Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις της στην υγεία και ασφάλεια των παιδιών

ΣΤΕΛΛΑ Π. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ

 

 Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και

οι επιπτώσεις της στην υγεία

και ασφάλεια των παιδιών

Η ειδική περίπτωση των παιδιών-θυμάτων

και μαρτύρων ενδοοικογενειακής βίας

Στελλα Π. Παπαμιχαηλ*

 

Περίληψη

Η οικονομική κρίση που πλήττει τα τελευταία χρόνια την Ευρώπη και ειδικότερα την τελευταία επταετία την Ελλάδα, έχει αλλάξει τα δεδομένα στη ζωή των ανθρώπων. Η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και η περεταίρω επιδείνωση της κατάστασης των ευπαθών ομάδων έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση προβλημάτων στη σωματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων, στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Τα στοιχεία των περισσότερων μελετών καταδεικνύουν ότι η οικονομική κρίση, πλήττει τα παιδιά περισσότερο από άλλες ομάδες του πληθυσμού. Μέσα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, μεταξύ άλλων, φαινόμενα όπως η κακοποίηση και παραμέληση των παιδιών φαίνεται να επωάζονται και να θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον της κοινωνίας. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η ανάδειξη των παραγόντων κινδύνου εμφάνισης του φαινομένου και η διασύνδεσή τους με την οικονομική και κοινωνική κρίση της σύγχρονης πραγματικότητας.

Abstract

The economic crisis in Europe and in particular the last seven years in Greece has changed people’s lives. The poverty experienced by a large part of the population and the further deterioration of the situation of vulnerable groups has led to problems in physical and mental health of people, in interpersonal and social relations. The conclusions of most studies show that the economic crisis affects children more than other population groups. In times of economic crisis, including phenomena such as the abuse and neglect of children appears to be incubated and endanger the future of society. The purpose of this article is to highlight the risk factors for the phenomenon and its connection with economic and social crisis.

Oικονομική κρίση στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις της σε καίριους τομείς

Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, οι ευρωπαϊκές χώρες επλήγησαν από την οικονομική κρίση, η οποία θεωρείται η πιο σοβαρή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, όλες οι χώρες δεν επλήγησαν κατά τον ίδιο τρόπο, ούτε με την ίδια ένταση. Παρά τις διαφορές, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν ήταν παρόμοιες (Martorano 2014:6). Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις θέσπισαν μέτρα λιτότητας, υπό το βάρος της αναγκαιότητας για δημοσιονομική εξυγίανση, παρά την επίγνωση της πιθανότητας αρνητικών επιπτώσεων σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Οι πολιτικές που εφαρμόζονται από τις κυβερνήσεις κατά την περίοδο λιτότητας διευρύνουν τις ανισότητες στο εσωτερικό της χώρας και επιδεινώνουν τη θέση της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Σε ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το βάρος της προσαρμογής επιδείνωσε τις συνθήκες διαβίωσης για τις περισσότερο ευάλωτες ομάδες. (Martorano 2014:23).

Η πλέον άμεση συνέπεια της κρίσης είναι ο αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που δοκιμάζονται από τη φτώχεια, συνέπεια της αυξανόμενης ανεργίας και της αύξησης των νοικοκυριών με κανέναν ή με μόνο έναν εργαζόμενο, ο οποίος, όμως, έχει μειωμένες ώρες εργασίας και χαμηλές αποδοχές. Στις ομάδες που απειλούνται περισσότερο από τη φτώχεια και τον αποκλεισμό συμπεριλαμβάνονται οι άνεργοι, τα παιδιά, οι νέοι, οι μόνοι γονείς, τα νοικοκυριά με πάνω από τρία εξαρτώμενα παιδιά, καθώς και τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών). Μία άλλη χαρακτηριστική τάση, η οποία είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, αναφέρεται στον κίνδυνο φτώχειας των νοικοκυριών μεσαίων εισοδημάτων, με ένα ή δύο παιδιά, τα οποία πλήττονται ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση (Μπαλούρδος 2011).

Είναι γεγονός ότι εκτός της ανεργίας και της μείωσης των εισοδημάτων, η ύφεση έχει επηρεάσει μια σειρά άλλων σημαντικών παραγόντων στη ζωή των πολιτών. Από το 2007 έως το 2013, το αίσθημα της ανασφάλειας και το άγχος των πολιτών αυξήθηκε σε 18 από τις 41 χώρες που δοκιμάζονται από την οικονομική κρίση, σύμφωνα με μετρίσιμους δείκτες αυτο-αναφοράς, περιλαμβανομένων της πρόσβασης σε τροφή και ικανοποίησης από τη ζωή (UNICEF 2014: 5).

Η ένταση της σημερινής ύφεσης οδηγεί και στη δραματική επιδείνωση της υγείας των πολιτών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως υγεία ορίζεται όχι μόνο η απουσία νόσου, αλλά και η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας (Μπούρας, Λύκουρας 2011). Αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκ των πραγμάτων η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη σωματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων. Πλήθος ερευνητών στην πλειονότητά τους καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης του ατόμου και της υγείας του (Τσούνης 2013). Η οικονομική κατάσταση επιδρά σε δείκτες υγείας, όπως το προσδόκιμο επιβίωσης, τη νοσηρότητα, τη θνησιμότητα, αλλά και την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.

Ειδικότερα, η σχέση ανάμεσα στην εργασία και στους δείκτες υγείας του πληθυσμού έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως ισχυρή (Μπούρας, Λύκουρας 2011). Η εργασιακή ασφάλεια ευνοεί την υγεία, την ευημερία και την εργασιακή ικανοποίηση.  Η ανεργία, η μερική απασχόληση, οι εισοδηματικές ανισότητες, η επισφάλεια στην εργασία, η έλλειψη στέγης οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό όλο και περισσότερων ομάδων και αυξάνουν τον κίνδυνο σωματικών και ψυχικών ασθενειών (Μαλλιαρού, Σαράφης 2012).

Ιδιαίτερα έντονος είναι ο αντίκτυπος των οικονομικών κρίσεων στην ψυχική υγεία. Ακόμα και όταν οι γενικοί δείκτες υγείας (προσδόκιμο ζωής, παιδική θνησιμότητα) δεν επηρεάζονται, τα ποσοστά των ειδικών αιτιών και ψυχικών παθήσεων (αυτοκτονίες, ανθρωποκτονίες, κατάχρηση ουσιών, κατάθλιψη) διογκώνονται σε συνθήκες απότομης αύξησης της φτώχειας (Τσούνης 2013).

Αναφορικά με το τραγικό γεγονός των αυτοκτονιών, παρατηρείται μία ανησυχητική αύξηση μετά το ξέσπασμα της οικονομική κρίσης στην Ελλάδα. Σύμφωνα, με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛ.ΣΤΑΤ), ο αριθμός των θανάτων στην Ελλάδα από αυτοκτονίες, όπως αυτές χαρακτηρίστηκαν από τις ιατροδικαστικές και ανακριτικές αρχές, ανήλθε σε 508 για το έτος 2012, έναντι των 477 το 2011 (αύξηση 7%) με τις  αυτοκτονίες των αντρών να υπερτερούν των γυναικών (www. klimaka.gr ).

Σε μελέτη Ελλήνων και Αμερικανών επιστημόνων, η οποία δημοσιεύεται στη βρετανική ιατρική επιθεώρηση BMJ Open, διαπιστώνεται ότι τα περιστατικά αυτοκτονιών, αυξήθηκαν κατά 1/3, εξαιτίας των ενισχυμένων μέτρων λιτότητας που λήφθηκαν τον Ιούνιο του 2011 στην Ελλάδα ως λύση για την αντιμετώπιση του εκτεταμένου δημόσιου χρέους (Branas et al. 2015) . Οι ερευνητές επισημαίνουν, επίσης, την άνοδο του αριθμού των αυτοκτονιών μεταξύ των ανδρών μετά την έναρξη της ελληνικής ύφεσης τον Οκτώβριο του 2008 (+13,1%), καθώς και τον Απρίλιο του 2012 (+29,7%). Τον Μάιο και τον Ιούλιο του 2012 ο μηνιαίος αριθμός των αυτοκτονιών έφθασε στο υψηλότερο σημείο που είχε παρατηρηθεί ποτέ τα τελευταία 30 χρόνια, με 62 και 64 αυτοκτονίες αντιστοίχως γι’ αυτούς τους δύο μήνες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικονομική κρίση από μόνη της δεν οδηγεί κατ ’ανάγκη στη σοβαρή και ραγδαία επιδείνωση της υγείας των ανθρώπων. Η υγεία είναι σε κίνδυνο σε περιόδους ταχείας οικονομικής αλλαγής, αλλά φαίνεται ότι η έκταση των επιπτώσεων της οικονομικής μεταβολής σε αυτήν (υγεία) εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι προστατεύονται. Προκειμένου να υπάρξει ουσιαστική εκτίμηση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στην υγεία των πολιτών θα πρέπει να διερευνηθούν ζητήματα, όπως η έκθεση του πληθυσμού σε παράγοντες κινδύνου και η ισχύς της κοινωνικής προστασίας και συνοχής (Μαλλιαρού, Σαράφης 2012).

Η φτωχοποίηση σημαντικού μέρους του πληθυσμού, εξαιτίας της ανεργίας και της απώλειας εισοδημάτων, οδήγησε και στην αύξηση των ατόμων που προσφεύγουν σε κοινωνικά δίκτυα στήριξης για την κάλυψη βασικών αναγκών τους όπως, στέγαση, σίτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.  Επίσης, οι τηλεφωνικές γραμμές ψυχολογικής στήριξης καταγράφουν αυξημένο αριθμό κλήσεων για ψυχολογικά προβλήματα σχετιζόμενα με την οικονομική κρίση (Μπούρας, Λύκουρας 2011). Την ίδια στιγμή, ενώ υπάρχει αύξηση στη ζήτηση υπηρεσιών, η δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί σε μείωση των δημοσίων δαπανών για την υγεία. Παρατηρείται δηλαδή το παράδοξο ενώ αυξάνουν οι ανάγκες να μειώνονται οι παροχές.

Η οικονομική ύφεση και οι επακόλουθες δημοσιονομικές πολιτικές λιτότητας είχαν σοβαρή αρνητική επίδραση στο κοινωνικό κράτος. Σε μια προσπάθεια συγκράτησης και ανασύνταξης της οικονομίας, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών αύξησαν τους φόρους ή/και μείωσαν τις δημόσιες δαπάνες. Λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές στη σύνθεση των δημόσιων δαπανών, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας ήταν από τις πιο ευάλωτες. Στις μισά περίπου κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι κυβερνήσεις  θεώρησαν τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας μειωμένης προτεραιότητας σε σχέση με άλλες δαπάνες. Ανάμεσα στις κοινωνικές δαπάνες, οι δαπάνες για τις οικογένειες και τα παιδιά δέχθηκαν τις μεγαλύτερες περικοπές, στην πλειονότητα των χωρών (Martorano 2014:10).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ESSPROS (European System of integrated Social Protection Statistics) κατά την περίοδο 2002–2012 οι μεγαλύτερες δαπάνες για την κοινωνική προστασία μεταξύ των δεκαπέντε κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματοποιήθηκαν από το Λουξεμβούργο και οι μικρότερες από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Η Ελλάδα, μαζί με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία), κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις διαχρονικά, τόσο στις δαπάνες κοινωνικής προστασίας, όσο και στις δαπάνες υγείας. Είναι ενδεικτικό ότι η μείωση των δαπανών υγείας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2009–2012 προσεγγίζει το 13%, ενώ ο μέσος όρος των ετήσιων δαπανών των δεκαπέντε κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημείωσε αύξηση σχεδόν 3% (Χαλκιά, Βακλιώτη 2015).

Σήμερα στην Ελλάδα, το κράτος πρόνοιας πλήττεται σοβαρά. Η χώρα καλείται να πραγματοποιήσει μια δημοσιονομική προσαρμογή που για πολλούς δεν επιτρέπει την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής. Όμως, όπως σωστά το θέτει ο Τσούνης (2013) το ερώτημα είναι, ποιος θέλει την επιβίωση μιας οικονομίας με συνθλιμμένους τους ανθρώπους της.

Ο κίνδυνος παραμονεύει: επιπτώσεις της κρίσης στη ζωή των οικογενειών

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει επιφέρει επώδυνες επιπτώσεις και αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των κοινωνικών θεσμών. Η οικογένεια δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντιθέτως, βιώνει ταχύτατα και πολλές φορές βίαια αυτές τις αλλαγές (Ταμάμη 2014:23). Η ανεργία και η μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων αυξάνουν την αδυναμία των οικογενειών να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες σε στέγαση, σίτιση, ιατρική περίθαλψη, με αποτέλεσμα την επιδείνωση όχι μόνο της σωματικής και ψυχικής κατάστασης των μελών τους, αλλά και των μεταξύ τους σχέσεων.

Στις σύγχρονες κοινωνίες του δυτικού κόσμου, η ζωή του ανθρώπου περιστρέφεται και καθορίζεται από την εργασία και την οικονομική του επιφάνεια. Μέσω αυτών αυτοπροσδιορίζεται και ετεροπροσδιορίζεται, διαμορφώνει την εικόνα του εαυτού του και αποκτά κοινωνική υπόσταση. Έτσι, πέρα από τα πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει όποιος βλέπει το εισόδημά του να περικόπτεται ή να εξανεμίζεται, εξίσου σημαντική είναι και η «συμβολική» κατάρρευση που αντιμετωπίζει (Μπούρας, Λύκουρας 2011). Η εργασία και η κοινωνική αυτοπεποίθηση που συνδέεται με αυτήν, επηρεάζει τον τρόπο αλληλεπίδρασης με τους άλλους,

Η οικονομική υστέρηση και η εργασιακή ανασφάλεια δημιουργούν εντάσεις σε ατομικό επίπεδο (άγχος, ένταση, κατάθλιψη, κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών κλπ.) που αντανακλώνται στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η ένταση σε ατομικό επίπεδο μεταφέρεται εύκολα εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος στα υπόλοιπα μέλη και μπορεί να οδηγήσει στην αποξένωση, την αδιαφορία, την επιθετικότητα, την απομόνωση, την αύξηση των κρουσμάτων συντροφικής βίας, την  έξαρση των αυτοκτονιών, την εφαρμογή σκληρών και βίαιων μεθόδων στην ανατροφή των παιδιών, την παραμέληση των φυσικών και συναισθηματικών τους αναγκών (Harper 2009).

Ένα από τα πιο βασικά ψυχικά παράγωγα της κρίσης είναι το γενικευμένο αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Αυτό επηρεάζει τη συμπεριφορά των ενηλίκων και διαμορφώνει ένα αρνητικό περιβάλλον για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη της ευπαθέστερης των κοινωνικών ομάδων που είναι τα παιδιά και οι νέοι (Ταμάμη 2014:16). Η ασφάλεια που πρέπει να παρέχει το οικογενειακό περιβάλλον στα μέλη του και κυρίως στα παιδιά κλονίζεται. Τα παιδιά που βρίσκονται στην ηλικία κατά την οποία οικοδομούνται οι αντιλήψεις τους για τον κόσμο, νιώθουν ανασφαλή και εκτεθειμένα σε ποικίλους εξωτερικούς κινδύνους.

Η φτώχεια, που επεκτείνεται σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού λόγω της τρέχουσας κρίσης, έχει άμεσες επιπτώσεις στα μικρά παιδιά (κλείνονται στον εαυτό τους, εμφανίζουν συμπτώματα νευρικότητας και άγχους, όπως μειωμένη όρεξη και ταραγμένο ύπνο, γίνονται επιθετικά, βίαια και απείθαρχα) αλλά και έμμεσες (Ντολιοπούλου 2013). Τα παιδιά εισπράττουν το ψυχολογικό κλίμα, που σε μία χώρα που δοκιμάζεται από την οικονομική ύφεση, χαρακτηρίζεται από φόβο, θυμό, έλλειψη ελπίδας. Η αύξηση των εκδηλώσεων άγχους και φόβου είναι από τις πρώτες εμφανείς αντιδράσεις των παιδιών που δυσκολεύονται να διαχειριστούν αποσταθεροποιητικές καταστάσεις. Τα παιδιά νιώθουν ενοχή και αναλαμβάνουν ευθύνες που δεν τους αναλογούν (Ταμάμη 2014:23).  Είναι ανήσυχα και αγχωμένα όταν οι γονείς τους βιώνουν την ανεργία ή την απώλεια εισοδημάτων, όταν χάνουν το σπίτι τους, όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη σίτισή τους, ή ακόμα και όταν χάνουν την πρόσβασή τους σε δίκτυα υγειονομικής φροντίδας και πρόνοιας ( UNICEF 2014: 5, 10).

Οικονομική κρίση, παιδιά και νέοι: Ο κύκλος των χαμένων γενεών;

Σε χώρες που έχουν βιώσει την οικονομική κρίση, οι επιπτώσεις της στην υγεία και την ασφάλεια των παιδιών έχουν αποτυπωθεί με στοιχεία που θα πρέπει να μας προβληματίσουν. Τα στοιχεία δείχνουν ότι από την οικονομική κρίση, τα παιδιά είναι εκείνα που πλήττονται περισσότερο από άλλες ομάδες του πληθυσμού.

Τα δεδομένα και οι παρατηρήσεις της Έκθεσης της Unicef (2014 ) αποκαλύπτουν μια ισχυρή και πολύπλευρη σχέση μεταξύ των επιπτώσεων της μεγάλης ύφεσης των εθνικών οικονομιών των κρατών- μελών της Ε.Ε. και της επιδείνωσης της παιδικής ευημερίας από το 2008 και έπειτα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) τα παιδιά που εισέρχονται στη φτώχεια κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης είναι 2,6 εκατομμύρια περισσότερα από αυτά που ήταν σε θέση να ξεφύγουν από αυτήν πριν από το 2008 (6,6 εκατομμύρια παιδιά, έναντι 4 εκατομμυρίων). Περίπου 76.500.000 παιδιά ζουν στη φτώχεια στις 41 πιο εύπορες χώρες.

Επίσης, ενώ η συνολική φτώχεια αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 1,9 μονάδες μεταξύ 2008 και 2012, η παιδική φτώχεια αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 2,7 μονάδες. Ειδικότερα, η παιδική φτώχεια αυξήθηκε σε 18 από τις 30 χώρες της Ε.Ε. Η φτώχεια αυξήθηκε περισσότερο σε χώρες που βίωσαν μεγαλύτερη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, όπως η Ελλάδα, η Ισλανδία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Ισπανία και οι χώρες της Βαλτικής (Martorano 2014:19).

Σύμφωνα με την αναφορά της UNICEF (Harper 2009) οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης συνδέονται με την αύξηση της παιδικής θνησιμότητας, την επιδείνωση δεικτών στην υγεία και την εκπαίδευση των παιδιών, την εξώθησή τους στην εργασία, κυρίως λόγω της ανεργίας των γονέων, τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση, την παραμέληση και κακοποίησή τους.

Η οικονομική ύφεση έχει πλήξει ιδιαίτερα σκληρά και τους νέους (κυρίως άτομα ηλικίας 15-25 χρόνων), οι οποίοι εγκαταλείπουν ή αποκλείονται από την εκπαίδευση, την απασχόληση και την κατάρτιση. Το 2013, 7,5 εκατομμύρια νέοι στην Ε.Ε. δεν είχαν πρόσβαση στα παραπάνω, περίπου ένα εκατομμύριο περισσότεροι σε σχέση με το 2008 ( UNICEF 2014: 10). Στην Ελλάδα, το ποσοστό των νέων χωρίς πρόσβαση στην εκπαίδευση, την απασχόληση και την κατάρτισης σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε μια πενταετία (11,7% το 2008 σε 20,6% το 2013).

Ειδικότερα, τα αυξανόμενα ποσοστά σχολικής διαρροής και πρόωρης εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας, αναμένεται να επηρεάσουν μακροχρόνια την κοινωνία και την οικονομία. Στο μέλλον, το ανθρώπινο κεφάλαιο ενδέχεται να είναι αδύναμο, καθώς οι νέοι διατρέχουν τον κίνδυνο της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, τις απώλειας ευκαιριών προσωπικής ανάπτυξης και εν τέλει της σοβαρής απώλειας κοινωνικής και οικονομικής δύναμης.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η μεγάλη ύφεση είναι έτοιμη να παγιδεύσει μία γενιά μορφωμένων και ικανών νέων στο κενό των ανεκπλήρωτων προσδοκιών και τη διαρκή ευπάθεια.

Παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση κακοποίησης/ παραμέλησης των παιδιών και η διασύνδεσή τους με την οικονομική κρίση

Η εξελισσόμενη οικονομική κρίση είναι μια μεγάλη πρόκληση για την κοινωνία. Αποτελεί μια δοκιμασία για το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, τα οποία καλούνται να επιδείξουν την ικανότητά τους για προσαρμογή και ανανέωση.

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, οι σχέσεις μέσα από την κρίση δοκιμάζονται. Οι άνθρωποι καλούνται να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις τους και η πολιτεία με την ικανότητά της να σχεδιάζει αποτελεσματικά, χωρίς να χάνει από τη ματιά της τον άνθρωπο. Μέσα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, φαινόμενα όπως η κακοποίηση και παραμέληση των παιδιών φαίνεται να επωάζονται και να θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον της κοινωνίας.

Όπως είναι γνωστό, η κακοποίηση και παραμέληση των παιδιών συνιστά ένα σύνθετο κοινωνικό πρόβλημα με επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, αλλά και στην ανάπτυξη των κοινωνιών. Το ακριβές μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του προβλήματος δεν είναι εύκολο να αποτιμηθούν, καθώς οι περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, δεν διαθέτουν έγκυρα και αξιόπιστα στοιχεία. Είναι επίσης γνωστό ότι το φαινόμενο αφορά σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, ανεξαρτήτως κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών.

Η παιδική κακοποίηση στην Ευρώπη είναι ένα φαινόμενο υπαρκτό και υψηλά διαδεδομένο. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 29% των αγοριών και κοριτσιών είναι θύματα ψυχολογικής βίας.  Αντίστοιχα, το 23% των αγοριών και κοριτσιών είναι θύματα σωματικής κακοποίησης, ενώ το 13,4% των κοριτσιών και το 5.7% των αγοριών είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Λιγότερες μελέτες έχουν γίνει σχετικά με την παραμέληση των παιδιών, αλλά η συνδυαστική ανάλυσή τους δείχνει ότι το 18,4% των παιδιών υφίσταται συναισθηματική παραμέληση και το 16,3%  φυσική/ σωματική παραμέληση (World Health Organization 2013:15).

Στην Βαλκανική επιδημιολογική μελέτη για την κακοποίηση και παραμέληση των παιδιών (BECAN) που διενεργήθηκε το 2010, η Ελλάδα βρίσκεται σε υψηλή θέση σε περιπτώσεις ψυχολογικής και σωματικής βίας (Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού 2013: 33). Ιδιαίτερα για την ψυχολογική βία, η πιο συχνή μορφή που καταγράφηκε είναι η αδιαφορία των φροντιστών των παιδιών για τις ανάγκες τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο 45% των περιπτώσεων τα παιδιά ήταν είτε εμπλεκόμενα, είτε μάρτυρες ενδοοικογενειακής – συντροφικής βίας μεταξύ των γονιών τους. Στο 43,8% των περιπτώσεων η ψυχολογική κακοποίηση συνυπάρχει με διάφορες μορφές παραμέλησης. Ενδεικτικά αναφέρονται η παραμέληση εκπαιδευτικών θεμάτων (56,2%), η σωματική παραμέληση (45%), η παραμέληση ζητημάτων υγείας (35%) και ψυχικής υγείας (32%), η άρνηση κηδεμονίας ή/και εγκατάλειψη (32%), η ελλιπής επίβλεψη και η αποτυχία προστασίας από τραυματισμούς (30%), η μη απαγόρευση παραβατικής συμπεριφοράς (17%) και η οικονομική εκμετάλλευση των παιδιών (16%).

Δεν υπάρχει ένας μοναδικός παράγοντας που «ενοχοποιείται» για την εμφάνιση ενδοοικογενειακής βίας εις βάρος των παιδιών. Για την ακρίβεια πολυάριθμοι παράγοντες επιδρούν στους κινδύνους εκδήλωσης παιδικής κακοποίησης/παραμέλησης. Αρκετοί από αυτούς συνδέονται με τα ατομικά χαρακτηριστικά του δράστη και τις σχέσεις που συνδέουν τα μέλη μιας οικογένειας. Είναι σωρευτικοί και συχνά αλληλένδετοι. Για παράδειγμα, παράγοντες όπως το ιστορικό βίας των γονέων στην παιδική τους ηλικία, η συντροφική βία και η ψυχική ασθένεια, έχουν συνδεθεί με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παιδικής κακοποίησης. Ομοίως, παράγοντες όπως το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η ανεργία, η κατάχρηση ουσιών, η μονογονεϊκότητα, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η ισχνή κοινωνική υποστήριξη μπορούν να διασυνδεθούν με οικογένειες που «πάσχουν» από παιδική κακοποίηση και με κοινότητες που παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες στο φαινόμενο. Άλλοι παράγοντες που επιδρούν στο φαινόμενο συνδέονται με τη δομή και το κυρίαρχο αξιακό σύστημα των κοινωνιών στις οποίες διαβιούν οι οικογένειες.

Τα ευρήματα των δύο πλέον πρόσφατων  μετα- αναλυτικών ανασκοπήσεων ερευνών (Stith S. et al. και Whitaker D. et al. στο World Health Organization 2013:35-50) τα οποία αφορούν στους ατομικούς και κοινωνικούς παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης παιδικής σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς και παραμέλησης, είναι τα πλέον διαφωτιστικά.

Σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανασκοπήσεις, οι ατομικοί παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης παιδικής κακοποίησης/ παραμέλησης περιλαμβάνουν αυτούς που συνδέονται με τους δράστες (συνήθως γονείς και φροντιστές), αλλά και τα ίδια τα θύματα[1]. Επίσης, για τον κίνδυνο εμφάνισης του φαινομένου, έχει αναγνωριστεί εύρος παραγόντων που αφορούν στις οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ενδεικτικά αναφέρονται οι χαμηλές δεξιότητες των γονέων στην ανατροφή των παιδιών και το γονικό άγχος, η αποδοχή των γονέων της σωματικής τιμωρίας, η χαμηλή συνοχή της οικογένειας, η βία μεταξύ των γονέων, η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, το μέγεθος της οικογένειας κ.ά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παράγοντες αυτοί θα πρέπει να εξετάζονται συνδυαστικά με άλλους παράγοντες όπως, την έλλειψη πόρων για τη φροντίδα των παιδιών, το ιστορικό βίας των γονέων, την αστάθεια της οικογενειακής δομής, τις οικογενειακές συγκρούσεις, την ανεργία και ουσιοεξάρτηση.

Πίνακας 1. Ατομικοί παράγοντες κινδύνου για τη σωματική, σεξουαλική κακοποίηση και παραμέληση παιδιών, όπως έχουν προσδιοριστεί από την ανασκόπηση ερευνών και την μετα-ανάλυση.

Γονικά χαρακτηριστικά Σωματική

κακοποίηση

Παραμέληση Χαρακτηριστικά

Δράστη

Σεξουαλική

κακοποίηση

Θυμός / υπεραντιδραστικότητα ¢ ¢ Μοναξιά ¢
Άγχος ¤   Σκληρή πειθαρχία

ως παιδί

¢
Ψυχοπαθολογία ¤ ¤ Δυσκολίες στις

προσωπικές

σχέσεις

¢
Κατάθλιψη ¤ ¤ Αντικοινωνική

Προσωπικότητα

¢
Αυτοεκτίμηση* ¤ ¤ Ιστορικό

σεξουαλικής

κακοποίησης

¢
Κακή σχέση με τους γονείς ¤ ª Αστάθεια/

Παρορμητικότητα

    ¢ ns
Παιδική κακοποίηση ¤ ª Εξωτερικευμένα

Προβλήματα

(μη- εγκληματικά)

    ¢ ns
Εγκληματικές συμπεριφορές ¤   Διαταραχές

Προσωπικότητας

¤
Στρες ª ¢ Εξωτερικός έλεγχος ¤
Κοινωνική υποστήριξη* ª ª Ελαχιστοποίηση

Ενοχής

¤
Κατάχρηση αλκοόλ ª   Ανοχή στις

σεξουαλικές

σχέσεις ενήλικα με

ανήλικο

¤
Ανεργία ª ¤ Παράνοια/

Δυσπιστία

¤
Δεξιότητες διαχείρισης/ επίλυσης προβλημάτων* ª   Χαμηλή

Αυτοεκτίμηση

¤
Μονογονεϊκότητα ª ª Κακή προσάρτηση/ δεσμοί ¤
Ηλικία (γονέα) * ª ª Κατάθλιψη ¤
Κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ª   Βία/ επιθετικότητα ¤
Προβλήματα υγείας     ªns   Ιστορικό σωματικής

κακοποίησης

¤
Φύλο (γονέα)    ªns   Κατάχρηση ουσιών ¤
Αποδοχή της σωματικής τιμωρίας   ªns   Θυμός/ εχθρότητα ª
Χαρακτηριστικά παιδιού Άγχος ª
Κοινωνικές δεξιότητες * ¤ ¤ Αποκλίνον σεξουαλικό

ενδιαφέρον

ª
Εξωστρέφεια ¤ ¤ Μη βίαιη παραβατικότητα ª
Εσωστρέφεια ª ª Έλλειμμα κοινωνικών

δεξιοτήτων

ª
Φύλο    ªns     ªns Κακή στρατηγική διαχείρισης    ªns
Προγεννητικά/ νεογνικά προβλήματα    ªns   Έλλειμμα ενσυναίσθησης    ªns
Αναπηρία    ªns   Σωματοποίηση/

υποχονδριακή διαταραχή

   ªns
Ηλικία *    ªns    ªns Ελεγκτική/ καταναγκαστική

συμπεριφορά στην ανατροφή

παιδιού

   ªns
  Γονική αστάθεια    ªns
Εξωτερικευμένα σεξουαλικά

προβλήματα

   ªns

 

¢ Μεγάλη επίδραση (>.70); ¤ Μέτρια επίδραση (.40–.70); ª Μικρή επίδραση (<.40);. Το σύμβολο (*) αναφέρεται σε αρνητική σχέση και η σήμανση (ns) = όχι σημαντικό.

Όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, μια σειρά από ατομικούς παράγοντες έχουν «ενοχοποιηθεί» για την κακοποίηση/παραμέληση των παιδιών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι όταν ερευνάται το φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης/παραμέλησης, πρέπει να εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο ευρύτεροι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με την ανεπάρκεια των γονεϊκών ικανοτήτων, το γονικό άγχος, την κατάθλιψη και τη μειωμένη κοινωνική υποστήριξη, αλληλεπιδρούν με παράγοντες όπως, η νεαρή ηλικία των γονέων, η μονογονεϊκότητα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η ανεργία και η κακή κοινωνικοοικονομική κατάσταση.

Όμως, ο κίνδυνος εμφάνισης της παιδικής κακοποίησης / παραμέλησης μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες σε κοινοτικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι έρευνες που εξετάζουν τη διασύνδεση μεταξύ των χαρακτηριστικών μιας κοινωνίας και της παιδικής κακοποίησης είναι εξαιρετικά σπάνιες, αλλά οι κατηγορίες των παραγόντων που είναι πιθανό να επιδράσουν στην αύξηση του φαινομένου είναι γνωστοί.

Σε μειονεκτούσες κοινότητες, η κοινωνικοοικονομική υστέρηση διασυνδέεται με την παιδική κακοποίηση μέσα από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων κινδύνου που περιλαμβάνει την ανεργία, το χαμηλό εισόδημα, την ενδοοικογενειακή βία, την επιβαρυμένη σωματική και ψυχική υγεία, την κατάχρηση ουσιών.  Στις κοινότητες αυτές μπορεί επίσης να εμφανίζονται υψηλά ποσοστά αντικοινωνικής και εγκληματικής συμπεριφοράς. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε αυτές τις κοινότητες μπορεί να είναι περισσότερο ευάλωτα στη θυματοποίησή τους από άτομα εκτός τους οικογενειακού περιβάλλοντος.

Το χαμηλό κοινωνικό κεφάλαιο και η κοινωνική αποδιοργάνωση μπορούν να θεωρηθούν προγνωστικοί παράγοντες στην εμφάνιση του φαινομένου. Αυτό σημαίνει ότι οι αντιλήψεις των γονέων περί κοινωνικής συνοχής και ύπαρξης άτυπου κοινωνικού ελέγχου μπορεί να έχουν αντίκτυπο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους απέναντι στα παιδιά.

Σε κοινωνικό επίπεδο, οι κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες που περιβάλουν θέματα όπως η ανατροφή των παιδιών, οι ρόλοι των φύλων και η προστασία της ιδιωτικής ζωής της οικογένειας επηρεάζουν τα επίπεδα της βίας εις βάρος των παιδιών. Είναι προφανές ότι σε κοινωνίες που επικρατούν αντιλήψεις και πρακτικές όπως, η αποδοχή της σωματικής τιμωρίας ως φυσικό ή απαραίτητο μέσω διαπαιδαγώγησης, το δικαίωμα των ανδρών να ελέγχουν τις γυναίκες, οι καταναγκαστικοί γάμοι, τα εγκλήματα τιμής, το «απαραβίαστο άσυλο» της οικογένειας, ο κίνδυνος εμφάνισης παιδικής κακοποίησης αυξάνεται σημαντικά.

Η παιδική κακοποίηση μπορεί να επηρεαστεί από τους οικονομικούς παράγοντες μιας κοινωνίας, όπως η ύφεση, τα επίπεδα ανεργίας, η εισοδηματική ανισότητα και η φτώχια. Η οικονομική κρίση οδηγεί στην αύξηση της ανεργίας, αυξάνει την οικονομική δυσχέρεια, το άγχος και τις πιθανότητες εκδήλωσης κατάθλιψης, παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης παιδικής κακοποίησης / παραμέλησης. Η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί σημαντικά αν λάβει κανείς υπόψη ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης γίνονται περικοπές των κρατικών δαπανών σε δομές και υπηρεσίες πρόνοιας και κοινωνικής μέριμνας.

Σε κοινωνίες με μεγάλες ανισότητες υπάρχει η τάση εμφάνισης υψηλών ποσοστών βίας. Οι ανισότητες μπορεί να αφορούν στην ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων, ή σε ανισότητες οι οποίες εδράζονται στο εισόδημα, την εθνικότητα, την πρόσβαση σε κοινωνικούς πόρους και επιδρούν σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής.

Η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα είναι επιβεβλημένη. Η κατανόηση των παραγόντων που συμβάλλουν στην εμφάνιση του φαινομένου της παιδικής κακοποίησης/παραμέλησης και η διερεύνηση των ομάδων του πληθυσμού που εν δυνάμει μπορεί να πληγούν από το φαινόμενο είναι κρίσιμες παράμετροι στην ανάπτυξη και εφαρμογή αποτελεσματικών και στοχευμένων προγραμμάτων πρόληψης  και προστασίας των θυμάτων.

Σε κάθε περίπτωση τα κομβικά σημεία δράσης για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου θα πρέπει να αφορούν αφενός, στην ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των γονέων και των παιδιών μέσα από μία ουσιαστική κοινωνική υποστήριξη και αφετέρου, στην καλλιέργειας της κοινωνικής δυσανεξίας απέναντι στη βία.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Branas, C., Kastanaki, A., Michalodimitrakis, M., Tzougas, J., Kranioti, E., Theodorakis, P., Carr, B., Wiebe, D., (2015). «The impact of economic austerity and prosperity events on suicide in Greece: a 30-year interrupted time-series analysis».

URL: http://bmjopen.bmj.com/content/5/1/e005619.full?sid=c4a813db-fe 1b-4285-9a45-8ad4e3d8fdbf

Harper, C. (2009). Children in times of economic crisis: Past lessons, future policies, UNICEF, London.

Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού (2013). Πρόγραμμα «BECAN» (Balkan Epidemiological Study on Child Abuse and Neglect). Μελέτη επίπτωσης ΚΑΠΑ-Π βάσει καταγεγραμμένων περιστατικών: Έκθεση αποτελεσμάτων, Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας & Κοινωνικής Πρόνοιας.

Μαλλιαρού, Μ., Σαράφης, Π. (2012). «Οικονομική κρίση. Τρόπος επίδρασης στην υγεία των πολιτών και στα συστήματα υγείας», Το Βήμα του Ασκληπιού 11 (2), σελ. 202-212. www.vima-asklipiou.gr

Martorano, B. (2014). «The consequences of the recent economic crisis and government reactions for children», Innocenti Working Paper No.2014-05, UNICEF Office of Research, Florence.

Μπαλούρδος, Δ. (2011). «Επιπτώσεις της κρίσης στη φτώχεια και στον οικονομικό αποκλεισμό: Αρχικές μετρήσεις και προσαρμοστικές πολιτικές», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134-135, Α´- Β´, σελ. 165-192.

Μπούρας, Γ., Λύκουρας, Λ. (2011). «Η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στην ψυχική υγεία», Εγκέφαλος, τ. 48, σελ. 54-61.

Ντολιοπούλου, Ε. (2013). «Αντιλήψεις νηπίων για την οικονομική κρίση: Μια μελέτη περίπτωσης στην Ελλάδα», Προσχολική & Σχολική Εκπαίδευση 1 (1), σελ. 108-129. Ηλεκτρονικός εκδότης: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. URL: http://childeducation-journal.org.

Ταμάμη, Δ. (2014). Παιδί και Ελληνική Οικονομική Κρίση: Ψυχοεκπαιδευτικό Πρόγραμμα Πρόληψης. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών επιστημών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Τσούνης, Α. (2013).  «Η σχέση της ανεργίας με την κατάθλιψη και τις αυτοκτονίες: η «κλινική» αντανάκλαση της οικονομικής κρίσης», Τετράδια Ψυχιατρικής 122, σελ. 24-32.

UNICEF: Office of Research (2014). «Children of the Recession: The impact of the economic crisis on child well-being in rich countries», Innocenti Report Card 12, UNICEF Office of Research, Florence.

World Health Organization (2013). European report on preventing child maltreatment, edited by: Dinesh Sethi, Mark Bellis, Karen Hughes, Ruth Gilbert, Francesco Mitis, Gauden Galea.

Χαλκιά, Β., Βακλιώτη, Α. (2015). «Δαπάνες υγείας και κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα και στην ΕΕ-15», Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 32(5), σελ546-555, www.mednet.gr/archives.

* Διδάκτορας Τμήματος Κοινωνιολογίας- Τομέα Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου.

  1. Ο βαθμός επίδρασης των παραγόντων που συνδέονται με τα παιδιά-θύματα κακοποίησης/παραμέλησης φαίνεται ότι είναι λιγότερο καθοριστικός στον προσδιορισμό του κινδύνου εκδήλωσης κακοποίησης.