Μέτρα επιείκειας για τους υπαίτιους πράξεων διαφθοράς που συνεργάζονται με τις αρχές

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ

 Μέτρα επιείκειας για τους υπαίτιους

πράξεων διαφθοράς που συνεργάζονται

με τις αρχές[1]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ(

 

Α. Εισαγωγή

Το θέμα της εισήγησής μου είναι τα μέτρα επιείκειας που προβλέπονται και μπορούν να εφαρμοσθούν για τους υπαίτιους πράξεων διαφθοράς που συνεργάζονται με τις αρχές. Πρώτα απ’ όλα σκόπιμο είναι να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «διαφθορά». Όπως έχω και παλαιότερα υποστηρίξει, η «διαφθορά» δεν μπορεί να εκληφθεί ως γνήσια νομική έννοια, ούτε είναι εφικτός, νομίζω, ένας ακριβής, ποινικά αξιοποιήσιμος ορισμός της. Συνιστά περισσότερο ένα ρευστό, εξωδικαιϊκό εννοιολογικό πλαίσιο, που χρησιμοποιείται μάλλον αυθαίρετα από όσους κατά καιρούς το επικαλούνται, για την περιγραφή διαφορετικών κάθε φορά μορφών αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Γι’ αυτό και καθόσον αφορά στην παρούσα εισήγηση, η έννοια της διαφθοράς περιορίζεται στον από κάθε άποψη εννοιολογικό πυρήνα της: Στις πράξεις δωροδοκίας υπό ευρεία έννοια. Αυτές έρχονται αυτόματα στο νου κάποιου, όταν αναφέρεται στο φαινόμενο της διαφθοράς· γύρω από αυτές κινούνται, συνειδητά ή υποσυνείδητα, οι περισσότερες επιστημονικές μελέτες για το θέμα· και αυτές κρύβονται πίσω από την χρήση της λέξης «corruption» στην επικεφαλίδα πολλών ποινικών διατάξεων άλλων χωρών.[2]

Για την διαφθορά λοιπόν υπό την έννοια αυτή και την αντιμετώπισή της υφίσταται τα τελευταία χρόνια τεράστιο ενδιαφέρον εκ μέρους της κοινής γνώμης, μάρτυρες του οποίου είμαστε όλοι. Ειδικά δε στο πεδίο του δικαίου, η καταπολέμηση της διαφθοράς έχει αποτελέσει το αντικείμενο μιας πρωτοφανούς νομοπαρασκευαστικής κινητοποίησης σε επίπεδο διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών, που κατέληξε σε μια μαζική παραγωγή διεθνών συμβατικών κειμένων, ποινικού κατά κόρον περιεχομένου, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους εθνικούς νομοθέτες.

Το αποτέλεσμα της κινητοποίησης αυτής για τα εθνικά δίκαια, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού, ήταν πολυδιάστατο και συνοψίζεται σε μια σειρά μέτρων που κατέστησαν την ποινική αντιμετώπιση της δωροδοκίας όχι απλά πιο ολοκληρωμένη, αλλά και σαφώς αυστηρότερη. Πολύ συνοπτικά, οι βασικότερες συνέπειες της διεθνοποίησης, καθόσον αφορά στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, είναι:

  • Η ποινικοποίηση νέων μορφών δωροδοκίας και η υιοθέτηση σε παγκόσμιο επίπεδο καινοφανών αδικημάτων, όπως εκείνων της δωροδοκίας ξένων δημόσιων αξιωματούχων και υπαλλήλων διεθνών οργανισμών, της δωροδοκίας στον αμιγώς ιδιωτικό τομέα, της – γνωστής στην Ελλάδα ήδη από την δεκαετία του 1930 και τον νόμο περί μεσαζόντων (ν. 5227/1931) – «εμπορίας επιρροής», και ακόμα σε κάποιο βαθμό του λεγόμενου «αδικαιολόγητου πλουτισμού» (illicit enrichment)∙
  • Η σύγκλιση κατά περιεχόμενο των διατάξεων που αντιμετωπίζουν την δωροδοκία ημεδαπών δημόσιων υπαλλήλων. Πλέον οι περισσότερες χώρες του κόσμου ακολουθούν ένα ενιαίο, αυστηρό μοντέλο, προσανατολισμένο στην προστασία της εμπιστοσύνης του κοινού στην ακέραια άσκηση της δημόσιας υπηρεσίας∙
  • Η αύξηση του ύψους των ποινών και η διεύρυνση των δυνατοτήτων δέσμευσης και δήμευσης των μέσων και των προϊόντων που αποκτώνται άμεσα ή έμμεσα από πράξεις διαφθοράς∙
  • Η καθιέρωση της (διοικητικής ή όλο και συχνότερα γνήσια ποινικής) ευθύνης των νομικών προσώπων προς όφελος των οποίων τελούνται οι πράξεις δωροδοκίας∙
  • Η επέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας των εμπλεκόμενων κρατών, ώστε να καλύπτονται και οι κάθε είδους πράξεις δωροδοκίας που τελούνται στο εξωτερικό∙ και
  • Η διεύρυνση των δυνατοτήτων έκδοσης, αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και αστυνομικής συνεργασίας, καθόσον αφορά στην αντιμετώπιση των συγκεκριμένων εγκληματικών συμπεριφορών.

Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, που επέφερε στα εθνικά δίκαια η διεθνής κινητοποίηση των τελευταίων ετών δεν ήταν όλες προς την κατεύθυνση ενός αυστηρότερου νομικού πλαισίου. Στο Ελληνικό ποινικό δίκαιο, όπως και σε άλλες νομοθεσίες, υιοθετήθηκαν και μια σειρά μέτρων επιείκειας, προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης της θέσης των εμπλεκομένων σε πράξεις διαφθοράς, δηλ. των προσώπων εκείνων που είναι τα ίδια υπαίτια πράξεων δωροδοκίας ή δωροληψίας, αλλά συνεργάζονται με τις αρχές και συνεισφέρουν αποδεικτικά στοιχεία χρήσιμα για την διαλεύκανση του εγκλήματος, την δήμευση του προϊόντος του εγκλήματος και την αποκατάσταση της όποιας ζημίας από αυτό.

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια επισήμανση: Όταν μιλάμε για μέτρα επιείκειας δεν εννοούμε τα μέτρα προστασίας που έχει λάβει ο νομοθέτης για τους λεγόμενους «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος», τους λεγόμενους «whistleblowers», ήτοι τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, χωρίς να εμπλέκονται τα ίδια στην τέλεση πράξεων διαφθοράς, συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Πρόκειται για δύο απολύτως διακριτές κατηγορίες προσώπων. Άλλο υπαίτιοι που συνεργάζονται με τις αρχές («reporting persons» στην διεθνή ορολογία) και άλλο μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, για τους οποίους ισχύουν άλλες ρυθμίσεις που αφορούν τόσο στην φυσική τους προστασία (στην Ελλάδα αυτή ενισχύθηκε με την προσθήκη πρόσφατα των πράξεων δωροδοκίας στα εγκλήματα για τα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 9 του ν. 2928/2001), όσο και την προστασία τους από αντίποινα στον εργασιακό τους χώρο ή ακόμα και από άδικες διώξεις τους (στην Ελλάδα και αυτού του τύπου η προστασία ενισχύθηκε πρόσφατα με την νεοπαγή ρύθμιση του άρθρου 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η οριστική αποχή από την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί εναντίον τους σκόπιμη καταγγελία για τέλεση λ.χ. ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης ή συκοφαντικής δυσφήμησης).[3]

Ας δούμε λοιπόν τι ισχύει καθόσον αφορά στα μέτρα επιείκειας υπέρ των συνεργαζόμενων προσώπων.

Β. Τα προβλεπόμενα μέτρα επιείκειας

Πρώτα απ’ όλα η πρόβλεψη μέτρων επιείκειας προς ενθάρρυνση των υπαιτίων πράξεων διαφθοράς να συνεργασθούν με τις αρχές, προβλέπεται ρητά στο άρθρο 37 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς του 2003, η οποία αποτελεί το πλέον ολοκληρωμένο διεθνές συμβατικό κείμενο στο πεδίο αυτό και έχει κυρωθεί από πάνω από 170 κράτη. Στην Ελλάδα η Σύμβαση ισχύει από το 2008 (ν. 3666/2008) και στην Κύπρο από το 2009. Ειδικότερα στην παρ. 1 του άρθρου 37, τα κράτη μέλη καλούνται να παράσχουν συγκεκριμένα κίνητρα στους δράστες για να εξασφαλίσουν την συνεργασία τους στην παροχή πληροφοριών χρήσιμων για τους σκοπούς της διερεύνησης και απόδειξης των σχετικών εγκλημάτων, καθώς και ανάκτησης του προϊόντος που απέκτησαν από τέτοιες δραστηριότητες. Τα κίνητρα αυτά μπορεί να λάβουν δύο βασικές μορφές: Αφενός μπορεί να συνίστανται στην δυνατότητα μείωσης ή αναστολής της ποινής, όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 37, και αφετέρου στην παροχή ασυλίας από την πιθανότητα άσκησης ποινικής δίωξης, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.

  1. Μείωση της ποινής

Καθόσον αφορά στην δυνατότητα μείωσης της ποινής, στις περισσότερες εθνικές νομοθεσίες υπάρχουν ως γνωστόν γενικές διατάξεις που προβλέπουν την λήψη υπόψη της διαγωγής του δράστη οποιουδήποτε εγκλήματος μετά την πράξη και ιδίως της ειλικρινούς μετάνοιας που τυχόν επιδεικνύει και της προθυμίας του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. Πρόκειται για διατάξεις αντίστοιχες εκείνων των άρθρων 79 και 84 παρ. 2δ’ του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα. Στις περιπτώσεις αυτές, η εκτίμηση της συνεργασίας του κατηγορουμένου ως ελαφρυντικού παράγοντα γίνεται κατά το στάδιο της lato sensu επιμέτρησης και εξατομίκευσης της ποινής, χωρίς να παρέχονται εκ των προτέρων διαβεβαιώσεις στο ενδιαφερόμενο μέρος. Ο βαθμός βελτίωσης της ποινικής θέσης του κατηγορουμένου εξαρτάται από την έκταση της συνεργασίας του και του αποτελέσματος που αυτή έχει ως προς την άρση ή μείωση των συνεπειών της συγκεκριμένης πράξης, επαφίεται δε στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Γενικό χαρακτήρα έχουν, εξάλλου, και οι νόμοι που σε έναν σεβαστό αριθμό κρατών  προβλέπουν διάφορες μορφές ποινικής διαπραγμάτευσης (plea bargaining), προδικαστικές συμφωνίες συνεργασίας και ταχείες ποινικές διώξεις. Οι νόμοι αυτοί έχουν ομοίως ως αποτέλεσμα την ελάφρυνση της θέσης των συνεργαζόμενων με τις αρχές δραστών.[4] Υπό το κράτος των σχετικών διακανονισμών, ο κατηγορούμενος μπορεί να χρειασθεί να ομολογήσει την ενοχή του για ένα αδίκημα, να αποδεχθεί τυχόν αστικές σε βάρος του αξιώσεις και να μην αμφισβητήσει τους όρους της παραπομπής του στο ακροατήριο, σε αντάλλαγμα προς την μείωση της κατηγορίας ή της ποινής του. Το ενδεχόμενο μείωσης της ποινής μπορεί να συνδέεται όχι μόνο με την συνεργασία του κατηγορουμένου, αλλά και με την βαρύτητα του εγκλήματος και τον βαθμό της ενοχής του. Το δικαστήριο διατηρεί κατά κανόνα κάποια διακριτική ευχέρεια, κυρίως καθόσον αφορά στον έλεγχο της τήρησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Πέραν αυτών των γενικών προβλέψεων, που αφορούν σε κάθε είδους εγκλήματα, σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ουγγαρία, την Πορτογαλία, την Ρουμανία, την Σλοβακία, αλλά και την Ελλάδα, υπάρχουν και ειδικές διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή μειωμένης ποινής σε συνεργαζόμενους υπαίτιους εγκλημάτων διαφθοράς. Η Ελληνική διάταξη είναι το άρθρο 263Β παρ. 2-5 ΠΚ, το οποίο εισήχθη με τον ν. 3849/2010[5]  και προβλέπει μέτρα επιείκειας για όσους συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων δωροδοκίας, αλλά και άλλων υπηρεσιακών αδικημάτων, αντίστοιχα λ.χ. εκείνων που προβλέπονται για τις εγκληματικές και τρομοκρατικές οργανώσεις στο άρθρο 187Β ΠΚ ή για τα εγκλήματα του νόμου περί ναρκωτικών στο άρθρο 27 του 4139/2013. Προβλέπεται συγκεκριμένα σημαντική μείωση της ποινής, μαζί με την δυνατότητα αναστολής της ποινής ανεξάρτητα από την συνδρομή των όρων των άρθρων 99 και 100 ΠΚ, για εκείνους εκ των συμμετόχων που συμβάλλουν ουσιωδώς με καταγγελία στην αποκάλυψη της πράξης υπαλλήλου, αλλά και για εκείνους εκ των υπαλλήλων που διαπράττουν υπηρεσιακά αδικήματα, όταν η καταγγελία αυτή συμβάλλει στην αποκάλυψη υπηρεσιακών εγκλημάτων τελούμενων από άτομα που κατέχουν θέση ανώτερη εκείνης του καταγγέλλοντος και ο ίδιος έχει μεταβιβάσει στο Δημόσιο όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχει αποκτήσει, αμέσως ή εμμέσως, από την τέλεση ή τη συμμετοχή στην τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων. Την ίδια μεταχείριση επιφυλάσσει υπό προϋποθέσεις το άρθρο 263Β ΠΚ και για τον καταγγέλλοντα πράξεις μελών της Κυβέρνησης ή Υφυπουργών.

  1. Ασυλία από την άσκηση ποινικής δίωξης

Η δεύτερη κατηγορία μέτρων επιείκειας, πέραν εκείνων που οδηγούν στην μείωση της ποινής, είναι, όπως προελέχθη, εκείνα που καταλήγουν στην μη επιβολή οποιασδήποτε ποινής στο συνεργαζόμενο πρόσωπο. Σε πολλές χώρες, ιδίως σε αυτές που ακολουθούν την παράδοση του common law, αυτό γίνεται και πάλι με αναφορά στα ευρύτατα περιθώρια που έχουν οι εισαγγελικές αρχές, να απέχουν, να αναστέλλουν ή να διακόπτουν μια ποινική δίωξη (ή να προτείνουν αντίστοιχα να πράξει έτσι το ποινικό δικαστήριο) σε αντάλλαγμα προς την ουσιαστική συνεργασία του δράστη με τις αρχές.[6] Η πλήρης ασυλία προϋποθέτει κατά κανόνα ότι ο καταγγέλλων εισφέρει αποφασιστικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αποκαλύπτει στην καταδίκη ενός υπαλλήλου ή ενός συμμετόχου του στην τέλεση των επίμαχων πράξεων.

Περαιτέρω, αρκετά κράτη έχουν διατάξεις που προβλέπουν εξάλειψη του αξιοποίνου του δράστη ειδικά σε περιπτώσεις ενεργητικής δωροδοκίας, όταν ο υπαίτιος πριν ακόμα αναγνωρισθεί ως ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από αυτήν αναγγείλει στις αρμόδιες αρχές την παροχή του αθέμιτου ωφελήματος.[7] Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις προβλέπεται και η επιστροφή του δώρου στον δράστη.[8]

Στην Ελλάδα ειδικότερα, ο Ποινικός Κώδικας ήδη στην αρχική του μορφή προέβλεπε στο άρθρο 236, ότι η πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας έμενε ατιμώρητη αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε για την πράξη του, την ανήγγειλε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά, οπότε συντασσόταν σχετική έκθεση. Στην      περίπτωση αυτή μάλιστα το δώρο ή το αντάλλαγμα που τυχόν είχε κατασχεθεί ή παραδοθεί στον ανακριτικό υπάλληλο αποδιδόταν πίσω σ’ αυτόν που το είχε δώσει και δεν δημευόταν κατ’ άρθρο 238 ΠΚ. Η διάταξη αυτή περί έμπρακτης μετάνοιας καταργήθηκε πρόσκαιρα, με τον ν. 3849/2010, μόνο για να επανέλθει ως παρ. 1 του άρθρου 263Β ΠΚ με τον ν. 4254/2014. Η μόνη διαφορά είναι ότι πλέον δεν προβλέπεται και η επιστροφή του δώρου στον καταγγέλλοντα.

Σε πρακτικό επίπεδο η διάταξη αυτή είναι μέχρι σήμερα η μόνη που φαίνεται να έχει πράγματι εφαρμοσθεί στην πράξη[9]  – τα υπόλοιπα μέτρα επιείκειας του άρθρου 263Β δεν έχουν τύχει ακόμα πρακτικής εφαρμογής. Θα πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι τα εν λόγω μέτρα δεν αφορούν σε εκείνον που γίνεται αποδέκτης της εκβιαστικής απαίτησης ενός υπαλλήλου να δώσει κάποιο αθέμιτο ωφέλημα, και αυτός αντί να υποκύψει ειδοποιεί τις αρμόδιες διωκτικές αρχές ή προσφέρει προσημειωμένα χαρτονομίσματα για να παγιδεύσει τον υπάλληλο. Στις περιπτώσεις αυτές, που είναι αρκετά συχνές στην πράξη, δεν πληρούται καν η ειδική υπόσταση του εγκλήματος και ο αποδέκτης της απαίτησης δεν είναι αξιόποινος για το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας.[10]

Γ. Προβληματισμοί γύρω από τα μέτρα επιείκειας

Καθόσον αφορά στην σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα των μέτρων επιείκειας υπέρ των συνεργαζόμενων προσώπων – και μπαίνω τώρα στο τελευταίο μέρος της σύντομης εισήγησής μου – σε μια εκτεταμένη εμπειρική έρευνα που διενεργήθηκε πρόσφατα στην Ρουμανία, διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων: α) ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούν ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για την αποκάλυψη και διερεύνηση εγκλημάτων διαφθοράς, β) ότι αν δεν υπήρχαν, ο αριθμός των υποθέσεων στις οποίες θα είχε επιτευχθεί η καταδίκη του εμπλεκόμενου υπαλλήλου θα ήταν μικρότερος κατά τα δύο τρίτα, και γ) ότι ειδικά οι πράξεις διαφθοράς που τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικών οργανώσεων θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να αποκαλυφθούν.[11]

Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ύπαρξη τέτοιων μέτρων έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια και το αντικείμενο έντονης κριτικής, ιδιαίτερα στο επίπεδο των διεθνών οργανισμών. Θα περιοριστώ να θίξω μόνο τρία ζητήματα, που δίνουν αφορμή για περαιτέρω προβληματισμό:

α) Το πρώτο έχει να κάνει με το κατά πόσο η επιεικέστερη μεταχείριση και ιδίως η αποχή από την ποινική δίωξη εναντίον ενός προσώπου που αποκαλύπτει οικειοθελώς την τέλεση μιας πράξης δωροδοκίας θα πρέπει να είναι αυτόματη ή να εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών. Το ζήτημα αυτό έχει προκαλέσει διχογνωμία στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ελέγχου Εφαρμογής της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς και ειδικότερα του προαναφερθέντος άρθρου 37. Ενώ σε ορισμένες αξιολογήσεις κρατών μερών η αυτόματη εφαρμογή τέτοιων μέτρων επικρίνεται ως ευάλωτη σε καταχρήσεις και μη συνάδουσα με τον σκοπό της ριζικής καταπολέμησης της διαφθοράς, ειδικά όταν πρόκειται για σοβαρές υποθέσεις και πρόσωπα με πολιτική ή οικονομική επιρροή,[12] άλλοι θεωρούν την χορήγηση διακριτικής ευχέρειας στις εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές ως ανασταλτικό παράγοντα για την εξασφάλιση της συνεργασίας των υπό συζήτηση προσώπων.[13] Ωστόσο, κάποιο περιθώριο διαφοροποίησης των αρχών που εφαρμόζουν τα σχετικά μέτρα, με κριτήριο το επίπεδο της συνεργασίας και την ειλικρίνεια και αξία των παρεχόμενων από το συνεργαζόμενο πρόσωπο στοιχείων είναι, νομίζω, αναπόφευκτο. Έτσι, η εφαρμογή του άρθρου 263Β παρ. 1 ΠΚ στην Ελλάδα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι απαιτεί κατ’ ελάχιστον μια εκτίμηση ως προς την πληρότητα και τον οικειοθελή χαρακτήρα της αναγγελίας που γίνεται ενώπιον της αρμόδιας αρχής. Κατά την αναφορά αυτή, είναι δυνατή μια πιο ευέλικτη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, που επιτρέπει στον αρμόδιο εισαγγελέα να «ζυγίζει» τα δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης και τον βαθμό συνδρομής των προϋποθέσεών τους. Περαιτέρω, είναι σημαντικό να καταβάλλεται προσπάθεια, ώστε να αποκλείονται αμφιβολίες και επιφυλάξεις ως προς τον τρόπο άσκησης της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας, με την λήψη κάθε δυνατής προφύλαξης για την αποτροπή ενδεχόμενων καταχρήσεων. Για παράδειγμα, οι διωκτικές αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν άμεσα την επαλήθευση των παρασχεθεισών πληροφοριών, πριν ληφθεί η απόφαση για την αποχή από την ποινική δίωξη του πληροφοριοδότη. Αν η απόφαση λαμβάνεται ήδη από τις εισαγγελικές αρχές, ενδείκνυται η πρόβλεψη κάποιας μορφής δικαστικού ελέγχου, προκειμένου να επικυρώνονται οι όροι της υπαγωγής του συνεργαζόμενου προσώπου σε καθεστώς προνομιακής μεταχείρισης και να καθίσταται η σχετική απόφαση δεσμευτική για όλα τα μέρη.[14] Οι εθνικές διατάξεις θα μπορούσαν επιπλέον να προβλέπουν την δυνατότητα ανάκλησης του προνομίου, σε περίπτωση που ο συνεργαζόμενος δράστης επιχειρήσει να παραπλανήσει τις διωκτικές αρχές. Τέλος, χρήσιμη μπορεί να είναι η έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών, οι οποίες θα θέτουν με λεπτομέρειες τους κανόνες για την άσκηση της διαθέσιμης διακριτικής ευχέρειας και θα υποβοηθούν τις αρμόδιες αρχές στην λήψη της απόφασης ως προς το κατά πόσο η παροχή ασυλίας εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.[15]

β) Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με την χορήγηση ασυλίας στους δράστες της ενεργητικής δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων υπαλλήλων. Ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί, ιδίως ο ΟΟΣΑ, αντιδρούν στην δυνατότητα αυτή – ιδίως όταν συνδυάζεται με την περιορισμένη διακριτική ευχέρεια των διωκτικών αρχών ως προς την εφαρμογή της –, θεωρώντας ότι μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ατιμωρησία, έχουν επικρίνει δε τις χώρες που την προβλέπουν, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας.[16] Το βασικό επιχείρημα κατά αντίστοιχων διατάξεων είναι ότι ο σκοπός της ποινικοποίησης της διεθνούς διαφθοράς δεν είναι η εξ αποστάσεως δίωξη των διεφθαρμένων υπαλλήλων ξένων κρατών, αλλά η δίωξη των υπαιτίων της ενεργητικής δωροδοκίας. Η συνεργασία των τελευταίων με αντάλλαγμα την ατιμωρησία έχει, λένε, νόημα καθόσον αφορά στην εγχώρια διαφθορά, αφού κράτη όπως η Ελλάδα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα διερευνήσουν περαιτέρω την υπόθεση και θα διώξουν τους υπαλλήλους που αποδέχθηκαν το αθέμιτο αντάλλαγμα. Δεν έχει, όμως, νόημα καθόσον αφορά στην δωροδοκία αλλοδαπών υπαλλήλων, αφού καμιά εγγύηση δεν υπάρχει ότι το εμπλεκόμενο κράτος θα προχωρήσει στη δική τους δίωξη και τιμωρία. Από την άλλη πλευρά, η άποψη αυτή παραγνωρίζει τελείως τις υποχρεώσεις που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δημιουργεί η σημαντική διάταξη του άρθρου 37 παρ. 1 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς στα κράτη που την έχουν κυρώσει – πρόκειται ήδη για 177 κράτη μέλη του ΟΗΕ. Επιπλέον, υπάρχουν αναμφίβολα σοβαροί λόγοι ουσίας για την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων στο πεδίο της διεθνούς διαφθοράς, όπως το άνοιγμα του δρόμου για την δίωξη διεφθαρμένων αξιωματούχων δημόσιων διεθνών οργανισμών και η διευκόλυνση της ανάκτησης του προϊόντος των σχετικών εγκλημάτων, της επιβολής κυρώσεων σε εμπλεκόμενα νομικά πρόσωπα, της ακύρωσης συμβάσεων που συνήφθησαν χάρη στη διαφθορά και της αποζημίωσης όσων υπέστησαν ζημία από αυτήν.

γ) Το τρίτο ζήτημα αφορά γενικότερα στην εφαρμογή μέτρων επιείκειας σε υποθέσεις διασυνοριακής διαφθοράς.[17] Τι γίνεται για παράδειγμα όταν ο αλλοδαπός δράστης της δωροδοκίας ενός εγχώριου υπαλλήλου απολαμβάνει ασυλία στην χώρα προέλευσης του υπαλλήλου για το αδίκημα της δωροδοκίας ημεδαπών υπαλλήλων, αλλά αντιμετωπίζει στην δική του χώρα την απειλή ποινικής δίωξης για δωροδοκία αλλοδαπών υπαλλήλων με αφορμή την ίδια πράξη; Σε ποιο βαθμό είναι επιτρεπτή η χορήγηση δικαστικής συνδρομής στις υποθέσεις αυτές; Η χορήγηση ασυλίας μπορεί να λειτουργήσει ως λόγος άρνησης της συνδρομής λόγω της εκκρεμούς εγχώριας ποινικής διαδικασίας, λόγω μη πλήρωσης της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου ή λόγω ύπαρξης απαλλακτικής διάταξης με ισχύ δεδικασμένου; Προς αυτήν την κατεύθυνση μοιάζει να υποδεικνύει ότι είναι σκόπιμο να κινηθεί κανείς το άρθρο 37 παρ. 5 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς, το οποίο ενθαρρύνει τα κράτη μέρη να συνάψουν συμφωνίες ή συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες τα πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφός τους και συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές ενός άλλου κράτους μέρους θα μπορούν να απολαμβάνουν την ευνοϊκή μεταχείριση που προβλέπεται στις υπόλοιπες παραγράφους του ίδιου άρθρου.  Ωστόσο, παρά την σημασία αυτής της διάταξης και τις λύσεις που θα μπορούσε να δώσει στις ολοένα αυξανόμενες περιπτώσεις παράλληλων ποινικών διαδικασιών σε περισσότερα κράτη με την ίδια πραγματική βάση, η μεγάλη πλειονότητα των κρατών μερών της Σύμβασης δεν έχουν προβεί σε αντίστοιχους διακανονισμούς.[18]

Επίλογος

Όλα αυτά είναι ζητήματα που δεν μπορούν ασφαλώς να συζητηθούν εξαντλητικά στο πλαίσιο του παρόντος σύντομου μελετήματος. Δίνουν όμως μια ιδέα του πόσο περίπλοκη είναι η νομοθεσία κατά της διαφθοράς και πόσο δύσκολη μπορεί να είναι η εφαρμογή της. Πολλές από τις σχετικές διατάξεις είναι νεοπαγείς και δεν έχουν ακόμα δοκιμασθεί στην πράξη, ώστε να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης ή ένα σημείο αναφοράς. Είναι έτσι βέβαιο, ότι θα συνεχίσουμε για πολύ ακόμα να συζητούμε τα εν λόγω ζητήματα, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής, αλλά και σε επίπεδο ποινικής δογματικής.

  1. Εισήγηση στο 1ο Παγκύπριο Συνέδριο Ποινικού Δικαίου & Εγκληματολογίας με θέμα «Το έγκλημα, οι σύγχρονες προκλήσεις και η ποινική καταστολή» που συνδιοργάνωσαν το Τμήμα Νομικής και το Ινστιτούτο Ποινικών Σπουδών και Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λευκωσία 6-7 Μαρτίου 2015.

( Λέκτορας Νομικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος.

  1. Έτσι ήδη Ι. Ανδρουλάκη, Η διαφθορά στον οικονομικό τομέα με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάθεση έργων και προμηθειών, σε Κουράκη (επιμ.), Τα οικονομικά εγκλήματα ΙΙ, 2007, σ. 332 (333 υποσ. 1), με περαιτέρω παραπομπές.
  2. Οι δύο αυτές ρυθμίσεις για την ενίσχυση της προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος εισήχθησαν με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΕ υποπαρ. ΙΕ.15 και ΙΕ. 17 περ. 2 του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α΄ 85). Βλ. σχετικά με την προστασία αυτού του τύπου και Δαλακούρα, Η αποχή από την ποινική δίωξη ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της ποινικής διαδικασίας, ΠοινΧρ ΞΔ΄ (2014), σ. 321 (322), με περαιτέρω παραπομπές.
  3. Στην Ευρώπη τέτοιοι νόμοι υπάρχουν λ.χ. στην Βουλγαρία, την Γερμανία, την Ελβετία, την Εσθονία, την Ολλανδία, την Ρωσία, την Σερβία και το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία, Ουαλία και Βόρειο Ιρλανδία). Για την θεωρητική συζήτηση επί της σκοπιμότητας εισαγωγής αντίστοιχων διατάξεων στην Ελλάδα βλ. Μυλωνόπουλου, Ο θεσμός της (ποινικής) διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Σκέψεις για τη θεωρητική θεμελίωση και την πρακτική λειτουργία του, ΠοινΧρ ΞΓ΄ (2013), σ. 81 επ. και Ν. Ανδρουλάκη, Το plea bargaining κατά το νέο Σχέδιο Κ.Π.Δ., ΠοινΧρ ΞΔ΄ (2014), σ. 401 επ.
  4. ΦΕΚ Α΄ 80. Η ενλόγω διάταξη αντικαταστάθηκε με την υποπαρ. ΙΕ.12. του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014. Βλ. σχετικά Μπιτζιλέκη, Η σύγχρονη διαμόρφωση των εγκλημάτων δωροδοκίας κατά τον Ποινικό Κώδικα, ΠοινΧρ ΞΓ΄ (2013), σ. 321 (327) και ιδίως Χατζηκώστα, σε: Καϊάφα-Γκμπάντι (Επιμ.), Οικονομικό έγκλημα & διαφθορά στον δημόσιο τομέα 1, σ. 639 επ.
  5. Έτσι λ.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο (Σκωτία).
  6. Στην Ευρώπη τέτοιες διατάξεις υπάρχουν λ.χ. στο Αζερμπαϊτζάν, την Βουλγαρία, την Γεωργία, το Ηνωμένο Βασίλειο (Σκωτία), την Ισπανία, την Λιθουανία, το Μαυροβούνιο, την Ουκρανία, την Πορτογαλία, την Ρουμανία και την Ρωσία.
  7. Έτσι λ.χ. στην Ρουμανία.
  8. Βλ. λ.χ. ΠλημμΘεσσαλ 2273/1993, Αρμ 1994, σ. 79.
  9. Μπιτζιλέκης, ό.π.
  10. UNODC/Mechanism for the Review of Implementation of the United Nations Convention against Corruption, Review Cycle 2010-2015, Country Review Report: Romania (αδημ.).
  11. UNODC/Mechanism for the Review of Implementation of the United Nations Convention against Corruption, Review Cycle 2010-2015, Country Review Reports: Indonesia (υπό άρθρο 37) (αδημ.), El Salvador (υπό άρθρο 23), Ρουμανία (υπό άρθρο 15) (αδημ.), United Arab Emirates (υπό άρθρο 37) (αδημ.). Βλ. και UNODC/Conference of the States Parties to the United Nations Convention against Corruption, Romania Executive Summary, submitted to the Implementation Review Group at its Resumed fourth session, Panama City, 26-27 November 2013, CAC/COSP/IRG/I/3/1/Add.4, 23 October 2013.
  12. Έτσι λ.χ. UNODC/Mechanism for the Review of Implementation of the United Nations Convention against Corruption, Review Cycle 2010-2015, Country Review Report: Bangladesh (αδημ.).
  13. UNODC, Legislative guide for the implementation of the United Nations Convention against Corruption, 2nd Revised Edition, 2012, § 475(b).
  14. Έτσι λ.χ. στην Australia (Prosecution Policy of the Commonwealth). Βλ. και UNODC/UNICRI, Technical guide to the United Nations Convention against Corruption, 2009, σ. 121.
  15. Βλ. OECD, Phase 3bis Report on Implementing the OECD Anti-Bribery Convention in Greece, March 2015, σ. 17-18.
  16. Βλ. και Μυλωνόπουλου, Προβλήματα διεθνούς ποινικού δικαίου στη νομοθεσία περί διαφθοράς, ΠοινΧρ ΞΕ΄ (2015), σ. 241 (246-7).
  17. Εξαίρεση αποτελούν λ.χ. στην Ευρώπη τα κράτη της Βαλτικής και το Ηνωμένο Βασίλειο.