Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ

 Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού

και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα

 

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ*

 

  1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ελλάδα έχει αποκτήσει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, το οποίο διαμορφώθηκε με το ν. 4285/2014, μετά από παλινωδίες πολλών ετών και έντονες αντιδράσεις μεγάλων και διαφορετικών ομάδων πληθυσμού, που επικεντρώνονταν στην πιθανή, μέσω των διατάξεων του νέου νόμου, ποινικοποίηση του φρονήματος και της ελευθερίας του λόγου. Και η ίδια άλλωστε η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, κρίνοντας τις προτάσεις του Υπουργείου, διατύπωσε την άποψη ότι οι διατάξεις με τις οποίες τιμωρείται η δημόσια υποκίνηση σε βία ή μίσος αφενός, και ο δημόσιος εγκωμιασμός, άρνηση ή εκμηδένιση της σημασίας εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή εγκλημάτων πολέμου αφετέρου, δεν είναι απολύτως συμβατές με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκέντρωσε άλλωστε και η συζήτηση σχετικά με την ποινική αντιμετώπιση της δράσης των ρατσιστικών οργανώσεων, κυρίως μάλιστα όταν αυτές έχουν τη μορφή πολιτικού κόμματος που δεν περιορίζεται στη ρητορική μίσους, αλλά επεκτείνει τη δράση του στην τέλεση και άλλων σοβαρών εγκληματικών πράξεων.

Στη μελέτη που ακολουθεί, αφού γίνει μια σύντομη αναφορά στην επιλογή του νομοθέτη να διευρύνει τις βάσεις των διακρίσεων, θα αναλυθούν στη συνέχεια τα δύο εγκλήματα εκφοράς ρατσιστικού λόγου, που τυποποιούνται στα άρθρα 1 παρ. 1 – 3 και 2 ν. 927/1979. Η μελέτη θα ολοκληρωθεί με αναφορά στο έγκλημα της συμμετοχής σε ρατσιστική οργάνωση (άρθρο 1 παρ. 4 ν. 927/1979) σε συνδυασμό με εκείνο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση ή συμμορία (άρθρο 187 ΠΚ), καθώς και στο λεγόμενο ρατσιστικό έγκλημα, που περιγράφεται στο άρθρο 81Α ΠΚ.

  1. ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των διατάξεων που προστέθηκαν στο δικαιϊκό μας σύστημα με το ν. 4285/2014, και ταυτόχρονα σημαντική καινοτομία του νόμου αυτού, είναι ότι διευρύνονται πλέον ουσιωδώς οι βάσεις των διακρίσεων που μπορούν να στηρίξουν το αξιόποινο των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας. Ενώ με το ν. 927/1979 αξιόποινη ήταν μια συμπεριφορά όταν στοχοποιούσε άτομα ή ομάδες βάσει της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής και αργότερα, με το ν. 1419/1984, και βάσει του θρησκεύματος, με το ν. 4285 το αξιόποινο επεκτείνεται και στις διακρίσεις βάσει του χρώματος, των γενεαλογικών καταβολών, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας του φύλου και της αναπηρίας. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι ούτε η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ «περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων», όπως κυρώθηκε με το ν.δ. 494/1970, ούτε και η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου»[1] επέβαλαν τη συγκεκριμένη διεύρυνση. Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ αναφέρεται μόνο στις διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, καταγωγής ή εθνικής ή εθνολογικής προέλευσης, ενώ η Απόφαση – Πλαίσιο αναφέρεται μόνο σε διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, γενεαλογικών καταβολών και εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.

Η διεύρυνση λοιπόν των βάσεων των διακρίσεων από τον Έλληνα νομοθέτη, ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτές ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα του φύλου και η αναπηρία, εμφανίστηκε ως «εθνική επιλογή» και ενόχλησε, όπως ήταν αναμενόμενο, ομάδες πολιτών που στοχοποιούσαν συχνά κυρίως τους ομοφυλόφιλους, οι οποίες και ασκούσαν πίεση για τη μη ψήφιση του νομοσχεδίου, επικαλούμενες την ελευθερία του λόγου. Η επιλογή ωστόσο του νομοθέτη να διευρύνει τις βάσεις των διακρίσεων φαίνεται απολύτως ορθή, αν λάβει κανείς υπόψη του την ένταση της στοχοποίησης των συγκεκριμένων ομάδων και τη μέσω αυτής περιθωριοποίησή τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), άλλωστε, ερμηνεύοντας το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), έχει κατ’ επανάληψη τονίσει τη δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν διακρίσεις που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στο φύλο ή στο σεξουαλικό προσανατολισμό[2].

  1. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΕΚΦΟΡΑΣ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

3.1. Η δημοσιότητα ως βασικό στοιχείο της πράξης

3.1.1. Η έννοια της «δημόσιας» τέλεσης μιας πράξης

Δομικό στοιχείο των πράξεων που τυποποιούνται στα άρθρα 1 (παρ. 1 – 3) και 2 ν. 927/1979 είναι η δημόσια εκφορά του ρατσιστικού λόγου. Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας μας, δημόσια είναι μία πράξη όταν τελείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτή από αόριστο αριθμό προσώπων[3]. Ο τόπος στον οποίο λαμβάνει χώρα δεν έχει σημασία. Μπορεί να είναι χώρος δημόσιος – δρόμος, πλατεία – μπορεί όμως να είναι και ιδιωτικός, αρκεί ο λόγος να είναι προσβάσιμος στο κοινό.

Αδιάφορα είναι επίσης τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί ο δράστης. Ήδη από τη θέσπιση του ν. 927, το 1979, αναφερόταν ότι η δημόσια τέλεση της πράξης μπορεί να γίνει προφορικά, δια του τύπου, με γραπτά κείμενα ή εικονογραφήσεις και με οποιοδήποτε άλλο μέσο. Με το ν. 4285/2014, στα μέσα αυτά, τα οποία εξακολουθούν να αναφέρονται ενδεικτικά, προστέθηκε και η χρήση του διαδικτύου, το οποίο άλλωστε χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια με διαρκώς εντεινόμενους ρυθμούς ως εργαλείο για τη διάδοση του ρατσιστικού λόγου. Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Επιτροπή για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο[4], η διάδοση πληροφοριών με ρατσιστικό και ξενόφοβο περιεχόμενο στο διαδίκτυο αποτελεί ένα φθηνό και άκρως αποτελεσματικό εργαλείο για άτομα ή ομάδες που εμπνέονται από ρατσιστικές ιδέες, τα οποία μπορούν να διαδίδουν τις ιδέες τους σε χιλιάδες ή και εκατομμύρια ατόμων, στρατολογώντας νέους οπαδούς και εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα μεγάλο βαθμό ατιμωρησίας. Με βάση στοιχεία που έδωσε στο ίδιο αυτό έγγραφο η Επιτροπή, το 1997 υπήρχαν περίπου 600 ιστοσελίδες που παρότρυναν σε φυλετικό μίσος, τον Ιανουάριο του 1999 ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 1426 γνωστές ιστοσελίδες, ενώ τον Ιούλιο του 1999 καταμετρήθηκαν περισσότερες από 2100 ιστοσελίδες[5]. Ο αριθμός αυτός θεωρείται ότι έχει αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια.

3.1.2. Η σημασία της δημοσιότητας για τη συγκρότηση του αδίκου

Θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς γιατί χρειάζεται εν προκειμένω η πράξη να τελείται δημόσια. Είναι λιγότερο επικίνδυνος ο ρατσιστικός λόγος που απευθύνεται σε στενό κύκλο, όπως λ.χ. στα μέλη μιας οργάνωσης; Κάτι τέτοιο δε φαίνεται να ισχύει, αν κανείς αποβλέψει στην απήχηση που μπορεί να έχει ο λόγος στα άτομα προς τα οποία απευθύνεται ο δράστης. Αν λ.χ. ο ηγέτης μιας ρατσιστικής οργάνωσης προτρέπει μέσα στα γραφεία της οργάνωσης είκοσι μέλη της να μην εκμισθώνουν τα σπίτια τους σε ομοφυλόφιλους ή να βγουν στο δρόμο και να χτυπήσουν όποιον μετανάστη συναντήσουν, ο λόγος του μπορεί πολύ πιο εύκολα να επηρεάσει τα συγκεκριμένα άτομα – και να οδηγήσει τελικά στην υιοθέτηση διακριτικής μεταχείρισης από την πλευρά τους ή στην τέλεση εγκλημάτων – παρά αν οι ίδιες προτροπές διατυπώνονταν δημόσια, μέσω ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης.

Ωστόσο, τόσο η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση των διακρίσεων όσο και η Απόφαση – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ συναρτούν το αξιόποινο μόνο με τη δημόσια εκφορά του λόγου. Ο περιορισμός αυτός υποδεικνύει ότι τόσο ο διεθνής όσο και ο εθνικός νομοθέτης δεν ενδιαφέρονται για τη δύναμη πειθούς που έχει ο λόγος, αλλά κυρίως για τον αριθμό των ατόμων που είναι πιθανό να επηρεαστούν από αυτόν. Ο λόγος που εκφέρεται δημόσια έχει τη δύναμη να κινητοποιεί ευρύ αριθμό ατόμων, τα οποία μάλιστα δεν μπορεί εκ των προτέρων να γνωρίζει ούτε ο ίδιος ο δράστης. Αυτή η κινητοποίηση αόριστου αριθμού ατόμων σε βάρος των εννόμων αγαθών αλλοιώνει τις σχέσεις ισοτιμίας μεταξύ των ανθρώπων, αναιρεί την «ειρηνική συνύπαρξη» ανθρώπων και πραγμάτων στον κοινωνικό χώρο και θίγει τελικά το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης[6]α. Στην προστασία αυτού του αγαθού φαίνεται, επομένως, πρωτίστως να αποβλέπει τόσο ο διεθνής όσο και ο εθνικός νομοθέτης και για το λόγο αυτό η δημοσιότητα αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική προϋπόθεση για τη συγκρότηση των εγκληματικών πράξεων[7].

3.2. ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΟΚΙΝΗΣΗ ΒΙΑΣ Ή ΜΙΣΟΥΣ (ΑΡΘΡΟ 1 παρ. 1 – 3 Ν. 927/1979)

3.2.1.Το είδος των αξιόποινων πράξεων

Μέχρι το 2014, ως υποκίνηση βίας ή μίσους περιγραφόταν στο άρθρο 1 παρ. 1 ν. 927/1979 μόνο η «προτροπή». Η πράξη αυτή παρέμεινε αξιόποινη και μετά την τροποποίηση του άρθρου με το ν. 4285/2014, προστέθηκαν όμως κατά την περιγραφή του εγκλήματος τρεις ακόμα πράξεις, και πιο συγκεκριμένα η «υποκίνηση», η «πρόκληση» και η «διέγερση», ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχει εν προκειμένω ουσιώδης διεύρυνση του αξιοποίνου. Ωστόσο το περιεχόμενο των όρων αυτών – που χρησιμοποιούνται και σε διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα – εν πολλοίς ταυτίζεται. Ειδικότερα:

Ο όρος «υποκίνηση», που χρησιμοποιείται και στο άρθρο 170 παρ. 2 ΠΚ, γίνεται δεκτό ότι καλύπτει κατά βάση την ηθική αυτουργία στην τέλεση μιας συγκεκριμένης πράξης, στοιχειοθετείται όμως και όταν κάποιος διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην τέλεσή της[8]. Οι όροι «πρόκληση» και «διέγερση», χρησιμοποιούνται σε πλειάδα κανόνων του Ποινικού μας Κώδικα (άρθρα 135, 183, 184), προκειμένου να καλύψουν, ο πρώτος κάθε μορφή ευθείας πρόσκλησης σε τέλεση αξιόποινων πράξεων, ενώ ο δεύτερος την έμμεση και καλυμμένη πρόσκληση, που απευθύνεται κατά βάση στο συναίσθημα. «Διεγείρει», δηλαδή, το πλήθος εκείνος που το ξεσηκώνει συναισθηματικά, ενώ «προκαλεί» εκείνος που απευθύνεται στη λογική των ανθρώπων. Τέλος, ο όρος «προτροπή» δε χρησιμοποιείται σε κάποιο κανόνα του Ποινικού Κώδικα, χρησιμοποιείται όμως στο άρθρο 186 ΠΚ ο όρος «παροτρύνει», μαζί με τον όρο «προκαλεί», για να καλύψει κάθε προσπάθεια να πεισθεί κάποιος να τελέσει ένα έγκλημα ή να ενισχυθεί η ήδη ληφθείσα απόφασή του να το τελέσει.

Όλες αυτές οι διαβαθμίσεις της πρόσκλησης για τέλεση ενός εγκλήματος θα μπορούσαν ασφαλώς χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να υπαχθούν στην έννοια της προτροπής, που χρησιμοποιούσε ήδη από το 1979 ο νομοθέτης. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, άλλωστε, ερμηνεύοντας τη συγκεκριμένη έννοια, την ταυτίζει με την «παρότρυνση, παρόρμηση, διέγερση, ενθάρρυνση και παρακίνηση»[9], με το σύνολο, δηλαδή, των πράξεων στις οποίες επέλεξε να αναφερθεί ο σύγχρονος νομοθέτης. Η αύξηση επομένως του αριθμού των περιγραφόμενων πράξεων δε συνεπάγεται διεύρυνση του αξιοποίνου και θα μπορούσε χωρίς πρόβλημα να είχε παραλειφθεί. Για το λόγο αυτό και στη συνέχεια χρησιμοποιείται μόνο ο όρος «προτροπή» για να καλύψει το σύνολο των επιμέρους μορφών συμπεριφοράς.

3.2.2. Το περιεχόμενο των αξιόποινων πράξεων

(α) Προτροπή σε πράξη που μπορεί να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία

Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος θα πρέπει ο δράστης να υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει είτε σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 927/1979) είτε σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από τα στοχοποιούμενα πρόσωπα ή ομάδες (άρθρο 1 παρ. 2 ν. 927/1979).

Το πρώτο σημείο όπου αξίζει να σταθεί κανείς είναι ότι ο νομοθέτης διατηρεί την αναφορά σε πράξεις ή ενέργειες, όπως προβλεπόταν στο αρχικό κείμενο του ν. 927, μολονότι είναι προφανές ότι θα αρκούσε μόνη η χρήση του πρώτου όρου, ενώ και στην παρ. 2 κάνει λόγο για «φθορά» ή «βλάβη» πραγμάτων, μολονότι είναι σαφές επίσης ότι εννοιολογικά η φθορά περιλαμβάνει και τη βλάβη, χωρίς να περιορίζεται σε αυτή, όπως προκύπτει ήδη από τη νομοτυπική μορφή του άρθρου 381 ΠΚ.

Το δεύτερο σημείο που συγκεντρώνει ενδιαφέρον είναι η αναφορά σε «πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία» στην παρ. 1, σε αντίθεση με την αναφορά «σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης», στην παρ. 2. Από τη διαφορετική αυτή διατύπωση συνάγεται το συμπέρασμα ότι ενώ στην παρ. 2 ο δράστης πρέπει να προτρέπει στην τέλεση πράξεων φθοράς, στην πρώτη δεν είναι αναγκαίο να προτρέπει σε πράξεις που εμπεριέχουν διακρίσεις. Μολονότι οι πράξεις αυτές είναι ασφαλώς αξιόποινες, στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος εντάσσονται επίσης και προτροπές σε τέλεση πράξεων που είναι απλώς πρόσφορες να προκαλέσουν διακρίσεις. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς και αν συγκρίνει τις συγκεκριμένες διατάξεις με το άρθρο 195 ΠΚ, όπου τιμωρείται όποιος προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε αμοιβαία διχόνοια –και όχι σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διχόνοια– όπως και με τα άρθρα 183 και 184 ΠΚ, όπου τιμωρείται όποιος προκαλεί ή διεγείρει σε απείθεια κατά των νόμων ή σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος – και όχι σε πράξεις που μπορούν να οδηγήσουν σε απείθεια ή διάπραξη εγκλημάτων. Αυτή η διαφορετική διατύπωση υποδεικνύει ότι η συμπεριφορά που τυποποιείται στο άρθρο 1 παρ. 1 ν. 927/1979 είναι σαφώς ευρύτερη.

Η θέσπιση ωστόσο ενός τόσο διευρυμένου αξιοποίνου δεν αποτελούσε διεθνή υποχρέωση της χώρας. Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση των φυλετικών διακρίσεων απαιτεί την τυποποίηση κάθε παρότρυνσης προς φυλετική διάκριση ή πράξεις βίας[10], ενώ και η Απόφαση – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ επιβάλλει μόνο την ποινικοποίηση της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους[11]. Είναι άλλωστε αμφίβολο αν ένα τόσο διευρυμένο αξιόποινο μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη προσβολή της ελευθερίας του λόγου, αφού η περιγραφόμενη πράξη βρίσκεται στο προστάδιο οποιασδήποτε πιθανής προσβολής της δημόσιας τάξης. Η διεύρυνση αυτή του αξιοποίνου συνιστά επομένως απλή τιμώρηση του φρονήματος, που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή ως βάση περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης. Το στοιχείο αυτό επιβάλλει τη συσταλτική, διορθωτική ερμηνεία του νόμου, ώστε αξιόποινη να θεωρείται μόνο η προτροπή σε διακρίσεις και πράξεις μίσους ή βίας[12].

Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί σχετίζεται με το περιεχόμενο της έννοιας των «διακρίσεων», του «μίσους» και της «βίας» κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων. Η τελευταία βέβαια έννοια είναι ήδη γνωστή, αφού χρησιμοποιείται σε πολλές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα[13]. Πράξη βίας θεωρείται κάθε μεταβίβαση υλικής δύναμης επάνω σε πρόσωπο ή πράγμα, χωρίς κατ’ ανάγκη να προκαλείται και σωματική βλάβη ή φθορά αντίστοιχα[14]. Οι έννοιες, αντίθετα, των διακρίσεων και του μίσους δε χρησιμοποιούνται στον Ποινικό Κώδικα (αν εξαιρέσει κανείς τη διάταξη του άρθρου 81Α ΠΚ, που προστέθηκε όμως με το άρθρο 10 ν. 4285/2014 και επομένως υπάρχει ως προς αυτήν η ίδια ανάγκη προσδιορισμού της έννοιας του μίσους), ενώ επιπλέον είναι έννοιες με εξαιρετικά ευρύ περιεχόμενο.

Βεβαίως, σε ό,τι αφορά την έννοια της «διάκρισης», ερμηνευτικά εργαλεία μπορεί να εξασφαλίσει κανείς αν ανατρέξει στη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση των φυλετικών διακρίσεων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το πρώτο άρθρο της Σύμβασης ο όρος (φυλετική) διάκριση «υπονοεί πάσαν διάκρισιν, εξαίρεσιν, παρεμπόδισιν ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή εθνολογικής προελεύσεως, με σκοπόν ή αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή διακινδυνεύσεως της αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως, υπό όρους ισότητος, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν, κοινωνικόν, μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον τομέα του δημοσίου βίου».

Από τη διατύπωση αυτή μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος δεν αρκεί η δημόσια προτροπή σε οποιαδήποτε διάκριση, αλλά μόνο σε εκείνη που είναι πρόσφορη να οδηγήσει στην εκμηδένιση ή διακινδύνευση της ισότιμης απόλαυσης των θεμελιωδών ελευθεριών σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής[15]. Αντίστοιχα, επομένως, όταν στο νόμο γίνεται λόγος για διακρίσεις, δεν μπορεί παρά να εννοούνται μόνο διακρίσεις τέτοιας βαρύτητας, ώστε να αμφισβητούνται θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, λόγω της φυλής, της θρησκείας ή των υπόλοιπων χαρακτηριστικών που αναφέρει ο νόμος.

Σε ό,τι αφορά το «μίσος», η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ δεν περιέχει αντίστοιχο ορισμό, ενώ και η προσέγγιση που επιχειρεί ο ευρωπαίος νομοθέτης στο προοίμιο της Απόφασης – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ[16] δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί χρήσιμη. Ο ευρωπαίος νομοθέτης φαίνεται απλώς να ταυτολογεί, όταν σημειώνει ότι: «ο όρος μίσος θα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος σε μίσος που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή». Έτσι, η έννοια του μίσους έχει το περιεχόμενο με το οποίο χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή, είναι, δηλαδή, το συναίσθημα έντονης εχθρότητας, που κάνει τον άνθρωπο να επιθυμεί το κακό για εκείνον εναντίον του οποίου στρέφεται[17].

Ήδη η αναφορά στη δημιουργία ενός συναισθήματος δημιουργεί ανασφάλεια σχετικά με το περιεχόμενο της αξιόποινης συμπεριφοράς. Το δίκαιο ρυθμίζει τις εξωτερικές σχέσεις των ανθρώπων και όχι τα εσωτερικά τους συναισθήματα[18]. Ωστόσο, το αξιόποινο μπορεί να θεωρηθεί ότι οριοθετείται σε κάποιο βαθμό, καθώς δεν τυποποιείται γενικά κάθε υποκίνηση σε μίσος, αλλά η υποκίνηση σε πράξη που μπορεί να προκαλέσει μίσος ή, σύμφωνα με τη συσταλτική ερμηνεία που προτάθηκε πιο πάνω, η υποκίνηση σε πράξη μίσους. Η διατύπωση αυτή επιβεβαιώνει ότι ο νομοθέτης δεν ενδιαφέρεται για την πιθανή δημιουργία συναισθημάτων, αλλά για την προτροπή σε εξωτερίκευση του μίσους, δηλαδή σε «εχθροπάθεια», η οποία, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά και κατά την ερμηνεία του άρθρου 196 ΠΚ, όπου χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος, στοιχειοθετείται όταν ο δράστης αρνείται στον άλλο το δικαίωμα να υπάρχει στην κοινωνία, να συμμετέχει, να ενεργεί και να εκφράζει τις αντιλήψεις και επιδιώξεις του στην κοινωνική ζωή[19]. Με το περιεχόμενο όμως αυτό η πράξη μίσους εμφανίζεται ουσιαστικά ως έννοια είδους σε σχέση με την πρόκληση διακρίσεων.

(β) Στοχοποίηση προσώπου ή ομάδας προσώπων «που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα κ.λπ.»

Τα πρόσωπα εναντίον των οποίων στρέφεται ο δράστης πρέπει, σύμφωνα με το κείμενο του νόμου, να προσδιορίζονται «με βάση» τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία ή τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που απαριθμεί ο νόμος. Η διατύπωση αυτή είναι εν μέρει στενότερη και εν μέρει ευρύτερη από εκείνη του αρχικού κειμένου του νόμου, που απαιτούσε να τελείται η πράξη «εκ μόνου του λόγου» ότι το θύμα ανήκε σε συγκεκριμένη ομάδα. Είναι πια σαφές ότι δεν ενδιαφέρει αν το θύμα στοχοποιείται αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της ένταξής του στην ομάδα, αλλά και δεν είναι αρκετό να καταφάσκεται μόνο το ρατσιστικό κίνητρο του υπαιτίου. Το έγκλημα τελείται, επομένως, ακόμα κι όταν ο δράστης στοχοποιεί ένα ή περισσότερα άτομα για προσωπικούς του λόγους – επειδή λ.χ. θεωρεί ότι τον βλάπτουν οικονομικά. Σημαντικό είναι μόνο να στρέφεται εναντίον τους αναφερόμενος στην ένταξή τους σε ορισμένη ομάδα, στοιχείο το οποίο έχει υπαχθεί πια από το νομοθέτη στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

(γ) Προτροπή που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα

Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος, ο νομοθέτης δεν αρκείται στην προτροπή σε διακρίσεις ή πράξεις βίας ή μίσους, αλλά απαιτεί επιπλέον να τελείται η πράξη κατά τρόπο που να εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή να ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα της ομάδας που στοχοποιείται. Είναι λοιπόν σαφές ότι δημιουργείται ένα έγκλημα διακινδύνευσης. Τα ερωτήματα που πρέπει ωστόσο να απαντηθούν είναι αν πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης ή δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, καθώς και αν, με την αναφορά στην απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπων, διευρύνεται το αξιόποινο, καλύπτοντας μορφές συμπεριφοράς που στρέφονται κατά ατομικών αγαθών.

Σε ό,τι αφορά την προσβολή της δημόσιας τάξης, αξίζει να προσέξει κανείς ότι ο νομοθέτης δε θεωρεί αναγκαία την «πρόκληση» κινδύνου, αλλά την «έκθεση» της δημόσιας τάξης σε κίνδυνο. Από τη διατύπωση αυτή, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος δε χρειάζεται να έχει ήδη πραγματωθεί, αλλά αρκεί να μπορεί να επέλθει. Πρόκειται, δηλαδή, για έγκλημα δυνητικής και όχι συγκεκριμένης διακινδύνευσης, όπως έχει υποστηριχθεί[20]. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και με αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4285/2014, όπου σημειώνεται ότι θα πρέπει «να ερευνάται σε κάθε περίπτωση η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει η ίδια άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται»[21]. Από τη διατύπωση αυτή συνάγεται ευχερώς ότι ο κίνδυνος δε χρειάζεται να έχει πράγματι προκληθεί. Αρκεί η πράξη να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να τον προκαλέσει.

Πιο συγκεκριμένα, αν η δημόσια τάξη βλάπτεται στην περίπτωση που αναιρείται η δυνατότητα κάποιων ομάδων να συμμετέχουν ισότιμα και ελεύθερα στο κοινωνικό γίγνεσθαι – πρακτικά όταν το πλήθος καταστρέφει λ.χ. τα καταστήματα ή τα σπίτια των μελών της ομάδας ή προκαλεί σωματικές βλάβες[22] – πραγματικός κίνδυνος υπάρχει όταν ένα πλήθος κινείται ήδη για την υλοποίηση των προτεινόμενων πράξεων, τις οποίες μπορεί και να μην υλοποιήσει αν λ.χ. επέμβει εγκαίρως η αστυνομία, ενώ απλή δυνατότητα κινδύνου γεννιέται όταν ο λόγος απευθύνεται σε ένα πλήθος που είναι «έτοιμο» να δράσει (εξαιτίας των ευρύτερων συνθηκών που επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή) και έχει τη δυνατότητα να το κάνει, χωρίς να ενδιαφέρει αν τελικά θα κινηθεί πράγματι κάποιος αριθμός ατόμων για να πραγματοποιήσει την επίθεση[23].

Σε ό,τι αφορά την πιθανή προσβολή ατομικών αγαθών, το ερώτημα είναι αν νοείται δημόσια προτροπή σε διακρίσεις, βία ή μίσος, κατά τρόπο που ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα ενός ή περισσότερων προσώπων, η οποία να μη συνιστά ήδη δυνητική πρόκληση κινδύνου για τη δημόσια τάξη. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η προσβολή της δημόσιας τάξης προκαλείται από τη δημοσιότητα που λαμβάνει η υποκίνηση και το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται ο δράστης και όχι από το είδος των αγαθών που τίθενται σε κίνδυνο. Τούτο προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια από την περιγραφή των εγκλημάτων της διέγερσης στα άρθρα 183 και 184 ΠΚ. Με άλλα λόγια, μια δημόσια προτροπή στην τέλεση ανθρωποκτονιών ή σωματικών βλαβών σε βάρος μεταναστών, συνιστά σε κάθε περίπτωση δυνητική διακινδύνευση της δημόσιας τάξης, εφόσον είναι πρόσφορη να κινητοποιήσει ένα ή περισσότερα άτομα στην τέλεση των συγκεκριμένων πράξεων. Αν πάλι δεν έχει την προσφορότητα αυτή, τότε δεν ενέχει πράγματι «απειλή» για τα ατομικά έννομα αγαθά. Η επιπλέον, επομένως, αναφορά του νομοθέτη στην απειλή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ελευθερίας δεν προσθέτει τίποτε στο εύρος του αξιοποίνου[24].

Με βάση τα παραπάνω, η δυνατότητα προσβολής της δημόσιας τάξης συνιστά σε κάθε περίπτωση αναγκαία προϋπόθεση για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, προσδίδοντας στην πράξη τον ουσιαστικά άδικο χαρακτήρα της, ως συμπεριφοράς που δεν περιορίζεται σε έναν εμπρηστικό λόγο, αλλά θέτει όρους κινδύνου για τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνικής συμβίωσης. Με τον τρόπο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης έχει ουσιαστικά εντάξει στο κείμενο του νόμου την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ που, οριοθετώντας το αξιόποινο, θεωρεί δικαιολογημένο έναν περιορισμό της ελευθερίας του λόγου όταν αυτός, στις συνθήκες υπό τις οποίες εκφέρεται, έχει τη δύναμη να κατευθύνει το ακροατήριο, υποκινώντας άμεσα ή έμμεσα σε εκδηλώσεις μίσους ή πράξεις βίας, δημιουργώντας δηλαδή μιαν επιθετική ετοιμότητα σε βάρος των μελών μιας ομάδας και διαμορφώνοντας τις βάσεις ώστε να αποκλειστεί η δυνατότητα ισότιμης και ελεύθερης συμμετοχής της στην κοινωνική ζωή. Στις περιπτώσεις αυτές ο λόγος μετατρέπεται σε πράξη, και μάλιστα πράξη που δημιουργεί κίνδυνο για σημαντικά αγαθά[25]. Κατά το ΕΔΔΑ, «η ανεκτικότητα και ο σεβασμός για την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπινων όντων, συνιστούν τις βάσεις της δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Με το δεδομένο αυτό, μπορεί να είναι κάποτε αναγκαίο να τιμωρούνται ή να αποτρέπονται όλες οι μορφές έκφρασης μέσω των οποίων διαδίδεται, υποκινείται, ενθαρρύνεται ή δικαιολογείται μίσος βασιζόμενο στην μισαλλοδοξία, εφόσον τα μέτρα που λαμβάνονται είναι ανάλογα με τον νόμιμο σκοπό που πρέπει να επιτευχθεί»[26].

Αξίζει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι για την θεμελίωση του αδίκου το Δικαστήριο δε θεωρεί αναγκαία σε κάθε περίπτωση την προτροπή σε συγκεκριμένες πράξεις βίας ή άλλες εγκληματικές ενέργειες. Επιθέσεις κατά ατόμων, που τελούνται με προσβολές οι οποίες φθάνουν μέχρι τη γελοιοποίηση ή τη συκοφάντηση συγκεκριμένων ομάδων, μπορεί να είναι επαρκείς για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Στην υπόθεση Vejdeland κατά Σουηδίας λ.χ. μια ομάδα νεαρών μοίρασε φυλλάδια σε σχολείο, στα οποία τόνιζε ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά με ηθικά καταστροφικές επιπτώσεις και είναι ένας από τους κύριους λόγους εξάπλωσης του Aids. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθά περιορίστηκε η ελευθερία έκφρασης της ομάδας των νεαρών – στους οποίους επιβλήθηκε μια μικρή ποινή – μολονότι δεν υπήρχε πρόκληση για τέλεση συγκεκριμένων πράξεων σε βάρος των ομοφυλοφίλων[27].

3.2.3. Η διακεκριμένη μορφή της προτροπής σε διακρίσεις, μίσος ή βία

Στην παρ. 3 του άρθρου 1 ν. 927/1979, που προστέθηκε με το ν. 4285/2014, έχει διαμορφωθεί ως διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος, η υποκίνηση που έχει ως αποτέλεσμα την τέλεση εγκλήματος.

Μολονότι η διάταξη φαίνεται απλή στη διατύπωσή της, έχει ωστόσο σοβαρά προβλήματα. Και αυτό γιατί συχνά είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν πράγματι μια προτροπή προκαλεί την τέλεση ενός εγκλήματος. Ενώ λ.χ. είναι σχετικά εύκολο να δεχτεί κανείς ότι πληρούται η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος, όταν ο αρχηγός μιας ρατσιστικής οργάνωσης διεγείρει τους οπαδούς του, με αποτέλεσμα αυτοί, αμέσως μετά, να «ξεχυθούν» στην αγορά και να καταστρέφουν ό,τι ανήκει στη στοχοποιηθείσα από τον αρχηγό τους ομάδα, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν η σχέση αυτή υπάρχει στην περίπτωση λ.χ. που μεσολαβεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα δύο ή τριών μηνών.

Ένα επιπλέον θέμα που εγείρει η συγκεκριμένη διάταξη σχετίζεται με τη νομική φύση του αποτελέσματος. Ερωτάται ειδικότερα αν αυτό αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ή εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Η διατύπωση του νόμου κατευθύνει στη σκέψη ότι πρόκειται για στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης. Από την άλλη βέβαια πλευρά, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι εδώ το άδικο δεν προκύπτει από την τέλεση του εγκλήματος αλλά ήδη από την προτροπή για την τέλεσή του και ότι επιπλέον το έγκλημα τελείται από τρίτο άτομο που δε δρα κατ’ ανάγκη ως υποχείριο εκείνου που υποκίνησε σε πράξεις διακρίσεων, βίας ή μίσους, είναι σαφές ότι αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υποκίνησης και του αποτελέσματος δεν υπάρχει. Το έγκλημα δεν είναι με άλλα λόγια πράξη εκείνου που υποκινεί. Ωστόσο, η τέλεση του εγκλήματος «εξαιτίας της προτροπής», αποτελεί αναμφίβολα σαφή ένδειξη για την αυξημένη επικινδυνότητα της πράξης. Με την έννοια αυτή – και μόνο – ο συγκεκριμένος όρος ανήκει στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και πρέπει να καλύπτεται από τον ενδεχόμενο έστω δόλο του υπαιτίου[28].

3.3. ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΣΙΑ Ή ΑΡΝΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ (ΑΡΘΡΟ 2 παρ. 1 Ν. 927/1979)

3.3.1. Η αποποινικοποίηση της δημόσιας έκφρασης προσβλητικών ιδεών

Η διάταξη του άρθρου 2 ν. 927/1979, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4285/2014, ήταν ίσως αυτή που συγκέντρωσε τις περισσότερες αντιρρήσεις, με το επιχείρημα πάντα ότι μέσω αυτής ποινικοποιείται το φρόνημα και η διαφορετική επιστημονική άποψη.

Οι επικρίσεις ήταν ωστόσο αβάσιμες. Ήδη στον Ποινικό μας Κώδικα, από το 1950, υπάρχει διάταξη για τον εγκωμιασμό εγκλήματος – το άρθρο 185 ΠΚ – χωρίς να έχει τεθεί μέχρι στιγμής θέμα προσβολής του φρονήματος, ενώ σημαντικό είναι ακόμα το γεγονός ότι η προσθήκη του εγκλήματος αυτού στο ν. 927 συνοδεύτηκε από την κατάργηση του αξιόποινου χαρακτήρα της δημόσιας έκφρασης προσβλητικών ιδεών, όπως τυποποιούνταν ως το 2014 στον ίδιο αυτό νόμο. Πιο συγκεκριμένα, με βάση το άρθρο 2 ν. 927 τιμωρούνταν κάθε ένας που δημόσια εξέφραζε ιδέες προσβλητικές κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής ή της θρησκείας τους, χωρίς να θεωρείται κρίσιμη η συνδρομή οποιουδήποτε άλλου όρου. Η πράξη ήταν αξιόποινη, ακόμα κι αν κανένας δεν μπορούσε να επηρεαστεί ώστε να κινηθεί σε βάρος των μελών της ομάδας. Έτσι, μόνο με συσταλτική διορθωτική ερμηνεία μπορούσε να δοθεί στη συγκεκριμένη διάταξη περιεχόμενο συμβατό με αυτό που παγίως απαιτεί το ΕΔΔΑ για να δικαιολογήσει τον περιορισμό της έκφρασης[29].

Η κατάργηση του αξιοποίνου δημιουργεί βέβαια το ερώτημα, αν πράξεις οι οποίες είχαν αντιμετωπιστεί από τη νομολογία μας με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη, δε θα έχουν πλέον ποινικό ενδιαφέρον. Αξίζει λ.χ. να αναφερθεί ότι στη διάταξη του άρθρου 2 ν. 927 είχε υπαχθεί από τη νομολογία μας η πράξη των ανδρών ενός αγήματος του λιμενικού σώματος, οι οποίοι, αφού πέρασαν μπροστά από την εξέδρα των επισήμων στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2010, συνέχισαν να παρελαύνουν συντεταγμένα, φωνάζοντας συνθήματα σε βάρος των Αλβανών και των Σκοπιανών, αναμεμειγμένα με απειλές εναντίον τους, όπως, μεταξύ άλλων, ότι «θα χύσουν το αίμα τους» ή θα «ράψουν ρούχα με το δέρμα τους»[30].

Ωστόσο, το βασικό ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει προηγουμένως κανείς, είναι αν πράγματι ορθά έγινε η υπαγωγή στη συγκεκριμένη διάταξη, ή αν θα έπρεπε, ήδη στο προγενέστερο δίκαιο, να αντιμετωπιστεί η πράξη με την αυστηρότερη ποινή του άρθρου 1. Οι φράσεις που εκστομίστηκαν δεν είχαν απλώς προσβλητικό χαρακτήρα, όπως δέχτηκε το δικαστήριο, δεν εμπεριείχαν δηλαδή απλώς μια προσβολή της τιμής των Αλβανών ή των Σκοπιανών. Συνιστούσαν σαφώς – έμμεση έστω και συγκαλυμμένη – υποκίνηση για την υιοθέτηση διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος τους, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου υπήρχε ήδη διαμορφωμένη μια αρνητική στάση εναντίον των συγκεκριμένων ομάδων. Και πριν, λοιπόν, από την αλλαγή του νόμου οι πράξεις αυτές θα μπορούσαν να υπαχθούν και στην διάταξη του άρθρου 1 ν. 927/1979, με βάση την οποία και σήμερα θα αντιμετωπίζονταν, καθώς, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος δεν είναι αναγκαίο να προτρέπει ο δράστης σε τέλεση συγκεκριμένων πράξεων που εμπεριέχουν διακρίσεις ή βία. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει άλλωστε και το γεγονός ότι πλέον στο κείμενο του νόμου ρητά τυποποιείται ως αξιόποινη συμπεριφορά η υποκίνηση και η διέγερση, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι υπάγεται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος όχι μόνο η άμεση πρόκληση, αλλά και η έμμεση, συναισθηματικής κυρίως φύσης, προτροπή.

Με τα δεδομένα αυτά, στην ίδια αυτή διάταξη, το άρθρο 1 παρ. 1 – 3 ν. 927/1979, υπάγεται χωρίς αμφιβολία και ένα επιθετικό κήρυγμα κατά των ομοφυλοφίλων, με προσβολές που φθάνουν μέχρι τη γελοιοποίηση ή τη συκοφάντησή τους, όπως έχει δεχθεί σε ανάλογη περίπτωση το ΕΔΔΑ[31].

Πολύ περισσότερο ασφαλώς, υπάγονται στη διάταξη του άρθρου 1 φράσεις όπως: «Έτσι θέλουν οι Εβραίοι… Εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα», ή «Εβραίος και άνθρωπος είναι έννοιαι αντιφατικαί» ή, τέλος, η φράση «η απαλλαγή της Ευρώπης από τους Εβραίους είναι επιβεβλημένη, διότι ο εβραϊσμός συνιστά απειλή κατά της ελευθερίας των Εθνών», φράσεις που περιέχονται μαζί με πολλές άλλες ανάλογες σε πολυσέλιδο σύγγραμμα. Και τούτο, μολονότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[32] έκρινε κατά πλειοψηφία ότι από το σύνολο του βιβλίου προέκυπτε πάντως ότι ο συγγραφέας δεν καταφερόταν κατά των Εβραίων γενικά, αλλά μόνο κατά των σιωνιστών.

3.3.2. Το είδος των αξιόποινων πράξεων

Με βάση το άρθρο 2 ν. 927/1979 τιμωρείται όποιος δημόσια επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή αρνείται την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Ως προς το περιεχόμενο των χρησιμοποιούμενων όρων, θα πρέπει να ειπωθεί ότι η επιδοκιμασία έχει ουσιαστικά όλα τα χαρακτηριστικά του εγκωμιασμού εγκλήματος, που τυποποιείται στο άρθρο 185 ΠΚ. Ως επιδοκιμασία δεν μπορεί να θεωρηθεί η απλή δικαιολόγηση ενός εγκλήματος, αλλά απαιτείται η εξύμνησή του, η ανάδειξη των θετικών του αποτελεσμάτων, η ηρωοποίηση των δραστών του. Ο ευτελισμός, από την άλλη πλευρά, ταυτίζεται με την εκμηδένιση της σημασίας και της βαρύτητας του εγκλήματος ή των συνεπειών του. Τέλος η άρνηση προϋποθέτει τη μη αποδοχή είτε της τέλεσης του εγκλήματος είτε της σοβαρότητάς του. Έτσι, εκείνος που υποστηρίζει λ.χ. ότι ο Χίτλερ έσωσε τον κόσμο από τους Εβραίους, επιδοκιμάζει τα ναζιστικά εγκλήματα, ενώ εκείνος που υποστηρίζει ότι τελικά είναι υπερβολές και αποτέλεσμα της εβραϊκής προπαγάνδας τα όσα ακούγονται για την εκτέλεση εκατομμυρίων Εβραίων, τα ευτελίζει. Τέλος τα αρνείται εκείνος που υποστηρίζει ότι τα εγκλήματα αυτά ουδέποτε έλαβαν χώρα ή δεν είχαν την ένταση και την έκταση που τους έχει αναγνωρίσει η Ιστορία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος ρητά απαιτεί η άρνηση των εγκλημάτων να γίνεται «κακόβουλα», στοιχείο που δε θεωρείται αναγκαίο για τις άλλες δύο μορφές της αξιόποινης συμπεριφοράς. Με τον τρόπο αυτό, ο νομοθέτης φαίνεται να αναγνωρίζει σε όλους το δικαίωμα της αμφιβολίας ως προς την πιθανή τέλεση των εγκλημάτων ή τη σοβαρότητά τους.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τέλεση των συγκεκριμένων πράξεων δεν είναι από μόνη της αρκετή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Απαιτείται επιπλέον:

(α) τα εγκλήματα που περιγράφονται στο νόμο να έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της ελληνικής Βουλής,

(β) η συμπεριφορά να στρέφεται κατά των μελών ομάδας που προσδιορίζεται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, φύλου κλπ. και

(γ) η συμπεριφορά να εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή να ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά της ομάδας ή μέλους της.

Με την προσθήκη όλων αυτών των στοιχείων, ο Έλληνας νομοθέτης έχει ουσιαστικά εντάξει στη διάταξη όλους τους όρους που απαιτεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ως αναγκαίες προϋποθέσεις για να δικαιολογηθεί η επιβολή ποινής στις περιπτώσεις αυτές. Το ΕΔΔΑ παγίως τονίζει ότι ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και η επιβολή ποινικών κυρώσεων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν η άρνηση ιστορικών γεγονότων υποκινεί σε μίσος εναντίον των μελών συγκεκριμένων ομάδων, υπονομεύοντας τις αξίες στις οποίες βασίζεται ο αγώνας κατά του ρατσισμού και συγκροτώντας σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη[33]. Αντίθετα η απλή διατύπωση διαφορετικής γνώμης ή η συμμετοχή σε έναν ανοικτό διάλογο δε θεωρείται ποτέ πράξη που μπορεί να απαγορευτεί[34].

Το ελληνικό δίκαιο υπερβαίνει μάλιστα τη νομολογία του ΕΔΔΑ σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της άρνησης του ολοκαυτώματος. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου αυτού, η άρνηση ιστορικών γεγονότων απολύτως αποδεδειγμένων, όπως το ολοκαύτωμα, δεν υπάγεται καν στην ελευθερία του λόγου που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση, καθώς, όπως σημειώνεται, «η άρνηση αυτή δεν αποτελεί ιστορική έρευνα για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά συνιστά μια από τις πιο σημαντικές μορφές υποκίνησης σε μίσος εναντίον των Εβραίων». Κατά το ελληνικό δίκαιο, ωστόσο, το στοιχείο αυτό πρέπει να αποδεικνύεται και δε θεωρείται αυτονόητο με μόνη τη διατύπωση της σχετικής άρνησης, ενώ επιπλέον είναι αναγκαίο, όπως ήδη ειπώθηκε, η πράξη να τελείται «κακόβουλα», δηλαδή, όπως ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης τόνισε στη Βουλή, με σκοπό «να παρασύρει άλλον να κάνει κακό»[35].

Το μόνο σημείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει μια αοριστία είναι η πρόβλεψη, ότι αξιόποινο υπάρχει όχι μόνο όταν μπορεί η πράξη να υποκινήσει βία ή μίσος ή όταν ενέχει απειλητικό χαρακτήρα, αλλά και όταν έχει απλώς υβριστικό χαρακτήρα. Η προσθήκη του συγκεκριμένου όρου στη διάταξη, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τη δυνατότητα υποκίνησης σε διακριτική μεταχείριση, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ότι ανοίγει το δρόμο σε ποινικοποίηση ισχυρισμών που δε θίγουν κανένα υπαρκτό αγαθό και συνιστούν απλή έκφραση διαφορετικής άποψης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια υπόθεση που απασχόλησε πρόσφατα την εισαγγελία πρωτοδικών Ρεθύμνου, όταν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος Γερμανού συγγραφέα, που στο έργο του διατυπώνει απόψεις σημαντικά αποκλίνουσες από την κρατούσα στην Ελλάδα άποψη για την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη, την ένταση των εγκλημάτων που τέλεσαν και τη σημασία της αντίστασης των Κρητικών. Με βάση τα στοιχεία αυτά ο Γερμανός συγγραφέας κατηγορήθηκε για επιδοκιμασία, ευτελισμό και κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και σοβαρότητας των αναγνωρισμένων από τη Βουλή των Ελλήνων εγκλημάτων του ναζισμού, πράττοντας κατά τρόπο που στρεφόταν κατά του κρητικού λαού και ενείχε «εξυβριστικό χαρακτήρα»[36]

Μια τέτοια ωστόσο διεύρυνση του αξιοποίνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή, έστω κι αν η γραμματική ερμηνεία την επιτρέπει. Στο ποινικό δίκαιο η γραμματική ερμηνεία χαράσσει μεν τα ακραία όρια του αξιοποίνου, μπορεί όμως να περιορίζεται με αναγωγή στην ιστορικοβουλητική και λογικοσυστηματική ερμηνεία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών. Πέραν της γενικής τοποθέτησης που επιχειρείται σχετικά με τα όρια περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, όπου διευκρινίζεται ότι: «πρέπει να αποφεύγεται η ποινική απαξίωση εκδηλώσεων που θεωρούνται εντελώς απρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή προσώπου εξαιτίας των φυσικών ή πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους», ειδικά για το άρθρο 2 ν. 927/1979, σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι οι πράξεις της επιδοκιμασίας, ευτελισμού ή κακόβουλης άρνησης των εγκλημάτων του λεγόμενου ανθρωπιστικού δικαίου ποινικοποιούνται μόνον «εφόσον θεωρούνται πρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων».

Ο περιορισμός προκύπτει άλλωστε και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία είναι δεσμευτική για τα εθνικά δικαστήρια και θεωρείται μάλιστα και ερμηνευτικό εργαλείο για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και της έκτασης των ατομικών ελευθεριών στα εθνικά Συντάγματα[37]. Όπως ήδη ειπώθηκε, το ΕΔΔΑ παγίως δέχεται ότι δεν μπορεί να ποινικοποιείται η επιδοκιμασία ή άρνηση ιστορικών γεγονότων, όταν δεν εμπεριέχει υποκίνηση σε διακρίσεις ή μίσος, αλλά συνιστά απλή έκφραση διαφορετικών απόψεων. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει καν ένα υπαρκτό προστατευόμενο έννομο αγαθό, που θα δικαιολογούσε την ποινικοποίηση. Ορθά παρατηρεί ο Roxin[38] ότι, ενώ η απλή άρνηση ιστορικών γεγονότων δεν προσβάλλει υπαρκτά έννομα αγαθά και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελεί αξιόποινη πράξη, η ίδια αυτή πράξη εμπεριέχει πραγματικό άδικο όταν τελείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλεί την ελευθερία και την ασφάλεια τμημάτων του πληθυσμού που ζουν ανάμεσά μας και έχουν θιγεί από τις πράξεις αυτές[39].

Με το περιεχόμενο αυτό, η σχέση των εγκλημάτων που τυποποιούνται στα άρθρα 1 παρ. 1 – 3 και 2 του ν. 927/1979 είναι αντίστοιχη με εκείνη της διέγερσης (άρθρο 184 ΠΚ) και του εγκωμιασμού εγκλήματος (άρθρο 185 ΠΚ)[40]: Η δημόσια επιδοκιμασία, ο ευτελισμός ή η άρνηση γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας εμφανίζεται ουσιαστικά ως μια «επιδέξια διέγερση», μια έμμεση, δηλαδή, προτροπή σε διακρίσεις ή εκδηλώσεις μίσους ή βίας, που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος πρέπει, επομένως, σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζεται το πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων σε βάρος των οποίων κατευθύνει ο δράστης τη συμπεριφορά του, προτρέποντας στην υιοθέτηση διακριτικής μεταχείρισης, κάτι που ασφαλώς δε συμβαίνει όταν μια ομάδα αισθάνεται απλώς προσβεβλημένη από τη διατύπωση ορισμένων απόψεων.

  1. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ Ή ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ (ΑΡΘΡΟ 1 παρ. 4 Ν. 927/1979)

4.1. Η αξιόποινη συμπεριφορά

Πέραν των εγκλημάτων «άμεσης» ή «έμμεσης και επιδέξιας» διέγερσης σε πράξεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω της φυλής, του χρώματος ή άλλων χαρακτηριστικών, στο άρθρο 1 παρ. 4 ν. 927/1979 τυποποιείται επίσης η συγκρότηση ή συμμετοχή σε οργάνωση ή ένωση προσώπων, οποιασδήποτε μορφής, που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση πράξεων προτροπής σε διακριτική μεταχείριση. Η συμπεριφορά αυτή, όπως ευρύτερα κάθε συσσωμάτωση για την τέλεση εγκληματικών πράξεων, συνιστά ήδη εξαιτίας αυτού και μόνο του γεγονότος – της ένωσης, δηλαδή των δυνάμεων – έγκλημα που προσβάλλει τη δημόσια τάξη[41], αναιρώντας την ισότιμη συμμετοχή όλων στην κοινωνική ζωή.

Σε ό,τι αφορά τη νομοτυπική μορφή του συγκεκριμένου εγκλήματος, θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα:

(α) Με την αναφορά σε «οργανώσεις» ή «ενώσεις προσώπων οποιασδήποτε μορφής», ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη διάκριση που έχει υιοθετηθεί στο άρθρο 187 ΠΚ μεταξύ εγκληματικών οργανώσεων και συμμοριών, θέλει ουσιαστικά να αναφερθεί και στις δύο αυτές μορφές συσσωμάτωσης[42]. Για τη συγκρότηση επομένως ρατσιστικής οργάνωσης αρκεί και μια απλή ένωση δύο προσώπων, με στοιχειώδη υποδομή, στην ίδια όμως διάταξη υπάγεται και μια μεγάλη οργάνωση, με πολλά μέλη, πραγματοπαγή δομή και αυξημένες δυνατότητες προσβολής.

Με την αναφορά, άλλωστε, σε οργανώσεις ή ενώσεις προσώπων «οποιασδήποτε μορφής» ο νομοθέτης απαντά και στο ερώτημα, αν θα μπορούσε ένα πολιτικό κόμμα να συνιστά ρατσιστική οργάνωση. Με δεδομένο ότι οι θέσεις σχετικά με τη μεταχείριση ομάδων προσώπων, που διακρίνονται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας ή άλλων χαρακτηριστικών, είναι κατ’ εξοχήν πολιτικές, μια ρατσιστική οργάνωση παίρνει συχνά τα χαρακτηριστικά πολιτικού κόμματος. Πολλά είναι τα παραδείγματα που μπορεί να αναφέρει κανείς τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Και αν μεν το πρόγραμμα του κόμματος αυτού θέτει ως κεντρικούς του στόχους την υποκίνηση σε πράξεις διακρίσεων, μίσους ή βίας εναντίον συγκεκριμένων ομάδων, τότε ασφαλώς όλα τα μέλη του κόμματος, στο πρόσωπο των οποίων συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του νόμου, έχουν ποινική ευθύνη με βάση το άρθρο 1 παρ. 4 ν. 927/1979. Αν αντίθετα οι στόχοι του πολιτικού κόμματος δεν είναι διακηρυγμένοι με τόση καθαρότητα – όπως άλλωστε κατά κανόνα θα συμβαίνει, προκειμένου να αποφευχθεί η άσκηση ποινικών διώξεων – τότε θα πρέπει να ερευνηθεί για κάθε συγκεκριμένο στέλεχος του κόμματος, αν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του νόμου. Η ποινική ευθύνη άλλωστε δεν είναι συλλογική, αλλά ατομική. Είναι πιθανό η ρατσιστική οργάνωση να αποτελεί τον πυρήνα του πολιτικού κόμματος, αλλά πολλά περιφερειακά στελέχη να μην καλύπτουν με δόλο την τέλεση εγκληματικών πράξεων από αυτή, στοιχείο που αποκλείει, όπως θα δούμε την ποινική τους ευθύνη.

(β) Η αξιόποινη συμπεριφορά συνίσταται σε συγκρότηση ή συμμετοχή σε οργάνωση ή ένωση προσώπων. Η «συγκρότηση» ταυτίζεται εννοιολογικά με την αρχική συμφωνία μεταξύ δύο τουλάχιστον προσώπων, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από επιπλέον οργανωτικές κινήσεις, έτσι ώστε η ομάδα να εμφανίζεται ως αυτόνομη δομή στον κοινωνικό χώρο. Η «συμμετοχή» από την άλλη πλευρά είναι η ενεργητική παρουσία στις εκδηλώσεις της οργάνωσης ή / και η δραστηριοποίηση για την πραγμάτωση των σκοπών της[43].

Σε αντίθεση με τη συγκρότηση της οργάνωσης ή ένωσης προσώπων, που είναι έγκλημα στιγμιαίο, η συμμετοχή αποτελεί έγκλημα διαρκές, που τελείται καθ’όλη τη διάρκεια της ενεργού παρουσίας ενός ατόμου στο πλαίσιο της οργάνωσης ή ένωσης προσώπων[44]. Η ενεργός αυτή παρουσία δε σημαίνει, ωστόσο, κατ’ ανάγκη και τέλεση των εγκληματικών πράξεων τις οποίες επιδιώκει η οργάνωση ή ένωση προσώπων. Το έγκλημα πραγματώνει και εκείνος που απλώς παρίσταται στις εκδηλώσεις, συμμετέχει στην εκπαίδευση ή και διαχειρίζεται μόνο τα οικονομικά της οργάνωσης.

Πρόκειται ασφαλώς για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό, εφόσον οι περισσότεροι τρόποι τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν στην ίδια μονάδα έννομου αγαθού και, επομένως, αυτός που συγκροτεί τη ρατσιστική οργάνωση και στη συνέχεια συμμετέχει σε αυτήν θα τιμωρηθεί για ένα μόνο έγκλημα, κατά την επιμέτρηση της ποινής του οποίου θα ληφθεί υπόψη το σύνολο της δραστηριότητάς του.

(γ) Η οργάνωση ή ένωση προσώπων στοιχειοθετεί ρατσιστική οργάνωση όταν «επιδιώκει συστηματικά την τέλεση εγκλημάτων δημόσιας προτροπής σε διακρίσεις ή πράξεις βίας ή μίσους», όπως περιγράφονται στο άρθρο 1 παρ. 1 και 2 ν. 927/1979. Από τη διατύπωση αυτή συνάγεται ότι η τέλεση των συγκεκριμένων εγκλημάτων πρέπει να αποτελεί συμφωνημένο στόχο της ίδιας της οργάνωσης, που προσδιορίζεται ασφαλώς από τη βούληση των ατόμων τα οποία έχουν την πραγματική δυνατότητα να προσδιορίζουν το περιεχόμενο της συλλογικής δράσης[45]. Δεν ενδιαφέρει, αντίθετα, αν η τέλεση των εγκλημάτων αποτελεί στόχο και κάθε μεμονωμένου μέλους της οργάνωσης, το οποίο, όμως, συμμετέχοντας σε αυτήν, πρέπει να γνωρίζει, έστω ως ενδεχόμενο, και να αποδέχεται το σκοπό της σύστασης και δραστηριοποίησής της[46].

Είναι σημαντικό επίσης να διευκρινιστεί ότι σκοπός της οργάνωσης μπορεί να είναι μόνο η τέλεση του εγκλήματος του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 ν. 927/1979. Η σύσταση αντίθετα μιας ένωσης για την προώθηση ιδεών αρνητισμού, για την τέλεση, δηλαδή, των πράξεων του άρθρου 2 ν. 927/1979, δεν υπάγεται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος. Με την έννοια αυτή, η συγκεκριμένη διάταξη εμφανίζεται σαφώς στενότερη σε σχέση με την προηγούμενή της, εφόσον πλέον δεν αρκεί η σύσταση μιας οργάνωσης με στόχο την οργανωμένη προπαγάνδα ή «πάσης μορφής» δραστηριότητες που τείνουν σε φυλετικές διακρίσεις, πράξη που ήταν ωστόσο αξιόποινη ως το 2014.

Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι για τη συγκρότηση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος δεν αρκεί η οργάνωση ή ένωση προσώπων να αποβλέπει στην τέλεση ενός μεμονωμένου εγκλήματος (όπως λ.χ. την έκδοση ενός ημερολογίου ή ενός βιβλίου), αλλά πρέπει να αποσκοπεί, και μάλιστα συστηματικά, όπως ορίζει ο νόμος, στην τέλεση περισσότερων εγκλημάτων. Με τη χρήση του όρου αυτού ο νομοθέτης διευκρινίζει ότι δεν αρκεί ένας γενικός σκοπός επανειλημμένης τέλεσης, αλλά πρέπει η οργάνωση να έχει σχεδιάσει με ορθολογικό τρόπο συγκεκριμένα «χτυπήματα», ώστε να μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητά της. Αυτό σημαίνει βέβαια με τη σειρά του, ότι η οργάνωση πρέπει να διαθέτει τη στοιχειώδη υποδομή, ώστε να είναι αντικειμενικά σε θέση να τελεί συστηματικά εγκλήματα προτροπής σε διακρίσεις ή πράξεις βίας ή μίσους, κατά τρόπο μάλιστα τέτοιο, ώστε να μπορεί να εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.

4.2. Συμμετοχή σε ρατσιστική και εγκληματική οργάνωση

Η συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση στο άρθρο 1 παρ. 4 ν. 927/1979 δε συνιστά ειδική μορφή σύστασης εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 187 παρ. 1 και 5 ΠΚ. Αφενός, γιατί η ρατσιστική οργάνωση δεν έχει ως στόχο την τέλεση κακουργημάτων, αλλά μόνο των πλημμελημάτων που περιγράφονται στο άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 927 –και άρα δεν είναι ειδική μορφή εγκληματικής οργάνωσης– και αφετέρου, γιατί η συμμορία αποτελεί ένωση προσώπων για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος που απειλείται στο νόμο με ποινή μεγαλύτερη του ενός έτους, σε αντίθεση με τη ρατσιστική οργάνωση που συστήνεται για την τέλεση μικρότερης απαξίας πλημμελημάτων. Με τη διάταξη επομένως του άρθρου 1 παρ. 4 ν. 927/1979 διευρύνεται και δεν εξειδικεύεται το αξιόποινο.

Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο, η διάταξη έχει ρήτρα σχετικής επικουρικότητας και εφαρμόζεται μόνο αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα. Έτσι, ήδη από τη διάταξη αυτή είναι σαφές, ότι η αντιμετώπιση του ρατσισμού στο δίκαιό μας δεν πραγματοποιείται μόνο με τις διατάξεις του ν. 927. Οι διατάξεις αυτές καλύπτουν μόνο πράξεις μεμονωμένων ατόμων ή οργανωμένων ομάδων που σχετίζονται με την εκφορά ρατσιστικού λόγου, εξάπτοντας τα πάθη και εκθέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη.

Ιστορικά, βέβαια, ο ρατσιστικός λόγος είναι πάντα το κατώφλι της ρατσιστικής βίας. Για την αντιμετώπιση αυτής της βίας ισχύουν πια οι γενικές διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα. Έτσι, αν η οργάνωση, που έχει συσταθεί από τρία τουλάχιστον άτομα για να προκαλεί ή να διεγείρει τον κόσμο σε βάρος των μεταναστών ή των ομοφυλοφίλων, εντάσσει στα σχέδιά της και την τέλεση σοβαρών σωματικών βλαβών σε βάρος τους ή ακόμα και ανθρωποκτονιών και αυτό το επιδιώκει με διαρκή δράση και πραγματοπαγή δομή[47], η συμπεριφορά κάθε μέλους συνιστά ήδη και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ) και αντιμετωπίζεται ως κακούργημα, με ποινή κάθειρξης ως 10 έτη. Αν μάλιστα ο δράστης ανήκει στην ηγετική ομάδα της οργάνωσης η ποινή του είναι κάθειρξη από 10 ως 20 έτη[48].

Στην περίπτωση αυτή, ο δράστης – μέλος της οργάνωσης, με την ίδια πράξη συμμετοχής τελεί ταυτόχρονα τόσο το έγκλημα του άρθρου 1 παρ. 4 ν. 927/1979, όσο και εκείνο του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, τα οποία συρρέουν ασφαλώς φαινομενικά και κατ’ ιδέα, εφόσον τελούνται με την ίδια πράξη (τη συμμετοχή στην οργάνωση) και θίγουν την ίδια μονάδα έννομου αγαθού (δημόσια τάξη). Αν δεν υπήρχε η ρήτρα επικουρικότητας στο άρθρο 1 παρ. 4 ν. 927, η διάταξη αυτή, στο μέτρο που διευρύνει, όπως ειπώθηκε, το αξιόποινο, θα έπρεπε να απορροφηθεί στη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ και να συναξιολογηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής, στο πλαίσιο πάντως που ορίζεται στο άρθρο 187 ΠΚ (πέντε ως δέκα έτη). Εξαιτίας, ωστόσο, της ρήτρας επικουρικότητας που υπάρχει στο άρθρο 1 παρ. 4 ν. 927/1979, η συγκεκριμένη διάταξη απωθείται και εφαρμόζεται μόνο εκείνη του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ. Καθώς, άλλωστε, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διάταξης δεν αξιολογείται πια το ρατσιστικό κίνητρο του δράστη, η ποινική του μεταχείριση θα διαμορφωθεί τελικά από το συνδυασμό των άρθρων 187 και 81Α ΠΚ, με αποτέλεσμα, το πλαίσιο ποινής να διαμορφώνεται για τα απλά μέλη στα επτά ως δέκα έτη, ενώ για τα ηγετικά στελέχη στα δεκατρία ως είκοσι έτη. Η προσθήκη επομένως της ρήτρας επικουρικότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί «ψευδεπίγραφη», όπως έχει υποστηριχθεί[49].

  1. ΤΟ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ (ΑΡΘΡΟ 81Α ΠΚ)

Η έννοια του ρατσιστικού εγκλήματος πρωτοεμφανίστηκε μετά την υιοθέτηση του ν. 4285/2014, με το άρθρο 10 του οποίου προστέθηκε το άρθρο 81Α στον Ποινικό μας Κώδικα. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται για όλα τα άλλα εγκλήματα – ανθρωποκτονίες, σωματικές βλάβες, προσβολές της ελευθερίας, εξυβρίσεις – εκτός από αυτά που βρίσκονται ενταγμένα στο νόμο 927 και η διαφορά της από το άρθρο 79 παρ. 3 ΠΚ, που ίσχυε ως το 2014, είναι ότι πια ο δικαστής δε μένει στο πλαίσιο της απειλούμενης ποινής, εκτιμώντας το κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση, αλλά οδηγείται σε νέο βαρύτερο πλαίσιο ποινής, η οποία μάλιστα δεν αναστέλλεται.

Για τη στοιχειοθέτηση του ρατσιστικού εγκλήματος θα πρέπει ειδικότερα:

(α) να έχει τελεστεί ολοκληρωμένο ή σε απόπειρα οποιοδήποτε έγκλημα,

(β) το έγκλημα να έχει τελεστεί από μίσος κατά του παθόντος και

(γ) το μίσος να οφείλεται στη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα του φύλου ή την αναπηρία του παθόντος.

Για την έννοια του μίσους και την αοριστία του συγκεκριμένου όρου ισχύουν όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 927/1979. Εδώ θα πρέπει ειδικότερα να εξεταστεί η φύση του στοιχείου που επαυξάνει την ποινή και η σχέση του με άλλους όρους που χρησιμοποιούνται ήδη στον Ποινικό Κώδικα.

Η διατύπωση του νόμου δεν αφήνει αρχικά αμφιβολία ότι ο νομοθέτης αναφέρεται στον ψυχικό κόσμο του δράστη, στα συναισθήματά του, δηλαδή, προς ομάδα ανθρώπων που διακρίνεται βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, η εκδήλωση των οποίων αποτελεί και το κίνητρο των πράξεών του[50]. Πρόκειται επομένως για ένα στοιχείο που ανήκει στην υποκειμενική πλευρά του εγκλήματος και «χρωματίζει» την ενοχή του δράστη για την πράξη του.

Το στοιχείο αυτό μοιάζει, αλλά δεν ταυτίζεται με την «απρόκλητη» τέλεση ενός εγκλήματος, όπως τυποποιείται στα άρθρα 308A, 361A και 382 ΠΚ. Το απρόκλητο έγκλημα συγκροτείται όταν ο δράστης στρέφεται εναντίον του γένους των έννομων αγαθών, ώστε στη θέση του θύματος να μπορούσε να βρίσκεται οποιοδήποτε άλλο μέλος μιας ομάδας. Αντίθετα, στο ρατσιστικό έγκλημα είναι πιθανό να στοχοποιείται συγκεκριμένο, εξατομικευμένο πρόσωπο, με το οποίο ο δράστης έχει διαμορφωμένη ήδη σχέση. Τούτο λ.χ. συνέβη σε μια υπόθεση που απασχόλησε πριν από λίγα χρόνια τις δικαστικές αρχές της Μ. Βρετανίας, όταν μια ομάδα έξι νεαρών έβγαλε βίαια έναν Πακιστανό οδηγό ταξί από το όχημά του και τον λιθοβόλησε μέχρι θανάτου, φωνάζοντας ρατσιστικά συνθήματα. Όπως προέκυψε, τα κίνητρα των δραστών δεν ήταν μόνο το μίσος για τους ξένους, αλλά και η εκδίκηση, αφού το θύμα, λίγες μέρες πριν, είχε οδηγήσει ομάδα Ασιατών σε τοποθεσία όπου θα συγκρουόταν με αντίπαλη συμμορία. Κατά τη σύγκρουση αυτή καταστράφηκε μια μοτοσυκλέτα, που ανήκε σε έναν από τους δράστες. Η αστυνομία άσκησε δίωξη κατά των δραστών και πέτυχε την καταδίκη τους για ανθρωποκτονία με δόλο, με την επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος που τελέστηκε από μίσος[51].

Με τα δεδομένα αυτά, είναι πιθανό η ίδια πράξη να συνιστά ταυτόχρονα τόσο ρατσιστικό όσο και απρόκλητο έγκλημα. Αν λ.χ. ο Α επιτίθεται και προκαλεί επικίνδυνη σωματική βλάβη στον μετανάστη που κατοικεί στην πολυκατοικία του, αφενός επειδή τον ενοχλεί και αφετέρου εξαιτίας του μίσους που διαμορφώνεται εναντίον του λόγω της ένταξής του στη συγκεκριμένη ομάδα, η πράξη του συνιστά ρατσιστικό, όχι όμως και απρόκλητο έγκλημα. Αντίθετα, η επίθεση στον τυχαίο μετανάστη που βρίσκεται στο δρόμο, συνιστά τόσο ρατσιστικό όσο και απρόκλητο έγκλημα, που δικαιολογεί την εφαρμογή του άρθρου 81Α ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 308Α ΠΚ. Στην περίπτωση αυτή, η αυξημένη ποινή που θα προκύψει οφείλεται στην ιδιαίτερα αυξημένη ενοχή του υπαιτίου.

Ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει τη θεωρία είναι αν η αυξημένη ποινή, που απειλείται για το ρατσιστικό έγκλημα, μπορεί να επιβληθεί και στην περίπτωση που το θύμα της πράξης δε φέρει πράγματι τα χαρακτηριστικά τα οποία ο δράστης υποθέτει ότι έχει. Στη Γερμανία λ.χ. ένα 16χρονο αγόρι βασανίστηκε μέχρι θανάτου επειδή θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι ήταν Εβραίος, ενώ στην Αμερική, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 τελέστηκαν εγκλήματα εναντίον ατόμων λατινικής καταγωγής, τα οποία εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι ήταν μουσουλμάνοι[52]. Στην περίπτωση αυτή το ρατσιστικό κίνητρο για τα εγκλήματα εναντίον του συγκεκριμένου θύματος υπάρχει, έστω κι αν στηρίζεται σε λανθασμένη εκτίμηση του δράστη, και για το λόγο αυτό η πράξη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την αυξημένη ποινή του άρθρου 81Α ΠΚ[53].

Διαφορετική είναι η περίπτωση που ο δράστης επιτίθεται σε ένα πρόσωπο όχι επειδή αυτό φέρει ή υποθέτει ότι φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά επειδή σχετίζεται με άτομα που ανήκουν στις ομάδες οι οποίες προσδιορίζονται βάσει των χαρακτηριστικών αυτών. Στο Βέλγιο λ.χ. ο δράστης επιτέθηκε με κυνηγετικό όπλο και σκότωσε ένα ανήλικο παιδί, που ήταν Βέλγος υπήκοος, επειδή η γυναίκα που το πρόσεχε ήταν από την Αφρική[54]. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει όταν ο δράστης επιτίθεται σε μια κοπέλα που διατηρεί ερωτικό δεσμό με μαύρο. Το κίνητρό του σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι επίσης το ρατσιστικό μίσος και θα έπρεπε οι πράξεις να αντιμετωπίζονται με αυξημένη ποινή. Ωστόσο είναι αμφίβολο αν αυτό μπορεί να συμβεί σήμερα ενόψει του γράμματος του νόμου. Παρά την όχι ιδιαιτέρως εύστοχη διατύπωση, η αυξημένη ποινή στο άρθρο 81Α ΠΚ φαίνεται να συναρτάται με ιδιότητες τις οποίες πρέπει να έχει ο παθών και με την έννοια αυτή θα συνιστούσε contra legem ερμηνεία που θα διεύρυνε το αξιόποινο, αν δεχόταν κανείς ότι μπορεί η διάταξη να εφαρμοστεί και στις περιπτώσεις που τα αναφερόμενα στο νόμο χαρακτηριστικά δεν προσδιορίζουν το θύμα[55].

  1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η συζήτηση που έγινε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα για το αν έπρεπε να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για το ρατσισμό, αν ήταν επαρκής η νομοθεσία που ίσχυε από το 1979 και αν οι διατάξεις του νέου νόμου περιόριζαν ή όχι την ελευθερία του λόγου, επιβεβαιώνει απλώς για μια ακόμα φορά την προχειρότητα με την οποία διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας.

Όπως φάνηκε από όσα ειπώθηκαν πιο πάνω, ο ν. 4285/2014, παρά τις επιμέρους παρατηρήσεις που μπορεί να γίνουν, βελτίωσε ωστόσο και μάλιστα σημαντικά το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, περιορίζοντας το αξιόποινο μόνο στις περιπτώσεις που ο λόγος μετατρέπεται σε εγκληματική πράξη, προσβάλλοντας την ισότιμη και ελεύθερη συμμετοχή όλων στην κοινωνική ζωή. Ενσωμάτωσε έτσι στο εθνικό δίκαιο, όχι μόνο την Απόφαση – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, αλλά και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, που θεωρεί επιτρεπτό τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και της συσσωμάτωσης – ακόμα και στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης – όταν διαπιστώνει υποκίνηση σε διακριτική μεταχείριση, χρήση βίας ή τέλεση άλλων εγκλημάτων σε βάρος μελών ομάδας που προσδιορίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Μένει πλέον αυτό το σαφέστερο νομικό πλαίσιο να εφαρμόζεται εγκαίρως, μόλις διαπιστώνονται τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Γιατί όπως φάνηκε τα τελευταία χρόνια, η σιωπή και ανοχή της Πολιτείας, κυρίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, συμβάλλει τελικά στη διάχυση του ρατσισμού, στη διολίσθηση μεγάλων ομάδων πολιτών σε συμπεριφορές ακραίας βίας σε βάρος ανυπεράσπιστων ανθρώπων και τελικά στην υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας.

* Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

  1. ΕΕ L 328/ 6.12.2008, σ. 55 επ.
  2. Βλ. ενδεικτικά Vejdeland κατά Σουηδίας (9.5.2012), παρ. 54, 55.
  3. Έτσι ΑΠ (Ολομ) 170/77, ΠοινΧρον 1977, σ. 576, την οποία ακολουθεί η μεταγενέστερη νομολογία. Έτσι επίσης Η. Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδ. Μέρος, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, τ. Α΄, 1957, σ. 136, Γ. – Α. Μαγκάκης, Το έγκλημα της διεγέρσεως των πολιτών εις μισαλλοδοξίαν κατά το άρθρον 192 ΠΚ, ΠοινΧρ 1963, σ. 391, Α. Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, τ. Β΄, 1960, σ. 11, Σ. Παπαγεωργίου – Γονατάς, ΣυστΕρμΠΚ, εκδ. Αφοι Π. Σάκκουλα, 1994, άρθρο 353. 16 ΠΚ). Κατά άλλη άποψη, για να θεωρηθεί ότι μια πράξη τελείται δημόσια δεν αρκεί να μπορεί να υποπέσει στην αντίληψη αόριστου αριθμού προσώπων, αλλά θα πρέπει και να γίνεται πράγματι αντιληπτή από ένα έστω από τα πρόσωπα αυτά (Έτσι Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, εκδ. Σάκκουλα, β΄ έκδ., 1994, σ. 40. Σύμφωνες οι Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΘεσ 85/91, Υπεράσπιση 1991, σ. 412/413, Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Προσβολές του πολιτεύματος, εκδ. Σάκκουλα, 1988, σ. 271 / 272).
  4. Ανακοίνωση με τον τίτλο “Δημιουργία ασφαλέστερης κοινωνίας της πληροφορίας ενισχύοντας την ασφάλεια των υποδομών πληροφόρησης και καταπολεμώντας το έγκλημα που έχει σχέση με ηλεκτρονικούς υπολογιστές” COM (2000) 890 τελικό.
  5. Βλ. επίσης τις επισημάνσεις του ΟΑΣΕ σχετικά με την αυξημένη χρήση του διαδικτύου για τη διάδοση ρατσιστικών ιδεών, σε: Organisation for Security and Co-operation in Europe, Ministerial Council, Decision No. 9/09, Combating Hate Crimes, MC.DEC/9/09 (2.12.2009).

6α. Βλ. σχετική ανάλυση σε Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρ 2013, σ. 481 επ. Πρβλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του αντιρατσιστικού Ν. 4285/2014, εισήγηση στο 12ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου (διαθέσιμο διαδικτυακά στο: http://www.poinikachronika.gr/Epikaira focus.asp?id= 938). Σχετικά με το περιεχόμενο της δημόσιας τάξης βλ. αναλυτικά Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 18 επ., του ίδιου, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 1998, σ. 372 επ. Βλ. επίσης Γ.-Α. Μαγκάκη, Το έγκλημα της διεγέρσεως των πολιτών εις μισαλλοδοξίαν κατά το άρθρον 192 ΠΚ, ΠοινΧρ 1963, σ. 385 επ., ο οποίος θεωρεί ότι το προσβαλλόμενο από την πράξη που τυποποιείται στο άρθρο 192 ΠΚ έννομο αγαθό είναι η δημόσια τάξη, ως «η εν ισότητι» ύπαρξη στην κοινωνία όλων των ατόμων και ομάδων.

  1. Βλ. ωστόσο Γ. Αποστολάκη, Η ποινική καταστολή των φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών διακρίσεων, ΠοινΔικ 2002, σ. 1185 και Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρ 2010, σ. 448, που δέχονται ότι ο ρατσιστικός λόγος θίγει πρωτίστως ατομικά αγαθά. Πρβλ. κατά της θεώρησης της δημόσιας τάξης ως προσβαλλόμενου από τον λόγο μίσους έννομου αγαθού τις απόψεις των Τ. Fischer, Öffentlicher Friede und Gedankenäußerung: Grundlagen und Entwicklung des Rechtsguts “öffentlicher Friede”, insbesondere in den §§ 126, 130, 140 Nr. 2, 166 StGB, Diss., 1986, σ. 512 επ., T. Hörnle, Grob anstössiges Verhalten, Strafrechtlicher Schutz von Moral, Gefühlen und Tabus, Klostermann Verlag, 2005, σ. 94, 282 επ., 315 επ. I. Junge, Das Schutzgut des § 130 StGB, GCA Verlag, 2000, σ. 26 επ., R. Hefendehl, Kollektiver Rechtsgüter im Strafrecht, Heymanns Carl Verlag, 2002, σ. 299 επ., Α. Stegbauer, Rechtsextremistische Propaganda im Lichte des Strafrechts, VVF, 2000, §167 επ. και F. Streng, Das Unrecht des Volksverhetzung, σε: W. Küper (Hrsg), Festschrift für K. Lackner, De Gruyter Verlag, 1987, σ. 501 επ.
  2. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, β΄ έκδ., εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 140.
  3. ΟλΑΠ 3/2010, ΝΟΜΟΣ.
  4. Βλ. άρθρο 4 περ. α΄ της Διεθνούς Σύμβασης.
  5. Άρθρο 1 παρ. 1 (α) της Απόφασης.
  6. Την ανάγκη για συσταλτική ερμηνεία έχει άλλωστε τονίσει και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 3/2010, ΝΟΜΟΣ), σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι: «οι διατάξεις του ν. 927/1979 πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και αυστηρά ενόψει των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 1 και 16 παρ. 1 Σ., καθώς και του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ».
  7. Βλ. ενδεικτικά άρθρα 134, 157, 167, 189, 330, 336, 380 ΠΚ.
  8. Βλ. σχετική ανάλυση σε Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προσβολές του πολιτεύματος, εκδ. Σάκκουλα, 1988, σ. 90 επ.
  9. Στην ίδια άλλωστε τη Διεθνή Σύμβαση διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις της δεν καλύπτουν τις διακρίσεις που υιοθετούν τα κράτη μεταξύ των υπηκόων και των μη υπηκόων τους (άρθρο 1 παρ. 2), ή τις διατάξεις των εθνικών νομοθεσιών που αναφέρονται στην εθνικότητα, τα πολιτικά δικαιώματα ή την πολιτογράφηση, υπό τον όρο ότι δεν αποτελούν διάκριση σε σχέση με συγκεκριμένη εθνικότητα (άρθρο 1 παρ. 3). Τέλος, στη Σύμβαση διευκρινίζεται (άρθρο 1 παρ. 4) ότι δε συνιστά διάκριση και η λήψη μέτρων για ειδικές ομάδες πληθυσμού, προκειμένου να μπορέσουν να συμμετάσχουν ισότιμα στην κοινωνική ζωή.
  10. Σημ. 9 του Προοιμίου.
  11. Βλ. σχετικό λήμμα σε Λεξικό της κοινής νεοελληνικής.
  12. Έτσι Α. Μάνεσης, Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία του δικαίου, ανάτυπο από το αφιέρωμα στον Κ. Τσάτσο, εκδ. Α. Σάκκουλα, 1980, σ. 367/368.
  13. Πιο συγκεκριμένα, ο Ι. Μανωλεδάκης (Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης, εκδόσεις Σάκκουλα, β΄ έκδ., 1994, σ. 239), ερμηνεύοντας το άρθρο 196 ΠΚ, γράφει: «Ο νομοθέτης δεν χρησιμοποιεί καν τη λέξη “μίσος”, αλλά “εχθροπάθεια”, που σημαίνει ότι θέλει την εξωτερίκευσή της… Δεν αρκεί η απλή δημιουργία αισθημάτων μίσους, αλλά τουλάχιστον η εξωτερίκευσή τους». Και σε άλλο σημείο (Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας, 1999, άρθρα 196.7 και 192. 11), διευκρινίζει ότι ο όρος «εχθροπάθεια» έχει περιεχόμενο όμοιο με την «αμοιβαία διχόνοια» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 192 ΠΚ, και είναι «η μεταξύ των ανθρώπων μισαλλοδοξία, το πνεύμα δηλαδή όχι απλώς οξύτητας μεταξύ τους, αλλά αμοιβαίας άρνησης στους αντιπάλους του δικαιώματος να υπάρχουν στην κοινωνία, να συμμετέχουν, να ενεργούν και να εκφράζουν τις αντιλήψεις και επιδιώξεις τους στην κοινωνική ζωή» (Έτσι επίσης Γ.-Α. Μαγκάκης, Το έγκλημα της διεγέρσεως των πολιτών εις μισαλλοδοξίαν, ΠοινΧρ 1963, σ. 388/389).
  14. Έτσι Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του αντιρατσιστικού Ν. 4285/2014, εισήγηση στο 12ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου (διαθέσιμο διαδικτυακά στο: http://www.poinikachronika. gr/Epikaira focus.asp?id=938), ο οποίος πάντως ορθά δέχεται κατ’ αποτέλεσμα ότι θα πρέπει να υιοθετείται μια – αντίθετη, κατά τη γνώμη του, στο γράμμα του νόμου – ερμηνεία, που θα απαιτεί σε κάθε περίπτωση «δυνητικά κινδυνώδη προτροπή». Μια τέτοια όμως εκδοχή δε θα μπορούσε να υιοθετηθεί, αφού η contra legem ερμηνεία θα οδηγούσε στην περίπτωση αυτή σε διεύρυνση του αξιοποίνου.
  15. Υποστηρίζεται βέβαια (Χ. Παπαχαραλάμπους, ό.π.) ότι ειδικά για το άρθρο 1 ν. 927/1979 η Αιτιολογική Έκθεση απαιτεί υπαρκτό κίνδυνο, όταν αναφέρει ότι: «δεν αρκεί η απλή αφηρημένη πιθανολόγηση της έκθεσης σε κίνδυνο μιας ομάδας… αλλά απαιτείται να εκτιμάται κάθε φορά η προσφορότητα του συγκεκριμένου κινδύνου…». Ωστόσο, από το κείμενο είναι σαφές ότι με την αναφορά στο «συγκεκριμένο κίνδυνο» ο νομοθέτης παραπέμπει στην έννοια της «έκθεσης σε κίνδυνο» που χρησιμοποιεί πιο πάνω, ενώ παράλληλα η αναφορά στην προσφορότητα της πράξης παραπέμπει στο προηγούμενο κείμενο, που παρατίθεται στο κείμενο της μελέτης, όπου ρητά απαιτείται προσφορότητα της πράξης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση και για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται.
  16. Έτσι Ι. Μανωλεδάκης (Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης, εκδόσεις Σάκκουλα, β΄έκδ., 1994, σ. 175), αναφερόμενος στο έγκλημα της διατάραξης της κοινής ειρήνης (άρθρο 189 ΠΚ), που το χαρακτηρίζει έγκλημα βλάβης της δημόσιας τάξης.
  17. Στο ίδιο αυτό αποτέλεσμα της «έκθεσης της δημόσιας τάξης σε κίνδυνο», ως στοιχείου του εγκλήματος του άρθρου 185 ΠΚ, αναφέρεται και ο Ι. Μανωλεδάκης (ό.π., σ. 76), περιγράφοντάς το χαρακτηριστικά ως «δημιουργία ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας», σε ορισμένο κοινωνικό χώρο, έτοιμης να εξελιχθεί σε κατάλυση της ευταξίας του (βιαιοπραγίες κλπ.). Αυτή όμως η κατάσταση, σύμφωνα με τις διακρίσεις που υιοθετήθηκαν πιο πάνω, συνιστά δυνητική και όχι συγκεκριμένη διακινδύνευση της δημόσιας τάξης, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, εφόσον δεν έχει ξεκινήσει ακόμα μια διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει αυτοδύναμα σε βλάβη του έννομου αγαθού (Για το ότι συγκεκριμένη διακινδύνευση υπάρχει μόνο όταν έχει αρχίσει μια διαδικασία που οδηγεί αυτοδύναμα σε προσβολή του έννομου αγαθού αν δεν ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο, βλ. τη θεμελιώδη απόφαση του Αρείου Πάγου 1959/2006, ΠοινΧρ 2007, σ. 201. Αναλυτικά γι’ αυτή την έννοια του κινδύνου βλ. Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, εκδ. Σάκκουλα, 1995, σ. 656, β΄ έκδ., 2001, σ. 653).
  18. Αξίζει, βέβαια, να αναφερθεί ότι στο άρθρο 1 παρ. 2 της Απόφασης – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, δίνεται η ευχέρεια στα κράτη να περιορίσουν το αξιόποινο στις περιπτώσεις που η συμπεριφορά «είτε εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα». Από τη διατύπωση όμως αυτή δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο των δύο όρων είναι διαφορετικό ή ότι είναι αναγκαία η αναφορά και στους δύο. Ο ευρωπαίος νομοθέτης δίνει την ευχέρεια στα κράτη μέλη είτε να τυποποιήσουν μόνο μια συμπεριφορά που ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή με απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο, εφόσον η υποκίνηση τελείται δημόσια), είτε, ακόμα στενότερα, μόνο μια συμπεριφορά που θα έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα για τα ίδια τα άτομα, ουσιαστικά, δηλαδή, μια συμπεριφορά υποκίνησης για τέλεση εγκληματικών πράξεων σε βάρος ατομικών αγαθών.
  19. Βλ. σχετικά F. Tulkens, When to say is to do – Freedom of expression and hate speech in the case law of the European Court of Human Rights, Paper presented at the Seminar on Human Rights for European Judicial Trainers, 9.10.2012, A. Weber, Manual on hate speech, Council of Europe Publishing, 2009.
  20. Gündüz κατά Τουρκίας (4.12.2003), παρ. 40, Erbakan κατά Τουρκίας (6.7.2006), παρ. 56.
  21. Vejdeland κατά Σουηδίας (9.5.2012), παρ. 54, 55. Έτσι επίσης και Féret κατά Βελγίου (16.7.2009), παρ. 63 και 73.
  22. Αντίθετα Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του αντιρατσιστικού Ν. 4285/2014, εισήγηση στο 12ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου (διαθέσιμο διαδικτυακά στο: http://www.poinika chronika.gr/Epikaira focus.asp?id=938), ο οποίος θεωρεί το έγκλημα ως καταχρηστικό εκ του αποτελέσματος και δέχεται ότι το αποτέλεσμα μπορεί να καλύπτεται τόσο από δόλο όσο και από αμέλεια. Ωστόσο για να είναι ένα έγκλημα εκ του αποτελέσματος πρέπει να διαπιστώνεται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης και του αποτελέσματος, πρέπει, δηλαδή, η πρόκληση του αποτελέσματος να είναι πράξη του υπαιτίου.
  23. Βλ. σχετικά Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρ 2013, σ. 486, σημ. 40.
  24. Ναυτοδικείο Πειραιά 588/2011 (www.dsanet.gr).
  25. Vejdeland κατά Σουηδίας (9.5.2012), παρ. 54, 55.
  26. ΟλομΑΠ 3/2010, ΝΟΜΟΣ
  27. Garaudy κατά Γαλλίας (24.6.2003). Στην ίδια κατεύθυνση η απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Hosnik κατά Αυστρίας (18.10.1995).
  28. Βλ. αντίθετα την υπόθεση Orban and others κατά Γαλλίας (15.1.2009), παρ. 35 – 37, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η αμφισβήτηση εγκλημάτων πολέμου στην Αλγερία δεν ήταν ασύμβατη προς το άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς η παρουσίαση της προσωπικής εμπειρίας του συγγραφέα συμβάλλει στη συζήτηση θεμάτων που είναι αμφισβητούμενα και συγκεντρώνουν μεγάλο ενδιαφέρον.
  29. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΛΓ΄, 5/9/2014, σ. 2628.
  30. Βλ. σχετικό κλητήριο θέσπισμα της 3.3.2015, αναρτημένο σε: http://tinyurl. com/q24hsop
  31. Βλ. αναλυτικά Κ. Χρυσόγονου, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μισό αιώνα μετά, σε: Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην ερμηνεία και εφαρμογή του ελληνικού δικαίου (επιμ. Γ. Κτιστάκη), εκδ. Α. Σάκκουλα, 2002, σ. 31 επ.
  32. C. Roxin, Strafrecht, Allgemeiner Teil, C. H. Beck, 4. Aufl., 2006, §2 para. 41, του ίδιου, The Legislation Critical Concept of Goods-in-law under Scrutiny, EuCLR 2013, p. 9 και 13.
  33. Έτσι και Χ. Ανθόπουλος, Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία πληροφόρησης, εκδ. Παπαζήση, 2000, σ. 119.
  34. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 77.
  35. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και ελευθερία, εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 104 επ.
  36. Σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης και της συμμορίας βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π.
  37. Βλ. αναλυτικά για τις αντίστοιχες έννοιες του άρθρου 187 ΠΚ, Ι. Μανωλεδάκη, ό.π.
  38. Πρβλ. για το έγκλημα του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, Λ. Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση (:άρθρο 187ΠΚ): Χαρακτήρας του εγκλήματος ως διαρκούς ή στιγμιαίου, ΠοινΔικ 2005, σ. 1429 επ.
  39. Βλ. BGH GA/W 60,230, κατά την ερμηνεία του αντίστοιχου όρου της § 129 γερμανικού Ποινικού Κώδικα.
  40. Επικριτικός σε αυτή την κατάστρωση της ποινικής ευθύνης των μελών της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 ΠΚ) ο Ν. Λίβος, Ζητήματα ερμηνείας του άρθρου 187 ΠΚ. Με αφορμή το υπ’ αριθμ. 215/2015 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ΠοινΧρ 2015, σ. 312 – 314, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να απαιτείται να καλύπτουν όλα τα μέλη της οργάνωσης με άμεσο δόλο α’ βαθμού την τέλεση των εγκληματικών πράξεων.
  41. Βλ. την περιγραφή που επιχειρεί η ΣυμβΕφΑθ 969/07, ΠοινΔικ 2007, σ. 1381 επ.
  42. Όσα ειπώθηκαν πιο πάνω για τη σχέση του πολιτικού κόμματος με τη ρατσιστική ομάδα ισχύουν και εδώ. Βλ. αναλυτικότερα Χ. Σατλάνη / Λ. Μαργαρίτη, Είναι δυνατή η θεώρηση ενός πολιτικού κόμματος ή μιας πολιτικής οργάνωσης ως εγκληματικής οργάνωσης; ΠοινΔικ 2013, σ. 761 επ.
  43. Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του αντιρατσιστικού Ν. 4285/2014, εισήγηση στο 12ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου (διαθέσιμο διαδικτυακά στο: http://www.poinikachronika.gr/ Epikaira focus.asp?id=938
  44. Βλ. και Γ. Βούλγαρη, Τα εγκλήματα μίσους και η ποινική αντιμετώπισή τους στην Ελλάδα, ΠοινΔικ 2015, σ. 276.
  45. Βλ. σχετική αναφορά σε Γ. Βούλγαρη, ό.π., ΠοινΔικ 2015, σ. 279.
  46. Βλ. Γ. Βούλγαρη, ό.π., ΠοινΔικ 2015, σ. 278.
  47. Έτσι και Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του αντιρατσιστικού Ν. 4285/2014, εισήγηση στο 12ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου (διαθέσιμο διαδικτυακά στο: http://www.poinika chronika.gr/Epikaira focus.asp?id=938
  48. Βλ. σχετική αναφορά σε Γ. Βούλγαρη, Τα εγκλήματα μίσους και η ποινική αντιμετώπισή τους στην Ελλάδα, ΠοινΔικ 2015, σ. 278.
  49. Αντίθετα Γ. Βούλγαρης, Τα εγκλήματα μίσους, ΠοινΔικ 2010, σ. 714, ερμηνεύοντας το άρθρο 79 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΠΚ, το οποίο είχε διατύπωση αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 81Α ΠΚ.