Νόμιμη άμυνα και Εμπορία ανθρώπων –
Δογματικές ιδιοτυπίες και
Αιτήματα αντεγκληματικής πολιτικής
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ*
Ι. Εισαγωγή και ακολουθητέα μέθοδος
Η εμπορία ανθρώπων αποτελεί ένα πλανητικό φαινόμενο. Απαντά σε όλες τις κοινωνίες του Δυτικού Ημισφαιρίου, όπως αυτές διαμορφώνονται υπό την οικονομικο-πολιτική συνθήκη της σύγχρονης «μεταδημοκρατίας»[1]. Σαν τέτοια μπορούμε να ορίσουμε την υποχώρηση της κλασικής αντίληψης περί δημοκρατίας στο όνομα της πρωταρχίας των οικονομικών επιταγών ενός ασύδοτου καπιταλισμού, εχθρικού σε κάθε έννοια κοινωνικής προστασίας. Εδώ θα μας απασχολήσει ιδίως η εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση (ό,τι έχει επικρατήσει να νοείται υπό τον όρο ‘trafficking’), μιας και στο πεδίο αυτό, χωρίς να υποτιμώνται οι απαξίες άλλων μορφών εμπορίας, συγκεντρώνεται υποδειγματικά η προβληματική της άμυνας, ενόψει της διακύβευσης θεμελιωδών προσωπικών εννόμων αγαθών και μάλιστα όχι μόνο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας, αλλά και άμεσα της ίδιας της ζωής.
Στηριζόμενη μεθοδικά σε τέσσερις παραδοχές ως προς το ευρύτερο πολιτικό και δικαιικό πλαίσιο του θέματος, η κατανόηση και νομική πραγμάτευση της ειδικότερης περί άμυνας προβληματικής θα είναι ευχερέστερη. Είναι άλλωστε αυτή η μεθοδική σκοπιά που ο τιμώμενος μας έχει διδάξει: η ανάγκη φωτισμού μιας (άλλως κρυπτικά βυζαντινολογούσας) ποινικής δογματικής από την εγκληματολογική γνώση[2]. Και είναι αυτή η μεθοδική σκοπιά που εγγυάται την κριτική αιχμή της νομικής σκέψης, στο βαθμό που ενθαρρύνει ή εν πάση περιπτώσει επιτρέπει και την υπέρβαση -με την αξιοποίηση και της κριτικής πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας- των σεβάσμιων αλλά ανώδυνων «επιδείξεων πίστεως» στα «φιλελεύθερα ιδεώδη».
ΙΙ. Μια θέση για τη γενεαλογία του φαινομένου
Η εμπορία ανθρώπων ανθεί σε περιόδους βαθιάς και συνεχούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης των χωρών και των περιφερειών, από τις οποίες συλλέγονται τα θύματα. Ταυτόχρονα αποτελεί το οικονομικό όφελος των διασυνοριακών δραστών αλλά και συσσωρεύει το κεφάλαιο απόλαυσης των καταναλωτών των «προηγμένων» χωρών. Όλα αυτά έχουν συγκεκριμένο όνομα: ο Τρίτος Κόσμος, συμπεριλαμβανομένου και αυτού στο εσωτερικό των μητροπόλεων, προμηθεύει τις μάζες της «γυμνής ζωής» (για να θυμηθούμε και τον Agamben[3]) στον μέσο χρήστη σεξουαλικών υπηρεσιών του Δυτικού Ημισφαιρίου. Ξέροντας πια ότι η «οικονομία» είναι πάντοτε πολιτική οικονομία, η εμπορία δεν είναι, αφηρημένα και ουδέτερα μιλώντας, προϊόν ατυχών συνθηκών ή οικονομικών εκτροχιασμών, αλλά ένα πρώτιστα πολιτικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα «πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου»[4].
Άρα, μια αντεγκληματική πολιτική κατά της εμπορίας πρέπει να συνοδεύει ριζοσπαστικές πολιτικές αλλαγές, αν θέλουμε πραγματικά αποτελέσματα κατά της εμπορίας. Σε τεχνικό επίπεδο, χρειάζεται πιο ενισχυμένη διακρατική συνεννόηση, εμβάθυνση του θεσμού της αναγνώρισης ποινικών αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση[5], αποτελεσματικότερη δικαστική συνδρομή και αστυνομική συνεργασία. Οι «κοινές ομάδες έρευνας» (‘Joint Investigative Teams’) μπορούν να είναι πολύ χρήσιμες εδώ[6].
ΙΙΙ. Η «ιδεολογική» καταδίκη της εμπορίας και τα όριά της
Η νομική αντιμετώπιση της σεξουαλικής δουλείας παρουσιάζει όλα τα συμπτώματα της νομικής ιδεολογίας[7]. Ό,τι προστατεύεται διακηρυκτικά-συμβολικά (και μάλιστα όσο εντονότερα προστατεύεται έτσι), τόσο περισσότερο ατιμάζεται στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό που αποκρύπτεται είναι ότι η εμπορία έχει καταστεί δυνάμει το καθημερινό στρατόπεδο συγκέντρωσης των «άλλων», όσων δηλαδή δεν ανήκουν στον ανθρωπότυπο του καταναλωτή αγαθών της «δυτικής δημοκρατίας», ότι η εμπορία είναι μια ανοικτά φασιστική-ρατσιστική συμπεριφορά, επιτελούμενη από φορείς ακραίας συλλογικής βίας κατά ευάλωτων πληθυσμών: αρχικά της Ανατολικής Ευρώπης (μετά την προσάρτησή της στην παγκοσμιοποιημένη δουλοκτητική οικονομία) και πλέον και των πληθυσμών της Ασίας και της Αφρικής[8], ότι η μαζική εξαπάτηση και μεταφορά, η επακολουθούσα καταλήστευση και ατίμωση και η μεταχείριση ως πρώτης ύλης των θυμάτων δεν διαφέρει ποιοτικά από τις μεταφορές στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Ο νομοθέτης λοιπόν πρέπει να καλεί εξ ορισμού σε ένα αγώνα προάσπισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε μαζική κλίμακα. Χωρίς αυτή την αξιακή φόρτιση, δεν πρόκειται οι τεχνικές πλευρές να έχουν επιτυχία. Τούτο σημαίνει ότι οι ποινές κατά διακινητών και σωματεμπόρων πρέπει να είναι άκρως ανταποδοτικές, χωρίς ελαστικότητα στην έκτιση και με σαφές γενικοπροληπτικό στίγμα, μάλιστα δε υπό την έννοια της αρνητικής γενικής πρόληψης, δηλαδή αυτής που εστιάζει στην αποθάρρυνση και στον παραδειγματισμό. Αν θα θέλαμε να ονοματίσουμε νομικά και χωρίς αμφισημίες την συνολική έως τώρα στάση των κρατών έναντι της εμπορίας («καταγγέλλω συμβολικά και ανέχομαι στην πράξη»), θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα κρατικό έγκλημα τελούμενο με παράλειψη! Η αδράνεια των κρατικών μηχανισμών πρέπει γι’ αυτό να καταπολεμηθεί επίσης, τούτο δε πρέπει να γίνει όχι μόνο με την αναβάθμιση της επιχειρησιακής κατάρτισης της αστυνομίας, αλλά και με την πάταξη της υπόγειας διασύνδεσης διεφθαρμένων εκπροσώπων των διωκτικών μηχανισμών με το οργανωμένο έγκλημα[9].
Αλλά η διαλεκτική της νομικής ιδεολογίας που εξηγεί την αβουλία για την πάταξη της εμπορίας εξηγεί και το πλεόνασμα προθυμίας για την αποχή του ποινικού συστήματος να εμπλακεί απαγορευτικά στην πορνεία. Δανειζόμενος κανείς μια σκέψη του Žižek θα μπορούσε να ισχυριστεί, ότι η τιμή που πρέπει να καταβάλει κανείς για την απόλαυση των δυτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι η υποταγή στην ηθική αισχρότητα που είναι κυρίαρχη στο πραγματικό-υλικό επίπεδο της ζωής στη Δύση[10]. Ό,τι έχει αποκληθεί «πορνοποίηση» των διαφυλικών σχέσεων (‘pornification’)[11] μεταφράζει πολιτιστικά το φετιχισμό της γενετήσιας ελευθεριότητας, που εκδηλωνόταν μέχρι την δεκαετία του ’90 κύρια μέσω της παραδοσιακής κατανάλωσης εμπορευματοποιημένων-πραγμοποιημένων γενετήσιων επαφών[12]. Η πορνεία προσέφερε μετά τις πολιτικές καταστροφές του 1990 το κοινωνικό και συμβολικό οξυγόνο για την καλλιέργεια της ανοχής στη διολίσθηση και προς την εμπορία. Όμως, το νομοθετικό εκκρεμές «πάει κι έρχεται» ανάμεσα στην αδιαφοροποίητη τιμώρηση όλων των συμμετόχων, πόρνης και πελάτη (το μοντέλο της «τάξης» [‘ordinance model’], που αντίκειται πλήρως στη δογματική της αναγκαίας συμμετοχής, με την οποία ορθά επιδιώκεται η προστασία των ευάλωτων μερών της εγκληματικής σύμπραξης[13]) και στη «ρύθμιση» του φαινομένου αλά «Ολλανδικά» (‘pro-prostitution regulationist model’), που στην πράξη νοιάζεται περισσότερο για την εύτακτη λειτουργία της αγοράς του σεξ, εθελοτυφλώντας για το trafficking[14]. Την ίδια στιγμή ο καταργητισμός δεν αντικρούεται επιχειρηματολογικά τόσο, όσο απωθείται μάλλον στο όνομα μιας χωρίς κανονιστικές αρχές επίκλησης κάποιου ‘common sense’[15].
Μια αντεγκληματική πολιτική που θέλει να είναι παραγωγική στον αγώνα κατά της εμπορίας δεν μπορεί λοιπόν παρά να επανασυνδέσει την παραδοσιακή πορνεία με την εμπορία, να απονομιμοποιήσει την πορνεία ως άσκηση επαγγέλματος και να καταστείλει αυστηρά το πορνικό φαινόμενο, όταν, χωρίς να έχει τα στοιχεία της εμπορίας, έχει πάντως οργανωμένη μορφή. Σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει ασφαλώς να εξαιρούνται των ποινικών κυρώσεων τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες.
Πριν δούμε βάσει αυτών την ενδεδειγμένη αντεγκληματική πολιτική, στα κενά της οποίας υπεισέρχεται η προβληματική για μια διαφορετική ματιά σχετικά με το δικαίωμα άμυνας, επείγει η δέουσα θεώρηση του ουσιαστικού αδίκου της εμπορίας.
- IV. Η απαξία της εμπορίας ως συστημικού αδίκου
Η εμπορία είναι μακροεγκληματικό φαινόμενο, έχει συστημικό χαρακτήρα, ανάλογο των «διοικητικών σφαγών» που απετέλεσαν τα πρότυπα θετικοποίησης του διεθνούς ποινικού δικαίου[16]. Αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το οποίο ως γνωστόν δεν απαιτεί την ύπαρξη πολέμου για τη στοιχειοθέτησή του. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη συγκειμένου εγκλημάτων πολέμου οδηγεί σχεδόν κατά λογική αναγκαιότητα στην άνθηση της εμπορίας, όπως έδειξαν τα παραδείγματα της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης και του Κοσσόβου, πράγμα που δείχνει ξανά τον χαρακτήρα της εμπορίας ως συστημικής μακροεγκληματικότητας. Μια πρόσφορη συνεπώς μορφή ποινικής ευθύνης των εμπόρων και των συνεργών τους, αλλά και των πελατών, δεν μπορεί παρά να είναι κατ’ αρχήν έστω (και υπό τους όρους που δογματικά απαιτούνται για το δόλο των τελευταίων), ο συλλογικός καταλογισμός (δηλαδή η διάχυση της ευθύνης του εγκληματικού δικτύου στα φυσικά του μέλη). Αυτή η μορφή ευθύνης έχει τύχει επεξεργασίας τόσο στο κοινοδίκαιο, όσο και στη νομολογία των δύο Ειδικών ad hoc Διεθνών Ποινικών Δικαστηρίων, δεν είναι δε άλλη από την «Κοινή Εγκληματική Επιχείρηση» (‘JCE’)[17].
Μια όψη της συστημικότητας του αδίκου της εμπορίας αποτελεί και το ότι η γενεσιουργός αιτία της εμπορίας είναι ο «πελάτης». Η ικανοποίηση των παράνομων αναγκών του είναι ο σκοπός των οργανωμένων εγκληματιών. Η σύμπραξή του στο trafficking είναι εν γνώσει του (είναι πια πολύ καλά γνωστό ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει από τους μώλωπες, την άγνοια της γλώσσας και τις πολύ χαμηλές τιμές που προσφέρει, το θύμα της εμπορίας και να προβεί στη σχετική διαφορική διάγνωση έναντι της παραδοσιακής εταιριζόμενης). Ο «πελάτης» αποτελεί συνεπώς τον κρισιμότερο μοχλό του εγκληματικού συστήματος, χωρίς να έχει το ελαφρυντικό της έξης, που διακρίνει π.χ. τους τοξικομανείς στην εμπορία ναρκωτικών. Εκτός από την ποινικοποίησή του ως χρήστη των γνωστών υπηρεσιών, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ακόμη και την τιμώρησή του ως δράστη βιασμού. Σε αυτό συνίσταται άλλωστε εν τοις πράγμασιν η συμπεριφορά του, αφού και η συναίνεση του θύματος ελλείπει και η ελλείπουσα φυσική βία αντικαθίσταται από τη συστημική βία της εγκληματικής οργάνωσης που ο «πελάτης» εκμεταλλεύεται δι’ ίδιον όφελος[18].
- V. Ποια αντεγκληματική πολιτική, λοιπόν;
Σε ό,τι αφορά την ίδια τη φιλοσοφία της αντεγκληματικής πολιτικής, είναι έτσι φανερό ότι χρειάζεται η υιοθέτηση ενός άλλου τύπου ποινικού δικαίου, ανάλογου με τις αξιώσεις που εγείρουν: (α) η άκρα επικινδυνότητα των δραστών και ο συλλογικός, αποπροσωποποιημένος χαρακτήρας της ευθύνης τους, (β) ο θεμελιώδης χαρακτήρας του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται, δηλαδή της ανθρώπινης ασφάλειας (‘human security’), υπό την έννοια της προστασίας του πυρήνα του ανθρώπου ως προσώπου, τουτέστιν της ελευθερίας του από το φόβο και τη στέρηση, (γ) το κανονιστικά ανεπίτρεπτο της εξοικείωσης με οργανωμένα συστήματα λειτουργίας του «ηθικού κακού», σε αντίθεση με τη δυνατότητα μιας ακόμη κανονιστικά υποφερτής διαχείρισης που εξ ορισμού παρέχεται για τα κοινά εγκλήματα του παραδοσιακού ποινικού δικαίου (π.χ. επιδιώκουμε να μειώσουμε τους φόνους, τους βιασμούς ή τις ληστείες, αλλά μπορούμε ακόμη να «συζούμε» ηθικά με ένα ανεξάλειπτο ποσοστό τους, πράγμα που δεν ισχύει στην εμπορία), τέλος, (δ) ο απόλυτα ανταποδοτικός σκοπός της επιβλητέας ποινής. Αυτό το μοντέλο ποινικού δικαίου, το μόνο πρόσφορο για την προάσπιση της τρωτότητας, του ευάλωτου του ανθρώπινου προσώπου (‘vulnerability’), υπάρχει επεξεργασμένο στις βασικές του γραμμές (μη παύοντας ασφαλώς να είναι πάντα βελτιώσιμο). Πρόκειται συγκεκριμένα για το «ποινικό δίκαιο του εχθρού», αδρομερώς όπως το εισηγείται ο Günther Jakobs και το οποίο στη θέση μιας νομικής μεταχείρισης του υπολόγου εγκαινιάζει μια πολεμική αναμέτρηση με ανυπόφορες εστίες κινδύνου. Ο έμπορος ανθρώπων είναι το προνομιακό παράδειγμα «εχθρού» με αυτή την έννοια. Η ανοχή υπονομεύει την ανάγκη γι’ αυτό, όπως την υπονομεύει και η εμμονή σε παλαιοφιλελεύθερες αρχές εγγυητισμού, που αγνοούν την αλλαγή ποινικού παραδείγματος, όπως αυτό αναδύεται ήδη -για να ονοματίσω κάποιες όψεις του- μέσα από την προστασία των ευάλωτων, της αξιοπρέπειας, της ιστορικής μνήμης και της καταπολέμησης του «αρνητισμού» (ιδίως σε σχέση με το Ολοκαύτωμα), της εν γένει θέσπισης εγκλημάτων μίσους ή της προάσπισης της ελευθερίας από τον φόβο ή την παρενόχληση. Η μεν κρατούσα υποκριτική ηθική συζεί επωφελούμενη με το φαινόμενο, μέσα από διαδικασίες άρνησης, ο δε κλασικός εγγυητισμός παραβλέπει με αστικο-φιλελεύθερη ιδεοληψία την ανάγκη παροχής μιας ριζοσπαστικά δημοκρατικής προστασίας δια μέσου του ποινικού δικαίου[19].
Μέσα από αυτή την ιδιότυπη «κατάσταση ‘limbo’» μιας αντεγκληματικής πολιτικής που διστάζει και αδρανεί, διαιωνίζεται η γενικευμένη και καταστροφική για τον νομικό πολιτισμό των δικαιωμάτων παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική ανομία, τελευταίο στάδιο της οποίας είναι το καθολικό οργανωμένο έγκλημα, όπως θα το έθετε και ο Ziegler[20]. Αποπνέουν μήπως αυτά «συντηρητισμό»; Ασφαλώς! Γιατί όπως πάλι θα το έθετε προκλητικά ο Žižek, ο συντηρητισμός είναι η επανάσταση της εποχής μας, απέναντι στην αισχρότητα μιας αντεστραμμένης καντιανής κατηγορικής προσταγής, που πια δεν απαγορεύει, αλλά κελεύει: «Απόλαυσε!»[21].
- VI. Η διεύρυνση του πεδίου της νόμιμης άμυνας ως πλευρική αντιρρόπηση του κενού προστασίας
Πώς αντιμετωπίζεται λοιπόν η προαναφερθείσα «κατάσταση ‘limbo’»; Εδώ εισέρχεται στη σκηνή η προβληματική της αυτοάμυνας. Μπορεί, ερωτάται, να άρει το άδικο ανθρωποκτονίας του εμπόρου ή συνεργού του μια θανατηφόρα ενέργεια του θύματος;
- Κατ’ αρχήν, παρά το κατά βάση ατομικιστικό του θεμέλιο, το δικαίωμα στην άμυνα ούτως ή άλλως αποσκοπεί στην πέραν του ατομικού συμφέροντος του αμυνόμενου διαφύλαξη και της ισχύος του δικαίου, σύμφωνα με την πιο περιεκτική κοινωνιστική, μη αυστηρά ατομοκρατική σύλληψή του[22]. Παράλληλα, η αμυντική συμπεριφορά σε περιστατικά εμπορίας συγκεντρώνει αβίαστα όλες τις πειστικές πλευρές των σχετικών θεωριών για την εν γένει δικαιολόγηση του δικαιώματος, όπως τουλάχιστον έχουν αναπτυχθεί στην κοινοδικαιική παράδοση. Έτσι, η άμυνα μπορεί ασφαλώς να ερμηνευτεί συνεπειοκρατικά-ωφελιμιστικά, κατά το ότι με την άσκησή της παράγεται λιγότερο κοινωνικό κόστος από αυτό που η επίθεση θα προκαλούσε (‘consequentialist theory’’), πολύ όμως περισσότερο μπορεί να ερμηνευτεί βάσει της απεμπολήσεως δικαιώματος του επιτιθέμενου (‘rights forfeiture theory’), χωρίς αυτό το επιχείρημα να πλήττεται από την απορία που γεννά το ερώτημα πώς «απεμπολούν δικαίωμα» οι ψυχοπαθείς ή τα παιδιά, αφού τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι τυπικές της εμπορίας, τέλος δε, μπορεί να ερμηνευτεί ιδίως και με την παραδοχή επιχειρημάτων αυτονομίας και συναφών δικαιωμάτων του προσώπου (‘autonomy arguments’)[23].
- Η εστίαση στον υποκειμενικό καταλογισμό, που τείνει συχνά να επιλέγεται, δεν είναι εσφαλμένη, μπορεί δε κανείς να ανατρέξει εκεί επικουρικά σε κάθε περίπτωση. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, ότι η εστίαση αυτή έχει κυρίως τύχει επίκλησης στο πεδίο της ενδοοικογενειακής βίας, τούτο δε μετά λόγου, διότι εκεί πάντως, όπως και στις περιπτώσεις μιας αιφνίδιας κοινής απαγωγής και ομηρίας εκτός του συστηματικού και επιχειρησιακά οργανωμένου πλαισίου της εμπορίας, το θύμα δεν έχει κατ’ αρχήν απολέσει την ανθρώπινη υπόστασή του, παραμένει ακόμη ενεργό νομικό υποκείμενο[24]. Αντίθετα, η εμπορία σημαίνει κάτι ποιοτικά διάφορο αυτών των καταστάσεων, σε αναλογία του plus αδίκου που ενσαρκώνει το οργανωμένο έγκλημα[25], ιδιαίτερα δε η εμπορία ως η ειδεχθέστερη και κορυφαία εκδήλωση της απαξίας του. Το θύμα βρίσκεται υπό την συνεχή απειλή άμεσης προσβολής της ζωής, του σώματος, της υγείας ή της αξιοπρέπειάς του. Είναι αιχμάλωτο χωρίς νομική υπόσταση (πράγμα επιτεινόμενο και έμπρακτα με την ίδια την ενδεχόμενη αντικανονικότητα εισόδου του ως μετανάστη ή άλλως με την εξαφάνιση των δηλωτικών της ταυτότητάς του εγγράφων), τελεί δε υπό καθεστώς συστηματικού βασανισμού, τουλάχιστον διαρκώς απειλούμενου. Οφείλουμε λοιπόν να εγκαταλείψουμε την φυσιοκρατική πλάνη της αναζήτησης σύμπτωσης της αμυντικής πράξης με «συγκεκριμένη» επίθεση, καθώς η διαβίωση του θύματος πρέπει να συλλαμβάνεται κανονιστικά ως διεπόμενη από την ολική άρση της υπαρκτικής του ασφάλειας. Η καθημερινότητά του είναι η μόνιμη απειλή διακεκριμένης επίθεσης κατά όλων των θεμελιωδών προσωπικών του εννόμων αγαθών, απειλή που δογματικά, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την παράδοση του κοινοδικαίου, ως ελάχιστο παρονομαστή της έχει τόσο τη συστηματική παρενόχληση όσο και την επιβουλή (‘assault’)[26].
Μια επάνοδος στον υποκειμενικό καταλογισμό (και στην άρνηση συνδρομής του) είναι εκεί ενδεδειγμένη, όπου, όπως συνήθως θα συμβαίνει υπό περιστάσεις εμπορίας, θα υπάρχει υπέρβαση της άμυνας που οφείλεται στον πανικό, στο φόβο ή την εν γένει ταραχή του δρώντος. Η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη πρέπει να πιθανολογείται περισσότερο όπου η υπέρβαση θα φέρεται από ασθενικά συναισθήματα, όπως ο φόβος ή η ταραχή, καθότι αυτά ενδεικνύουν εναργέστερα ένα minus αδίκου. Ειδικά όμως σε περιστατικά εμπορίας και κατά συνεκτίμηση της δικαιολογημένης συσσώρευσης πάθους από την πλευρά του θύματος, η διάκριση των ασθενικών προς «σθενικά» συναισθήματα, όπως είναι η αγανάκτηση, οργή ή άλλη θυμική κατάσταση, όπως το μίσος δεν προσφέρει απολύτως τίποτε, ιδιαίτερα δε τούτο συμβαίνει, όπου οι δύο κατηγορίες αναμειγνύονται και τα όποια όριά τους είναι πλέον τελείως δυσδιάκριτα και δυσαπόδεικτα. Ενισχυτικά υπέρ της απαλλακτικής κρίσης ενεργεί και το ότι η ύπαρξη ή η τέτοιων θυμικών καταστάσεων διαγιγνώσκεται υποκειμενικά, ενδιαφέρει δηλαδή πώς αισθάνθηκε ο συγκεκριμένος υπερβάς την άμυνα[27].
- Η διάρκεια της απειλής αλλά και ο διαρκής χαρακτήρας της εμπορίας ως του οργανωμένου εγκλήματος κατ’ εξοχήν, καθιστούν την επίθεση πάντοτε ενεστώσα. Στο πλαίσιο μιας ορθά συλλαμβανόμενης κανονιστικής προσέγγισης κατά τα ανωτέρω, θα πρόκειται, με την υιοθέτηση αυτής της σκοπιάς, για εξάντληση της διασταλτικής ερμηνείας του νόμου και όχι για απαγορευμένη αναλογία, ιδίως αν συνεκτιμήσουμε και τη μετακύλιση της ευθύνης στο πλαίσιο του εγκληματικού εξουσιαστικού μηχανισμού. Η μεταφορά δηλαδή ευθύνης από τον ιδιόχειρο δράστη στον όπισθεν αυτού έμμεσο αυτουργό δεν εμποδίζεται ούτε και από τον δόλο του πρώτου, οπότε η στόχευση της αμυντικής πράξης είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα επιλέξιμη, πράγμα που κατ’ αρχήν οφείλει να ισχύει και για τον πελάτη ως αντικείμενο αντιπροσβολής, όπου τουλάχιστον η συμμετοχή του ποινικοποιείται, διαφορετικά θα πρόκειται ενδεχομένως κατάσταση ανάγκης, που αφορά άλλη προβληματική. Διαφορετικά, απαιτώντας από το θύμα να αναζητά μόνο και πάντα τη διαφυγή, νομιμοποιεί κανείς τη «δολοφονία» του ως νομικού υποκειμένου δικαιωμάτων και σχετικοποιεί την προστασία του με περιττές απαιτήσεις «ευλόγου» ή ανάλογων κριτηρίων, όπως το «άλλως μη φευκτόν της βλάβης», όλως αναντίστοιχων, εν προκειμένω, προς τα πράγματα. Αναγκαιότητα της αμυντικής πράξης υπάρχει άλλωστε κατ’ αρχήν και όταν ο αμυνθείς θα μπορούσε να είχε τραπεί σε φυγή, επειδή κανείς δεν υποχρεώνεται να φεύγει ατιμωτικά και αναξιοπρεπώς προ του αδίκου (‘no duty to retreat’), εκτός αν τέτοια υποχώρηση δεν είναι in concreto ατιμωτική. Εάν θεωρήσουμε υπερβολικά βαρύνουσα τον αμυνόμενο την απαίτηση υποχρεωτικής υποχώρησης (‘absolute retreat rule’), τόσο η υποχρέωση υποχώρησης, εάν προσφέρεται προς τούτο δυνατότητα (‘strong retreat rule’), όσο και η απλή συνεκτίμηση της υποχώρησης για την κρίση περί αναγκαιότητας ή ευλόγου της αμυντικής πράξης (‘weak retreat rule’), συνυπολογίζουν, σε διαφορετικό έστω βαθμό, την κανονιστική προσδοκία του δρώντος να εμμένει στο δικαίωμά του αντιπροσβολής[28].
- Η πλήρως απροστάτευτη θέση του θύματος σε συνδυασμό με την ανωτέρω αναφερθείσα συστηματική κρατική ανοχή της εμπορίας, καθιστά κάθε αμυντική πράξη κατ’ αρχήν δικαιολογημένη χωρίς όρους αναλογικότητας (που έτσι κι αλλιώς δεν απαιτείται στην αυτοάμυνα), αλλά και χωρίς «κοινωνικοηθικούς περιορισμούς». Πράγματι, επίθεση ακαταλογίστου δεν είναι τυπική στην εμπορία, προγενέστερη «πρόκληση» εν ευρεία εννοία από το μετέπειτα θύμα της επίθεσης δεν μπορεί να νοηθεί, εάν συνυπολογίζεται πάντοτε, όπως επιβάλλεται, η βασανιστική και απειλητική ομηρία του θύματος, τυχόν ασήμαντα βλαπτικές επιθέσεις δεν αφορούν την ουσία του θέματος, ενώ, τέλος, επί διαθεσιμότητας της (πρόθυμης να επέμβει) δημόσιας αρχής η ενεργοποίηση της άμυνας θα παρέλκει[29].
- Ένας αντίλογος στα ανωτέρω υποστηριζόμενα θα μπορούσε να είναι η συνεπακόλουθη μιας διευρυμένης κατάφασης του αμυντικού δικαιώματος υποστολή των κανονιστικών προσδοκιών ασφάλειας υπέρτατων εννόμων αγαθών, όπως η ζωή. Ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί εδώ έλλειμμα κανονιστικά αποδεκτής γενικευσιμότητας της σημασίας της πράξης του θύματος, χωρίς να αναγκαστούμε να δεχτούμε μια καθολική απαγόρευση θανάτωσης στην άμυνα. Η πρόνοια όμως του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ απαγορεύει τη σκόπιμη θανάτωση του επιβουλευόμενου μη προσωπικά έννομα αγαθά του αμυνόμενου, μάλιστα δε μπορεί αυτή να επιτρέπεται αν η επιβουλή κατά του προσώπου αορίστου αριθμού ατόμων απορρέει και από επιβουλή κατά πραγμάτων. Η απαγόρευση θανατώσεων κατ’ ενάσκηση κρατικού καταναγκασμού (για αντιμετώπιση π.χ. απόπειρας απόδρασης ή αποφυγής σύλληψης) ή από το κράτος ακόμη και έναντι θανατηφόρων πράξεων ιδιωτών είναι νοητές χωρίς αντίφαση με τα προηγούμενα, στο βαθμό που σε αυτές συνεκτιμά κανείς την υπέρτερη ισχύ του κράτους και το πλεονέκτημά του από το μονοπώλιο άσκησης φυσικής βίας[30].
Ώστε, η καταφυγή στον καταλογισμό δια μέσου μιας ad hoc μόνον επίδειξης επιείκειας στο πλαίσιο του «ακουστικού χωρισμού» της ποινικής δίκης (‘acoustic separation’), δεν είναι κατ’ ανάγκην άμεσα επιβεβλημένη. Κατά τη συναφή διδασκαλία, οι ποινικοί κανόνες ρύθμισης της συμπεριφοράς του κοινού (‘conduct rules’) πρέπει να διακρίνονται από αυτούς που το ποινικό σύστημα απευθύνει στον εφαρμοστή του νόμου για τη επίλυση μιας επίδικης περίπτωσης (‘decision rules’), ώστε κατ’ ανάγκη η προς τα έξω μετάδοση του μηνύματος του ποινικού δικαίου να καθίσταται επιλεκτική (‘selective transmission’), ώστε να μη κλονίζεται η θεμελιώδης νομιμοφροσύνη των κοινωνών του δικαίου με την απαλλαγή όποιου δεν μπορούσε «ανθρώπινα» να αποφύγει το έγκλημα[31]. Η δι’ όλων των μέσων αποτροπή της περιαγωγής του ανθρώπινου προσώπου σε res, εκμεταλλεύσιμη μέχρι θανάτου ως προς τη γενετήσια σφαίρα του, αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαιικό καθήκον, η δικανική διατράνωση του οποίου δεν αδυνατίζει, αλλά τουναντίον ενισχύει το κύρος του νόμου. Επί πλέον, η θετικιστική εμμονή στην συσταλτική ερμηνεία της αυτοάμυνας απλώς αναπαράγει την έμφυλη δομή αυτής της μορφής δικαιολόγησης, κατά την οποία, πρότυπο αμυνομένου είναι ο φορέας ανδρικής μυϊκής δύναμης, που για λόγους «τιμής» αντιπροσβάλλει ένα αντίστοιχο επιτιθέμενο[32].
- Τέλος, η εκκίνηση από την αμυντική πράξη του ίδιου του θύματος δεν είναι δόκιμη σε ιστορικά εμπορίας, καθώς θα είναι ασφαλώς η σπανιότερα συμβαίνουσα περίπτωση, ακριβώς λόγω της καταθλιπτικής υποδούλωσής του. Αναλογιζόμενοι λοιπόν ακριβώς την απέλπιδα καταστατική θέση του θύματος, όλη η προβληματική της άσκησης άμυνας τρέπεται σε αυτήν της βοήθειας σε άμυνα. Αυτό το δικαίωμα μπορεί συνεπώς να επικαλεστεί κάθε τρίτος, αστυνομικός ή πολίτης, ενεργώντας για την απελευθέρωση των θυμάτων. Και επειδή η προσφυγή στη βία μπορεί να θάλψει μαζικά φαινόμενα «επαγρύπνησης» ή αυτοδικίας, το «μπαλάκι» (κατά την γνωστή έκφραση του συρμού) βρίσκεται και πάλι στο γήπεδο των κατασταλτικών θεσμών. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, αυτοί είναι σε θέση να δράσουν «πολεμικά» κατά των δραστών, είτε με βάση το ισχύον δίκαιο, είτε με αναγκαίες αλλαγές του.
- V. Αντί επιλόγου: Ένα (απ)αισιόδοξο συμπέρασμα
Η θανατηφόρα άμυνα παρίσταται λοιπόν ως de lege lata υπαρκτή δυνατότητα για τα θύματα της εμπορίας υπό τον όρο μιας δικαιοπολιτικά αναστοχαστικής και δικαιικά ευρέως διασταλτικής ερμηνείας του νόμου. Ο νόμος έρχεται έτσι αρωγός σε κατ’ εξοχήν ευπαθή θύματα, στο πλαίσιο μιας αντεγκληματικής πολιτικής που αυτοκατανοείται ως θεσπίζουσα ένα σύστημα ριζικής δημοκρατικής προστασίας δικαιωμάτων. Τίποτε ωστόσο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη μιας εκ θεμελίων και ευρύτατης επανασύστασης της ίδιας της πολιτικής σύνταξης σε ένα ανάλογο πλαίσιο. Η εδώ προτεινόμενη προσέγγιση της άμυνας των θυμάτων της εμπορίας, δεν μπορεί να αναιρέσει, μόνη αυτή, τον θεμελιωδώς ατομοκεντρικό προσανατολισμό της στάσης του παραδοσιακού ποινικού φιλελευθερισμού.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου, Τμήμα Νομικής, Πανεπιστήμιο Κύπρου.
- Βλ. σχετικά με τη «μεταδημοκρατική συνθήκη» κατά τον Crouch, Μπελαντή, Δημήτρη, Μέρες Βαϊμάρης. Ορισμένες αναλογίες της παρούσας κρίσης κυριαρχίας με το γερμανικό μεσοπόλεμο, σε: Χ. Παπαχαραλάμπους / Χρ. Παπαστυλιανός (επιμ.), Κυριαρχία, ετερότητα, δικαιώματα, Ευρασία, Αθήνα 2013, σ. 384.
- Βλ. π.χ. Κουράκη, Νέστορα, Έννοια και κριτήρια του εγκλήματος από εγκληματολογική άποψη, σε: Ν. Κουράκη (με τη συνεργασία της Α. Τρωιάνου-Λουλά), Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, Β’: Ειδικά εγκληματολογικά θέματα, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 9 κ.επ., τον ίδιο, Περί βίας, ό.π.π., σ. 21 κ.επ., τον ίδιο, Προλεγόμενα, σε: Ν. Κουράκη (επιμ.), Έμφυλη εγκληματικότητα. Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου, Αντ. ΣάκκουλαςΑθήνα-Κομοτηνή 2009, σ. 17 κ.επ.
- Βλ. Agamben, Giorgio, Homo sacer. Die souveräne Macht und das nackte Leben, Suhrkamp, Frankfurt am Main 2002, passim, ιδίως σ. 81 κ.επ.
- Για την πρωταρχική συσσώρευση ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, άρα ως δομικό του στοιχείο και όχι απλώς ως άπαξ συμβάν χρονικό σημείο της ιστορικής καταγωγής του καπιταλισμού, βλ. Federici, Silvia, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση (μετάφραση Ί. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασώτης), Εκδόσεις των Ξένων, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 28-38.
- Βλ. γι’ αυτήν Μουζάκη, Διονύσιο, Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2009, σ. 124 κ.επ.
- Βλ. σχετικά Παπαθανασόπουλο, Ευστράτιο, Κοινές Ομάδες Eρευνας (Κ.Ο.Ε.) και ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική, σε: Τομέας Εγκληματολογίας Τμήματος Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Η σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπισή της και η Επιστήμη της Εγκληματολογίας, Τιμητικός Τόμος για τον Ιάκωβο Φαρσεδάκη, Τόμος ΙΙ, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σ. 1443 κ.επ. (και δη 1449 κ.επ.).
- Για τη μαρξιστική θεώρηση του δικαίου ως ιδεολογίας και την αποδόμηση του δικαίου από τις Κριτικές Νομικές Σπουδές, βλ. ενδεικτικά Penner, J. E. & Melissaris, E., McCoubrey & White’s Textbook on Jurisprudence, 5th Edition, Oxford UP 2012, σ. 205-23.
- Ανάλογες οι περιγραφές του Λάζου, Γρηγόρη, Εξαναγκαστική πορνεία και διεθνική σωματεμπορία: Συνέπειες στην κοινωνία, Τιμητικός Τόμος για την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου («Δικαιώματα του Ανθρώπου, Έγκλημα, Αντεγκληματική Πολιτική»), Α΄, Αθήνα/ Βρυξέλλες (Νομική Βιβλιοθήκη/Bruylant) 2003, σ. 771-5.
- Βλ. αναλυτικά για όλα τα ανωτέρω, Papacharalambous, Charis, From the Client through the Group to Society: Defending Rights Seriously Against Prostitution and Human Trafficking, in: Dekeseredy, Walter and Leonard, Liam (eds.), Crimsoc Report 4: Gender, Victimology & Restorative Justice, CRIMSOC, Large Print 2015, σ. 35-6, 44-9, 56-7. Για την ποιοτικά όλο και αναβαθμιζόμενη διεθνή υποχρέωση των κρατών να συμβάλουν θετικότερα και ενεργητικότερα στην πάταξη της εμπορίας, νοούμενης πλέον ως προς την απαξία της απολύτως ανθρωποκεντρικά και συλλαμβανόμενης ως αμφισβήτησης της ίδιας της νομικής προσωπικότητας του ατόμου, βλ. Κυριαζή, Τένια, Εμπορία Ανθρώπων, σύγχρονη μορφή δουλείας; Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ, Δικαιώματα του Ανθρώπου 63 (2015), σ. 28-32, 46-53.
- Žižek, Slavoj, Βία. Έξι λοξοί στοχασμοί (μετάφραση Ν. Καλαϊτζής), Scripta, Αθήνα 2010, σ. 183-202.
- Zaitch, Damián, Staring, Richard, The Flesh is Weak, the Spirit Even Weaker. Clients and Trafficked Women in the Netherlands, in: Di Nicola, Andrea; Cauduro, Andrea; Lombardi, Marco; Ruspini, Paolo (eds.), Prostitution and Human Trafficking. Focus on Clients, Springer 2009, σ. 67 κ. επ. (117-8).
- Βλ. και τις εύστοχες σχετικές επισημάνσεις της Sykiotou, Athanasia, Trafficking in Human Beings: Internet recruitment, Directorate General of Human Rights and Legal Affairs, Council of Europe, Strasbourg Cedex 2007, σ. 137.
- Για την αναγκαία συμμετοχή και τη συναφή προστασία των ευάλωτων συμπραττόντων, βλ. π.χ. Μυλωνόπουλο, Χρίστο, Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος ΙΙ, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, σ. 303-8, Card, Richard, Card, Cross & Jones Criminal Law, 18th Edition, Oxford UP 2008, σ. 563, 780-1.
- Βλ. σχετικά και πάλι Zaitch and Staring 2009, σ. 114-5, 121.
- Για τη σχέση πορνείας-εμπορίας ανθρώπων και τη βασιμότητα του καταργητισμού ως προς την πρώτη, βλ. Papacharalambous 2015, σ. 37-41, 61 κ.επ.
- Για τη ναζιστική «βιομηχανία θανάτου» και τη Δύση ως καταγωγική μήτρα του, βλ. ενδεικτικά Traverso, Enzo, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας. Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία (μετάφραση: Ν. Κούρκουλος), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013: passim.
- Περί της οποία πλείονα βλ. σε: Papacharalambous, Charis, Joint Criminal Enterprise: Towards a New Concept of Criminal Participation, in: Peter Cserne/ Miklos Könczöl (eds.), Legal and Political Theory in the Post–National Age, Peter Lang 2011, σ. 89 κ.επ. Για την ευθεία αναδρομή του ΕΔΔΑ στο κεκτημένο της νομολογίας του Ειδικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία, με αφορμή την υπόθεση Rantsev v Cyprus and Russia (2010) ECHR 22, βλ. και Κυριαζή 2015, σ. 46.
- Papacharalambous 2015, σ. 37-44. Στην Κύπρο, ο Ν 60(Ι)/2014, με τον οποίο αξιοποιήθηκε και η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πάταξη της Εμπορίας Ανθρώπων, που είχε ήδη κυρωθεί στη Δημοκρατία με τον Ν 38(ΙΙΙ)/2007, τιμωρεί τον «πελάτη» στο άρθρο 17 (με χαμηλή πάντως ποινή, έως 3 έτη, εκτός αν το θύμα είναι παιδί, οπότε η ποινή φτάνει και τα 10 έτη), ενώ στο άρθρο 19 αποκλείει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς είτε περί άγνοιας ή μη υποψίας περί την ανηλικότητα ή το ευάλωτο του θύματος είτε περί του ότι στη χώρα τέλεσης της πράξης, αυτή δεν τιμωρείται.
- Βλ. για το «δίκαιο του εχθρού» ενδεικτικά Jakobs, Günther, Το Ποινικό Δίκαιο του πολίτη και το Ποινικό Δίκαιο του εχθρού, Ποινική Δικαιοσύνη 2005, σ. 868 κ.επ. Μια ριζοσπαστικά-δημοκρατική εφαρμογή του προτάγματος, βλ. σε Παπαχαραλάμπους, Χαράλαμπο, Δικαιοπολιτικός Φιλελευθερισμός και «Μηδενική Ανοχή». Από τον «Υπόλογο» στον «Εχθρό»; σε: Τομέας Εγκληματολογίας Τμήματος Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Η σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπισή της και η Επιστήμη της Εγκληματολογίας, Τιμητικός Τόμος για τον Ιάκωβο Φαρσεδάκη, Τόμος ΙΙ, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σ. 1411 κ.επ. Ειδικά για την εμπορία ανθρώπων, βλ. και Papacharalambous 2015, σ. 50-7. Για τις δυνατότητες εφαρμογής ενός ανάλογου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, βλ. Papacharalambous, Charis (2014). Feminist Theory and Criminal Law Discourse: Countering Violence against Women through Widening Punitiveness on the Premises of Radical Democracy, in: Sorvatzioti, D./Antonopoulos, G./Papanicolaou, G./Sollund, R. (eds.), Critical Views on Crime, Policy and Social Control, University of Nicosia Press: 142 κ.επ.
- Ziegler, Jean (1999). Débats, in: Ministère de la Justice (1999). L’espace judiciaire européen. Actes du colloque d’Avignon, La documentation Française, Paris: 108 κ.επ.
- Βλ. π.χ. Žižek, Slavoj, The Parallax View, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, London 2009, σ. 308-17.
- Σπινέλλης, Διονύσιος, Άρθρο 22 ΠΚ, σε: Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2005, σ. 277, Μυλωνόπουλος, Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος Ι, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σ. 426-8, Μαγκάκης, Γεώργιος Αλέξανδρος, Ποινικό Δίκαιο. Διάγραμμα Γενικού Μέρους, Παπαζήσης, Αθήνα 1982, σ. 189-91. Τον υπερατομικό χαρακτήρα της άμυνας αναζητά σε ένα υποκείμενο του θετικού δικαίου «κοινοτιστικό» επίπεδο κοινωνικής ηθικής, ο Μπιτζιλέκης, Νικόλαος, Το δικαίωμα άμυνας και η κοινωνία της αδιαφορίας, Ποινικά Χρονικά ΝΖ’, σ. 884-8.
- Πρβλ. Herring, Jonathan, Criminal Law. Text, Cases, and Materials, Oxford UP, σ. 732-4, Loveless, Janet, Criminal Law. Text, Cases, and Materials, Oxford UP 2008, σ. 422-3. Βλ. και τη γενική συζήτηση σε: Leverick, Fiona, Defending Self-Defence, Oxford Journal of Legal Studies 2007, 27(3), σ. 563 κ.επ., την ίδια, Killing in Self-Defence, Oxford UP 2006, σ. 45-68.
- Το ζήτημα της δυνατότητας να υποληφθεί άμυνα της κακοποιημένης γυναίκας (‘battered women’) παρά την έλλειψη «παρούσας» stricto sensu επίθεσης δεν παύει να είναι ωστόσο ανοικτό. Από την συλλήβδην άρνηση άμυνας στις περιπτώσεις κακοποίησης ορθά επισημαίνεται από τη φεμινιστική κριτική μια έμφυλη «στένωση» της προαντίληψής μας για την άμυνα, που αφήνει κατ’ αποτέλεσμα απροστάτευτα τα θύματα της κακοποίησης, στερώντας τους την επίκληση αυτής της υπεράσπισης. Βλ. σχετικά και κατά περίπτωση υπέρ της άμυνας της κακοποιημένης γυναίκας, Chan, Wendy, A Feminist Critique of Self-Defence and Provocation in Battered Women’s Cases in England and Wales, Women and Criminal Justice 1994, 6 (1), σ. 39 κ.επ., Fletcher, George, Self-Defence and Relations of Domination: Moral and Legal Perspectives on Battered Women Who Kill: Domination in the Theory of Justification and Excuse, University of Pittsburgh Law Review 1996, 57, σ. 553 κ.επ., Zipursky, Benjamin, Self-Defence and Relations of Domination: Moral and Legal Perspectives on Battered Women Who Kill: Self-Defence, Domination, and the Social Contract, στο ίδιο, σ. 579 κ.επ., Steele, Walter and Sigman, Christine, Reexamining the Doctrine of Self defence to Accommodate Battered Women, American Journal of Criminal Law 1991, Vol. 18, No 2, σ. 169 κ.επ., αλλά και Horder, Jeremy, Killing the Passive Abuser: A Theoretical Defence, in: Shute, Stephen and Simester, A. P. (eds.), Criminal Law Theory: Doctrines of the General Part, Oxford UP, σ. 295-7. Για το λεγόμενο «σύνδρομο των κακοποιημένων γυναικών» (‘BWS’), που συνάπτεται στενά με τον αλλοιωμένο καταλογισμό, βλ. ενδεικτικά Herring 2008, σ. 302-4, 749-50.
- Για το ότι η ύπαρξη και μόνο μιας εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να συνιστά όχι μόνο διακινδύνευση αλλά ήδη και βλάβη της δημόσιας τάξης, βλ. νεωστί και Λίβο, Ζητήματα ερμηνείας του άρθρου 187 ΠΚ, Ποινικά Χρονικά ΞΕ’, σ. 311.
- Για την αντιδιαστολή κακοποιημένων γυναικών και θυμάτων εμπορίας ως προς την έκταση των αντιπροσβλητικών τους δικαιωμάτων, βλ. αναλυτικά Papacharalambous 2015, σ. 57-61.
- Υπέρ της ευρύτερα απαλλακτικής συνεκτίμησης της «συγγνωστής» υπέρβασης της άμυνας, όταν η υπέρβαση οφείλεται στην εγκληματική απειρία του δρώντος ή συνιστά όλως ανεπανάληπτο για το χαρακτήρα του γεγονός, η Στεφανίδου, Ανδρομέδα, Η «άμυνα» ως μέσο προστασίας και όχι τιμωρίας του αμυνόμενου, Ποινική Δικαιοσύνη 2010, σ. 599 κ.επ., ιδίως 602-5. Για την άποψη, κατά την οποία η υπέρβαση της άμυνας από φόβο ή ταραχή δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι «εκ προθέσεως», καθώς ο υποκειμενικός καταλογισμός αλλοιώνεται ουσιωδώς, βλ. Βαθιώτη, Κωνσταντίνο, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1193/2006, Ποινική Δικαιοσύνη 2006, σ. 1125.
- Ως υπερβολικά συστέλλουσα ελέγχεται άρα η προσέγγιση της Leverick 2006, 89-108, με κάποια δικαιολογία ίσως μόνο σε περιπτώσεις επιλογής θανατηφόρου πλήγματος, παρά την ύπαρξη υπαρχουσών εναλλακτικών «μη ατιμωτικού» απεγκλωβισμού. Για τη θεωρητική συζήτηση περί υποχώρησης και τη στάση της συγγραφέως υπέρ της αντικειμενικά δυνατής υποχώρησης ως ηθικά προτιμητέας, βλ. όπ.π., σ. 69-85. Βλ. για την υποχρέωση φυγής και Loveless 2008, σ. 433-5, Herring 2008, σ. 636. Πρβλ. κατά της αρχής της μη υποχώρησης, Macklin, Audrey, The Duty to Retreat in US Law, Criminal Law Forum 1993, σ. 177 κ.επ.
- Για την αναλογικότητα και τους κοινωνικοηθικούς περιορισμούς στην άμυνα, βλ. Herring 2008, σ. 636-7, Lee, Cynthia, Reasonable Provocation and Self-Defense: Recognizing the Distinction Between Act Reasonableness and Emotion Reasonableness, in: Robinson, Paul/Garvey, Stephen/Ferzan, Kimberly Kessler (eds.), Criminal Law Conversations, Oxford UP 2009, σ. 429-32, Rogers, Jonathan, Culpability in Self-defence and Crime Prevention, in: Sullivan, G. R. and Dennis, Ian (eds.), Seeking Security, Pre–Empting the Commission of Criminal Harms, Hart 2012, σ. 265 κ.επ., Μπουρμά, Γεώργιο, Σκέψεις σχετικά με την πλάνη του δράστη ως προς την απόκλιση της αιτιώδους πορείας προς το αποτέλεσμα και τον διπλό δόλο του απλού συνεργού σε περιπτώσεις τέτοιας απόκλισης, Ποινική Δικαιοσύνη 2010, σ. 7, Βαθιώτη 2006, σ. 1122-5, τον ίδιο, Είναι δικαιολογημένη η άμυνα από πρόσωπο που προκάλεσε την επίθεση του θύματος δια της κοινωνικοηθικά επιλήψιμης συμπεριφοράς του; Ποινικά Χρονικά ΜΣΤ’, σ. 1545-6, Κιούπη, Δημήτρη, Προϋποθέσεις και όρια του δικαιώματος άμυνας, Ποινικά Χρονικά ΜΣΤ’, σ. 1357, Μπέκα, Γιάννη, Η επίδραση των κοινωνικοηθικών περιορισμών της άμυνας στην αναγκαιότητα και το μέτρο της αμυντικής πράξης, Υπεράσπιση 1993, σ. 775-80.
- Για τη συζήτηση στη Βρετανία και τη διαφοροποίηση της βρετανικής στάσης έναντι της αυστηρότερης εν γένει υπέρ της ζωής στάσης της ΕΣΔΑ, βλ. Herring 2008, σ. 639-40, Loveless 2008, σ. 436-41, Ashworth, Andrew, Principles of Criminal Law, Oxford UP 2009, σ. 114-6, Leverick, Fiona (2002). Is English Self-defence Law Incompatible with Art. 2 of the ECHR? Criminal Law Review 2002, σ. 361, την ίδια 2006, σ. 132-4, 137-42, 146-58, 179, 181-3, 190-5. Για τα αυστηρά κριτήρια που χρησιμοποιεί το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, βλ. και Andronicou and Constantinou v Cyprus (1998), 25 EHRR 491, ECtHR. Βλ. ακόμη από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τις αποφάσεις Nachova v Bulgaria (2004) 39 EHRR 37, ECtHR και Kakoulli v Turkey της 22.11.2005 [Application No 3859/97], ECtHR.
- Dan-Cohen, Meir, Decision Rules and Conduct Rules: On Acoustic Separation in Criminal Law, Harvard Law Review 1984, Vol. 97, No 3, σ. 625 κ.επ. (και ιδίως 636-64). Πρβλ. κριτικά γι’ αυτά, Ανδρουλάκη, Νικόλαο, Όποιος δεν μπορούσε-αλλιώς δεν πρέπει να τιμωρείται. Σκέψεις για το φευκτό της υπαιτιότητας, την φουνκσιοναλιστική έννοια της ενοχής και τον ακουστικό χωρισμό συμπεριφοράς και απόφασης, Τομέας Ποινικών Επιστημών Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, ΜΝΗΜΗ ΙΙ Ι. Δασκαλόπουλου, Κ. Σταμάτη, Χρ. Μπάκα, Α’, Α. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 38-44. Βλ. σχετικά και Uniacke, Suzanne, Emotional Excuses, Law and Philosophy 2007(26), σ. 95 κ.επ., Παπαχαραλάμπους, Χάρη, Παρατηρήσεις σε ΠεντΝαυτΠειρ 213/1999. Ανυπακοή, ηθικό καθήκον και (νομιζόμενη) δικαιολόγηση, Ποινική Δικαιοσύνη 2000, σ. 39-41. Για την ανωτέρω διάκριση των ποινικών κανόνων, βλ. και Robinson, Paul, Competing Theories of Justification: Deeds v. Reasons, in: Simester, A. P. and Smith, A. T. H. (eds.), Harm and Culpability, Clarendon Press, Oxford 1996, σ. 64-7.
- Την έμφυλη διάσταση στη νομική κατανόηση της άμυνας και τις περιπλοκές αυτής της κατανόησης, βλ. στη γλαφυρή ανάλυση της Suk, ‘The True Woman: Scenes from the Law of Self-Defense’, Harvard Journal of Law & Gender, 2008, Vol. 31, σ. 237-72.