Η ποινικοποίηση των πορνογραφικών παραστάσεων – Άρθρο 348 Γ (ελληνικού) ΠΚ

ΒΑΓΙΑ Χ. ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ

 Η ποινικοποίηση

των πορνογραφικών παραστάσεων –

Άρθρο 348 Γ (ελληνικού) ΠΚ

 

ΒΑΓΙΑ Χ. ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ*

Περιεχόμενα:

Εισαγωγή

Ι. Η αντιμετώπιση των «πορνογραφικών παραστάσεων» σε διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο

ΙΙ. Η έννοια της «πορνογραφικής παράστασης» σύμφωνα με το άρθρο 348 Γ παρ. 3 ΠΚ

ΙΙΙ. Η αναγκαιότητα ποινικοποίησης των «πορνογραφικών παραστάσεων» και τα προστατευόμενα έννομα αγαθά

  1. IV. Οι βασικές μορφές του εγκλήματος (άρθρο 348 Γ παρ. 1 ΠΚ)
  2. V. Οι διακεκριμένες μορφές (άρθρο 348 Γ παρ. 2 ΠΚ)
  3. VI. Ασάφειες και κακοτεχνίες της διάταξης

VII. Σύγκριση των ποινών των δύο διατάξεων (άρθρα 348 Γ – 348 Α ΠΚ)

VIII. Αντί Επιλόγου

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα εισήγηση** αφιερώνεται στην παρουσίαση και ερμηνεία των σημαντικότερων σημείων ενός πρόσφατα τυποποιημένου εγκλήματος: των πορνογραφικών παραστάσεων.

Με το νόμο 4267/2014 εισήχθη στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα η διάταξη του άρθρου 348 Γ ΠΚ, με την οποία ποινικοποιούνται οι πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων. Το πρώτο ζήτημα το οποίο πραγματεύεται η συγκεκριμένη εργασία έγκειται ακριβώς στο δικαιολογητικό λόγο τυποποίησης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, δεδομένης μάλιστα της ύπαρξης του συναφούς εγκλήματος της πορνογραφίας ανηλίκων (άρθρο 348 Α ΠΚ). Η σύγκριση των δύο διατάξεων προκύπτει άλλωστε και ως αναπόφευκτη ανάγκη κατά τον προσδιορισμό της έννοιας των πορνογραφικών παραστάσεων -όπως αυτές ορίζονται στην 3η παράγραφο της οικείας διάταξης. Στο πλαίσιο οριοθέτησης του εγκλήματος επιχειρείται, εξάλλου, η ερμηνεία της διάρθρωσης αλλά και του περιεχομένου τόσο των βασικών όσο και των διακεκριμένων μορφών του εγκλήματος. Ιδιαίτερη ανάλυση αφιερώνεται στην ανάδειξη του έννομου αγαθού που προστατεύει η διάταξη. Τέλος, στη συνολική αυτή προσπάθεια, σημαντική βοήθεια παρέχει η Οδηγία 2011/93/ΕΕ, στην οποία επίσης αφιερώνεται ξεχωριστή μνεία.

Λέξεις κλειδιά: πορνογραφικές, παραστάσεις, πορνογραφία, ανήλικοι, υλικό, έννομο αγαθό

Εισαγωγή

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί το έγκλημα των «πορνογραφικών παραστάσεων», το οποίο εισήχθη στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα μόλις το 2014, με το νόμο 4267/2014. Η πρόσφατη εμφάνισή του ως αυτοτελές έγκλημα στο ελληνικό ποινικό δίκαιο γεννά αναπόφευκτα ορισμένους προβληματισμούς σχετικά με την αναγκαιότητα και την ορθότητα της τυποποίησής του. Ειδικότερα:

Ι. Η αντιμετώπιση των «πορνογραφικών παραστάσεων» σε διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο

Μία πρώτη αναφορά στην έννοια των πορνογραφικών παραστάσεων συναντούμε στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989[1] (η οποία κυρώθηκε από τη χώρα μας με το νόμο 2101/1992[2]). Μάλιστα, στο υπό στοιχείο (γ) εδάφιο του άρθρου 34 παρακινούνται ρητά τα συμβαλλόμενα κράτη να παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα σε εθνικό, διμερές και πολυμερές επίπεδο προκειμένου να εμποδίσουν -μεταξύ άλλων- την «εκμετάλλευση των παιδιών για την παραγωγή θεαμάτων ή υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα[3]». Εκεί, θεσμοθετούνται ευθέως απαγορεύσεις σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών[4], μια μορφή της οποίας θεωρείται κατά τη σύμβαση και η συμμετοχή του παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις και πορνογραφικό υλικό (pornographic performances and materials)[5].

Στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση[6] αφιερώνει μία ολόκληρη διάταξή της (άρ. 21) στην ποινικοποίηση της συμμετοχής παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις.

Επιπλέον, στα δεσμευτικά νομικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[7], ιδιαίτερη τυποποίηση για το έγκλημα των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων επιφυλάσσεται τόσο στην απόφαση πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ όσο και στην Οδηγία 2011/93/ΕΕ. Μάλιστα, και στα δύο κείμενα, ο εξαναγκασμός ανηλίκων σε συμμετοχή (άρ. 2 της απόφασης πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ) ή η πρόκληση συμμετοχής παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις (άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ) περιλαμβάνονται σε διατάξεις που τιτλοφορούνται ως «αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης». Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η ποινικοποίησή τους επιτάσσεται ανεξαρτήτως της αντίστοιχης ποινικοποίησης της πορνογραφίας ανηλίκων δηλώνει έτσι prima facie και την ετερότητα των δύο εγκλημάτων –στην οποία θα επανέλθουμε.

ΙΙ. Η έννοια της «πορνογραφικής παράστασης» σύμφωνα με το άρθρο 348 Γ παρ. 3 ΠΚ

Τι ακριβώς προβλέπει όμως η διάταξη (άρ. 348 Γ ΠΚ) του ελληνικού ποινικού κώδικα; Και ειδικότερα, ποια είναι η έννοια της πορνογραφικής παράστασης;

Στην 3η παράγραφο του άρ. 348 Γ ΠΚ τίθεται ο ορισμός της πορνογραφικής παράστασης ως «η οργανωμένη απευθείας έκθεση, που προορίζεται για θέαση ή ακρόαση, μεταξύ άλλων και με χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών: α) ανηλίκου που επιδίδεται σε πραγματική ή εικονική πράξη γενετήσιου χαρακτήρα ή β) των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση».

Η διαπίστωση των ομοιοτήτων ανάμεσα στο συγκεκριμένο ορισμό και στον αντίστοιχο του υλικού παιδικής πορνογραφίας, όπως αυτός περιγράφεται στο άρθρο 348 Α παρ. 3 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα είναι αναπόφευκτη. Έτσι, στο περιεχόμενο των πορνογραφικών παραστάσεων, κατά το δεύτερο σκέλος του, υιοθετούνται οι ίδιοι ακριβώς όροι με τους αντίστοιχους του παιδοπορνογραφικού υλικού, άλλως: έκθεση «γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση». Ως εκ τούτου, φαίνεται να παραμένουν ασάφειες που κανείς συναντά και κατά την ερμηνεία του παιδοπορνογραφικού υλικού, όπως για παράδειγμα το εάν η πρόδηλη πρόκληση γενετήσιας διέγερσης θα πρέπει να αφορά μόνο στο σώμα εν γένει του ανηλίκου ή και στα γεννητικά του όργανα. Προς την επικρότηση της δεύτερης άποψης, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το γραμματικό επιχείρημα που προκύπτει από τη συντακτική διατύπωσή της[8]. Εντούτοις, η ερμηνεία της επιστημονικής επιτροπής της Βουλής στην αντίστοιχη προβληματική του παιδοπορνογραφικού υλικού, βάσει της οποίας η πρόδηλη πρόκληση γενετήσιας διέγερσης προσδιορίζει μόνο το σώμα εν γένει του ανηλίκου και όχι τα γεννητικά του όργανα (των οποίων η αποτύπωση θα πρέπει να συνιστά παιδοπορνογραφικό υλικό σε κάθε περίπτωση)[9], διευρύνει προφανώς το αξιόποινο κατά το σκέλος που αρκεί η εμφάνιση γεννητικών οργάνων ανηλίκων ακόμη κι όταν δεν προκαλεί προδήλως γενετήσια διέγερση. Η ερμηνεία, ωστόσο αυτή, μας βρίσκει μάλλον αντίθετους καθώς δε φαίνεται να προκύπτει ούτε γραμματικά ούτε λογικοσυστηματικά[10].

Εξάλλου, ενδιαφέρον προκαλεί και η ίδια η έννοια της φράσης «πρόδηλη πρόκληση γενετήσιας διέγερσης». Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι η χρήση της συγκεκριμένης φράσης και εδώ, σκοπό έχει την όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική απόδοση μίας έννοιας που ενέχει αναπόφευκτα εξ’ ορισμού υποκειμενικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, είναι πιο ασφαλές να αξιώνουμε η πορνογραφική παράσταση να δημιουργείται / κατασκευάζεται με τρόπο, αντίστοιχο με τους κανόνες που εν γένει χρησιμοποιούνται στην πορνογραφική βιομηχανία, ώστε πράγματι καταφανώς και αδιαμφισβήτητα να προκαλείται σεξουαλική διέγερση. Τέτοια διέγερση δεν μπορεί να νοηθεί για παράδειγμα στην περίπτωση που γονείς εκθέτουν μέσω της κάμερας σε οικογενειακούς τους φίλους το βρέφος τους, το οποίο εκείνη την ώρα κάνει μπάνιο σε μία λεκάνη –και μάλιστα ακόμη κι αν κάποιος εξ αυτών διεγειρόταν σεξουαλικά. Και αυτό διότι, αν πραγματικά επιδιώκουμε την όσο το δυνατόν σαφέστερη οριοθέτηση του αξιοποίνου με την παράλληλη επίτευξη ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να προσφεύγουμε σε όσο το δυνατόν λιγότερα υποκειμενικά στοιχεία. Επιπλέον, η πρόκληση σεξουαλικής διέγερσης θα πρέπει να είναι η κύρια λειτουργία της έκθεσης και όχι δευτερεύουσα ή παρεμπίπτουσα -όπως συμβαίνει σε κινηματογραφικά έργα[11]– γεγονός στο οποίο συνηγορεί και η χρήση του επιρρήματος «προδήλως», δηλαδή καταφανώς, χωρίς να χρειάζεται κάποια ειδική εξέταση, ενώ τούτη (η λειτουργία) θα πρέπει να προκύπτει και με βεβαιότητα.

Ομοιότητα (αλλά όχι ταυτοσημία) με τον ορισμό του παιδοπορνογραφικού υλικού συναντάμε, όμως, και κατά το σκέλος που για το περιεχόμενό της απαιτείται έκθεση «α) ανηλίκου που επιδίδεται σε πραγματική ή εικονική πράξη γενετήσιου χαρακτήρα». Ο νομοθέτης εδώ επιλέγει την έννοια της πράξης γενετήσιου χαρακτήρα (αντί της ασελγούς πράξης που χρησιμοποιεί στο έγκλημα της πορνογραφίας ανηλίκων) κατ’ αντιγραφή της φράσης «πράξη σαφούς σεξουαλικού χαρακτήρα»[12] που περιέχεται στο κείμενο της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ. Εξάλλου, είναι σαφές ότι στη συγκεκριμένη διάταξη δεν ποινικοποιούνται εικονικές αποτυπώσεις (αφού ο ανήλικος πρέπει να είναι οπωσδήποτε πραγματικό πρόσωπο[13]) αλλά το επίθετο «εικονικός» χρησιμοποιείται μόνο για να αποδώσει το νόημα της προσομοιωμένης πράξης, άλλως της μίμησης.

Το κύριο χαρακτηριστικό όμως των πορνογραφικών παραστάσεων –και παράλληλα η ειδοποιός διαφορά τους σε σχέση με το παιδοπορνογραφικό υλικό- είναι το είδος της απεικόνισης το οποίο προσδιορίζεται ως «η οργανωμένη απευθείας έκθεση, που προορίζεται για θέαση ή ακρόαση, μεταξύ άλλων και με χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών». Έτσι, διαφοροποιείται η έννοια της παράστασης του άρθρου 348 Γ από αυτήν της ανα-παράστασης του άρθρου 348 Α ΠΚ. Στο επίκεντρο της έννοιας των πορνογραφικών παραστάσεων τίθεται η οργανωμένη (και όχι αυθόρμητη[14]) απευθείας έκθεση ανηλίκων (είτε σε ζωντανή -“live”- παράσταση είτε διά των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας- όπως “skype”). Επιπλέον, η έκθεση αυτή είναι προορισμένη πάντως για ακροατήριο, όπως επισημαίνεται άλλωστε και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος και η ύπαρξη ενός και μόνο θεατή. Έτσι, αν και το περιεχόμενο της πορνογραφικής παράστασης συμπίπτει ουσιαστικά με το περιεχόμενο της αποτύπωσης/αναπαράστασης υλικού παιδικής πορνογραφίας όπως είδαμε (: προβολή είτε ανηλίκου που επιδίδεται σε πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα, πραγματικές ή εικονικές, είτε των γεννητικών οργάνων ή του σώματος αυτού με τρόπο που να προκαλεί γενετήσια διέγερση), οι αντιδιαστελλόμενες έννοιες φαίνεται τελικά να αλληλοαποκλείονται. Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγεί και η τελολογική ερμηνεία της διάταξης βάσει της αιτιολογικής έκθεσης (άρ. 10 του ν. 4267/2014) όπου διευκρινίζεται ότι «στην έννοια της οργανωμένης έκθεσης είναι προφανές ότι εμπίπτει η απευθείας έκθεση του ανηλίκου, η οποία μπορεί να γίνεται είτε ενώπιον κοινού και χωρίς τη χρήση της προαναφερόμενης τεχνολογίας, είτε μέσω της τεχνολογίας αυτής με απευθείας μετάδοση[15] που δεν αποτυπώνεται σε υλικό φορέα (οπότε και θα συνιστούσε υλικό παιδικής πορνογραφίας)».

ΙΙΙ. Η αναγκαιότητα ποινικοποίησης των «πορνογραφικών παραστάσεων» και τα προστατευόμενα έννομα αγαθά

Τι προκύπτει ουσιαστικά από τα παραπάνω; Ότι τελικά, η θέσπιση της εξεταζόμενης διάταξης δε δικαιολογείται μόνο τυπικά από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την Οδηγία 2011/93/ΕΕ αλλά και από το νομοθετικό έλλειμμα που προϋπήρχε στο πεδίο της live έκθεσης, δεδομένου ότι τα «διαδικτυακά ραντεβού» με ανηλίκους δεν καταλήγουν πάντοτε σε καταγραφή δημιουργώντας έτσι ένα υλικό το οποίο μπορεί να έχει διάρκεια χωροχρονική. Αντίθετα, συχνά εξαντλούνται στις συγκεκριμένες στιγμές παρακολούθησης. Αυτό βέβαια, δε μειώνει σε κάτι την απαξία των πορνογραφικών παραστάσεων σε σχέση με την πορνογραφία ανηλίκων παρά μόνο κατά το σκέλος της διακινδύνευσης των ανηλίκων που δεν αποτυπώνονται στο υλικό, χωρίς πάντως να σημαίνει ότι δεν μπορεί και τρίτος ανήλικος να γίνεται κάποτε ακούσια ή εκούσια θεατής πορνογραφικής παράστασης. Αλλά εν προκειμένω, φαίνεται –όπως ορθώς επισημαίνει η Συμεωνίδου-Καστανίδου- πως η συγκεκριμένη διάταξη προσανατολίζεται στην προστασία συγκεκριμένων πραγματικών/ απεικονιζόμενων ανηλίκων[16], και αυτών τα «συμφέροντα» θέλησε ο νομοθέτης (Έλληνας και Ευρωπαίος) να προστατεύσει. Έτσι, τα προστατευόμενα έννομα αγαθά εδώ αφορούν μόνο στους ανηλίκους που εκτίθενται στις πορνογραφικές παραστάσεις και σχετίζονται άμεσα με την ακώλυτη και αδιατάρακτη ανάπτυξη των παιδιών –ιδίως στο πεδίο της ερωτικής τους ζωής- αλλά και με την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους κατά το σκέλος που την ώρα της έκθεσης οι ανήλικοι χρησιμοποιούνται ως αντικείμενα, άλλως «εργαλειοποιούνται» στο βωμό πρόκλησης σεξουαλικής ευχαρίστησης στους θεατές των παραστάσεων. Φαίνεται, τελικά, ότι τα έννομα αγαθά που φωτογραφίζει η εξεταζόμενη διάταξη ως προσβαλλόμενα συμπίπτουν με τα αντίστοιχα της διάταξης του άρθρου 348 Α ΠΚ μόνο όμως κατά το σκέλος των απεικονιζόμενων – εκτιθέμενων πραγματικών ανηλίκων. Το αν τώρα μιλήσουμε ειδικότερα για διακινδύνευση της ανηλικότητας των συγκεκριμένων ανηλίκων ή της ελεύθερης και αδιατάρακτης ανάπτυξης της ερωτικής τους ζωής, σε συνδυασμό πάντως και με μία προσβολή της ανθρώπινής τους αξιοπρέπειας (για όσους τη δέχονται ως έννομο αγαθό) ή έστω της τιμής τους (λόγω της έκθεσης της εικόνας τους) είναι αναμφισβήτητα ένα ζήτημα εκτενές το οποίο δε θα μπορούσε να αποδοθεί στα πλαίσια της συγκεκριμένης εισήγησης. Και γι’ αυτό παρέλκει ίσως για την ώρα.

Ολοκληρώνοντας με τα συγκριτικά συμπεράσματα αφήσαμε τελευταίο το ζήτημα της συρροής, ως λογικό επακόλουθο των παραπάνω διαπιστώσεων. Έτσι, ανάμεσα στη νεοεισαχθείσα διάταξη του άρ. 348 Γ ΠΚ (πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων) και της πορνογραφίας ανηλίκων (348 Α ΠΚ) δεν υπάρχει σχέση συρροής αλλά αλληλοαποκλεισμού[17], καθώς η έννοια του παιδοπορνογραφικού υλικού προϋποθέτει «αποτύπωση», ενώ των πορνογραφικών παραστάσεων το αντίθετο. Ανεξαρτήτως, ωστόσο, της ανυπαρξίας συρροής, από τη σύγκριση των ποινών των δύο διατάξεων δεν συνάγονται ασφαλή συμπεράσματα προς μία κατεύθυνση[18]. Για να έχουμε όμως μία σφαιρικότερη άποψη ας δούμε τι τυποποιείται ειδικότερα στο νόμο.

  1. IV. Οι βασικές μορφές του εγκλήματος (άρθρο 348 Γ παρ. 1 ΠΚ)

Το άρθρο 348Γ ΠΚ στην πρώτη παράγραφο περιλαμβάνει τις πράξεις: α) της εξώθησης ή παράσυρσης ανήλικων προσώπων, β) της διοργάνωσης τέτοιου είδους παραστάσεων και γ) της εν γνώσει παρακολούθησης πορνογραφικής παράστασης στην οποία συμμετέχουν ανήλικοι, αφού ο δράστης καταβάλλει σχετικό αντίτιμο. Περαιτέρω, ο νομοθέτης προβαίνει σε μία τετραπλή διάκριση των πλαισίων ποινής που αντιστοιχούν σε κάθε συμπεριφορά με βάση την ηλικία του ανήλικου θύματος –μία διάκριση που μας θυμίζει το έγκλημα της αποπλάνησης παιδιού όπως τυποποιείται στο άρθρο 339 ΠΚ. Έτσι απειλείται, για τις δύο πρώτες συμπεριφορές: κάθειρξη από 10 έως 20 έτη αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη, κάθειρξη από 5 έως 10 έτη, όταν το ανήλικο θύμα είναι μεταξύ 12 και 14 ετών, φυλάκιση από 2 έως 5 χρόνια αν ο παθών συμπλήρωσε τα 14 αλλά όχι τα 15 έτη και φυλάκιση από 1 έως 5 έτη αν συμπλήρωσε τα 15 έτη. Στην περίπτωση της εν γνώσει παρακολούθησης πορνογραφικής παράστασης άλλωστε απειλείται φυλάκιση το ελάχιστο 2 έτη αν ο παθών είναι κάτω των δεκατεσσάρων ετών και φυλάκιση 1 έτους αν ο παθών έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη.

  1. V. Οι διακεκριμένες μορφές (άρθρο 348 Γ παρ. 2 ΠΚ)

Εξάλλου, στη δεύτερη παράγραφο της διάταξης περιέχονται οι διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος, άλλως: οι πράξεις της εξώθησης, της παράσυρσης ή της διοργάνωσης πορνογραφικών παραστάσεων με ανηλίκους όταν τελούνται με την χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής ή με σκοπό την επιδίωξη οικονομικού οφέλους, οι οποίες και τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστον 15 ετών, αν παθών είναι μικρότερος των 12 ετών, με κάθειρξη 10 με 15 έτη αν ο ανήλικος έχει συμπληρώσει τα 12 έτη αλλά όχι τα 14, και με κάθειρξη 5 έως 10 έτη στην περίπτωση που συμπλήρωσε τα 14 αλλά όχι τα 15 έτη, ενώ τέλος εάν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη η απειλούμενη ποινή είναι η κάθειρξη έως 8 έτη.

  1. VI. Ασάφειες και κακοτεχνίες της διάταξης

Οι (θα λέγαμε όχι ιδιαίτερα «δημιουργικές») ασάφειες ή οι κακοτεχνίες που περιέχουν τόσο οι βασικές όσο και οι διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος είναι αρκετές: έτσι παρατηρούμε την ασάφεια της παρ. 1 σχετικά με το αν θα πρέπει ο ανήλικος μόνο να εξωθήθηκε/ παρασύρθηκε ή επιπλέον να συμμετείχε κιόλας στην πορνογραφική παράσταση προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η βασική μορφή του εγκλήματος[19]. Ακόμη, θα λέγαμε ότι είναι προβληματική η χρήση του «εξαναγκασμού» παρατακτικά με τη βία ή την απειλή που αποτελούν στην πραγματικότητα τις αιτίες πρόκλησής του στην παράγραφο 2, όπως εξίσου προβληματική αποδεικνύεται και η παρατακτική χρήση των δύο ταυτόσημων εννοιών «σκοπού» και «επιδίωξης» οικονομικού οφέλους ομοίως στην ίδια διάταξη[20].

Αυτό, ωστόσο, που προκαλεί μεγάλη εντύπωση, πέρα από την απουσία πρόβλεψης χρηματικών ποινών και μάλιστα ακόμη και όταν ο δράστης επιδιώκει οικονομικό όφελος είναι οι ιδιαίτερα υψηλές στερητικές της ελευθερίας ποινές, τόσο στη βασική όσο και στη διακεκριμένη μορφή του άρ. 348 Γ ΠΚ –και ειδικά στις περιπτώσεις ανηλίκων κάτω των 14 ετών. Είναι βέβαια σαφές ότι η επιλογή της συγκεκριμένης διάρθρωσης μέσω διαβαθμιζόμενης απαξίας σταδίων που εξαρτώνται από την ηλικία του ανηλίκου που συμμετέχει στις πορνογραφικές παραστάσεις ακολουθεί τα πρότυπα του άρ. 339 παρ. 1 ΠΚ. Ωστόσο φαίνεται να μη λαμβάνεται υπόψη η «συστοιχία» του άρ. 348 Γ με το άρ. 348 Α ΠΚ. Μάλιστα, αυτή η δυσαναλογία ανάμεσα στις ποινές που προβλέπουν οι δύο τελευταίες διατάξεις γίνεται ακόμη πιο αισθητή αν αναλογιστεί κανείς πως στις πορνογραφικές παραστάσεις σίγουρα τίθενται σε κίνδυνο μόνο τα έννομα αγαθά του ανηλίκου που συμμετέχει σε αυτές και όχι των ανηλίκων εν γένει (νοούμενων είτε ως επίδοξων θεατών είτε ως εν δυνάμει μελλοντικών θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης). Η απάντηση της αυξημένης απαξίας των πορνογραφικών παραστάσεων έναντι της πορνογραφίας ανηλίκων μπορεί να ανιχνευθεί μόνο στο πλαίσιο αξιολόγησης της αμεσότητας των προσβολών των έννομων αγαθών του συμμετέχοντος ανηλίκου. Οι προσβολές αυτές, στην περίπτωση του άρ. 348 Γ ΠΚ, είναι σίγουρα πιο άμεσες και δεν αφήνουν περιθώριο εξέτασης άλλων παραγόντων που συναντάμε κατά την εξέταση της παιδικής πορνογραφίας –όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι το παιδί μπορεί να μην γνωρίζει το έγκλημα που τελείται εναντίον του ή το γεγονός ότι το παιδοπορνογραφικό υλικό είναι εικονικό, επομένως θα δικαιολογούταν μία ευνοϊκότερη μεταχείριση του δράστη. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, η γενική μας εκτίμηση είναι ότι οι προβλεπόμενες στο άρ. 348 Γ ΠΚ ποινές είναι υπερβολικά αυστηρές –και γι’ αυτό απαιτείται αναπροσαρμογή τους σε χαμηλότερα πλαίσια.

VII. Σύγκριση των ποινών των δύο διατάξεων (άρθρα 348 Γ – 348 Α ΠΚ)

Ακόμη, όμως, και η εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διότι, η επιμέρους προσεκτική σύγκριση των δύο διατάξεων οδηγεί κάθε φορά σε διαφορετικά συμπεράσματα –ανάλογα με την ηλικία του απεικονιζόμενου ανηλίκου. Έτσι, η σύγκριση των δύο διατάξεων, δε θα πρέπει να αφορά τη βασική μορφή (παρ. 1 και παρ. 2) της πορνογραφίας ανηλίκων με τη βασική μορφή (παρ. 1) των πορνογραφικών παραστάσεων γιατί το συμπέρασμα θα ήταν παραπλανητικό. Κι αυτό διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η διάρθρωση των διατάξεων είναι διαφορετική με αποτέλεσμα η ηλικία του θύματος (κάτω των 15 ετών) να αξιολογείται στο άρ. 348 Γ παρ. 1 στ. α, β και γ, ενώ αντίθετα, στην περίπτωση της πορνογραφίας ανηλίκων το γεγονός ότι το θύμα είναι κάτω των 15 ετών αξιολογείται συνολικά ως διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος στην παρ. 4 β. Κατ’ αποτέλεσμα: α) στην περίπτωση που το θύμα είναι κάτω των 12 ετών η απειλούμενη ποινή των πορνογραφικών παραστάσεων (10-20 έτη) είναι μεγαλύτερη από αυτή της πορνογραφίας ανηλίκων (5-10 έτη), β) στην περίπτωση που το θύμα είναι μεταξύ 12-14 ετών τα πλαίσια ποινής για τα δύο εγκλήματα είναι τα ίδια (5-10 έτη), γ) στην περίπτωση που το θύμα είναι μεταξύ 14-15 ετών η απειλούμενη ποινή για την παιδική πορνογραφία είναι δυσθεώρητα μεγαλύτερη απ’ ό, τι για τις πορνογραφικές παραστάσεις (5-10 έτη κάθειρξη έναντι 2 – 5 έτη φυλάκιση), και τέλος δ) όταν το θύμα είναι 15 – 18 ετών η απειλούμενη ποινή της πορνογραφίας ανηλίκων είναι μεγαλύτερη (βάσει της παρ. 2, 2- 5 έτη) ή ίση (βάσει της παρ. 1, 1 – 5 έτη) της αντίστοιχης απειλούμενης ποινής για τις πορνογραφικές παραστάσεις (1- 5 έτη).

VIII. Αντί Επιλόγου

Συμπερασματικά, είναι σαφές ότι ο Έλληνας νομοθέτης για μία ακόμη φορά έδρασε μεν ως όφειλε -ενσωματώνοντας τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης[21] (και συγκεκριμένα της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ για την τυποποίηση των πορνογραφικών παραστάσεων)- αλλά αποσπασματικά χωρίς να ενδιαφερθεί για την ενδοσυστηματική συνέπεια κατά την ένταξη του άρθρου 348 Γ στον ελληνικό ποινικό κώδικα. Και σίγουρα, χωρίς να προβεί προηγουμένως σε οποιαδήποτε διεργασία εντοπισμού του έννομου ή των έννομων αγαθών που κλήθηκε να προστατεύσει η νέα διάταξη. Ωστόσο, χωρίς αυτήν την αναγκαία μελέτη και τους συνεπακόλουθους συσχετισμούς των οικείων διατάξεων αποκτούμε τελικά ένα «εξουθενωτικό» και τελικά άδικο ποινικό δίκαιο το οποίο μόνο ως ultima ratio δε λειτουργεί.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, http://www.ggk.gov.gr/?p=4743, τελευταία προσπέλαση 9/6/2015

Διονυσοπούλου Α. σε Έκθεση επί του νομοσχεδίου «Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας», 27-5-2014, http://www.hellenicparliament.gr/User Files /7b24652e-78eb-4807-9d68-e9a5d4576eff/kat-paidia-epi.pdf , 5, τελευταία προσπέλαση 28/10/2015

Κανελλόπουλος Π., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συνθήκη της Λισσαβώνας, 2010

Καϊάφα-Γκμάντι Μ., Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας, 2011

Παπαδόπουλος Τ., Ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης με βάση τις διατάξεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας σε ΕΕΕυρΔ 2010, 163 επ.

Πιτσελά Α., Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και η απονομή δικαιοσύνης σε ανηλίκους, Υπεράσπιση 1999, 1549 επ.

Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκό δίκαιο, 2013

Στεργιοπούλου Φ., Η προστασία του παιδιού από σεξουαλική και οικονομική εκμετάλλευση σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και την Εθνική Νομοθεσία σε users.otenet.gr/~ginaika/ sshield/docs/childprotection.doc, τελευταία προσπέλαση 28/10/2015

Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 2014 και 2006

Χρυσόγονος Κ., Νάσκου-Περράκη Π., Ανθόπουλος Χ., Η διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού και η εσωτερική έννομη τάξη: ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2002

Bitzilekis N., Symeonidou-Kastanidou E., “Remarks to the Proposal of the European Parliament and the Council of the European Union for a Directive on combating the sexual abuse, sexual exploitation of children and child pornography, repealing Framework Decision 2004/68/JHA, 5 επ. (υπό δημοσίευση)

Detrick. S., A Commentary on the United Nations Convention on the Rights of the Child, 1999

Tiefenbrum S., Child Soldiers, Slavery, and the trafficking of children, 2006, 26, http://works.bepress.com/cgi/viewcontent.cgi?article=1000& context=susan_tiefenbrun, τελευταία προσπέλαση 28/10/2015 http:// www.unicef.gr/reports/symb.php, τελευταία πρόσβαση 28/10/2015.

* Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Διδάκτωρ Νομικής (Dr. juris) του    Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τομέας Ποινικών Επιστημών και Εγκληματολογίας) και Δικηγόρος παρ’ εφέταις στο ΔΣΘ.

** 1ο Παγκύπριο Συνέδριο Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας.

  1. Για το πλήρες κείμενό της στα ελληνικά βλ. http://www.unicef.gr/reports/ symb.php, τελευταία προσπέλαση 28/10/2015.
  2. Σε ΦΕΚ Α’ 92/2-12-1992.
  3. Η απαρίθμηση στο άρθρο 34 είναι ενδεικτική, υπό την έννοια ότι καλύπτει τις κυριότερες και πιο διαδεδομένες μορφές σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών (έτσι και η πορνογραφία ανηλίκων), ενώ ως σεξουαλική εκμετάλλευση νοείται η χρήση παιδιών για την ικανοποίηση σεξουαλικών αναγκών άλλων, είτε αυτή αποσκοπεί στον προσπορισμό κέρδους, είτε όχι. Ό. π., σ. 88επ.
  4. Για το ζήτημα εκτενέστερα βλ. Πιτσελά Α., Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και η απονομή δικαιοσύνης σε ανηλίκους, Υπεράσπιση 1999, 1549 επ., Χρυσόγονο Κ., Νάσκου – Περράκη Π., Ανθόπουλο Χ., Η διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού και η εσωτερική έννομη τάξη: ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2002, Στεργιοπούλου Φ., Η προστασία του παιδιού από σεξουαλική και οικονομική εκμετάλλευση σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και την Εθνική Νομοθεσία σε users.otenet.gr/~ginaika/sshield/ docs/childprotection.doc, τελευταία προσπέλαση 28/10/2015, Tiefenbrum S., Child Soldiers, Slavery, and the trafficking of children, 2006, 26, http://works.bepress. com/cgi/viewcontent.cgi?article=1000&context=susan_tiefenbrun, τελευταία προσπέλαση 28/10/2015, Detrick. S., A Commentary on the United Nations Convention on the Rights of the Child, 1999, 53-57.
  5. Αναλυτικά για το άρθρο 34 της Σύμβασης σε Detrick S., A Commentary on the United Nations Convention on the Rights of the Child, 1999, 88-97.
  6. Η Σύμβαση για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 12 Ιουλίου 2007, στη 1002η συνεδρίαση των Αναπληρωτών Υπουργών, και άνοιξε για υπογραφή στο Lanzarote (Ισπανία) στις 25 Οκτωβρίου 2007 (ETS 201) ενώ κυρώθηκε από την Ελλάδα με το νόμο 3727/2008.
  7. Για το ισχύον σήμερα (μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας) καθεστώς στο σκέλος του ποινικού δικαίου και την ισχύ των νομικών εργαλείων της ΕΕ βλ. αντί άλλων Καϊάφα-Γκμάντι Μ., Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας, 2011, Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκό δίκαιο, 2013, Κανελλόπουλο Π., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συνθήκη της Λισσαβώνας, 2010, Παπαδόπουλο Τ., Ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης με βάση τις διατάξεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας σε ΕΕΕυρΔ 2010, σ. 163 επ.
  8. Μέσω της χρήσης δευτερεύουσας πρότασης η οποία προσδιορίζει όλη την προηγούμενη και όχι μέσω αναφορικής πρότασης η οποία θα προσδιόριζε μόνο «το σώμα εν γένει» του ανηλίκου, ως τελευταία φράση.
  9. Βλ. Διονυσοπούλου Α. σε Έκθεση επί του νομοσχεδίου «Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας», 27-5-2014, http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/7b24652e-78eb-4807 -9d68-e9a5d4576eff/kat-paidia-epi.pdf , 5, τελευταία προσπέλαση 28/10/2015.
  10. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι στις ΗΠΑ η ποινικοποίηση του pandering (δηλαδή η –μεταξύ παιδόφιλων- κυκλοφορία εικόνων ανηλίκων από την καθημερινότητα χωρίς σεξουαλικό προσανατολισμό αλλά αντίθετα προερχόμενες τις περισσότερες φορές από διαφημίσεις) θεωρήθηκε αντισυνταγματική από την απόφαση United States of America v. Williams (USCourt of Appeals, Florida, 6/4/2006) και δημιούργησε έναν ευρύτερο διάλογο ως προς το ζήτημα.
  11. Βλ. Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 2006, 250-251.
  12. Βλ. Μπιτζιλέκη Ν. και Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε. σε Bitzilekis N., Symeonidou – Kastanidou E., “Remarks to the Proposal of the European Parliament and the Council of the European Union for a Directive on combating the sexual abuse, sexual exploitation of children and child pornography, repealing Framework Decision 2004/68/JHA, 5 επ. (υπό δημοσίευση), Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., ό.π. 166 – 167.
  13. Βλ. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 2014, 325.
  14. Έτσι Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., ό.π.
  15. Χωρίς πάντως να απαιτείται οποιουδήποτε είδους άμεση προσωπική επικοινωνία του εκτιθέμενου ανηλίκου με τους θεατές ή των θεατών μεταξύ τους (βλ. και σημ. 8 του προοιμίου της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ).
  16. Βλ. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., ό.π., 324 επ..
  17. Βλ. άρ. 10 της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου (ν. 4267/2013), ό.π., 31/3/2014.
  18. Αντίθετα, Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., ό.π. 307 – 308.
  19. Ένα ζήτημα που είναι εξίσου κομβικό και για τη διάγνωση της απόπειρας.
  20. Βλ. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., ό.π., 326 επ.
  21. Είναι πλέον, άλλωστε, ευρέως παραδεδεγμένη η «υπακοή» της Ελλάδας στην εναρμόνιση –συνηθέστερα άκριτη αντιγραφή- των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, http://www.ggk.gov.gr/?p=4743, τελευταία προσπέλαση 9/6/2015.