Θεραπεία χρηστών και παραβατικότητα: Κρίση εν μέσω κρίσης

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΠΥΡΟΥ / ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΥΤΑΣ

 Θεραπεία χρηστών και παραβατικότητα:

Κρίση εν μέσω κρίσης

 

Σταματης Σπυρου* / Νικολαος Πλυτας**

 

Εισαγωγή

Οι τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες έχουν επιδράσει αρνητικά στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό με αποτέλεσμα να καταγράφονται σημαντικές αλλαγές στο πληθυσμό των εξαρτημένων χρηστών. Η παραβατικότητα παραμένει ένας εύκολος τρόπος επιβίωσης του πληθυσμού αυτού όπως αποτυπώνεται ανάγλυφα σε χρήστες με έντονο ιστορικό εμπλοκής με τις διωκτικές και δικαστικές αρχές. Το Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων Ελεώνα Θηβών (εφεξής ΚΑΤΚΕΘ), με φορέα υλοποίησης το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διανύει περίπου 13 χρόνια θεραπευτικής πορείας και αποτελεί ένα «διαφορετικό» κατάστημα κράτησης, όπου η κοινοτική θεραπεία εξαρτημένων χρηστών συνυπάρχει και εφαρμόζεται ως ένα ιδιόμορφο πλαίσιο φυλακής. Παρότι η αντιμετώπιση της εξάρτησης αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο του θεραπευτικού αυτού πλαισίου, σταδιακά η παραβατικότητα των θεραπευομένων προέκυψε ως μία δεύτερη εξίσου σημαντική «συμπεριφορά», η οποία χρήζει αναγνώρισης και παράλληλης αντιμετώπισης. Αρκετοί χρήστες, ειδικότερα κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του θεραπευτικού προγράμματος, ανέφεραν ότι η μακροχρόνια εμπλοκή τους, είτε σε παραβατικές πράξεις είτε στον ευρύτερο χώρο της παρανομίας, αποτέλεσε σημαντική πρόκληση από την οποία η αποχή δεν ήταν δυνατή. Ο μη παραβατικός τρόπος ζωής φαίνεται ότι δεν προϋποθέτει μόνο την ύπαρξη νόμιμης εργασίας, αλλά συχνά απαιτεί μία ολοκληρωμένη παρέμβαση σε συνδυασμό με την απεξάρτηση. Η υιοθέτηση αυστηρών κανόνων και η έντονη αίσθηση δύναμης και εξουσίας στο χώρο της παρανομίας και της φυλακής αποτελούν σθεναρά εμπόδια στη διακοπή της παραβατικής συμπεριφοράς και επιστροφή στη νομιμότητα.

Με κίνητρο τη διαπίστωση αυτή καθώς και αρκετά άλλα χαρακτηριστικά του πληθυσμού των έγκλειστων χρηστών (ιστορικό ανήλικης εγκληματικότητας, οικογενειακό ιστορικό και συχνοί προηγούμενοι εγκλεισμοί), λειτουργεί τα τελευταία οκτώ χρόνια στο ΚΑΤΚΕΘ θεραπευτική ομάδα παραβατικότητας με στόχο την αναζήτηση των αιτίων συμμετοχής των χρηστών σε πράξεις παραβατικού χαρακτήρα, τη πιθανή ύπαρξη και διερεύνηση νεανικής παραβατικής συμπεριφοράς και την περαιτέρω αναζήτηση ενός νέου τρόπου ζωής. Κατόπιν τούτου, στο παρόν άρθρο πρόκειται να εξεταστεί η θεραπευτική προσέγγιση της παραβατικότητας των χρηστών σε ένα κοινοτικό θεραπευτικό πλαίσιο απεξάρτησης. Στο πλαίσιο αυτό η εργασία αποσκοπεί να περιγράψει το πλαίσιο λειτουργίας του ΚΑΤΚΕΘ και να παρουσιάσει ποιοτικά στοιχεία που αφορούν την εμπλοκή του πληθυσμού αυτού με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης (εφεξής ΣΠΔ). Η βιβλιογραφική ανασκόπηση της σχέσης χρήση και παραβατική συμπεριφορά καθώς και οι στόχοι της ομάδας παραβατικότητας θα συνδεθούν με το φαινόμενο της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Ο παρών τίτλος αποδίδει το διπλό χαρακτήρα της «κρίσης»: προσωπική και κοινωνική. Σημειώνεται ότι οι συγγραφείς του παρόντος άρθρου είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία της ομάδας αυτής η οποία είναι πλέον υποχρεωτική για όλα τα μέλη του θεραπευτικού προγράμματος.

Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων

Παρά το γεγονός ότι η υφιστάμενη νομοθεσία προβλέπει δυνατότητα θεραπείας σε εξαρτημένους έγκλειστους παραβάτες, συχνά η θεραπεία στα καταστήματα κράτησης παραβλέπεται και αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα ή δίνεται προτεραιότητα στον εγκλεισμό[1]. Είναι γεγονός, όπως καταδεικνύουν αρκετές έρευνες, ότι η συμμετοχή εξαρτημένων χρηστών σε θεραπευτικά προγράμματα κατά τον εγκλεισμό περιορίζει τον κύκλο εξάρτησης και εγκληματικότητας ενώ αντίθετα, η παραμονή στη φυλακή τείνει στη διαιώνισή του[2]. Το KATKΕΘ είναι ένα στεγνό, εθελοντικό, πολυφασικό θεραπευτικό πρόγραμμα διάρκειας συμμετοχής δύο ετών περίπου. Το θεραπευτικό αυτό πρόγραμμα στοχεύει στη σωματική και ψυχική απεξάρτηση εγκλείστων χρηστών, στην αποχή από παραβατικές συμπεριφορές, στην υιοθέτηση ενός νόμιμου, καθαρού τρόπου ζωής, στην οργάνωση εκπαίδευσης και κατάρτισης των θεραπευομένων, στην πρόληψη της υποτροπής και στην κοινωνική επανένταξη τους. Περιληπτικά, η πρώτη φάση του θεραπευτικού προγράμματος (φάση προετοιμασίας/κινητοποίησης), δίμηνης τουλάχιστον διάρκειας, πραγματοποιείται σε φυλασσόμενο χώρο του ΚΑΤΚΕΘ, όπου τηρούνται οι ισχύοντες κανόνες κράτησης οι οποίοι προβλέπονται από το Σωφρονιστικό Κώδικα και τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας Καταστημάτων Κράτησης, σε συνδυασμό με θεραπευτικές ομαδικές παρεμβάσεις (κινητοποίηση). Η δεύτερη φάση του προγράμματος πραγματοποιείται σε διαφορετικό χώρο του Καταστήματος διάρκειας τουλάχιστο τεσσάρων μηνών. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται ως μεταβατική, συνδυάζει το σωφρονισμό με τη θεραπεία και έχει ως στόχο τη συνέχιση της κινητοποίησης και της ενίσχυσης του κινήτρου καθώς και τη σταδιακή αλλαγή της συμπεριφοράς του κρατουμένου από «φυλακισμένο» σε «θεραπευόμενο». Στη φάση αυτή ζητείται από το μέλος να αποκοπεί από δύο αρκετά γνώριμους σ’ αυτόν τρόπους ζωής: της πιάτσας και της φυλακής. Ομαδικές και ατομικές θεραπευτικές καθημερινές διαδικασίες σε συνδυασμό με την υποχρεωτική συμμετοχή του χρήστη σε εργασία, χαρακτηρίζουν τη φάση αυτή.

Ακολουθεί η τρίτη «κοινοτική φάση», διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών, η οποία χαρακτηρίζεται ως φάση ψυχικής απεξάρτησης και πραγματοποιείται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Καταστήματος. Στο στάδιο αυτό εφαρμόζονται οι βασικές αρχές των θεραπευτικών κοινοτήτων και οι κανόνες που διέπουν τη θεραπεία. Η οργάνωση και λειτουργία της κοινότητας, αναφορικά με τις ανάγκες των μελών, τις σχέσεις με το πλαίσιο, την οργάνωση και τη διαχείριση του χώρου, αποτελεί ευθύνη των θεραπευομένων. Η τέταρτη και τελευταία φάση, διάρκειας δεκαοκτώ τουλάχιστον μηνών, είναι αυτή της κοινωνικοποίησης και στοχεύει στην προώθηση και επανένταξη του θεραπευομένου στη κοινωνία. Πραγματοποιείται σε μισθωμένο διαμέρισμα του φορέα υλοποίησης στην Αθήνα. Εκεί επιχειρείται η εκ νέου οργάνωση της ζωής του σε νέες βάσεις με απώτερο στόχο ένα διαφορετικό καθαρό τρόπο ζωής.

Ναρκωτικά και Εγκληματικότητα

Η παραβατικότητα παραμένει αναπόσπαστο και παράλληλο στοιχείο του τρόπου ζωής των χρηστών αφού θέτει την υιοθέτηση ενός αυστηρού συστήματος αξιών και κανόνων. Αυτό τείνει να είναι ένα σθεναρό εμπόδιο και μια συνεχή αντίσταση στην αντιμετώπιση της εξάρτησης και την ολοκληρωτική αλλαγή του χρήστη: οι εγκληματικές ευκαιρίες είναι αρκετές, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, αφού οι επιλογές του χρήστη για νόμιμη εξασφάλιση χρημάτων σταδιακά περιορίζονται. Οι χρήστες καταφεύγουν σε παράνομες πράξεις, διακίνηση ή κλοπές, για να εξασφαλίσουν ναρκωτικά και να συντηρήσουν ένα τρόπο ζωής ασύμβατο με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Ο τρόπος ζωής του χρήστη έχει αρκετές διακυμάνσεις καθώς η παρανομία δεν έχει σταθερές οικονομικές απολαβές λόγω αστάθμητων παραγόντων. Η αποταμίευση των εσόδων, είτε για έναν επερχόμενο εγκλεισμό είτε για τη νομιμοποίηση τους, είναι συχνή μεταξύ έμπειρων διακινητών. Η παραβατικότητα είναι και παραμένει μια εύκολη λύση για την οικονομική στήριξη του χρήστη η οποία σταδιακά συνυπάρχει με την εξάρτηση.

Βιβλιογραφικά αναφέρονται δύο ουσιαστικές κατηγορίες παραγόντων στην ερμηνεία της σχέσης ναρκωτικών και εγκλήματος. Αρχικά, οι ιστορικοί και εξελικτικοί ατομικοί παράγοντες καθώς και οι τρέχοντες περιστασιακοί, οι οποίοι σχεδιάζονται, ελέγχονται και διαμορφώνονται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και περιστάσεις. Η πρώτη κατηγορία σχετίζεται με τον κίνδυνο που αναλαμβάνει το άτομο κατά την εμπλοκή του στη χρήση/διακίνηση ναρκωτικών και σε άλλες συναφείς εγκληματικές πράξεις. Οι παράγοντες αυτοί έχουν κατά κύριο λόγο διαπιστωτικό χαρακτήρα και αφορούν το καθορισμό της συμπεριφοράς του χρήστη υπό το πρίσμα ατομικών, κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων. Η δεύτερη κατηγορία εστιάζεται σε περιβαλλοντικούς και περιστασιακούς παράγοντες. Η αντίληψη αυτή εξηγεί τη συμμετοχή του δράστη σε συγκεκριμένα γεγονότα ή πράξεις και όχι σε άλλες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και το έγκλημα. Παρά το διαχωρισμό αυτό, υπάρχουν αρκετές επιμέρους μεταβλητές που ανήκουν και στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες[3].

Η εγκληματικότητα, η οποία σχετίζεται με τα ναρκωτικά, έχει πιθανώς μια «ψυχοφαρμακευτική» αιτιολογία, καθώς αρκετές αξιόποινες πράξεις των χρηστών διαπράττονται υπό την επήρεια ψυχοδραστικής ουσίας. Αρκετές παραβάσεις από χρήστες ουσιών έχουν κατά κύριο λόγο οικονομικά κίνητρα και στοχεύουν στην εξασφάλιση χρημάτων και κατ’ επέκταση στην αγορά ναρκωτικών ουσιών. Ορισμένα «συστημικά εγκλήματα» διαπράττονται στο πλαίσιο της λειτουργίας των παράνομων αγορών όπως: διακίνηση, μεταφορά και αποθήκευση ναρκωτικών[4]. Η κατηγοριοποίηση αυτή προκύπτει από διαφορετικά ερμηνευτικά μοντέλα[5]. Αρχικά, το ψυχοφαρμακολογικό μοντέλο αποδίδει την εγκληματικότητα στη τοξική επίδραση της ουσίας στον οργανισμό του χρήστη, το οικονομικό-αναγκαστικό δίδει έμφαση στην εξάρτηση και στην ανάγκη για εξεύρεση χρημάτων και αγορά της ουσίας, το συστημικό υπογραμμίζει το παράνομο κύκλωμα αγοράς ναρκωτικών, το οποίο υποκινεί βίαιη εγκληματικότητα, το τριμερές περικλείει τα προηγούμενα τρία. Τέλος το πρότυπο της αντίστροφης αιτιότητας, σύμφωνα με το οποίο η εγκληματική συμπεριφορά οδηγεί στη κατάχρηση ουσιών. Δύο γενικότερα πρότυπα ερμηνεύουν τη παράλληλη σχέση της εγκληματικής συμπεριφοράς των χρηστών. Το ψυχοπαθολογικό μοντέλο δίδει έμφαση στις διαταραχές της προσωπικότητας, οι οποίες ωθούν στη χρήση και στην εγκληματική δράση και το ψυχοκοινωνικό το οποίο εστιάζεται σε ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που γεννούν ένα σύνδρομο παρέκκλισης, το οποίο προηγείται της χρήσης και της εγκληματικότητας.

Αν η χρήση ουσιών είναι η αιτία για εγκληματική συμπεριφορά υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η εγκληματική συμπεριφορά είναι υπεύθυνη ή κατά μια έννοια διευκολύνει τη χρήση κάτω από άλλες ετερόκλιτες συνθήκες. Η υπό έρευνα σχέση είναι μονόδρομη μέσα από δύο αιτιολογικές ερμηνείες. Η χρήση προκαλεί το έγκλημα και είναι το κύριο αποτέλεσμα της εγκληματικής συμπεριφοράς του χρήστη. Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει ότι η χρήση οδηγεί σε εγκληματικές πράξεις και η εγκληματικότητα συνοδεύει τη χρήση ή την κατάχρηση. Μια τρίτη πιθανή εξήγηση, εξίσου σημαντική, είναι ότι η εγκληματική συμπεριφορά και η χρήση έχουν χαρακτήρα αμφίδρομο. Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, έχει καταγραφεί η άποψη ότι η σχέση εγκλήματος και ναρκωτικών οφείλει την ύπαρξή της στην επίδραση μιας τρίτης μεταβλητής, σύμφωνα με την οποία οι υπό έρευνα πράξεις δεν σχετίζονται[6].

Η συσχέτιση ναρκωτικών και εγκλήματος θεωρεί δεδομένο ότι η χρήση είναι η αφορμή για την εγκληματική συμπεριφορά του χρήστη[7]. Η χρήση, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις λεγόμενες χημικές ναρκωτικές ουσίες, επιδρά αρνητικά και μεταβάλλει τη δυνατότητα του προσώπου να αξιολογεί, να ελέγχει και να ανακόπτει τάσεις βίαιης συμπεριφοράς. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί στόχο αρκετών ερευνών από τις οποίες ανάγεται το συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο ποσοστό επιθέσεων και ανθρωποκτονιών (βίαιης εγκληματικότητας), σχετίζεται με κατάχρηση ουσιών από τον δράστη[8]. Η χρήση κοκαΐνης και αμφεταμινών συνδέεται με εγκληματικές ενέργειες, οι οποίες περιγράφονται και ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα της χρήσης των ουσιών αυτών. Η επιθετικότητα των χρηστών κοκαΐνης, αν και πιθανώς αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς τους, είναι δυνατόν να ωθήσει επιπλέον στην τέλεση εγκληματικών πράξεων. Η χρήση διεγερτικών ουσιών διευκολύνει πράξεις με υψηλό βαθμό επικινδυνότητας καθώς ολοκληρώνονται σε περιορισμένο χρόνο και κάτω από συγκεκριμένες και προσχεδιασμένες συνθήκες (π.χ. ληστείες τραπεζών, κλοπές ή διαρρήξεις). Παρότι ο Arnao[9] αναφέρει ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι διεγερτικές ουσίες χρησιμοποιούνται συχνά πριν από κλοπές ή ληστείες, ωστόσο δεν έχει αποδειχθεί ότι οι πράξεις αυτές είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της χρήσης[10] ή ότι αποτελούν έστω έναν διευκολυντικό παράγοντα. Τα ναρκωτικά προκαλούν εγκληματική συμπεριφορά, σύμφωνα με μια άλλη τοποθέτηση, καθώς το κόστος των παράνομων ναρκωτικών ουσιών σε διάφορες αγορές συντελεί στο έγκλημα. Η διαπίστωση αυτή επαληθεύεται από διάφορες μελέτες σε εξαρτημένους χρήστες. Οι συνθήκες εγκληματικότητας, στις οποίες είναι αναγκασμένοι να ζουν οι εξαρτημένοι και ιδιαίτερα οι χρήστες ηρωίνης, οφείλονται στο συνεχώς αυξανόμενο κόστος της ουσίας που προκύπτει από τις ανάγκες για μεγαλύτερες δόσεις. Αρκετοί χρήστες εξασφαλίζουν την ουσία από παράνομες αγορές καθώς τελούν αξιόποινες πράξεις κατά της ιδιοκτησίας και εμπορεύονται ναρκωτικές ουσίες[11].

Η μετατροπή χρηστών σε μικροπωλητές ναρκωτικών και η συμμετοχή τους σε ένα τριχοειδές σύστημα διακίνησης, αποδεικνύεται από τη συχνή διακίνηση μεμονωμένων δόσεων ή μικρών ποσοτήτων εξαιτίας του υψηλού κόστους της ναρκωτικής ουσίας. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα σχετικά ευρύ επίπεδο μικρο-εγκληματικότητας στην παράνομη αγορά ναρκωτικών, το οποίο τείνει να λειτουργεί με μια επαρκώς σχεδιασμένη αλληλοκάλυψη[12]. Η πλειονότητα των εγκλείστων για αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας, συγκεκριμένα το 90%, σε φυλακές της Αυστραλίας ανέφερε τακτική χρήση ηρωίνης και αναγνώρισε συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις ως κύριο μέσο στήριξης του εθισμού. Η παράνομη διακίνηση ηρωίνης συνδυάζεται με την παρατεταμένη αποχή του χρήστη-διακινητή από την αγορά εργασίας ή συχνότερα την περιστασιακή συμμετοχή του σε αυτή. Σταδιακά, ο όρος «εργασία» στη γλώσσα των χρηστών νοείται ή παραπέμπει σε σχεδιασμό διακίνησης ναρκωτικών ή συμμετοχή σε άλλες παράνομες πράξεις.

Ο Votey[13] διαπίστωσε σημαντική στατιστική συσχέτιση μεταξύ χρήσης και οικονομικών εγκλημάτων. Μακροχρόνιες έρευνες σε ηρωινομανείς που διεξήχθησαν στη Βαλτιμόρη,[14] στη Νότια Καλιφόρνια[15] και στη Μεγάλη Βρετανία[16] επιβεβαίωσαν την άποψη ότι τα ναρκωτικά προκαλούν έγκλημα, καθώς προέκυψε ότι και οι εγκληματικές πράξεις των χρηστών έχουν ένα ιδιαίτερα έντονο οικονομικό κίνητρο. Οι εγκληματικές πράξεις ήταν περισσότερες σε περιόδους συχνής χρήσης και λιγότερες σε χρονικές στιγμές αποχής από τη χρήση. Η αγορά και η πώληση ναρκωτικών ουσιών συντελεί στην εγκληματικότητα και παραμένει ασύνδετη με τα άμεσα φυσικά ή οικονομικά αποτελέσματα της χρήσης. Η διακίνηση ουσιών συνδέεται με τη βία που έχει καταγραφεί συχνά στο χώρο αυτό. Ενδεικτικά οι McBride, Burgman-Habermehl, Alpert and Chitwood[17], κατέληξαν ότι η μία στις τέσσερις ανθρωποκτονίες που είχαν διαπιστωθεί στην επαρχία Dade του Maimi της Φλόριδας από το 1978 έως το 1982 οφείλεται σε συγκρούσεις και διαφορές, οι οποίες συνδέονται με την εισαγωγή, διανομή ή πώληση ναρκωτικών[18].

Αρκετές έρευνες καταδεικνύουν ότι ένα μεγάλο ποσοστό χρηστών που υποβάλλονται σε θεραπεία έχουν εμπλακεί με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Μελέτες στην Ελλάδα[19]και στην Αγγλία[20], σε άτομα που έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα και έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση, καταδεικνύουν ότι οι χρήστες είναι πολύ πιθανότερο να έχουν διαπράξει διάφορους τύπους εγκλημάτων σε σύγκριση με τους μη χρήστες. Τα αδικήματα κατά της περιουσίας εντοπίζονται ως ο συχνότερος τύπος εγκληματικής πράξης που διαπράττεται από εξαρτημένους χρήστες[21]. Αναφορικά με τη σύνδεση της χρήσης ναρκωτικών και της εγκληματικότητας, η μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε πληθυσμό κρατουμένων στην Ιρλανδία[22] κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο ποσοστό ανδρών και γυναικών ισχυρίστηκαν ότι ήταν υπό την επήρεια ουσιών όταν τέλεσαν το αδίκημα για το οποίο φυλακίστηκαν. Ο Millar[23] διερεύνησε παραβατικούς εφήβους και κατέληξε ότι το 42% των περιπτώσεων της παράβασης συνδέονταν με τη χρήση αλκοόλ, 17% ναρκωτικών και 4% και με τα δύο. Ο ερευνητής κατέληξε ότι το αλκοόλ τείνει να συνδέεται περαιτέρω με αδικήματα κατά της δημόσιας τάξης ενώ τα ναρκωτικά συνδυάζονται με ληστείες. Οι μελέτες αυτές εστιάζονται σε συγκεκριμένους κοινωνικούς πληθυσμούς και ποικίλουν ανάλογα με το ναρκωτικό. Κατόπιν τούτου, είναι ιδιαίτερα επισφαλές να εντοπιστεί αξιόπιστη σύνδεση, ιδίως αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της χρήσης και της εγκληματικότητας[24].

Είναι γεγονός ότι η διακίνηση και η γενικότερη τέλεση εγκληματικών πράξεων απαιτεί κατάλληλες περιστάσεις, ευκαιρίες και στόχους. Οι επιλογές του δράστη καθορίζονται από παράγοντες, οι οποίοι περιγράφουν τη σχέση ναρκωτικών και εγκλήματος. Εκτός από τη διερεύνηση της σχέσης αυτής, υπό το μεθοδολογικό πρίσμα αιτίας και αποτελέσματος, παρατηρείται αλληλεπίδραση ανάμεσα στον τρόπο ζωής του χρήστη και στις υπό έρευνα συμπεριφορές. Αν και σύμφωνα με τον Walters, υπάρχουν αρκετές επιφανειακές διαφορές στον τρόπο ζωής του εγκληματία και του χρήστη ουσιών σε σχέση με την καθημερινότητα, το τελετουργικό της χρήσης και του τρόπου σκέψης του δράστη φαίνεται να σχετίζονται μεταξύ τους[25]. Ουσιαστική παράμετρος στη διερεύνηση των παραγόντων αυτών είναι η οικονομική κατάσταση του χρήστη. Η σχέση, μεταξύ οικονομικής κατάστασης και προδιάθεσης του χρήστη να εμπλακεί στη διακίνηση ή και σε άλλες εγκληματικές πράξεις, είναι πολυσύνθετη και χρήζει ουσιαστικής εγκληματολογικής διερεύνησης. Ο Faupel υποστηρίζει ότι η οικονομική κατάσταση του χρήστη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, αφού κατά την εμπλοκή του με τις ουσίες, η εύρεση χρημάτων είναι δυνατό να οδηγήσει στην αύξηση της χρήσης. Κάτω από διάφορες περιστάσεις, η οικονομική κατάσταση έχει ελάχιστη επίδραση στην κατανάλωση και τη διακίνηση ναρκωτικών. Τα χρήματα αποτελούν τόσο το κίνητρο όσο και το μέσο με το οποίο η συμμετοχή του χρήστη σε παράνομες πράξεις αυξάνεται ή μειώνεται[26]. Στο συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε ο Inciardi[27]«The Drugs Crime Connection» ο Goldstein[28] σημειώνεται ότι η χρήση είναι μια επιλογή που εξαρτάται από την εξοικείωση του χρήστη με τις ουσίες, την πρόσβασή του σε οικονομικές πηγές για την εξασφάλιση της ουσίας και την ευκαιρία για αγορά και προετοιμασία. Η διακίνηση ναρκωτικών έχει αναμφίβολα οικονομικό κίνητρο και καθίσταται εφικτή μόνο μέσα από ένα κατάλληλο ανθρώπινο δίκτυο, τα μέλη του οποίου έχουν μεταξύ τους αρκετή εμπιστοσύνη[29].

Παραβατικότητα Εγκλείστων Χρηστών

Η ενότητα θα παρουσιάσει περιγραφικά ποσοτικά στοιχεία για την παραβατικότητα έγκλειστων χρηστών και την εμπλοκή τους με το ΣΠΔ. Τα στοιχεία αυτά αντλήθηκαν από δείγμα Ν=821 εγκλείστων που ζήτησαν βοήθεια στους δύο συμβουλευτικούς σταθμούς του ΚΑΤΚΕΘ (Γ.Κ.Κ.Ε.Θ [Γυναικείες Φυλακές] και Κ.Κ.Κορυδαλλού) ή συμμετείχαν στο θεραπευτικό πρόγραμμα τα τελευταία δέκα έτη (από 2005 έως σήμερα ). Ο πληθυσμός των εγκλείστων που απευθύνθηκαν στον Συμβουλευτικό Σταθμό του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού είναι αρκετά υψηλότερος καθώς για λόγους ομαλής λειτουργίας του Καταστήματος έχει καταστεί ανέφικτη η διαδικασία συνέντευξης (intake) των κρατούμενων χρηστών που συμμετέχουν στις ομάδες του Συμβουλευτικού. Τα ποσοτικά στοιχεία συλλέχθηκαν με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου τύπου ASI (Addiction Severity Index), κατά τη διάρκεια της συνέντευξης από μέλος της θεραπευτικής ομάδας του ΚΑΤΚΕΘ. Τα δεδομένα καταχωρήθηκαν και αναλύθηκαν στο στατιστικό πακέτο SPSS (Statistical Package of Social Science). Ως προς το χαρακτήρα της παραβατικότητας του πληθυσμού αυτού, αρκετοί δήλωσαν ότι υπάρχει απόκλιση σε ό,τι αφορά το αδίκημα για το οποίο έχουν φυλακισθεί κατά την τρέχουσα φυλάκισή τους και τη γενικότερη εμπλοκή τους σε πράξεις παραβατικού χαρακτήρα. Αρκετοί χρήστες περιγράφουν μια σχετική αποκλειστικότητα σε ό,τι αφορά τις εγκληματικές πράξεις που τελούσαν, χωρίς όμως αυτό να είναι δεσμευτικό.

Η πλειονότητα του δείγματος ήταν άνδρες (82%) με μέσο όρο ηλικίας τα 34 έτη. Το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος είχε καταδικαστεί για παραβάσεις σχετικές με το νόμο περί ναρκωτικών (81%) καθώς το 15% είχε τελέσει αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Μόνο το 2% του συνολικού δείγματος της μελέτης δήλωσε ότι είχε τελέσει παραβάσεις σχετικές με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών αλλά και κατά της ιδιοκτησίας (κλοπές ή και ληστείες). Το υπόλοιπο δήλωσε οικονομικά αδικήματα, μαστροπεία και άλλες αξιόποινες πράξεις. Ως προς το φύλο, οι γυναίκες του δείγματος είχαν καταδικαστεί για αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας αλλά και για άλλα αδικήματα (οικονομικού χαρακτήρα) σε ποσοστό περισσότερο από τους άνδρες. Αναλυτικά, το 37% των γυναικών δήλωσαν παραβατικότητα μη σχετική με παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών σε σχέση με τους άνδρες όπου το αντίστοιχο ποσοστό κυμάνθηκε στο 18%.

Οι αλλοδαποί του δείγματος (Ν=255) είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή σε πράξεις διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (92%). Το 25% των ημεδαπών του δείγματος (Ν=576) δήλωσαν ότι είχαν καταδικασθεί για αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Εκτός από τη καταγωγή του δράστη και το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, η υποτροπή (προηγούμενος εγκλεισμός/εγκλεισμοί) συσχετίσθηκε με την τρέχουσα παραβατικότητα των συμμετεχόντων. Από τους ερωτηθέντες που δήλωσαν ότι είχαν προηγούμενους εγκλεισμούς (υπότροποι Ν=461), το 25% είχαν τελέσει αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό που είχε καταδικασθεί για αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας (89%) δήλωσε ενέσιμη χρήση σε αντίθεση με αυτούς που είχαν καταδικασθεί για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 51%. Η συνολική διάρκεια χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών (ηλικία έναρξης έως το χρόνο της συνέντευξης) δεν κατέδειξε ουσιαστικές διαφορές ως προς το αδίκημα. Μόνη εξαίρεση ήταν η χρονική κατηγορία 30-40 έτη χρήσης (Ν=74), όπου το 88% δήλωσε ότι είχε τελέσει παραβάσεις σχετικές με ναρκωτικά. Η υποτροπή και η γενικότερη εμπλοκή των θεραπευομένων με το ΣΠΔ, προηγούμενος εγκλεισμός ή εγκλεισμοί, αποτελεί ερευνητικό στοιχείο στη σχέση ναρκωτικών και εγκλήματος. Από τους ερωτηθέντες της έρευνας προέκυψε ότι ο Μ.Ο των προηγούμενων εγκλεισμών με μονάδα μέτρησης τους μήνες, κατ’ εκτίμηση των συμμετεχόντων, ήταν περίπου 4,5 έτη (53 μήνες). Σημειώνεται ότι ο χρόνος αυτός είναι πραγματικός χρόνος παραμονής, χωρίς τον ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής, στο Κατάστημα κράτησης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των υπότροπων (48%) είχαν φυλακισθεί κατά το παρελθόν για μια φορά. Από δύο έως και τρεις προηγούμενους εγκλεισμούς το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 35%.

Εκτός από την υποτροπή, οι θεραπευόμενοι ρωτήθηκαν σχετικά με την προηγούμενη εμπλοκή τους, προσωπική ή οικογενειακή, είτε με το ΣΠΔ (π.χ., σύλληψη) είτε σε εγκλεισμό. Επιπροσθέτως διερευνήθηκαν αποκλίνουσες πράξεις κατά την εφηβική ηλικία. Η πρόσθεση των ερωτήσεων αυτών στο υπάρχον ερωτηματολόγιο έγινε σχετικά πρόσφατα. Κατόπιν τούτου το δείγμα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι ερωτήσεις είναι αρκετά μικρότερο (Ν=42). Το 12% του δείγματος είχε φυλακισθεί στο παρελθόν σε Κατάστημα κράτησης ανηλίκων. Είναι ενδιαφέρον ότι ένα υψηλό ποσοστό, το 31% των ερωτηθέντων, δήλωσαν ότι τα αδέλφια τους είχαν συλληφθεί καθώς το 19% ανέφεραν ότι κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειάς τους είχε συλληφθεί κατά το παρελθόν. Ως προς το οικογενειακό ιστορικό εγκλεισμών, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν: το 17% του δείγματος είχε αδέλφια που είχαν φυλακισθεί και το 14% δήλωσε ότι κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειας τους είχε επίσης φυλακισθεί. Εκτός από τη σχέση του πληθυσμού αυτού με το ΣΠΔ διερευνήθηκαν τυχόν αποκλίνουσες συμπεριφορές: όπως απόδραση από το σχολείο, συμμετοχή σε παραβατικές ομάδες, ανάμειξη σε καυγάδες, κακοποίηση ζωών, τυχερά παιχνίδια, καταστροφή αντικειμένων, μικροκλοπές, ψέματα και διαμονή εκτός σπιτιού χωρίς την άδεια των γονέων. Οι επιλογές ήταν: συχνά, σπάνια, σχεδόν ποτέ ή ποτέ. Ως προς την κακοποίηση ζώων, η συχνότητα της πράξης ήταν ασήμαντη. Στις υπόλοιπες συμπεριφορές καταγράφηκαν υψηλά ποσοστά. Συχνή απουσία από το σχολείο δήλωσε το 55%, τακτική συμμετοχή σε ομάδες παραβατικού χαρακτήρα το 45%, διαρκείς διαπληκτισμούς ανέφερε το 55%, το 31% δήλωσε ότι έπαιζε τακτικά τυχερά παιχνίδια, συνεχή καταστροφή αντικειμένων το 21%, το 50% ανέφερε συχνές μικροκλοπές, το 67% δήλωσε ότι πολλές φορές έλεγε ψέματα και τέλος το 55% συχνά έμενε εκτός σπιτιού χωρίς να ενημερώνει τους γονείς του.

Τα στοιχεία του πληθυσμού που περιγράφηκαν, αναφορικά με τη μελέτη της σχέσης ναρκωτικών και εγκλήματος, καταδεικνύουν ότι ένα υψηλό ποσοστό χρηστών τελούν συχνά εγκληματικές πράξεις. Η διακίνηση ναρκωτικών και τα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας έχουν κίνητρο το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Τα χρήματα, ανάμεσα σε χρήστες, μετατρέπονται σε ναρκωτικά αφού η ουσία αποτελεί καθημερινή ζωτική ανάγκη. Η εμπλοκή των χρηστών με το ΣΠΔ αυξάνεται σταδιακά όσο η χρήση γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο του τρόπου ζωής τους. Η παραβατικότητα αρχίζει κατά την εφηβική ηλικία συχνότερα ως σύλληψη και σχετικά λιγότερο συχνά με εγκλεισμό σε καταστήματα κράτησης ανηλίκων. Ο εγκλεισμός σε φυλακές ανηλίκων αποτελεί εκκίνηση της παραβατικής συμπεριφοράς των χρηστών. Οι αποκλίνουσες συμπεριφορές κατά τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας είναι ουσιαστικές καθώς από το σχετικά μικρό δείγμα τα στοιχεία κατέδειξαν υψηλά ποσοστά σε πράξεις απείθειας και μικρο-παραβατικού χαρακτήρα.

Ομάδα Παραβατικότητας

Η ομάδα παραβατικότητας προστέθηκε στο υπάρχον θεραπευτικό πλαίσιο του ΚΑΤΚΕΘ ως μια περαιτέρω διορθωτική προσέγγιση πλην εκείνης που επικεντρώνεται στην χρήση των απαγορευμένων ουσιών. Είναι γεγονός ότι οι θεραπευόμενοι τις περισσότερες φορές θεωρούν την παραβατικότητα απότοκο της χρήσης ενώ πολλές φορές μοιάζει να συμβαίνει το αντίθετο. Η χρήση μοιάζει να «επικάθεται» σε εκτός ορίων συμπεριφορές οι οποίες εμφανίζονται από την εφηβεία και συντηρείται κατόπιν είτε ως ανάγκη δια της εξαρτήσεως, είτε ως γενεσιουργό αίτιο της παραβατικότητας, ταυτοχρόνως γινόμενη το τέλειο άλλοθι και ο απαλλακτικός χαρακτηρισμός του «μη δυνάμενου».

Η ομάδα λειτουργεί με βάση την προσωπική αφήγηση και τις όποιες ταυτίσεις γίνονται μεταξύ των μελών. Η αυτοαποκάλυψη, όπως την αποκαλεί ο Ιrvin Yalom στο βιβλίο «Θεωρία και πράξη της ομαδικής θεραπείας», παίζει σημαίνοντα ρόλο στην θεραπευτική διαδικασία. Αυτό που πραγματικά επικυρώνει τον θεραπευόμενο είναι να αποκαλύψει τον εαυτό του και έπειτα από αυτό να βρει αποδοχή και υποστήριξη. Όταν συμβεί αυτό, ο θεραπευόμενος βιώνει μια αυθεντική αίσθηση σύνδεσης και κατανόησης. Η ομάδα έχει συγκεκριμένη διάρκεια εξαρτώμενη από τις αφηγήσεις των μελών της. Τα μέλη ανήκουν σε διαφορετικές θεραπευτικές ομάδες και συνδέονται και συνυπάρχουν με αφορμή την θεματική της παραβατικότητας. Οφείλουν να τηρούν το απόρρητο όπως απαιτεί το θεραπευτικό πρωτόκολλο ακόμη κι αν η ομάδα μοιάζει «άτυπη» σε σχέση με τις προαναφερθείσες. Η προσωπική αφήγηση παρουσιάζεται εν είδει πορείας ζωής έτσι ώστε ο θεραπευόμενος να έλθει αντιμέτωπος με την έναρξη της παραβατικής συμπεριφοράς και την πιθανή παράλληλη πορεία με την χρήση και την εξάρτηση. Η αυτοαποκάλυψη πολλές φορές μετατρέπεται σε προσωπική ανα-από-κάλυψη καλά κρυμμένων μυστικών από τον ίδιο τους τον εαυτό, αφού η χρήση όπως προαναφέρθηκε αποτελεί άλλοθι παραβατικής συμπεριφοράς.

Το υλικό που προκύπτει μετά από μια πρώτη επεξεργασία παραπέμπεται στις θεραπευτικές ομάδες οι οποίες αποτελούν το πρωτεύον  εργαλείο του προγράμματος . Η ομάδα παραβατικότητας λειτουργεί ως εργαλείο αποκάλυψης και αποδοχής συμπεριφορών που ήταν καλά κρυμμένες από το κατ’ εξοχήν προβαλλόμενο σύμπτωμα, δηλαδή την χρήση. Τα υπόλοιπα αναλαμβάνει το ευρύτερο θεραπευτικό πλαίσιο προσπαθώντας να προτείνει ένα νέο «βηματισμό» για μια καινούργια ζωή. Το αποτέλεσμα δεν είναι πάντοτε επιτυχές αλλά όταν αυτό συμβαίνει η ικανοποίηση είναι μεγάλη.

Κρίση και Εγκληματικότητα Χρηστών

Η πρόσφατη οικονομική και κοινωνική κρίση έχει επιφέρει δραστικές αλλαγές στους υπάρχοντες κοινωνικούς θεσμούς, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις αξίες και την κοινωνία στο σύνολό της. Η αύξηση της ανεργίας, η ανομία και η σημαντική περιθωριοποίηση κοινωνικά ευάλωτων ομάδων εντείνουν τα υπάρχοντα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας. Η ανομία δεν είναι πλέον μια ψυχολογική ατομική κατάσταση, αλλά αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό ενός συστήματος στο οποίο έχουν αποσυνδεθεί οι υπάρχοντες κοινωνικοί δεσμοί. Η ρήξη των δεσμών, η εξατομίκευση και η ατροφία της κοινωνικής ζωής έχουν προκαλέσει καίριες συνέπειες στον ανθρώπινο ψυχισμό και στη συμβολική δραστηριότητα. Οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης επιδρούν στη δημόσια υγεία, καθώς αυξάνεται ραγδαία ο πληθυσμός των χρηστών. Οι σχετιζόμενες πράξεις βίας και παραβατικότητας των χρηστών παρουσιάζουν μια σχετικά ανησυχητική κλιμάκωση[30]. Είναι εμφανές ότι οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις σε περιόδους οικονομικής κρίσης οδηγούνται στο περιθώριο και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η ανεργία ή η περιστασιακή εργασία οδηγούν στη χρήση και διαμέσου της παραβατικότητας διευκολύνουν την απόκτηση κοινωνικών ρόλων και εύκολου εισοδήματος, ειδικότερα σε άτομα νεαρής ηλικίας. Η χρήση ουσιών έρχεται να ανταποκριθεί σε κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες και να λειτουργήσει ως μηχανισμός διαμόρφωσης ταυτοτήτων αλλά και εξομοίωσης με σημαντικούς άλλους που έχουν παρόμοια προβλήματα[31].

Αναφορικά με το πρόβλημα της εξάρτησης, η κρίση ευνοεί παράγοντες κινδύνου για την εξάπλωσή της σε νέες ομάδες και εμμέσως επιβαρύνει το πρόβλημα όσων είναι ήδη εξαρτημένοι. Οι εξαρτημένοι, ιδιαίτερα οι χρήστες ηρωίνης, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα υγείας, περιορισμένης πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, ελλιπούς εκπαίδευσης και κατάρτισης, ζητήματα κοινωνικού στιγματισμού και γενικότερου οικονομικού αποκλεισμού. Αναμφίβολα στο τοπίο της κρίσης κάνουν θραύση τα «ναρκωτικά της κρίσης». Αυτά αποτελούν φτηνές, τοξικές και επικίνδυνες ουσίες (συνθετικά κανναβινοειδή και shisha, μορφή κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης.) για το απόλυτο αδιέξοδό της υποβαθμισμένης προσωπικής ζωής. Παράλληλα, η ανάλγητη στάση της πολιτείας οδηγεί τα εξαρτημένα άτομα σε εξαθλίωση και εξόντωση. Η γενικότερη αύξηση και η παραμονή χρηστών στη χρήση εμμέσως συνεπάγονται αυξημένη παραβατικότητα, η οποία οδηγεί στην αύξηση του κόστους λειτουργίας και συντήρησης του ΣΠΔ. Εκτός από τη διαπίστωση αυτή, η εικόνα των Καταστημάτων κράτησης και γενικά των χώρων κράτησης χαρακτηρίζεται από σημαντικές ελλείψεις και απουσία υλικοτεχνικής υποδομής. Κυρίαρχο ζήτημα θεωρείται ο υπερπληθυσμός και ο συγχρωτισμός ετερόκλιτων κρατουμένων. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι συχνά δυσχερείς με προβλήματα σίτισης, καθαριότητας, υγιεινής, θέρμανσης και υγειονομικής περίθαλψης. Τα προβλήματα αυτά επιδεινώνονται λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της γενικότερης απαξίωσης του πληθυσμού αυτού.

Οι μέθοδοι αντιμετώπισης και διαχείρισης του πληθυσμού των     εγκλείστων χρηστών σε περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης αποτελεί σημαντική εγκληματολογική ερευνητική πρόκληση. Η εναλλακτική της στερητικής της ελευθερίας ποινή, με συμμετοχή των χρηστών σε θεραπευτικά προγράμματα, είναι επιβεβλημένο μέτρο για μια ολοκληρωτική αντιμετώπιση και επανένταξη του πληθυσμού αυτού. Εκτός από την τυπική παρουσία του αποφυλακιζόμενου χρήστη στις διωκτικές αρχές, κρίνεται απαραίτητο με την αποφυλάκιση το μέτρο της ένταξής του σε θεραπευτικές δομές. Αναμφίβολα η δημιουργία και στήριξη ενός οργανωμένου δικτύου υποδοχής και μετασωφρονιστικής πρόνοιας θα συντελέσει ουσιαστικά στη μείωση της υποτροπής και στην ένταξη του πληθυσμού αυτού στην αγορά εργασίας. Οι θεραπευτικές υπηρεσίες σε χρήστες ουσιών οφείλουν να είναι αναπόσπαστό τμήμα παρακολούθησης του πληθυσμού και όρος αποφυλάκισής του.

Συμπεράσματα

Αναμφίβολα οι τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες έχουν επιφέρει μια δυσανάλογη σχέση ανάμεσα στο έγκλημα και στη νόμιμη εργασία. Όσο το έγκλημα αποδίδει και η εργασία χάνει την αξία της, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, τόσο οι εγκληματικές ευκαιρίες και οι στόχοι αποτελούν ένα ισχυρό δέλεαρ. Αναφορικά με το θεραπευτικό εγχείρημα αντιμετώπισης της παραβατικότητας σε μια θεραπευτική κοινότητα εγκλείστων χρηστών και με γνώμονα προσωπικά βιώματα φαίνεται να προκύπτει ότι η θεραπευτική διερεύνησή της κρίνεται απαραίτητη για την προσωπική ανα-από-κάλυψη της συμπεριφοράς αυτής ως καίριο όχημα για απεξάρτηση. Η τρέχουσα κοινωνική κρίση έρχεται να διογκώσει και να εντείνει την προσωπική και κοινωνική κρίση των χρηστών και παράλληλα να αποτελέσει ένα σθεναρό εμπόδιο στην ομαλή επανένταξή τους. Η προσωπική «κρίση», οικεία στο χώρο της θεραπείας, χαρακτηρίζει χρήστες με ιστορικό παραβατικότητας, καθώς παρατείνει υπάρχουσες δυσκολίες και εμπόδια. Παράλληλα όμως η κρίση έχει ένα διπλό μήνυμα: μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για ένταξη σε θεραπευτικά πλαίσια καθώς οι κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες σταδιακά καθίστανται ανυπέρβλητες.

* Δ.Ν., Εγκληματολόγος, ΚΑΤΚΕΘ.

** Ψυχίατρος, Επιστημονικά Υπεύθυνος, ΚΑΤΚΕΘ.

  1. Κοσμάτος, Κ. / Παρασκευόπουλος Ν., Ναρκωτικά, Αθήνα, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 1η έκδοση: 2005.
  2. Πουλόπουλος Χαράλαμπος, 2011, ‘Κοινωνική εργασία και εξαρτήσεις. Οι κοινότητες της αλλαγής’, Εκδ. Τόπος, Αθήνα, σ.253.
  3. Walters D.G., 1994α, ‘The Drug Lifestyle: One pattern or several’ Psychology of Addictive Behaviors’ 8 (1):σ.13.
  4. «Ετήσια Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας», Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν. 2004, σ.70.
  5. Κουκουτσάκη Α., 2002, ‘Χρήση ναρκωτικών, ομοφυλοφιλία: Συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και ιατρικού ελέγχου’ Εκδόσεις Κριτική, Επιστημονική Βιβλιοθήκη σ. 86-87.
  6. Walters D.G., 1994α, ό.π. σ.13. πρβλ. Chaiken J., and Chaiken M., 1990, ‘Drugs and Predatory Crime’ in Tonry M., and Wilson J., (eds.,) Drugs and Crime and Justice v.13 University of Chicago, Chicago Press. σ.249 και Jankowski Sanchez 1995, ‘Ethnography inequality and Crime in the Low-Income Community’ in J. Hagan and Peterson D.R., (eds.,) Crime and Inequality, Stanford University Press, California. σ. 18.
  7. Chaiken J., and Chaiken M., 1990, ‘Drugs and Predatory Crime’ in Tonry M., and Wilson J., (eds.,) Drugs and Crime and Justice v.13 University of Chicago, Chicago Press. σ.249 και Jankowski Sanchez 1995, ‘Ethnography inequality and Crime in the Low-Income Community’ in J.Hagan and Peterson D.R., (eds.,) Crime and Inequality, Stanford University Press, California. σ. 18.
  8. Φουρλοπούλου Α., 2005, ‘Χρήση παράνομων και μη ψυχοδραστικών ουσιών και η σχέση τους με την εγκληματικότητα’ Νοσηλευτική τ.1 σ.37-44.
  9. Arnao G., 1982, Κοκαΐνη: Ιστορία και Επιστημονική Αλήθεια, Εκδόσεις, Νέα Σύνορα Αθήνα, Εισαγωγή.
  10. National Commission on Marijuana and Drug Abuse, 1973, ‘Drug Use in America: Problem in Perspective’ US Government Printing Office, Ουάσινγκτον σ. 163.
  11. Σχετικά με τα περιουσιακά αδικήματα (κλοπές, ληστείες, διαρρήξεις κ.ά.,) η βιβλιογραφία (Κουκουτσάκη Α., 2002, ό.π. σ.88, καθώς και Γρίβας Κ., 1991 ‘Ναρκωτικά. Το τίμημα της καταστολής’ Εκδοτική Θεσ/νίκη) αναφέρει ότι το ποσοστό των αδικημάτων αυτών ακολουθεί τις διακυμάνσεις των τιμών ορισμένων ναρκωτικών στη μαύρη αγορά και προκύπτει από ερευνητικά δεδομένα ότι η δυνατότητα των εξαρτημένων να προμηθεύονται την ουσία που προκάλεσε την εξάρτηση από νόμιμες πηγές συνδέεται με τη μείωση των αδικημάτων αυτών. Είναι γεγονός ότι για αδικήματα που δεν εμπίπτουν στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, δεν υπάρχουν τακτικά διαθέσιμα στοιχεία και, όταν υπάρχουν, προέρχονται από ειδικές τοπικές μελέτες όπου η παρέκταση των στοιχείων είναι δυσχερής.
  12. Arnao G., 1995, Το Δίλημμα Ηρωίνη, Αθήνα, Σέλας, Βαβέλ σ. 173.
  13. Votey H.L., 1986, ‘Substance abuse and crime in Sweden: Econometric estimates of linkages’ in Shapiro P and H.L.Votey (eds) Econometric analysis of crime in Sweden. Rockville, MD: National Institute of Justice.σ. 27.
  14. Ball J. C., Rosen L., Flueck J. A., Nurco D.N., 1981, ‘The criminality of heroin addicts: When addicted and when off opiates’ In Inciardi J. A (eds.,) ‘The drugs crime connection’ Beverly Hills, Ca: Sage. σ. 42.
  15. Anglin M. D., and Speckart G., 1988, ‘Narcotics and crime: A multisample, multimethod analysis’ Criminology 26: σ. 207.
  16. Jarvis G., and Parker H., 1989, ‘Young heroin users and crime: How do the new users finance their habits?’ British Journal of Criminology 29: σ.175.
  17. McBride D. C., Burgman-Habermehl C., Alpert J. and Chitwood D.D., 1986, «Drugs and Homicide», Bulletin of New York Academy of Medicine, V., 62 Issue:5, June, σ.:497-508.
  18. Σύμφωνα με μία έρευνα που διεξάχθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης το 1988, το 53% των ανθρωποκτονιών ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την εμπορία ή χρήση ναρκωτικών: από αυτές 14% χαρακτηρίσθηκαν ως ψυχοφαρμακολογικές αιτιολογίες (το 68% αυτών των τελευταίων οφείλονταν στο αλκοόλ), ενώ το 74% χαρακτηρίσθηκαν ως υποπροϊόντα του εμπορίου ναρκωτικών (το 88% πάλι από αυτό το 74% αφορούσε περιπτώσεις εμπορίας κρακ η κοκαΐνης σε σκόνη) (Goldstein P., Brownstein H., και Ryan P., «Drug Related Homicide in New York: 1984 and 1988», Crime and Delinquency, 38 [1992], τεύχ. 4, σ. 459 επ.).
  19. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, Αξιολόγηση έρευνας Leonardo da Vinci: διερεύνηση αναγκών και μεθόδων επαγγελματικής κατάρτισης ανηλίκων παραβατών και ανηλίκων σε κίνδυνο – ΟΡΕΣΤΗΣ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Θεσσαλονίκη.
  20. Bennett, T., 2000, Drugs and Crime: the Results of the Second Stage of the NEW-ADAM programme.Research Study 205. Home Office: Λονδίνο.
  21. 21. Meijer, R. F., Grapendaal, M., Van Ooyen, M. M. J., κ.ά. (2002) Geregistreerde drugcriminaliteit in cijfers – Achtergrondstudie bij het Justitie onderdeel van de Nationale Drugmonitor – Jaarbericht 2002, WODC: Χάγη.
  22. Hannon, F., Kelleher, C. και Friel, S., 2000, General Healthcare Study of the Irish Prisoner Population. Government Publications: Δουβλίνο.
  23. Millar, D., O’Dwyer, K. και Finnegan, M. (1998) Alcohol and Drugs as Factors in Offending Behaviour: Garda Survey. Research Report No. 7/98. Garda Research Unit: Tipperary, Ιρλανδία.
  24. Ετήσια έκθεση 2003: η κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Νορβηγία, http://ar2003.emcdda.europa.eu/el/page036-el.html
  25. Walters D.G., 1994β, ‘Drugs and Crime in Lifestyle Perspective’ Drugs Health and Social Policy Series Sage Publications, σ. 44.
  26. Faupel C.E., 1987, ‘Heroin Use and Criminal Careers’ Qualitative Sociology, 10:σ. 115.
  27. Inciardi J.A., (eds.,) 1981, ‘The drugs-crime connection’ Beverly Hills, CA:Sage σ. 6.
  28. Goldstein P.J., 1981, ‘Getting Over: Economic alternatives to predatory crime among street drug users’ Inciardi J.A., (eds.,) ‘The drugs-crime connection’, Beverly Hills, CA:Sage σ. 67.
  29. Inciardi J.A., 1981, ό.π. σ. 7.
  30. Πουλόπουλος Χαράλαμπος, 2011, όπ.π., σ.305-6.
  31. Πουλόπουλος Χαράλαμπος, 2011, όπ., π., σ.308.