Η πλαστογραφία στην Ελλάδα της κρίσης

EΥΔΟΞΙΑ Ζ. ΦΑΣΟΥΛΑ

 Η πλαστογραφία στην Ελλάδα της κρίσης

Ένα συνοπτικό οδοιπορικό με όχημα σύγχρονες γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες και γνωμοδοτήσεις

EΥΔΟΞΙΑ Ζ. ΦΑΣΟΥΛΑ*

 

Ι. Οικονομική κρίση και εγκληματικότητα

Οι ραγδαίες εξελίξεις στο διεθνές κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον των τελευταίων ετών αύξησε το ενδιαφέρον από την πλευρά των ερευνητών διαφόρων τομέων για τη διερεύνηση των συσχετισμών, που, ενδεχομένως, να προκύπτουν μεταξύ των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της εγκληματικότητας και της οικονομικής κρίσης. Έχει προκύψει έτσι μια  μεγάλη και ενδιαφέρουσα ποικιλία προσεγγίσεων, ωστόσο το σύνολο των εξαγόμενων αποτελεσμάτων δεν παρουσιάζουν πάντοτε συμφωνία. Πιο συγκεκριμένα έχουν βρεθεί διαφορετικά αποτελέσματα σε αναλύσεις που προσπαθούν να ερευνήσουν τη σχέση των εγκληματικών πράξεων με κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία να διατυπωθούν νέες θεωρητικές απόψεις, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους.

Oρθά ο τιμώμενος στον παρόντα τόμο καθηγητής κ. Νέστωρ Κουράκης επισημαίνει ότι «η διερεύνηση των οικονομικών κρίσεων ή εξελίξεων εν γένει και η συσχέτισή τους με την παραλλήλως βαίνουσα εγκληματικότητα, επιβάλλει οπωσδήποτε ιδιαίτερη προσοχή», καθώς «οι κίνδυνοι αυθαίρετης συναγωγής συμπερασμάτων είναι πολλοί». Δίνει μάλιστα το χαρακτηριστικό παράδειγμα πιθανής αύξησης, κατά τη διάρκεια οικονομικής κρίσης, των ρυθμιστικών διατάξεων της οικονομίας με συνακόλουθη αυστηροποίηση της σχετικής ποινικής αντίδρασης της Πολιτείας, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει και σε αύξηση των στατιστικώς καταγραφέντων ποινικών διώξεων και καταδικών. Ακόμα όμως κι όταν αυτή η αύξηση είναι πραγματική, και πάλι, τονίζει ο κ. καθηγητής, ότι υφίσταται κίνδυνος παρερμηνείας από τους ερευνητές, δεδομένου ότι η εν λόγω αύξηση «μπορεί να οφείλεται όχι στην ίδια την οικονομική κρίση, αλλά στα κοινωνικά και ψυχολογικά συνεπακόλουθά της»[1].

Σε κάθε περίπτωση βέβαια οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα επηρεάζουν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο τους δείκτες της εγκληματικότητας που καταγράφεται. Κατά συνέπεια η ανεργία, η φτώχεια, οι οικονομικές και κατ’ επέκταση οι κοινωνικές ανισότητες και φυσικά οι οικονομικές κρίσεις είναι από τους παράγοντες εκείνους που η εγκληματολογική επιστήμη οφείλει να διερευνήσει κατά την ανίχνευση των εγκληματικών τάσεων με ειδικότερη έμφαση στην οικονομική παραβατικότητα και εν γένει την εγκληματικότητα «λευκού περιλαιμίου»[2].

Όσον αφορά την Ελλάδα, η οικονομία άρχισε να δείχνει σοβαρά σημεία ύφεσης από το 2009, ως αποτέλεσμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ από το έτος 2010 και μετά η ύφεση εντάθηκε σημαντικά λόγω των εσωτερικών δημοσιονομικών προβλημάτων. Η ανάγκη εξυγίανσης οδήγησε τη χώρα στην ένταξή της σε τριμερή μηχανισμό οικονομικής στήριξης, αποτελούμενο από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Η αυστηρή εισοδηματική πολιτική και ο δραστικός περιορισμός των δημοσίων δαπανών που ασκήθηκαν κατά τα τελευταία 5 έτη επηρέασαν, όπως ήταν αναμενόμενο, αρνητικά την εξέλιξη του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα το μέγεθός του να σημειώσει μείωση. Κατά το 2009 η ανεργία στη χώρα αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης που έπληξε και την Ελλάδα και ανήλθε σε 9,6%, ενώ για το 2010 αυξήθηκε περαιτέρω στο 12,7% για να φτάσει σήμερα στο  25%, ως συνέπεια της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και του εξαιρετικά ασταθούς και ρευστού πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος[3].

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον το ενδιαφέρον και των Ελλήνων εγκληματολόγων έχει από καιρό διευρυνθεί στην αναζήτηση των αιτιωδών σχέσεων μεταξύ αθέμιτων οικονομικών δραστηριοτήτων και ελληνικής οικονομικής κρίσης. Βεβαίως αληθεύει η διαπίστωση του καθηγητή κ. Ν. Κουράκη ότι λείπουν «από τη βιβλιογραφία μας οι εξειδικευμένες εκείνες μελέτες, οι οποίες με αφετηρία τους υπάρχοντες άξονες επιχειρημάτων – νομικιστικό,  κοινωνιολογικό και πραγματιστικό θα διερευνούσαν τον βαθμό αλήθειας ο οποίος εμπεριέχεται σ’ αυτά, ενόψει των υπαρχόντων στοιχείων στη χώρα μας και διεθνώς»[4]. Επιπλέον και η διεπιστημονική γνώση  (οικονομίας – εγκληματολογίας) με εφαρμογή  αφενός μεν εγκληματολογικών θεωριών αφετέρου των σύγχρονων οικονομετρικών τεχνικών δεν είναι αρκετά διαδεδομένη στο ερευνητικό πεδίο, γι’ αυτό και από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δεν μπορούν να εξαχθούν σίγουρα συμπεράσματα[5].

ΙΙ. Εισαγωγικά για το αδίκημα της πλαστογραφίας: Το γενικό θεσμικό πλαίσιο – Στατιστικά στοιχεία

Συχνό «όχημα» τέλεσης οικονομικών εγκλημάτων, όπως της υπεξαίρεσης ή της απάτης,  αποτέλεσε διαχρονικά και συνεχίζει να είναι η πλαστογραφία. Μάλιστα η πλαστογραφία εντασσόταν παλαιότερα στα εγκλήματα κατά της περιουσίας, καθώς θεωρούταν ότι η κατάρτιση πλαστού εγγράφου αποτελούσε μορφή απάτης με σκοπούμενο το περιουσιακό όφελος. Ωστόσο ο κομβικός ρόλος που απέκτησαν τα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα στη συναλλακτική ζωή είχε ως αποτέλεσμα να αποσπαστεί η πλαστογραφία (και τα συναφή με αυτήν εγκλήματα) από το κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της περιουσίας και να υπαχθεί σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Αυτό άλλωστε κρίθηκε αναγκαίο «για μια πιο συστηματική και ακριβή περιγραφή των στοιχείων της εν λόγω αξιόποινης συμπεριφοράς»[6].

Σήμερα πλέον, η πλαστογραφία εντάσσεται στο 10ο κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «εγκλήματα περί τα υπομνήματα». Άλλωστε επικρατούσα είναι η άποψη, σύμφωνα με την οποία προστατευόμενο έννομο αγαθό στην περίπτωση της πλαστογραφίας είναι η ασφάλεια και η ακεραιότητα των έγγραφων συναλλαγών, γεγονός που δικαιολογεί και τον ως άνω διαχωρισμό από τα εγκλήματα της περιουσίας και την κατάταξη σε ιδιαίτερο κεφάλαιο του ελληνικού ποινικού κώδικα[7].

Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος της πλαστογραφίας, σύμφωνα με το άρ. 216 §1 εδ. α ΠΚ, απαιτείται να συντρέχει κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου[8]. Ειδικότερα από πλευράς τρόπου τέλεσης του εγκλήματος, η πλαστογραφία είναι σωρευτικά μικτό έγκλημα, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο η κατάρτιση όσο και η νόθευση συνιστούν δύο αυτοτελείς εγκληματικές πράξεις,  «αφού οι δύο τρόποι τέλεσης που αναφέρονται στο νόμο δεν μπορούν να εναλλαχθούν πάνω στην ίδια μονάδα του εννόμου αγαθού»[9].

α) Ως κατάρτιση πλαστού εγγράφου νοείται η εξ υπαρχής κατασκευή κάποιου εγγράφου, που δεν υπήρχε και το οποίο φέρεται ότι προέρχεται (έχει γραφεί ή / και υπογραφεί) από ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενώ στην πραγματικότητα δεν προέρχεται από αυτό (π.χ. υπογραφή στη θέση εκδότη από πρόσωπο Α με προσπάθεια αυτή να φαίνεται ως τεθείσα από πρόσωπο Β). Ως εξ υπαρχής πλαστό είναι και το έγγραφο, το οποίο φέρει «φανταστική» υπογραφή, ήτοι υπογραφή ανύπαρκτου προσώπου (π.χ. κατασκευή επιταγής με φερόμενη εκδούσα εταιρεία Χ και υπογραφή στη θέση του εκδότη ανύπαρκτου προσώπου, βλ. εικόνα 1).

β) Με τον όρο νόθευση εγγράφου εννοούμε την αλλοίωση ενός ήδη υφιστάμενου εγγράφου ως προς το περιεχόμενο αυτού (π.χ. αλλοίωση του ποσού επί ταξιδιωτικής επιταγής, βλ. εικόνα 2). Αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών, υπογραφών, συμβόλων ή άλλων στοιχείων του εγγράφου.

Ιδιαίτερη σημασία έχει και η αντικειμενική προσφορότητα του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου να παραπλανήσει, διότι η πλαστογραφία αποτελεί στην πραγματικότητα μια προπαρασκευή εξαπάτησης και είναι στην ουσία της έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης των επιμέρους εννόμων αγαθών[10].

Εικόνα 1: Στις παρακάτω απεικονίσεις ψηφιακού μικροσκοπίου φαίνονται λεπτομέρειες από δύο επιταγές, μία γνήσια (πάνω εικόνα) και μία πλαστή (κάτω εικόνα). Στη γνήσια διακρίνεται ως στοιχείο ασφαλείας η χαρακτηριστική μικρογραφία με αναγραφή της επωνυμίας της τράπεζας, εκτυπωμένη με τη διαδικασία Οffset. Αντιθέτως στην πλαστή, η οποία έχει προέλθει από σάρωση γνήσιας και στη συνέχεια εκτύπωση με χρήση εκτυπωτή laser, η ως άνω μικρογραφία / στοιχείο ασφαλείας δεν έχει αναπαραχθεί. Η γραφοσκοπική εξέταση της δεύτερης αυτής επιταγής με χρήση μεγεθυντικών μέσων επιτρέπει την άμεση ανάδειξη του εν λόγω ελαττώματος, το οποίο και συνιστά αντικειμενικό εύρημα πλαστότητας (κατάρτιση επιταγής ως εξ υπαρχής πλαστής).

ΓΝΗΣΙΑ ΕΠΙΤΑΓΗ

123.1

ΠΛΑΣΤΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

123.2

 

Εικόνα 2: Στις παρακάτω απεικονίσεις ψηφιακού μικροσκοπίου φαίνονται λεπτομέρειες από δύο ταξιδιωτικές επιταγές, μία γνήσια (πάνω εικόνα) και μία νοθευμένη (κάτω εικόνα). Στη γνήσια διακρίνεται καθαρή και ευκρινής εκτύπωση με τη διαδικασία Οffset. Αντιθέτως στην κάτω εικόνα διακρίνεται νοθευμένη ταξιδιωτική επιταγή με σημεία απόσβεσης του ποσού και επανεκτύπωσης άλλου με χρήση οικιακού εκτυπωτή ink-jet (βλ. το σημείο φθοράς του χαρτιού και διασποράς των κουκίδων μελανιού). Η γραφοσκοπική εξέταση της δεύτερης αυτής επιταγής με χρήση μεγεθυντικών μέσων επιτρέπει την άμεση ανάδειξη του εν λόγω ελαττώματος, το οποίο και συνιστά αντικειμενικό εύρημα πλαστότητας (νοθευμένη επιταγή).

ΓΝΗΣΙΑ ΕΠΙΤΑΓΗ

123.3

ΝΟΘΕΥΜΕΝΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

123.4

Αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της πλαστογραφίας πρέπει να καλύπτονται τα ως άνω στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης από δόλο κάθε βαθμού (άρ. 26 § 1 εδ. α, άρ. 27 ΠΚ), ενώ απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη και ο πρόσθετος διπλός σκοπός χρήσης του πλαστού εγγράφου και μέσω αυτής παραπλάνησης άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η ποινή που προβλέπεται στην περίπτωση που συντρέχουν όλα τα στοιχεία (αντικειμενικά και υποκειμενικά) της πλαστογραφίας είναι φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Σύμφωνα δε με το άρ. 216 § 1 εδ. β, η χρήση του εγγράφου από τον πλαστογράφο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Επίσης, στην § 2 του άρ. 216 ΠΚ ορίζεται ότι με την αυτή ως άνω ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει χρησιμοποιεί κατηρτισμένο εξ υπαρχής πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Για παράδειγμα, χρήση πλαστού αποτελεί η εμφάνιση πλαστής επιταγής προς πληρωμή ή η προσκόμιση του πλαστού εγγράφου (π.χ. ιδιόγραφης διαθήκης) στο δικαστήριο κλπ.

Στην τρίτη παράγραφο του άρ. 216 ΠΚ προβλέπεται κακουργηματική μορφή πλαστογραφίας, καθώς απειλείται επαυξημένη ποινή (κάθειρξη μέχρι δέκα ετών) στις περιπτώσεις που τελείται κάποια από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου, με σκοπό να προσπορίσει ο δράστης στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή να βλάψει άλλον, εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 € (άρ. 216 § 3 εδ. α΄ ΠΚ), καθώς και στις περιπτώσεις όπου ο δράστης τελεί κατ’ επάγγελμα ή κατά

συνήθεια πλαστογραφίες (άρ. 216 § 1 εδ. α ΠΚ), εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 € (άρ. 216 § 3 εδ. β ΠΚ).

Η  στατιστική εικόνα της πλαστογραφίας (τελεσμένα αδικήματα) κατά τα έτη της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα (2011-2014) μέσα από τα επίσημα δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας θα μπορούσε να συνοψιστεί στα ακόλουθα[11]:

  • Γενικά μικρές αυξομειώσεις στον αριθμό υποθέσεων πλαστογραφίας που χειρίζονται οι αστυνομικές αρχές[12] (βλ. σχετικό διάγραμμα που ακολουθεί).
  • Ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό εξιχνίασης.
  • Υπερεκπροσώπηση των αλλοδαπών δραστών, στοιχείο που πιθανολογείται ότι συνδέεται και με την αύξηση του κύματος μεταναστών των τελευταίων ετών και τη σχετική έγγραφη διαδικασία που συνοδεύει αιτήσεις ασύλου, αδειών παραμονής, εργασίας κλπ., που με τη σειρά της ευνοεί την ανάπτυξη κυκλωμάτων πλαστογραφίας δικαιολογητικών με συμμετοχή αλλοδαπών. Σημειωτέον ότι μεγάλο μέρος των εν λόγω δικαιολογητικών εγγράφων αποτελούν έγγραφα ασφαλείας (π.χ. διαβατήρια, ταυτότητες), η διερεύνηση της γνησιότητας των οποίων πραγματοποιείται από τα εγκληματολογικά εργαστήρια της Ελληνικής Αστυνομίας[13].

 

 

Πηγή: Στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας (βλ. υποσημ. 11, ό.π.)

 

 

 

ΙIΙ. Η πλαστογραφία στην Ελλάδα της κρίσης υπό το πρίσμα σύγχρονων γραφολογικών εκθέσεων

Στο ελληνικό ποινικό-δικονομικό δίκαιο η πραγματογνωμοσύνη όχι μόνο προβλέπεται ρητά ως αποδεικτικό μέσο (άρ. 178 εδ. γ΄ ΚΠΔ) αλλά φαίνεται να κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων, καθώς ο ελληνικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αφιερώνει σ’ αυτήν ολόκληρο κεφάλαιο με τον τίτλο «Πραγματογνώμονες και Τεχνικοί Σύμβουλοι» (άρθρα 183-208 ΚΠΔ). Η πραγματογνωμοσύνη προσφέρει στην ποινική δίκη, και στην ανακριτική διαδικασία ειδικότερα, εξειδικευμένη και γι’ αυτό πολύτιμη επιστημονική γνώση και τεχνογνωσία, «τις οποίες δεν διαθέτουν ούτε οι ανακριτικοί υπάλληλοι ούτε οι δικαστικοί λειτουργοί (δικαστές – εισαγγελείς) που πρωταγωνιστούν σ’ αυτήν»[14]. Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία τη σημερινή εποχή του τεχνολογικού πληθωρισμού και του διαρκώς αυξανόμενου επιμερισμού της επιστημονικής γνώσης, στοιχεία που καθιστούν πραγματικά αδύνατη την κατάκτηση και επιτυχή χρήση όλου αυτού του όγκου των ειδικότερων επιστημονικών γνώσεων από εκείνους που έχουν επιφορτιστεί με το ανακριτικό και δικαιοδοτικό έργο.

Ανάμεσα στα διάφορα είδη πραγματογνωμοσύνης, ιδιαίτερη θέση κατέχει η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη λόγω και της αυξημένης νομικής και κοινωνικής αξίας του εγγράφου. Σε όλες τις περιπτώσεις των λεγόμενων «δια της γραφής τελούμενων» εγκλημάτων καλείται ο δικαστικός γραφολόγος να συμβάλλει με τις ειδικές του γνώσεις στη διάγνωση της προέλευσης ή / και της γνησιότητας ενός εγγράφου[15].

Εύστοχα μάλιστα ο καθηγητής Ν. Κουράκης επισημαίνει ότι «εν όψει της σχετικά συχνής της χρησιμοποίησης στη δικαστηριακή πρακτική, η δικαστική γραφολογία έχει πλέον διαμορφώσει το γνωστικό της αντικείμενο με πλήρη συστηματική ενότητα και αυτοδυναμία, έτσι ώστε να μη φαίνονται σήμερα βάσιμες οι αντιρρήσεις που εκφράζονταν άλλοτε για την επιστημονική της αυτοτέλεια»[16].

Στο παρόν κεφάλαιο θα επιχειρήσω μία γενική και συνοπτική σκιαγράφηση βασικών χαρακτηριστικών της πλαστογραφίας (είδος πλαστού εγγράφου, τρόπος τέλεσης, εμφαινόμενος επί του εγγράφου χρόνος ή/και χρόνος χρήσης του πλαστού, προφίλ υπόπτων) μέσα από την ανάλυση ενός δείγματος εκατό (100) γραφολογικών εκθέσεών μου (με τη μορφή πραγματογνωμοσύνης ή γνωμοδότησης) των ετών 2010-2015, ήτοι σε χρονικό διάστημα που συμπίπτει με την επικράτηση στη χώρα μας μιας γενικευμένης κατάστασης οικονομικής ύφεσης / κρίσης[17].

Η συγκεκριμένη παρουσίαση δεν έχει ασφαλώς τα μεθοδολογικά χαρακτηριστικά μιας εγκληματολογικής έρευνας, καθώς μία σειρά από στοιχεία ενδέχεται να λειτουργήσουν «επιμολυντικά» (όπως π.χ. ζητήματα αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος, υποκειμενικής ερμηνευτικής προσέγγισης κατά την τεχνική διάγνωση, το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός των αναλυθέντων υποθέσεων βρίσκονται ακόμα εν εξελίξει). Άλλωστε ο στόχος της εν λόγω επισκόπησης δεν είναι η παραγωγή «βέβαιων» συμπερασμάτων. Το αντίθετο. Σκοπός μου είναι περισσότερο η ανάδειξη στοιχείων που μπορούν να αποτελέσουν μία σειρά από υποθέσεις μελλοντικής ερευνητικής εργασίας με συμμετοχή περισσότερων συναδέλφων γραφολόγων και εγκληματολόγων. Με άλλα λόγια η παρούσα ανάλυση φιλοδοξεί να αποτελέσει τη «μαγιά» για μία περαιτέρω εμβάθυνση στη φαινομενολογία του εγκλήματος της πλαστογραφίας, όπως αυτή εμφανίζεται να τελείται στην Ελλάδα της κρίσης, προκειμένου να καταστεί και αποτελεσματικότερη η σχετική με το αδίκημα αυτό αντεγκληματική πολιτική.

Πράγματι από την ως άνω περιγραφόμενη ανάλυση προέκυψαν τα ακόλουθα ενδιαφέροντα στοιχεία (βλ. και σχετικά διαγράμματα που ακολουθούν):

α) Επί του συνόλου των εκατό (100) γραφολογικών μου εκθέσεων:

  • Τριάντα (30) αφορούσαν θέματα πλαστότητας ιδιόγραφων διαθηκών.
  • Είκοσι εννέα (29) είχαν ως αντικείμενο πλαστά τραπεζικά έγγραφα (όπως ενδεικτικά: δανειακές συμβάσεις, αναληπτήρια, αιτήσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών) και πλαστές επιταγές.
  • Σε είκοσι τέσσερις (24) εκθέσεις εξετάστηκαν πλαστά (λοιπά, πλην δηλ. των τραπεζικών) ιδιωτικά έγγραφα (όπως ενδεικτικά: ιδιωτικά συμφωνητικά, τιμολόγια, χειρόγραφες εξοφλητικές αποδείξεις).
  • Τέλος, δεκαεπτά (17) εκθέσεις είχαν ως αντικείμενο διερεύνησης δημόσια, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ, έγγραφα (π.χ. συμβολαιογραφικά) ή έγγραφα απευθυνόμενα προς δημόσιες αρχές.

β) Επί του συνόλου των ανωτέρω εκατό (100) γραφολογικών μου εκθέσεων διαγνώστηκαν οι ακόλουθοι τρόποι τέλεσης της πλαστογραφίας:

  • Με ελεύθερη απομίμηση[18] της γραφής / υπογραφής του φερόμενου (υπο)γράφοντος προσώπου σε σαράντα μία (41) εκθέσεις.
  • Με χάραξη υπογραφικών σκαριφημάτων ιδίας επινόησης[19] σε δεκαπέντε (15) εκθέσεις.
  • Με χρήση των σύγχρονων φωτοαντιγραφικών μεθόδων, κυρίως της διαδικασίας σάρωσης, ηλεκτρονικής αντιγραφής και επικόλλησης και εκτύπωσης σε επίσης δεκαπέντε (15) εκθέσεις.
  • Σε επτά (7) εκθέσεις διαπιστώθηκε πλαστογραφία, χωρίς απομιμητική προσπάθεια αλλά με χρήση του φυσικού τρόπου χάραξης του/της πλαστογράφου.
  • Σε έξι (6) εκθέσεις διαγνώστηκε νόθευση εγγράφου με διορθωτικές επιχαράξεις, εκ των υστέρων χειρόγραφες προσθήκες, αποξέσεις και αποσβέσεις με χρήση λευκού διορθωτικού υγρού.
  • Σε τέσσερις (4) εκθέσεις η πλαστογραφία είχε τελεστεί με δουλική / ζωγραφική απομίμηση[20].
  • Στις λοιπές δώδεκα (12) εκθέσεις διαγνώστηκε πλαστογραφία με χρήση συνδυασμού κάποιων εκ των ως άνω τρόπων τέλεσης (π.χ. εντοπίστηκαν ιδιόγραφες διαθήκες χαραγμένες ως προς το κείμενο με τον φυσικό τρόπο γραφής του πλαστογράφου αλλά με ελεύθερη απομίμηση της υπογραφής του φερόμενου διαθέτη).

γ) Η πλειονότητα των πλαστών τραπεζικών εγγράφων και επιταγών (55%) προκύπτει των ετών 2006 – 2008, ήτοι προ κρίσης. Αντιθέτως  η πλειονότητα των πλαστών ιδιόγραφων διαθηκών (56,6%) εμφανίζουν έτη δημοσίευσης εντός κρίσης, δηλ. 2012 – 2014 (43,3%) και 2009 (13,3%).

Τα ως άνω χρονολογικά στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διατύπωση των ακόλουθων δύο υποθέσεων περαιτέρω ερευνητικής / ερμηνευτικής εργασίας:

  • Η συγκέντρωση υποθέσεων πλαστογραφίας επί τραπεζικών εγγράφων και επιταγών στα έτη λίγο πριν την έναρξη της κρίσης πιθανολογείται να συνδέεται με περίοδο κατά την οποία επικρατούσαν χαλαρότερες διαδικασίες διεκπεραίωσης αλλά και ελέγχου των τραπεζικών συναλλαγών. Αντιθέτως μετά την έναρξη της κρίσης και σταδιακά μέχρι σήμερα η ενδεχόμενη αυστηροποίηση των όρων των τραπεζικών συναλλαγών και η εντατικοποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων[21] αλλά και οι αντικειμενικές συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας πιθανότατα να συνέτειναν στον περιορισμό των πλαστών τραπεζικών εγγράφων. Παράλληλα και για τους ίδιους λόγους και οι επιταγές αποδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια επισφαλές στην σύγχρονη συναλλακτική πράξη μέσο πληρωμής, το οποίο πλέον αποφεύγεται συχνότερα.
  • Από την άλλη πλευρά η συγκέντρωση υποθέσεων πλαστογραφίας ιδιόγραφων διαθηκών κυρίως στα εντός κρίσης έτη πιθανολογείται να συνδέεται με την ίδια την οικονομική κρίση, ώστε μικρότερης ή μεγαλύτερης αξίας περιουσίες να αποτελούν πιθανούς στόχους επίδοξων «κληρονόμων» / δραστών πλαστογραφίας. Επιπλέον η εντονότερη φορολογική επιβάρυνση σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση φαίνεται να οδηγεί συχνά σε «κατασκευή» ιδιόγραφων διαθηκών προς επιμερισμό των φορολογικών βαρών.

δ) Σχεδόν στο σύνολο των πλαστών τραπεζικών εγγράφων και επιταγών καθώς και στην περίπτωση των περισσότερων πλαστών ιδιωτικών εγγράφων τα ύποπτα για την πλαστογραφία πρόσωπα προκύπτουν πρώην συνεργάτες ή συνεταίροι των θυμάτων (φυσικών προσώπων/εταιρειών) ή διαπιστώνεται πιθανή εκμετάλλευση συγγενικής, φιλικής, ερωτικής ή προηγούμενης σταθερής συμβατικής σχέσης. Ειδικά στην περίπτωση πλαστότητας τραπεζικών εγγράφων διαπιστώθηκε πιθανή συν-εμπλοκή και τραπεζικών υπαλλήλων. Όσο αφορά δε τις πλαστές ιδιόγραφες διαθήκες σε αυτές τα ύποπτα πρόσωπα εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στο στενό και ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον, ενώ σε δύο υποθέσεις τα ύποπτα άτομα ήταν αλλοδαπά, επιφορτισμένα με τη φροντίδα των ηλικιωμένων φερόμενων διαθετών.

Τα παραπάνω ευρήματα σχετικά με το προφίλ των υπόπτων φαίνεται να συμβαδίζουν με τα κατά Τσουραμάνη Χ. (σε συνεργασία με Κορολή Ε. – Μ.) προσδιοριστικά των οικονομικών εγκλημάτων κριτήρια[22], τα οποία μεταφρασμένα στο πεδίο τέλεσης της πλαστογραφίας θα μπορούσαν να έχουν ως εξής:

  • Χώρος τέλεσης των πλαστογραφιών είναι «το νόμιμο οικονομικό περιβάλλον των καθημερινών εμπορικών συναλλαγών και γενικά των κάθε είδους οικονομικών δραστηριοτήτων».
  • Δράστες πλαστογραφίας μπορεί να είναι «άτομα/φυσικά πρόσωπα οποιασδήποτε κοινωνικοοικονομικής τάξης».
  • Κίνητρο των πλαστογράφων είναι συνήθως «η βελτίωση, με αθέμιτα βέβαια μέσα, της οικονομικής τους κατάστασης, με την απευθείας αύξηση των περιουσιακών τους στοιχείων ή/και την απόκτηση υψηλότερης θέσης στην κλίμακα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συνδεόμενης και εκείνης με αύξηση των οικονομικών απολαβών».

Ομοίως και αναφορικά και πάλι με το προφίλ του υπόπτου πλαστογραφίας, όπως αυτό αναδείχθηκε από τις γραφολογικές μου εκθέσεις, φαίνεται να επιβεβαιώνονται, τα ερμηνευτικά συμπεράσματα της πρώτης  αξιοσημείωτης εμπειρικής έρευνας μετά τον E.Sutherland, η οποία διεξήχθη στις ΗΠΑ από ερευνητική ομάδα της Νομικής Σχολής του Παν/μίου του Yale, όπως αυτά παρουσιάζονται και από την Βασιλαντωνοπούλου Βίκυ στην επιστημονική της εργασία «”Λευκά Κολάρα” και Οικονομικό Έγκλημα»[23]. Μεταφράζοντας και πάλι τα εν λόγω πορίσματα στη «γλώσσα της πλαστογραφίας» θα λέγαμε ότι:

  • Οποιοσδήποτε μπορεί να προβεί στη διάπραξη πλαστογραφίας ως φυσικός ή ηθικός αυτουργός, καθώς δεν απαιτείται «τίποτα παραπάνω από την ικανότητα σύνταξης, ανάγνωσης και διαχείρισης εγγράφων, μαζί με μια ελάχιστη προσπάθεια αυτοπροβολής και υποσχέσεις για φερεγγυότητα»[24].
  • Πλαστογραφία και πλαστογράφος βρίσκουν την αντανάκλασή τους κυρίως στο πρόσωπο του «μέσου» πολίτη και εφαρμογή σε καθημερινές πρακτικές, που εμπεριέχουν την εξαπάτηση, εμφανίζουσα συχνά «πολύ πιο απλά, γήινα και κοινότοπα χαρακτηριστικά» από τα αναμενόμενα (πρβλ. π.χ. περιπτώσεις πλαστών ιδιόγραφων διαθηκών).

Σε συνάρτηση με τα παραπάνω η μελέτη των συνθηκών τέλεσης των πλαστογραφιών υπό το πρίσμα της δικαστικής γραφολογικής διερεύνησης επί τη βάσει και των πραγματικών και νομικών στοιχείων του φακέλου των σχετικών δικογραφιών, οδηγεί επιπλέον και σε μία σειρά διαπιστώσεων που επίσης χρήζουν περαιτέρω αξιολόγησης. Ειδικότερα:

Επειδή οι πλαστογραφίες τελούνται συνήθως κατά την διάρκεια των νόμιμων επιχειρηματικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή εντός συγγενικών πλαισίων, αποτελούν μια ουσιαστική και ολοκληρωτική κατάχρηση της εμπιστοσύνης είτε των συμβαλλομένων μερών είτε των λοιπών μελών μιας οικογένειας. Αποδεικνύεται μάλιστα συχνά στην πράξη οι πλαστογραφίες να μένουν για καιρό «αόρατες» στα θύματα, καθώς οι δράστες εμφανίζονται νόμιμα και αιτιολογημένα παρόντες στη σκηνή του εγκλήματος.

Ακόμα όμως και όταν η δράση του πλαστογράφου αποκαλύπτεται στο θύμα και πριν αυτό προχωρήσει σε κάποια δικαστική ενέργεια μεσολαβούν συχνά προσπάθειες του δράστη προς δικαιολόγηση της πράξης του μέσω της επίκλησης ορθολογικοποιημένων επιχειρημάτων και ηθικής ουδετεροποίησης έναντι των κινήτρων του (π.χ. επίκληση φορολογικών κινήτρων για την «κατασκευή» ιδιόγραφων διαθηκών ή έκτακτης/σοβαρής οικονομικής ανάγκης στην περίπτωση πλαστογράφησης υπογραφών στη θέση εγγυητή επί δανειακής σύμβασης). Η συνήθως στενή σχέση (συγγενική, φιλική, ερωτική, συνεργατική κλπ.) δράστη – θύματος οδηγεί επίσης σε καθυστέρηση αφενός μεν της κατανόησης εκ μέρους του θύματος των ακριβών περιστατικών τέλεσης της πλαστογραφίας αφετέρου δε της αντίδρασης σε αυτή.

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η επίσης διαπιστούμενη στη δικαστική γραφολογική πράξη συχνή αδυναμία της δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει με τρόπο ορθό την πλαστογραφία. Πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις η δικαστική αντιμετώπιση της πλαστογραφίας προκύπτει διφορούμενη, προβληματική και η απόδειξη αυτής πολλές φορές είναι αμφίβολη ή τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό εντοπίζεται κατ’ αρχήν στην ελλιπή πληροφόρηση και γνώση ορισμένων εκπροσώπων των ανακριτικών και δικαστικών αρχών σχετικά με τα στοιχεία του εν λόγω αδικήματος αλλά και την απροθυμία ή / και αδυναμία αυτών να εμβαθύνουν στα πορίσματα των γραφολογικών εκθέσεων αλλά και στις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του συγκεκριμένου αδικήματος.

Η εν λόγω απροθυμία / αδυναμία φαίνεται όμως να ενισχύεται και από εκθέσεις αρκετών δικαστικών γραφολόγων, συνήθως εμπειρικής ή περιορισμένης κατάρτισης, οι οποίες εκτός του ότι εμφανίζουν σαφή τεχνικά ελλείμματα, καταλήγουν να είναι αοριστολογικού τύπου παρουσιάσεις («εκθέσεις ιδεών»), χωρίς μεθοδολογική τεκμηρίωση, ενώ τα μεθοδολογικά και τεχνικά «άλματα» στα οποία προσφεύγουν οι συγκεκριμένοι δικαστικοί γραφολόγοι δημιουργούν περισσότερο σύγχυση παρά βοηθούν το έργο του δικαστή[25]. Επιπρόσθετα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο εκπροσώπων της δικαστικής γραφολογίας, οι οποίοι λειτουργούν σταθερά ως «τεχνικοί συνήγοροι» (εν προκειμένω περισσότερο ως «συνήγοροι» παρά ως «τεχνικοί»), γεγονός βεβαίως που όχι μόνο υποβιβάζει το κύρος της γραφολογικής επιστήμης αλλά ταυτοχρόνως συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την απονομή της δικαιοσύνης[26].

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η πλαστογραφία  καταλήγει όχι μόνο να είναι «όχημα» τέλεσης οικονομικών εγκλημάτων αλλά και να «νομιμοποιεί» γενικότερα την παραβατικότητα αυτού του είδους στην κοινή αντίληψη. Κατά συνέπεια η πρόληψη και η αντιμετώπισή της δεν είναι μόνο ζήτημα ποινικού θεσμικού πλαισίου ή ηθικής αντίδρασης στο φαινόμενο αλλά και ένα γενικότερο πρόβλημα εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνών και ως εκ τούτου άρρηκτα συνδεδεμένο με την ίδια τη βιωσιμότητα του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Για τους λόγους αυτούς μία συζήτηση σχετικής αντεγκληματικής πολιτικής προτείνεται να περιλαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα / ενέργειες:

  • Πληροφόρηση των πολιτών (π.χ. από τον δικαστικό παραστάτη κατά τη δικαιοπρακτική διαδικασία με τραπεζικό οργανισμό ή κατά τη νομική συμβουλευτική για θέματα κληρονομικού δικαίου) για τη νομική απαξία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αδικήματος της πλαστογραφίας και βεβαίως για τις ποινικές συνέπειες αυτής. Ταυτόχρονα πλήρης και έγκαιρη ενημέρωση των θυμάτων για τις δυνατότητες αντίδρασης αυτών στο εν λόγω αδίκημα.
  • Ενημέρωση όσων είναι επιφορτισμένοι με την ανακριτική έρευνα και εν γένει των δικαστών πάνω στα ειδικότερα θέματα που αφορούν το έγγραφο, τους τρόπους πλαστογράφησης αυτού και τις ιδιαιτερότητες της δικαστικής γραφολογικής πραγμ/νης.
  • Βελτίωση του επιπέδου κατάρτισης και παρεχόμενων υπηρεσιών των δικαστικών γραφολόγων με διαρκή ενημέρωσή τους στα ζητήματα της επιστήμης τους, χρήση κατάλληλου εξοπλισμού, διεπιστημονική συνεργασία, διάχυση της πληροφόρησης σχετικά με την επιστήμη τους σε συνεργαζόμενους επαγγελματίες και φορείς (τράπεζες, εταιρείες, δημόσιους οργανισμούς, νομικούς, ιατρούς κλπ.) και τήρηση των διεθνώς επικρατούντων δεοντολογικών και μεθοδολογικών πρωτοκόλλων της δικαστικής γραφολογίας. Άσκηση εν γένει της δικαστικής γραφολογίας «κατ’ επιστήμη»[27].
  • Αυστηροποίηση των όρων των εταιρικών και τραπεζικών συναλλαγών, καθώς και των συναλλαγών με το κράτος με παράλληλη ενίσχυση των σχετικών εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων αυτών. Ειδικότερα θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διενέργειας διασταυρούμενων ελέγχων των εγγράφων με τη χρήση και βάσεων δεδομένων, επιτόπιων ελέγχων και συντονισμού με τις αστυνομικές ή/και δικαστικές αρχές. Στην ίδια κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί και το μοντέλο της λεγόμενης αυτό-ρύθμισης ιδίως επιχειρηματικών οργανισμών, το οποίο ουσιαστικά ταυτίζεται με «μία δέσμη προσαρμοσμένων μέτρων και κανόνων που οι επιχειρήσεις καλούνται να πάρουν με σκοπό να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή τους στις επιταγές του νόμου»[28] κατά τις συναλλαγές τους.
  • Σε αντίθεση με τη διαπιστούμενη συχνά «εσωστρέφεια» των τμημάτων κανονιστικής συμμόρφωσης και των νομικών υπηρεσιών των τραπεζών αλλά και δημοσίων οργανισμών (π.χ. ΔΟΥ), η οποία φθάνει ενίοτε σε αδικαιολόγητη καχυποψία ή / και δυστοκία στη συνεργασία με τη δικαιοσύνη, προτείνεται η διαμόρφωση και καθιέρωση συγκεκριμένου πρωτοκόλλου συνεργασίας με τις ανακριτικές αρχές και τους δικαστικούς γραφολόγους.
  • Διερεύνηση των δυνατοτήτων της νομικής διαμεσολάβησης με ενδεχόμενη συνδρομή και δικαστικών γραφολόγων προς αναζήτηση μιας συναινετικής στρατηγικής αποκατάστασης της βλάβης του θύματος σε αντίθεση με το παραδοσιακό τιμωρητικό μοντέλο και προς αποφυγή της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται για το θύμα ένας χρονοβόρος και δαπανηρός δικαστικός αγώνας περί γνησιότητας ή μη εγγράφων.

Εν τέλει και αξιολογώντας όλα τα παραπάνω μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα τέλεσης της πλαστογραφίας ιδίως ως μέσου ενίσχυσης της ευρύτερης οικονομικής εγκληματικότητας είναι λιγότερο πρόβλημα θεσμικού πλαισίου και ποινικής απάντησης και περισσότερο, κατά την εύστοχη παρατήρηση του τιμώμενου καθηγητή κ. Νέστορα Κουράκη, «πρόβλημα ανθρώπων (….), νοοτροπίας, αρχών και προσωπικότητας»[29], μέσω των οποίων εφαρμόζονται οι σχετικοί νόμοι και λειτουργούν τα κοινωνικοοικονομικά συστήματα.

* Δ.Ν. Δικηγόρος – Δικαστική & Αναλυτική Γραφολόγος.

  1. Βλ. Κουράκη Ν. (εκδ. επιμ.) / Ζιούβα Δ. (συνεργασία), Τα οικονομικά εγκλήματα, Ι, 2007, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 196.
  2. Σύμφωνα με την αρχική διατύπωση του Sutherland, η κατηγορία του εγκλήματος του λευκού κολάρου συγκροτείται από κάθε «έγκλημα που διαπράττεται από άτομα κύρους και υψηλού κοινωνικού στάτους στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας» («White collar criminality», American Sociological Review, τχ. 5, κατά παραπομπή Καρύδη Β. και Βασιλαντωνοπούλου Β. Η «εγκληματικότητα του λευκού κολάρου» και η «μηχανή της διαφθοράς» στο οn-line περιοδικό Χρόνος, τεύχος 20, Δεκέμβριος 2014, http://www.chronosmag.eu/index.php/es-slpl-gl-l-l-efth.html). Η άποψή του όμως αυτή αποτέλεσε επανάσταση αλλά και ταυτοχρόνως και πεδίο έντονης κριτικής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Nelken D., «αν ο Sutherland άξιζε το βραβείο Νόμπελ, όπως πίστευε ο Manheim, για την πρωτοπορία του σε αυτό τον τομέα μελέτης, σίγουρα δεν το δικαιούται για την σαφήνεια ή την χρηστικότητα του ορισμού του» (βλ. κατά παραπομπή Βασιλαντωνοπούλου Β., «Λευκά Κολάρα» & Οικονομικό Έγκλημα, 2014, εκδ. Δικαιο & Οικονομία / Π. Ν. Σάκκουλα, σ. 151). Εύστοχα οι Καρύδης Β. και Βασιλαντωνοπούλου Β. επισημαίνουν ότι «η έννοια αυτή έχει καταστεί πραγματικός «σταυρός του μαρτυρίου» για εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους, ποινικολόγους, πολιτικούς επιστήμονες αλλά και για τους νομοθέτες και τους εφαρμοστές του νόμου, όπως άλλωστε για τους πολιτικούς και την κοινή γνώμη». Οι ίδιοι σε μία προσπάθεια προσδιορισμού και αποσαφήνισης του συγκεκριμένου όρου καταλήγουν στο συμπέρασμα πως «η έννοια της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου λογίζεται ταυτόχρονα στενότερη αλλά και ευρύτερη από εκείνη της οικονομικής εγκληματικότητας, δεδομένου ότι δεν ταυτίζεται ούτε περιορίζεται σε συγκεκριμένες, τυποποιημένες ποινικά προσβολές, που στρέφονται κατά του έννομου αγαθού της περιουσίας ή σημαντικών πτυχών της οικονομίας, αλλά περιλαμβάνει και περιπτώσεις που η τυποποίηση των συμπεριφορών αντιστοιχεί με αστικές, διοικητικές και εμπορικές παραβάσεις». Με άλλα λόγια η ιδιαιτερότητα του όρου σχετίζεται με την επίκλησή του προκειμένου να περιγραφούν και καταστάσεις που δεν τυγχάνουν κανονιστικής κωδικοποίησης. Κατά συνέπεια «τα εγκλήματα του λευκού κολάρου δεν συστήνονται μόνο μέσω των «νομικών» αποτυπώσεών τους αλλά εντοπίζονται ακόμη και στις άτυπες αν και επιβλαβείς στρεβλώσεις που ενέχονται στο σύστημα οικονομικής παραγωγής, στην κρατική οργάνωση, στις κοινωνικές σχέσεις και στους εξουσιαστικούς συσχετισμούς» (βλ. Καρύδης Β. και Βασιλαντωνοπούλου Β., ό.π.).
  3. Βλ. http://www.investingreece.gov.gr/default.asp?pid=16&la=2.
  4. Κουράκης Ν. (εκδ. επιμ.) / Ζιούβας Δ. (συνεργασία), ό.π., σ. 28.
  5. Γκανάς Α. – Δριτσάκης Ν., Ανεργία και εισοδηματική ανισότητα οι κυριότερες αιτίες της εγκληματικότητας: Μία θεωρητική προσέγγιση, στο users.uom.gr/~ drits/publications/Egklimatikotita.pdf
  6. Μπίμπα Γ., Το έννομο αγαθό της πλαστογραφίας και η έννοια του εγγράφου (διπλωμ. εργασία ΑΠΘ), Δεκέμβριος 2008, σ. 5.
  7. Θεοδωράκης Γ., Ποινικό Δίκαιο – Πλαστογραφία / Ψευδής Βεβαίωση, 2002, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 21.
  8. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στο άρ. 13 περ. γ ΠΚ, όπως ισχύει μετά

τις προσθήκες του άρ. 2 Ν. 1805/1988, στην έννοια του εγγράφου υπάγονται : α) τα γραπτά που προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) τα σημεία που προορίζονται να αποδείξουν ένα γεγονός που έχει έννομη σημασία, γ) τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, εφόσον τα παραπάνω μέσα προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία και δ) τα μαγνητικά, ηλεκτρονικά ή άλλα υλικά στα οποία εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα παραπάνω υλικά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.

  1. Μπίμπα Γ., ό.π., σ. 47.
  2. Μπίμπα Γ., ό.π., σ. 49-50.
  3. Βλ. http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view &id=81&Itemid=73&lang=
  4. Βεβαίως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι μεθοδολογικές αδυναμίες και τα ερμηνευτικά προβλήματα που δημιουργούνται κατά τη μελέτη της στατιστικής της αστυνομίας, βλ. σχετικά Καλίτση Θ., Αστυνομική Στατιστική: Μια διαδικασία συλλογής ποσοτικών δεδομένων για την εγκληματικότητα, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 129 Β’ 2009, 101-109.
  5. Βλ. Σκαρτσή Ν., Ασφαλής διαχείριση των εγγράφων ασφαλείας, http://www. astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=1845&Itemid=400&lang=
  6. Αλεξιάδης Στ., Ανακριτική, 2006, εκδ. Σάκκουλα, σ. 332.
  7. Φασούλα Ε.Ζ., Η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη στην ανάκριση – Ειδικά ζητήματα» στον Τιμητικό Τόμο σε μνήμη καθηγητή X.Δέδε, 2013, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 629 επ. Βλ. και Κηπουρά Π., Η Δικαστική Γραφολογία ως είδος πραγματογνωμοσύνης, 2009, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.
  8. Κουράκης Ν., Εισαγωγή στη Δικαστική Γραφολογία στο «Συμβολές στη μελέτη της Ανακριτικής, 2005, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 163.
  9. Να σημειωθεί ότι ως κριτήριο για τη δημιουργία του ως άνω δείγματος γραφολογικών εκθέσεών μου ήταν αφενός μεν το τελικό διαγνωστικό πόρισμα περί πλαστότητας του/των υπό κρίση εγγράφου/ων αφετέρου μία κατά το δυνατό ισόρροπη χρονική κατανομή των εκθέσεων με την πλειονότητα αυτών να τοποθετούνται χρονικά (ως προς τη διεξαγωγή και σύνταξή τους) στην καρδιά της οικονομικής κρίσης ήτοι στα έτη 2011-2014. Βεβαίως, όπως θα καταδειχθεί και στη συνέχεια, αρκετά από τα κρινόμενα έγγραφα, ιδίως τραπεζικά και επιταγές, έφεραν ημερομηνία προ της ως άνω αναφερόμενης έναρξης της οικονομικής κρίσης, στοιχείο αξιολογήσιμο κατά τη σκιαγράφηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας στη χώρα μας.
  10. Η απομίμηση της γραφικής ή υπογραφικής κίνησης ενός προσώπου από τρίτο πρόσωπο αποτελεί τον πυρήνα των θεμάτων της δικαστικής γραφολογίας, καθώς είναι ο βασικός τρόπος παραγωγής πλαστών εγγράφων. Ως απομίμηση στη δικαστική γραφολογία εννοείται η προσπάθεια αναπαραγωγής της γραφικής ή υπογραφικής κίνησης ενός άλλου προσώπου, με σκοπό να παρουσιαστεί αυτή ως γνήσια και αληθής. Στην ειδικότερη περίπτωση της ελεύθερης απομίμησης αυτή πραγματοποιείται, χωρίς ιχνηλάτηση του προς απομίμηση γραφικού ή υπογραφικού προϊόντος και χωρίς προσπάθεια πιστής («ζωγραφικής») αυτού αναπαραγωγής. Αντιθέτως η χάραξη γίνεται πιο γρήγορα και πιο ελεύθερα και συχνά με φαινομενική φυσικότητα.
  11. Στην περίπτωση των υπογραφικών σκαριφημάτων ιδίας επινόησης ο πλαστογράφος δεν απομιμείται ή δεν απομιμείται εντελώς τις προς πλαστογράφηση υπογραφές είτε γιατί δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να απομιμηθεί το υπογραφικό σχήμα είτε γιατί επιθυμεί να δημιουργήσει σύγχυση με την παραγωγή ασαφών χαράξεων. Τα «σκαριφήματα ιδίας εμπνεύσεως» ως μέθοδος πλαστογράφησης αποκλίνουν σημαντικά μορφολογικώς τόσο από τις προς πλαστογράφηση υπογραφές όσο και από τον γνήσιο τρόπο υπογραφής του πλαστογράφου, καθώς αποτελούν εκουσίως αυτοαλλοιωμένη χάραξη. Ωστόσο οι εν λόγω χαράξεις αναπαράγουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, εξατομικευτικές μορφολογικές λεπτομέρειες, καθώς και βασικά στοιχεία του γραφικού ρυθμού και της ποιότητας χάραξης των γνησίων υπογραφικών χαράξεων του προσώπου που επιχειρεί την παραγωγή τους.
  12. Ως δουλική απομίμηση ορίζεται η αναπαραγωγή της γραφής ή υπογραφής τρίτου προσώπου με χρήση ως προτύπου μιας γνήσιας αυτού (υπο)γραφής επί της οποίας τοποθετείται διαφανές χαρτί, όπου και χαράσσεται με τη μέθοδο της ιχνηλάτησης («ξεπατικωτούρας») η πλαστή υπογραφή. Στη ζωγραφική απόμιμηση δεν χρησιμοποιείται μέθοδος ξεπατικώματος αλλά επιχειρείται ιχνογραφικά (ζωγραφικά) η όσο το δυνατό πιο πιστή αναπαραγωγή του σχήματος της γνήσιας (υπο)γραφής του θύματος.
  13. Βλ. χαρακτηριστικά Μαριόλη Κ., Τράπεζες: Κάθε… συναλλαγή και “ανάκριση”, http://www.capital.gr/story/1933166.
  14. Τσουραμάνης Χ. (σε συνεργασία με Κορολή Ε. – Μ.), Οικονομία και Εγκληματικότητα, 2010, Αθήνα, Κατσαρός (Διδ. Εγχειρίδιο) και στον ιστότοπο https:// teimes.academia.edu/ChristosTsouramanis, σ. 11 – 12.
  15. Βλ. ό.π., σ. 159 επ.
  16. Τα εν λόγω ερμηνευτικό πόρισμα προκύπτει να επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό των εντοπιζόμενων κατά τη δικαστική γραφολογική έρευνα απομιμήσεων και σκαριφημάτων ιδίας επινόησης είναι «φτωχής» γραφικής ποιότητας, χωρίς δηλ. ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την απομιμητική ή (αυτό)αλλοιωτική προσπάθεια. Ομοίως και όσες εκ των πλαστογραφιών έχουν πραγματοποιηθεί με χρήση μέσων φωτοαντιγραφικής τεχνολογίας και πάλι προκύπτουν «κακότεχνες», καθώς καταλείπουν αρκετά ίχνη. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν δράστες χωρίς ιδιαίτερη «ειδίκευση» ή δεξιότητα στην «κατασκευή» εγγράφων.
  17. Φασούλα Ε.Ζ., ό.π., σ. 644 επ.
  18. Βαλληνδράς Δ., Η γραφολογία στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, σ. 10.
  19. Βλ. Βαλληνδρά Δ., ό.π., σ. 14-15.
  20. Βλ. Βασιλαντωνοπούλου Β., ό.π., 2014, σ. 392.
  21. Βλ. Κουράκη Ν. (εκδ. επιμ.) / Ζιούβα Δ. (συνεργασία), ό.π., σ. 320.