σ.264-265, 272-275.
- Άρθρο 3 ν. 22/1990.
- Η οποία θα πρέπει να υποβληθεί κατά τον τύπο που εκτίθεται στo Παράρτημα Α του ν. 22/1990.
- Βλ. σχετ. με την αρμοδιότητα του Επισκόπου την απόφαση Π. Παπαπέτρου ν. Α. Παπαπέτρου, ΕΔΟΔ 135, 16/10/01, (2001) 1ΑΑΔ 1578 σε Σ. Λιασίδη, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙα, (2006), σ.124-125, όπου το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε την αίτηση λύσεως του γάμου, ως πρόωρη, χωρίς εξέταση της ουσίας, διότι η γνωστοποίηση εστάλη σε αναρμόδιο Επίσκοπο.
- Εντός πρoθεσμίας τριών μηνών από την επίδoση της γνωστοποιήσεως. Μετά την παρέλευση τριών μηvών από τη λήψη της γνωστoπoιήσεως από τov Επίσκoπo, η πρoσπάθεια συνδιαλλαγής θεωρείται ότι απέτυχε, αν στo μεταξύ δεν έχει εκδoθεί η πρoβλεπόμεvη από τo άρθρo 5 του ν.22/1990 βεβαίωση, και καθέvας από τoυς συζύγoυς δικαιoύται να εγείρει την αγωγή για τη λύση τoυ γάμoυ, ενώπιov Οικoγεvειακoύ Δικαστηρίoυ, όπως προβλέπει ο ν. 22/1990.
- Βλ. Χ. Χαραλάμπους ν. Α. Χαραλάμπους, ΕΔΟΔ 69/13/6/97, (1997), 1ΑΑΔ 695, (περίπτωση ξυλοδαρμού τέκνου από τον πατέρα του, άσκηση ποινικής διώξεως κατά του πατέρα και σχετική καταδίκη του· αξιοσημείωτο είναι ότι στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο ανέθεσε τη γονική μέριμνα των άλλων 2 ανηλίκων τέκνων στον δράστη-πατέρα και του παιδιού-θύματος στη μητέρα του) ·Σ. Λιασίδη, Οικογενειακό Δίκαιο, Σύνοψη αποφάσεων Ανώτατου Δικαστηρίου με σχόλια και παρατηρήσεις, τόμος ΙΙα, σ.163-164.
- Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου υπόκειται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Αν το δικαίωμα χρήσεως της οικογενειακής στέγης πηγάζει από σχέση εργασίας ανάμεσα στον έναν από τους συζύγους και έναν τρίτο, η παραχώρηση της χρήσεως της στον άλλο σύζυγο από το Οικογενειακό Δικαστήριο, σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να γίνει, μόνο εφόσον συναινεί σ’ αυτό και ο τρίτος. Περαιτέρω, στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 17 ορίζεται ότι: «(2) Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας. (3) Οι σύζυγοι κατανέμουν, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίδεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, τη χρήση των κινητών που ανήκουν και στους δύο, σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες. Αν διαφωνούν, η κατανομή γίνεται από το Οικογενειακό Δικαστήριο που μπορεί να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση για τη χρήση που παραχωρεί». Βλ. και Τ.-Ε. Συνοδινού (Α. Χρ. Χριστοφόρου), Κυπριακό Ιδιωτικό Δίκαιο, Κατ’άρθρο ερμηνεία-Νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014, κεφ.1.3 Οικογενειακό δίκαιο, 1.3.2 Ο περί οικογενειακών δικαστηρίων νόμος (Ν. 23/1990), σ.267-269.
- Βλ. ενδεικτικά, Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου, Δικαιοδοσία Χρήσεως Οικογενειακής Στέγης, αρ. αιτήσεως 32/2013, Ι.Π. ν. Γ.Π., προσωρινό διάταγμα με ημερομηνία 16.12.2013.
- Βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΝοΒ 2012.242.
- Σύνδεσμος για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια.
- Βλ. δημοσίευση τους στην κυπριακή εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015, σ. 8.
- Οι περιπτώσεις αυτές, μάλιστα, δεν αποτελούν το σύνολο των περιστατικών βίας στην οικογένεια που καταγράφηκαν στην Κύπρο το έτος 2014. Διότι τέτοιες υποθέσεις, καταγράφει και η Αστυνομία και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και δεν έχει δημιουργεί ακόμη κοινό αρχείο όλων αυτών των υπηρεσιών. Έτσι, ο πραγματικός αριθμός των περιστατικών, είναι αρκετά μεγαλύτερος.