«Καπιταλισμός χωρίς άδεια»:
η ελληνική περίπτωση
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ /
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ*
Αυτό το οποίο αποκαλείται σήμερα «οργανωμένο έγκλημα», δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο. Αντίθετα, οι διάφορες εκφάνσεις του έχουν μακρά διαδρομή και βαθιές ρίζες στην οικονομική και πολιτιστική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι ο όρος «οργανωμένο έγκλημα», ο οποίος άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μόλις τη δεκαετία του 1990, λόγω του ότι, απλούστατα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εισήγαγαν αυτόν τον όρο για να παρουσιάσουν ορισμένες όψεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στη μεταψυχροπολεμική Ελλάδα. Η καθιέρωση του όρου «οργανωμένο έγκλημα» δεν υπήρξε δηλαδή αποτέλεσμα επιστημονικών εξελίξεων στο πεδίο της εγκληματολογικής, οικονομικής ή πολιτικής επιστήμης σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο: στην πραγματικότητα πολύ λίγα γνωρίζουμε σε σχέση είτε με τη γενική κατάσταση είτε με την περιπτωσιολογία του «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα. Τόσο η επίσημη καταγραφή του φαινομένου, όσο και η εμπειρική έρευνα υπολείπονται κατά πολύ, και ποσοτικά και ποιοτικά, σε σύγκριση με άλλες χώρες, ενώ η γενικότερη δημόσια συζήτηση για το φαινόμενο, στο βαθμό που υφίσταται ως τέτοια, λαμβάνει συνήθως ως δεδομένο εκείνο το οποίο στην πραγματικότητα είναι το ζητούμενο. Με τους όρους αυτούς φαίνεται να επικρατεί, και πάντως είναι διαδεδομένη, μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία το «οργανωμένο έγκλημα» συνδέεται πάντα με ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες και συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα, με λίγα λόγια, ένα σκοτεινό και απροσπέλαστο υπόκοσμο, ο οποίος διαφέρει και διαχωρίζεται ριζικά από την κοινωνική επιφάνεια και την ομαλότητα και νομιμότητα που επικρατούν σε αυτή.
Ο σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι παρουσιάσει με συνοπτικό τρόπο μια σειρά αντιρρήσεων στην παραπάνω αντίληψη για το «οργανωμένο έγκλημα» και τον εξαιρετισμό που τη χαρακτηρίζει. Θα αναφερθούμε σε μια σειρά δραστηριοτήτων που εξετάσαμε σε προηγούμενες εργασίες μας, συγκεκριμένα τη μαύρη αγορά των τσιγάρων, την αγορά των κλεμμένων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, την αγορά του Ecstasy, την παράνομη διακίνηση και την εμπορία ανθρώπων, και την αγορά των πειρατικών CD και DVD. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είναι, κατά την κρατούσα άποψη, «οργανωμένο έγκλημα», χωρίς καμμία αμφιβολία (βλ. von Lampe, 2001). Ασφαλώς τα στοιχεία που αναγνωρίζει η κυρίαρχη αντίληψη, δηλαδή η σκληρότητα, η βία, η απανθρωπιά και το ανθρώπινο κόστος, δεν απουσιάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από τις παράνομες αυτές αγορές. Εντούτοις δεν είναι αυτά τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά τους. Η θέση μας είναι ότι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι η επιχειρηματικότητα, η οποία καθιστά από τη φύση της ιδιαίτερα επισφαλείς τις εύκολες διακρίσεις και τους χαρακτηρισμούς, στους οποίους συνήθως προβαίνει η κυρίαρχη αντίληψη. Μια τέτοια προσέγγιση των παράνομων αγορών δεν είναι πρωτότυπη (βλ. Ruggiero, 1997; Ruggiero, 2000), αλλά η θέση μας είναι ότι μπορεί να έχει μια γενική ισχύ, ως μια προσέγγιση που αναγνωρίζει ότι το «οργανωμένο έγκλημα» δεν είναι παρά ένα ακόμη πεδίο κοινωνικής δραστηριότητας το οποίο οργανώνεται από τις οικείες σε όλους πολεμικές ιαχές του σύγχρονου καπιταλισμού —“επιχειρηματικότητα!”, “κέρδος!”
Η ελληνική κατάσταση: μια απογραφή
Ας δούμε αμέσως τη γενική κατάσταση του «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα, σε περιγραφικό και αναλυτικό επίπεδο. Η αποτίμηση αυτή θα μας επιτρέψει να διευκρινίσουμε στην πορεία τα θεωρητικά και μεθοδολογικά χαρακτηριστικά της θέσης μας.
Τι γνωρίζουμε σήμερα επίσημα για το «οργανωμένο έγκλημα» στην Ελλάδα; Σύμφωνα με όσα επίσημα έχουν δημοσιευτεί, η Ελληνική Αστυνομία άρχισε να συλλέγει δεδομένα για το «οργανωμένο έγκλημα» το 1998, αλλά δεν είναι βέβαιο ποιές διαδικασίες καταγραφής και ανάλυσης χρησιμοποίησε, ούτε και αν αυτές παρέμειναν σταθερές στη συνέχεια. Από το 2004 έως το 2008, με τη συνδρομή και της EUROPOL, η συλλογή και η ανάλυση των δεδομένων υπήρξε πιο συστηματική, αλλά από το 2008 και έπειτα κατέστη και πάλι προβληματική. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι η ΕΛ.ΑΣ. διαθέτει πλέον εξειδικευμένο και αξιόλογο τμήμα ανάλυσης της εγκληματικότητας. Επίσημα λοιπόν, οι κύριες πηγές πληροφόρησης για τις δραστηριότητες του «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα είναι οι δημοσιευμένες Ετήσιες Εκθέσεις για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα (ΕΕΟΕΕ) των ετών 2000, 2003, 2004 και 2005 (Ελληνική Αστυνομία, 2000; Ελληνική Αστυνομία, 2004; Ελληνική Αστυνομία, 2005; Ελληνική Αστυνομία, 2006), οι οποίες συντάχθηκαν από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης (το σημερινό Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη). Οι εκθέσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα και πληροφορίες διαφόρων υπηρεσιών (Ελληνική Αστυνομία, Λιμενικό Σώμα, Τελωνειακή Υπηρεσία, ΣΔΟΕ, ΣΟΔΝ/ΕΜΠ). Η κατηγοριοποίηση ως «οργανωμένου εγκλήματος» των σχετικών εγκληματικών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται σε αυτές, βασίζεται στα ένδεκα κριτήρια τα οποία καθορίζονται στο κείμενο ENFOPOL 35 REV 2 (6204) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και στα τέσσερα κριτήρια που καθορίζει η Ελληνική νομοθεσία (Ν. 2928/2001 και το άρθρο 187 § 1 ΠΚ), δηλαδή α) τη συμμετοχή τριών ή περισσοτέρων προσώπων σε ομάδα, β) τη διάπραξη ρητά κατονομαζόμενων ποινικών αδικημάτων, γ) διαρκή δράση, και δ) οργανωτική δομή.
Οι ΕΕΟΕΕ των ετών 2004 και 2005 περιλαμβάνουν μια σειρά ιδιαίτερα ενδιαφερόντων δεδομένων και πληροφοριών για την κατάσταση του «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα. Εντούτοις πάσχουν από εννοιολογικά και μεθοδολογικά προβλήματα, τα οποία καθιστούν πολύ δύσκολη τη συγκρότηση μιας ενιαίας και έγκυρης απεικόνισης του «οργανωμένου εγκλήματος» στη χώρα μας. Το πρόβλημα δεν αποτελεί βέβαια ελληνική αποκλειστικότητα (βλ. π.χ. von Lampe, 2004). Το προφανές ζήτημα αφορά στον ορισμό του «οργανωμένου εγκλήματος», καθώς ο όρος αναφέρεται σε μια μεγάλη ποικιλία φαινομένων και είναι επίσης συναισθηματικά φορτισμένος. Πολλοί συγγραφείς (Maltz, 1976; Levi, 1998; Paoli, 2002; van Duyne, 2003; Vander Beken et al., 2005) έχουν παρατηρήσει πως το «οργανωμένο έγκλημα» αποτελεί μια αισθησιακή πολιτική κατασκευή, η οποία είναι αδύνατον να οριστεί επιστημονικά και να μετρηθεί αποτελεσματικά. Στην Ελλάδα, οι διαφορές στις ετήσιες αποτιμήσεις του «οργανωμένου εγκλήματος» και των «εγκληματικών δομών» είναι τεράστιες (Lambropoulou, 2003).
Ενώ υπάρχουν στατιστικά στοιχεία και δείκτες κίνησης της εγκληματικότητας, η επίσημη ανάλυση των τάσεων ή των παραγόντων, οι οποίοι επηρεάζουν την εμφάνιση και την εξέλιξη των δραστηριοτήτων του «οργανωμένου εγκλήματος», είναι εντελώς αποσπασματική, όταν καν δημοσιεύεται. Παρότι αυτές έχουν κάποια πρακτική αξία στο βαθμό που προσφέρουν μια περιγραφή των διαφόρων εγκληματικών ομάδων, οι «ανοιχτές» εκδόσεις των ΕΕΟΕΕ πολύ λίγα εισφέρουν σε ό,τι έχει να κάνει είτε με την ανάλυση των αιτιών του «οργανωμένου εγκλήματος» είτε με την άρθρωση ορθολογικής πολιτικής για την αντιμετώπισή του. Δίδεται έμφαση στο «οργανωμένο έγκλημα» με βάση τον «παραδοσιακό» ορισμό του, εμπλουτισμένο κατά κάποιο τρόπο με την αντίληψη ότι πρόκειται για μια εξωτερική απειλή, ενάντια στην οποία η Ελληνική Αστυνομία και η ελληνική κοινωνία πολύ λίγα μπορούν να κάνουν (Antonopoulos, 2009; Papanicolaou, 2011). Για παράδειγμα, η ΕΕΟΕΕ του 2005 αντιλαμβάνεται τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, τις συνορεύουσες με αυτή χώρες με προβληματικές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές δομές, καθώς και τα «εκτεταμένα θαλάσσια σύνορα και τις δύσβατες ορεινές περιοχές της χώρας» ως παράγοντες οι οποίοι ευνοούν την ανάπτυξη του «οργανωμένου εγκλήματος» (Ελληνική Αστυνομία, 2006, p. 25).
Σε αυτές τις «ανοιχτές» εκδόσεις, γίνεται μια ανάλυση των κυριότερων παρανόμων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνίστανται σε ένα μείγμα περιουσιακών εγκλημάτων και εγκλημάτων βίας, ως εξής:
α) η παράνομη διακίνηση μεταναστών: η Ελλάδα ως χώρα διέλευσης και προορισμού για τους παρανόμως διακινούμενους μετανάστες προσδιορίζεται ως ευπαθής λόγω των εκτεταμένων χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της, των οποίων η φρούρηση είναι δύσκολη. Σύμφωνα με τις ΕΕΟΕΕ, υπάρχουν δίκτυα τα οποία ενεργοποιούνται εντός της ελληνικής επικράτειας και τα οποία συνδέονται με άλλα δίκτυα τα οποία λειτουργούν κυρίως εκτός της Ελλάδας (π.χ. στην Τουρκία, τις βαλκανικές χώρες, την ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή). Τα δίκτυα αυτά διαφθείρουν τις αρχές με σκοπό να επιτύχουν τους σκοπούς τους (π.χ. Ελληνική Αστυνομία, 2005). Το 2005 διερευνήθηκαν πενήντα τέτοιες εγκληματικές οργανώσεις (ΕΟ).
β) Η εμπορία ανθρώπων (κυρίως με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση, αλλά και την εκμετάλλευση της εργασίας, εμπορία ανηλίκων κτλ.): σύμφωνα με τις ΕΕΟΕΕ, ελληνικές, αλβανικές, βουλγαρικές ρωσικές και τουρκικές ομάδες εμπλέκονται σε αυτή τη μορφή εγκληματικής δραστηριότητας. Οι εμπλεκόμενοι συνήθως διαφημίζουν μέσω ταξιδιωτικών γραφείων στις χώρες προέλευσης ( στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, και τις χώρες των Βαλκανίων) θέσεις εργασίας για νεαρές γυναίκες. Όταν αυτές φτάνουν στην Ελλάδα, τα ταξιδιωτικά έγγραφα των θυμάτων παρακρατούνται, αυτά υπόκεινται σε ψυχολογική και σωματική βία και προωθούνται στην πορνεία. Το 2005 είκοσι μία τέτοιες οργανώσεις έγιναν αντικείμενο διερεύνησης από τις ελληνικές αρχές.
γ) Διακίνηση ναρκωτικών: η βαλκανική οδός παραμένει η κύρια οδός για τη μεταφορά ηρωίνης στη δυτική Ευρώπη. Στην ατλαντική οδό για ναρκωτικά τα οποία παράγονται στην κεντρική και νότια Αμερική εμφανίζονται σύνδεσμοι μεταξύ ξένων ΕΟ (κολομβιανών, νιγηριανών, ισπανικών, βελγικών και ολλανδικών) και ελληνικών ΕΟ οι οποίες περιλαμβάνουν ως μέλη πρόσωπα τα οποία εργάζονται σε ναυτιλιακές δραστηριότητες και διαθέτουν την τεχνογνωσία για τη θαλάσσια μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών. Τριάντα δύο τέτοιες οργανώσεις διερευνήθηκαν το 2005.
δ) Εμπορία κλεμμένων αυτοκινήτων: σύμφωνα με τις ΕΕΟΕΕ, η Ελλάδα είναι χώρα διέλευσης για τη διακίνησης κλεμμένων οχημάτων από τις χώρες τις δυτικής Ευρώπης (ιδίως Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και Βέλγιο) με προορισμό την ανατολική Ευρώπη, την πρώην Σοβιετική Ένωση, τη Μέση Ανατολή και την Ασία. Οχήματα κλεμμένα στην Ελλάδα επίσης διακινούνται στην εσωτερική αγορά ή προωθούνται στην Αλβανία. Οι έρευνες κατά το έτος 2005 είχαν αντικείμενο επτά τέτοιες ΕΟ.
ε) Παράνομη διακίνηση τσιγάρων: η Ελλάδα προσδιορίζεται κυρίως ως χώρα διέλευσης και όχι ως χώρα προορισμού λαθραίων τσιγάρων. Τα παράνομα διακινούμενα τσιγάρα εισάγονται και προωθούνται περαιτέρω με φορτηγά μέσω των λιμανιών του Πειραιά, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης και της Ηγουμενίτσας προς τις χώρες της βόρειας Ευρώπης, ιδίως τη Μεγάλη Βρετανία. Σε μερικές περιπτώσεις, τα φορτία παραμένουν στην Ελλάδα και διακινούνται στο εσωτερικό της χώρας. Η δραστηριότητα των ΕΟ διευκολύνεται από την έλλειψη εσωτερικών συνόρων στις χώρες της ΕΕ, και από το ότι για το λόγο αυτό οι τελωνειακές αρχές πραγματοποιούν ελέγχους μόνο εφόσον υπάρχουν πληροφορίες ή ενδείξεις παράνομης λαθρεμπορίας. Έξι τέτοιες ΕΟ διερευνήθηκαν το 2005.
στ) Απάτη και πλαστογραφία: τα εγκλήματα αυτής της κατηγορίας διαπράττονται με σκοπό τη λήψη δανείων ή την έκδοση πιστωτικών καρτών με βάση πλαστά δικαιολογητικά ή άλλα έγγραφα. Η πλαστογραφία επίσης συνδέεται με την παράνομη μετανάστευση, συγκεκριμένα με την παραγωγή πλαστών εγγράφων για πρόσωπα τα οποία διαμένουν παράνομα στην Ελλάδα (διαβατήρια, βίζες, άδειας οδήγησης κτλ). Οι ελληνικές αρχές διερεύνησαν τρεις τέτοιες οργανώσεις το 2005.
ζ) Πολιτιστικά αγαθά: οι ΕΟ δραστηριοποιούνται στην αρχαιοκαπηλία αντικειμένων κλασσικής και ελληνιστικής περιόδου και αποτελούνται κυρίως από έλληνες ιθαγενείς, οι οποίοι συνήθως διαμένουν στον τόπο όπου τα αντικείμενα ανακαλύπτονται. Κατά τις ΕΕΟΕΕ, η σύλληψη αυτών των προσώπων μερικές φορές οδηγεί και στον εντοπισμό ΕΟ δικτύων τα οποία εξάγουν τα αντικείμενα αυτά στις χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης.
η) Εκβιάσεις: οι λεγόμενοι και “Νονοί της Νύχτας” αποσκοπούν στην απόσπαση οικονομικού οφέλους από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων, τα οποία λειτουργούν νόμιμα (εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ και νυχτερινά κέντρα), με το πρόσχημα της προστασίας. Η εκβίαση παίρνει τη μορφή απαίτησης είτε για χρήματα είτε για συμμετοχή στη λειτουργία της επιχείρησης κάποιες φορές. Επίσης, οι εγκληματικές ομάδες σε αυτόν τον τομέα δραστηριότητας κλέβουν οχήματα, τα οποία ανήκουν στους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων αυτών, και στη συνέχεια απαιτούν λύτρα για την επιστροφή του οχήματος.
η) Κλοπές και ληστείες: αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει ένοπλες ληστείες σε τράπεζες και άλλα δημόσια ή ιδιωτικά καταστήματα, ενώ οι κλοπές τελούνται σε κατοικίες ή καταστήματα στα οποία βρίσκονται αντικείμενα υψηλής αξίας. Οι ληστείες με χαρακτηριστικά «οργανωμένου εγκλήματος» λαμβάνουν χώρα κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ οι «εγκληματικές οργανώσεις» οι οποίες εμπλέκονται σε κλοπές δραστηριοποιούνται και σε άλλα αστικά κέντρα (Ελληνική Αστυνομία, 2006, p. 18). Το 2005 διερευνήθηκαν τρεις οργανώσεις οι οποίες δραστηριοποιούνταν σε ληστείες, και τρείς εμπλεκόμενες σε κλοπές.
θ) Κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας: στην κατηγορία αυτή υπάγεται η παραγωγή και διακίνηση πειρατικών CD και DVD. Η εμπλοκή αφρικανών αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό αυτού του πεδίου δραστηριότητας κατά τα τελευταία έτη. Το έτος 2005 μία μόνο ΕΟ διερευνήθηκε από τις διωκτικές αρχές.
ι) Παιδική πορνογραφία: σύμφωνα με τις ΕΕΟΕΕ, η δραστηριότητα αυτή παρουσιάζει αυξητικές τάσεις και στην οργανωμένη μορφή της λαμβάνει χώρα σχεδόν αποκλειστικά μέσω του διαδικτύου. Εντούτοις η αυξητική τάση δεν αποδίδεται στην παρουσία ΕΟ, αλλά περισσότερο στη δραστηριότητα μεμονωμένων δραστών (Ελληνική Αστυνομία, 2006, p. 20).
Σύμφωνα με τις ΕΕΟΕΕ, οι περισσότερες «εγκληματικές οργανώσεις» οι οποίες εξαρθρώθηκαν κατά το έτος 2005 δραστηριοποιούνταν κυρίως στις πόλεις της Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Οργανώσεις δραστηριοποιούμενες στην εμπορία ναρκωτικών, την εμπορία ανθρώπων, την παράνομη διακίνηση μεταναστών, τις κλοπές αυτοκινήτων και τη λαθρεμπορία τσιγάρων εντοπίστηκαν και σε άλλες περιοχές, ιδίως κοντά στα σύνορα.
Η εθνικότητα των δραστών, καθώς και η ιδιότητά τους ως μετανάστες αποτελούν κατά τις ΕΕΟΕΕ σημαντικούς παράγοντες, οι οποίοι συμβάλλουν στην οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα, σε βαθμό τέτοιο, ώστε να γίνεται ρητά αναφορά στην «απειλή» των αλλοδαπών (non-indigenous) εγκληματικών οργανώσεων, δηλαδή εκείνων που η πλειοψηφία των μελών της δεν έχει ελληνική καταγωγή (βλ. π.χ. Ελληνική Αστυνομία, 2006, p. 37). Οι εκθέσεις των ετών 2004 και 2005 περιλαμβάνουν αναλυτική περιγραφή των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων, στις οποίες εμπλέκονται συγκεκριμένες ομάδες μεταναστών. Έτσι, οι αλβανικές ομάδες δραστηριοποιούνται κυρίως στην εμπορία ναρκωτικών, τις ληστείες και τις κλοπές, οι βουλγαρικές σε πλαστογραφίες, οι ασιατικές (κινεζικές, ιρακινές, πακιστανικές και τουρκικές) στην παράνομη διακίνηση μεταναστών, οι ρωσικές και οι ουκρανικές στην λαθρεμπορία τσιγάρων, ενώ οι ρουμανικές ΕΟ σε κλοπές και λαθρεμπόριο. Από το σύνολο των 317 ΕΟ των ετών 2004 και 2005, 110 (34.7%) ήταν αλλοδαπές, 110 (34.7%) ημεδαπές, δηλαδή αποτελούμενες από έλληνες υπηκόους μόνο, ενώ 78 (24.6%) αποτελούνταν από έλληνες και αλλοδαπούς μαζί, παρότι παρέμεινε αδιευκρίνιστος ο βαθμός της συνεργασίας μεταξύ αυτών των προσώπων όπως επίσης και ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των μελών των ομάδων αυτών (βλ. και Antonopoulos, 2009).
Κάποιες ακόμη πληροφορίες και στατιστικά δεδομένα προέρχονται από το Λιμενικό Σώμα, την Τελωνειακή Υπηρεσία και την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων στο πλαίσιο της λειτουργίας του Συντονιστικού Οργάνου Δίωξη Ναρκωτικών/Εθνικής Μονάδας Πληροφοριών (ΣΟΔΝ / ΕΜΠ). Οι εκθέσεις του ΣΟΔΝ/ΕΜΠ εκδίδονται σε ετήσια βάση από το 2001 και περιλαμβάνουν πληροφορίες ειδικά για το θέμα της εμπορίας ναρκωτικών. Και η ΕΛ.ΣΤΑΤ παρέχει κάποια δεδομένα σε σχέση με το μέγεθος των παράνομων αγορών στην Ελλάδα, όψη η οποία δεν αντιμετωπίζεται στις ΕΕΟΕΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, ο τζίρος των παράνομων αγορών υπολογίζεται περίπου στα €2.8 δισ. ετησίως, ενώ τα ετήσια μεγέθη για τις αγορές των λαθραίων τσιγάρων, των ναρκωτικών και του αλκοόλ είναι €78 εκ., €234 εκ. και €104 εκ. αντίστοιχα. Ο τζίρος της λαθρεμπορίας καυσίμων υπολογίζεται σε €400 εκ., ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για την πορνική αγορά είναι €2 δισ., εκ των οποίων €180 εκ. αφορούν στη διαφθορά στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής (Στεργίου, 2009). Τέλος, κάποιες πληροφορίες για «οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες» μπορούν να ανευρεθούν σποραδικά σε εκθέσεις επιμελητηρίων και σε δημοσιογραφικές πηγές —και σε αυτές η εθνικότητα των δραστών και ο «εισαγόμενος» χαρακτήρας των δραστηριοτήτων αυτών εκλαμβάνονται ως σταθερό χαρακτηριστικό τους. Εξίσου όμως σταθερό χαρακτηριστικό των αναφορών αυτών είναι και η έλλειψη «σκληρών» δεδομένων σχετικά με την περιγραφή των δραστηριοτήτων αυτών.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τη μυθολογία του «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα, η οποία συμβάλλει καθοριστικά στη συσκότιση του φαινομένου στο πλαίσιο του όποιου δημοσίου διαλόγου γίνεται για το θέμα αυτό. Σύμφωνα με αυτή, τα σταθερά χαρακτηριστικά του «οργανωμένου εγκλήματος» είναι τα εξής:
α) το ΟΕ είναι ένα εισαγόμενο φαινόμενο, στο οποίο εμπλέκονται κυρίως μετανάστες
β) στο ΟΕ δραστηριοποιούνται από ιεραρχικά δομημένες οργανώσεις (βλ. και Cressey, 1969)
γ) ο σκοπός του ΟΕ είναι η εγκαθίδρυση ενός μονοπωλίου στις κατά περίπτωση παράνομες αγορές και η διαφθορά της επίσημης οικονομίας
δ) η διαφθορά είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του OE και απολύτως απαραίτητη για την συντήρησή του (βλ. και Schelling, 1971)
ε) η εθνικότητα των δραστών είναι αποφασιστικής σημασίας παράγοντας για τη στελέχωση των εγκληματικών οργανώσεων (Potter, 1994; Cressey, 1969).
Η συγκρότηση, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, της έννοιας του «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, έχει συντελέσει στην πρόσληψη του φαινομένου ως μιας συνομωσίας αλλοδαπών, η οποία στρέφεται κατά της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας, απειλεί τις αξίες της χώρας, και μετασχηματίζει τη φύση της εγκληματικότητας σε αυτή. Εν ολίγοις, το «οργανωμένο έγκλημα» υπονομεύει την οικονομική σταθερότητα, επιστρατεύει τη βία και τη διαφθορά με σκοπό τον προσπορισμό τεράστιων κερδών, τα οποία βέβαια «ξεπλένονται» με διάφορους τρόπους στη συνέχεια (Antonopoulos, 2009). Η αναπαραγωγή, χωρίς καμία κριτική απόσταση, της παραπάνω συνολικής αντίληψης τόσο στον επίσημο λόγο όσο και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη χώρα μας έχει συμβάλλει αποφασιστικά στη διαιώνιση μιας αίσθησης «εξαιρετισμού» του οργανωμένου εγκλήματος. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, κατά πόσο αυτή η αντίληψη ευσταθεί όταν υπόκειται στη βάσανο της εμπειρικής εγκληματολογικής έρευνας.
Το «οργανωμένο έγκλημα» μεταξύ μύθου και (πεζής) πραγματικότητας
Η δική μας ερευνητική προσπάθεια των τελευταίων ετών, βασισμένη κυρίως σε ποιοτικές μεθόδους, έχει καλύψει μια σειρά παράνομων αγορών στην Ελλάδα. Ασχοληθήκαμε συγκεκριμένα με το λαθρεμπόριο τσιγάρων (Antonopoulos, 2008), την αγορά των κλεμμένων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών (Antonopoulos & Papanicolaou, 2009), την αγορά του Ecstasy (Antonopoulos, Papanicolaou, & Simpson, 2010), την κοινωνική οργάνωση της παράνομης διακίνησης και της εμπορίας ανθρώπων ιδίως σε σχέση με τις δομές της ελληνικής οικονομίας και αγοράς εργασίας (Papanicolaou & Antonopoulos, 2010; Antonopoulos & Winterdyk, 2006; Papanicolaou, 2008), καθώς επίσης και την αγορά πειρατικών CD και DVD (Antonopoulos, Hobbs & Hornsby, 2011). Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής έχουν παρουσιαστεί με τη μορφή δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους, καθώς επίσης και συγκεντρωτικά σε μορφή βιβλίου πρόσφατα (Antonopoulos & Papanicolaou, 2014). Καθώς ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στις επιμέρους αυτές μελέτες, στο δεύτερο αυτό μέρος του κειμένου μας θα περιοριστούμε σε μια συνοπτική συζήτηση της σημασίας των πορισμάτων των ερευνών μας σε σχέση με τη θεωρητική και την εμπειρική πραγματικότητα του φαινομένου του «οργανωμένου εγκλήματος».
Ασφαλώς η ενασχόλησή μας με την κατάσταση του «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα έχει επεκτείνει ένα πεδίο, το οποίο μονοπώλησε η εμπειρική ενασχόληση με την κατάσταση σε άλλες χώρες, ιδίως στις ΗΠΑ, από τις οποίες και προέρχεται η κρατούσα αντίληψη για το φαινόμενο αυτό. Ευτυχώς η κατάσταση αυτή έχει αρχίσει να αντιστρέφεται σταδιακά την τελευταία δεκαπενταετία, καθώς μελέτες για το «οργανωμένο έγκλημα» σε άλλες χώρες, ιδίως της Ευρώπης, έχουν συμβάλει στην ανάδειξη νέων τρόπων προσέγγισης του φαινομένου, τόσο θεωρητικά όσο και μεθοδολογικά. Ενώ η δική μας προσπάθεια εγγράφεται στην κίνηση αυτή, εντούτοις το ελληνικό πλαίσιο συνεπάγεται και μια σειρά περιορισμών. Αυτοί οι τελευταίοι έχουν να κάνουν και με την προϋπάρχουσα θεωρητική και εμπειρική υποδομή, αλλά, κυρίως, με την έλλειψη θεσμικής υποδομής των διωκτικών μηχανισμών και του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης εν γένει σε σχέση με την αποτελεσματική καταγραφή και αντιμετώπιση του φαινομένου που ονομάζεται «οργανωμένο έγκλημα» (βλ. και Hobbs, 1988; Woodiwiss & Hobbs, 2009; von Lampe, 2001). Ανεξάρτητα με το πως κανείς αντιλαμβάνεται τη σημασία των ορισμών που επινοούν και χρησιμοποιούν οι κρατικές γραφειοκρατίες, αλλά και την αξία των δεδομένων που αυτές θεωρούν σκόπιμο κάθε φορά να συλλέγουν για το «οργανωμένο έγκλημα», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο επίσημος κρατικός λόγος και τα επίσημα δεδομένα αποτελούν και σημαντικό σημείο αναφοράς για την επαλήθευση της εμπειρικής έρευνας αλλά και σημείο εισόδου στο ίδιο το ερευνητικό πεδίο.
Έτσι, ενώ σε άλλες χώρες υπάρχει η σχετική υποδομή εδώ και δεκαετίες, στην Ελλάδα αυτή δεν υπήρχε —ίσως δεν υπάρχει ακόμη και σήμερα. Τα σημαντικότερα λοιπόν ερωτήματα σε σχέση με τη μελέτη του οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα μας είναι σχεδόν τα εξ ολοκλήρου προκαταρκτικά ερωτήματα: πρώτο, πως είναι δυνατόν σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, κάπου ίσως στη δεκαετία του 1990, ένα φαινόμενο το οποίο κανείς δεν γνώριζε ότι υπήρχε ξαφνικά αναδείχθηκε σε θεμελιώδη κοινωνική απειλή, της οποίας μάλιστα τα χαρακτηριστικά θεωρήθηκαν απολύτως σαφή; Δεύτερο, πως είναι δυνατόν αυτό το φαινόμενο να προσλαμβάνεται ως εξαίρεση και παθολογία, χωρίς καμία αναφορά στο ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο της χώρας στο οποίο εντάσσεται;
Ας υπενθυμίσουμε κατ’ αρχάς πως η έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος» εισήχθη στην Ελλάδα πολύ αργότερα από την εποχή που αυτή αναδείχθηκε και καθιερώθηκε στις ΗΠΑ και αλλού. Μάλιστα, ακόμη και όταν τελικά εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 1916/1990, δεν ήταν παρά μια καλλωπισμένη έκφραση για την αναφορά στην εσωτερική τρομοκρατία. Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η νομοθετική χρήση του όρου άρχισε να ευθυγραμμίζεται με τη διεθνώς καθιερωμένη έννοια του. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, ένας σημαντικός αριθμός έγκριτων ποινικολόγων εξέφρασε σοβαρές αντιρρήσεις κατά του Ν.2928/2001 με το σκεπτικό ότι η έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος» ήταν περιττή ενόψει των τότε υφιστάμενων προβλέψεων του ελληνικού ποινικού δικαίου (Xenakis, 2004).
Πιο συγκεκριμένα, ούτε η ποινική δικαιοσύνη αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα σε σχέση με την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εγκληματικών δραστηριοτήτων που υπήχθηκαν στην έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος», αλλά ούτε και οι διωκτικές και ανακριτικές αρχές στερούνταν αποτελεσματικών μέσων για τη διερεύνηση των σχετικών περιπτώσεων, αφού αυτά θα μπορούσαν να εισαχθούν νομοθετικά κατά περίπτωση, όπως είχε συμβεί με την νομοθεσία περί ναρκωτικών. Βέβαια η εισηγητική έκθεση του Ν. 2928/2001 αφενός μεν έθεσε το ζήτημα στη βάση της εκπλήρωσης των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, συγκεκριμένα της ανταπόκρισης της Ελλάδας στις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν από τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, αφετέρου δε εξηγούσε ότι η στόχευση ήταν μια πιο συστηματική αντιμετώπιση της εγκληματικής επιχειρηματικότητας (Βουλή των Ελλήνων, 2001). Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη εισαγωγής μιας νέας γενικής έννοιας στο σώμα του ελληνικού ποινικού δικαίου υποδήλωνε το ότι η ιδέα του οργανωμένου εγκλήματος είχε να κάνει με γενικότερες κοινωνικό-πολιτικές αλλαγές και όχι απλά με ένα νομοθετικό «νοικοκύρεμα».
Το έδαφος για τη νομοθετική αλλαγή είχε προετοιμαστεί καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990 καθώς τα ΜΜΕ είχαν αναλάβει την εισαγωγή και εκλαΐκευση μιας έννοιας του «οργανωμένου εγκλήματος» ως παθολογίας και απειλής προερχόμενης από παράγοντες και δυνάμεις άγνωστες στην ελληνική κοινωνία. Ουσιαστικά επρόκειτο για την εισαγωγή της θεωρίας της αλλοδαπής συνομωσίας (alien conspiracy, βλ. και Cressey, 1969), στο βαθμό που οι μετανάστες και οι διεθνείς «μαφίες» συσχετίστηκαν άμεσα από τα ΜΜΕ με την άνοδο της εγκληματικότητας κατά την περίοδο εκείνη (Κουράκης, 1998). Η εξέλιξη αυτή ήταν με τη σειρά της συνδεμένη με τις σημαντικές αλλαγές, τις οποίες βίωσε η ελληνική κοινωνία αμέσως μετά τις καθεστωτικές αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη, και ιδίως με τη μετάβαση της Ελλάδας στη θέση χώρας μεταναστευτικού προορισμού, ιδίως από την γειτονική νοτιοανατολική Ευρώπη. Η εξέλιξη αυτή συνεχίστηκε και τη δεκαετία του 2000, καθώς, υπό το βάρος κατοπινών εξελίξεων, ασιατικοί και αφρικανικοί μεταναστευτικοί πληθυσμοί σε διέλευση παρέμειναν στάσιμοι εντός της ελληνικής επικράτειας για μακρύτερο χρονικό διάστημα, ακόμη και επ’ αόριστον. Έτσι, η παρουσία μεταναστευτικών πληθυσμών αποτελεί πια μόνιμο χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό όμως το δημογραφικό χαρακτηριστικό δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση της μιντιακής εμμονής με την εγκληματικότητα των μεταναστών και τις διεθνείς «μαφίες» (Antonopoulos & Papanicolaou, 2013). Η δεκαετία του 1990 υπήρξε και δεκαετία βαθιάς προσαρμογής της Ελλάδας στο νέο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που διαμόρφωσαν η εντατικοποίηση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά το Μάαστριχτ και, γενικότερα, οι αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα, οι οποίες αποκαλούνται «παγκοσμιοποίηση». Καθ΄ όλη την περίοδο αυτή το εσωτερικό σκηνικό της Ελλάδας σημαδεύτηκε από τη συνεχή διαδικασία οικονομικής προσαρμογής και τις άλλες δομικές «μεταρρυθμίσεις» με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας και της οικονομίας γενικότερα (Σακελλαρόπουλος & Σωτήρης, 2004). Σήμερα βέβαια αυτό το παρελθόν φαντάζει κάπως πιο μακρινό, καθώς η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος λόγω των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων που έχουν προκαλέσει τα προγράμματα προσαρμογής μετά τη διεθνή κρίση του 2008 και την ελληνική κατάρρευση του 2010 (Βαρουφάκης, 2014).
Δεν είναι δύσκολο ωστόσο κάποιος να αντιληφθεί πως οι σημερινές κοινωνικές εντάσεις και διαιρέσεις, οι οποίες συσκοτίσθηκαν από την αμέσως προηγούμενη περίοδο ευφορίας την οποία τροφοδότησαν η επέκταση του ιδιωτικού χρέους και τα μεγαλοπρεπή δημόσια έργα και θεάματα, εγγράφονται στον κύκλο της οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990. Η μιντιακή δαιμονοποίηση της μετανάστευσης και της προσπάθειας των μεταναστών να ενταχθούν σε ένα οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, του οποίου η θεσμική και υλική υποδομή για την ενσωμάτωση νέων πληθυσμών πολύ λίγο επεκτεινόταν πέρα από τις «αγορές», μορφοποίησε και διοχέτευσε κατάλληλα τις νέες κοινωνικές αβεβαιότητες και ανασφάλειες, ιδίως της εργατικής τάξης και των πιο επισφαλών μικρομεσαίων στρωμάτων. Όπως το θέτει εύστοχα ο Hobbs, η αβεβαιότητα που συμβολίζουν «οι ξένοι» επιλύεται στο λόγο περί οργανωμένου εγκλήματος μέσα από μια διαδικασία διάκρισης βασισμένη σε ένα επιθετικό εθνοτισμό: με αυτό τον τρόπο τα όρια μεταξύ ιθαγενών και αλλοδαπών, κατωτέρων τάξεων, δραστών που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες και οι μεταξύ τους συνδυασμοί μετασχηματίζονται σε μια (απλούστερη) διάκριση μεταξύ του εγκληματικού και του μη-εγκληματικού (Hobbs, 2013, pp. 41–42).
Η συνέπεια της αναγωγής σε αυτό το ευρύτερο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο είναι μια δραστική αμφισβήτηση της αντιμετώπισης των παράνομων αγορών μέσα από το στρεβλωτικό φακό της θεωρίας της «αλλοδαπής συνομωσίας» και των αναγκαίων συμπληρωμάτων της, τα οποία είναι το γραφειοκρατικό μοντέλο συγκρότησης του «οργανωμένου εγκλήματος» και της κυριαρχίας της βίας. Αυτή η αμφισβήτηση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη από τα πιο προωθημένα τμήματα της μελέτης των παράνομων αγορών (van Duyne, 1996; Woodiwiss & Hobbs, 2009; Hobbs, 2013). Αναμφίβολα, η δραστηριότητα στις διάφορες αγορές πολλές φορές διακρίνεται από ένα τεχνικό καταμερισμό της εργασίας (Ruggiero, 2000), αλλά οι γενικοί κανόνες είναι, από τη μια πλευρά, η ευέλικτη και ευκαιριακή προσέγγιση τόσο των μέσων όσο και των στόχων της δραστηριότητας, και από την άλλη, οι ασταθείς σχέσεις μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται σε αυτή τη δραστηριότητα. Οι συμπαγείς οργανωτικές δομές αλλά και η επίτευξη σημαντικών κερδών για όλους τους συμμετόχους αποτελούν την εξαίρεση. Στο βαθμό βέβαια που υπάρχει ζήτηση για αγαθά ή υπηρεσίες τέτοια ώστε να ευνοεί την ανάπτυξη της παράνομης επιχειρηματικότητας, ενδεχομένως ο συνολικός τζίρος να αποτελεί αξιοσημείωτο —κατα κανόνα ασαφές και δύσκολα υπολογίσιμο— μέγεθος. Πάντως, για την πλειοψηφία των εμπλεκομένων, η δραστηριοποίηση στις παράνομες αγορές αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση μια μικρο-επιχειρηματικότητα του περιθωρίου παρά “big business”.
Οι συντεταγμένες αυτού του περιθωρίου δεν ορίζονται αυστηρά οικονομικά, δηλαδή μόνο με βάση το γεγονός ότι οι αγορές ορισμένων αγαθών ή υπηρεσιών περιορίζονται ρυθμιστικά από το κράτος ή τίθενται καθ’ ολοκληρία εκτός νόμου. Το περιθώριο αυτό αποτελεί πρώτιστα ένα κοινωνικό χώρο, ο οποίος καθορίζεται από τους περιορισμούς που απορρέουν από την ταξική, έμφυλη και εθνοτική θέση εκείνων που τον εποικίζουν, και στον οποίο επενδύονται οι φιλοδοξίες των τελευταίων για ανοδική κοινωνική κινητικότητα —στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη περίπτωση, μόνο ελπίδα για επιβίωση υπάρχει. Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη, ούτε είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι συναντούμε στους χώρους των παράνομων αγορών ανθρώπους, οι οποίοι βιώνουν τη συστηματική αποστέρηση ευκαιριών για κοινωνική ανέλιξη και την απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Αλλά οι συντεταγμένες αυτού του κοινωνικού χώρου δεν ταυτίζονται με τις συντεταγμένες του κοινωνικού αποκλεισμού. Αντίθετα, οι παράνομες αγορές είναι χώρος ανοιχτός, στον οποίο πάντως οι κοινωνικές ιεραρχίες και οι διαφορές δύναμης και έχουν σημασία και επιβεβαιώνονται. Από οικονομική άποψη, οι ευκαιρίες υπάρχουν για όλους όσους διατίθενται να αναλάβουν τον σχετικό κίνδυνο. Από την κοινωνική άποψη όμως, η επισφάλεια του ριψοκίνδυνου επιχειρηματία, ο οποίος διαθέτει μια νόμιμη επιχείρηση και συνεπώς μπορεί εξίσου να αναζητήσει στηρίγματα στη νόμιμη οικονομίας και τα δίκτυα της κοινωνικής επιφάνειας απέχει κατά πολύ ποιοτικά από την επισφάλεια του νεόφερτου μετανάστη, ο οποίος αναζητά στήριξη, αν καν μπορεί, μόνο σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων, συνήθως ομοεθνών.
Με άλλα λόγια, η κοινωνική ιεραρχία προσδίδει στις παράνομες αγορές και μια κάθετη διάσταση, με τρόπο ώστε ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας, ο οποίος εμφανίζεται σε αυτές, αποτελεί στην ουσία μια αντανάκλαση ενός κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Αυτό το στοιχείο καθίσταται απολύτως προφανές στις περιπτώσεις που η πρόσοψη της παράνομης δραστηριότητας δεν μπορεί να στελεχώνεται παρά μόνο από νόμιμους φορείς, όπως είναι για παράδειγμα τα καταστήματα, συνεργεία, νυχτερινά κέντρα κτλ., τα οποία λειτουργούν νόμιμα: όσοι βρίσκονται στα χαμηλότερα σκαλοπάτια της κοινωνικής ιεραρχίας στερούνται και τα μέσα και το status για να δραστηριοποιηθούν στη νόμιμη πρόσοψη της παράνομης αγοράς. Εντούτοις οι επιπτώσεις της κοινωνικής ιεραρχίας δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται ως ενδείξεις οργανωσιακής ιεραρχίας. Αντίθετα, αυτή η κάθετη διάσταση επιτρέπει σε απολύτως νόμιμους φορείς, όπως είναι οι καπνοβιομηχανίες (Antonopoulos, 2008) ή οι εταιρίες οδικής βοήθειας (Antonopoulos & Papanicolaou, 2009) να εμπλέκονται χαλαρά και από ασφαλή απόσταση με τη λειτουργία της παράνομης αγοράς: η ίδια η ύπαρξη της παράνομης αγοράς αποτελεί μια ευκαιρία, την οποία ένας εξωτερικός φορέας μπορεί να εκμεταλλευτεί à la carte.
Περαιτέρω, η σχέση νόμιμων και παράνομων οικονομικών φορέων που απαντάται στις δραστηριότητες αυτές είναι συμβιωτική και όχι κατ’ ανάγκη ανταγωνιστική ή επιβλαβής. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν αφορά μόνο στο αντικειμενικό γεγονός της συμμετοχής στην παράνομη δραστηριότητα και την επίτευξη ενός οικονομικού οφέλους. Αν προς στιγμή παραβλέψουμε το ότι η εμπλοκή στην παράνομη οικονομική δραστηριότητα αποτελεί μια τυπική παράβαση, και συνεπώς το ότι αυτή η εμπλοκή απαιτεί την υπέρβαση του υποκειμενικού φράγματος που εγείρει η ύπαρξη μιας ποινικής απαγόρευσης, δεν είναι δύσκολο να δει κάποιος πως στην τελική ανάλυση, το σύστημα αξιών γύρω από το οποίο οργανώνονται οι παράνομες οικονομίες δεν διαφέρει ριζικά από εκείνο της ευρύτερης κοινωνίας (πρβλ. Matza & Sykes, 1961). Κατά πρώτο, δεν θα πρέπει κάποιος να ξεχνάει πως η ζήτηση για παράνομα αγαθά και υπηρεσίες υποστηρίζεται από μια ποικιλία κοινωνικά αποδεκτών βιοτικών αναγκών και επιθυμιών, όπως το να οδηγείς ένα όμορφο και γρήγορο αυτοκίνητο, να διασκεδάσεις τα βράδυ ξεχνώντας τα προβλήματα μιας κουραστικής μέρας, να παρακολουθείς τη μουσική και κινηματογραφική επικαιρότητα —όλα αυτά είναι επιθυμίες για την ικανοποίηση των οποίων φροντίζει εξίσου και η παράνομη αγορά.
Το καθοριστικό όμως στοιχείο είναι πως, από τη σκοπιά της προσφοράς, η επιχειρηματικότητα, το «άρπαγμα» μιας ευκαιρίας, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα είναι αξίες εξίσου αποδεκτές και στην επίσημη και στην υπόγεια οικονομία. Όσοι δραστηριοποιούνται στην τελευταία πολύ συχνά αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως «παροχή υπηρεσιών», στη βάση της παραπάνω συμφωνίας αξιών. Από την πλευρά λοιπόν του «επιχειρηματία-εγκληματία», η δραστηριοποίηση στην παράνομη αγορά αποτελεί μια στρατηγική προσαρμογής και επιβίωσης σε συνθήκες έντονου και αμείλικτου ανταγωνισμού, και συνεπώς σε κάποιο βαθμό, ιδίως για τους ασθενέστερους φορείς, η παράνομη δραστηριότητά τους λειτουργεί και ως στήριγμα της νόμιμης.
Αντί επιλόγου: το «οργανωμένο έγκλημα» και η αντιμετώπισή του
Οι συνέπειες της ανάλυσης που προηγήθηκε θα πρέπει να είναι σαφείς, ιδίως εάν κάποιος ανατρέξει στο σημείο εκκίνησης, το οποίο είναι η αντίληψη για το «οργανωμένο έγκλημα» ως εξαίρεση και παθολογία. Η κοινωνική οργάνωση των παράνομων αγορών εξαρτάται αποφασιστικά από τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις στο ευρύτερο τοπικό, εθνικό αλλά και διεθνές πλαίσιο στο οποίο οι πρώτες λειτουργούν (βλ. π.χ., Λάζος, 2002α; Λάζος, 2002β). Το ίδιο ισχύει και για την άρθρωση της αντεγκληματικής πολιτικής, της αστυνόμευσης και καταστολής των αγορών αυτών (Papanicolaou, 2011; Sheptycki, 2003). Δεν μπορεί να νοηθεί ούτε επιστημονική ανάλυση ούτε αντιμετώπιση του «οργανωμένου εγκλήματος» χωρίς να λαμβάνεται αυτό το πλαίσιο υπόψη.
Με βάση αυτή τη λογική, αναδεικνύεται έτσι σαφέστερα το διπλό αδιέξοδο της κυρίαρχης αντίληψης, ιδίως στο επίπεδο της αντιμετώπισης του «οργανωμένου εγκλήματος». Από τη μια, είναι απρόσφορη και αδιέξοδη η τάση που παρατηρείται σήμερα για διαρκή παραγωγή «αξιολογήσεων απειλής» (threat assessment) από το «οργανωμένο έγκλημα» στο πλαίσιο της κατάστρωσης της σχετικής αντεγκληματικής πολιτικής. Οι αξιολογήσεις/εκθέσεις αυτές αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση μια συστηματικότερη παρουσίαση της εμπειρίας των διωκτικών αρχών, οι οποίες λειτουργούν υποχρεωτικά με βάση τη διάκριση μεταξύ του εγκληματικού και του μη-εγκληματικού την οποία καθορίζει ο νόμος. Αυτού του είδους ο φορμαλισμός πολύ λίγο βοηθά την κατανόηση της δομής και της δυναμικής των παράνομων αγορών.
Από την άλλη, είναι απρόσφορη και αδιέξοδη η τάση να χαράσσεται η αντεγκληματική πολιτική με βάση τη λογική της ελάττωσης της εγκληματικής ευκαιρίας και της περιστασιακή πρόληψης του οργανωμένου εγκλήματος. Αντιρρήσεις σε αυτή την τάση, η οποία πάντως φαίνεται να ενισχύεται διεθνώς, έχουν διατυπωθεί έγκαιρα και με σαφήνεια (Kleemans, Soudijn, & Weenik, 2012; Antonopoulos & Papanicolaou, 2011; Edwards & Levi, 2008; von Lampe, 2011). Η λογική της περιστασιακής πρόληψης ασφαλώς είναι δυνατόν να εφαρμοστεί στο πεδίο των παράνομων αγορών, αλλά επειδή δεν μπορεί από τη φύση της να διαπεράσει την επιφάνεια, την οποία αντιπροσωπεύει ο τεχνικός καταμερισμός της εργασίας σε αυτές, καταλήγει τελικά να ανοίγει το δρόμο για μια αυστηρότερη καταστολή των κοινωνικά ασθενέστερων φορέων στο πεδίο αυτό. Είναι ένα δίχτυ, το οποίο, κατά παράδοξο τρόπο, συνήθως πιάνει το «μικρό» αλλά σπάνια το «μεγάλο ψάρι».
Βιβλιογραφικές αναφορές
Antonopoulos, G. A. (2008). The Greek connection(s). The social organisation of the cigarette–smuggling business in Greece. European Journal of Criminology, 5(3), 263-288.
Antonopoulos, G. A. (2009). ‘Are the “others” coming?’: evidence on ‘alien conspiracy’ from three illegal markets in Greece. Crime, Law and Social Change, 52(5), 475-493.
Antonopoulos, G. A., Hobbs, D., και Hornsby, R. (2011). A soundtrack to (illegal) entrepreneurship: pirated CD/DVD selling in a greek provincial city. British Journal of Criminology, 51, 804-822.
Antonopoulos, G. A., και Papanicolaou, G. (2009). Gone in 50 seconds: the social organisation of the stolen car market in Greece. Σε P. C. van Duyne, S. Donati, M. Amir, & K. von Lampe (Επιμ.), Crime, money and criminal mobility in Europe (σελ. 141-174). Nijmegen: Wolf Legal Publishers.
Antonopoulos, G. A., και Papanicolaou, G. (2011). Book review: Situational Prevention of Organised Crimes. By Karen Bullock, Ronald V. Clarke and Nick Tilley (eds.). Canadian Journal of Criminology and Criminal Justice, 53(2), 261.
Antonopoulos, G. A., και Papanicolaou, G. (2013). Migrants and ‘organised crime’ in the Greek press, 1991–2011: the politics of representing the ‘organised criminal other’. Σε P. C. van Duyne, J. Harvey, G. A. Antonopoulos, K. von Lampe, A. Malijevic, & J. Spencer (Επιμ.), Human dimensions in organised crime, money laundering and corruption (σελ. 69-94). Nijmegen: Wolf Legal Publishers.
Antonopoulos, G. A., και Papanicolaou, G. (2014). Unlicensed capitalism, Greek style: illegal markets and ‘organised crime’ in Greece. Nijmegen: Wolf Legal Publishers.
Antonopoulos, G. A., Papanicolaou, G., και Simpson, M. (2010). Entertainment starts with an E: the ecstasy market in Greece. Trends in Organised Crime, 13(1), 31-45.
Antonopoulos, G. A., και Winterdyk, J. A. (2006). The smuggling of migrants in Greece: an examination of its social organisation. European Journal of Criminology, 3(4), 439-461.
Cressey, D. R. (1969). Theft of the nation: the structure and operation of organised crime in America. New York: Harper and Row.
Edwards, A., και Levi, M. (2008). Researching the organisation of serious crimes. Criminology and Criminal Justice, 8(4), 363-388.
Hobbs, D. (1988). Doing the business. Enterpreneurship, the working class and detectives in the East End of London. Oxford: Oxford University Press.
Hobbs, D. (2013). Lush life. Oxford: Oxford University Press.
Kleemans, E. R., Soudijn, M. R. J., και Weenik, A. W. (2012). Organized crime, situational crime prevention and routine activity theory. Trends in Organised Crime, 15(2), 87-92.
Lambropoulou, E. (2003). Criminal ‘organisations’ in Greece and public policy: from non-real to hyper-real. International Journal of the Sociology of Law, 31, 69-87.
Levi, M. (1998) Perspectives on Organised Crime: An Overview, The Howard Journal of Criminal Journal, 37, 335-345.
Maltz, M.D. (1976) On Defining Organised Crime: The Development of a Definition and a Typology, Crime & Delinquency, 22, 338-346.
Matza, D., και Sykes, G. M. (1961). Juvenile delinquency and subterranean values. American Sociological Review, 26(5), 712-719.
Paoli, L. (2002) The paradoxes of organised crime. Crime, Law and Social Change, 2002, 37, 51-97.
Papanicolaou, G. (2008). The sex industry, human trafficking and the global prohibition regime: a cautionary tale from Greece. Trends in Organised Crime, 11(4), 379-409.
Papanicolaou, G. (2011). Transnational policing and sex trafficking in southeast Europe: policing the imperialist chain. Basingstoke: Palgrave Macmillan.
Papanicolaou, G., και Antonopoulos, G. A. (2010). “Organised crime” and migrants in the labour market: the economic significance of human smuggling and trafficking in Greece. Σε P. C. van Duyne, T. Vander Beken, J. Harvey, G. A. Antonopoulos, A. Maljevic, & K. von Lampe (Επιμ.), Cross-border crime inroads on integrity in Europe (σελ. 277-308). Nijmegen: Wolf Legal Publishers.
Potter, G. W. (1994). Criminal organisations: vice, racketeering and politics in an American city. Prospect Heights, Illinois: Wavelnad Press.
Ruggiero, V. (1997). Criminals and service providers: cross-national dirty economies. Crime, Law and Social Change, 28, 27-38.
Ruggiero, V. (2000). Crime and markets. Oxford: Oxford University Press.
Schelling, T. C. (1971). What is the business of organised crime? Journal of Public Law, 20, 71-84.
Sheptycki, J. W. E. (2003). Against transnational organised crime. Σε M. E. Beare (Επιμ.), Critical reflections on transnational organised crime (σελ. 120-144). Toronto: University of Toronto Press.
Vander Beken, T., Savona, E., Korsell, L., Defruytier, M., Di Nicola, A., Heber, A., et al. (2005). Measuring organised crime in Europe. A feasibility study of a risk based methodology across the European Union. Antwerp-Apeldoorn: Maklu.
van Duyne, P. (1996). The phantom and threat of organised crime. Crime, Law and Social Change, 24, 341-377.
von Lampe, K. (2001). Not a process of enlightenment: the conceptual history of organised crime in Germany and the United States of America. Forum on Crime and Society, 1(2), 99-116.
von Lampe, K. (2004). Making the second step before the step: assessing organised crime—the case of Germany. Crime, Law and Social Change, 42, 227-259.
von Lampe, K. (2011). The application of the framework of situational crime prevention to ‘organised crime’. Criminology and Criminal Justice, 11(2), 145-163.
Woodiwiss, M., και Hobbs, D. (2009). Organised evil and the Atlantic alliance: moral panics and the rhetoric of organised crime policing in America and Britain. British Journal of Criminology, 49(1), 106-128.
Xenakis, S. (2004). International norm diffusion and organised crime policy: the case of Greece. Global Crime, 6(3), 345-373.
Βαρουφάκης, Γ. (2014). Η γένεση της μνημονιακής Ελλάδας: ένα χρονικό της κρίσης. Αθήνα: Gutenberg.
Βουλή των Ελλήνων. (2001). Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου: “Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα ποινικής δικονομίας για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων”. Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων.
Ελληνική Αστυνομία. (2000). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 1999. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Ελληνική Αστυνομία. (2004). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2003. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Ελληνική Αστυνομία. (2005). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2004. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Ελληνική Αστυνομία. (2006). Ετήσια έκθεση περιγραφή για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2005.
Κουράκης, Ν. Α. (1998). Έκθεση για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στη σημερινή Ελλάδα. Ποινική Δικαιοσύνη, 1(3), 239-248.
Λάζος, Γ. (2002α). Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα, τ. 1: η εκδιδόμενη. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Λάζος, Γ. (2002β). Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα, τ. 2: ο πελάτης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Σακελλαρόπουλος, Σ., και Σωτήρης, Π. (2004). Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός: κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Στεργίου, Λ. (2009, 7 Αυγούστου). 3 δις ευρώ ο τζίρος του λαθρεμπορίου. Η Καθημερινή. Ανάκτηση από http://www.kathimerini.gr/366043/article/ epikairothta/ellada/3-dis-eyrw-o-tziros-toy-la8remporioy
* Ο Γεώργιος Α. Αντωνόπουλος είναι καθηγητής εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Teesside (g.antonopoulos@tees.ac.uk). Ο Γεώργιος Παπανικολάου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Teesside (g.papanicolaou @tees.ac.uk).