Η πολιτική οικονομία της σχέσης εξαρτημένων και αστυνομίας Συμβολή στην ανάλυση των άτυπων παραγόντων μιας προβληματικής σχέσης

ΣΟΦΙΑ ΒΙΔΑΛΗ

 Η πολιτική οικονομία της σχέσης

εξαρτημένων και αστυνομίας

Συμβολή στην ανάλυση των άτυπων

παραγόντων μιας προβληματικής σχέσης

Σοφια Βιδαλη*

Το ζήτημα των ναρκωτικών στις περισσότερες διαστάσεις του (χρήση, εξάρτηση, εγκληματοποίηση, ποινική μεταχείριση, πρόληψη κλπ.) έχει απασχολήσει πληθωριστικά την ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία εδώ και πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει νομίζω Έλληνας εγκληματολόγος ή ποινικολόγος που να μην έχει έστω και επιφανειακά ασχοληθεί με κάποια από τις πτυχές του φαινομένου αυτού ή τις συνέπειές του. Ο τιμώμενος Ομότιμος Καθηγητής κ. Νέστωρ Κουράκης είναι ένας από τους εγκληματολόγους που έχουν ασχοληθεί συστηματικά με το φαινόμενο στις διάφορές μελέτες του, κατά την μακρόχρονη πορεία του και πλούσια προσφορά του στην Εγκληματολογία αλλά και σε ποινικές μελέτες του. Δύο από τα παλαιότερα αλλά πολύ σημαντικά κείμενά του, που αφορούν το θέμα αυτό και διατηρούν την επικαιρότητά τους για τα ζητήματα που θίγουν, είναι εκείνα που περιλαμβάνονται στους «Εγκληματολογικούς Ορίζοντες»: εκεί θίγονται μεταξύ άλλων δύο επιμέρους θέματα που εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο του προβληματισμού και σήμερα˙ Το ένα αφορά την γενικότερη παρουσίαση και ανάλυση της κατάστασης του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ελλάδα και των παραμέτρων που το επηρεάζουν (Κουράκης, Ν. 2005 (α), σ. 102): πρόκειται για μια προσέγγιση που με ορισμένες μεταβολές θα μπορούσε να «διαβαστεί» και ως ανάλυση της σημερινής συγκυρίας. Η διαπίστωση αυτή, εκτός από αναφορά στο επιστημονικό βάρος του Ν. Κουράκη οδηγεί σε πολλούς προβληματισμούς σχετικά με τη στατικότητα του προβλήματος των ναρκωτικών σε ότι αφορά τις δημόσιες πολιτικές που υιοθετούνται κατά καιρούς. Εδώ υπεισέρχονται οι προτάσεις του, που περιλαμβάνονται στο δεύτερο κείμενο του, στον ίδιο τόμο, και προτρέπουν σε απεγκλωβισμό της αντεγκληματικής πολιτικής από τα ψευδοδίλημμα – όπως το ονομάζει – «ναι ή όχι στην αποποινικοποίηση και να στραφούν στα μείζονος σημασίας ζητήματα της πρόληψης και της κοινωνικής πολιτικής (Κουράκης, Ν. 2005, (β), σ. 135).

Με αυτές τις σκέψεις, πτυχή του προβλήματος των ναρκωτικών που στη χώρα μας δεν έχει μελετηθεί ειδικά, αφορά τους άτυπους παράγοντες που επιδρούν στην αντιμετώπισή του στο πρώτο επίπεδο ορατότητάς του, δηλαδή στο δρόμο και σχετίζεται με τους άτυπους παράγοντες που επιδρούν στο έργο της αστυνομίας κατά την αστυνόμευση των εξαρτημένων. Πρόκειται για ένα ζήτημα που υπερβαίνει τους συνήθεις εξωνομικούς παράγοντες σχετικά με τη διακριτική της ευχέρεια (αν και έμμεσα σχετίζεται με αυτήν) και επικεντρώνει το ενδιάφέρον σε μια περισσότερο αφανή πτυχή της σχέσης αστυνομίας εξαρτημένων. Με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθούμε στην παρούσα συμβολή. Ειδικότερα, προκύπτει όπως θα δούμε στην συνέχεια ότι ένα βασικό στοιχείο που καθορίζει τον τρόπο αστυνόμευσης των εξαρτημένων, εκτός από εντολές, εφαρμογή του νόμου κλπ., αφορά τη βιωματική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε χρήστες και αστυνομικούς, η οποία καθορίζεται μεταξύ άλλων από δυναμικές μεταβολές στην κοινωνική ταυτότητα των εκπροσώπων και των δύο ομάδων, σε συνάρτηση με την αύξουσα «ένταξή» ή «κοινωνικοποίησή» τους στο περιβάλλον της ανοικτής πιάτσας ναρκωτικών για διαφορετικούς λόγους προφανώς (οι αστυνομικοί ως διώκτες της παρανομίας και οι εξαρτημένοι ως παράνομοι αλλά κυρίως ως ευάλωτη ομάδα).

Το ζήτημα αυτό προέκυψε ως αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού από διαπιστώσεις που προέκυψαν στο πλαίσιο της διεύθυνσης απο την γράφουσα του Έργου «ευαισθητοποίηση αστυνομικών σε ζητήματα εξαρτήσεων», το οποίο εκπονήθηκε από τον ΟΚΑΝΑ στο διάστημα 2013-2015 (http://www.okanampa.gr/). Επρόκειτο για ένα πρόγραμμα κατάρτισης αστυνομικών με επαναληπτικές εκπαιδεύσεις αστυνομικών σε τέσσερις κύκλους σε πανελλαδική κλίμακα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Κομοτηνή, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Λαμία, Τρίπολη, Νησιά Αιγαίου). Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού εκπαιδεύθηκαν περίπου 850 αστυνομικοί από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Για την αρχική διαμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού καταρτίστηκαν ερωτηματολόγια που διανεμήθηκαν σε 193 εκπαιδευθέντες αστυνομικούς του προγράμματος. Τα ερωτηματολόγια εκτός των άλλων περιλάμβαναν ερωτήσεις που οι απαντήσεις σε αυτές έδωσαν την ιδέα για την παρούσα μελέτη.[1] Ειδικότερα, όπως προβλεπόταν αρχικά από το πρόγραμμα, οι ομάδες εκπαιδευομένων θα αποτελούν και ένα πεδίο έρευνας, με βάση το οποίο θα σταθμίζονταν οι ανάγκες εκπαίδευση. Ειδικότερα, προβλεπόταν (όπως και έγινε) ότι τόσο από τη διδασκαλία όσο και από τις απαντήσεις στα Μητρώα Αξιολόγησης και Παρατηρήσεων των Εκπαιδευομένων, που θα συμπλήρωναν οι ίδιοι οι εκπαιδευόμενοι, θα μπορούσαν να εξειδικευθούν οι διδακτικές ανάγκες του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας σε ζητήματα εξαρτήσεων.

Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από τα Μητρώα Αξιολόγησης και Παρατηρήσεων των Εκπαιδευομένων έτυχαν κωδικοποίησης επεξεργασίας και ανάλυσης από τον Στατιστικό κ. Α. Μουρσελά. Στην παρούσα εισήγηση αναπτύσσεται μια δευτερογενής ανάλυση επί της στατιστικής ανάλυσης που εκπονήθηκε από τον κ. Μουρσελά. Η δευτερογενής ανάλυση εκπονήθηκε από εμένα. Η ανάλυση αυτή στο πλαίσιο του προγράμματος είχε στόχο να εντοπίσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες των αστυνομικών για τη συνέχεια του προγράμματος. Ωστόσο, ένα μέρος από αυτά τα στοιχεία παρέχουν κρίσιμες ενδείξεις σχετικά με τις άτυπες σχέσεις εξαρτημένων αστυνομίας και τους παράγοντες που τις καθορίζουν.

Η σχέση αστυνομίας εξαρτημένων ελάχιστα πολύ λίγο απασχολήσει το δημόσιο λόγο, ως ειδικό θέμα. Οι αναφορές που έχουμε σε ότι αφορά τους εξαρτημένους, συνδυάζονται συνήθως με το λόγο για τη μικροεγκληματικότητα, τη συρροή τους έξω και γύρω από κέντρα υποκατάστασης, γεγονός που θεωρείται παράγοντας οχλήσεων και επέκτασης της μικροεγκληματικότητας και συνδυάστηκε και τους αλλοδαπούς χωρίς χαρτιά κλπ. Κορύφωση αυτών των πολιτικών ήταν η δημόσια διαπόμπευση εξαρτημένων οροθετικών γυναικών από τις Αρχές το 2012 (http://www.kethea-strofi.gr/article.php?id=971) Λίγο αργότερα (2013) αναφέρεται ότι υπήρχε συστηματική πολιτική της αστυνομίας για την απομάκρυνση των εξαρτημένων από το κέντρο της Αθήνας, μέσω μεταφοράς τους δια προσαγωγής σε περιοχές μακριά από το κέντρο και ελευθέρωσής τους, ώστε να γυρίζουν στην Αθήνα με τα πόδια (http://news247.gr/eidiseis/koinonia/epixeirhsh-thetis-h-el-as-mazeuei-xrhstes-narkwtikwn-kai-toys-odhgei-sthn-amygdaleza.2197514.html).

Η εκπόνηση του προγράμματος που προαναφέρθηκε παρείχε τη δυνατότητα να διερευνηθεί σχετικά περισσότερο η σχέση αυτή ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες το προγράμματος.

Αφορμή για αυτό προκάλεσε αρχικά στην γράφουσα, η διαπίστωση ότι τόσο οι αστυνομικοί περιπολίας και συγκεκριμένα αυτοί που εκπαιδεύτηκαν στο πρόγραμμα, όσο και οι εξαρτημένοι, που συχνάζουν σε ανοικτές πιάτσες έχουν σε γενικές γραμμές ένα ιδιαίτερα κοινό μεταξύ τους χαρακτηριστικό: είναι νέοι και σε παραγωγική ηλικία και προέρχονται από τα ίδια κοινωνικά στρώματα κατά κανόνα. Ανήκουν δηλαδή σε ένα ηλικιακό φάσμα κυρίως μεταξύ 20-40 ετών και επίσης, προέρχονται από τα μεσαία και φτωχά κοινωνικά στρώματα. Δεν θα δει κάποιος στις ανοικτές πιάτσες ανθρώπους από υψηλά κοινωνικά στρώματα συνήθως. Πρόκειται λοιπόν για μια μερίδα των νέων που βρίσκονται μεταξύ τους ταυτόχρονα σε σύγκρουση και σε αναγκαστική «συμβίωση».

Το άλλο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον και σχετίζεται τόσο με την επαγγελματική ταυτότητα των αστυνομικών, όσο και με την κατάσταση εξάρτησης των χρηστών είναι η πιθανή αλλοτρίωσή / αποξένωσή και των δύο ομάδων σε σχέση με τον προηγούμενο εαυτό τους, ιδίως σε σχέση με τις πολιτισμικές αξίες και πρότυπα, με τα οποία έχουν κοινωνικοποιηθεί ως μέλη μιας παραδοσιακής κοινωνίας και η προσχώρησή τους με διαφορετικούς όρους, συνθήκες και στοχεύσεις σε μια κουλτούρα, που για τους εξαρτημένους προσδιορίζεται από την αγορά και τις συνθήκες πρόσβασης στις ψυχοτρόπες ουσίες, ενώ για τους αστυνομικούς καθορίζεται από τους όρους ένταξης στο συγκεκριμένο τύπο αστυνόμευσης. Και για τις δύο ομάδες είναι πιθανόν ότι το αποτέλεσμα είναι κατά περίπτωση ανάλογο: βρισκόμαστε ενώπιον ανθρώπων που είναι «άλλοι» από αυτό που ξεκίνησαν, όχι όμως από ελεύθερη επιλογή αλλά μέσα από υποσυστήματα και συνθήκες, που τους οδηγούν σε «αναγκαστικές» επιλογές καθώς υπό τις συνθήκες που αστυνομεύουν οι μεν και επιδιώκουν την ικανοποίηση της εξάρτησής τους οι δε, οι πιθανές εναλλακτικές είναι ανύπαρκτες. Η κατάσταση αυτή στο πλαίσιο της κρίσης φαίνεται ότι έφτασε σε οριακά επίπεδα.

Εάν τα πράγματα είναι, έτσι τότε μπορεί να υποτεθεί ότι τόσο η ένταξη και παραμονή κάποιου στην αγορά ναρκωτικών ως χρήστη, όσο και η ένταξη και παραμονή στην Ελληνική Αστυνομία ως προσωπικό γενικών καθηκόντων ή ως ειδικοί φρουροί, αποτελούν παραδόξως κοινωνικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες, επιτυγχάνεται ένα κοινό αποτέλεσμα δηλαδή, ο διαχωρισμός και η καλλιέργεια μισαλλοδοξίας, εχθρότητας, αντιπαλότητας μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Δηλαδή, πρόκειται για μια διαδικασία που συνήθως επιτελείται μέσα από εγκληματοποιήσεις και ποινικοποιήσεις τυπικές και συμβολικές, η οποία σηματοδότησε και την ιστορία του σύγχρονου κρατικού φαινομένου στο παρελθόν αλλά και σήμερα εξακολουθεί μέσα από ανάλογες με την παρούσα συγκυρία πρακτικές να επιτελεί λειτουργίες κοινωνικού διαχωρισμού και ανθρώπινης αλλοτρίωσης. Προφανώς εάν αυτό συμβαίνει δεν πρόκειται για μια μηχανιστικού τύπου αλλοτρίωση ούτε αυτή έχει «καθαρό» περιεχόμενο και όρια και τέλος, δεν αφορά όλους με την ίδια ένταση. Η περαιτέρω διερεύνηση αυτού το ζητήματος, όπως θα δούμε, αποκαλύπτει ιδιαίτερα σύνθετες παραμέτρους, οι οποίες σπανίως απασχολούν. Καταλήγουν όμως μέσω της αλλοτρίωσης να διαμορφώνουν δύο κοινωνικές ομάδες που ο φόβος, η άγνοια, η περιορισμένη ή ανύπαρκτη αντικειμενικά δυνατότητα αντίδρασης, οδηγούν σε έναν ατέρμονο ακήρυχτο πόλεμο που διεξάγεται χωρίς κανόνες, πολλές φορές χωρίς απώτερο στόχο/ στρατηγική και κυρίως, χωρίς δυνατότητα απεμπλοκής. Η διερεύνηση επίσης του ζητήματος της αλλοτρίωσης αστυνομικών και εξαρτημένων αποκαλύπτει εκτός από τα δεινά του εξαρτημένου χρήστη του δρόμου, κυρίως την συστηματική αδράνεια και αδιαφορία (ας μου επιτραπεί ο όρος) των ανωτέρων κλιμακίων της αστυνομίας αλλά και τον ατελή χαρακτήρα των πολιτικών για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών που ακολουθούνται στην Ελλάδα. Στις σελίδες που ακολουθούν θα παρουσιαστούν ορισμένα από τα αποτέλεσμα τα της έρευνας που διεξήχθη στο πλαίσιο του προγράμματος του ΟΚΑΝΑ η οποία πιστεύουμε ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη του θέματος που μας απασχολεί εδώ.

1. Η ταυτότητα του δείγματος

Το δείγμα των αστυνομικών αποτελείται από 193 άτομα από όλη την Ελλάδα που εκπαιδεύθηκαν στο πρόγραμμα, αλλά που είναι κυρίως χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί που έχουν άμεση επαφή με εξαρτημένους, λόγω της υπηρεσίας τους και υπηρετούν σε ΑΤ και ΤΑ (κυρίως στην επαρχία) στις ομάδες ΔΙΑΣ και γενικά εκτελούν περιπολίες της Ελληνικής Αστυνομίας. Το δείγμα επιλέχθηκε από την Ελληνική Αστυνομία με βάση τα κριτήρια που είχε θέσει ο ΟΚΑΝΑ σε συνδυασμό με τις διαθεσιμότητες της ΕΛΑΣ.

  ΤΟΠΟΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (μ.ο.±τ.α.)

 
  Αθήνα Θεσσαλονίκη Σύνολο p-value
Πόσων χρονών είστε (Ν=68) 24,5±3,93 35,2±6,35 28,03±7,09 <0,0001
Πόσα χρόνια είστε αστυνομικός (μην υπολογίσετε τα χρόνια της Σχολής) (Ν=68) 3,4±3,24 12,8±5,39 6,7±6,11 <0,0001

  ΤΟΠΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (μ.ο.±τ.α.)
  Πάτρα Ηράκλειο Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο p-value
Πόσων χρονών είστε (Ν=57) 33,7±4,85 33,8±8,49 37,5±5,49 35,2±5,60 35,0±6,33 0,341
Πόσα χρόνια είστε αστυνομικός (μην υπολογίσετε τα χρόνια της Σχολής) (Ν=54) 12,5±4,42 11,0±6,28 14,8±3,92 13,5±4,81 12,9±4,97 0,266

  ΤΟΠΟΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (μ.ο.±τ.α.)

 
  Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησ. Αιγαίου Σύνολο p-value
Πόσων χρονών είστε (Ν=66) 35,1±7,37 32,6±7,16 33,9±7,48 32,9±6,96 33,5±7,11 0,746
Πόσα χρόνια είστε αστυνομικός (μην υπολογίσετε τα χρόνια της Σχολής) (Ν=63) 14,1±6,02 11,3±6,20 12,4±6,66 11,7±5,79 12,3±6,08 0,600

Από το δείγμα οι προερχόμενοι από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ήταν κατά μέσο όρο 28 ετών (με αυτούς της Αθήνας να είναι νέωτεροι -κατά μέσο όρο 24 ετών) και υπηρετούν ως αστυνομικοί κατά μέσο όρο 6,5 έτη, με μεγάλη όμως, απόκλιση ανάμεσα στα Τμήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης: οι εκπαιδευθέντες στην Αθήνας υπηρετούν κατά μέσο όρο μόνον 3 έτη και κάποιους μήνες στο Σώμα, ενώ οι αστυνομικοί που εκπαιδεύθηκαν ση Θεσσαλονίκη και σε όλες τις άλλες πόλεις είναι παλαιότεροι στο σώμα και υπηρετούν κατά μέσο όρο από 11 έως 15 έτη, ανάλογα με την περιοχή. Επομένως, προκύπτει ότι οι αστυνομικοί της Αθήνας (που εκπαιδεύτηκαν στο πρόγραμμα) είναι οι νεώτεροι και οι πλέον άπειροι σχετικά με τα ναρκωτικά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Προκύπτει επίσης, ότι διαφαίνεται η τάση να υπηρετούν στη Αθήνα νεώτεροι αστυνομικοί από ότι στις άλλες πόλεις. Αυτή η διαφορά επαγγελματικής εμπειρίας μας παρείχε τη δυνατότητα για συγκρίσεις ιδιαίτερα χρήσιμες.

2. Η συμβολή της Αστυνομίας στην πρόληψη της διάδοσης των ναρκωτικών μέσω της ήπιας αστυνόμευσης

Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις εκείνων που συμμετείχαν στο δείγμα η μεγάλη πλειονότητα των αστυνομικών δεν έχουν πεισθεί, ότι η ήπια αστυνόμευση μπορεί να αποδώσει στο θέμα της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων. Και αυτό εκφράζεται είτε με αρνητική τοποθέτηση απέναντι στην ήπια αστυνόμευση, είτε και κυρίως, με διατύπωση αμφιβολίας σχετικά με το αποτέλεσμά της.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Νομίζετε ότι η αστυνομία μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη της διάδοσης ναρκωτικών μέσω της ήπιας αστυνόμευσης; / ΚΑΤΑ ΤΟΠΟ

  Αθήνα Θεσσαλονίκη Σύνολο

(Ν=66)

Πάτρα Ηρά-

κλειο

Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο

(Ν=58)

Ναι 38,6% 45,5% 40,9% 46,7% 33,3% 46,7% 46,2% 43,1%
Όχι 11,4% 13,6% 12,1% 13,3% ,0% 40,0% 23,1% 19,0%
Δεν είμαι σίγουρος 50,0% 40,9% 47,0% 40,0% 66,7% 13,3% 30,8% 37,9%

 

 

Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησιά

Αιγαίου

Σύνολο

(Ν=66)

Ναι 26,7% 62,5% 35,7% 23,8% 36,4%
Όχι 40,0% 6,3% 14,3% 33,3% 24,2%
Δεν είμαι

σίγουρος

33,3% 31,3% 50,0% 42,9% 39,4%

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός είναι ο πίνακας σχετικά με τις απόψεις που επικρατούν στους αστυνομικούς σε ότι αφορά την ήπια αστυνόμευση. Από τις δέκα περιοχές οι αστυνομικοί τριών περιοχών (Νησιά Αιγαίου, Τρίπολη, Ηράκλειο) εκφράζουν κατά πλειονότητα, συγκριτικά με τις άλλες απαντήσεις (ναί ή όχι) , σημαντικό ποσοστό αμφιβολίας σχετικά με τη συμβολή της ήπιας αστυνόμευσης στην πρόληψη της διάδοσης των ναρκωτικών. Στο Ηράκλειο μάλιστα οι αστυνομικοί σε ποσοστό κοντά στο 67% απαντούν ότι αμφιβάλλουν. Το Ηράκλειο είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ως προς αυτό: οι περισσότεροι αστυνομικοί είχαν μεγάλη εμπειρία σε Τμήματα Ασφάλειας (όπως και σε άλλες περιοχές εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης) και όσοι δεν απάντησαν ότι αμφιβάλλουν είναι βέβαιοι ότι η ήπια αστυνόμευση συμβάλλει στην πρόληψη. Από την άλλη μεριά και οι καθαρά θετικές απαντήσεις απέναντι στην ήπια αστυνόμευση εμφανίζουν υψηλά ποσοστά σε πολλές πόλεις (Θεσσαλονίκη Πάτρα, Ιωάννινα, Κομοτηνή). Στην Κομοτηνή το ποσοστό των αστυνομικών που δήλωσε εμπιστοσύνη στην ήπια αστυνόμευση είναι το υψηλότερο όλων (62,5%). Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι η Λάρισα και η Λαμία εμφανίζουν το υψηλότερο ποσοστό αρνητικών απαντήσεων σχετικά με την συμβολή της ήπιας αστυνόμευσης στη διάδοση των ναρκωτικών. Σε ότι αφορά την Αθήνα όπου υπηρετούν και οι νεώτεροι ηλικιακά αστυνομικοί που συμμετείχαν στο δείγμα, είναι αξιοσημείωτο το υψηλό ποσοστό αμφιβολίας σε συνδυασμό με το μεγάλο ποσοστό θετικής πεποίθησης για την ήπια αστυνόμευση.

Παρά το γεγονός των αξιοσημείωτων ποσοστών ανά περιοχή υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, η συνολική εικόνα που προκύπτει, είναι ότι οι αστυνομικοί δεν έχουν μια απόλυτη άποψη προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση: εκτιμούμε λοιπόν, ότι πρόκειται για ανομοιογενείς τάσεις, ότι δεν κυριαρχεί μία άποψη μέσα στην αστυνομία σχετικά με την ήπια αστυνόμευση των εξαρτημένων. Επιπλέον οι απόλυτες απόψεις υπέρ του ναι ή όχι δεν χαρακτηρίζουν το σύνολο του δείγματος καθώς μετριάζονται σημαντικά από τα μεγάλα ποσοστά αβεβαιότητας σχετικά με την ήπια αστυνόμευση. Αυτές οι κατακερματισμένες απόψεις με αναφορά στο σύνολο του δείγματος, μας οδηγούν στην εκτίμηση ότι οφείλονται μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι ποτέ στην Ελλάδα δεν έχει εφαρμοστεί ήπια αστυνόμευση συστηματικά και επί μακρόν, ότι οι κυρίαρχη τάση υπέρ της κατασταλτικής αστυνόμευσης σαφώς επηρεάζει τις απόψεις των αστυνομικών αλλά κυρίως, ότι η εικόνα που προκύπτει από τις απαντήσεις αυτές αφήνει μεγάλα περιθώρια για μια ουσιαστική ανάπτυξη της ήπιας αστυνόμευσης.

3. Σχέσεις εξαρτημένων αστυνομίας

Με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι αστυνομικοί του δείγματος προκύπτει ότι τρία είναι τα προβλήματα που κυρίως αντιμετωπίζουν κατά τη βάρδια τους στην επαφή τους με τους εξαρτημένους.

Ι. Οι αστυνομικοί συναντούν σοβαρά προβλήματα στη σχέση και την επικοινωνία τους με τους εξαρτημένους, με κύριο πρόβλημα, το γεγονός ότι οι εξαρτημένοι δεν υπακούν τελικά σε αυτά που τους λένε οι αστυνομικοί και προβάλλουν δικαιολογίες και γενικά τους δυσκολεύουν στο έργο τους. Αυτό ενδεχομένως να αποτελεί και λόγο (δε διερευνήθηκε ) για τους αστυνομικούς ένδειξη ότι οι εξαρτημένοι δεν τους επιτρέπουν να επιβληθούν και να επιβάλλουν το νόμο. Έρευνες που έχουν γίνει σε άλλες χώρες συγκλίνουν υπέρ αυτού του πορίσματος.

ΙΙ. Το δεύτερο σοβαρό πρόβλημα που συναντούν οι αστυνομικοί σύμφωνα με τις απαντήσεις τους είναι το ζήτημα του κινδύνου της προσωπικής τους υγείας κατά τη διάρκεια σωματικών ελέγχων κυρίως ότι βάζουν τις σύριγγες στην τσέπη τους και αφήνουν να τους κάνουν έλεγχο. Το πρόβλημα αυτό αναφέρεται και στο έγγραφο της Ελληνικής Αστυνομίας προς τον ΟΚΑΝΑ σχετικά με τα προβλήματα των αστυνομικών.

ΙΙΙ. Τέλος, ως σημαντικά προβλήματα για μια μερίδα αστυνομικών δηλώνονται η βία, οι συμπλοκές και διαπληκτισμοί μεταξύ εξαρτημένων, στις οποίες εκ του νόμου αναγκάζονται οι αστυνομικοί να παρεμβαίνουν και να τους χωρίζουν και επίσης, η συχνά εχθρική στάση προς τους αστυνομικούς, απέναντι στους οποίου οι εξαρτημένοι είναι εριστικοί και τους βρίζουν. Πρόκειται για σημαντικά προβλήματα για τους αστυνομικούς και στις μεγάλες και στις μικρές πόλεις. Επίσης, προκύπτει ότι είναι πρόβλημα για τους αστυνομικούς σε αξιοσημείωτο βαθμό, το γεγονός ότι οι εξαρτημένοι, εμπλέκονται και με το εμπόριο ναρκωτικών: εκεί οι αστυνομικοί φαίνεται «να σηκώνουν τα χέρια ψηλά», καθώς προτάσσεται η ιδιότητα του εμπόρου γι’ αυτούς. Τέλος, συχνά από τις απαντήσεις των αστυνομικών προκύπτει δυσπιστία απέναντι στους εξαρτημένους, καθώς φαίνεται πολλοί αστυνομικοί πιστεύουν, ότι προσχηματικά δηλώνουν οι εξαρτημένοι ότι είναι άρρωστοι, αλλά στην πραγματικότητα είναι έμποροι (αυτό είναι το πνεύμα της ερώτησης). Το πρόβλημα αυτό είναι περισσότερο έντονο στις μικρότερες πόλεις.

Οι απαντήσεις εκείνων που απάντησαν «άλλο» (δεν παρατίθεται ο σχετικός πίνακας εδώ) μπορούν να ενταχθούν σε ευρύτερες κατηγορίες. Έτσι προκύπτει ότι :

  1. Προβλήματα των αστυνομικών με τους εξαρτημένους προκύπτουν επιπλέον και κατά τη διάρκεια προσαγωγών συλλήψεων και κράτησης.

α. Αρκετοί αστυνομικοί απάντησαν, ότι τους ενοχλούν καταστάσεις που έχουν σχέση με τη συμπεριφορά των εξαρτημένων κατά την επαφή μαζί τους . Σε αυτές περιλαμβάνονται απαντήσεις που αφορούν αντιδράσεις των εξαρτημένων κατά την προσαγωγή, σύλληψη και κράτηση όπως κρίσεις στερητικά σύνδρομα, αυτοτραυματισμοί και επίσης χειριστική συμπεριφορά και δικαιολογίες.

β. Ορισμένοι αστυνομικοί αναφέρθηκαν και σε ζητήματα που έχουν σχέση με την αστυνομία και την τάξη: με τη στάση των χρηστών απέναντι στην αστυνομία (γίνονται εριστικοί με το που τους βλέπουν) την εμπλοκή τους με το μικροέγκλημα, το γεγονός ότι η παρουσία χρηστών παραπέμπει και στην ύπαρξη άλλων εγκλημάτων στην περιοχή, την αριθμητική ανεπάρκεια της Αστυνομίας για να τους αντιμετωπίσει κ.α.

  1. Μερίδα αστυνομικών δήλωσε επίσης ότι συναντά προβλήματα που σχετίζονται :

α) με τους ίδιους τους εξαρτημένους και τον τρόπο διαβίωσής τους: ενοχλούν ζητήματα προσωπικής υγιεινής και μετάδοσης μολύνσεων (ένας μάλιστα αναφέρει επί λέξει ότι τον «ενοχλούν οι αρρώστιες και οι βρωμιές»).

β) με το πώς επηρεάζουν ή διασαλεύουν οι εξαρτημένοι τη ζωή της κοινότητας: πρόκειται ζητήματα που σχετίζονται με την ευρύτερη κοινότητα δηλαδή παράπονα από τους πολίτες και το γεγονός ότι κάνουν χρήση μπροστά σε παιδιά ή κάνουν χρήση παντού κ.α.

Αναλυτικά: Για τους εκπαιδευθέντες αστυνομικούς που υπηρετούν στην Αθήνα, το σημαντικότερο πρόβλημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια της βάρδιας τους σε σχέση με τους εξαρτημένους είναι ότι οι εξαρτημένοι δεν «ακούν τι τους λένε, προβάλλουν δικαιολογίες και τους δυσκολεύουν» (54,5%). Το ίδιο πρόβλημα αναφέρουν ως μείζον και οι αστυνομικοί που της Πάτρας (53,3%), οι εκπαιδευθέντες στην Κομοτηνή (53,3%) και στη Λαμία (40%). Σε άλλες πόλεις όμως το ποσοστό των αστυνομικών που θεωρούν αυτό το πρόβλημα ως μείζον «εκτινάσσεται»: στην Τρίπολη το 78,6% των εκπαιδευθέντων θεωρεί ως το μεγαλύτερο πρόβλημα την ανυπακοή και ασυνεννοησία με τους εξαρτημένους επίσης και στη Λάρισα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 86,7% των εκεί εκπαιδευθέντων. Το ίδιο πρόβλημα αλλά σε μικρότερο βαθμό δήλωσαν οι υπηρετούντες στα νησιά του Αιγαίου (61,9%).

Σε αντίθεση με τα παραπάνω οι αστυνομικοί της περιοχής των Ιωαννίνων δήλωσαν ως σημαντικότερο πρόβλημα ότι οι εξαρτημένοι βάζουν τις σύριγγες στην τσέπη τους και αφήνουν να τους κάνουν έλεγχο (63,6%).

Το πρόβλημα αυτό και στην Κομοτηνή, αλλά και στην Πάτρα θεωρείται ως σημαντικό πρόβλημα αλλά όχι το κυριότερο: οι αστυνομικοί δήλωσαν ότι οι εξαρτημένοι βάζουν τις σύριγγες στην τσέπη τους και αφήνουν να τους κάνουν έλεγχο (40% και 43,1 αντίστοιχα). Τέλος, το 33,3% στην Κομοτηνή και το 28,6% στα Νησιά. Αιγαίου αναφέρουν βία μεταξύ των εξαρτημένων, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες δυο περιοχές είναι εμφανώς χαμηλότερα.

Οι αστυνομικοί που εκπαιδεύθηκαν στην Θεσσαλονίκη και υπηρετούν στη Θεσσαλονίκη και Κ. Μακεδονία δεν δηλώνουν ένα αλλά τρία εξίσου σημαντικά προβλήματα στη σχέση τους με τους εξαρτημένους (37,5%): η βία μεταξύ τους και ότι πρέπει να τους χωρίζουν, ότι βάζουν τις σύριγγες στην τσέπη τους και αφήνουν να τους κάνουν έλεγχο και ότι δεν ακούν τι τους λένε, προβάλλουν δικαιολογίες και τους δυσκολεύουν. Η ίδια ομάδα σε ποσοστό 25% θεωρεί συγκριτικά μεγάλο πρόβλημα ότι οι εξαρτημένοι τους βρίζουν, τους επιτίθενται απρόκλητα και τους απειλούν. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 41,7% των εκπαιδευόμενων στη Θεσσαλονίκη και το 31,8% στην Αθήνα, δηλώνουν και κάποιο άλλο πρόβλημα, με απαντήσεις που ποικίλλουν, αλλά στην πλειονότητά τους εντάσσονται στις ήδη αναφερθείσες στο ερωτηματολόγιο αλλά με άλλη διατύπωση.

 Τέλος, για το Ηράκλειο δεν ξεχωρίζει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, αντίθετα κανένας εκπαιδευόμενος δεν αναφέρει ως πρόβλημα ότι οι εξαρτημένοι τους βρίζουν, τους επιτίθενται απρόκλητα και τους απειλούν.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Τι προβλήματα προκύπτουν (ή προέκυπταν) κατά τη διάρκεια της βάρδιας σας σε σχέση με τους εξαρτημένους / ΤΟΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

  Αθήνα

 

Θεσσαλονίκη Σύνολο

(Ν=69)

1. Βία μεταξύ τους και πρέπει να τους χωρίζουμε ` 37,5% 22,1%
2. Μας βρίζουν, μας επιτίθενται απρόκλητα και μας απειλούν 6,8% 25,0% 13,2%
3. Βάζουν τις σύρριγες στην τσέπη τους και αφήνουν να τους κάνουμε έλεγχο 34,1% 37,5% 35,3%
4. Λένε όλοι ότι είναι άρρωστοι ενώ στην πραγματικότητα είναι έμποροι. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα 13,6% 8,3% 11,8%
5. Με ενοχλεί το ότι δεν ακούν τι τους λέω, προβάλλουν δικαιολογίες και με δυσκολεύουν 54,5% 37,5% 48,5%
6. Άλλο (παρακαλώ αναφέρετε) 31,8% 41,7% 35,3%

  Πάτρα Ηράκλειο Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο

(Ν=56)

1. Βία μεταξύ τους και πρέπει να τους χωρίζουμε 33,3% 13,3% 40,0% 36,4% 30,4%
2. Μας βρίζουν, μας επιτίθενται απρόκλητα και μας απειλούν 13,3% ,0% 33,3% 27,3% 17,9%
3. Βάζουν τις σύρριγγες στην τσέπη τους και αφήνουν να τους κάνουμε έλεγχο 26,7% 13,3% 40,0% 63,6% 33,9%
4. Λένε όλοι ότι είναι άρρωστοι ενώ στην πραγματικότητα είναι έμποροι. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα 26,7% 33,3% 46,7% 9,1% 30,4%
5. Με ενοχλεί το ότι δεν ακούν τι τους λέω, προβάλλουν δικαιολογίες και με δυσκολεύουν 53,3% 33,3% 86,7% 27,3% 51,8%
6. Άλλο (παρακαλώ αναφέρετε) 13,3% 33,3% 13,3% 27,3% 21,4%

  Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησιά

Αιγαίου

Σύνολο

(Ν=66)

 
1. Βία μεταξύ τους και πρέπει να τους χωρίζουμε 6,7% 33,3% 7,1% 28,6% 20,0%  
2. Μας βρίζουν, μας επιτίθενται απρόκλητα και μας απειλούν 13,3% 20,0% 28,6% 19,0% 20,0%  
3. Βάζουν τις σύρριγγες στην τσέπη τους και αφήνουν να τους κάνουμε έλεγχο 33,3% 40,0% 14,3% 23,8% 27,7%  
4. Λένε όλοι ότι είναι άρρωστοι ενώ στην πραγματικότητα είναι έμποροι. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα 40,0% 26,7% 14,3% 33,3% 29,2%  
5. Με ενοχλεί το ότι δεν ακούν τι τους λέω, προβάλλουν δικαιολογίες και με δυσκολεύουν 40,0% 53,3% 78,6% 61,9% 58,5%  
6. Άλλο (παρακαλώ αναφέρετε) 26,7% 40,0% ,0% 14,3% 20,0%  

4. Σχέση εξαρτημένων – κοινότητας

Η παρουσία εξαρτημένων ατόμων σε μια γειτονιά δε σχετίζεται πάντοτε με την ανάπτυξη της πιάτσας του δρόμου, αλλά με την εγκατάσταση εκεί ατόμων ή οικογενειών που κάποιο από τα μέλη τους ενεπλάκη με τα ναρκωτικά. Σε κάθε περίπτωση η στάση της κοινότητας είναι καθοριστική για τη μείωση της βλάβης. αλλά και την μείωση της προσφοράς τη στήριξη των εξαρτημένων κλπ.

Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη η πλειονότητα από το σύνολο των αστυνομικών του δείγματος κατά πόλη δηλώνει ότι σύμφωνα με την εμπειρία τους, η σταθερή παρουσία των εξαρτημένων σε μια περιοχή αντιμετωπίζεται από τους κατοίκους και τους επαγγελματίες με παράπονα και κλήσεις στην αστυνομία, ενώ σημαντικότατα ποσοστά (πάνω απο 48% ) δηλώνουν ότι οι εξαρτημένοι αντιμετωπίζονται με φόβο, δηλαδή, μόλις δουν κανέναν απομακρύνονται, μαζεύουν τα παιδιά τους κλπ. Αυτές οι δύο τάσεις φαίνεται να είναι κυρίαρχες στο σύνολο των αστυνομιών όλων των περιοχών. Η συντριπτική πλειονότητα (90,9%) των εκπαιδευθέντων στο Πρόγραμμα (100% στην Κομοτηνή, 93,3% στη Λαμία, 90,5% στα Νησ. Αιγαίου και 78,6% στην Τρίπολη) δηλώνουν σύμφωνα με την εμπειρία τους, ότι η σταθερή παρουσία των εξαρτημένων σε μια περιοχή αντιμετωπίζεται από τους κατοίκους και τους επαγγελματίες με παράπονα και κλήσεις στην αστυνομία. Ταυτόχρονα όμως το 68,8% στην Κομοτηνή αλλά πολύ λιγότεροι στις άλλες περιοχές δηλώνουν ότι οι εξαρτημένοι αντιμετωπίζεται με φόβο από τους κατοίκους, δηλαδή μόλις δουν κανέναν απομακρύνονται, μαζεύουν τα παιδιά τους κλπ.

Οι κάτοικοι επομένως, δεν φαίνεται να έχουν σχέσεις με τους εξαρτημένους, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τις απαντήσεις των αστυνομικών: δεν τους πλησιάζουν και άρα δεν αντιδρούν (εκτός από ένα μικρό ποσοστό) με ήπιους τρόπους. Οταν αντιδρούν εκδηλώνουν βία κατά κανόνα λεκτική βία. Περισσότερο όμως αντιδρούν με αδιαφορία και κυρίως με φόβο. Σημείο αναφοράς των κατοίκων είναι η αστυνομία. Λίγοι αστυνομικοί δηλώνουν, ότι οι κάτοικοι δείχνουν κάποια ιδιαίτερη ανοχή ή συμπόνια προς τους εξαρτημένους. Οι κάτοικοι αντιδρούν επίσης με το αίτημα προς την αστυνομία «να πιάσει τους εμπόρους, επειδή τα παιδιά έχουν παρασυρθεί». Συνολικά, η στάση της κοινότητας και της γειτονιάς περιγράφεται από τους αστυνομικούς μάλλον και κατά κανόνα παθητική. Από τις απαντήσεις που δόθηκαν φαίνεται ότι η κοινότητα εναποθέτει τις αντιδράσεις της στην αστυνομία.

Ειδικότερα, στην Λάρισα και στην Πάτρα οι αστυνομικοί αναφέρουν ότι οι κάτοικοι ασκούν βία απέναντι στους εξαρτημένους, κυρίως λεκτική (20,0%, 33,3,% αντιστ.) αλλά και σωματική (13,3% και 6,7%) προκύπτει ότι αυτό δηλώνεται σε ποσοστό συγκριτικά πολύ υψηλότερο από άλλες πόλεις. Αλλά και το 33,3% στα Νησιά Αιγαίου και το 31,3% στην Κομοτηνή αναφέρουν βία απέναντι στους εξαρτημένους κυρίως λεκτική.

Στο Ηράκλειο και στη Λάρισα οι κάτοικοι φαίνεται να «λύνουν» μόνοι τους τα προβλήματά τους με τους εξαρτημένους χωρίς να καλούν την αστυνομίας, σε ποσοστό συγκριτικά μεγαλύτερο από άλλες πόλεις (26,7% 13,3,% αντιστ.). Το ποσοστό που αφορά το Ηράκλειο είναι εντυπωσιακό.

Στη Θεσσαλονίκη (βλ. προηγ.) στη Λαμία και στα Ιωάννινα οι αστυνομικοί δηλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με άλλες πόλεις, ότι οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν τους εξαρτημένους με ανοχή και συμπόνια. Είναι εντυπωσιακό, ότι κανένας στην Πάτρα, το Ηράκλειο και τη Λάρισα δεν απάντησε ότι οι κάτοικοι δείχνουν ανοχή και συμπόνια

Συνολικά, ωστόσο, οι απαντήσεις των αστυνομικών δεν παραπέμπουν σε μια υποστηρικτική προς τους εξαρτημένους κοινότητα- γειτονιά. Αυτό σημαίνει, ότι εκτός από τα προβλήματα που μπορεί να έχουν οι ίδιοι οι αστυνομικοί με τους εξαρτημένους, η μάλλον αρνητική στάση της τοπικής κοινωνίας απέναντι στους τελευταίους και η απαίτηση να διευθετεί η αστυνομία το θέμα αφενός δημιουργούν την εντύπωση μιας κοινωνίας που δεν «εμπλέκεται» με το θέμα αυτό (παρά μόνον αρνητικά, καθώς δεν είναι δική της υπόθεση) και από την άλλη εκτιμούμε ότι η στάση αυτή δημιουργεί ειδικές πιέσεις στην αστυνομία.

5. Η ιδιαιτερότητα των εξαρτημένων

Η συντριπτική πλειονότητα των αστυνομικών του δείγματος θεωρεί ότι οι εξαρτημένοι είναι μια ιδιαίτερη ομάδα σε σχέση με άλλες ομάδες πληθυσμού με τις οποίες έρχονται σε επαφή κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους.  Πολλοί από τους εκπαιδευθέντες θεωρούν ότι οι εξαρτημένοι είναι κατά περίπτωση επικίνδυνοι, αντιδραστικοί ή ότι προκαλούν (επόμ. πίνακα 4).

Αυτό όμως που χαρακτηρίζει τους εξαρτημένους σύμφωνα με τους αστυνομικούς είναι ότι είναι χαμένοι και δεν μπορείς να συνεννοηθείς και ότι είναι ασθενείς (βλ. και προηγ. προβλήματα κατά τη βάρδια): Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειονότητα των εκπαιδευθέντων σε όλες τις πόλεις (βλ. πίνακα 3), κρίνουν ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των εξαρτημένων, «ότι είναι χαμένοι, δεν μπορείς να συνεννοηθείς», ενώ ακόμα και όταν δίνουν μια άλλη απάντηση συνήθως συγκλίνει στο ότι οι εξαρτημένοι είναι άρρωστοι, που χρειάζονται μια ιδιαίτερη αντιμετώπιση αλλά και βοήθεια (βλ. ενδεικτ Ιωάννινα).

Ωστόσο διαπιστώνεται μια κάθετη διαφοροποίηση στις απόψεις των αστυνομικών που εκπαιδεύτηκαν στη Λάρισα (βλ. πίνακα 4): Είναι η μοναδική ομάδα που θεωρούν σε πολύ αυξημένο ποσοστό (66,7%) τους εξαρτημένους επικίνδυνους και αντιδραστικούς (βλ. Η ίδια ομάδα δεν έχει μεγάλο δείκτη εμπιστοσύνης στην ήπια αστυνόμευση), ενώ σε άλλες πόλεις το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο (από 16 έως 26% περίπου).

Επομένως η ιδιαιτερότητα των εξαρτημένων σχετίζεται σύμφωνα με τους αστυνομικούς στην ίδια την εξάρτηση και τις συνέπειές της. Είναι ενδεχόμενο ότι η επαφή πολλών από τους αστυνομικούς με τους εξαρτημένους ιδίως στο δρόμο σε περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση φαίνεται να προκύπτει ενώ οι εξαρτημένοι βρίσκονται υπό την επίδραση ουσιών. Έτσι προκύπτει ότι δε χρειάζεται να πείσει κάποιος τους αστυνομικούς, ότι οι εξαρτημένοι είναι σε ένα βαθμό ασθενείς. Το πρόβλημα των αστυνομικών εστιάζεται στο γεγονός της απόλυτα προβληματικής επικοινωνίας με τους εξαρτημένους: έτσι τους θεωρούν «χαμένους», ότι δεν γίνεται να συνεννοηθούν μαζί τους (βλ. και προηγ. σχετικά με τα προβλήματα βάρδιας).

ΠΙΝΑΚΑΣ 3. Νομίζετε ότι οι εξαρτημένοι είναι μια ιδιαίτερη ομάδα σε σχέση με άλλες ομάδες πληθυσμού με τις οποίες έρχεστε σε επαφή κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας σας; / ΤΟΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Α ΤΟΠΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (%)
(Ν=69) Αθήνα Θεσσαλονίκη Σύνολο p-value
ΝΑΙ 90,9% 100,0% 94,2% 0,289
ΟΧΙ 9,1% ,0% 5,8%
Β ΤΟΠΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (%)
(Ν=58) Πάτρα Ηράκλειο Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο p-value
ΝΑΙ 100,0% 93,3% 100,0% 100,0% 98,3% 0,405
ΟΧΙ ,0% 6,7% ,0% ,0% 1,7%
                     

Γ ΤΟΠΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (%)
(Ν=65) Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησ. Αιγαίου Σύνολο p-value
ΝΑΙ 100,0% 93,3% 92,9% 100,0% 96,9% 0,463
ΟΧΙ ,0% 6,7% 7,1% ,0% 3,1%

ΠΙΝΑΚΑΣ 4: Αν ναι τι το ιδιαίτερο έχουν;

Α (Ν=60) Αθήνα Θεσσαλονίκη Σύνολο
1. Μόλυνση 94,9% 95,2% 95,0%
2. Επιθετικότητα εκ μέρους τους 10,3% 33,3% 18,3%
3. Επιθετικότητα από τους εμπόρους 10,3% 4,8% 8,3%
4. Κάθε επαφή μαζι τους μπορεί να μου προκαλέσει προβλήματα στη δουλειά. Φυλάγομαι 15,4% 14,3% 15,0%
5. Άλλο (παρακαλώ αναφέρετε) ,0% 4,8% 1,7%
Β (Ν=56) Πάτρα Ηράκλειο Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο
1. Επικίνδυνοι 6,7% 7,1% 66,7% 16,7% 25,0%
2. Αντιδραστικοί 26,7% 21,4% 66,7% 16,7% 33,9%
3. Προκαλούν 6,7% 7,1% 20,0% 8,3% 10,7%
4. Είναι χαμένοι, δεν μπορείς να συνεννοηθείς 66,7% 78,6% 60,0% 33,3% 60,7%
5. Άλλο (παρακαλώ αναφέρετε) 26,7% 14,3% 13,3% 58,3% 26,8%
                 

Γ (Ν=63) Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησιά Αιγαίου Σύνολο
1. Επικίνδυνοι 26,7% 35,7% 23,1% 57,1% 38,1%
2. Αντιδραστικοί 26,7% 28,6% 23,1% 38,1% 30,2%
3. Προκαλούν 13,3% 14,3% 15,4% 19,0% 15,9%
4. Είναι χαμένοι, δεν μπορείς να συνεννοηθείς 80,0% 35,7% 53,8% 33,3% 49,2%
5. Άλλο (παρακαλώ αναφέρετε) 26,7% 42,9% 15,4% 23,8% 27,0%

6. Οι λόγοι εμπλοκής με τα ναρκωτικά: οι απόψεις των αστυνομικών

Το δείγμα των αστυνομικών στην πλειονότητά του σε ότι αφορά τους λόγους εμπλοκής με τα ναρκωτικά αναφέρονται κυρίως ζητήματα που αφορούν τα προβλήματα με το σπίτι, τη ζωή του κλπ.

 Ειδικά όμως οι εκπαιδευθέντες στο Ηράκλειο ως σημαντικότερος λόγος θεωρείται η άγνοια (60%), ενώ στη Λάρισα κυριαρχεί άποψη, ότι συνήθως ο εξαρτημένος έχει παρασυρθεί (64,3%). Αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας από τους εκπαιδευθέντες αστυνομικούς δεν απάντησε ότι δεν τον απασχολεί για ποιους λόγους κάποιος εμπλέκεται με τα ναρκωτικά (η ερώτηση περιλαμβανόταν στο ερωτηματολόγιο).

Σχετικά με τους «άλλους λόγους» εμπλοκής με τα ναρκωτικά οι απαντήσεις των αστυνομικών ποικίλλουν, αλλά εστιάζουν στο ίδιο το άτομο: αδυναμία χαρακτήρα, εκ γενετής τάσεις, παρέες, ιδιαίτερη ευάλωτη προσωπικότητα, υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του, χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη άλλων ενδιαφερόντων και γενικές τάσεις και στυλ ζωής (μαγκιά μόδα) είναι κυρίως αυτά που αναφέρουν οι αστυνομικοί.

Εκεί όμως που παρουσιάζεται μεγάλη διαφορά στις απαντήσεις, είναι στην ερώτηση «εάν η εμπλοκή με τα ναρκωτικά θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα». Πρόκειται για ερώτηση που δεν αφορά μόνον τη στάση τους απέναντι στους εξαρτημένους (εάν νομίζουν δηλαδή, ότι οι εξαρτημένοι είναι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων και γι’ αυτό οδηγούνται στην εξάρτηση), αλλά και την ιδέα που έχουν οι αστυνομικοί για τον εαυτό τους σε σχέση με τους εξαρτημένους (και επομένως εάν έχουν τη δεξιότητα να μπουν νοερά στη θέση τους) και τέλος αφορά και ενδεχόμενους μηχανισμούς άμυνας (τεχνικές) που χρησιμοποιούν για να αποστασιοποιηθούν από τις δυσάρεστες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν

Η πλειονότητα των εκπαιδευομένων ανεξάρτητα από την πόλη (παρά τις φαινομενικές διαφορές), θεωρούν ότι η εμπλοκή θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε. Αυτό σημαίνει ότι έχουν μια ευρεία αντίληψη των πραγμάτων και δεν θεωρούν τους χρήστες «άλλους», «διαφορετικούς» οντολογικά.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5. Νομίζετε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί

σε οποιονδήποτε; / τόπο εκπαίδευσης

Α (Ν=68) Αθήνα Θεσσαλονίκη Σύνολο p-value
Ναι 31,8% 33,3% 32,4% 0,593
Όχι 40,9% 50,0% 44,1%
Δεν είμαι σίγουρος 27,3% 16,7% 23,5%
Β (Ν=57) Πάτρα Ηράκλειο Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο p-value
Ναι 60,0% 66,7% 57,1% 23,1% 52,6% 0,131
Όχι 26,7% 33,3% 21,4% 38,5% 29,8%
Δεν είμαι σίγουρος 13,3% ,0% 21,4% 38,5% 17,5%
                     

Γ (Ν=66) Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησ. Αιγαίου Σύνολο p-value
Ναι 33,3% 62,5% 35,7% 38,1% 42,4% 0,485
Όχι 46,7% 18,8% 42,9% 28,6% 33,3%
Δεν είμαι σίγουρος 20,0% 18,8% 21,4% 33,3% 24,2%

Όμως στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνα και Θεσσαλονίκη το 44,1% χωρίς σημαντικές διαφορές ανά πόλη, θεωρούν, ότι η εμπλοκή με τα ναρκωτικά δεν θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε, το 32,4% ότι θα μπορούσε και το 23,5% δεν είναι σίγουροι. Επίσης οι αστυνομικοί που εκπαιδεύτηκαν στα Ιωάννινα (38,5%) και στο Ηράκλειο (33,3%), τη Λαμία (46,7%) και την Τρίπολη (42,7%) θεωρούν ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί η εμπλοκή με τα ναρκωτικά στον καθένα. Αντίθετα, οι αστυνομικοί στις άλλες πόλεις θεωρούν στην πλειονότητά τους, ότι θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα η εμπλοκή με τα ναρκωτικά. Τα στοιχεία αυτά όμως, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, για τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα επειδή εκεί υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση εξαρτημένων σε ανοικτό χώρο, το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι περισσότερο ορατό και συνδεδεμένο με το φόβο του εγκλήματος και τέλος, επειδή οι αστυνομικοί αυτοί είναι οι πλέον άπειροι συγκριτικά με τους άλλους: να σημειωθεί επίσης, ότι στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη εκπαιδεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό αστυνομικοί που έρχονταν από τις ομάδες ΔΙΑΣ, ομάδες περιπολίας ειδικοί φρουροί κλπ. Προκύπτει επομένως, ότι οι αστυνομικοί σε αυτές τις περιοχές έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό την τάση να βλέπουν τους εξαρτημένους ως «διαφορετικούς». Εάν αυτό συνιστά μηχανισμό αυτοάμυνας δεν μπόρεσε τελικά να διευκρινιστεί. Ωστόσο, η εμπειρία της γράφουσας, ως διδάσκουσας στο πρόγραμμα κατάρτισης, συμβάλλει στη διατύπωση της εκτίμησης, ότι πρόκειται για ομάδες αστυνομικών που έχουν εμπεδωμένες πεποιθήσεις και δεν πρόκειται για μηχανισμούς αυτοάμυνας. Από αυτήν την άποψη πρόκειται μάλλον για ένα προϊόν ενός άτυπου συστήματος κοινωνικοποίησης των αστυνομικών στην πιάτσα, που διαμορφώνεται μεταξύ παλαιότερων και νεώτερων αστυνομικών.

7. Η αστυνόμευση των εξαρτημένων και ειδική εκπαίδευση: οι απόψεις των αστυνομικών

Ενώ η σχεδόν απόλυτη πλειονότητα των εκπαιδευθέντων δηλώνει ότι ότι χρειάζεται κάποιος να έχει κατάλληλη και ιδιαίτερη εκπαίδευση για να μπορεί να αστυνομεύει περιοχές που υπάρχει σταθερή παρουσία εξαρτημένων, στην Αθήνα αυτό το ποσοστό ανέρχεται συγκριτικά με τις άλλες περιοχές σε πολύ λιγότερο ( 76,7% ) ενώ 23,3% των αστυνομικών του δείγματος δηλώνουν σαφώς ότι δεν χρειάζεται κατάλληλη εκπαίδευση. Υψηλό ποσοστό αρνητικών απαντήσεων καταγράφεται και στα Νησιά του Αιγαίου 14,3 (οι Κυκλάδες υποεκπροσωπούνταν σε αυτούς τους κύκλους).

Παρόλα αυτά προκύπτει ότι κατάλληλη ή ιδιαίτερη εκπαίδευση των αστυνομικών επι αυτών των θεμάτων όχι μόνον δεν υπάρχει (ήταν το συγκεκριμένο Πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ που για πρώτη φορά περιέλαβε τους αστυνομικούς ως ομάδα –στόχο ειδικής εκπαίδευσης), αλλά κατά κανόνα η εκπαίδευση των αστυνομικών είναι άτυπη και «πρακτική» ή και με δική τους πρωτοβουλία.

Ειδικότερα, το 93,3% στην Πάτρα, το 80% στο Ηράκλειο, το 93,3% στη Λάρισα, αλλά μόλις το 30,8% στα Ιωάννινα, το 76% στη Θεσσαλονίκη, το 68,8% στην Κομοτηνή, το 66,7% στα Νησιά του Αιγαίου και στη Λαμία, και το 35,7% στην Τρίπολη, δηλώνουν πως έμαθαν να αστυνομεύουν τέτοιους πληθυσμούς από ενημέρωση από παλαιότερους που περιπολούσαν μαζί. Στη Θεσσαλονίκη και στην Τρίπολη η συζήτηση με συναδέλφους αποτέλεσε επίσης μια διαδικασία άτυπης εκπαίδευσης (56% και 50% αντίστοιχα). Επιπλέον, στην Αθήνα το 56,8%, στα Ιωάννινα το 69,2%, το 93,8% στην Κομοτηνή, το 60% στη Λαμία, το 57,1% στην Τρίπολη και το 42,9% στα Νησ. Αιγαίου, έμαθαν κυρίως πρακτικά, βλέποντας και κάνοντας. Επίσης, στην Κομοτηνή, ένα σημαντικό ποσοστό (31,3%) αναφέρουν ενημέρωση και ειδική εκπαίδευση από την υπηρεσία και ένα ακόμη μεγαλύτερο (37,5%) μελέτη βιβλίων-internet. Τέλος ένα αξιοσημείωτο ποσοστό στην Αθήνα (11,2%) και στα Ιωάννινα (15,4%). δηλώνει ότι δεν έμαθε να αστυνομεύει τέτοιους πληθυσμούς.

Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται η τάση που προκύπτει και από έρευνες και διαπιστώσεις σε άλλες χώρες (ενδεικτ. Skolnick, Van Maanen, Janni & Janni) σχετικά με το εύρος της άτυπης- εξωθεσμικής εκπαίδευσης, από παλαιότερους συναδέλφους και γενικά από συναδέλφους και πρακτικά, βλέποντας και κάνοντας. Η τάση αυτή δημιουργεί προβλήματα σε σχέση με τους εξαρτημένους, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, καθώς οι αστυνομικοί δεν έχουν κάποια γενική άποψη για το θέμα και όπως πολλοί αναφέρουν, πλήρη άγνοια σε ειδικότερα ζητήματα, γεγονός που καλλιεργεί φόβους, άγχη και εντάσεις στη σχέση τους με τους εξαρτημένους και παρανοήσεις σε σχέση με το ρόλο της αστυνομίας.

8. Αστυνομικοί: η πρώτη επαφή με την ανοικτή πιάτσα ναρκωτικών

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που ερευνήθηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης αναγκών εκπαίδευσης αφορούσε το πρώτο στάδιο «κοινωνικοποίησης» των αστυνομικών με την ανοικτή αγορά (πιάτσα) των ναρκωτικών και την επαφή τους με τους εξαρτημένους. Πρόκειται για μια παράμετρο που δεν έχει έως τώρα διερευνηθεί και που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την περαιτέρω επαγγελματική διαμόρφωση του αστυνομικού αλλά και για τη σχέση που διαμορφώνει με τους χρήστες. Ειδικότερα, Οι αστυνομικοί ρωτήθηκαν για τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις ανησυχίες ενός άπειρου σχετικά με τις εξαρτήσεις αστυνομικού, όταν για πρώτη φορά έρχεται σε επαφή με αυτό το αντικείμενο υπηρεσίας. Από τις απαντήσεις τους προκύπτει αυτό που και έρευνες επιβεβαιώνουν: δηλαδή, ότι οι πρωτόπειροι αστυνομικοί στην πραγματικότητα έρχονται σε επαφή με μία βίαιη για τους ίδιους κατάσταση. Πρόκειται για μια διαφορετικού τύπου βία σε σύγκριση με το «σύνηθες» έγκλημα, η οποία αρχικά τουλάχιστον τους φοβίζει, τους στενοχωρεί και τους προκαλεί πάντως συμπόνια απέναντι στους εξαρτημένους, αλλά και αηδία με αυτό που αντιμετωπίζουν και λιγότερο εχθρότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι λίγοι αναφέρουν επιθετικότητα ενώ εχθρότητα και εκνευρισμό αναφέρουν περισσότεροι. Πρόκειται για συναισθήματα που συνδέονται άμεσα με μετασχηματισμούς του φόβου. Πράγματι, όπως προκύπτει και από τον Πίνακα 6 το κυρίαρχο συναίσθημα του πρωτόπειρου αστυνομικού είναι ο φόβος που πλαισιώνεται σε διαφορετικό βαθμό για τον καθένα, από στενοχώρια, συμπόνια / κατανόηση, αλλά και συναισθήματα, όπως επιθετικότητα, εχθρότητα καθώς και κάποιο άλλο συναίσθημα, όπως άγχος, αγωνία, προβληματισμό κτλ. Οι τάσεις αυτές είναι γενικευμένες και ισχύουν σε διαφορετικό όμως βαθμό για τη συντριπτική πλειονότητα των αστυνομικών του δείγματος. Πρόκειται για συναισθήματα που οι αστυνομικοί διαχειρίζονται όπως μπορούν (και εδώ η άτυπη εκπαίδευση μέσω συναδέλφων έχει καταλυτικό ρόλο) χωρίς άλλα εφόδια που να τους βοηθούν. Η διαχείριση του φόβου αποτελεί ενδεχομένως και έναν κρίσιμο παράγοντα εκδήλωσης της κακομεταχείρισης αλλά και της γενικότερης βίαιης συμπεριφοράς απέναντι στους εξάρτημένους.

ΠΙΝΑΚΑΣ 6. Ποια είναι τα συναισθήματα, οι σκέψεις και οι ανησυχίες ενός άπειρου σχετικά με τις εξαρτήσεις αστυνομικού, όταν για πρώτη φορά έρχεται σε επαφή με αυτό το αντικείμενο υπηρεσίας ανά ΤΟΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

 Α   (Ν=69) Αθήνα Θεσσαλονίκη Σύνολο
1. Φόβος 63,6% 56,0% 60,9%
2. Εκπληξη 20,5% 44,0% 29,0%
3. Αηδία 36,4% 36,0% 36,2%
4. Στεναχώρια 45,5% 64,0% 52,2%
5. Συμπόνια/ Κατανόηση 36,4% 44,0% 39,1%
6. Εκνευρισμός 15,9% 12,0% 14,5%
7. Επιθετικότητα ,0% 8,0% 2,9%
8. Εχθρότητα 2,3% 12,0% 5,8%
9. Άλλο 4,5% 24,0% 11,6%

Β    (Ν=58) Πάτρα Ηράκλειο Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο
1. Φόβος 100,0% 86,7% 73,3% 76,9% 84,5%
2. Εκπληξη 13,3% 33,3% 33,3% 15,4% 24,1%
3. Αηδία 26,7% 13,3% 20,0% 15,4% 19,0%
4. Στεναχώρια 33,3% 26,7% 40,0% 15,4% 29,3%
5. Συμπόνια/ Κατανόηση 20,0% 33,3% 33,3% 15,4% 25,9%
6. Εκνευρισμός 20,0% 33,3% 13,3% 23,1% 22,4%
7. Επιθετικότητα 26,7% ,0% 6,7% 23,1% 13,8%
8. Εχθρότητα 20,0% ,0% 6,7% 7,7% 8,6%
9. Άλλο 13,3% ,0% ,0% 15,4% 6,9%

Γ   (Ν=66) Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησ. Αιγαίου Σύνολο
1. Φόβος 66,7% 56,3% 71,4% 52,4% 60,6%
2. Εκπληξη 40,0% 37,5% 35,7% 19,0% 31,8%
3. Αηδία 40,0% 31,3% 28,6% 38,1% 34,8%
4. Στεναχώρια 20,0% 25,0% 28,6% 33,3% 27,3%
5. Συμπόνια/ Κατανόηση 20,0% 56,3% 28,6% 33,3% 34,8%
6. Εκνευρισμός 33,3% 31,3% 21,4% 23,8% 27,3%
7. Επιθετικότητα 13,3% 18,8% 7,1% 4,8% 10,6%
8. Εχθρότητα 6,7% 25,0% ,0% 4,8% 9,1%
9. Άλλο ,0% 12,5% ,0% 9,5% 6,1%

Οι φόβοι και το άγχος των αστυνομικών συνδέονται, σύμφωνα με όσα δήλωσαν οι συμμετέχοντες στο δείγμα, ιδίως με αγχώδεις καταστάσεις που αφορούν κινδύνους σχετικά με την υγεία τους και πολύ λιγότερο με οτιδήποτε άλλο.

9. Αστυνόμευση των εξαρτημένων και βία

Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των αστυνομικών οτυ δείγματος δηλώνουν, ότι η αστυνόμευση των εξαρτημένων δεν τους αναγκάζει ποτέ να χρησιμοποιούν περισσότερο σωματική βία ή και έντονες εκφράσεις, συγκριτικά με άλλες κατηγορίες αστυνομευόμενων. Στην πλειονότητα τους οι αστυνομικοί απαντούν «όχι απαραίτητα, αλλά εξαρτάται από την κατάσταση και τον άνθρωπο». Σύμφωνα με τους αστυνομικούς οι λόγοι χρήσης βίας ποικίλουν. Όμως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των αστυνομικών αποδίδουν την όποια χρήση σωματικής βίας και έντονων εκφράσεων στην επιθετικότητα των εξαρτημένων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 7. Η αστυνόμευση των εξαρτημένων σας αναγκάζει

 σε κάποιες περιπτώσεις να χρησιμοποιείτε σωματική βία ή και έντονες εκφράσεις, περισσότερο συγκριτικά με άλλες κατηγορίες αστυνομευόμενων ανά ΤΟΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Α (Ν=67) Αθήνα Θεσσαλονίκη Σύνολο p-value
Ναι συχνά 2,4% ,0% 1,5% 0,152
Όχι απαραίτητα. Εξαρτάται από την κατάσταση και τον άνθρωπο 71,4% 52,0% 64,2%
Σπάνια 21,4% 28,0% 23,9%
Ποτέ 4,8% 20,0% 10,4%

Β (Ν=58) Πάτρα Ηράκλειο Λάρισα Ιωάννινα Σύνολο p-value
Ναι συχνά ,0% ,0% 33,3% ,0% 8,6% 0,014
Όχι απαραίτητα. Εξαρτάται από την κατάσταση και τον άνθρωπο 73,3% 73,3% 60,0% 84,6% 72,4%
Σπάνια 20,0% 26,7% ,0% 7,7% 13,8%
Ποτέ 6,7% ,0% 6,7% 7,7% 5,2%

Γ (Ν=66) Λαμία Κομοτηνή Τρίπολη Νησ. Αιγαίου Σύνολο p-value
Ναι συχνά 20,0% 6,3% 21,4% 9,5% 13,6% 0,839
Όχι απαραίτητα. Εξαρτάται από την κατάσταση και τον άνθρωπο 66,7% 75,0% 57,1% 76,2% 69,7%
Σπάνια 13,3% 12,5% 14,3% 14,3% 13,6%
Ποτέ ,0% 6,3% 7,1% ,0% 3,0%

Σύμφωνα με τη θεωρία και την έρευνα, οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι αστυνομικοί για να αιτιολογήσουν την άσκηση βίας ειδικά όταν αυτή γίνεται ρουτίνα ή υπερβαίνει τα όρια, είναι ταυτόχρονα και παράγοντες συνήθειας στην βία, που κάποτε οδηγούν και σε μια άτυπα θεσμοποιημένη ανοχή της (Cohen, S). Πρόκειται αρχικά για περίπου ασυνείδητες τεχνικές ηθικής ουδετεροποίησης όπως ονομάζονται (Sykes, G., Matza, D.,). Η συνέπεια της επιστράτευσης αυτού του ψυχολογικού μηχανισμού αφενός οδηγεί στην «ενσωμάτωση» των αστυνομικών στο δύσκολο περιβάλλον εργασίας τους αφετέρου, ωστόσο πολλές φορές οδηγεί σε κυνισμό και κάποτε και σε «κανονικοποίηση» της βίας.

Προφανώς στην συγκεκριμένη περίπτωση, τα στοιχεία αποτελούν ενδεικτικές τάσεις. Ωστόσο, από τις τάσεις αυτές προκύπτει, ότι υπάρχει και στην Ελληνική Αστυνομία, όπως και σε άλλες αστυνομίες, η τάση να «συνηθίζεται» άτυπα (χωρίς απαραίτητα να υπάρχει συγκεκριμένος νομικός λόγος στο πλαίσιο μιας εκτίμησης επι τόπου της κατάστασης) η άσκηση βίας απέναντι σε ορισμένους πληθυσμούς, η οποία ωστόσο τείνει να αποτελεί «μέρος της δουλειάς» και να θεωρείται φυσική από το ίδιο το άτομο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως έχουν οι αιτιάσεις που δίνουν οι αστυνομικοί για την άσκηση βίας .

Συγκεκριμένα, αρκετοί αστυνομικοί αποδίδουν τη δική τους βία στην επιθετικότητα και γενικά στην συμπεριφορά των εξαρτημένων. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η αιτιολογία «δεν είναι συνεργάσιμος, αντιστέκεται και προσπαθεί να εμποδίσει το έργο μου», «Δεν τηρούν την απόσταση ασφαλείας από μας», Αδυναμία συνεννόησης-προκατάληψη σε βάρος των αστυνομικών», «Δυσκολία επικοινωνίας…»: χωρίς να αμφισβητείται η πεποίθηση των αστυνομικών ή οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν, ας σημειωθεί πάντως, ότι οι απαντήσεις αυτές εντάσσονται σε μια από τις τυπικές τεχνικές ουδετεροποίησης των ηθικών αναστολών για να χρησιμοποιήσει κάποιος βία και να την δικαιολογήσει εκ των υστέρων: κατηγορία των κατηγορούντων -θύματος ).

Ανάλογες τεχνικές προκύπτουν και σε άλλες απαντήσεις: Άλλοι επικαλούνται κάποιο ανώτερο λόγο όπως η επιβολή της τάξης ή εξαρτάται αν θα απειληθεί η ζωή: πρόκειται και εδώ για μια από τις τεχνικές ηθικής ουδετεροποίησης (επίκληση ανώτερων αξιών κλπ,) που επιστρατεύονται από το ίδιο το άτομο για να αυτοδικαιολογηθεί. Άλλοι αρνούνται να ορίσουν ως βία αυτό που ασκούν ή επικαλούνται μια κατάσταση ως ανάγκη, μοναδική λύση ή ως λύση αυτοπροστασίας- διασφάλισης της υπηρεσιακής τους κατάστασης που ωστόσο προκαλείται από το γεγονός ότι οι εξαρτημένοι «δεν καταλαβαίνουν αλλιώς» » ή «δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται λόγω της δόσης»: πρόκειται για μία ακόμη τεχνική ηθικής ουδετεροποίησης που συνίσταται στην άρνηση της βλάβης και κατηγορίας του θύματος. Μόνος ένας παραδέχεται αμηχανία ή άγνοια σχετικά με τον τρόπο να χειριστεί την κατάσταση και ένας ρουτίνα.

Είναι αξιοσημείωτες επιπλέον οι υπόλοιπες απαντήσεις από την κατηγορία «άλλο», όπου σε δύο περιπτώσεις οι αστυνομικοί απαντούν τυπικά -θεσμικά και αναφέρουν ότι χρησιμοποιούν την αναγκαία βία κλπ. Επίσης σε πολύ μικρό ποσοστό αναφέρονται και ήπιες προσεγγίσεις αντί της βίας σε τρεις περιπτώσεις: φιλικές κουβέντες, υιοθέτηση της αργκό των ερωτηθέντων περιλαμβάνονται ανάμεσα στις τεχνικές ενώ αναφέρεται από έναν και η λεκτική βία ως μέσον πειθούς( !).

Από τα παραπάνω επομένως προκύπτει ότι η βία σε διάφορες μορφές της και κυρίως λεκτική θεωρείται ή είναι μια «κανονικότητα» για την αστυνόμευση των εξαρτημένων που σύμφωνα με τις απαντήσεις που δόθηκαν, οφείλεται κυρίως στους ίδιους του εξαρτημένους επειδή είτε δεν υπακούν είτε είναι επιθετικοί. Ας σημειωθεί τέλος ότι η ερώτηση δεν σκόπευε να διευκρινίσει εάν ασκείται παράνομα η εν λόγω βία ή στο πλαίσιο μιας αναμενόμενης έντασης βίας που το επάγγελμα του αστυνομικού έχει ως αναπόσπαστο στοιχείο. Έτσι παρά το γεγονός ότι οι απαντήσεις που αναλύθηκαν υποδεικνύουν τεχνικές συνήθειας στη βία και αιτιάσεις της βίας δεν διευκρινίζεται (καθώς δεν ήταν αυτός ο σκοπός της ερώτησης) εάν η βία αυτή είναι παράνομη.

10. Μια άλλη κοινωνική ταυτότητα;

Έτσι λοιπόν, ο τρόπος με τον οποίο έρχονται σε επαφή οι αστυνομικοί με τους εξαρτημένους που σχετίζεται τόσο με την έλλειψη ειδικά εστιασμένης εκπαίδευσης , η επικράτηση ενός άτυπου συστήματος εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης σε αυτόν τον τύπο της αστυνόμευσης, αποτελούν τα βασικά μέσα δια των οποίων διαμορφώνεται επαγγελματικά εξαρχής ο αστυνομικός που έρχεται συστηματικά σε επαφή με χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών. Αυτή η κατάσταση όμως εκτός του ότι αποτελεί και πρακτική διαχείρισης του φόβου που οι πρωτόπειροι αστυνομικοί νοιώθουν, αποτελεί και μια παράμετρο που επιδρά μακροπρόθεσμα στην αλλαγή της συμπεριφοράς και ενδεχομένως, της κοινωνικής ταυτότητας του αστυνομικού, εφόσον παραμείνει επί μακρόν σε τέτοια υπηρεσία. Υποθέτουμε βάσιμα υπό αυτές τις συνθήκες ότι το υποκείμενο αλλάζει, καθώς η βιωματική του εμπειρία όχι μόνον δεν πλαισιώνεται από αντισταθμίσματα (πχ ψυχολογική υποστήριξη, ειδική κατάρτιση), αλλά διαμορφώνεται και σε ένα περιβάλλον αύξουσας κατασταλτικής πολιτικής (τουλάχιστον μέχρι τη διεξαγωγή της έρευνας αυτής).

Σταδιακά, η συνήθεια στη βία προς στους χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών έστω και χαμηλής απαξίας γίνεται αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας: από το σημείο αυτό και μετά είναι εύκολο να δημιουργηθούν και τάσεις απαξίωσης των εξαρτημένων σε βαθμό που να μην θεωρούνται πλέον υποκείμενα, αλλά ενοχλητικοί παράγοντες της δουλειάς «που δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους». Επ’ αυτού σημειώνεται, ότι έρευνες έχουν δείξει ότι η συμπεριφορά των εξαρτημένων εκλαμβάνεται από τους ίδιους του αστυνομικούς όχι απλά ως εμπόδιο για να επιτελέσουν οι αστυνομικοί το έργο τους αλλά και συμβολικά ως αδυναμία να επιβληθούν ως εκπρόσωποι του νόμου, γεγονός που σχετίζεται και με την αυτοεκτίμησή τους ως επαγγελματιών. Αυτή η εργασιακή νοοτροπία που διαμορφώνεται σταδιακά, οδηγεί σε μια «μετάλλαξη» το ίδιο το υποκείμενο – αυτό που στην αρχή ονομάσαμε αλλοτρίωση ή αποξένωση από τον κοινωνικό «εαυτό» που ήταν πριν από αυτήν την εμπειρία. Αλλά δεν είναι μόνον οι αστυνομικοί που βιώνουν αυτήν την εμπειρία.

11. Η ζωή ως εξαρτημένος χρήστης: Μια «άλλη» κοινωνική ταυτότητα

Η πορεία προς την προβληματική χρήση, παρά το γεγονός ότι έχει εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, δηλαδή διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, αποτελεί προδιαγεγραμμένη πορεία, από τη στιγμή που κάποιος περάσει στη συστηματική χρήση ναρκωτικών, ειδικά των λεγόμενων σκληρών ναρκωτικών. Είναι η συστηματική χρήση που σε μεγάλο βαθμό αλλάζει τη ζωή του χρήστη. Σύμφωνα με παλαιότερη αδημοσίευτη έρευνα Ο.ΚΑ.ΝΑ. (Βιδάλη, 2008) η εμπλοκή κάποιου με τα σκληρά ναρκωτικά έχει ως αναπότρεπτη συνέπεια, για τον μέσο χρήστη, τη μετάπτωση σε ένα κατώτερο κοινωνικό status, την εμπλοκή με την παρανομία και τη θυματοποίηση. Αυτό γίνεται μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες, ιδιαίτερα γνωστές. Ειδικότερα:

1) Άρση των αναστολών απέναντι στην παρανομία

Ένα ζήτημα που καλείται να αντιμετωπίσει ο εξαρτημένος είναι οι δαπάνες για την κάλυψη της ανάγκης λήψης της ουσίας. Η εμπλοκή με τα σκληρά ναρκωτικά σημαίνει την αναπότρεπτη εμπλοκή με την εγκληματικότητα και την παρανομία γενικότερα, για όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις δαπάνες που απαιτεί η εξάρτησή τους. Συναφής με το πρόβλημα αυτό είναι η υπέρβαση των ηθικών αναστολών που τον αποτρέπουν από το να αποκτήσει κάτι που δεν δικαιούται (π.χ. χρήματα, οικιακά είδη κλπ.) αρχικά από το οικείο περιβάλλον του. Από τότε που θα γίνει εξαρτημένος -καταναλωτής κάποιος αρχίζουν να υποχωρούν καταρχήν μέσα του οι ανασχετικοί παράγοντες (ψυχολογικοί και κοινωνικοί) που τον απέτρεπαν να εγκληματήσει και έτσι μέχρι να εμπλακεί και τυπικά με το ποινικό σύστημα μεσολαβεί ένα διάστημα διάπραξης μικροεγκλημάτων, που παραμένουν στην γκρίζα ζώνη της εγκληματικότητας. Η υπέρβαση αυτή γίνεται με πολλούς τρόπους, οι οποίοι αφενός αποδυναμώνουν τις ενστάσεις του και τις ενοχές του (μέσα από δικαιολογίες που επικαλείται αρχικά προς τον ίδιο το εαυτό του) και αφετέρου, ενδυναμώνουν τις θετικές στάσεις απέναντι στην παρανομία. Έτσι αφενός βρίσκει τεχνικές (Matza, D. 1969 (2010)) για να εξουδετερώσει τις αναστολές του και να αυτοδικαιολογηθεί (π.χ. δεν είναι έγκλημα να κλέψεις την μητέρα σου, δεν φταίω εγώ αλλά η εξάρτησή μου, ας όψεται η κοινωνία και οι έμποροι που με έφεραν ως εδώ, είναι και δική μου η τηλεόραση του σπιτιού άρα την κάνω ότι θέλω, κλπ.). Στο διάστημα αυτό διαθέτει όλο και πιο πολύ το χαρτζιλίκι του για ναρκωτικά, μετά κλέβει τους γονείς, αδέλφια και μετά αρχίζει μια συστηματικότερη εμπλοκή με το μικρο-έγκλημα που πλαισιώνεται και από την αποδιάρθρωση των σχέσεων με την οικογένεια (Βιδάλη, 2008).

Πρόκειται αρχικά για μία για γκρίζα εγκληματικότητα σε μεγάλο βαθμό που δεν καταγράφεται για το πρόσωπό του. Ωστόσο, αν και με αυτές τις επιλογές το άτομο γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει, η επιλογή δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, καθώς στο στάδιο αυτό είναι η δύναμη που έχει η εξάρτηση που καθοδηγεί τις πράξεις του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε αυτό το στάδιο, δεν αναγνωρίζει συχνά την εξάρτησή του ως τέτοια. Παρόλα αυτά αυτή η ατομική στάση δεν θα μπορούσε να ωριμάσει μέσα του εάν δεν υπήρχαν και οι παράγοντες που ενδυναμώνουν την υπέρβαση των ορίων που θέτει ο νόμος. Και αυτοί οι παράγοντες είναι που δημιουργούν θετικά κίνητρα προς το έγκλημα: πρόκειται για την μεταβολή των κοινωνικών δεσμών που είχε έως τότε ο εξαρτημένος και για σταδιακή μεταβολή των πεποιθήσεών του που γίνονται ευνοϊκές πλέον για την παραβίαση των νόμων.

2) Μεταβολή των κοινωνικών δεσμών- νέοι κανόνες ζωής με άξονα τις ουσίες

Η μόνιμη εμπλοκή με τις ουσίες και στη συνέχεια με την παρανομία πλαισιώνεται από την από την αποδιάρθρωση των κοινωνικών δεσμών που υπήρχαν έως τότε και από τη συγκρότηση νέων κοινωνικών αναφορών στο χώρο της παρανομίας. Οι προβληματικές σχέσεις που δημιουργούνται μέσα στην οικογένεια εξαιτίας της αύξουσας προβληματικής χρήσης οδηγούν ή αργά ή γρήγορα στην εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης, τη συγκατοίκηση και τη σύναψη σχέσεων αποκλειστικά με άλλους χρήστες και περαιτέρω, σε απώλεια ή αδυναμία εύρεσης απασχόλησης. Οι ανάγκες λήψης της ουσίας ουσιαστικά εξαθλιώνουν οικονομικά και κοινωνικά το χρήστη.

Η προσπάθεια δημιουργίας νέων κοινωνικών αναφορών (που δεν γίνονται ποτέ δεσμοί), καταλήγουν στην απομόνωση από το προηγούμενο κοινωνικό του περιβάλλον και την εσωστρέφεια και κυρίως, συνοδεύονται με την μετάπτωση σε ένα κατώτερο κοινωνικό status.

Ειδικότερα, η προσκόλληση του εξαρτημένου σε συγκεκριμένες ομάδες όμοιων του είναι τυπικό γνώρισμα αυτής της διαδικασίας. Ενώ στην αρχή αυτή η τάση ήταν λειτουργική για να μπορεί να κρατά το μυστικό του μακριά από τους δικούς του (βλ. και προηγ. Becker), με την προϊούσα κοινωνική απομόνωση από το έως χθες οικείο περιβάλλον του, το νέο περιβάλλον των «συντρόφων στην «πρέζα» αποκτά υπαρξιακή αξία· καθώς μόνο από εκεί βρίσκει αποδοχή· η καταξίωσή του εαυτού και η αυτοεκτίμηση αντλείται πλέον σε συνάρτηση με την ικανότητά του να «μάθει», να αποδεχθεί, να προσαρμοστεί και να αφομοιώσει τους κανόνες της ομάδας. Πρόκειται για μια διαδικασία μάθησης κανόνων παραβατικής συμπεριφοράς που έχει περιγραφεί από πολλές πλευρές Sutherland (SutherlandE.H., Cressey, 1978 (1996), 114-120. Γασγαλίδης, (2005)). Τι μαθαίνει όμως ο χρήστης;

– Τη δυνατότητα να προμηθεύεται ναρκωτικά, τη δυνατότητα να τα διαθέτει σε άλλους.

– Να αντιμετωπίζει τις πιέσεις που δέχεται από την οικογένεια, τις διωκτικές αρχές κλπ. με ψυχραιμία.

– Να επιβάλλεται στην πιάτσα ή τον μικρόκοσμό του περιθωρίου (Γασγαλίδης, 2005)

– Να «χειρίζεται» το οικογενειακό ταμείο: «πρωτοκλέβει» ή «δανείζεται» από την οικογένεια και στη συνέχεια να δανείζεται από παντού.

3). Η εμπλοκή με το ποινικοκατασταλτικό σύστημα

Στην πλειονότητά τους οι ερωτηθέντες που συμμετείχαν στην έρευνα του Ο.ΚΑ.ΝΑ. (Βιδάλη, 2008), πριν από την εμπλοκή τους με τα ναρκωτικά δεν είχαν κανένα πρόβλημα ή μπλέξιμο με το νόμο ή την αστυνομία. Μετά την εμπλοκή, όμως, οι περισσότεροι διώχτηκαν ή συνελήφθησαν με αφορμή ή προς εξυπηρέτηση αναγκών της εξάρτησης. Ήδη, η επαφή με ένα στρώμα μικροδιακινητών ή μικρεμπόρων μέσω τρίτου γίνεται από την αρχή της εμπλοκής με τις ουσίες. Έτσι χωρίς να είναι άμεσα συνειδητή επιλογή (αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και εκτίμησης των πραγμάτων) οι εξαρτημένοι αρχίζουν τη συστηματική ανάμειξη με την παρανομία από την αρχή. Όταν όμως γίνουν προβληματικοί χρήστες η επαφή τους με το μικρο-έγκλημα παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη εξέλιξη. Από τη στιγμή που ο εξαρτημένος έχει εξαθλιωθεί κοινωνικά και οικονομικά και έχει κλείσει και τους δεσμούς με την οικογένεια, τότε, ως κοινωνικά αποκλεισμένος πλέον, εκτός από τα ναρκωτικά εμπλέκεται και με την παρανομία (περιβάλλουσα εγκληματικότητα), γεγονός που έρχεται ως αναπόφευκτη «λύση» σε μια εξαθλιωμένη ζωή, που οδηγεί αναπόφευκτα στην εμπλοκή με το ποινικοκατασταλτικό σύστημα.

Από τη στιγμή δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα να αντλήσει χρήματα από την οικογένεια, μια ενδεχόμενη φάση είναι η πώληση αντικειμένων του σπιτιού και μετά αφού όλα αυτά έχουν τελειώσει, μαθαίνει στη διάρρηξη και στην κλοπή, την πλαστογράφηση συνταγών ή την απάτη, τη μικροδιακίνηση ουσιών: κλέβει εκτός σπιτιού (κινητά, χρυσαφικά) «μπουκάρει» σε σπίτια ή ακόμα κάνει μικροληστείες και σε άλλες περιπτώσεις, αρχίζει εκδίδεται, αν δεν ακολουθήσει μία εγκληματική πορεία (Γασγαλίδης, 2005, Βιδάλη, 2008). Η (περιστασιακή πορνεία) φαίνεται ότι είναι το τελευταίο στάδιο, όπου κάνει και ένα «ποιοτικό άλμα». Συνολικά, σε αυτό το στάδιο είναι που γίνεται μια επιλογή η οποία συναρτάται άμεσα με την αυτοεκτίμησή του: πολλοί χρήστες αναφέρουν, ότι από ένα σημείο και μετά το δίλημμα είναι να πωλούν ναρκωτικά να κλέβουν ή να εκδίδονται και όλα αυτά για να βρουν τη δόση τους. Όσο βαθαίνει η εξάρτηση μειώνονται και οι δυνατότητες εξεύρεσης χρημάτων με νόμιμο τρόπο (Γασγαλίδης). Πρόκειται όμως για μία πορεία που αρχίζει σε πολύ πρώιμη ηλικία και σε πολύ σύντομο χρόνο οδηγεί στην εμπλοκή με το ποινικό σύστημα. Η ηλικία πρώτης εμπλοκής με το νόμο (δηλ σύλληψης και παραπομπής) σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές φαίνεται ότι είναι πρώτη εφηβεία (14-15 ετών περίπου).

4). Η κοινωνική εξαθλίωση

Η εμπλοκή τους με το μικρο-έγκλημα έρχεται επομένως ως «φυσικό» και αναπότρεπτο επακόλουθο της χρήσης, αλλά και ως μια επιλογή ανάμεσα σε δύο ακόμα χειρότερες. Τότε είναι που ο κοινωνικός στιγματισμός οριστικά πλέον καθορίζει τη ζωή του εξαρτημένου. Η κατάχρηση νομίμων ψυχοτρόπων ουσιών στιγματίζει μόνον όταν είναι πλέον εμφανείς οι κοινωνικές συνέπειές της (Γασγαλίδης, 2005). Τότε είναι που ο εξαρτημένος αλλάζει ουσιαστικά κοινωνική τάξη: η μετάπτωση σε ένα κατώτερο κοινωνικό status που προαναφέρθηκε καθορίζει και την μόνιμη εμπλοκή με την εγκληματικότητα και την συμμετοχή στην εξάπλωση της ζήτησης. Η κοινωνική κινητικότητα για τους εξαρτημένους χρήστες είναι μόνο προς την κατεύθυνση του αποκλεισμού και της εξαθλίωσης. Το πεδίο της ζήτησης ναρκωτικών είναι ένας χώρος κοινωνικής διαλογής για τους εξαρτημένους χρήστες που λειτουργεί σε φθίνουσα κλίμακα. Πουθενά και κανείς από όσους ρωτήθηκαν, δεν αναφέρει μία κινητικότητα των χρηστών προς τα πάνω, δηλαδή, προς το επαγγελματικό εμπόριο. Ωστόσο όλα αυτά καθορίζουν πλέον όχι μόνον μία βαθύτερη αλλαγή στο άτομο που έχει σχέση με την κοινωνική του ταυτότητα αλλά και μια κοινωνική καθήλωση.

Ο Γασγαλίδης (ό.π.) πριν δέκα περίπου χρόνια περιέγραψε ανάγλυφα την κατάσταση των χρηστών που προσεγγίζουν τα θεραπευτικά προγράμματα: «οι περισσότεροι χρήστες που προσέρχονται στα θεραπευτικά προγράμματα δεν έχουν ολοκληρώσει τη σχολική εκπαίδευση, δεν έχουν μάθει κάποιο επάγγελμα, δεν έχουν εργαστεί συστηματικά στη ζωή τους, έχουν φυλακιστεί, τα νόμιμα έσοδα τους προέρχονται από την οικογένεια ή από κοινωνικό βοήθημα, είναι καταχρεωμένοι, είναι στιγματισμένοι, είτε ως εγκληματίες είτε ως ασθενείς, δεν εμπιστεύονται κανέναν και για τίποτε, αλλά δεν τους εμπιστεύεται και κανείς, έχουν εκπαιδευτεί να διασφαλίζουν τα απαραίτητα με κοινωνικά εξαιρετικά προβληματικούς τρόπους· θεωρούν δε ότι αυτό είναι και το μόνο περιθώριο κινήσεων που τους απομένει…».

Σήμερα τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει πολύ, αν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία για τους αιτούντες θεραπεία. Όμως όπως δείξαμε η οικονομία των ναρκωτικών και η αντιμετώπισή της έχει συνέπειες και για τους διώκτες και για τους διωκόμενους, κατά τρόπο που δεν έχει διερευνηθεί έως τώρα. Αυτό επιχειρήθηκε να αναδειχθεί στην παρούσα συμβολή, που εκτιμούμε ότι αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής και αξιολόγησης για τις πολιτικές των επόμενων ετών.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Βιδάλη, Σ, 2008, «Οικονομία των ναρκωτικών: παράγοντες που επιδρούν στην αποτελεσματικότητα των πολιτικών πρόληψης»- Τελική έκθεση και αποτελέσματα του ερευνητικού έργου. Equal – OKANA, Αδημοσίευτο κείμενο.

Γασγαλίδης, Κ., 2005, Ναρκωτικά. Εγχειρίδιο για τη μείωση της βλάβης. Αθήνα: Εξάντας.

Κουράκης, Ν. (α), 2005 (2η Έκδοση), “Ναρκωτικά και Ελληνική Πραγματικότητα”. Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, Β΄ τόμος, Αθήνα- Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλα (σσ. 73-116).

Κουράκης, Ν. (β), 2005 (2η έκδοση), “Αποποινικοποίηση της χρήσης ουισών: υπέρ ή κατά; ένα ψευδοδίλημμα της ελληνικής αντεγκληματικής πολιτικής”. Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, Β΄ τόμος, Αθήνα- Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλα (σσ. 121-136).

Cohen S., 2001, States of Denial. Knowing about Atrocities and Sufferig. Cambrdge: Malden: Polity Press.

Lea., J., 2002, Crime and Modernity, New Delhi, London, Thousand Oaks: Sage.

Maanen, Van , J. “The Asshole”. Maanen, Van, J., Manning (eds) Policing: A view from the streets. New York: Random House 302-328.

Reus- Ianni, E., Ianni, F.A..J., “Street cops and management cops: the two cultures of policing”. Munch. M. (ed), 1983, Control in the police organisation. Cambrdge MIT Press; 251-274).

Skolnick J.H., 1994 (1966), Justice Without Trial- Law Enforcement in Democratic Society. N.Y., Sidney, Toronto: John Willey & Sons Inc.

* Καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης Δ.Π.Θ., Συνεργασία Ανδρεας Μουρσελάς, Στατιστικός.

  1. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από το ερωτηματολόγιο στους εκπαιδευθέντες αστυνομικούς επεξεργάστηκε και ανέλυσε πρωτογενώς ο κ. Α. Μουρσελάς, Στατιστικός, που συμμετείχε στο Πρόγραμμα. Στην παρούσα παρουσίαση η ανάλυση έχει τύχει μερικής επεξεργασίας από την Σ. Βιδάλη.