Κρίση, Έγκλημα και Σύστημα Ποινικής Καταστολής

ΕΦΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

 Κρίση, Έγκλημα και

Σύστημα Ποινικής Καταστολής

 Παράνομες αγορές και οικονομική κρίση

 

ΕΦΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ *

 

Ένα από τα πρώτα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε στην πλούσια καριέρα του ο αγαπητός συνάδελφος καθηγητής κύριος Κουράκης, προς τιμήν του οποίου εκδίδεται ο παρόν τόμος, είναι το οικονομικό έγκλημα. Με αυτή την αφορμή θα εξετάσω ένα ζήτημα που άπτεται της οικονομικής εγκληματικότητας και για το οποίο η οικονομική κοινωνιολογία έχει βοηθήσει στην ανάλυσή του.

  1. Εισαγωγή

Όπως έχει αναλυθεί από πολλούς ειδικούς, η οργανωμένη εγκληματική δράση δεν είναι νέο φαινόμενο. Ενώ στο παρελθόν συνδεόταν με θεωρίες συνωμοσίας και εθνικά συνδικάτα του εγκλήματος, στη σύγχρονη εποχή το οργανωμένο έγκλημα συνδέεται με οικονομικές και λογιστικές θεωρίες. Εξάλλου, οι διαρκώς αυξανόμενες νέες ανάγκες για αγαθά και υπηρεσίες τις οποίες δεν καλύπτουν οι νόμιμες αγορές, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παράνομων.

Οι Pino Arlacchi (1983/1989, 1998), Peter Reuter (1985) και Roger Lewis (1998) είναι από τους πρώτους και βασικούς αναλυτές των παράνομων αγορών.

  1. Η “επιχείρηση” του εγκλήματος και οι παράνομες αγορές

«Παράνομη αγορά είναι ο τόπος και ταυτόχρονα το σύνολο των κανόνων στα όρια των οποίων πραγματοποιείται μια διαρκής ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Η παραγωγή, διακίνηση, κατανάλωση και χρήση τους απαγορεύεται ή ρυθμίζεται πολύ αυστηρά από τη νομοθεσία των περισσότερων κρατών ή/και από το διεθνές δίκαιο, λόγω του ότι συνιστά απειλή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την υγεία και τη δημόσια ασφάλεια» (Arlacchi 1989: 225).

Μια παράνομη αγορά προκύπτει από τη σύμπτωση προσφοράς και ζήτησης παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών, όπως ναρκωτικά, όπλα, σεξ με ανηλίκους, παιδική πορνογραφία, φθηνό εργατικό δυναμικό κλπ. Οι παράνομες αγορές είναι συγχρόνως παρενέργεια των προσπαθειών του σύγχρονου κράτους και του διεθνούς δικαίου να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα έννομα αγαθά ευρύτερης αξίας και τη διεθνή ειρήνη. Αναπτύχθηκαν παράλληλα με το σύγχρονο κοινωνικό κράτος και το διεθνές δίκαιο μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Οι πολυμερείς συμφωνίες και οι διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την κατάργηση της δουλείας, την απαγόρευση των ναρκωτικών και των άλλων εξαρτησιογόνων ουσιών, την απαγόρευση χρήσης συγκεκριμένης μορφής βίας σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών, την απαγόρευση χρήσης συγκεκριμένων τύπων όπλων, και τον περιορισμό της πώλησης πολεμικών εξοπλισμών, είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς οι προσπάθειες προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της διεθνούς ειρήνης συνέβαλαν στη δημιουργία των παράνομων αγορών.

Συγχρόνως με τις παράνομες αγορές, αναπτύχθηκαν και αντίστοιχες παράνομες πρακτικές. Οι παράνομες πρακτικές μπορεί να αφορούν είτε τον τρόπο παραγωγής του εμπορεύσιμου αγαθού, είτε τα χρησιμοπoιούμενα μέσα. Στις παράνομες πρακτικές ανήκει το λαθρεμπόριο νόμιμων αγαθών, όπως καπνού, αλκοόλ, αλλά και (κλεμμένων) αυτοκινήτων, έργων τέχνης κ.λπ., όπως επίσης και η τοκογλυφία, η εκβίαση, η δωροδοκία δημόσιων λειτουργών, η παράνομη διακίνηση και αποθήκευση επικίνδυνων αποβλήτων (π.χ. πυρηνικών εργοστασίων), το λαθρεμπόριο πυρηνικού υλικού κ.λπ. Σ’ αυτή την κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν οι απάτες σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι χρηματιστηριακές απάτες και το εμπόριο πλαστών εγγράφων (διαβατηρίων, πιστοποιητικών κ.ά.), στις οποίες επιδίδονται συστηματικά οι επιχειρηματίες του εγκλήματος.

Η λογική της ελεύθερης αγοράς είναι να εντοπίζει οικονομικές δραστηριότητες εκεί όπου είναι πιο παραγωγικές και κερδοφόρες. Αυτό ισχύει τόσο για τις νόμιμες όσο και τις παράνομες αγορές με τη διαφορά ότι οι δεύτερες λειτουργούν παρασιτικά ή συμβιώνουν με τις πρώτες. Η μεγάλη ζήτηση για συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες που είναι παράνομες, εάν συνδυαστεί με τις μικρές πιθανότητες σύλληψης και τα πολύ υψηλά κέρδη, παρέχει σε παράνομες επιχειρηματικές ομάδες ιδεώδεις συνθήκες για να εισέλθουν στην αγορά και να επιδιώξουν την αποκόμιση κερδών.

Η παράνομη αγορά δεν ταυτίζεται με το οργανωμένο έγκλημα και κάθε εγκληματική οικονομική δραστηριότητα δεν συνιστά παράνομη αγορά. Η σχέση τους συνίσταται στο ότι οι παράνομες αγορές αποτελούν πηγή εισοδήματος για το οργανωμένο έγκλημα. Το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσεται λόγω της δυναμικής των παρανόμων αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται (Beckert & Wehinger 2011).

Οι παράνομες αγορές έχουν πολλά κοινά με τις νόμιμες, αν και οι διαδικασίες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους θεωρούνται συχνά ότι υπακούουν σε “υπόγειες” αξίες, μυστήριες λογικές και ότι καθοδηγούνται από ανεξέλεγκτα κέντρα. Στην πραγματικότητα είναι τυπικά φαινόμενα τα οποία προκύπτουν από τη δυναμική της αγοράς και τη ζήτηση ορισμένων προϊόντων. Τις περισσότερες φορές συνιστούν πολύμορφες ενότητες, οι οποίες έχουν ικανότητα και ευελιξία να μετακινούνται από τον έναν επιχειρηματικό τομέα στον άλλο. Όπως στη νόμιμη οικονομία έτσι και στην παράνομη, κίνητρα δράσης των επιχειρηματιών είναι η αύξηση του κέρδους και οι αποδοτικές επενδύσεις, και γι’ αυτόν το σκοπό χρησιμοποιούν κάθε μέσον. Επομένως, η συνήθης πρακτική για την αύξηση των κερδών είναι η ποικιλία των παρεχόμενων αγαθών και των τομέων δράσης της επιχείρησης, αφενός, και ο περιορισμός του ανταγωνισμού, αφετέρου.

Τόσο στις νόμιμες όσο και στις παράνομες αγορές υπάρχουν αγοραστές και πωλητές, μικρέμποροι και μεγαλέμποροι, μεσίτες, εισαγωγείς, διανομείς, τιμές, ισοζύγια, κέρδη και ζημίες. Στις παράνομες αγορές υπάρχει επίσης ο ανταγωνιστικός και ο ολιγοπωλιακός τομέας. Ο πρώτος περιλαμβάνει μικρομεσαίες επιχειρήσεις διακίνησης παράνομων αγαθών και παροχής υπηρεσιών στο κοινό που είναι ο τελικός καταναλωτής. Ο δεύτερος αποτελείται από έναν περιορισμένο αριθμό εγκληματικών επιχειρήσεων που προμηθεύουν τον ανταγωνιστικό τομέα με αγαθά και υπηρεσίες. Οι δύο τομείς, ανταγωνιστικός και ολιγοπωλιακός, είναι διαρθρωμένοι σε μερικότερους υποτομείς, ο αριθμός των οποίων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ανάγκη διατήρησης ενός σταθερού επιπέδου ποιότητας των εμπορευμάτων, ο έλεγχος της εισόδου στην αγορά νέων επιχειρήσεων, η εχεμύθεια και η αξιοπιστία.

Υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές από τη νόμιμη οικονομία. Στις παράνομες αγορές η εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασσομένων παίζει κυρίαρχο ρόλο. Για τις οικονομικές δοσοληψίες απρόσωπες μορφές επικοινωνίας δεν υφίστανται. Οι οργανώσεις πρέπει να είναι μικρές και χαλαρά δομημένες για να είναι ευέλικτες, ενώ μεγάλες οργανώσεις λειτουργούν μόνο με βάση την κοινή εθνική ή τοπική προέλευση ή οικογενειακούς δεσμούς. Οι εγκληματικές επιχειρήσεις που ανήκουν στον ολιγοπωλιακό τομέα έχουν πολυδύναμο χαρακτήρα, δηλαδή έχουν πρόσβαση σε διάφορες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Σ’ αυτές τις αγορές κυριαρχούν μυστικά δίκτυα λόγω του υψηλού κινδύνου που υπάρχει. Ο κίνδυνος σχετίζεται με τη συχνότητα διανομής του προϊόντος, το είδος του εμπορευόμενου αγαθού (π.χ. παράνομοι μετανάστες, ναρκωτικά, όπλα), τη μορφή των εμπορικών σχέσεων που είναι απαραίτητες για τη διακίνησή του (άμεση προσωπική επαφή, τηλεφωνική), την εφαρμοζόμενη πολιτική από την πλευρά του κράτους (π.χ. απαγορευτική-κατασταλτική, φιλελεύθερη-ανεκτική) κ.ά. Ο κίνδυνος οφείλεται επίσης στο ότι στις παράνομες αγορές, σε αντίθεση με τις νόμιμες δεν υπάρχει τυπικός μηχανισμός, ο οποίος να εγγυάται την ασφαλή ανταλλαγή των εμπορευμάτων και την τήρηση των συμφωνηθέντων (Beckert & Wehinger 2011: 14-16).

  1. Τα χαρακτηριστικά των παράνομων αγορών

Οι παράνομες αγορές χαρακτηρίζονται από υπερεμπορευματοποίηση των διακινούμενων αγαθών. Κοινωνικά, ατομικά και φυσικά αγαθά, όπως η ανθρώπινη ζωή, η υγεία, καθήκοντα και υποχρεώσεις των κρατικών υπηρεσιών και της δικαιοσύνης, επαγγελματικές δεοντολογίες, ηθικές αρχές και ιδεολογίες, πληροφορίες και φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές που είναι αποφασιστικής σημασίας για την ασφάλεια των πολιτών και την πολιτική σταθερότητα, μετατρέπονται σε εμπορεύματα.

Δεύτερο χαρακτηριστικό των παράνομων αγορών είναι ο πολυδύναμος χαρακτήρας τους. Ο βαθμός συμμετοχής κάθε επιχείρησης στην αγορά και η ένταξή της στον τομέα των ολιγοπωλίων εξαρτάται από την πρόσβασή της σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και την ικανότητά της να τις εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο. Ακριβώς σ’ αυτή την ικανότητά τους να χρησιμοποιούν ταυτόχρονα οικονομικούς (π.χ. πρόσβαση σε φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, χρηματιστήριο), πολιτικούς (π.χ. χρηματισμός πολιτικών – εξασφάλιση υποστήριξης ή εξουδετέρωση της αντίδρασής τους) και στρατιωτικούς πόρους (π.χ. όπλα, πυρηνικό υλικό) έγκειται ο πολυδύναμος χαρακτήρας των εγκληματικών επιχειρήσεων που ελέγχουν την αγορά. Οι σχέσεις στο εσωτερικό αυτών των οργανώσεων και οι σχέσεις με το εξωτερικό περιβάλλον τους δεν είναι μονοδιάστατες, δηλαδή δεν έχουν μόνο χαρακτήρα εμπορικής, πολιτικής ή στρατιωτικής συναλλαγής, αλλά είναι σύνθετες και πολύπλευρες (βλ. κυρίως Arlacchi 1989: 230-236).

Τρίτο χαρακτηριστικό των παράνομων αγορών είναι το υψηλό κόστος των συναλλαγών. Αυτό υπερβαίνει κατά πολύ εκείνο της νόμιμης αγοράς, γιατί περιλαμβάνει έξοδα τα οποία προκύπτουν από τη μυστικότητα των επιχειρήσεων και την ανάγκη περιορισμού του κινδύνου σύλληψης των μελών, κατάσχεσης των προϊόντων, διάλυσης της επιχείρησης αλλά και εξαπάτησης, επειδή οι παράνομες επιχειρήσεις δεν μπορούν να προσφύγουν στον μηχανισμό της δικαιοσύνης για την προστασία των συμφερόντων τους. Αυτό ακριβώς είναι και το τέταρτο χαρακτηριστικό των παράνομων αγορών, δηλ. η απουσία νομικού καταναγκασμού αλλά και χρήσης ενός μηχανισμού ελέγχου ο οποίος να είναι κοινά αποδεκτός για την εξασφάλιση της εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων. Επειδή λοιπόν στις παράνομες αγορές η δυσπιστία και ο καιροσκοπισμός είναι γενικό φαινόμενο, αναπτύσσονται διαδικασίες κάλυψης της αβεβαιότητας σε όλα τα επίπεδα των σχέσεων, του επιχειρηματία με το προσωπικό του, τους προμηθευτές, τους διακινητές του προϊόντος, τους τελικούς καταναλωτές, τους εγγυητές, την αστυνομία και τις άλλες οργανώσεις (Arlacchi 1989: 236-250).

Κατά συνέπεια, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι παράνομες επιχειρήσεις χρειάζονται εκτός από κεφάλαια, μηχανισμό βίας ή καλύτερα, δραστικό μηχανισμό επιβολής ισχύος και μη-παρέμβαση (αδράνεια) του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, δηλαδή αστυνομίας, δικαιοσύνης και λοιπών ελεγκτικών οργάνων (Reuter 1985).

α. Η διάθεση κεφαλαίων έχει ιδιαίτερη σημασία για την αξιοποίηση των ευκαιριών που δίνουν οι παράνομες αγορές. Οι υψηλές τιμές ορισμένων απαγορευμένων και συνεπώς παράνομων πρώτων υλών (π.χ. όπιο, παλαιότερα αλκοόλ) και η ακριβή τεχνολογία που απαιτείται για την παραγωγή αντίστοιχων προϊόντων έχουν εμποδίσει, κατά καιρούς, ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος να αυξήσουν τα κέρδη και τα κεφάλαιά τους.

β. Μηχανισμός επιβολής ισχύος. Αν και οι έρευνες δεν διαπίστωσαν ότι η άσκηση βίας αποτελεί χαρακτηριστικό της εγκληματικής επιχειρηματικής δράσης, η δυνατότητα χρήσης της, με την έννοια ύπαρξης κατάλληλου μηχανισμού, θεωρείται συστατικό στοιχείο για τη λειτουργία των παράνομων αγορών και της οργανωμένης εγκληματικότητας. Η χρήση βίας οφείλεται, όπως αναφέρθηκε, κυρίως στο ότι όσοι συμμετέχουν στις παράνομες αγορές δεν μπορούν να προσφύγουν στη βοήθεια της πολιτείας για την επίλυση των διαφορών τους, ενώ τα θύματα της βίας επίσης δεν μπορούν να ζητήσουν τη βοήθεια και την προστασία της αστυνομίας, διότι θα πρέπει να της δώσουν πληροφορίες για υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται και τα ίδια.

Η βία χρησιμοποιείται κυρίως για τη διατήρηση του μονοπωλίου στην αγορά και του αποκλεισμού της εισόδου νέων επιχειρήσεων σ’ αυτή. Εντούτοις, η χρήση της για την εξουδετέρωση του ανταγωνισμού είναι πολύ προβληματική επειδή ακραίες μορφές βίας δεν είναι για μεγάλο διάστημα ανεκτές από την κοινωνία, αφού πρόσβαση σε όπλα και μεθόδους άσκησης βίας έχουν όλες οι οργανωμένες ομάδες. Γι΄ αυτό στις παράνομες αγορές αναπτύσσονται τύποι ενδοομαδικής. Ακριβώς λόγω του περιορισμού της βίας αυξάνεται η σημασία της, χωρίς όμως να μειώνεται το κόστος της χρήσης της.

γ. Τρίτη βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία των παράνομων επιχειρήσεων είναι, όπως προαναφέρθηκε, η εξουδετέρωση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, δηλαδή της αστυνομίας και της δικαιοσύνης και του υπόλοιπου ελεγκτικού μηχανισμού

Όπως ακριβώς επεμβαίνει το κράτος στη νόμιμη οικονομία άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ρυθμιστικά, έτσι και στην παράνομη. Εξάλλου, όπως είπαμε και στην αρχή, οι ποικίλες νομοθετικές απαγορεύσεις και επεμβάσεις του κατασταλτικού μηχανισμού είναι παράγοντες ρύθμισης της παράνομης αγοράς. Ο βαθμός επέμβασης του κράτους εξαρτάται από το είδος του προϊόντος και την ακτίνα δράσης της επιχείρησης. Το κράτος ως “ρυθμιστής” και στους δύο τύπους αγορών μπορεί να δημιουργήσει επιπρόσθετα κόστη και κινδύνους στους επιχειρηματίες οι οποίοι με τη σειρά τους θα προσπαθήσουν να τα αποφύγουν. ΄Ενας τρόπος για την παράκαμψη των κινδύνων και την εξουδετέρωση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου είναι η δωροδοκία.

Η δωροδοκία δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της παράνομης επιχειρηματικής δραστηριότητας, διότι και οι νόμιμες επιχειρήσεις είναι γνωστό ότι τη χρησιμοποιούν για τη διευκόλυνσή τους. Οπωσδήποτε η διαφθορά παίζει σημαντικότερο ρόλο στις παράνομες επιχειρήσεις απ’ ό,τι στις νόμιμες, διότι αυτές διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο διάλυσής τους.

Εκτός από τη δωροδοκία, ένας άλλος τρόπος για την εξουδετέρωση της επέμβασης του κρατικού ελέγχου είναι η εξασφάλιση της συναίνεσης ευρέων τμημάτων του πληθυσμού για τη δράση της οργάνωσης και η μεταπώληση αυτής της συναίνεσης στους πολιτικούς με διάφορα ανταλλάγματα. Η φτώχεια, το πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης, η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης και η ευνοιοκρατία διευκολύνουν τη δράση των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων και εξασφαλίζουν στους “εκπροσώπους του λαού” εξουσία.

Ένας ακόμη τρόπος εξουδετέρωσης του μηχανισμού, στενά συνδεδεμένος με τον προηγούμενο, είναι η δημιουργία αμοιβαίων οικονομικών συμφερόντων με εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας για τη μονοπώληση μιας νόμιμης πηγής εσόδων (π.χ. προμήθεια πολεμικού και αμυντικού υλικού, εκτέλεση δημόσιων έργων, διαχείριση απορριμμάτων) ή συμμετοχή της οργάνωσης σε μεγαλύτερους συνασπισμούς ισχύος (“δίκτυα ισχύος”) που έχουν σχέση με παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής και δημόσιας ζωής και παράλληλα, με ποικίλους τομείς εγκληματικής δράσης. Στόχος τους είναι η υπέρβαση των χρονικών και τοπικών περιορισμών που χαρακτηρίζουν την πολιτική μηχανή.

Τέταρτος τρόπος για την (έμμεση) εξουδετέρωση του μηχανισμού ελέγχου είναι η μείωση των κινδύνων της επιχείρησης με περιορισμό της αλυσίδας των συναλλασσόμενων προσώπων και οργανώσεων. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τη συνεργασία ατόμων είτε της ίδιας εθνικής, φυλετικής ή τοπικής καταγωγής, είτε της ίδιας θρησκείας ή ακόμη και πολιτικής ιδεολογίας. Δημιουργείται δηλαδή μια μορφή “οργανικής αλληλεγγύης” όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Durkheim. Η αμοιβαία ηθική δέσμευση των μελών αυτής της ευρείας ομάδας συμβάλλει στην τήρηση της μυστικότητας για την επίτευξη των στόχων της, είναι δε μεγαλύτερης σημασίας απ’ ό,τι η απειλή κυρώσεων και χρήσης βίας.

Πάντως, για έναν επιχειρηματία οι συνεργάτες του, και κυρίως οι υπάλληλοι της επιχείρησής του αποτελούν τη βασική απειλή επειδή είναι καλύτερα πληροφορημένοι από τον καθένα για τις δραστηριότητες της οργάνωσης. Γι’ αυτό επιδιώκεται, πρώτον, ο περιορισμός του αριθμού των ατόμων που έχουν επαφή μαζί του και δεύτερον, η εξασφάλιση της αφοσίωσής τους.

Επομένως, για τη μείωση των κινδύνων οι παράνομες επιχειρήσεις πρέπει να είναι μικρές. Δεν μπορούν, δηλαδή, να αναπτύξουν μεγάλη ακτίνα δράσης όπως οι νόμιμες, ούτε να πραγματοποιούν διαρθρωτικές αλλαγές που να μειώνουν το κόστος τους, π.χ. αγορά αεροπλάνων για τη μεταφορά των παράνομων προϊόντων, διότι αυξάνεται ο αριθμός των υπαλλήλων, ο κίνδυνος κατάδοσης και τα έξοδα διοίκησης. Όμως και αυτό έχει αλλάξει, όπως δείχνει η περίπτωση των Αλβανών εμπόρων ναρκωτικών που κινούνται στο χώρο της Μεσογείου και της Αδριατικής. Σύμφωνα με μαρτυρίες λιμενικών σε δική μας έρευνα για συναφές θέμα, προέκυψε ότι οι Αλβανοί έμποροι ναρκωτικών τουλάχιστον μια δεκαετία τώρα δεν μισθώνουν πλέον πλοιάρια για τη διακίνηση ναρκωτικών, παράνομων μεταναστών, παιδιών και γυναικών για σεξουαλική εκμετάλλευση, αλλά έχουν αγοράσει δικά τους και έχουν ανεξαρτητοποιηθεί, ενώ τα κέρδη τους έχουν πολλαπλασιασθεί.

Παράλληλα, η δυνατότητα διαρθρωτικών αλλαγών και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της επιχείρησης, εξαρτάται από την εχθρικότητα του περιβάλλοντος, σημαντικό παράγοντα για την συνεχή λειτουργία της οργάνωσης. Ως εκ τούτου, αποφεύγεται η πολύπλοκη τεχνολογία, ο αυστηρός καταμερισμός εργασίας και η εξειδίκευση υπαλλήλων και μονάδων της επιχείρησης. Όμως και εδώ από τα τέλη του ’90 παρατηρούνται αλλαγές, δηλαδή, μεγαλύτερη εξειδίκευση του προσωπικού επιχειρήσεων που προωθούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, όπως τα συνθετικά ναρκωτικά, ή των επιχειρήσεων οι οποίες τελούν “μοντέρνες” εγκληματικές πράξεις, όπως απάτες σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αγροτικά προϊόντα, πετρελαιοειδή, ηλεκτρονικό υλικό), χρηματιστηριακές απάτες κ.ά. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν αποδειχθεί καλά οργανωμένες και πολύ κινητικές (van Duyne 1996), διότι τα εχθρικά περιβάλλοντα είναι απρόβλεπτα και απαιτούν γρήγορες αντιδράσεις και προσαρμογές της οργάνωσης.

Η επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα να επενδύει ούτε σε νέα τεχνογνωσία του προσωπικού της, επειδή είναι εφήμερη. Επίσης, η επιχείρηση δεν είναι με την τυπική έννοια φερέγγυα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να απευθυνθεί σε νόμιμους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για την οικονομική ενίσχυση των δραστηριοτήτων της, εφόσον δεν υπόκειται σε λογιστικό έλεγχο, δεν έχει νόμιμα βιβλία, δεν μπορεί να υποθηκευθούν τα περιουσιακά της στοιχεία, ενώ ο θάνατος ή η σύλληψη του επιχειρηματία δεν δίνουν εχέγγυα για την είσπραξη των οφειλόμενων από αυτήν ποσών. Τα προαναφερθέντα εμποδίζουν την ανάπτυξη της επιχείρησης, με αποτέλεσμα τη συχνή αλλαγή ή την παράλληλη δράση της σε πολλούς τομείς, ενώ την εξαναγκάζουν, όπως προαναφέραμε, να περιορίζει την αλυσίδα των συναλλασσόμενων με αυτήν προσώπων και ομάδων, βασιζόμενη στις συγγενικές σχέσεις και τους φιλικούς δεσμούς. Οι παράνομες αγορές, δηλ. σε αντίθεση με τις νόμιμες, δεν χαρακτηρίζονται από απρόσωπες μορφές επικοινωνίας και διάθεσης των προϊόντων λόγω των κινδύνων που διατρέχουν. Οι παράνομοι επιχειρηματίες χρειάζεται να γνωρίζουν το βιογραφικό εκείνου που συναλλάσσονται. Επειδή λοιπόν υπάρχει ανάγκη μυστικότητας, αλλά ταυτόχρονα και δράσης, ως ασφαλιστικές δικλείδες λειτουργούν δίκτυα. Αυτά μπορούν να χειριστούν όσες πληροφορίες είναι απαραίτητες για την ασφαλή διεξαγωγή των συναλλαγών δημιουργώντας ένα επίπεδο αξιοπιστίας μεταξύ των συναλλασσομένων, οι οποίοι ίσως δεν γνωρίζονται. Οι παράνομοι επιχειρηματίες συμμετέχοντας στα εν λόγω δίκτυα, μπορούν να συγκαλύπτουν τη δράση τους, διότι αυτά προστατεύονται από άλλα ακόμη μεγαλύτερα δίκτυα, εμπορικά (π.χ. “trading diasporas”) ή επικοινωνιακά -τα οποία δημιουργούνται από μεταναστευτικά κύματα- ή από τα “δίκτυα ισχύος” (Arlacchi 1989: 240-243). Τα δίκτυα εξασφαλίζουν τη διακίνηση προϊόντων και τη διάθεση υπηρεσιών σε χαμηλές τιμές με μειωμένους κινδύνους˙ η συμμετοχή στο δίκτυο είναι η πιστοποίηση της φερεγγυότητας του επιχειρηματία.

Η ευρύτητα του δικτύου στο οποίο συμμετέχει μια παράνομη ομάδα είναι από τα βασικότερα στοιχεία που προσδιορίζουν τη θέση της στην παγκόσμια ιεραρχία του οργανωμένου εγκλήματος. Ούτε η οικονομική δύναμη, ούτε η ισχυρή πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό (π.χ. Μedellín Cartel) αποδείχθηκε τόσο σημαντική για μια οργάνωση, όσο η δυνατότητά της να χρησιμοποιεί διηπειρωτικά δίκτυα και να υποστηρίζεται από εθνικούς θύλακες οι οποίοι συγκαλύπτουν τις παράνομες επιχειρήσεις της.

Σημαντικός είναι, όπως διαπιστώθηκε, ο ρόλος των μεταναστών τόσο των νόμιμων όσο και των παράνομων. Η χρήση τους στην ανταλλαγή πληροφοριών για τις επιχειρήσεις μιας οργάνωσης δημιουργεί “δίκτυα επικοινωνίας”, ενώ η μετακίνησή τους βοηθά παράλληλα την εξάπλωση της δράσης της οργάνωσης (ενδεικτικά Rebscher & Vahlenkamp 1988, Arlacchi 1989: 241-242).

Συνοψίζοντας, οι εγκληματικές επιχειρήσεις έχουν γίνει ευέλικτες και ικανές στην εκμετάλλευση των ευκαιριών της αγοράς. Έχουν αντικαταστήσει την αυστηρή ιεραρχική διάρθρωση των παλαιότερων οικογενειακών εγκληματικών επιχειρήσεων, για να μειώσουν τον κίνδυνο από τις διωκτικές αρχές αλλά και για να είναι πιο αποτελεσματικές. Το ότι εξακολουθούν πολλές από αυτές να συγκροτούνται με βάση την κοινή εθνική καταγωγή οφείλεται σε πρακτικούς λόγους, διότι η κοινή εθνική ή φυλετική καταγωγή εξακολουθεί να λειτουργεί ως η ισχυρότερη δικλείδα ασφάλειας και ως μηχανισμός παραγωγής εμπιστοσύνης.

  1. Οι παράνομες αγορές στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. (2014) για το οργανωμένο έγκλημα 2012, οι πιο αναπτυγμένες μορφές σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος με σειρά σπουδαιότητας είναι η παράνομη διακίνηση μεταναστών και η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, και ακολουθούν οι οργανωμένες ληστείες και κλοπές και το λαθρεμπόριο προϊόντων καπνού. Η ίδια η ΕΛ.ΑΣ. μάλιστα τις ονομάζει “παράνομες αγορές”.

  1. Πηγές και μέθοδοι της έρευνας-Περιορισμοί

Σύμφωνα με τον Klaus von Lampe (2012), τρία κυρίως μέσα συλλογής δεδομένων έχουν χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και των παράνομων αγορών που σχετίζονται με αυτό: συμμετοχική παρατήρηση, συνεντεύξεις και ανάκτηση/χρήση πληροφοριών που είναι αποθηκευμένες ηλεκτρονικά ή καταγεγραμμένες σε χαρτί. Μερικές φορές, στην ίδια έρευνα χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα συλλογής πληροφοριών. Η χρήση της συμμετοχικής παρατήρησης είναι σπάνια και παρακινδυνευμένη, δεδομένου ότι είναι πολύ δύσκολη η αποδοχή του ερευνητή από τα εγκληματικά δίκτυα. Ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνών βασίζεται σε συνεντεύξεις με δράστες που είτε βρίσκονται στις φυλακές είτε είναι ελεύθεροι (Arlacchi 1995, 1998, von Lampe 2012). Γενικά πάντως, οι δυσκολίες συλλογής δεδομένων για το οργανωμένο έγκλημα και τις παράνομες αγορές είναι μεγάλες. Συχνά οι πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των δραστών, την υλικοτεχνική υποστήριξη της διασυνοριακής εγκληματικής δράσης και τις μορφές συνεργασίας των ομάδων (π.χ. οικονομικές συναλλαγές στην αγορά μεταξύ ανεξάρτητων φορέων, συνεργασία του δικτύου) είναι ελλιπείς (von Lampe 2012: 183). Συν τοις άλλοις, συνήθως εξετάζεται μόνο μία περιοχή δράσης του οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. η χώρα προορισμού της εμπορίας ανθρώπων), ενώ για τη φύση των δραστηριοτήτων των εγκληματικών ομάδων στις χώρες προέλευσης διατυπώνονται απλώς υποθέσεις (πρβλ. Reyneri 2003).

Μια άλλη δυσκολία είναι η προθυμία των κυβερνήσεων, της δικαιοσύνης, των αρχών επιβολής του νόμου, ΜΚΟ και του ιδιωτικού τομέα (π.χ. ιδιωτών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που απασχολούν παράνομους μετανάστες), κ.λπ. να συνεργαστούν με τους ερευνητές. Ομοίως, το εύρος και η ποιότητα των δεδομένων που συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις διωκτικές αρχές, τοπικές ή κρατικές αρχές και ιδιωτικούς οργανισμούς (π.χ. εμπορικές ενώσεις / σωματεία) είναι μερικές φορές διαφορετικές από εκείνες που χρειάζονται οι ερευνητές.

Οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την παρούσα έρευνα περιλαμβάνουν δελτία τύπου της ΕΛ.ΑΣ, δημοσιεύματα στον Τύπο και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, εκθέσεις ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών (Europol, Frontex, Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες [UNHCR], Παγκόσμια Τράπεζα, Υπουργείο Εξωτερικών ΗΠΑ), Πρακτικά της ελληνικής Βουλής, πρακτικά συνεδριάσεων του Συμβουλίου για την ένταξη των μεταναστών στον Δήμο Αθηναίων, πληροφορίες και στοιχεία που παραχωρήθηκαν από τις τοπικές αρχές, ή ήταν προσιτές από τράπεζες πληροφοριών στο διαδίκτυο, καθώς και δημοσιεύσεις από στρατηγικούς αναλυτές.

Επιτόπια έρευνα πραγματοποιήθηκε σε περιοδικά διαστήματα τον Νοέμβριο 2010, τον Ιανουάριο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο 2011, τον Οκτώβριο 2012, τον Μάρτιο και Νοέμβριο 2013, τον Οκτώβριο 2014 και τον Ιανουάριο 2015. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μη τυποποιημενες συνεντεύξεις (ελεύθερη συζήτηση) με εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, απόστρατους αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, εκπροσώπους της δίωξης του οικονομικού εγκλήματος, αστυνομικούς και αρκετούς κατοίκους και επιχειρηματίες της γεωγραφικής (και αυτοδιοικητικής) περιοχής της έρευνας, αλλά και όμορων ή λοιπών κοινοτήτων του ΔΑ. Από τον Ιανουάριο του 2011 έως τον Οκτώβριο 2012, πραγματοποιήθηκε συστηματική συμμετοχική παρατήρηση των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας, της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής και συγκεκριμένης δημοτικής κοινότητας, όποτε υπήρχαν σχετικά θέματα στην ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων, η οποία επαναλαμβανόταν περιοδικά έως τον Ιούλιο 2015. Ειδικότερα, παρακολουθήθηκε η αδειοδότηση νέων επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος (τύπος, οδός, κοινότητα, επιχειρηματίας), παραβάσεις (π.χ. λειτουργία χωρίς άδεια, παράνομη μεταβίβαση, παραβιάσεις της υγειονομικής ή άλλης νομοθεσίας), κυρώσεις ή μη για τις παραβιάσεις (π.χ. επανεξέταση του αιτήματος-έλεγχος συμμόρφωσης, αναστολή άδειας, σφράγιση ορισμένου χρόνου).

Συνεντεύξεις ή συζητήσεις με ιδιοκτήτες καταστημάτων ή πελάτες τους, με διακινητές που φρόντιζαν για τη διαμονή σε ακίνητα παράνομων μεταναστών και ανθρώπους που βρίσκονται πολλές ώρες της ημέρας σε δημόσιους χώρους και συναντιούνταν με συμπατριώτες τους ή με έλληνες πελάτες τους (κυρίως για πώληση ναρκωτικών) ήταν σπάνιες, σύντομες και τυχαίες, λόγω της (δικαιολογημένης) απροθυμίας και καχυποψίας τους, της ενδεχόμενης ανειλικρίνειάς τους και των πιθανών κινδύνων για την ερευνήτρια. Αυτό αποτελεί και έναν από τους βασικούς περιορισμούς της έρευνας καθώς επίσης και η αδυναμία πρόσβασης στους φακέλους λειτουργούντων καταστημάτων για καταγραφή των παραβιάσεων, υφιστάμενων μηνύσεων και την κατάληξή τους κλπ.

  1. Αποτελέσματα: Παράνομη μετανάστευση Α.Ε.

Η παράνομη διακίνηση μεταναστών δεν είναι αποτέλεσμα διαφορετικών ασύνδετων μεταξύ τους παραγόντων, αλλά ένα σύστημα με δική του λογική και αυτονομία. Η βασική προτεραιότητα της παράνομης μετανάστευσης είναι να παραμείνει παράνομη. Μόνον κάτω από αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επιτύχει τον σκοπό της που είναι το οικονομικό κέρδος.

Το σύστημα βασίζεται από την πλευρά των μεταναστών στην ελπίδα (αξία) μιας καλύτερης ζωής (στόχος), ενώ για τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες ομάδες στις οικονομικές απολαβές και την επέκταση των επιχειρήσεών τους.

Η ζήτηση συντηρείται με την επιτυχή άφιξη των παράνομων μεταναστών στη χώρα προορισμού, διότι δίνει την ελπίδα και στους άλλους που επιθυμούν να έρθουν, ότι μπορούν να το κάνουν. Συντηρείται ακόμη, με την αποστολή χρημάτων από τους μετανάστες στην πατρίδα τους, με την ανάγκη τους για χρήματα, εργασία, κατοικία, έγγραφα, νομική προστασία, και κυρίως συντηρείται από τους συνεχείς πολέμους και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Το σύστημα ενισχύεται και τροφοδοτείται παράλληλα από λογιστές, δικηγόρους, ΜΚΟ, πολιτικούς, δημόσιους λειτουργούς, ιδιωτικές επιχειρήσεις και επαγγελματίες εγκληματίες.

6.1. Στέγαση και εργασία

Από το 2007 έχει εισέλθει στην χώρα ένα μεγάλο κύμα παράνομων μεταναστών από την Ασία και την Αφρική (δεν περιλαμβάνεται το τελευταίο μεγάλο κύμα προσφύγων από τη Συρία το 2015), το οποίο διαφέρει από εκείνο της δεκαετίας του 1990 από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες των Βαλκανίων. Οι εν λόγω ομάδες εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Αθήνα, και δευτερευόντως τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και την Ηγουμενίτσα, και μερικές ακόμα μεγάλες πόλεις. Αυτοί οι άνθρωποι, κυρίως νέοι άνδρες σε ηλικία εργασίας, ανειδίκευτοι ως επί το πλείστον σε κάποιο επάγγελμα, βρέθηκαν σε μια χώρα και όσον αφορά ειδικά την Αθήνα, σε μια πόλη με ελάχιστες διαθέσιμες θέσεις εργασίας, κατάσταση που έχει χειροτερεύσει πολύ λόγω τη συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης. Αν και είναι γνωστό ότι οι παράνομοι μετανάστες απασχολούνται στις λεγόμενες «βρώμικες, δύσκολες και επικίνδυνες» εργασίες (3-D “dirty, difficult, dangerous”) της (παρα)οικονομίας, δηλαδή κάτω από το χαμηλότερο ανεκτό επίπεδο για τους γηγενείς πολίτες της χώρας, ακόμη και εκείνους που είναι πρόθυμοι να εργαστούν χωρίς σύμβαση εργασίας και ασφάλιση (Reyneri 2003: 8), και αυτές οι “3-D” θέσεις απασχόλησης έχουν περιοριστεί πολύ. Λαμβάνοντας υπόψιν τα στατιστικά στοιχεία της ανεργίας, το ποσοστό της μεταξύ των μεταναστών με νόμιμη άδεια παραμονής είναι υψηλότερο από ό, τι μεταξύ των Ελλήνων. Το β΄ τρίμηνο του 2012 ήταν 32,5% έναντι 22,7%, το β΄ τρίμηνο του 2014, 33% έναντι 26%, και το β΄ τρίμηνο του 2015, 29,6% έναντι 24,1% (ΕΛΣΤΑΤ 2012: 3, 2014: 3, 2015: 3), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απασχολούνται ευκολότερα στην παραοικονομία.

Όμως, ένα μέρος των Ασιατών και Αφρικανών δεν ήρθαν για να εργαστούν νόμιμα ή παράνομα σε οποιαδήποτε εργασία της νόμιμης οικονομίας. Οι εργασίες που ασκούν αυτές οι ομάδες είναι συγκεκριμένες και συνδέονται με παράνομα δίκτυα.

Ήδη από το 2010 είναι γνωστό τόσο τις αστυνομικές όσο και στις δημοτικές αρχές της Αθήνας ότι περίπου 150 μεγάλα και παραμελημένα κτίρια στο κέντρο της πόλης χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή χιλιάδων παράνομων μεταναστών διαδοχικά σε ετήσια βάση. Απ’ όσο είναι τουλάχιστον γνωστό, μέχρι το 2012 οι αλλοδαποί πλήρωναν σε οργανωμένα δίκτυα 2-5 ευρώ την ημέρα ενοίκιο για παραμονή σ’ αυτά τα κτίρια (ΕΛ.ΑΣ.-Γ.Α.Δ.Α. 12.11.2010, 27.4.2012, 29.4.2012).

Σύμφωνα με τις αστυνομικές Αρχές, οι εκπρόσωποι αυτών των δικτύων έχουν αγοράσει τα κτίρια και έτσι μπορούν να παρέχουν κατάλυμα για τα άτομα που διακινούν στη χώρα. Με αυτόν τον τρόπο, οι εν λόγω συντεχνίες αποκτούν σημαντικά παράνομα κεφάλαια (΄Εθνος 20/5/2011). Με την πάροδο του χρόνου και την απραξία της ελληνικής πολιτείας, ένα μέρος Ελλήνων και αλλοδαπών ιδιοκτητών και μεσαζόντων αύξησαν την προσφορά καταλυμάτων για τις ομάδες των παράνομων μεταναστών, περαστικών και πλανόδιων, που έρχονται στη χώρα είτε για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα.

Έτσι, κεντρικές περιοχές της Αθήνας παραμελήθηκαν και υποβαθμίσθηκαν. Σ’ αυτό συνέβαλαν με έναν επιπλέον τρόπο και οι γηγενείς κάτοικοι, πολλοί από τους οποίους εγκατέλειψαν την περιοχή για τους προαναφερθέντες λόγους και είτε ενοικιάζουν ή πούλησαν την ιδιοκτησία τους σε πολύ χαμηλές τιμές σ’ αυτά τα δίκτυα, τα οποία βεβαίως διαθέτουν νόμιμη εκπροσώπηση (Ελευθεροτυπία 31.10.2010).

Οι χαμηλές τιμές εξαιτίας της υποβάθμισης διευκόλυναν ακόμη περισσότερο την αγορά πολλών τέτοιων ιδιοκτησιών από αυτές τις κατηγορίες επενδυτών.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνει έκθεση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στις αρχές του 2011 που διέρρευσε στην καθημερινή εφημερίδα Έθνος (15.5.2011). Η έκθεση αναφέρει ότι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες μπόρεσαν να εξασφαλίσουν πολυποίκιλη υποστήριξη και φροντίδα για τους μετανάστες από οργανώσεις και φορείς εγκατεστημένους εν πολλοίς στο κέντρο της Αθήνας (βλ. Χαροκόπειο Παν/μιο 2009), και να αγοράσουν ακίνητα με στόχο να δημιουργήσουν «ζώνες επιρροής» στην καρδιά της πόλης, δηλ. να δημιουργήσουν σταδιακά γκέτο ώστε να δυσχεραίνουν την αστυνομική επιτήρηση και την ανεμπόδιστη δράση των επιχειρήσεών τους. Επιπλέον, η έκθεση σημειώνει ότι οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες έχουν κάνει τις απαραίτητες “επενδύσεις” σε ορισμένους τομείς της κοινής γνώμης, ώστε να εξουδετερώσουν τις ενδεχόμενες αντιδράσεις του κοινού – των κατοίκων. Στην υποβάθμιση δεν είναι αμέτοχες οι δημοτικές αρχές και η πολιτεία συγκεντρώνοντας αφενός τις δομές πάσης φύσεως αλληλλεγύης σε συγκεκριμένες περιοχές του κέντρου, και αφετέρου με την αδειοδότηση και υπερσυγκέντρωση καταστημάτων αμφίβολης νομιμότητας στις εν λόγω περιοχές, παρά κάποια μεμονωμένα, εκ των υστέρων, και κυρίως παροδικά μέτρα περιορισμού (βλ. ενδεικτικά Κανονιστικές Αποφάσεις Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Αθηναίων 745/20.6.2011, 647/26.7.2012, 648/26.07.2012, 1644/4.12.2014.[1]

6.2. Λαθραία προϊόντα και πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα

Μια από τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις και τομείς απασχόλησης παράνομων μεταναστών είναι το υπαίθριο παρεμπόριο λαθραίων προϊόντων. Είναι σαφές ότι το παράνομο εμπόριο και η παράνομη εργασία πλήττει την υγιή οικονομία και υπονομεύει τις θέσεις εργασίας, εντείνοντας ακόμη περισσότερο τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες για τη νόμιμη οικονομία.

Ειδικά για το λαθρεμπόριο προϊόντων αναφέρουμε ενδεικτικά ότι σύμφωνα με δημοσιεύματα,[2] σε διάστημα πέντε μηνών, από τον Οκτώβριο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2011 εντοπίστηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες επτά παράνομες αποθήκες με λαθραία προϊόντα αξίας τουλάχιστον 30 εκατομ. ευρώ (Michaletos 15.5.2011). Σ’ αυτές τις εγκαταστάσεις βρέθηκαν είδη ένδυσης, τσάντες και έπιπλα. Επίσης, όπως αναφέρει ανακοίνωση του Συντονιστικού Οργάνου Πάταξης του Παρεμπορίου που αποτελείται από τις ελεγκτικές υπηρεσίες (ΕΛ.ΑΣ., ΣΔΟΕ, τελωνεία, υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας: Κλιμάκια Ελέγχου Λαϊκών Αγορών και Υπαίθριου Εμπορίου/ΚΕΛΑΥΕ), το 2013 έγιναν 131.349 έλεγχοι έναντι 24.700 το 2012 (αύξηση 431%). Κατασχέθηκαν -και απετράπη η διακίνησή τους στην αγορά- προϊόντα παρεμπορίου που έφτασαν τα 10.793.372 τεμάχια έναντι 2.052.483 τεμαχίων το έτος 2012 (αύξηση 425%) (Πρώτο Θέμα 23.1.2014). Το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. (5/12/2012) αποτιμώντας τέσσερεις μήνες της επιχείρησης του «Ξένιου Δία» (4/8-4.12.2012) αναφέρει μεταξύ άλλων ότι εντοπίστηκαν εννέα αποθήκες και λοιποί χώροι με πάνω από τρία εκατομμύρια είδη παρεμπορίου και λαθραία προϊόντα (βλ. επίσης Newsbeast 19.11.2014).

Ενδεικτικά αναφέρω επίσης, ότι τον Οκτώβριο 2015 κατασχέθηκε στον Πειραιά κοντέινερ με 10 εκατομμύρια λαθραία τσιγάρα, δηλ. 500 χιλ.πακέτα με προορισμό την Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, οι αναλογούντες δασμοί και φόροι υπολογίζονται σε 1,8 εκατομμύρια ευρώ (Πρώτο Θέμα 2.10.2015). Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Transcrime του Παν/μίου του Trento/Ιταλία, οι εγκληματικές πρόσοδοι από το λαθρεμπόριο τσιγάρων για την ΕΕ28, μόνο για το 2013 κυμάνθηκαν από 8,452 έως 10,294 δις ευρώ, και για την Ελλάδα, από 416 εκατ. μέχρι 494 εκατ. ευρώ (Angelini & Calderoni 2015: 66, Table 26).

Η εκτίμηση που δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2011 η εφημερίδα Ημερησία με βάση στοιχεία του Ινστιτούτου του Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ), της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) ήταν ότι ο τζίρος του παρεμπορίου ανέρχεται στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι απώλειες από τα έσοδα του κράτους, από ΦΠΑ και φόρους, φθάνει τα 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ (10.3.2011).

Ο Πρόεδρος του ΕΒΕΑ εκτιμά ότι οι ετήσιες απώλειες για τα έσοδα του κράτους τα έτη 2011 και 2012 ήταν τουλάχιστον 6 δισεκ. ευρώ, ενώ οι επιπτώσεις στις νόμιμες επιχειρήσεις 25 δισεκατομμύρια ευρώ, λόγω της απώλειας του κύκλου εργασιών της αγοράς (ΕΒΕΑ 2012), σημαντικά υψηλότερο από τα στοιχεία που αναφέρονταν στα Πρακτικά της Βουλής το 2011, ότι ο κύκλος εργασιών του παράνομου εμπορίου κυμαινόταν μεταξύ 7 και 10 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, και η απώλεια για το εθνικό εισόδημα ήταν περίπου 4 δισεκ. ευρώ (Πρακτικά της Βουλής 2011). Όμως η κατάσταση εμφανίζεται αρκετά περίπλοκη. Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του Ενιαίου Συνδικάτου Μικροπωλητών Ελλάδας «οι παρέμποροι βρίσκονται υπό την ομπρέλα κάποιων εισαγωγέων, οι οποίοι διακινούν απίστευτα ποσά. Για να χτυπηθεί το παραεμπόριο πρέπει να αντιμετωπιστούν οι εισαγωγείς λαθραίων προϊόντων. Αυτοί οι εισαγωγείς είναι γνωστοί, είναι μέλη εμπορικών συλλόγων» (Ημερησία, όπ.π.). Πρόκειται δηλαδή για έναν τεράστιο κύκλο εργασιών που συμμετέχει το ελληνικό και ξένο κεφάλαιο.

Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, αστυνομικά δελτία, δημοσιεύματα του Τύπου, συλλήψεις και στοιχεία από συνεντεύξεις με πολίτες αυτών των περιοχών κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, υπάρχει επίσης μια βιομηχανία πλαστογραφίας ταξιδιωτικών (διαβατηρίων) και νομιμοποιητικών εγγράφων (π.χ. ρόζ κάρτας). Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας αστυνομικής επέμβασης τον Φεβρουάριο του 2011, βρέθηκαν στην κατοχή αυτών των ομάδων εκτός από πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα, και κλεμμένες σφραγίδες ελληνικών αρχών. Ακολούθησαν πάμπολλες επεμβάσεις της Αστυνομίας με παρόμοια αποτελέσματα (π.χ. ΕΛ.ΑΣ.-Γ.Α.Δ.Α. 13.4.2012, 26.4.2012, 19.5.2012, 2.10.2015).

Η πλαστογραφία επίσημων εγγράφων είναι μεγάλης σημασίας τόσο για την αστυνομία όσο και την αντιτρομοκρατική υπηρεσία, δεδομένου ότι οι ομάδες χρειάζονται πολλαπλά πλαστά έγγραφα για να μπορούν να ταξιδεύουν διεθνώς και να διαφεύγουν των ελέγχων διαφόρων κυβερνήσεων που μπορεί να τις έχουν στη “μαύρη” λίστα τους. Με τις κρίσεις στη Βόρεια Αφρική και τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την κεντρική Ασία που οδηγούν μεγάλο αριθμό ατόμων να καταφεύγουν στην Ευρώπη, το εμπόριο πλαστών εγγράφων αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό τομέα δράσης των εγκληματικών ομάδων που εμπλέκονται στην παράνομη διακίνηση μεταναστών στην Ελλάδα σήμερα (Frontex 2012: 18, 42), αποτελώντας μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα παράνομη αγορά. Ακόμη κι αν τα πλαστά έγγραφα δεν έχουν καμία σχέση με τη διευκόλυνση τρομοκρατικής δράσης, αυτή η πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

Μια έρευνα των Sunday Times το 2012 από δημοσιογράφο που προσποιήθηκε παράνομη μετανάστρια στην περιοχή της έρευνάς μας βρέθηκε ότι εγκληματικές συμμορίες στην Αθήνα εκμισθώνουν γνήσια (κλεμμένα) διαβατήρια και έγγραφα ταυτότητας σε χιλιάδες παράνομους μετανάστες, έτσι ώστε να μπορέσουν να εισέλθουν σε χώρες της ΕΕ απαρατήρητα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η εγκληματική ομάδα χρεώνει τους ενδιαφερόμενους παράνομους μετανάστες 1.000 ευρώ για την εκμίσθωση ταξιδιωτικών εγγράφων κατάλληλων για τους συνοριακούς ελέγχους.

6.3. Μεταφορά χρημάτων και μεταναστευτικά εμβάσματα

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία των παράνομων αγορών και της υπόγειας οικονομίας είναι, αφενός, επιχειρηματικότητα και απασχόληση η οποία να δικαιολογεί μια υποτυπώδη οικονομική κινητικότητα, και, αφετέρου, ανεπίσημη και επομένως άδηλη μεταφορά χρημάτων, καθώς και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Για την άτυπη μεταφορά χρημάτων υπάρχουν πολλοί τρόποι ΄Ενας από αυτούς είναι η hawala ή hundi η οποία είναι και η γνωστότερη. Υπάρχει όμως κι ένα ευρύ φάσμα μεθόδων και ποικίλα δίκτυα που λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο προσφέροντας ανάλογες υπηρεσίες, όπως φιλανθρωπικές δωρεές, πληρωμές/μεταφορές χρημάτων μέσω διαδικτύου, προπληρωμένες τηλεφωνικές κάρτες, πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες που χρησιμοποιούνται από πολλούς ατομικούς λογαριασμούς χρηματομεσιτικών γραφείων κ.ά. (Passas 2005).

Οι τρόποι μεταφοράς χρημάτων διαφοροποιούνται ανάλογα με την εθνικότητα. Οι κοινότητες μεταναστών στην Ελλάδα από την Ανατολική Ευρώπη ή τις βαλκανικές χώρες συνηθίζουν να μεταφέρουν οι ίδιοι ή ένας έμπιστος συγγενής ή φίλος τους τα χρήματα στη χώρα καταγωγής τους – ή σε έσχατη ανάγκη να αποστέλλουν με υπηρεσίες courrier. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα, οι οποίοι σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα (Korovilas 1999: 404-405), προτιμούν να μεταφέρουν μόνο οι ίδιοι είτε τμηματικά είτε το σύνολο των οικονομιών τους στην Αλβανία όταν επιστρέφουν οριστικά, αντί να τα εμπιστευθούν σε κάποιον άλλον (βλ. επίσης Blackwell & Seddon 2004: 13, Kosse & Vermeulen 2014).

Οι άδηλες μεταφορές χρημάτων από μετανάστες στις χώρες καταγωγής τους ή αλλού δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι αυτά αποτελούν προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας, ή ότι αποστέλλονται για να στηρίξουν κάποια παράνομη δράση. Είναι ωστόσο σαφές ότι δεν αποκλείεται να αφορούν και τέτοιες περιπτώσεις ή να τις διευκολύνουν. Η Διεθνής Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν εντείνει τις προσπάθειες για τον υπολογισμό των εκροών μέσω ανεπίσημων καναλιών μεταφοράς χρημάτων με βάση τις νόμιμες εκροές, ο οποίος όμως παραμένει δύσκολος (Jiménez-Martín κ.ά. 2007).

Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank 2010, 2015) τα εμβάσματα των μεταναστών μέσω νόμιμων οδών από την Ελλάδα το 2008 ανήλθαν σε 1,912 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2009 σε 1,843, το 2010 σε 1,932 δισεκατομμύρια δολάρια και ανταποκρίνονται στο ποσόν των 1,45 δις ευρώ που ανάφεραν τα ελληνικά ΜΜΕ (ενδεικτικά Δημοκρατία 28.11.2011), το 2011 σε 1.941 δις – η υψηλότερη εκροή όλων των ετών από το 1974, το 2012 σε 1.438 και το 2013 σε 1.291 δισεκατομμύρια δολάρια (World Bank 13.4.2015). Από την άποψη της χώρας προορισμού των εμβασμάτων που έφυγαν από την Ελλάδα, το μεγαλύτερο μερίδιο έχει η Αλβανία με 599 εκατομμύρια δολάρια για το 2010 (βλ. επίσης World Bank 2011: 125, 2015). Άλλες χώρες προορισμού μεγάλων ποσών χρημάτων από την Ελλάδα ήταν η Πολωνία, Βουλγαρία, Ουκρανία, Ρουμανία, Πακιστάν, Κίνα και Ινδία (World Bank 2010, 2015, βλ. επίσης Ratha & Shaw 2007).

Είναι ενδιαφέρον ότι την περίοδο της κρίσης ο αριθμός και η πυκνότητα των καταστημάτων μεταφοράς και παραλαβής χρημάτων εκτός του τραπεζικού συστήματος ή των λοιπών καταστημάτων που συνεργάζονται με αυτές τις εταιρείες είναι διαρκώς αυξανόμενος στις περιοχές της έρευνάς μας. Για παράδειγμα, εντός 1,3 χιλ. λειτουργούσαν σύμφωνα με δική μας καταγραφή τον Οκτώβριο 2015 και τον Μάρτιο 2015 (επανάληψη) 21 καταστήματα μεταφοράς χρημάτων (paylink) γνωστών εταιρειών, αν και στην περιοχή λειτουργούν τέσσερεις τράπεζες, ένα κατάστημα ΕΛΤΑ, και ένα τουλάχιστον κατάστημα τροφίμων μεγάλης αλυσίδας που όλα προσφέρουν αυτή την δυνατότητα. Από τα 21 καταστήματα[3] όμως, μόνο τρία βρίσκονταν καταγεγραμμένα στις λίστες των εταιρειών τον Οκτώβριο 2015. Αυτό σημαίνει ότι τα υπόλοιπα 18 ενδεχομένως να χρησιμοποιούνται ως βιτρίνα για τη διακίνηση χρημάτων μέσω αφανών οδών.

Μία σχετική έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε ότι οι άτυπες μεταφορές χρημάτων (Informal Value Transfer Systems/IVTS) έχουν αποδειχθεί πολύ ελκυστικές για εργαζόμενους μετανάστες και τις οικογένειές τους που κάνουν συχνή χρήση εμβασμάτων. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά το 2000 αυτός ο τρόπος έχει μειωθεί, ενώ αντίθετα η συνολική ροή εμβασμάτων έχει ενταθεί (όπ.π.). Ειδικά για τους Αφρικανούς στο Ηνωμένο Βασίλειο η έρευνα έδειξε ότι συνολικά μόνο το 35% από όσους βρίσκονται στη χώρα έστειλαν χρήματα στην πατρίδα τους μέσω τραπεζών (5%) ή μέσω επίσημων διεθνών συστημάτων μεταφοράς χρημάτων (30%), ενώ το υπόλοιπο έστειλε μετρητά χέρι με χέρι ή με άλλες μεθόδους (Blackwell & Seddon 2004: 11, 13). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα συστήματα hawala και hundi λειτουργούν για ορισμένες εθνοτικές ομάδες, όπως των Πακιστανών και Μπαγκλαντεσιανών, ενώ άλλες ομάδες, όπως για παράδειγμα οι Αφγανοί δεν τα χρησιμοποιούν. Έτσι, είναι σαφές ότι η εμπιστοσύνη που έχουν στο άτυπο σύστημα μεταφοράς χρημάτων οι αποστολείς και οι αποδέκτες των χρημάτων ισχύει μόνον όπου το IVTS είναι ένα καθιερωμένο σύστημα με έμπειρους συναλλασσόμενους. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η άτυπη μεταφορά αλλάζει συνεχώς μορφές, και τα IVTS είναι μόνο μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης, διεθνούς και ανεπίσημης ροής κεφαλαίων (Blackwell & Seddon 2004: 23, Το Βήμα 5/10/2012, Kosse & Vermeulen 2014).

Το θέμα είναι πώς μπορεί να αποτραπεί αυτές οι άδηλες μεταφορές χρημάτων και τα εναλλακτικά συστήματα να χρησιμοποιηθούν από εγκληματικές ομάδες ή τρομοκρατικές οργανώσεις για τη χρηματοδότησή τους, και από εκείνους που επιθυμούν να νομιμοποιήσουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες, π.χ. από το εμπόριο ναρκωτικών, τη διακίνηση παράνομων μεταναστών κ.ά. (Tassopoulos 2007).

Η μεγάλη και συνεχής ροή της παράνομης μετανάστευσης προς την Ελλάδα, τα πλαστά έγγραφα που χρησιμοποιούνται, τα δίκτυα “επιχειρηματικότητας” που έχουν αναπτυχθεί, πιθανόν και λόγω της υποτίμησης της σημασίας τους από τις ελληνικές κρατικές και δημοτικές αρχές, μαζί με την ανοχή προς αυτές τις ομάδες, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τον ελεγκτικό μηχανισμό να προσδιορίσει την κίνηση τέτοιων κεφαλαίων και να αντιμετωπίσει έναν σημαντικό παράγοντα της υπόγειας οικονομίας / “παραοικονομίας” (underground economy) του οργανωμένου εγκλήματος, και ενδεχομένως της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (US Department of State 2010-2015).

6.4. “Νόμιμες” επιχειρήσεις και θεμιτή επιχειρηματικότητα

Όπως προαναφέρθηκε, από το 2010 υπάρχει μία έντονη αύξηση της ασιατικής παρουσίας και επιχειρηματικότητας στο κέντρο της Αθήνας και τις γύρω περιοχές (βλ. επίσης Brettell 1999). Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος/ΚΥΕ (π.χ. μίνι μάρκετ, οπωροπαντοπωλεία, ψιλικά, κομμωτήρια-κουρεία), καταστήματα παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, τηλεφωνικά κέντρα, καταστήματα με άγνωστης προέλευσης κινητά τηλέφωνα και αξεσουάρ, ηλεκτρονικές συσκευές και υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων, οι οποίες συνήθως είναι συνοδευτικές των επιχειρήσεων (π.χ. κατάστημα ψιλικών ή κινητών και μεταφοράς χρημάτων).

Αυτές οι περιοχές αρχικά, και στη συνέχεια άλλες όμορες αυτών, στο κέντρο της πόλης των Αθηνών, βρίσκονται από το 2010-11 σε μια διαδικασία διαρκούς υποβάθμισης, και παράλληλα εθνικής κατάτμησης σε τομείς “επιχειρηματικής” δράσης (ΚΙ.ΠΟ.ΚΑ. 2010).

Μια άλλη ομάδα με έντονη παρουσία είναι των Αφρικανών, οι οποίοι απασχολούνται ως επί το πλείστον ως υπαίθριοι πωλητές λαθραίων προϊόντων που προέρχονται από την Κίνα (τσάντες, γυαλιά, ωρολόγια κ.λπ.) και διακινητές ναρκωτικών στο κέντρο της πόλης και στην περιοχή της έρευνάς μας. Οι Αφρικανοί λειτουργούν επίσης ένα μεγάλο αριθμό μπαρ και επιχειρήσεις που διαθέτουν προϊόντα κομμωτικής και καλλυντικά.

Η εικόνα της Ελλάδας ως μια χώρας όπου είναι εύκολο να ζεις και να εργάζεσαι στην παραοικονομία και η οποία παρέχει τη δυνατότητα να αποκτήσει κάποιος σχετικά εύκολα το δικαίωμα παραμονής και εργασίας, και κυρίως να πολιτογραφηθεί λόγω των επαναλαμβανόμενων νομιμοποιήσεων παράνομων μεταναστών επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες, την καθιστά ελκυστική ακόμη και με την οικονομική κρίση, έστω και προσωρινά (Baldwin-Edwards & Kraler 2009). Επίσης, είναι γνωστό ότι οι έλεγχοι από την αστυνομία είναι σπάνιοι, με εξαίρεση μικρά χρονικά διαλείμματα και, ακόμα κι όταν οι παράνομοι μετανάστες συλλαμβάνονται, απελαύνονται μόνο σποραδικά. Αυτό λοιπόν καθιστά ολόκληρο το εγχείρημα της παράνομης εισόδου στη χώρα και εργασίας γι’ αυτά τα δίκτυα να αξίζει τον κόπο. Τα προηγούμενα δεν αφορούν την κατάσταση που διαμορφώθηκε το τελευταίο διάστημα με την μαζική είσοδο προσφύγων. Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι και αυτό το διάστημα εμφανίστηκε η παροχή νέου είδους υπηρεσιών και τύπου επιχειρήσεων, χωρίς άδεια στην πλειοψηφία τους (ταξειδιωτικές υπηρεσίες και τουριστικά γραφεία), γεγονός που δείχνει πόσο ευέλικτη και γρήγορη είναι η παράνομη αγορά στη χρήση νέων πρακτικών.

Το ερώτημα που τίθεται είναι τι εξυπηρετούν οι νόμιμες επιχειρήσεις και η νομιμοφανής επιχειρηματικότητα. Είναι γνωστό ότι οι οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες στις παράνομες αγορές επεκτείνονται και σε άμεσες επενδύσεις και λειτουργία νομιμοφανών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την Annelise Graebner Anderson (1979/1982), οι κύριοι λόγοι ώστε οι ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος να ξεκινήσουν νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες είναι οι εξής: Πρώτον, τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων χρειάζoνται μια νόμιμη πηγή εισοδήματος για να καλύψουν τις πραγματικές δραστηριότητές τους και έναν χώρο για τις συναλλαγές τους. Έτσι, τα μικρά καταστήματα, μπαρ και εστιατόρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν άνετα γι’ αυτόν τον σκοπό (ΕΛ.ΑΣ.-ΓΑΔΑ 15.1.2012).

Δεύτερον, οι παράνομες δραστηριότητες συχνά δημιουργούν έσοδα ή χρησιμοποιούν πόρους και μέσα, τους οποίους έχουν ανάγκη και οι νόμιμες επιχειρήσεις (μεταφορές, επικοινωνίες, αποθήκευση και διανομή εμπορευμάτων), κι έτσι είναι κερδοφόρο να ενταχθούν οι δύο επιχειρήσεις σε μία.

Τρίτον, το οργανωμένο έγκλημα πρέπει να “ξεπλύνει” τουλάχιστον ένα μέρος των κερδών του. Το να το πράξει μέσω μιας νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας υπό τον δικό της έλεγχο, μειώνει τους κινδύνους που προκύπτουν από την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε επιχειρήσεις άλλων.

Τέταρτον, η νόμιμη επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί ως μια ευκαιρία για νέες επενδύσεις διαφορετικού συνδυασμού κινδύνου και απόδοσης (Fiorentini 2001).

Το 2010 η ΚΙ.ΠΟ.ΚΑ δημοσίευσε έναν χάρτη εγκληματικότητας στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Καθώς οι κάτοικοι και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ενέτειναν τις καταγγελίες τους σχετικά με τον αντίκτυπο της εγκληματικότητας και της παράνομης μετανάστευσης που έχει για την περιοχή, κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση συνεργάστηκαν το καλοκαίρι του 2010 για την εκπόνηση ενός σχεδίου δράσης για την αναζωογόνηση του κέντρου της Αθήνας (Το Βήμα 15.07.2010, Athens Plus 2010, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης 16.05.2011, 20.6.2011, Καθημερινή 21.6.2011).

Από πλευράς κυβέρνησης οι διαπιστώσεις ήταν εύστοχες και οι προτάσεις υλοποιήσιμες. Δυστυχώς, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώθηκε αλλά χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, διότι τα σχέδια και οι αναπλάσεις προχώρησαν αργά και οι περισσότερες έμειναν στα χαρτιά. Η χώρα συνέχιζε να δέχεται κατά χιλιάδες πια αλλοδαπούς από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, αρκετοί από τους οποίους χρησιμοποιούνται στη συντήρηση των παράνομων αγορών ή τις χρησιμοποιούν οι ίδιοι, ενώ η οικονομική κρίση εντεινόταν και ο έλεγχος από την πλευρά των αρχών με τις πολυδαίδαλες διαδικασίες και τις διάσπαρτες αρμοδιότητες ήταν υποτυπώδης.

Οι “επτά πληγές” της Αθήνας, όπως προσδιορίστηκαν από τις ανακοινώσεις της τότε κυβέρνησης και κωδικοποιήθηκαν από τα ΜΜΕ ήταν 1) η διακίνηση και χρήση ναρκωτικών στους δημόσιους χώρους – γι’ αυτό προτάθηκε και (το μόνο που) υλοποιήθηκε το 2011-12 η μεταφορά των μονάδων του ΟΚΑΝΑ σε νοσοκομεία του ΕΣΥ και Μονάδες Υγείας του ΙΚΑ, 2) το παρεμπόριο στους δημόσιους χώρους, 3) η ομαδική εγκατάσταση παράνομων μεταναστών σε διαμερίσματα του κέντρου και η φοροδιαφυγή των ιδιοκτητών, 4) η λειτουργία Καφέ-μπαρ και ΚΥΕ χωρίς άδεια, 5) τα εγκαταλελειμμένα κτίρια που τελούν υπό κατάληψη από διάφορες ομάδες (π.χ. αντιεξουσιαστές, χρήστες ναρκωτικών, αστέγους, μετανάστες). Επίσης, πολλά κτίρια ενοικιάζονται σε αλλοδαπούς με μη νόμιμες διαδικασίες και στη συνέχεια “χαρακτηρίζονται” εγκαταλελειμμένα. Οι ιδιοκτήτες εκτός του ότι φοροδιαφεύγουν δεν φροντίζουν την κατάσταση των κοινόχρηστων χώρων των κτιρίων με αποτέλεσμα να αποτελούν εστίες μόλυνσης, 6) οι άστεγοι, 7) τα εκδιδόμενα πρόσωπα και η μαζική λειτουργία οίκων ανοχής χωρίς άδεια (Ελευθεροτυπία 29.8/.010, βλ. επίσης Θ. Πάγκαλος, Καθημερινή 21.6. 2011).

Το 2014 επανήλθε το θέμα με το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης Αθήνας/ΣΟΑΠ, ενώ το rethink Athens του ιδρύματος Ωνάση που είχε ήδη ξεκινήσει φαίνεται ότι έχει ανασταλεί. Το ΣΟΑΠ περιλαμβάνει όμως μόνο αστικές αναπλάσεις και αυτό προχωρά πολύ αργά[4] (βλ. ΚΟΙΝΟ Athina 1.12.2014).

Εν τω μεταξύ, η κατάσταση που διαμορφώθηκε με την υπερσυγκέντρωση συγκεκριμένου είδους καταστημάτων και επιχειρήσεων υπηκόων τρίτων χωρών σε τμήμα του ΔΑ την περίοδο 2011-13, δεν δικαιολογείται ούτε από τη ζήτηση ούτε από τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνονται, ακόμη και αν εξέλιπαν τα λειτουργούντα συναφή καταστήματα που απευθύνονται στο σύνολο των πολιτών.[5] Με αυτή την ευκαιρία θα πρέπει να γίνει σαφές ότι σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούμε ότι όλα τα καταστήματα εξυπηρετούν παράνομους σκοπούς.

Η δική μας έρευνα διαπίστωσε τα εξής:

80% των 207 καταστημάτων και επιχειρήσεων (Απρίλιος 2012) σε περίμετρο 1.500 μέτρων από την πλατεία που αποτελούσε το σημείο αναφοράς μας είναι α) μπαρ (13,5%), β) καταστήματα παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, πώλησης κινητών τηλεφώνων και αξεσουάρ, ηλεκτρονικών συσκευών, υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων και φωτογραφεία (ως επί το πλείστον όλα μαζί, 29,4%), γ) μίνι μάρκετ/ψιλικά (23% και με υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων), δ) κουρεία, κομμωτήρια και ινστιτούτα αισθητικής, πώλησης καλλυντικών ή ειδών κομμωτηρίου, συνήθως λειτουργούντα χωρίς άδεια και ως κομμωτήρια ή χώροι περιποίησης άκρων (14,5%).

7,7% των καταστημάτων είναι ένδυσης, υπόδησης, αξεσουάρ, όλα παρεμπορίου (ενίοτε και με υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων.)

Τέλος, 12,1% είναι λατρευτικοί χώροι, σύλλογοι και σωματεία, καθώς και παροχή διαφόρων υπηρεσιών, όπως μεταφράσεις, δακτυλογραφήσεις, λογιστικά, νομική βοήθεια / δικηγόροι, ιδιωτικά νηπιαγωγεία χωρίς άδεια λειτουργίας, κοιτώνες ύπνου και ξενοδοχεία ημιδιαμονής/οίκοι ανοχής.

Αυτό έχει ως συνέπεια:

τη συρρίκνωση της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία εντάθηκε ιδιαίτερα με την οικονομική κρίση,

μεγάλη πτώση των εμπορικών αξιών των ακινήτων,

υποβάθμιση κοινωνική, αισθητική, οικονομική, με αποτέλεσμα τη γκετοποίηση και την εγκληματικότητα διότι υπάρχουν αυξημένες ευκαιρίες για το έγκλημα και την παραοικονομία,

την επέκταση των εγκληματικών δικτύων εξαιτίας του ανεπαρκούς ελέγχου και επιβολής του νόμου, περικοπών του προϋπολογισμού – οικονομικής κρίσης, απροθυμίας/αδυναμίας των κυβερνήσεων και της τοπικής αυτοδιοίκησης να ελέγξουν δραστικά την κατάσταση,

σοβαρές δυσκολίες των αρχών επιβολής του νόμου να αντιμετωπίσουν τέτοια έκταση παρανομίας από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, και μάλιστα διαρκώς ανανεούμενο,

την ανάπτυξη μιας ιδιόμορφης υπόγειας οικονομίας, αξιοποιώντας την οικονομική και πολιτική αστάθεια και την κοινωνική αναταραχή,

αστική μεταβολή,

κοινωνική αποδιοργάνωση,

  1. Μοντέλα αστικής μεταβολής και αποδιοργάνωση

Αμερικανικές κυρίως έρευνες έχουν δείξει ότι η υποβάθμιση και αποδιοργάνωση μιας αστικής περιοχής τόσο αρχιτεκτονικά όσο και αισθητικά, δεν είναι μια μεμονωμένη αρνητική κατάσταση, αλλά έχει συνέπειες για τον ευρύτερο κοινωνικό ιστό τροφοδοτώντας την ανομία και την εγκληματικότητα. Πριν από 30 χρόνια, οι James Wilson και George Kelling (1982) είχαν επισημάνει ότι εκδηλώσεις ανομίας και        μικροεγκληματικότητας μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερη ανομία και εγκληματική δραστηριότητα, αν δεν αντιμετωπιστούν αμέσως (μοντέλο των «σπασμένων παραθύρων»). Η εξάπλωσή τους οδηγεί στην κατάπτωση της περιοχής και μεγαλύτερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της.

Η αστική αποδιοργάνωση ως συνέπεια της αισθητικής υποβάθμισης μπορεί να διακριθεί σε φυσική και κοινωνική (Fagan 2008). Η φυσική αποδιοργάνωση συνδέεται με ποιοτικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, π.χ. συντήρηση των κτιρίων, δημόσιων χώρων, είδος κατοικίας, και υφιστάμενη κοινωνική υποδομή σ’ έναν συγκεκριμένο αστικό χώρο (π.χ. σχολεία, υπηρεσίες). Η κοινωνική εκφράζεται με αντικοινωνική συμπεριφορά και παραβατικότητα (επαιτεία, πορνεία, διακίνηση και χρήση ναρκωτικών, παρεμπόριο, καταλήψεις κτιρίων, βανδαλισμούς, κλοπές κλπ) σε μια περιοχή, προκαλώντας έτσι περαιτέρω επιδείνωση. Ο έγκαιρος έλεγχος αποτρέπει την εξάπλωση και χειροτέρευση της κατάστασης. Αντιθέτως, η αποδυνάμωση της επιβολής του νόμου και του κοινωνικού ελέγχου αυξάνει την εγκληματικότητα και οδηγεί νομοταγείς πολίτες να εγκαταλείψουν την περιοχή. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα παγιώνονται στην περιοχή (Kirk & Laub 2010).

Ο κατάλληλος περιβαλλοντικός σχεδιασμός, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τα μορφολογικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του αστικού χώρου, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της εγκληματικότητας και της ανομίας σε πρώτη φάση. Έρευνα από τα Πανεπιστήμια του Harvard και του Suffolk στις ΗΠΑ το 2005 (Braga & Bond 2008; The Boston Globe 2009), καθώς και από το Πανεπιστήμιο του Groningen στην Ολλανδία το 2008 (Keizer κ.ά. 2008) διαπίστωσαν ότι το πιο αποτελεσματικό μέτρο για τον έλεγχο της εγκληματικότητας στις αστικές περιοχές είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης και η αισθητική βελτίωση του περιβάλλοντος.

Ένα σχέδιο μικρής κλίμακας με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, όπως ο περιορισμός των γκράφιτι, των απορριμμάτων και των καταστροφών στον δημόσιο χώρο, ο έλεγχος της μικρής εγκληματικότητας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, είναι συνήθως αποτελεσματικό. Η φροντίδα του δημόσιου χώρου ενισχύει τη σύννομη κοινωνική συμπεριφορά. Η αστυνόμευση επιλεγμένων σημείων του δημόσιου χώρου με τον έλεγχο της αντικοινωνικής και εγκληματικής συμπεριφοράς προστατεύει τους πολίτες και αποκαθιστά την τάξη. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το μετρό της Αθήνας (Κωτούλας 2012).

Η μεταβολή του κοινωνικού ιστού μιας περιοχής, ο μαρασμός και η παρακμή της ήταν ένα ακόμη ζήτημα που απασχόλησε την κοινωνιολογία των πόλεων και την ανθρώπινη οικολογία από τις αρχές του 20ού αιώνα. Αν και το θέμα μας δεν είναι να αναλύσουμε την αστική μεταβολή αυτή καθ’ εαυτή, αλλά οι επιπτώσεις της ανάπτυξης περιφερειακών παράνομων αγορών στην υγιή επιχειρηματικότητα και την ασφάλεια των πολιτών, θα ήταν χρήσιμο να σκιαγραφηθούν τα μοντέλα που οι σύγχρονες έρευνες ανέδειξαν σε κλασικά.

Το πρώτο μοντέλο (από την Σχολή του Σικάγου, π.χ. Park 1968: 223-254) είναι γνωστό ως το “μοντέλο εισβολής-διαδοχής” (invasion-succession model) και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις διαδικασίες μεταβολής της σύνθεσης του πληθυσμού σε μια αστική περιοχή, η οποία συνοδεύτηκε από την αλλαγή της χρήσης γης και της εμπορικής δραστηριότητας ή και την αλλαγή στις κύριες δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής (Schmidt & Lee 1978). Στην “εισβολή” ένα μέρος από τα δύο θα υποχωρήσει, και αν υποχωρήσουν οι γηγενείς κάτοικοι, αυτοί σιγά-σιγά θα φθίνουν και θα φύγουν από την περιοχή. Η “διαδοχή” είναι το τέλος της διαδικασίας, όταν η περιοχή έχει αλλάξει εντελώς χαρακτήρα σε σχέση με αυτό που ήταν προηγουμένως (Schwirian 1983).

Σύμφωνα με το δεύτερο μοντέλο, το ονομαζόμενο “μοντέλο του κύκλου ζωής” μιας γειτονιάς (life-cycle model, Hoover & Vernon 1962), πολλές περιοχές της πόλης υφίστανται αναπόφευκτα μια διαδικασία αλλαγής κατά τον κύκλο ζωής τους που περιλαμβάνει πέντε στάδια: την ανάπτυξη, τη μετάβαση, την υποβάθμιση, την εξασθένιση και την ανανέωση. Καθώς η περιοχή περνά από το ένα στάδιο στο άλλο, περισσότερα στοιχεία αλλάζουν, όπως η σύνθεση και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση του πληθυσμού, η ηλικία, η ένταση της χρήσης γης και κατοικίας (π.χ. ο αριθμός των κατοίκων σε μια κατοικία, ο αριθμός και η διάρκεια παραμονής των κατοίκων ή περαστικών στους δημόσιους χώρους της περιοχής), η πυκνότητα του πληθυσμού, η ποιότητα και η κατάσταση των κατοικιών.

Με βάση τα παραπάνω μοντέλα έχουν προκύψει πολλές παραλλαγές (London κ.ά. 1980): η δημογραφική / οικολογική, η κοινωνικοπολιτισμική / οργανωτική, η πολιτικοοικονομική και η οπτική των κοινωνικών κινημάτων. Η δημογραφική / οικολογική οπτική εστιάζει στην προσαρμογή του πληθυσμού στο νέο περιβάλλον (Hawley 1950). Το βασικότερο στοιχείο της δημογραφικής αλλαγής του πληθυσμού μιας περιοχής είναι η μετανάστευση. Ένα σημαντικό θέμα στην ανθρώπινη οικολογία είναι ο βαθμός που οι γειτονιές διατηρούν την κοινωνική τους οργάνωση με συνεχή αλλαγή του πληθυσμού τους. Η κοινωνικοπολιτισμική / οργανωτική οπτική ασχολείται τόσο με τις στάσεις και τις αξίες του πληθυσμού όσο και με τις μορφές των κοινωνικών σχέσεων στη γειτονιά (Suttles 1973).

Η οπτική της πολιτικής οικονομίας προσφέρει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλύσεις για την αστεακή αλλαγή. Η αλλαγή εξετάζεται με βάση τις πολύπλοκες διασυνδέσεις μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών θεσμών, των επιχειρήσεων, της αγοράς εργασίας και της αγοράς κατοικίας. Σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, η ανάπτυξη της πόλης καθοδηγείται από ισχυρά συμφέροντα έγγειας ιδιοκτησίας. Αυτές οι ομάδες συμφερόντων έχουν και τα περισσότερα οφέλη από την ανάπτυξη και αναζωογόνηση της περιοχής και συνήθως υπερισχύουν σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλες ομάδες ενδιαφερομένων. Ο Downs (1981) υποστηρίζει ότι το μέλλον κάθε γειτονιάς δεν καθορίζεται από τα συμβούλια κατοίκων ή μεμονωμένους φορείς, ατομικές και συλλογικές προσπάθειες κατοίκων, αλλά από οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις έξω από τα όρια της περιοχής. Οι επιλογές και η αποτελεσματικότητα των κατοίκων για την αντιμετώπιση της κατάστασης είναι περιορισμένες. Σχετικά με τους τρόπους που λειτουργούν ιδρύματα, επιχειρήσεις και φορείς για τον έλεγχο της αγοράς ακίνητης περιουσίας στις πόλεις έχουν διεξαχθεί αρκετές έρευνες. Η πολιτικοοικονομική οπτική θέτει την αλλαγή γειτονιάς στην ευρύτερη προοπτική της αστικής μεταβολής.

Τέλος, η προσέγγιση των κοινωνικών κινημάτων, δίνει έμφαση στην αντίδραση η οποία αναπτύσσεται στην επιχειρούμενη από οικονομικά ισχυρές ομάδες αστική αναβάθμιση και εξευγενισμό αστικών περιοχών. Η αντίδραση προέρχεται από ανθρώπους που μένουν σε υποβαθμισμένες περιοχές και δημιουργούν αντικινήματα, προκειμένου να αποκτήσουν την απαραίτητη δύναμη για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους ενάντια στην ελίτ. Τα μέλη του κινήματος αναπτύσσουν ιδεολογίες και ηγεσία, διαμορφώνουν στρατηγικές για την επίτευξη των στόχων τους, και ανταγωνίζονται τις άλλες ομάδες για την πρόσβαση και συμμετοχή στην κατανομή πόρων (London κ.ά. 1980).

Στην περίπτωσή μας φαίνεται να ισχύουν πολλά στοιχεία από αυτά τα μοντέλα, αλλά μια εστιασμένη έρευνα στο θέμα είναι απαραίτητη. Δεν αποκλείεται κιόλας να υπερισχύει μόνο ένα, το μοντέλο της πολιτικής οικονομίας, το οποίο όμως αδυνατεί να επιβεβαιωθεί με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία.

  1. Συμπεράσματα και ανοικτά ερωτήματα

Το 1980 δημοσιεύθηκε το βιβλίο του Michel Serres, Le parasite. Στο βιβλίο του ο Serres αναλύει πώς μικρές ή λιγότερο σημαντικές/ισχυρές ομάδες μπορούν να αναδειχθούν σε κυρίαρχους παίκτες στον δημόσιο διάλογο, συμβάλλοντας στην ποικιλομορφία και την πολυπλοκότητα που είναι ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη ζωή και τη σκέψη. Το παράσιτο που χρησιμοποιεί ως παράδειγμα ο Serres, αναπτύσσει θύλακες και στη συνέχεια αποικιοποιεί τα συστήματα με τα οποία έρχεται σε επικοινωνία, μεταμορφώνοντας, αλλάζοντας τελικά τους σκοπούς λειτουργίας τους και τα αποτελέσματά τους για να εξυπηρετήσει τον εαυτό του. Η προσέγγιση του Serres είναι σημαντική στις κοινωνικές επιστήμες για την εξέταση της επικοινωνίας και της αλλαγής στα συστήματα.

Το παράσιτο λειτουργεί με τη λογική τού να παίρνει χωρίς να δίνει. Εντούτοις, καθιστά δυνατή την ανταλλαγή και επικοινωνία εντός του συστήματος δημιουργώντας δεσμούς – συνδέσεις μεταξύ ασύνδετων, μη συγκρίσιμων ποιοτικά μεταξύ τους οντοτήτων.

Το παράσιτο λειτουργεί όπως o μπαλαντέρ, διακόπτει το παιχνίδι δίνοντας μια άλλη κατεύθυνση σ’ αυτό και νέες δυνατότητες κινήσεων. Οι συστημικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο για να προσδιορίσουν τα συστήματα των οποίων ο βασικός στόχος είναι να ακυρώσουν τη δηλωθείσα νόμιμη λειτουργία των υπόλοιπων συστημάτων με τα όποια επικοινωνούν, και να μεταβάλουν τους στόχους τους και τα αποτελέσματά /επιδράσεις τους προς ίδιον όφελος.

Με βάση τα προαναφερθέντα, η παράνομη αγορά της διακίνησης μεταναστών μπορεί να θεωρηθεί ως παράσιτο υπό την έννοια της θεωρίας της επικοινωνίας του Serres. Εάν θεωρήσουμε το δικαιικό σύστημα ως εξωτερικό περιβάλλον της παράνομης μετανάστευσης, καθώς επίσης την οικονομία, τη δημόσια διοίκηση, την πολιτική, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, κλπ., το παράσιτο επηρεάζει την κανονική λειτουργία, τις δομές τους και την εκπλήρωση των δικών τους σκοπών προς όφελός του. Δημιουργεί θύλακες στα συστήματα με τα οποία έρχεται σε επικοινωνία, μεταμορφώνοντας, αλλάζοντας τους σκοπούς τους για να εξυπηρετήσει τον εαυτό του.

Έτσι, όλα τα (υπο)συστήματα που υποστηρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την παράνομη μετανάστευση, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να συντηρούν τη ροή και μ.ά. τη γκρίζα οικονομία γύρω από αυτήν. Η προσέγγιση της οργανωμένης εγκληματικής δράσης ως επιχείρησης ή εταιρείας και των βασικών πρωταγωνιστών της ως επιχειρηματιών, όπως αναλύθηκε συνοπτικά πιο πάνω, έγινε μόλις τη δεκαετία του 1990. Είναι ενθαρρυντικό ότι τα τελευταία χρόνια στην οικονομική κοινωνιολογία εξετάζεται η παρασιτική ή συμβιωτική λειτουργία των παράνομων αγορών με τις νόμιμες αγορές και το θέμα του παρασιτικού κέρδους των παράνομων αγορών από τη δημιουργία αξίας στις νόμιμες αγορές (Beckert & Wehinger 2011).

Η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα αφενός, δηλ. η οικονομική κρίση που χρονίζει, η συνεπαγόμενη κοινωνική αποδιοργάνωση και η αναποτελεσματική διακυβέρνηση της χώρας, και η εξωτερική κατάσταση αφετέρου, με την παγκόσμια αμφισβήτηση της εικόνας της χώρας, τον διεθνή δανεισμό, τη μαζική εισροή μεταναστών και προσφύγων σε συνδυασμό με την αδυναμία ή απροθυμία διαχείρισής της, έχει συνέπειες για τη φυσική (π.χ. ερειπωμένα κτίρια, απορρίμματα στους δρόμους) και κοινωνική αταξία στις πόλεις (π.χ. επιθέσεις και ληστείες, ανοικτή πρόκληση από εκδιδόμενες/ους, κατανάλωση αλκοόλ, μέθη και χρήση ναρκωτικών σε δημόσιους χώρους, θορυβώδεις ομάδες ατόμων στον δημόσιο χώρο και απειλητική συμπεριφορά). Η ανανέωση των πόλεων και η αναβάθμιση του δημόσιου χώρου απαιτεί την εμπιστοσύνη της δημοκρατίας στην ίδια και τους θεσμούς της, στις αρχές και τις αξίες της. Η αναγνώριση καταστάσεων όπως η παραβατικότητα ως προβληματικών και όχι ως εναλλακτικών κοινωνικών πραγματικοτήτων, απαιτεί ρήξη με την επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής ορθότητας και μια ρεαλιστική πολιτική επιβολής του νόμου κατά του εγκλήματος και της ανομίας (Κωτούλας 2012). Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, και την Αθήνα ειδικότερα, που έχει υποφέρει τα τελευταία 20 έτη από την κυριαρχία συγκεκριμένης ρητορικής και την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού διακυβέρνησης τόσο σε κρατικό όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Και για να ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμα του παράσιτου, τα παρασιτικά συστήματα και δίκτυα δεν επωφελούνται μόνο χρησιμοποιώντας τις ευκαιρίες για δράση μέσα σε λειτουργικά συστήματα αποκλειστικά για τον εαυτό τους, και για την ανάπτυξη και ενίσχυση του δικτύου τους, αλλά απορροφώντας επίσης την προσοχή και τους πόρους του “ξενιστή”. Τα παράσιτα-δίκτυα είναι δηλαδή υπεύθυνα και για τη “διαφθορά” του συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι, το παράσιτο μπορεί να επωφεληθεί από την αδυναμία του οικοδεσπότη και καταστρέφοντάς τον. Τέτοιες ασύμμετρες δομές μεταξύ συστημάτων δεν μπορούν να αγνοηθούν (Luhmann 1995: 250-251).[6]

 

Βιβλιογραφία

 

Angelini, Μ. & Calderoni, F. (2015). «lllicit trade in tobacco products», E.U. Savona & M. Riccardi (εκδ.), From illegal markets to legitimate businesses: the portfolio of organised crime in Europe. Final Report of Project OCP – Organised Crime Portfolio, Trento: Transcrime – Università degli Studi di Trento, 64-68 (http://www.ocportfolio.eu).

Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Θεόδωρος Πάγκαλος. Σχέδιο δράσης για κέντρο της Αθήνας, Αποφάσεις υπουργικού συμβουλίου 16/5/2011 (http://pangalos.gr/antiproedros.gov.gr/wp-content/uploads/ 2011/06/%CE%A3%CE%A7%CE%95%CE%94%CE%99%CE%9F% CE%94%CE%A1%CE%91%CE%A3%CE%97%CE%A3%CE%93% CE%99%CE%91-%CE%A4%CE%9F-%CE%9A%CE%95%CE%9D% CE%A4%CE%A1%CE%9F-%CE%A4%CE%97%CE%A3-%CE%91%CE%98%CE%97%CE%9D%CE%91%CE%A3.pdf).

Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Θεόδωρος Πάγκαλος (20/6/2011). Αποτελέσματα εφαρμογής δράσεων για το κέντρο της Αθήνας. Παρακολούθηση δράσεων για το κέντρο της Αθήνας (http:// pangalos.gr/ antiproedros.gov.gr/2011/06/20/2115/index.html).

Arlacchi, P. (1989). Die unternehmerische Mafia. Mafiose Ethik und der Geist des Kapitalismus, Frankfurt a.M.: Cooperative (La mafia imprenditrice. L’ etica mafiosa e lo spirito del capitalismo, Bologna: Il Muligno 1983).

Arlacchi, P. (1995). Mafia von innen: das Leben des Don Antonio Calderone, (μτφρ.) Werner Raith, Frankfurt a.M.: Fischer (Gli uomini del disonore : la mafia siciliana nella vita del grande pentito Antonino Calderone, Milano: Mondadori 1994).

Arrlachi, P. (1998). «Some observations on illegal markets», V. Ruggiero, N. South & I. Taylor (εκδ.), The new European criminology. Crime and social order in Europe, London: Routledge, 203-215.

Athens Plus (23/7/2010). «Fresh bid to clean up Athens», The International Herald Tribune and Kathimerini 109, σελ. 1, 2, 4-5, 11 (https://www.yumpu.com/en/document/view/9992624/fresh-bid-to-clean-up-athens-mac-os-x).

Baldwin-Edwards, M. & Kraler, A. (January 2009). Regularisations in Europe. Study on practices in the area of regularisation of illegally staying third-country nationals in the Member States of the EU, REGINE (Final Report Ref. JLS/B4/2007/05), και Appendix A – Country studies, Greece, 41-69, Vienna: International Centre for Migration Policy Development (ICMPD) (http://research.icmpd.org/fileadmin/Research-Website/Project_material/REGINE/Regine_report_january_ 2009_ en.pdf).

Beckert, J. & Wehinger, F. (June 2011). In the shadow. Illegal markets and economic sociology, MPIfG Discussion Paper 11/ 9, Köln: Max-Planck-Institut für Gesellschaftsforschung (http://www.mpifg.de/pu/mpifg_dp/ dp11-9.pdf).

Blackwell, M. & Seddon, D. (March 2004). Informal remittances from the UK. Values, flows and mechanisms. A report to Department for International Development (DFID), Overseas Development Group, Norwich (http://www.apgml.org/ frameworks/docs/8/UK_Remittances.pdf).

Braga, A. A. & Bond, B. J. (2008). «Policing crime and disorder hot spots: A randomized controlled trial», Criminology 46/3, 577-607.

Brettell, C. B. (June 1999). «The city as context: Approaches to immigrants and cities», Metropolis International Workshop Proceedings, Lisbon, 28-29.9.1998, 141-154, Lisbon: Luso-American Development Foundation.

Δημοκρατία (28/11/2011). «Οι μετανάστες έβγαλαν αφορολόγητα 1,45 δισ. Ευρώ» (http://www.dimokratianews.gr/node/3659).

Downs, A. (1981). Neighborhoods and urban development, Washington, DC: Brookings Inst.

Ε.Β.Ε.Α./Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών. Δελτία Τύπου 6-9 Ιανουαρίου 2012, Κ. Μίχαλος: «Προτεραιότητα η σύσταση σώματος παρεμπορίου» (http://www.acci.gr/acci/PressOffice/View_Press_ Releases/tabid/521/ItemID/2622/View/Details/language/en-US/Default.aspx).

Έθνος (15/5/2011). «Απόρρητη έκθεση της ΕΥΠ για το γκέτο της Αθήνας» (http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63049019).

Έθνος (20/5/2011). «Μετανάστες στοιβαγμένοι σε κτίρια-ερείπια» (http:// www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=63073287).

ΕΛ.ΑΣ.- Γ.Α.Δ.Α. (2010, 2012, 2015). Δελτία Τύπου, 12.11.2010, 15.1. 2012, 13.4.2012, 26.4.2012, 27.4.2012, 29.4.2012, 19.5.2012, 2.10. 2015 (http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform =view&id=1290&Itemid=276&lang=).

ΕΛ.ΑΣ., ΑΡΧΗΓΕΙΟ, Κλάδος Ασφάλειας, Δ/ση Δημόσιας Ασφάλειας (Μάρτιος 2014). Έκθεση 2012 για το Σοβαρό και Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα (http://www.astynomia.gr/images/stories/2014/statistics14/ 2012-ekthesi_oe.pdf).

ΕΛ.ΑΣ./ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, ΑΡΧΗΓΕΙΟ (5/12/2012). Αποτίμηση της επιχείρησης «Ξένιος Ζευς» από την ημέρα εφαρμογής της (αποτελέσματα τετραμήνου 04.08 έως 04.12.2012), Αθήνα (http://www. astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&lang&perform=view&id=22837&Itemid=1012).

ΕΛ.ΣΤΑΤ./ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Δελτία Τύπου, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού: Β΄ Τρίμηνο 2012 (13/9/2012), Β΄ Τρίμηνο 2014 (18.11. 2014), Β΄ Τρίμηνο 2015 (17.9.2015), Πειραιάς (http://www.statistics. gr/).

Ελευθεροτυπία Κυριακάτικη (29.8/.010). «Αθήνα: Οι 7 πληγές του κέντρου», Γιώργου Μαρνέλλου (http://www.enet.gr/?i=news.el.article &id=197398).

Ελευθεροτυπία Κυριακάτικη (31/10/2010). «Παιχνίδια κερδοσκόπων στα γκέτο της Αθήνας», (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=218778).

Fagan, J. (2008). «Crime and neighborhood change», A. S. Goldberger & R. Rosenfeld (εκδ.), Understanding crime trends: Workshop report, 81-126, Committee on Law and Justice (CLAJ), National Research Council of The National Academies, Washington, DC: The National Academies Press.

Fiorentini, G. (2001). «Organized crime and illegal markets», B. Bouckaert & G. De Geest (εκδ.), Encyclopaedia of law and economics, Vol. 5, VIII. Criminal law, economics of crime and law enforcement, 434-459, Gent: Edward Elgar and the University of Ghent (http://encyclo.findlaw. com/8400book.pdf).

Frontex (April 2012). Annual risk analysis 2012,Warsaw: European Agency for the Management of Operational Cooperation at the External Borders of the Member States of the European Union (http://frontex. europa.eu/assets/Attachment_Featured/Annual_Risk_Analysis_2012.pdf).

Graebner Anderson, A. (1979 /1982). The Business of Organized Crime: A Cosa Nostra Family, Stanford, CΑ: Hoover Institution Press.

Hawley, A. H. (1950). Human ecology: A theory of community structure, New York, NY: Ronald Press.

Hoover, E. M. & Vernon, R. (1962). Anatomy of a metropolis: The changing distribution of people and jobs within the New York metropolitan region, New York, NY: Doubleday.

Jiménez-Martín, S., Jorgensen, N., Labeaga, J.M. (September 2007). The volume and geography of remittances from the EU, Brussels: European Commission(http://ec.europa.eu/economy_ finance/publications/ publication10089_en.pdf).

Ημερησία On Line (10.3.2011). «Χάνονται 8,5 δισ. ευρώ ετησίως από το παρεμπόριο» (http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26516&subid= 2&pubid=101929157).

Καθημερινή (21.6.2011). Άρθρο του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Θεόδωρου Πάγκαλου «Παρακολούθηση δράσεων για το κέντρο της Αθήνας Το κέντρο της Αθήνας: Έξι μύθοι και μία αλήθεια» (http://pangalos.gr/ antiproedros.gov.gr/wp-content/uploads/2011/06/newspapers_get_image_1.pdf).

Keizer, K., Lindenberg, S. & Steg, L. (12/12/2008). «The spreading of disorder», Science 322/5908, 1681-1685 (http://www.ppsw.rug.nl/~ lindenb/documents/articles/2008_Keizer_Lindenberg_Steg_The%20spreading_of_disorder_Science_Express.pdf).

ΚΙ.ΠΟ.ΚΑ./Κίνηση Πολιτών για το Κέντρο της Αθήνας (2010). Χάρτης εγκληματικότητας στο κέντρο της Αθήνας (https://kipoka.files. wordpress. com/2010/05/cf87 ceaccf81cf84ceb7cf82-ceb5ceb3 ceba cebbceb7 cebcceb1cf84ceb9cebacf8ccf84ceb7cf84ceb1cf82-cf83cf84cebf-ceb aceadcebdcf84cf81cebf-cf845.jpg).

Kirk, D.S. & Laub, J.H. (2010). «Neighborhood change and crime in the modern metropolis», M. Tonry (εκδ.), Crime and justice: A review of research, 39/1, 441-502, Chicago, IL: University of Chicago Press.

ΚΟΙΝΟ Athina (1/12/2014). Μετά το Rethink το ΣΟΑΠ, Κωνσταντίνα Θεοδώρου (https://koinoathina.wordpress.com/2014/12/01/%CE% BC% CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF-rethink-%CE%AD%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CE%BF%CE%B1%CF%80/).

Korovilas, J. P. (1999). «The Albanian economy in transition: The role of remittances and pyramid investment schemes», Post-Communist Economies 11/3, 399-415 (http://dx.doi.org/10.1080/14631379995940).

Kosse, A. & Vermeulen, R. (June 2014). Migrants’ choice of remittance channel do general payment habits play a role? Retail payments at a cross roads: economics, strategies and future policies, Working Paper Series No1683, Frankfurt a.M.: European Central Bank.

Κωτούλας, Ι. (26/5/2012). «Γράμμα από την πόλη μου», Αρχείο Πολιτισμού, Καθημερινή (http://www.kathimerini.gr/458805/article/politismos/ arxeio-politismoy/gramma-apo-thn-polh-moy).

Lewis, R. (1998). «Drugs, War and Illegal Enterprise in the Post-Soviet Balcans», V. Ruggiero, N. South & I. Taylor (εκδ.), The New European Criminology. Crime and Social Order in Europe, London: Routledge, 216-229.

London, B., Bradley, D. S. & Hudson, J. R. (1980). «Introduction: Approaches to inner-city revitalization», Urban Affairs Quarterly, 15/4, 373-380.

Luhmann, N. (1995). Soziologische Aufklärung 6, Die Soziologie und der Mensch, Opladen: Westdeutscher Verlag.

Michaletos, I. (15/5/2011). «Organized crime in Greece: Statistics, trends and police countermeasures in 2011», Balkanalysis.com, Greece (http://www.balkanalysis.com/greece/2011/05/15/organized-crime-in-greece-statistics-trends-and-police-countermeasures-in-2011-2/).

Newsbeast (19/11/2014). «Ανθεί η αγορά του παράνομου καπνού με ένα μόνο κλικ» (http://www.newsbeast.gr/greece/arthro/757108/anthei-i-agora-tou-paranomou-kapnou-me-ena-mono-klik).

Park, R. A. (1968). Human communities: The city and human ecology, 2η εκτ., New York, NY: Free Press.

Passas, N. (2005). Informal value transfer systems, terrorism and money laundering, Document No. 208301, Washington, DC: National Institute of Justice (https://www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/grants/208301.pdf).

Πρακτικά της Βουλής (10/10/2011). 13η Κοινοβουλευτική περίοδος, 6η Ολομέλεια, Σύνοδος Γ, Κοινοβουλευτικός έλεγχος, Ερώτηση 32/4.1.2011.

Πρώτο Θέμα (23/1/2014). «Παρεμπόριο: Εκτός αγοράς 10,7 εκατ. τεμάχια προϊόντων ‘μαϊμού’» (http://www.protothema.gr/economy/article/ 346984/pareborio-ektos-agoras-107-ekat-temahia-proiodon-maimou/).

Πρώτο Θέμα (2/10/2015). «Πειραιάς: Κατασχέθηκε κοντέινερ με 10 εκατομμύρια λαθραία τσιγάρα» (http://www.protothema.gr/greece/article/ 514420/peiraias-katashethike-kodeiner-me-10-ekatommuria-lathraia-tsigara/).

Ratha, D. & Shaw, W. (2007). South-South migration and remittances, World Bank Working Paper No. 102, Washington, DC: The World Bank (http://siteresources.worldbank.org/INTPROSPECTS/Resources/334934-1110315015165/SouthSouthMigrationandRemittances.pdf).

Rebscher, E. & Vahlenkamp, W. (1985). Organisierte Kriminalität in der Bundesrepublik Deutschland, Wiesbaden: BKA.

Reuter, P. (1985). Disorganized crime. Illegal markets and the Mafia, Cambridge, MA: MIT Press.

Reyneri, E. (2003). «Illegal immigration and the underground economy», Paper presented to conference entitled The Challenges of Immigration and Integration in the European Union and Australia, 18-20/2/2003, University of Sydney, National Europe Centre Paper No. 68 (http:// www.mmo.gr/pdf/library/Black%20economy/reyneri.pdf).

Schmidt, C. G. & Lee, Y. (1978). «Impacts of changing racial composition upon commercial land use succession and commercial structure. A comparative neighborhood analysis», Urban Affairs Quarterly, 13/3, 341-354.

Schwirian, K. P. (1983). «Models of neighborhood change», Annual Review of Sociology 9, 83-102 (DOI: 10.1146/annurev.so.09.080183. 000503).

Serres, Μ. (2009). Το παράσιτο, μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, επιμ. Διονύσης Καββαθάς, Αθήνα: Σμίλη (Le parasite, Paris: Grasset 1980).

Suttles, G.D. (1973). The social construction of communities: Studies of urban society, 3η ανατ., Chicago, IL: University of Chicago Press.

Tassopoulos, I. (Οκτώβριος 2007). «Terrorism and Islamic Charities: Is there a link?», Middle East Bulletin 7, Islamic Finance, ΚΕΜΜΙΣ/Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (Ερευνητική Ομάδα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου), 2-4 (http://www.cemmis.edu.gr/ images/Middle-East-Bulletin/meb07.pdf).

The Boston Globe (8/2/2009). «Breakthrough on broken windows, (http:// www.dcvb-nc.com/cr/Broken_Windows-%20Lowell02-08-09.pdf).

The Boston Globe (13/2/2009). «Editorial: Cleaning up crime in Lowell» (http://www.boston.com/bostonglobe/editorial_opinion/editorials/articles/2009/02/13/cleaning_up_crime_in_lowell/).

The Sunday Times (8/1/2012). «Passports for hire exposed», Mazher Mahmood (http://www.thesundaytimes.co.uk/sto/).

US Department of State (2010, 2011, 2014, 2015). «Europe and Eurasia overview», Country reports on terrorism 2009, 2010, 2013, 2014 (http://www.state.gov/j/ct/rls/crt/index.htm)

van Duyne, P. (1995). «The phantom and threat of organized crime», Crime, Law and Social Change 24/4: 341-377.

von Lampe, K. (2012). «Transnational organized crime challenges for future research», Crime Law and Social Change 58/2: 179-194.

Wilson, J. Q. & Kelling, G. L. (March 1982). «Broken windows», Atlantic Monthly, 29-38 (http://www.theatlantic.com/magazine/archive/ 1982/03/ broken-windows/304465/).

(The) World Bank (November 2010). Bilateral migration and remittances 2010, Excel Datasets (http://econ.worldbank.org/WBSITE/EXTERNAL/ EXTDEC/EXTDECPROSPECTS/0,,contentMDK:22803131~pagePK:64165401~piPK:64165026~theSitePK:476883,00.html).

 (The) World Bank (2011). Migration and remittances factbook, 2η έκδ., Washington D.C.: The World Bank (http://www.worldbank.org).

(The) World Bank (April 2015). Remittances Data, Bilateral Remittances Matrices και Annual Remittances Data, Ιnflows-Outflows (http:// econ.worldbank.org/WBSITE/EXTERNAL/EXTDEC/EXTDECPROSPE CTS/0,,contentMDK:22759429~pagePK:64165401~piPK:64165026~theSitePK:476883,00.html).

(The) World Bank (13/4/2015). Press release, Remittances growth to slow sharply in 2015, as Europe and Russia stay weak; pick up expected next year (http://www.worldbank.org/en/news/press-release/2015/04/ 13/remittances-growth-to-slow-sharply-in-2015-as-europe-and-russia-stay-weak-pick-up-expected-next-year).

Το Βήμα (15/7/2010). «Δράση σε 7 καυτούς τομείς για μια ασφαλή Αθήνα. Τι αναφέρει πόρισμα ομάδας εργασίας για την εικόνα που παρουσιάζει το κέντρο της πρωτεύουσας και τι προτείνει», Διονύσης Βυθούλκας (http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=343180).

Το Βήμα (5/10/2012). «Εκατοντάδες γραφεία μεταφοράς χρημάτων προς το εξωτερικό και κυρίως προς Αλβανία, Μέση Ανατολή κι Αφρική μπαίνουν ξαφνικά στο ‘μικροσκόπιο’ του ΣΔΟΕ!», (http://www. tovima. gr/society/article/?aid=478145).

Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Γεωγραφίας (Δεκέμβριος 2009). Oδηγός ΜΚΟ και Συλλόγων Μεταναστών. Καταγραφή φορέων που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια σε θέματα μετανάστευσης, Αθήνα (http://www.geo.hua.gr/ ~metanastes/ MKO_ Metanaston. pdf).

Περίληψη

Το άρθρο εξετάζει την παράνομη μετανάστευση ως αυτόνομη αγορά, η οποία παράγει, συντηρεί και συντηρείται από άλλες παράνομες αγορές. Περιέχει τα συνοπτικά αποτελέσματα εμπειρικής έρευνας μικρής κλίμακας που επαναλαμβάνεται κατά καιρούς από το 2011. Με τη βοήθεια της οικονομικής κοινωνιολογίας και της προσέγγισης της οργανωμένου εγκλήματος ως επιχείρησης αφενός, της προσέγγισης του Michel Serres για την επικοινωνία και την αλλαγή στα συστήματα όπως παρουσιάζεται στο έργο του Το Παράσιτο, και τη συστημική θεωρία του Luhmann αφετέρου, εξετάζονται οι συνέπειες της ανάπτυξης περιφερειακών παράνομων αγορών στην κεντρική παράνομη αγορά στη ζωή της πρωτεύουσας. Ειδικότερα αναλύει συνολικά τις επιπτώσεις μιας εξαπλούμενης υπόγειας παραοικονομίας στην υγιή επιχειρηματικότητα, την ασφάλεια και την οικονομική, κοινωνική και αισθητική παρακμή περιοχών του κέντρου.

Αθήνα, 2-4.4.2015

* Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Λεωφ. Συγγρού 136, Αθήνα 17671, E-mail: elambro@panteion.gr.

  1. ΑΔΑ:4Α35Ω6Μ-Ε, ΑΔΑ:Β4ΓΠΩ6Μ-468, ΑΔΑ:Β4ΓΠΩ6Μ-Ξ6Ζ, ΑΔΑ:6ΟΜ6Ω 6Μ-ΔΘΕ.
  2. Δυστυχώς δεν δημοσιεύονται δελτία με οικονομικά στοιχεία και αποτελέσματα δράσεων/ επιχειρήσεων από καμιά υπηρεσία που ασχολείται με το θέμα, ούτε καν μετά το 2014 που έχει δημιουργηθεί το Συντονιστικό Όργανο Πάταξης του Παρεμπορίου από τις ελεγκτικές υπηρεσίες (ΕΛΑΣ, ΣΔΟΕ, τελωνεία, υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ΚΕΛΑΥΕ).
  3. Υπάρχουν επίσης και κάποια καταστήματα μεταφοράς λιγότερο γνωστών εταιρειών, τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν.
  4. Και οι δύο μελέτες ΣΟΑΠ (κέντρο και Δυτικής Αθήνας) έχουν εκπονηθεί από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με το οποίο υπάρχει σύμβαση μεταξύ ΥΠΕΚΑ (Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής), Δήμου Αθηναίων και ΟΡΣΑ/ Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Περιβάλλοντος Αθήνας, ο οποίος θα επέβλεπε το σχέδιο, αλλά έχει καταργηθεί Ν 4250/2014, άρ. 12, ΦΕΚ Α 74-26.03.2014, Ν. 4277/2014, άρ. 33 Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ Α’ 156/1-8-2014. Οι αρμοδιότητες του ΟΡΣΑ μεταφέρθηκαν στο Τμήμα Μητροπολιτικού Σχεδιασμού Αθήνας – Αττικής.
  5. Η πυκνότητα είναι ελέγξιμη και διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δήμου Αθηναίων (https://www.cityofathens.gr/), όπου καταγράφονται τα καταστήματα στα οποία έχει δοθεί προέγκριση και άδεια λειτουργίας (https://www.cityofathens.gr/ node/19465), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν παραβιάσεις ή δεν έχει ανασταλεί η λειτουργία τους (https://www.cityofathens.gr/node/19466, Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση, City of Athens).
  6. Στις ασύμμετρες δομές ένα μέρος έχει πολύ περισσότερους πόρους, πληροφορίες ή ικανότητες από το άλλο, με αποτέλεσμα να διαφέρουν θεμελιωδώς στη στρατηγική τους, την τακτική και προσέγγισή τους.