Θέσεις Δικηγόρων για τη δικαιοσύνη ανηλίκων στην Κύπρο

Χ. Α. ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ

Θέσεις Δικηγόρων

για τη δικαιοσύνη ανηλίκων στην Κύπρο

Χ. Α. Μιτλεττον (2014)*

(επιμέλεια: Akehurst, L., University of Portsmouth)

(Σύντομη παρουσίαση)

 

Εισαγωγή

Η ανάγκη για την έρευνα προέκυψε μέσα από μια ομάδα εργασίας που είχαμε δημιουργήσει στον European Criminal Bar Association (ECBA), αποτελούμενη από δικηγόρους, από διάφορα κράτη-μέλη (Αγγλία, Γερμανία, Βέλγιο, Εσθονία, Σουηδία, κλπ.), για τη μελέτη και υποβολή εισηγήσεων, σχετικά με την Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Κοινοβουλίου για τις δικονομικές εγγυήσεις για παιδιά που είναι ύποπτοι και κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Σε αυτό το διάλογο, η συμμετοχή της Κύπρου, δεν μπορούσε εύκολα να συντονιστεί, για τον απλούστατο λόγο ότι, οι δικονομικές εγγυήσεις στο σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων, κι αυτό, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπάρχει στην Κύπρο, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μιλώντας, όμως, για την προσπάθεια δημιουργίας ελάχιστων χαρακτηριστικών που, μάλλον, θα συνιστούν ένα παν-Ευρωπαϊκό βασικό δικονομικό μοντέλο δικαιοσύνης ανηλίκων, που, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί και η Κύπρος να υιοθετήσει, η απόφαση ήταν, οι πιέσεις, γύρω από το ζήτημα της δημιουργίας συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων στην Κύπρο, κάπως, να ενταθούν.

Για τον απαραίτητο κατατοπισμό, να αναφέρω, σε συντομία, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 18(Ι)/2006, ποινική ευθύνη μπορεί να έχει μόνο παιδί άνω των 14 ετών. Το καθεστώς που ίσχυε πριν τον Ν. 18(Ι)/2006, ήταν αρκετά διαφορετικό, αφού απέκλειε την ποινική ευθύνη για πρόσωπα κάτω των 10 ετών, και για τα πρόσωπα κάτω των 12 ετών θέσπιζε μαχητό τεκμήριο μη ύπαρξης ποινικής ευθύνης ή τη λεγόμενη υπό όρους ευθύνη. Το καθεστώς που δημιούργησε ο Ν.18(Ι)/2006 έκλεισε κάθε περιθώριο για σύνθετες ψυχολογικές συζητήσεις και κρίσεις, είναι ένα αντικειμενικό καθεστώς. Βέβαια, εάν ανατρέξει, κανείς, στα στατιστικά στοιχεία της Αστυνομίας Κύπρου, σε σχέση με τη νεανική παραβατικότητα, που είναι και ίσως η μόνη διαθέσιμη πηγή στατιστικών δεδομένων, θα δει ότι, υπάρχει καταγεγραμμένο έγκλημα με δράστες 7 έως και 13 ετών. Εύλογα, δημιουργείται η απορία, πώς μεταχειρίζονται οι Αρχές, αυτούς τους δράστες, από τη στιγμή που έρχονται σε επαφή μαζί τους, και μετέπειτα, χωρίς να υπάρχει ένα γνωστό νομοθετικό ή κανονιστικό πλαίσιο, χωρίς νομικό έλεγχο. Το Κυπριακό δίκαιο αναγνωρίζει, βέβαια, την ανάγκη διαφορετικής μεταχείρισης των ανήλικων δραστών (π.χ. πρόνοια για ξεχωριστή κράτηση ανηλίκων)[1]. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό μέσα από διάσπαρτα νομοθετήματα, που όμως, δεν συνθέτουν ένα σύστημα κανόνων δικαίου ανηλίκων. Υπάρχει, βέβαια, και ο περί Αδικοπραγούντων Ανηλίκων Νόμος, Κεφ.157, που θεσπίστηκε το 1946· είναι ένας αποικιοκρατικός νόμος, η τελευταία τροποποίηση του οποίου ήταν το 1972, και που, σαφώς, δεν εξυπηρετεί, κανονιστικά, τις ανάγκες της ποινικής μεταχείρισης των ανηλίκων δραστών. Έπειτα, πολλά θέματα που μπορεί να είναι ήδη περιορισμένα νομοθετημένα, να υπάρχουν τα ερείσματα, δεν βρίσκουν την ανάλογη πρακτική, κοινωνική, υποδομή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα αναμορφωτήρια. Η δικαιοσύνη ανηλίκων χρειάζεται μια άμεση, σοβαρή, εκσυγχρονιστική προσέγγιση.

Εμείς προσεγγίσαμε το ζήτημα από την πλευρά της δικανικής ψυχολογίας, αφήνοντας ανοιχτή αυτή την παράμετρο της ανάγκης μιας βαθύτερης νομικής εργασίας, σε σχέση με τη συλλογή και κωδικοποίηση των διασκορπισμένων διατάξεων, που σχετίζονται με την ποινική μεταχείριση των ανηλίκων, και την εξέταση τυχόν αξιοποιήσιμων συστημικών χαρακτηριστικών τους. Συνήθως, κάθε φορά που πληροφορείται η κοινή γνώμη για ένα αδίκημα με δράστη ανήλικο πρόσωπο, προκύπτουν διάφορα σχόλια των πολιτών, τα οποία μπορεί να εκφράζουν και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει, η Πολιτεία, να μεταχειρίζεται τους ανήλικους δράστες. Το παράδειγμα που δόθηκε, τον καιρό που αρχίσαμε να καταρτίζουμε την ερευνητική πρόταση με την δρ. Lucy Akehurst (Σεπτέμβρης 2013), είχε απασχολήσει την Κυπριακή κοινή γνώμη ένα περιστατικό όπου ανήλικοι δράστες είχαν διαπράξει σεξουαλικά αδικήματα εναντίον ανήλικης, είχαν βιντεογραφήσει τις πράξεις τους, και ασκούσαν στο θύμα ψυχολογική πίεση, σχετικά με το χειρισμό του υλικού αυτού. Εστιάσαμε στη διάσταση στα σχόλια των πολιτών, που προέκυψαν, και αποφασίσαμε να δρομολογήσουμε την έρευνα προς τις θέσεις των δικηγόρων, με κάποια δικαστηριακή πείρα, σχετικά με τη δικαιοσύνη ανηλίκων στην Κύπρο, στοχεύοντας, έτσι, σε δείγμα που βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο, στην καρδιά της δικαιοσύνης, προκειμένου να εξετάσουμε εάν τέτοια διάσταση εμφανίζεται και στις δικές τους θέσεις, και σε ποιο βαθμό, μετρώντας, έτσι, με αυτή την πρώτη ματιά, την απόσταση, που, ουσιαστικά, έχουμε να διανύσουμε, μέχρι να προσεγγίσουμε τις ευρωπαϊκές δικαιϊκές εξελίξεις.  Λαμβανομένης υπόψη της υφιστάμενης διεθνούς λογοτεχνίας, που δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια στο θέμα αυτό, αλλά και της χρονικής στιγμής της έρευνας, υπήρχε η υπόθεση ότι, οι απόψεις που θα συλλέγονταν, θα μπορούσαν να είναι επηρεασμένες από τα ΜΜΕ ή διάφορους πολιτικούς παράγοντες, ή ακόμα να αντανακλούν τα αισθήματα των συμμετεχόντων για τη δικαιοσύνη γενικότερα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον ήταν, ακριβώς, να δούμε, εάν η νομική κατάρτιση των συμμετεχόντων και η τριβή τους με τις δικαστικές διαδικασίες, θα επιδρούσε, με κάποιο τρόπο, στις διαμορφωμένες τους θέσεις.

Η έρευνα

Η έρευνα ήταν μια μικρής εμβέλειας εμπειρική ποιοτική έρευνα, που εγκρίθηκε από την επιτροπή ηθικής του University of Portsmouth, και διενεργήθηκε, με την ευγενική επίβλεψη της δρ. Lucy Akehurst, σύμφωνα με τον British Psychological Society’s Code of Ethics and Conduct (BPS, 2009), τον Code of Human Research Ethics (BPS, 2011), και τις Ethics Guidelines for Internet-Mediated Research (BPS, 2013). Χρησιμοποιήθηκε ένα διαδικτυακό ερωτηματολόγιο, με ανοιχτές ερωτήσεις, υπό τύπο διαδικτυακής γραπτής συνέντευξης.

Οι συμμετέχοντες προσεγγίστηκαν μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στις ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις που είναι καταχωρημένες στο μητρώο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, και με ανάρτηση του συνδέσμου της έρευνας σε διάφορες διαδικτυακές σελίδες. Το δείγμα που λήφθηκε, από όλο το σύνολο των δικηγόρων, ήταν τυχαίο. Τα κριτήρια συμμετοχής στην έρευνα ήταν να είναι δικηγόροι που ασκούν δικηγορία στην Κύπρο και ασχολούνται με το δικαστηριακό τομέα, για χρονική περίοδο τουλάχιστον 3 ετών.

Το τελικό δείγμα αποτελείτο από 14 εθελοντές, η πλειοψηφία αυτών (N = 9) ήταν θηλυκού γένους, και στην ηλικιακή ομάδα 30-39 ετών (Ν = 7), ενώ μόνο 2 συμμετέχοντες ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα 40-49 ετών. Προφανώς, λόγω της μεθοδολογίας της έρευνας, και του διαθέσιμου χρόνου συλλογής των δεδομένων, το δείγμα ήταν μικρό, και η έρευνα περιορίστηκε, εκ των πραγμάτων, σε ηλικιακές ομάδας που χρησιμοποιούν με μεγαλύτερη ευκολία το διαδίκτυο.

Η ανάλυση έγινε με το μέθοδος της επαγωγικής ανάλυσης περιεχομένου (inductive content analysis)[2]. Δημιουργήθηκαν 7 θεματικές κατηγορίες για αμφότερες της θεματικές ενότητες της νεανικής παραβατικότητας και της δικαιοσύνης ανηλίκων, που κάλυπταν, ειδικότερα, τα εξής θέματα:

  • Το εκλαμβανόμενο επίπεδο νεανικής παραβατικότητας
  • Τυχόν προβληματικές διαστάσεις της νεανικής παραβατικότητας
  • Τυχόν υποδομή για πρόληψη
  • Το παρόν σύστημα δικαιοσύνης σε σχέση με τους ανήλικους δράστες
  • Τυχόν προτεινόμενες αλλαγές
  • Το ζήτημα του διαχωρισμού της δικαιοσύνης ανηλίκων από το ευρύτερο σύστημα δικαιοσύνης
  • Την αναγκαιότητα της δικαστικής παρέμβασης

Στο κείμενο της έρευνας γίνεται βήμα προς βήμα η περιγραφή της μεθοδολογίας της έρευνας και όλων των φάσεων ανάλυσης που ακολουθήθηκαν, καθώς και η εισήγηση της χρήσης του ανάστροφου πίνακα (reversed table), με σκοπό την επαλήθευση και τη διευκόλυνση της αναφοράς των αποτελεσμάτων. Σε αυτό το σημείο, να εκφράσω και τις ευχαριστίες μου στην καθηγήτρια ελληνικής φιλολογίας Μαρία Μίτλεττον, η οποία ενήργησε, στην ανάλυση, ως δέυτερος δημιουργός κωδίκων (coder), χρήσιμα, με τη δική της ιδιότητα. Όποιος ενδιαφέρεται για αυτό το κομμάτι της μεθοδολογίας θα πρέπει, βέβαια, να ανατρέξει στο κείμενο της έρευνας.

Προχωρώ άμεσα στα αποτελέσματα, στα πιο βασικά, με κάποια γενικότητα, απλά για να δούμε την εικόνα, στις αδρές της γραμμές.

  1. Νεανική παραβατικότητα στην Κύπρο

Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (Ν=10) εξέφρασε την άποψη ότι, το επίπεδο νεανικής παραβατικότητας στην Κύπρο είναι υψηλό (LEV-H). Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων της υποκατηγορίας LEVH (Ν=7) εξέφρασε την άποψη ότι, το επίπεδο νεανικής παραβατικότητας στην Κύπρο δεν είναι απλά υψηλό, αλλά είναι και αυξημένο, σε σχέση με το παρελθόν (LEVHI), προβαίνοντας, κυρίως, σε μια αφηρημένη συγκριτική κρίση, ενώ λιγότεροι (Ν=2) είχαν κάνει αναφορά και για την επέκταση του φαινομένου σε σοβαρότερα, σε είδος, αδικήματα, σε σχέση με το παρελθόν (LEVHIE). Οι συμμετέχοντες της υποκατηγορίας LEVHIE ήταν θηλυκού γένους, χωρίς να επαρκεί το δείγμα για επιβεβαίωση του ευρήματος των Lovbakke και Moley[3] ότι οι γυναίκες τείνουν  να εκλαμβάνουν αύξηση του εγκλήματος σε σχέση με τα προηγούμενα, συνήθως, δύο χρόνια. Πολλοί από τους συμμετέχοντες της υποκατηγορίας LEVH, χρησιμοποίησαν χαρακτηρισμούς για να περιγράψουν το υψηλό επίπεδο νεανικής παραβατικότητας, όπως «ιδιαίτερα υψηλό», «πολύ υψηλό», «επικίνδυνα αυξημένο», και άλλους.

Ωστόσο, εάν ανατρέξει, κανείς, στα στατιστικά στοιχεία της Αστυνομίας Κύπρου, τόσο για τα σοβαρά αδικήματα, όσο και για τις μικροπαραβάσεις, το 2013, υπήρξε κάποια μείωση, σε σχέση με το 2012 και το 2011. Οι κλοπές μέχρι €1.000= είχαν μειωθεί, οι ληστείες για το 2013 ήταν στα ίδια επίπεδα με το 2012, με κάποια μικρή μείωση, και κάπως πιο αυξημένες σε σχέση με το 2011. Αύξηση φαίνεται να υπήρξε όσον αφορά τα αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Μιλώντας, σε κάθε περίπτωση, για το έγκλημα που έχει καταγγελθεί στην αστυνομία, και μόνο γι’ αυτό.

Η κατάληξη δεν ήταν ότι, οι θέσεις των δικηγόρων σε σχέση με το επίπεδο της νεανικής παραβατικότητας στην Κύπρο είναι «λανθασμένες», υπήρξε, όμως, μια σαφής διάσταση, μεταξύ αυτών, και του τουλάχιστον καταγεγραμμένου εγκλήματος, που δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί. Αυτή η διάσταση θα μπορούσε να αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, και ο επηρεασμός των συμμετεχόντων από τα ΜΜΕ, δεν μπορούσε να αποκλειστεί ως ένας από αυτούς[4], αφού υπήρξαν και απαντήσεις που παρέπεμπαν ρητά στα ΜΜΕ (π.χ. «σύμφωνα με όσα βλέπουμε στην τηλεόραση, έχει αυξηθεί»). Έπειτα, υπάρχουν ευρήματα προηγούμενων ερευνών που δείχνουν ότι, η τάση, να αισθάνεται, ο κόσμος, ότι το επίπεδο νεανικής παραβατικότητας είναι σε έξαρση (χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι), δεν είναι ξένη[5]. Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται ότι, οι συμμετέχοντες δικηγόροι, δεν χρησιμοποίησαν διαφορετικούς μηχανισμούς θεώρησης του όλου ζητήματος, υπήρξε, μάλλον, μια τάση εκλαϊκευμένης θεώρησης, παρά νομικής[6], και η ένδειξη ήταν ότι, οι ίδιοι παράγοντες που επηρεάζουν την κοινή γνώμη, μπορούν να επηρεάσουν και τη νομική γνώμη, υπό κάποιες περιστάσεις.

Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (Ν=12) είχαν αναφέρει ότι η νεανική παραβατικότητα είναι πρόβλημα στην Κύπρο (PROPOS), ωστόσο, όταν τους ζητήθηκε να εξηγήσουν γιατί είναι πρόβλημα, η δικαιολόγηση που χρησιμοποίησαν ήταν διαφορετική, και προς δύο κατευθύνσεις. Οι μισοί από αυτούς είχαν συνδέσει το πρόβλημα με τις μελλοντικές του συνέπειες στη ζωή του δράστη, την κοινωνία, ή και τα δύο μαζί (PROPOSFTR), εστίασαν, δηλαδή, στις συνέπειες (end-focused) (π.χ. η νεανική παραβατικότητα είναι πρόβλημα γιατί οι νέοι είναι το μέλλον της Κύπρου). Οι άλλοι μισοί εστίασαν στο παρόν (PROPOSPRS), και συνέδεσαν το πρόβλημα με τις αιτίες του (means-focused) (π.χ. η νεανική παραβατικότητα είναι πρόβλημα γιατί δεν υπάρχουν επαρκείς τρόποι αντιμετώπισης ή για λόγους που σχετίζονται με την οικονομική κρίση). Αυτή η διπλή κατεύθυνση, που μπορεί να υπάρξει όταν μια ερώτηση είναι ανοιχτή[7], μπορεί να δείχνει και το μέγεθος της ψυχολογικής απόστασης, που τηρείται στην κάθε περίπτωση[8]. Οι αιτίες είναι πιο κεντρικές και λειτουργικές στην αξιολόγηση των συμβάντων[9]. Οι άνθρωποι που εστιάζουν στις αιτίες, παρά στις συνέπειες, συνήθως, τηρούν μεγαλύτερη ψυχολογική απόσταση από το πρόβλημα, και μπορούν να το αντιμετωπίσουν πιο εύκολα ή αποτελεσματικά[10]. Βέβαια, παρόλη τη φαινομενική, εξωτερική, ισότητα στα ποσοστά που εστίασαν στις αιτίες και στο πρόβλημα, ήταν καθοριστικό ότι, κάποιοι από τους συμμετέχοντες της υποκατηγορίας PRO-POS-PRS αντιλήφθηκαν το πρόβλημα αριθμητικά, παρά εστίασαν γνήσια στις αιτίες (π.χ. η νεανική παραβατικότητα είναι πρόβλημα γιατί αυξάνονται συνεχώς τα κρούσματα νεανικής παραβατικότητας). Οπότε, η παρατήρηση ήταν ότι, ουσιαστικά, λιγότεροι ήταν οι δικηγόροι που εστίασαν, πράγματι, στις αιτίες του προβλήματος, κατά συνέπεια, λίγοι ήταν αυτοί που φάνηκε να τηρούν μεγαλύτερη ψυχολογική απόσταση από το πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας. Η κατάληξη σχετίστηκε με την παρατήρηση της έλλειψης επίδρασης της νομικής κατάρτισης τους στις διαμορφωμένες τους θέσεις, ωστόσο, όχι απόλυτα. Η μειοψηφία των συμμετεχόντων που είχαν απαντήσει ότι η νεανική παραβατικότητα δεν είναι πρόβλημα στην Κύπρο (PRO-NEG) δεν είναι ότι δεν την αναγνώρισαν ως ένα αρνητικό φαινόμενο, αλλά αντιμετώπισαν, ουσιαστικά, τη νεανική παραβατικότητα, ως συνέπεια ενός άλλου προβλήματος ή κάποιων άλλων προβλημάτων (π.χ. φτώχεια), παρά ως πρόβλημα με αυτοτελείς διαστάσεις. Μέσα από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων για τις τυχόν προβληματικές διαστάσεις της νεανικής παραβατικότητας, προέκυψε το θεωρητικό σχήμα ότι, η νεανική παραβατικότητα θα μπορούσε να ειδωθεί με τρείς διαφορετικούς τρόπους:

  • Ως ένα φαινόμενο με μελλοντικές αρνητικές συνέπειες, που, στο βαθμό που αυτές οι συνέπειες είναι εκ των προτέρων γνωστές, μετατρέπουν το φαινόμενο, από αρχικά ουδέτερο, σε αρνητικό φαινόμενο,
  • Ως ένα παρόν κοινωνικό πρόβλημα,
  • Ως συνέπεια άλλου προβλήματος.

Πόση φιλοσοφία μπορεί να χωρέσει στη συζήτηση αυτών των τριών δυναμικών (PROPOSFTR, PROPOSPRS, PRONEG), και των συσχετισμών τους, των ταυτίσεων και αποκλίσεων συγκεκριμένων πεδίων τους, θα μπορούσε να είναι μέρος ενός άλλου, μεγαλύτερου, κεφαλαίου.

Όσον αφορά την υποδομή πρόληψης, λιγότερα ήταν τα άτομα (Ν=5) που είχαν απαντήσει ότι υπάρχει τέτοια υποδομή (INFPOS), και περισσότερα (Ν=9) αυτά που απάντησαν ότι δεν υπάρχει υποδομή (INFNEG). Όμως, η διάσταση δεν ήταν γνήσια, αφού και οι δύο υποκατηγορίες έκαναν λόγο για κοινωνική υποδομή (π.χ. οικογένεια, σχολείο, κλπ), αναφέρθηκαν στα ίδια πράγματα, και οι μεν αρκέστηκαν στην ύπαρξή τους (π.χ. αρκεί που υπάρχει οικογένεια ή σχολείο), αντιλαμβανόμενοι την υποδομή ως μια παθητική έννοια, που διαχωρίζεται από τον παράγοντα της λειτουργικής ποιότητας, οι δε επεσήμαναν ότι, δεν αρκεί να υπάρχουν αυτά (οικογένεια, σχολείο, κλπ.), ως παθητικές εστίες, αλλά και να λειτουργούν με σκοπό την πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας, αντιλαμβανόμενοι την υποδομή ως μια ενεργητική έννοια, στην οποία συνυφαίνεται ο παράγοντας της λειτουργικής ποιότητας, με τρόπο που νοηματοδοτεί την «υποδομή», ως τέτοια.

  1. Ο δικαστικός χειρισμός των ανηλίκων

Συνήθως, η πεποίθηση ότι η νεανική παραβατικότητα κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα συνοδεύεται από αντίστοιχη πεποίθηση ότι με τις κατάλληλες πολιτικές ασφαλείας ή διαδικασίες, θα επέλθει μείωση της εγκληματικότητας[11]. Όλοι οι συμμετέχοντες (Ν=14) είχαν απαντήσει ότι το υπάρχον δικαστικό σύστημα της Κύπρου δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τους ανήλικους δράστες (CURNEG). Η πλειοψηφία τους (Ν=13) υποστήριξε την αναγκαιότητα να υπάρχει ένα ξεχωριστό σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων (JUVPOS). Και οι δύο υποκατηγορίες CURNEG και JUVPOS είχαν αναφερθεί στην έλλειψη δικαστηρίων ανηλίκων, εξειδικευμένων δικαστών, αναμορφωτηρίων. Στη δικαιολόγηση υπήρξε έντονη γενικότητα και εναλλαξιμότητα, με την αυξημένη χρήση συζευκτικών και διαζευκτικών συνδέσμων (και/ή). Κάποιοι από τους συμμετέχοντες (N=8) αναφέρθηκαν στην ανάγκη να αλλάξει ριζικά το όλο σύστημα και να διαμορφωθεί από το μηδέν ένα νέο σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων, βασισμένο σε μια διαφορετική κουλτούρα, με συγκεκριμένα πρότυπα άλλες χώρες (μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν η Ελλάδα, η Γερμανία, η Γαλλία, ο Καναδάς). Έγινε γενική αναφορά σε ανάγκη εισαγωγής νόμων ή τροποποιήσεων, και επισημάνθηκε η ανάγκη να δοθεί έμφαση στο κεφάλαιο των ποινών, με τη χρήση εναλλακτικών ποινών, προς αποφυγή της επιβολής ποινής φυλάκισης. Οι περισσότεροι που υποστήριξαν την ανάγκη διαχωρισμού του συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων (10/13 JUVPOS), είχαν δικαιολογήσει την απάντησή τους, με αναφορά σε λόγους που αφορούν τον ίδιο το δράστη και την ανηλικότητα του (JUV-POS-OF).

Παρά την προαναφερόμενη γενικότητα και εναλλαξιμότητα των απαντήσεων, φαινόταν ότι, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων, αντιλαμβανόταν την έννοια της αποκαταστατικής ή αναμορφωτικής δικαιοσύνης σε θεωρητικό επίπεδο, και υποστήριξαν την δόμηση ενός συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων, ουσιαστικά, με βάση αυτές τις ιδέες. Το σημαντικό ήταν όμως ότι, όταν ερωτήθηκαν, σε κατοπινό στάδιο, κατά πόσο και γιατί πιστεύουν ότι είναι αναγκαία η δικαστική παρέμβαση, έτειναν να εκφράσουν τιμωρητικότητα, τοποθετώντας το δικαστήριο ανηλίκων, έξω από ένα σύστημα αποκαταστατικής ή αναμορφωτικής δικαιοσύνης, και κατατάσσοντας το σε ένα σύστημα τιμωρητικό. Ενώ η πλειοψηφία (Ν=11) θεώρησε ότι είναι αναγκαία η δικαστική παρέμβαση, και να υπάρχει δικαστήριο, στο όλο σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων (JUDPOS), μόνο δύο από αυτούς (Ν=2) συνέδεσαν το δικαστήριο ανηλίκων με τους σκοπούς της αποκαταστατικής ή αναμορφωτικής δικαιοσύνης (JUSPOSREH). Οι μισοί από τους συμμετέχοντες της υποκατηγορίας JUDPOS είχαν συνδέσει την αναγκαιότητα της δικαστικής παρέμβασης με το σκοπό της αποτροπής (γενική ή και ειδική πρόληψη) (JUDPOSDET).

Θεωρήθηκε ότι, οι δύο υποκατηγορίες JUVPOSOF και JUDPOSDET, κατ’αρχάς, συγκρούονται, δηλαδή, η παράλληλη υποστήριξη, για παράδειγμα, της ύπαρξης ενός ξεχωριστού συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων για την αναμόρφωση του ανήλικου δράστη, ο οποίος, όμως, θα πρέπει (είτε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις π.χ. όταν είναι υπότροπος, ή γενικά) να τιμωρείται από το δικαστήριο ανηλίκων, προκειμένου να δοθεί ένα ορθό παράδειγμα στο κοινωνικό σύνολο, ή για παρόμοιο σκοπό. Έγινε, επίσης, ο συλλογισμός ότι, αυτή η, τουλάχιστον φαινομενική, σύγκρουση μπορεί να ενδεικνύει την ανετοιμότητα να μιλήσουν, οι συμμετέχοντες, με την απόλυτη γλώσσα της αποκαταστατικής ή αναμορφωτικής δικαιοσύνης, δηλαδή, να την δουν σε όλα τα επίπεδα ενός συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων. Εξάλλου, και οι Moak και Wallace[12], όταν είχαν εξετάσει δείγμα με 3.947 άτομα που εργάζονταν στη δικαιοσύνη ανηλίκων στη Λουζινιάνα, τις θέσεις τους, σε σχέση με την αναμόρφωση των ανηλίκων, είχαν παρατηρήσει ότι, παρόλο που οι συμμετέχοντες δεν εγκατέλειπαν την ιδέα της αναμόρφωσης, υποστήριζαν και την τιμώρηση των ανηλίκων δραστών, ως εφικτή και δέουσα επιλογή μεταχείρισης, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις[13]. Παρόλο, βέβαια, που οι τιμωρητικές απόψεις, δεν μπόρεσαν να αφαιρεθούν πλήρως από το, κατά τα λοιπά, φανταστικό, σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων των συμμετεχόντων, και στην προκειμένη περίπτωση, τουλάχιστον, δεν υπήρξε κυρίευση από αυτές[14]. Αυτό που ήταν ιδιαίτερα αισθητό, και πιο ασφαλές να ειπωθεί, είναι ότι, οι συμμετέχοντες δεν μπόρεσαν να φανταστούν το είδωλο ενός δικαστή που κάθεται σε μία έδρα και ασκεί ένα διαφορετικό ρόλο από το να επιβάλλει τιμωρητικές ποινές, ίσως γιατί είχαν κατά νου το γενικότερο σύστημα δικαιοσύνης, δη ποινικής δικαιοσύνης, και ερωτήθηκαν για κάτι ανύπαρκτο, οπότε, το μέγεθος της φαντασίας που ενεργοποίησαν έφτασε μεν μέχρι τη θεωρία της αποκαταστατικής ή αναμορφωτικής δικαιοσύνης, αλλά δεν πήγε παντού, και μάλλον, αυτή θα έπρεπε να είναι και η λογικά αναμενόμενη εικόνα. Εξάλλου, ο ακριβής ρόλος ενός δικαστή ανηλίκων, συζητείται ακόμα κι εκεί που υπάρχει διαχρονικά[15].

Λαμβάνοντας, βέβαια, υπόψη, την ευκολία με την οποία οι συμμετέχοντες έσπευσαν να απαντήσουν ότι δεν είναι αποτελεσματικό το παρόν σύστημα δικαιοσύνης (εξέφρασαν διάχυτο παράπονο), τον πλούτο της φαντασίας τους, όταν κλήθηκαν να προτείνουν διάφορες αλλαγές, αλλά και την ανελαστικότητα της σκέψης τους όταν έπρεπε να εστιάσουν στο ρόλο ενός δικαστή ανηλίκων, δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο, όντως, σε κάποια σημεία, να υπήρξε επηρεασμός από τα αισθήματα που τρέφουν έναντι στο γενικότερο σύστημα δικαιοσύνης και τη δικαιοσύνη σαν θεσμό. Θα μπορούσαν, βέβαια, να δοθούν και ένα σωρό άλλες εξηγήσεις, όπως, για παράδειγμα ότι, είναι αυτή η εγκληματολογική τους εκπαίδευση και τριβή που ενισχύει την τάση τους για έκφραση πιο τιμωρητικών θέσεων[16], παρά η έλλειψη κατάρτισης τους για το ειδικό αντικείμενο της δικαιοσύνης ανηλίκων ή οτιδήποτε άλλο. Ό,τι έχει καταγραφεί, όμως, είναι η σύγκρουση στα δύο διαφορετικά στάδια του συλλογισμού, που πάντως, χρήζει περαιτέρω έρευνας εστιασμένης στο πεδίο.

***

Στο βαθμό που η νομική κατάρτιση και τριβή του δείγματος δεν φάνηκε να επιδρά με συγκεκριμένο τρόπο στις θέσεις τους για τη δικαιοσύνη ανηλίκων στην Κύπρο, οι οποίες θα μπορούσαν, εμφανώς, να είναι επηρεασμένες από περιφερικούς παράγοντες, όπως τα ΜΜΕ ή το γενικότερο αίσθημα τους για το ευρύτερο σύστημα δικαιοσύνης και τη δικαιοσύνη ως θεσμό, ο δρόμος, που πρέπει να διανυθεί, είναι μεγάλος, και θα πρέπει να διανυθεί χωρίς να θεωρείται εξαρχής δεδομένη κάποια πολυεπίπεδη κοινωνική κατάσταση (δικηγόροι ν πολίτες), δίνοντας, όμως, προτεραιότητα σε αυτούς που θα πρέπει να ανέβουν πρώτοι εκείνο το σκαλοπάτι της αλλαγής. Έπειτα, χρειάζεται διεπιστημονική έρευνα και εκπαιδευτική δραστηριότητα επί της συγκεκριμένης θεματολογίας, για να βεβαιωθεί ότι, οι υπό ετοιμασία νομοθετήσεις, δεν θα είναι μια ωραία ακαδημαϊκή άσκηση (ό,τι διαβάστηκε και είναι ιδανικό νομοθετείται), που θα επιβληθεί, μια καλή πρωία, σε ανθρώπους με άγνωστες ή και άσχετες αντιλήψεις επί του θέματος, και χωρίς οποιαδήποτε κοινωνική υποδομή.  Ειδικότερα, η θεωρητική υποστήριξη της αναμορφωτικής δικαιοσύνης και η πρακτική απόκλιση χρειάζεται περαιτέρω έρευνα πριν καταλήξει, κανείς, στο ενθαρρυντικό συμπέρασμα ότι, δημιουργεί ένα πρώτο συντονισμό με τις ευρωπαϊκές δικαιϊκές εξελίξεις, ή στην υποψία ότι, η πραγματική και υποβόσκουσα νοοτροπία του κόσμου είναι η τιμώρηση, και αυτή δεν αλλάζει με τη διδαχή ωφέλιμων θεωριών. Το έδαφος που πρέπει να καλλιεργηθεί, οι γέφυρες που πρέπει να χτιστούν, μέχρι να έρθει εκείνο το χρονικό σημείο που θα πρέπει η διαμορφωμένη κουλτούρα και ο, πλέον, πολιτισμός να γίνουν νόμος, σκέφτομαι πως, είναι αρκετά δύσκολο έργο. Από την άλλη, χωρίς να σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει το αντίστροφο, ένας επιβαλλόμενος νόμος, άρα και μια αναγκαστική συνήθεια, να συντελεί, σταδιακά, στη δημιουργία κουλτούρας και πολιτισμού.

Αυτή ήταν, πάντως, μια αρκετά πρώιμη γενική εικόνα. Συζητούνται οι περιορισμοί της έρευνας (limitations), που προκύπτουν, κυρίως, από τη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία, το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του δείγματος, και λόγω αυτών, την αδυναμία γενίκευσης των αποτελεσμάτων.

***

Σημεία αντεγκληματικής πολιτικής

[1] Προσπάθεια συστηματοποίησης του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ποινικής μεταχείρισης ανηλίκων στην Κύπρο, έλεγχος των δυνατοτήτων του, σε νομικό επίπεδο, και μελέτη πρότασης νομοσχεδίου για τη δικαιοσύνη ανηλίκων στην Κύπρο, και κατάρτιση σχεδίου συγκλίσεων και αποκλίσεων, αμφότερων, με την πρόταση Οδηγίας για τις δικονομικές εγγυήσεις για παιδιά που είναι ύποπτοι και κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες. Χάραξη χάρτη δράσεων στη βάση αυτών.

[2]  Πληρέστερη μελέτη στατιστικών δεδομένων σε σχέση με το νεανικό έγκλημα.

[3] Συνέχιση της εμπειρικής έρευνας με αναφορά στις θέσεις άλλων πληθυσμιακών ομάδων (δικαστές, αστυνομικοί, κρατούμενοι, μητέρες εφήβων, καθηγητές, έφηβοι, κλπ.), και συγκριτική συζήτηση και μετα-αναλύσεις.

[4]  Συντονισμένες διεπιστημονικές εκστρατείες ενημέρωσης των πολιτών για τα ζητήματα που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη ανηλίκων, και εντατικότερα του νομικού κόσμου, με περαιτέρω συναντήσεις εργασίας (π.χ. προσομοίωση διερευνητικής εξέτασης ανήλικων δραστών, κλπ.).

Γενικότερα

[5]  Κατάρτιση εγχειριδίων μεταχείρισης ανηλίκων δραστών από διάφορες επαγγελματικές ομάδες (δικηγόροι, δικαστές, αστυνομικοί, κλπ) σε διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας.

[6]  Δημιουργία ειδικών προγραμμάτων αναμόρφωσης και πιλοτική εφαρμογή τους.

[7] Δημιουργία ομάδας επιστημόνων για τη διασφάλιση, προώθηση, και παρακολούθηση εφαρμογής εναλλακτικών ποινών.

[8] Αναζήτηση προγραμμάτων χρηματοδότησης δράσεων σχετικά με τη δικαιοσύνη ανηλίκων και προσπάθεια εμπλοκής επιχειρηματικού κόσμου στις διάφορες δράσεις.

Βιβλιογραφία / αρθρογραφία

Αβδελά, Ε. (2013). “Νέοι εν κινδύνω”. Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο. Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.

Anderson, S., Bromley, C., & Given, L. (2005). Public attitudes towards young people and youth crime in Scotland: Findings from the 2004 Scottish social attitudes survey. Edinburgh: Scottish.

Bernard, T. J., & Kurlychek, M. C.  (2010). The cycle of juvenile justice. New York: Oxford University Press.

Cullen, F. T., Golden, K. M., & Cullen, J. B. (1983). Is child saving dead? Attitudes toward juvenile rehabilitation in Illinois. Journal of Criminal Justice, 11(1), 1-13.

Estrada, F. (2001). Juvenile violence as a social problem: Trends, media attention, and societal response. British Journal of Criminology, 41, 639-655.

Hough, M. & Roberts, J. V. (2004). Confidence in justice: An international review. Home Office. Research, Development and Statistics Directorate.

Hsieh, HF. & Shannon, S. E. (2005). Three approaches to qualitative content analysis. Qualitative Health Research, 15, 1277 – 1288.

John Howard Society of Alberta. (1998). Youth crime in Canada: Public perception vs. statistical information.

Kohlbacher, F. (2006). The use of qualitative content analysis in case study research. Forum Qualitative Sozialforschung, 7 (1) Art.21.  Middleton, C. (2011). Attitudes towards stalking: A sample from South Cyprus. Dissertation thesis: The University of Leicester.

Lovbakke, J. & Moley, S. (2007). Perceptions of crime and criminal justice: the relationship with lifestyle and socio-demographic factors. In: Jansson, K., Budd, S.,Lovbekke, J., Moley, S., & Thorpe, K. (Eds). Attitudes, Perceptions and Risks of Crime: Supplementary Volume 1 to Crime in England and Wales 2006/07 (Home Office Statistical Bulletin 19/07). London: Home Office.

Mayring, F. (2000). Qualitative content analysis. Forum Qualitative Sozialforschung, 1 (2) Art.20.

McCarthy, S. (2011). Perceptions of restorative justice in Ireland: The challenges of the way forward. Irish Probation Journal, 8, 185-199.

Moak, S. C. & Wallace, L. H. (2000). Attitudes of Louisiana practitioners toward rehabilitation of juvenile offenders. American Journal of Criminal Justice, 24, 271 – 285.

O’Connell, M. (1999). Is Irish public opinion towards crime distorted by media bias? European Journal of Communication, 14, 191-212.

Payne, B. K., Gainey, R. R., Triplett, R. A., & Danner, M. J. E. (2004). What drives punitive beliefs? : Demographic characteristics and justification for sentencing. Journal of Criminal Justice, 32, 195-206.

Pena, E. H. (1978). Introduction: The role of the Juvenile Court – Social or legal institution? Pepperdine Law Review, 5, 633-639.

Rim, S. Y., Trope, Y. & Hansen, J. (2013). What happens why? Psychological distance and focusing on causes versus consequences of events. Journal of Personality and Social Psychology, 104, 457– 472.

Roberts, J. V. & Hough, M. (2005). Understanding Public Attitudes to Criminal Justice. Berkshire: Open University Press.

Salerno, J. M., Najdowski, C. J., Stevenson, M. C., Wiley, T. R. A., Bottoms, B. L., Vaca, R., & Pimentel, P. S. (2010). Psychological mechanisms underlying support for juvenile sex offender registry laws: prototypes, moral outrage, and perceived threat. Behavioral Sciences & the Law, 28, 58-73.

Sanghara, K. K. & Wilson, J. C. (2006). Stereotypes and attitudes about child sexual abusers: A comparison of experienced and inexperienced professionals in sex offender treatment. Legal and Criminological Psychology, 11, 229-244.

Shelley, T. O., Waid, C. A., & Dobbs, R. R. (2011). The influence of criminal justice major on punitive attitudes. Journal of Criminal Justice Education, 22, 526-545.

Suppes, P. (1970). A probabilistic theory of causality. Amsterdam, the Netherland: North Holland.

Trope, Y. & Liberman, N. (2010). Construal-level theory of psychological distance. Psychological Review, 117, 440-463.

Weiner, B. (1985). “Spontaneous” causal thinking. Psychological Bulletin, 97, 74 – 84.

Zhang, Y., & Wildemuth, B. M. (2009). Qualitative analysis of content. In B. Wildemuth (Ed.), Applications of Social Research Methods to Questions in Information and Library.

Zimring, F. E. (2009). An American Travesty: Legal responses to adolescent sexual offending. London: The University of Chicago Press Ltd.

 

 

 

Lawyers’ perspectives on Juvenile Justice in Cyprus

Middleton, C. A., (2014)

(supervised by Akehurst, L., University of Portsmouth)

 

abstract

The study was set out to research the perceptions of Cypriot litigation lawyers about juvenile delinquency and justice in Cyprus. A written interview was conducted with a small sample of 14 voluntary participants. Their answers were analysed by inductive content analysis. For the analysis, 7 main thematic units were used to cover both juvenile delinquency and juvenile justice. These themes concerned the level of juvenile delinquency in Cyprus, its problematic dimensions and the infrastructure for prevention. Τhey also covered the issues of effectiveness of the current justice system when dealing with juvenile offenders and the recommended changes, as well as the necessity for separation of the juvenile justice system and judicial intervention. The implications of this study are important in understanding the distance between the perceptions of the legal profession and the recorded juvenile crime, as well as the psychological distance that lawyers keep in relation to juvenile delinquency. Their perceptions of juvenile justice could be considered in order to ensure or attempt the readiness of them to adopt the proposed reformations in Europe and Cyprus.

Θέσεις δικηγόρων για τη δικαιοσύνη ανηλίκων στην Κύπρο

Χ. Α. Μιτλεττον (2014)

(επιμέλεια: Akehurst, L., University of Portsmouth)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η έρευνα διενεργήθηκε για την εξέταση των απόψεων των Κύπριων δικηγόρων, δικαστηριακών υποθέσεων, σχετικά με τη νεανική παραβατικότητα και τη δικαιοσύνη ανηλίκων στην Κύπρο. Στην έρευνα συμμετείχε ένα μικρό δείγμα 14 εθελοντών. Οι θέσεις τους λήφθηκαν μέσω μιας γραπτής συνέντευξης, και οι απαντήσεις τους αναλύθηκαν με την μέθοδο της επαγωγικής ανάλυσης περιεχομένου. Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 7 θεματικές κατηγορίες για την διεξαγωγή της ανάλυσης, για να καλύψουν, αμφότερες, τη νεανική παραβατικότητα και τη δικαιοσύνη ανηλίκων. Αυτές οι θεματικές κατηγορίες αφορούσαν στο επίπεδο της νεανικής παραβατικότητας στην Κύπρο, τις προβληματικές του διαστάσεις, και την ύπαρξη υποδομής πρόληψης, και κάλυπταν, επίσης, τα ζητήματα της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου συστήματος δικαιοσύνης, όταν έχει να κάνει με ανήλικους δράστες, και τις προτεινόμενες αλλαγές, όπως και την ανάγκη ύπαρξης ενός ξεχωριστού συστήματος δικαιοσύνης ανηλίκων, και την ανάγκη δικαστικής παρέμβασης. Τα αποτελέσματα της έρευνας βοηθούν σημαντικά στην αντίληψη της διάστασης, μεταξύ των πεποιθήσεων του δικηγορικού επαγγέλματος και του πραγματικά καταγεγραμμένου νεανικού εγκλήματος, καθώς και της ψυχολογικής απόστασης των δικηγόρων, σε σχέση με τη νεανική παραβατικότητα. Οι θέσεις τους σχετικά με τη δικαιοσύνη ανηλίκων θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, ώστε, με τις κατάλληλες ενέργειες, να διασφαλιστεί ή να επιδιωχθεί η ύπαρξη ετοιμότητας για την υιοθέτηση των σκοπούμενων αναμορφώσεων, στην Ευρώπη και στην Κύπρο.

* Δικηγόρος, Κύπρος – Ανδρέας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, Νομική (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), MSc Health Care Ethics & Law (University of Liverpool), MSc Forensic & Legal Psychology (University of Leicester), MSc Child Forensics (Psychology & Law) (University of Portsmouth).

  1. Βλ. περί των Διεθνών Συμφώνων (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικός) Νόμος του 1969 (Ν. 14/1969), και περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν Υπό Κράτηση Νόμος του 2005 (Ν. 163(Ι)/2005). Ωστόσο, πρόσφατα δημιουργήθηκε ξεχωριστή πτέρυγα στις κεντρικές φυλακές για την κράτηση νεαρών ατόμων μέχρι και 21 ετών.
  2. Mayring, F. (2000). Qualitative content analysis. Forum Qualitative Sozialforschung, 1 (2) Art.20. Hsieh, HF. & Shannon, S. E. (2005). Three approaches to qualitative content analysis. Qualitative Health Research, 15, 1277 – 1288. Kohlbacher, F. (2006). The use of qualitative content analysis in case study research. Forum Qualitative Sozialforschung, 7 (1) Art.21. Middleton, C. (2011). Attitudes towards stalking: A sample from South Cyprus. Dissertation thesis: The University of Leicester. Zhang, Y., & Wildemuth, B. M. (2009). Qualitative analysis of content. In B. Wildemuth (Ed.), Applications of Social Research Methods to Questions in Information and Library.
  3. Lovbakke, J. & Moley, S. (2007). Perceptions of crime and criminal justice: the relationship with lifestyle and socio-demographic factors. In: Jansson, K., Budd, S.,Lovbekke, J., Moley, S., & Thorpe, K. (Eds). Attitudes, Perceptions and Risks of Crime: Supplementary Volume 1 to Crime in England and Wales 2006/07 (Home Office Statistical Bulletin 19/07). London: Home Office.
  4. O’Connell, M. (1999). Is Irish public opinion towards crime distorted by media bias? European Journal of Communication, 14, 191-212. Estrada, F. (2001). Juvenile violence as a social problem: Trends, media attention, and societal response. British Journal of Criminology, 41, 639-655.
  5. John Howard Society of Alberta. (1998). Youth crime in Canada: Public perception vs. statistical information. Hough, M. & Roberts, J. V. (2004). Confidence in justice: An international review. Home Office. Research, Development and Statistics Directorate. Roberts, J. V. & Hough, M. (2005). Understanding Public Attitudes to Criminal Justice. Berkshire: Open University Press. Αβδέλα, Ε. (2013). Νέοι εν κινδύνω”. Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο. Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.
  6. Salerno, J. M., Najdowski, C. J., Stevenson, M. C., Wiley, T. R. A., Bottoms, B. L., Vaca, R., & Pimentel, P. S. (2010). Psychological mechanisms underlying support for juvenile sex offender registry laws: prototypes, moral outrage, and perceived threat. Behavioral Sciences & the Law, 28, 58-73. Zimring, F. E. (2009). An American Travesty: Legal responses to adolescent sexual offending. London: The University of Chicago Press Ltd. Anderson, S., Bromley, C., & Given, L. (2005). Public attitudes towards young people and youth crime in Scotland: Findings from the 2004 Scottish social attitudes survey. Edinburgh: Scottish. Sanghara, K. K. & Wilson, J. C. (2006). Stereotypes and attitudes about child sexual abusers: A comparison of experienced and inexperienced professionals in sex offender treatment. Legal and Criminological Psychology, 11, 229-244.
  7. Weiner, B. (1985). “Spontaneous” causal thinking. Psychological Bulletin, 97, 74- 84.
  8. Trope, Y. & Liberman, N. (2010). Construal-level theory of psychological distance. Psychological Review, 117, 440-463.
  9. Suppes, P. (1970). A probabilistic theory of causality. Amsterdam, the Netherland: North Holland.
  10. Rim, S. Y., Trope, Y. & Hansen, J. (2013). What happens why? Psychological distance and focusing on causes versus consequences of events. Journal of Personality and Social Psychology, 104, 457– 472.
  11. Bernard, T. J., & Kurlychek, M. C. (2010). The cycle of juvenile justice. New York: Oxford University Press.
  12. Moak, S. C. & Wallace, L. H. (2000). Attitudes of Louisiana practitioners toward rehabilitation of juvenile offenders. American Journal of Criminal Justice, 24, 271-285.
  13. Βλ. και Cullen, F. T., Golden, K. M., & Cullen, J. B. (1983). Is child saving dead? Attitudes toward juvenile rehabilitation in Illinois. Journal of Criminal Justice, 11(1), 1-13, και McCarthy, S. (2011). Perceptions of restorative justice in Ireland: The challenges of the way forward. Irish Probation Journal, 8, 185-199.
  14. Payne, B. K., Gainey, R. R., Triplett, R. A., & Danner, M. J. E. (2004). What drives punitive beliefs? : Demographic characteristics and justification for sentencing. Journal of Criminal Justice, 32, 195-206.
  15. Pena, E. H. (1978). Introduction: The role of the Juvenile Court – Social or legal institution? Pepperdine Law Review, 5, 633-639.
  16. Shelley, T. O., Waid, C. A., & Dobbs, R. R. (2011). The influence of criminal justice major on punitive attitudes. Journal of Criminal Justice Education, 22, 526-545.