Οικονομική κρίση και εγκλήματα
κατά της περιουσίας
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΠΟΥΓΑΔΗ*
Οι πιθανοί εγκληματίες περνούν το χρόνο τους τόσο σε παράνομες όσο και σε νόμιμες δραστηριότητες, οι οποίες εξαρτώνται απ’ τις διακινδυνεύσεις (risks) και τις ανταμοιβές που συνδέονται με την κάθε μία. Οι νόμιμες αμοιβές θα εξαρτηθούν από τα επίπεδα των μισθών και οι παράνομες, σ’ έναν βαθμό από την διαθεσιμότητα των αγαθών για κλοπή. Και τα δύο και τα επίπεδα μισθών και η διαθεσιμότητα των αγαθών , θα εξαρτηθεί από την κατάσταση της οικονομίας.
(Gary S. Becker 1976)
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η οικονομία χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες διακυμάνσεις, τους λεγόμενους ‘οικονομικούς ή επιχειρηματικούς κύκλους’ (‘Business cycles’). Μέρος των διακυμάνσεων αυτών αποτελούν οι οικονομικές κρίσεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς. Οι οικονομικές κρίσεις διακόπτουν την ομαλή λειτουργία μιας κοινωνίας, δημιουργούν οικονομική δυσπραγία, φτώχεια και ανεργία[1]. H αύξηση της εγκληματικότητας, σε περιόδους οικονομικών υφέσεων, θεωρήθηκε για πολλά χρόνια μια αναπόφευκτη συνέπειά τους. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των ερευνών είναι αντιφατικά. Κατά τον 19ο αιώνα έως και την μεγάλη οικονομική κρίση του 1929, υπήρχε θετική συσχέτιση των κρίσεων προς την εγκληματικότητα, κυρίως της κτητικής. Έπειτα, όμως, η κατάσταση άλλαξε και η εγκληματικότητα αυξήθηκε και σε περιόδους οικονομικής ευημερίας (Χρ. Ζαραφωνίτου,1995). Έτσι, υποστηρίχτηκε η άποψη ότι η οικονομική ευημερία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της διάπραξης εγκλημάτων κατά της περιουσίας, γιατί αυξάνει τους στόχους εγκληματικής συμπεριφοράς, λόγω της αύξησης των υλικών αγαθών και των ευκαιριών που επιφέρει (Cohen and Felson 1979, Field 1995, Felson 2002).
Σε θεωρητικό επίπεδο, η παραδοσιακή κοινωνιολογική θεώρηση πρεσβεύει ότι oι αιφνίδιες οικονομικές μεταβολές μπορεί να οδηγήσουν σε ανομικές καταστάσεις καθώς τα άτομα αργούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα (Durkheim,1893). Μάλιστα, εφόσον τα άτομα δέχονται τις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες και στόχους, αλλά δεν διαθέτουν τα νόμιμα μέσα για να την πραγμάτωσή τους γίνονται ‘καινοτόμοι’, δηλαδή εγκληματίες, χρησιμοποιώντας παράνομα μέσα (Merton, 1938, 1968).
Παράλληλα, η οικονομική (ορθολογική) θεωρία του εγκλήματος (Becker, 1968,1976, Ehrlich 1973), υποστηρίζει ότι τα άτομα είναι ορθολογικοί υπολογιστές των ζημιών και κερδών των πράξεων τους. Οπότε, εγκληματούν όταν πιστεύουν ότι τα κέρδη υπερτερούν των ζημιών, συμπεριλαμβανομένης και της πιθανότητας της σύλληψης. Επιπρόσθετα, η θεωρία των κοινωνικών δεσμών ισχυρίζεται ότι ανάλογα με τις ‘δεσμεύσεις’ που αναπτύσσουν τα άτομα προς τους κοινωνικούς δεσμούς (οικογένεια, σχολείο, εργασία κλπ.), θα προβούν ή όχι σε εγκληματικές δραστηριότητες (Hirschi, 1969, Hirschi & Gottfredson, 1994).
Επομένως, σύμφωνα με τις ανωτέρω θεωρητικές προσεγγίσεις το εγκληματικό κίνητρο είναι δυνατό να ενεργοποιηθεί είτε όταν οι οικονομικές αλλαγές είναι αιφνίδιες και τα άτομα δεν διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για την επίτευξη των στόχων τους, είτε όταν το έγκλημα είναι κερδοφόρο ή τέλος όταν οι κοινωνικοί δεσμοί τους χωλαίνουν. Οι συνθήκες αυτές μπορούν να εμφανιστούν λόγω μιας οικονομικής κρίσης.
Απ’ την άλλη, όμως, σύμφωνα με την εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης το έγκλημα είναι μια ιδιότητα που αποδίδεται στο άτομο από την κοινωνία. Σύμφωνα με την θεώρηση της ετικέτας, σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και ανεξάρτητα από την ‘πραγματική εικόνα’ του εγκλήματος , η καταγεγραμμένη εγκληματικότητα θα αυξηθεί. Αυτό συμβαίνει, καθώς το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης οργανώνεται τόσο μέσω της εσωτερικής πίεσης για την εκπλήρωση της αποστολής του ( την ‘πάταξη του εγκλήματος’), όσο και από τομείς της κοινωνίας που έχουν την δύναμη να σχεδιάζουν την δημόσια πολιτική. Επομένως, σε μια κατάσταση οικονομικής ύφεσης θα πρέπει να αναμένουμε αύξηση των δραστηριοτήτων των φορέων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Μάλιστα, η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη στα εγκλήματα κατά της περιουσίας που παραδοσιακά έχουν υψηλό ποσοστό εξιχνίασης και η αστυνομία μπορεί, μέσω αυτών, να αποδείξει καλύτερα την αποτελεσματικότητά της (Hughes & Carter, 1981).
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το συγκρουσιακό μοντέλο και ειδικότερα την μαρξιστική προσέγγιση του εγκλήματος, η παρέκκλιση είναι εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της διάρθρωσης της αγοράς εργασίας . Επομένως, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, ελέγχοντας τον ‘πλεονασματικό πληθυσμό’ (Chambliss, 1975, Box, 1987). Ενώ για τον αριστερό ρεαλισμό, το έγκλημα είναι πολύ περισσότερο από ότι νομίζουμε , απορρέει από τα αισθήματα της σχετικής αποστέρησης και το φαινόμενο του ‘κοινωνικού αποκλεισμού’ που ενεργοποιεί η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, ταλαιπωρεί περισσότερο και πιο έντονα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και θα πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη (“take crime seriously”. (Lea & Young 1982, Young 1991,1999). Κατά συνέπεια, για τους μαρξιστές και τους αριστερούς ρεαλιστές, παρά τις διαφορές τους, μία επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών θα αυξήσει την ‘στοχοποίηση΄ των κατώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων.
Τέλος, σύμφωνα με τις θεωρίες της ευκαιρίας , καθώς πρεσβεύουν ότι ‘η ευκαιρία κάνει τον κλέφτη’, συμπεραίνουν ότι η ύπαρξη εγκληματικών ευκαιριών οδηγεί στην αύξηση του εγκλήματος. Με την στενή έννοια η εγκληματική ευκαιρία βρίσκεται στην σύγκλιση τριών βασικών δεδομένων στο χώρο και στο χρόνο: ύπαρξη υποκινούμενων δραστών, ύπαρξη κατάλληλων στόχων (ανθρώπων και αγαθών) και ελλειμματική φύλαξη των στόχων (Θεώρηση της ‘συνηθισμένης δραστηριότητας’, Cohen & Felson, 1979). Mε την ευρεία έννοια, η θεωρία της ευκαιρίας επεκτείνεται στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, στις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και τεχνολογικές μεταβολές, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν πληθώρα εγκληματολογικών ευκαιριών (La Free, 1999). Ειδικότερα η οικονομική κρίση, μπορεί να υποβαθμίσει την νομιμοποίηση του κοινωνικού ελέγχου (επίσημου και ανεπίσημου) και παράλληλα με την ανάπτυξη εγκληματικών ευκαιριών που παρέχει (πχ. αφορολόγητα είδη, φοροκλοπή, αγορά ναρκωτικών) και τις αλλαγές στις καθημερινές δραστηριότητες των ατόμων , να αυξήσει το έγκλημα.
Εν κατακλείδι, παρόλο που το εγκληματικό φαινόμενο έχει πολυπαραγοντική εξήγηση, οι εγκληματολογικές θεωρίες, αν και από διαφορετική θεώρηση, όπως είδαμε ανωτέρω, λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία για την εκδήλωσή του και πρεσβεύουν ότι η οικονομική κρίση είναι πιθανό να επιδεινώσει την εγκληματικότητα και κυρίως αυτή κατά της περιουσίας. Εν τούτοις, οι σύγχρονες θεωρητικές τοποθετήσεις διαφοροποιούνται από τις παλαιότερες που υποστήριζαν αναντίρρητα την διασύνδεση μεταξύ οικονομικών συνθηκών και εγκλήματος και κυρίως συνέδεαν τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες με την αύξηση της εγκληματικότητας κατά της περιουσίας. Υποστηρίζεται πλέον, ότι και η οικονομική ευημερία μπορεί να προκαλεί αύξηση της εγκληματικότητας, γιατί κατά την διάρκεια της αυξάνονται τα υλικά αγαθά και αναπτύσσονται περισσότερες δραστηριότητες για τους ανθρώπους , που τελικά εκθέτουν τους ίδιους αλλά και την περιουσία τους σε παράνομες επιθέσεις, ενώ είναι πιθανό η οικονομική ύφεση να οδηγήσει σε μείωση του εγκλήματος λόγω της μείωση της αξίας ή της διαθεσιμότητας των εγκληματικών στόχων που επιφέρει. (Cohen & Felson 1979, Van Dijk, 1995).
Σε εμπειρικό επίπεδο, όσοι μελετητές συμφωνούν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ οικονομικών συνθηκών και διακυμάνσεων της εγκληματικότητας, διαφωνούν για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να μετρηθεί η οικονομική κατάσταση και ειδικότερα με τα εργαλεία έρευνας του φαινομένου. Έτσι έχει χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα, ως δείκτης αποτίμησης της γενικής οικονομικής κατάστασης, η ανεργία. Όμως, έχει επικριθεί έντονα, ως αξιόπιστος δείκτης αποτύπωσης της οικονομικής κατάστασης και έτσι οι νεότερες έρευνες βασίζονται και σε ευρύτερους μακρο-οικονομικούς δείκτες. Όσον αφορά, τους εγκληματολογικούς δείκτες, οι ερευνητές αποφεύγουν την χρήση της γενικής εγκληματικότητας, αλλά χρησιμοποιούν κατά κανόνα υποκατηγορίες εγκλημάτων. Ειδικότερα, για την κτητική εγκληματικότητα, εξετάζουν κυρίως : κλοπές, ληστείες, κλοπές τροχοφόρων και διαρρήξεις. Παράλληλα, επικρατούν σχεδόν αποκλειστικά τα εγκληματολογικά δεδομένα της αστυνομικής στατιστικής. Είναι γεγονός ότι τα στατιστικά στοιχεία και ειδικότερα η καταγραφείσα εγκληματικότητα από την αστυνομία, δεν τυγχάνουν της εκτίμησης πολλών μελετητών , διότι εκτός από τα ζητήματα στην ακεραιότητα της συλλογής τους, μπορεί να διαστρεβλωθεί η ερμηνείας τους, εάν δεν κατανοηθεί ότι αποτελούν ‘προϊόντα εξουσίας’ τα οποία αποτυπώνουν ποσοτικά την ‘αποτελεσματικότητα’ των διωκτικών αρχών και όχι τι ‘πραγματικά’ έχει συμβεί. (Τσίγκανου Ι., 2009, σ. 22). Τέλος, πολλές από τις νεότερες ερευνητικές προσπάθειες εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο η οικονομική συγκυρία επιδρά στην εγκληματικότητα κατά της περιουσίας , δηλαδή μέσω της ενεργοποίησης του κινήτρου ή της ευκαιρίας για ανάληψη της εγκληματικής δραστηριότητας. Διατυπώνοντας το απλό ερώτημα: γιατί ενώ οι θεωρητικές τοποθετήσεις προβλέπουν θετική σχέση μεταξύ των οικονομικών συνθηκών και το έγκλημα ενώ οι εμπειρικές μελέτες δεν υποστηρίζουν αυτή τη σχέση, οι μελετητές αποφάνθηκαν ότι αυτό συμβαίνει διότι οι παραδοσιακές εγκληματολογικές θεωρίες εστιάζουν μόνο στις επιπτώσεις της οικονομίας, δηλαδή στην υποκίνηση των δραστών (επίδραση του κινήτρου), ενώ οι νεότερες εστιάζουν στην ύπαρξη της ευκαιρίας (επίδραση της ευκαιρίας) (Cantor & Land, 1985). Υποστηρίχθηκε ότι οι δύο αυτές επιδράσεις, δεν είναι ταυτόχρονες επομένως είναι δυνατό να διακριθούν. Για παράδειγμα, σε περίοδο οικονομικής δυσπραγίας , πρώτα μειώνονται οι ευκαιρίες για την διάπραξη εγκλημάτων και μεταγενέστερα αυξάνονται τα εγκληματολογικά κίνητρα. Όταν όμως, πάψει η οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη από τα τυπικά κοινωνικά δίκτυα και άτυπα διαπροσωπικά δίκτυα, παύει και η ‘ανεκτικότητα’ π.χ. των ανέργων στην αναζήτηση νομίμων δραστηριοτήτων. Τότε είναι πιο πιθανό τα άτομα να εμπλακούν σε μη – νόμιμες δραστηριότητες, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους. Επομένως, υποστηρίζεται ότι όταν η οικονομία παρουσιάζει ύφεση και η ανεργία αυξάνεται, αρχικά παρατηρείται μείωση του εγκλήματος, αλλά μακροπρόθεσμα (1 με 2 χρόνια) , η εγκληματικότητα θα αυξηθεί (Cantor & Land,1985, Cook & Zarkin 1985).
Στην παρουσίαση που ακολουθεί θα εστιάσουμε σε νεότερες ερευνητικές προσπάθειες που εξετάζουν τις επιδράσεις των δυσμενών οικονομικών συνθηκών στα εγκλήματα κατά της περιουσίας, σε μακροεπίπεδο ανάλυσης. Ειδικότερα, θα ξεκινήσουμε με διεθνείς συγκριτικές έρευνες και έπειτα θα παρουσιάσουμε έρευνες εθνικής εμβέλειας.
Ι. Συγκριτικές έρευνες σε διεθνές επίπεδο
Οι παλαιότερες συγκριτικές έρευνες κατέληγαν στο συμπέρασμα, είτε ότι δεν υπάρχει ‘σταθερός συσχετισμός’ ανάμεσα στις οικονομικές κρίσεις και στην εγκληματικότητα και ειδικότερα την εγκληματικότητα κατά της περιουσίας (Conseil de l’Europe, 1985 ) είτε ότι υπάρχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ του επιχειρηματικού κύκλου και των εγκλημάτων αυτών, χωρίς να προβαίνουν σε επεξήγηση του τρόπου που η σχέση αυτή εμφανίζεται (Lafree & Kick 1983). Μεταγενέστερες διεθνείς ερευνητικές προσπάθειες διαπίστωσαν ότι η εγκληματικότητα κατά της περιουσίας συνδέεται στενά με το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο που χαρακτηρίζει κάθε κοινωνία και παράλληλα, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, αναγνώρισαν ότι η οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει – μακροπρόθεσμα τουλάχιστον – σε αύξηση των εγκλημάτων κατά της περιουσίας, καθώς τότε κινητοποιείται το κίνητρο για ανάληψη εγκληματικής δράσης.
Η έρευνα του Field (1995), στην Αγγλία και την Ουαλία, που αφορούσε την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο διαπίστωσε ισχυρή σχέση μεταξύ του επιχειρηματικού κύκλου και των περισσοτέρων μορφών εγκλημάτων. Έτσι, σε περιόδους ύφεσης της οικονομίας, διαπιστώθηκε ότι τα εγκλήματα κατά της περιουσίας αυξάνονται και αντίστροφα παραμένουν σταθερά ή μειώνονται όταν σε καλές οικονομικές χρονιές η κατανάλωση αυξάνεται. Εντούτοις, η συγκριτική έρευνά του για την υπόλοιπη Ευρώπη – χρησιμοποιώντας στοιχεία από την Interpol – δεν επαλήθευσαν τη σχέση επιχειρηματικού κύκλου και εγκλήματος ενώ η σχέση επαληθεύτηκε για τις ΗΠΑ.
Άκρως ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα της εμπειρικής μελέτης του Van Dijk (1995) σε 38 χώρες, για τα έτη 1988 και 1991. Ανάμεσα σε άλλους επικρατέστερους εγκληματογόνους παράγοντες, κατατάσσει και τον βαθμό ευημερίας , με οικονομικούς και εκπαιδευτικούς όρους, διαπιστώνοντας ότι : η ευημερία είναι αντιστρόφως ανάλογη στο συνολικό επίπεδο θυματοποίησης, όσον αφορά τα παγκόσμια στοιχεία, αλλά συνδέεται θετικά με τα στοιχεία των βιομηχανοποιημένων χωρών. Παρ’ όλα αυτά, στις αναπτυγμένες χώρες η αποσβεστική επίδραση του (οικονομικού) κινήτρου δεν λειτουργεί εξαλειπτικά, ως προς την αύξηση του εγκλήματος, που ωθείται τελικά από τους παράγοντες της ευκαιρίας.[2]
Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι οι οικονομικές διακυμάνσεις επηρεάζουν ιδιαίτερα τα βίαια εγκλήματα κατά της περιουσίας και όχι γενικά την κτητική εγκληματικότητα. Η έρευνα των Fajnzylber, Lederman & Loayza (2002), εξετάζοντας την περίοδο 1970-1994 για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε 45 χώρες και της ληστείας σε 34 χώρες[3], βασιζόμενη σε στοιχεία των παγκόσμιων εγκληματολογικών αποτιμήσεων των Ηνωμένων Εθνών (United Nations World Crime Surveys), έδειξε ότι η μείωση στο ποσοστό ανάπτυξης ή αύξηση της οικονομικής ανισότητας έχει σημαντικότατη επίδραση στην αύξηση των βίαιων εγκλημάτων και ειδικότερα σε αύξηση των ληστειών. Αυτό, πιθανά να σημαίνει ότι μεγάλο ποσοστό των ανθρωποκτονιών είναι απόρροια οικονομικώς υποκινούμενων εγκλημάτων, τα οποία εξελίχθησαν σε βίαια εγκλήματα. Παρομοίως, οι οικονομολόγοι Mehlum, Moene & Torvik (2005), μελετώντας μακροοικονομικά στοιχεία και εγκληματολογικές στατιστικές για 39 αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες για την περίοδο 1986-1994[4], συμπέραναν ότι υπάρχει θετική σχέση ανάμεσα στο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ των χωρών αυτών και του ρυθμού αύξησης των ληστειών.[5]
Σε πρόσφατη έρευνα των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Office on Drugs and Crime, 2011), όπου διερευνήθηκαν οι επιπτώσεις την οικονομικής κρίσης 2008/2009 σε 15 χώρες, (μακρο-επίπεδο ανάλυσης) και αφορούσε εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και ανθρωποκτονίες, σε σχέση με διάφορους οικονομικούς δείκτες, διαπιστώθηκε ότι σε 11 από τις 15 χώρες οι οικονομικοί δείκτες έδειξαν σημαντικές αλλαγές στην εγκληματικότητα οφειλόμενες στην πρόσφατη οικονομική κρίση. Όσον αφορά τα βίαια εγκλήματα και κυρίως η ληστεία φάνηκε ότι διπλασιάζεται την περίοδο της κρίσης. Ενώ αυξήσεις παρατηρήθηκαν στις ανθρωποκτονίες και στις κλοπές τροχοφόρων (motor vehicle theft). Τα αποτελέσματα αυτά είναι συνεπή ως προς την εγκληματολογική θεώρηση του κινήτρου , η οποία υποστηρίζει ότι οι οικονομικές πιέσεις αυξάνουν το κίνητρο των ατόμων να εμπλακούν σε παράνομες συμπεριφορές. Απ’ την άλλη, βρέθηκε ότι σε καμία από τις περιπτώσεις που εξετάστηκαν δεν σημειώθηκε μείωση των εγκλημάτων και επομένως δεν υποστηρίζεται η θεώρηση της ευκαιρίας, σύμφωνα με την οποία μειωμένα επίπεδα παραγωγής και κατανάλωσης είναι πιθανό να μειώσουν κάποια εγκλήματα, όπως τα εγκλήματα κατά της περιουσίας , καθώς τότε μειώνονται οι επίδοξοι στόχοι.
Οι νεότερες έρευνες χρησιμοποιούν εναλλακτικούς οικονομικούς δείκτες για την αποτίμηση της οικονομικής κατάστασης, όπως τις αντιλήψεις του κοινού για την οικονομία (μέσω του δείκτη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης).[6] Έτσι, η συγκριτική έρευνα των Rossenfeld & Messner (2009),εκτός από την ανεργία και το ΑΕΠ, εξέτασε ως ανεξάρτητη οικονομική μεταβλητή την καταναλωτική εμπιστοσύνη, σε σχέση με τις διαρρήξεις. Η έρευνα αφορούσε τις ΗΠΑ και εννέα κράτη της Ευρώπης[7], μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, από το 1993-2006, περίοδο μείωσης της εγκληματικότητας και στις δύο ηπείρους, κυρίως όσον αφορά τις διαρρήξεις.[8] Οι διμεταβλητές συσχετίσεις έδειξαν θετική συσχέτιση της ανεργίας με τις διαρρήξεις (η αύξηση της ανεργίας συνδέεται με αυξήσεις στις διαρρήξεις), αλλά αρνητική συσχέτιση με τους δείκτες : καταναλωτική εμπιστοσύνη, ΑΕΠ και αναλογία φυλακισμένων στο πληθυσμό. Η πολυμεταβλητή ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη, κυρίως μ’ ένα έτος καθυστέρηση και η αναλογία των φυλακισμένων[9] σχετίζονται αρνητικά με τις διαρρήξεις, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στα εννέα κράτη της Ευρώπης, που εξετάστηκαν[10].
Ειδικότερα για την Ελλάδα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η ΚΕ δεν σχετίζεται με τις αλλαγές του ΑΕΠ, αλλά σχετίζεται θετικά με τις αλλαγές στην ανεργία, σε αντίθεση με το υπόλοιπο δείγμα (τις άλλες χώρες). Επιπρόσθετα, όταν η Ελλάδα παραλείπεται από το δείγμα, οι σύγχρονες επιδράσεις της ΚΕ ατονούν και δεν είναι πλέον στατιστικά σημαντικές, ενώ ενισχύονται οι επιδράσεις της ΚΕ με καθυστέρηση[11].
ΙΙ. Νεότερες έρευνες σε εθνικό επίπεδο
Στις νεότερες έρευνες σε εθνικό επίπεδο η διερεύνηση της σχέσης οικονομικών συνθηκών και εγκλήματος διενεργείται, επίσης, με τη χρήση ευρύτερων οικονομικών δεικτών, χωρίς όμως να εγκαταλείπεται και ο δείκτης της ανεργίας. Έτσι, αρκετές από αυτές έχουν καταλήξει σε σημαντικά συμπεράσματα για τη σχέση ανάμεσα στα εγκλήματα κατά της περιουσίας και σε ‘νέους’ οικονομικούς δείκτες όπως το ύψος του εισοδήματος ή των μισθών , το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας ή τις συλλογικές αντιλήψεις των ατόμων για τις οικονομικές συνθήκες, σε μακροεπίπεδο ανάλυσης: χώρας, πολιτείας ή περιφέρειας (Entorf & Spengler, 2000, Buonanno, 2006, Arvanites & Defina, 2006, Rosenfeld & Fornango 2007, Detotto & Otranto, 2011). Παρ’ όλα αυτά, πολλοί ερευνητές, όπως θα δούμε, συνεχίζουν να συμπεριλαμβάνουν στα μοντέλα τους την ανεργία. Μάλιστα, κάποιες έρευνες εξακολουθούν να καταλήγουν σε σημαντικά συμπεράσματα μεταξύ ανεργίας και μερικών υποκατηγοριών των εγκλημάτων κατά της περιουσίας. (Witt et al., 1998, Carmichael & Ward, 2000, Raphael & Winter–Ebmer, 2001). Εντούτοις, άλλες καταλήγουν είτε σε λιγότερο αξιόπιστες σχέσεις (Rosenfeld & Fornango, 2007) είτε σε καμία σχέση μεταξύ εγκλήματος και ανεργίας (Arvanites & Defina, 2006).
Ειδικότερα:
Αγορά εργασίας, εισόδημα και εγκλήματα κατά της περιουσίας
Η αμφιλεγόμενη μεταβλητή της ανεργίας συνεχίζει να δίνει αντιφατικά αποτελέσματα, όπως και στο παρελθόν (Chiricos, 1987) για τη σχέση με τα εγκλήματα κατά της περιουσίας. Νεότερη έρευνα στη Σουηδία της Εdmark Karin (2005), η οποία εξέτασε τον αριθμό των ανέργων ανά 100.000 κατοίκους σε σχέση με τα εγκλήματα κατά της περιουσίας ανά 100.000 κατοίκους (διαρρήξεις, ληστείες, κλοπές αυτοκινήτων και ποδηλάτων, κλοπές από αυτοκίνητα και καταστήματα και τέλος τις απάτες), κατά την περίοδο 1988-1999 διαπίστωσε σημαντικά θετική σχέση της ανεργίας με τις διαρρήξεις και τις κλοπές αυτοκινήτων και ποδηλάτων. Άλλα, δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση με τα υπόλοιπα εγκλήματα κατά της περιουσίας που εξετάστηκαν. Επίσης, σε πρόσφατη έρευνα στο Ιράν του Majid Maddah (2013) σε ετήσια στοιχεία μεταξύ των ετών 1997-2006, βρέθηκε σημαντική θετική σχέση της ανεργίας με διάφορες κατηγορίες κλοπών, τόσο σύγχρονα όσο και με καθυστέρηση. Ο ερευνητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κίνητρο των κλοπών για την εξεταζόμενη περίοδο είναι η ανεργία.
Αντίθετα, στη Ρωσία, η σχέση ανεργίας και εγκλημάτων κατά της περιουσίας δεν επιβεβαιώθηκε όπως έδειξε έρευνα των Sang – Weon & Pridemore (2005)
Η συγκριτική έρευνα των Entorf & Spengler (2000) στη Δυτική Γερμανία, για τα έτη 1975-1996 και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για έτη 1993-1996 , κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά την Δυτική Γερμανία η σχέση ανεργίας και εγκλημάτων κατά της περιουσίας βρέθηκε σε πολλές περιπτώσεις μικρή, μη σημαντική και αμφιλεγόμενη. Αντίθετα, στην ενωμένη Γερμανία , τα δεδομένα έδειξαν ότι η επίδραση της ανεργίας είναι υψηλή και αναμφίβολα θετική (ειδικά για τις ληστείες και τις κλοπές). Επιπρόσθετα, η ανάλυση έδειξε ότι το να είσαι νέος και άνεργος αυξάνει την πιθανότητα της διάπραξης εγκλήματος, καθώς για όλες τις κατηγορίες εγκλημάτων αυτή η μεταβλητή παρουσίασε θετική σχέση. Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας ως μέτρο εισοδήματος το απόλυτο εισόδημα (GDP: real gross domestic product per capita) , έδειξαν ότι οι δύο πιο πλούσιες περιοχές της Δ. Γερμανίας έχουν υψηλά ποσοστά εγκλήματος , διότι εκεί το έγκλημα αποδίδει, καθώς προέκυψε θετική σχέση μεταξύ απολύτου εισοδήματος και εγκλημάτων. Για να ελέγξουν το τι τελικά μπορεί να ισχύει, χρησιμοποίησαν το δείκτη του σχετικού εισοδήματος και διαπίστωσαν ότι τόσο το απόλυτο όσο και το σχετικό εισόδημα ασκούν επίδραση στις διακυμάνσεις των εγκλημάτων περιουσίας, παρά στα βίαια, αλλά ο τρόπος επίδρασης διαφέρει: το απόλυτο εισόδημα λειτούργησε ως δείκτης παράνομων εισοδηματικών ευκαιριών, ενώ το σχετικό αποτύπωσε τις νόμιμες εισοδηματικές ευκαιρίες.
Η εισαγωγή των μεταβλητών του φύλου, της ηλικίας και της χρονικής διάρκειας της ανεργίας, εισήχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στα μοντέλα των ερευνητών, με σκοπό να δώσουν πιο ασφαλή συμπεράσματα και φαίνεται να αποδίδουν. Έτσι, οι Chamlin & Conham (2000) εξέτασαν στις Η.Π.Α. τον αριθμό ανέργων πάνω από 15 εβδομάδες σε κατάσταση ανεργίας, καθώς και το ποσοστό ζήτησης εργασίας (‘capacity utilization rate’) σε σχέση με το σύνολο των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας (συνολικός αριθμός ληστειών, διαρρήξεων, διακεκριμένων κλοπών και κλοπών τροχοφόρων), σύμφωνα με δεδομένα του FBI σε μηνιαία βάση, μεταξύ των ετών 1982-1996 και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μηνιαία αύξηση στον αριθμό των ανέργων συνδέεται με αύξηση στα ανωτέρω εγκλήματα, ενώ αντίθετα, η αύξηση στο ποσοστό ζήτησης εργασίας οδηγεί σε μείωση των εγκλημάτων αυτών. O Buonanno (2006), εφαρμόζοντας πολυμεταβλητή παλινδρομική ανάλυση, ερεύνησε την σχέση μεταξύ ανεργίας (συνολικής, ανδρών, νέων ανδρών και μακροχρόνια),εισοδήματος , καθώς και τον ρυθμό ανάπτυξης του AΕΠ, σε σχέση με το σύνολο των εγκλημάτων, το σύνολο των εγκλημάτων κατά της περιουσίας και τις κλοπές για την Βορειοκεντρική και Νότια Ιταλία από το 1993-2002. Διαπίστωσε ότι σε εθνικό επίπεδο η ανεργία και το εισόδημα (μισθοί) δεν σχετίζεται με τα εγκληματολογικά ποσοστά . Σχετικά με το δυισμό της Ιταλίας , στον πλούσιο βορρά και τον φτωχό Νότο, γνωστό ήδη από τις μελέτες των πρωτοπόρων της Ιταλική Σχολής, η έρευνα του Buonanno επιβεβαίωσε προγενέστερες έρευνες των Ιταλών, καθώς προέκυψε ότι στη Βορειο-κεντρική Ιταλία κυριαρχεί η χρονική καθυστέρηση και επιδρά σημαντικά στα εγκλήματα το ποσοστό εξιχνίασης, ενώ στην Νότια τα εγκλήματα συνδέεται ισχυρά και θετικά με τις κοινωνικο-οικονομικές μεταβλητές και τις συνθήκες στην αγορά εργασίας.
Άλλη οικονομική μεταβλητή που φαινόταν ότι μπορεί να ερμηνεύσει εμπειρικά, αρκετά ικανοποιητικά την σχέση οικονομίας και εγκλημάτων κατά της περιουσίας είναι η εισοδηματική ανισότητα. Η σχέση αυτή υποστηρίζεται σθεναρά από τις θεωρήσεις της κοινωνικής αποστέρησης και αποδιοργάνωσης. Θεωρείται, δηλαδή, ότι όσο διευρύνεται η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών τόσο το έγκλημα μεγαλώνει, καθώς αυξάνει τα αισθήματα αποστέρησης και αδικίας στο φτωχότερο μέρος του πληθυσμού. Τόσο παλαιότερες εμπειρικές προσπάθειες, (Εhrlich, 1973, Hughes and Carter, 1981, Deutsch J., U. Spiegel, & J. Templeman, 1992), όσο και μεταγενέστερες (Witt et al., 1998, Fajnzylber et al., 2002)[12] στηρίζουν αυτή την άποψη, αλλά δεν λείπουν και οι περιπτώσεις όπου η σχέση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε (Stack, 1984, Lafree & Kick, 1983). Συγκεκριμένα, η έρευνα των Witt, Clarke & Fielding (1998), για την Αγγλία και Ουαλία μεταξύ των ετών 1979-1993, όπου ερεύνησαν την σχέση ανεργίας και εισοδηματικής ανισότητας με πέντε κατηγορίες εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας (διαρρήξεις, κλοπές από αυτοκίνητα, κλοπές από καταστήματα, άλλες κλοπές και ληστείες), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανεργία (κυρίως των ανδρών), αλλά και η εισοδηματική ανισότητα έχουν ισχυρή θετική σχέση με τα εγκλήματα που εξετάστηκαν. Μεταγενέστερη έρευνα των Carmichael & Ward (2000), επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα αυτά για την Αγγλία και Ουαλία για περίοδο 11 ετών μεταξύ 1985-1995.
Στην Ελλάδα, οι σχετικές έρευνες σπανίζουν και μόνο πρόσφατα εμφανίστηκε κάποιο σχετικό ενδιαφέρον. Η έρευνα των Saridakis G. & Spengler H. (2009), σε ετήσια στοιχεία μεταξύ των ετών 1991-1998, αλλά σε επίπεδο περιφερειών (13 γεωγραφικές περιοχές) για την σχέση ανεργίας με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (διαρρήξεις , κλοπές τροχοφόρων, ληστείες) και τα βίαια (ανθρωποκτονίες, σοβαρές επιθέσεις και βιασμούς), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μεταξύ ανεργίας και όλων των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας που εξετάστηκαν βρέθηκε σημαντική θετική σχέση.
Οικονομικός κύκλος και εγκλήματα κατά της περιουσίας
Άλλες νεότερες έρευνες σε εθνικό επίπεδο προσανατολίζονται στην διερεύνηση της επίδρασης του οικονομικού ή επιχειρηματικού κύκλου στις διακυμάνσεις της εγκληματικότητας. Μάλιστα, ο οικονομικός κύκλος αποτιμάται μέσω των δεικτών του ΑΕΠ (κατά κεφαλή ή του ρυθμού ανάπτυξης) και του δείκτη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης (Index of Consumer sentiment) σε αντίθεση με τις παλαιότερες που προτιμούσαν την ανεργία (βλ. ενδεικτικά Cantor & Land, 1985, Cook & Zarkin 1985) ή το ύψος της ιδιωτικής κατανάλωσης (Field, 1990, Pyle and Deadman, 1994, Hale 1998) για τον αποτίμηση της φάσης που βρίσκεται η οικονομία[13].
Σε μια νεότερη διερεύνηση της σχέσης του οικονομικού κύκλου και της εγκληματικότητας, από τους Arvanites & Defina (2006), με τη χρήση ενός ευρύτερου μέτρου της οικονομικής δραστηριότητας, του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε επίπεδο Πολιτείας (Gross State Product), με τις εγκληματολογικές διακυμάνσεις στις ΗΠΑ, κατά την περίοδο 1986–2001, παρατηρήθηκε ότι μία βελτιωμένη οικονομία έχει αρνητική επίδραση στα εγκλήματα κατά της περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης της ληστείας. Οι ερευνητές ξεκινώντας από τις θεωρητικές απόψεις των Cantor & Land (1985), σύμφωνα με τις οποίες: α) δεν είναι μόνο η ανεργία που μπορεί να μετρήσει την οικονομική κατάσταση , αλλά και άλλοι οικονομικοί δείκτες και β) μπορούν και αυτοί οι οικονομικοί δείκτες να ελεγχθούν ως προς τις επιδράσεις του κινήτρου ή της ευκαιρίας που ασκούν, επαλήθευσαν εμπειρικά την υπόθεση των Cantor & Land για τις επιδράσεις του κινήτρου στο έγκλημα, όχι όμως και της ευκαιρίας, καθώς η έρευνά τους έδειξε ότι η ισχυρή οικονομία της δεκαετίας του ΄90 στις ΗΠΑ, με την αύξηση του ΑΕΠ που πέτυχε, μείωσε τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, μειώνοντας τα κίνητρα για εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά δεν αύξησε τις ευκαιρίες γι’ αυτό.
Οι ερευνητές μελέτησαν παράλληλα και τον δείκτη της ανεργίας αλλά δεν βρέθηκε καμία σημαντική συσχέτιση της ανεργίας με κανένα από τα εγκλήματα που εξετάστηκαν. Σε αντίθεση με τον Levitt (2001) , που διαπίστωσε θετική σχέση με την ανεργία (επίδραση της ευκαιρίας) και την εγκληματικότητα κατά της περιουσίας για τις ΗΠΑ, σε προγενέστερη όμως περίοδο.
Πιο πρόσφατα, οι Detotto & Otranto (2011) χρησιμοποιώντας ένα μη παραμετρικό μοντέλο[14], για τη σχέση εγκλημάτων κατά της περιουσίας και άλλων πέντε κατηγοριών, με τον οικονομικό κύκλο μεταξύ των ετών 1991-2004 στην Ιταλία , διαπίστωσαν ότι οι διακυμάνσεις των εγκλημάτων (εκτός από τις υπεξαιρέσεις, τις απατηλές προκλήσεις βλάβης και της δόλιας χρεοκοπίας) ακολουθούν με κάποια καθυστέρηση τις οικονομικές διακυμάνσεις, επιβεβαιώνοντας τον θεωρητικό ισχυρισμό ότι η εγκληματικότητα καθυστερεί να ‘προσαρμοστεί’ στις οικονομικές αλλαγές. Εντούτοις και αντίθετα από ότι αναμενόταν, τα εγκλήματα κατά της περιουσίας δεν φάνηκε να ακολουθούν απολύτως τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου ( κυρίως οι κλοπές και οι ληστείες). Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης διαπίστωσαν ότι επικρατεί η επίδραση της ευκαιρίας, ενώ όταν υπάρχει εναλλαγή της οικονομικής κρίσης με την ανάπτυξη επικρατεί η επίδραση του κινήτρου.
Καταναλωτική εμπιστοσύνη και εγκλήματα κατά της περιουσίας
Οι Rosenfeld & Fornango (2007), πρωτοπορούν και παράλληλα με την ανεργία και την οικονομική ανάπτυξη χρησιμοποίησαν, επιπλέον, ως δείκτη της οικονομικής κατάστασης, την ‘καταναλωτική εμπιστοσύνη’ (ΚΕ) σε σχέση με εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας στις ΗΠΑ μεταξύ των ετών 1970-2003 και διαπίστωσαν τα εξής: H ΚΕ φάνηκε να έχει σημαντική επίδραση σ’ όλα τα εγκλήματα που εξέτασαν (σύγχρονα και με καθυστέρηση), εκτός από τις κλοπές τροχοφόρων. Επιπλέον, η επίδραση που ασκεί είναι ανεξάρτητη του ποσοστού ανεργίας και της οικονομικής ανάπτυξης και είναι δυνατόν να ερμηνεύει την ποσοστιαία μείωση των εγκλημάτων κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’90.
Όσον αφορά την Ελλάδα, οι σχετικές έρευνες – σε μακροεπίπεδο ανάλυσης με χρήση εναλλακτικών οικονομικών δεικτών – δεν έχουν αναπτυχθεί σημαντικά[15].
Ωστόσο, πρόσφατα, ερευνήθηκαν οι μακροχρόνιες και οι βραχυχρόνιες τάσεις κοινωνικο- οικονομικών μεταβλητών σε σχέση με την γενική εγκληματικότητα. Σ’ έρευνα των Dritsakis N. & A. Gkanas (2009), για το χρονικό διάστημα 1971-2004, στην Ελλάδα, διερευνήθηκε με την μέθοδο της συνολοκλήρωσης [16], το ΑΕΠ κατά κεφαλή, και η ανεργία σε σχέση με το σύνολο των εγκλημάτων. Η έρευνα έδειξε κοινές βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες τάσεις ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικο-οικονομικών μεταβλητών που εξετάστηκαν και του συνόλου των εγκλημάτων. Αυτό το αποτέλεσμα δείχνει ότι η γενική εγκληματικότητα ακολουθεί τις τάσεις των οικονομικών κύκλων, αλλά ενώ η αύξηση του εισοδήματος έδειξε να ενεργοποιεί τις εγκληματικές ευκαιρίες, το κίνητρο για εγκληματική συμπεριφορά ενεργοποιείται από την αύξηση της ανεργίας.
Σε δική μας έρευνα (Μπουγάδη Στ., 2015) σχετικά με την διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των οικονομικών συνθηκών και των διαπραχθέντων εγκλημάτων κατά της περιουσίας (στατιστική της αστυνομίας), ανά 100.000 κατοίκους, στην Ελλάδα για την περίοδο 1999-2009 με τη χρήση στατιστικών μοντέλων διμεταβλητής και πολυμεταβλητής ανάλυσης παλινδρόμησης, προέκυψε ότι οι οικονομικές συνθήκες την περίοδο αυτή επηρέασαν τα εγκλήματα κατά της περιουσίας.
Ειδικότερα, διαπιστώσαμε ότι ο ισχυρότερος από τους οικονομικούς παράγοντες που εξετάστηκαν[18] (συγχρονικά και με χρονική καθυστέρηση ένα έτος) για την επίδρασή τους στο σύνολο των εγκλημάτων κατά της περιουσίας είναι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ, το ίδιο έτος με τα εγκλήματα αυτά και η σχέση τους είναι αντιστρόφως ανάλογη: αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των εγκλημάτων κατά της περιουσίας και αντίστροφα η μείωση του να τα αυξήσει, ενεργοποιώντας έτσι το κίνητρο για ανάληψη εγκληματικής δράσης.[19] Αντίθετα, δεν επαληθεύτηκε η υπόθεση της επίδρασης του κινήτρου για την διάπραξη εγκλημάτων κατά της περιουσίας λόγω της ανεργίας, αλλά επαληθεύτηκε η υπόθεση της μείωσης των ευκαιριών (π.χ. ελκυστικών στόχων και αγαθών) και της αύξησης της ‘επιτήρησης’ των σπιτιών, που μπορεί να επιφέρει η αύξηση των ανέργων και επακόλουθα η πιθανότητα να οδηγήσει σε μείωση των εγκλημάτων κατά της περιουσίας.
Η εν λόγω έρευνα έδειξε ότι τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, έτσι όπως καταγράφηκαν από την αστυνομία την περίοδο αυτή στη χώρα μας, επηρεάστηκαν από τις επιδράσεις του κινήτρου, που κινητοποιήθηκε σε χρονιές που οικονομία παρουσίαζε ύφεση, ενώ σε χρονιές οικονομικής ανάπτυξης κινητοποιήθηκαν οι εγκληματικές ευκαιρίες, κυρίως, για το βίαιο έγκλημα, όπως τις ληστείες και το πιο ‘εκλεπτυσμένο’ όπως οι διακεκριμένες κλοπές και οι απάτες και γενικά τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων[20].
Επιπρόσθετα, η αρνητική (αντιστρόφως ανάλογη) σχέση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που προέκυψε αρχικά στις διμεταβλητές αναλύσεις (κυρίως για τις κλοπές και τις ληστείες) κατασβέστηκε από την επίδραση των υπολοίπων μεταβλητών στα πολυμεταβλητά μοντέλα. Τέλος, προέκυψε θετική σχέση του ΑΕΠ κατά κεφαλή με τα εγκλήματα κατά της περιουσίας (αύξηση του ΑΕΠ κατά κεφαλή μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εγκλημάτων αυτών και αντίστροφα), υποδηλώνοντας ότι ο οικονομικός αυτός δείκτης αποτυπώνει τις παράνομες εισοδηματικές ευκαιρίες.[21]
Ωστόσο, από την έρευνά μας δεν επαληθεύτηκε η επίδραση του κινήτρου με καθυστέρηση και η άμεση (ταυτόχρονη) επίδραση της ευκαιρίας, όπως υποστήριξαν οι Cantor and Land (1985)[22], αντιθέτως φάνηκε ότι το εγκληματικό κίνητρο δρα άμεσα μέσω των διακυμάνσεων του ρυθμού ανάπτυξης, ενώ οι εγκληματικές ευκαιρίες με καθυστέρηση, μέσω των διακυμάνσεων του ΑΕΠ κατά κεφαλή και της ανεργίας. Πάντως, σε κανένα πλήρες πολυμεταμεταβλητό στατιστικό υπόδειγμα (model)[23] δεν επικράτησε μη – οικονομικός παράγοντας, οπότε συμπεράναμε ότι οι οικονομικές επιδράσεις αναδεικνύονται ισχυρότερες των δημογραφικών[24] και αποτρεπτικών παραγόντων[25], χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι οι μοναδικές που επενεργούν στα εγκλήματα κατά της περιουσίας, καθώς μέσα στην κοινωνία η αλληλεπίδραση μεταξύ όλων των παραγόντων είναι ισχυρή και αδύνατη η αποσύνδεσή τους από το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Συμπερασματικά, από την ανωτέρω ανασκόπηση προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ της οικονομικής κρίσης και των εγκλημάτων κατά της περιουσίας εξαρτάται τόσο από το είδος του εγκλήματος που θα μελετηθεί όσο και από τον οικονομικό δείκτη μέσω του οπίου θα αποτυπωθεί η κατάσταση της οικονομίας. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των νεότερων εμπειρικών ερευνών, είναι πιθανό, σε περιπτώσεις οικονομικής δυσπραγίας να υπερισχύει η επιρροή του κινήτρου, ενώ σε περιπτώσεις οικονομικής ανάπτυξης η επιρροή της ευκαιρίας. Φαίνεται επίσης, ότι τα βίαια εγκλήματα κατά της περιουσίας, όπως η ληστεία και όχι γενικά τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, επηρεάζονται ραγδαία σε περιπτώσεις οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω εμπειρική διερεύνηση, ώστε να υποστηριχθεί με συνέπεια, τόσο η καταλληλότητα των δεικτών για την αποτίμηση της οικονομικής κατάστασης μιας χώρας , όσο και η ικανότητα αυτών για την επαρκή εξήγηση των εγκλημάτων κατά της περιουσίας, καθώς και η επεξήγηση του ρόλου τους στη σχέση αυτή: αν δηλαδή υποκινούν και κατά πόσο το κίνητρο ή τις ευκαιρίες για την διάπραξή τους. Πάντως, όπως ορθά έχει λεχθεί «είναι ανώφελος ένας ακριβής παραλληλισμός μεταξύ του εγκλήματος και των οικονομικών συνθηκών»[26], λόγω της πολυπλοκότητας της κοινωνικής δομής της οποίας ο διαχωρισμός των επιμέρους στοιχείων της (εδώ της οικονομίας) δεν μπορεί να αποτελεί παρά μια εννοιολογική κατασκευή, ένα εργαλείο στα χέρια του κοινωνικού επιστήμονα που καλείται να αναλύσει και να ερμηνεύσει τα κοινωνικά φαινόμενα (εδώ το έγκλημα).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Arvanites Τ. and Defina R., Business Cycles and Street Crime, Criminology, Vol.44, 2006, pp. 139-164
Becker S.G., “Crime and Punishment: An Economic Approach”, Journal of Political Economy, Vol. 76, 1968, σ. 169-217.
The Economic approach to Human Behavior, The University of Chicago Press, Chicago and London, 1976.
Buonanno P., ‘Crime and Labor Market Opportunities In Italy (1993-2002)’.Review of Labor Economics and Industrial Relations, Vol.20.(4), 2006, pp. 601-624
Box St., Recession, Crime and Punishment, Macmillan, London, 1987\
Carmichael F. & R. Ward, ‘Young unemployment and crime in the English regions and Wales’, Applied Economics, 32, 2000, pp. 559-571
Cantor D. & K. C. Land, “UNEMPLOYMENT AND CRIME RATES IN THE POST-WORLD WAR II UNITED STATES: A THEORETICAL AND EMPIRICAL ANALYSIS”, American Sociological Review, Vol. 50, June 1985, 317-332
Chambliss J. W., “Toward a Political Economy of Crime”, Theory and Society, 2, 1975, pp. 149- 170
Chamlin B.M. & Cochran K.J. “Unemployment, Economic Theory, and Property Crime: A Note on Measurement”, Journal of Quantitative Criminology, Vol. 16, No 4, 2000, σ. 443-455
Chiricos T., “Rates of crime and unemployment: An analysis of aggregate research evidence”, Social Problems,1987, 34, pp.187-212
Cohen E.L. & M. Felson, “SOCIAL CHANGE AND CRIME RATE TRENDS: A ROUTINE ACTIVITY APPROACH”, American Sociological Review, Vol. 44, 1979, pp. 588-608.
Conseil de l’Europe, « Crise économique et criminalité », Comité européen pour les problèmes criminels, Strasbourg, 1985
Cook P.J. & G.A. Zarkin, Crime and the Business Cycle, Journal of Legal Studies, 1985 pp. 115-128
Detotto Cl. & E. Otranto, ‘Cycles in Crime and Economy: Leading, Lagging and Coincident Behaviors’, J.Quant.Criminol. (DOI 101007/S10940-011-9139-5),Springer, First published Online, 09 July 2011(σ. 23)
Deutsch J., U. Spiegel, & J. Templeman, 1992 “Crime and Economic Inequality: An Economic Approach.” Atlantic Economic Journal, 1992, 20:4, 46-54.
Dritsakis N. & A. Gkanas, ‘The effect of sosio-economic determinants on crime rates: An empirical research in the case of Greece with cointegration analysis’, International Journal of Economic Sciences and Applied Research, ISSN 1791-3373, Vol. 2, Iss. 2, pp. 51-64, 2009
Durkheim E., « Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου» Λ.Μ. Μουσούρου (μτφρ.) στο Φαρσεδάκης Ιακ., «Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας», ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΑΘΗΝΑ 1990, σελ. 347-360 (Αρχική εκδ. Durkheim E , De la Division du Travail Social, Paris, Félix Alcan, 1893).
Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», Ελλ. Εκδ., ΠΑΠΥΡΟΣ, τ. 8ος Αθήνα 1991
Fajnzylber P. et al., «What Causes violent crime?” European Economic Review, 46, 2002, pp. 1323-1357
Edman Κ., ‘Unemployment and Crime: Is there a Connection?’, Scandinavian Journal of Economics, 107 (2), 2005 pp. 353-373
Ehrlich I., “Participation in Illegitimate Activities: A theoretical and Empirical Investigation”, Journal of Political Economy, Vol. 81, Νο 3, 1973, pp. 521-565
Entorf H. & H. Spengler, ‘Socioeconomic and demographic factors of crime in Germany. Evidence from panel data of the German states’, International Review of Law and Economics 20, 2000,pp. 75-106
Felson Μ., “Routine Activities and Crime Prevention in the Developing Metropolis”, στο Cote S., Criminological Theories Bridging the Past to the Future”, Sage Publications, Thousand Oaks, London, New Delhi 2002
Field S., «Economic Cycles and crime in Europe», στο «Crime and economy», Reports presented to the 11th Criminological colloquium (1994), Council of Europe Publishing 1995, pp. 53-72.
Fajnzylber P. et al., «What Causes violent crime?” European Economic Review, 46, 2002, pp. 1323-1357
Ζαραφωνίτου Χρ., «ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ», ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ , ΑΘΗΝΑ, 1995
Hale C. & D. Sabbagh, Testing the Relationship between Unemployment and Crime: A Methodological Comment and Empirical Analysis Using Time Series Data from England and Wales, Journal of Research in Crime and Delinquency, 28, 1991, pp. 400-417
Hirschi Τ., Causes of Delinquency, University of California Press, Berkeley 1969
Hirschi T.& M.R. Gottfredson, The Generality of Deviance, Transaction Publishers, New Brunswick and London 1994
Hughes Μ. and T.J. Carter, “A Declining Economy and Sociological Theories of Crime: Predictions and Explications”, in K.N. Wright, Crime and Criminal Justice in a Declining Economy, Gum and Hain Publ., Cambridge 1981, σ. 5-25
Jiho Jank “Economic crisis and its consequences”, Social Indicators Research, 62-63, 2003, pp. 51-70
LaFree, G., “Declining violent crime rates in the 1990s: Predicting crime booms and busts”, Annual Review of Sociology, 25, 1999, pp. 145–168.
LaFree G.D. & E.L. Kick, “Cross – National Effects of Developmental, Distributional, and Demographic Variables on Crime: A Review and Analysis”, Α paper presented at the annual meetings of the American Sociological Association, Detroit 1983
Lea J. & J. Young, “Relative deprivation”, in ΜcLaughlin E. J. Muncie and G. Hughes “Criminological Perspectives. Essential Readings”, 2nd edition, Sage Publications, London, Thousand Oaks, New Delhi 2003, σελ. 142-150 (Αρχική έκδοση: 1982)
Levitt St., “Alternative strategies for identifying the link between unemployment and crime” Journal of Quantitative Criminology, 17 (4), 2001, pp. 377-390
Young J., The exclusive society: Social exclusion, Crime and Difference in Late Modernity, Sage Publications Ltd., 1999
Majid Maddah, “ An Empirical analysis of the relationship between unemployment and theft crimes”, International Journal of Economics and Financial Issues,Vol. 3, 1, 2013, pp. 50-53
Mehlum H., Moene K., Torvik R, “Crime induced poverty traps”, Journal of Development Economics, 2005 (Available on line, URL:http://www. svt.ntnu.no/iso/ragnar.torvik/jderev09.pdf )
Merton K. R., «Social Structure and anomie», American Sociological Review, vol.3, 1938.
Social theory and Social structure, Enlarged edition, The Free Press, New York, 1968.
Μπουγάδη Στ., «Από την φτώχεια στον κοινωνικό αποκλεισμό. Η διαδρομή, ‘εικόνες’ της φτώχειας και οι διαστάσεις του φαινομένου στην Ελλάδα σήμερα», Μεταπτυχιακή εργασία, ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: “Oι εγκληματολογικές όψεις του κοινωνικού αποκλεισμού”, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1999.
“ “ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: H σχέση μεταξύ των οικονομικών συνθηκών και των εγκλημάτων κατά της περιουσίας στην Ελλάδα την περίοδο 1999-2009», ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Ψυχολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Τομέας Εγκληματολογίας, Αθήνα 2015
Pyle D. J. & Deadman, D.F. ‘Crime and the Business Cycle in Post – War Britain’, British Journal of Criminology, 34, 1994, pp. 339-57
Raphael S. & R. Winter – Ebmer, ‘Identifying the effect of unemployment on crime’, Journal of Law and Economics, 44 , 2001, pp. 259-283
Rosenfeld R. & St. Messner, ‘The crime drop in comparative perspective: the impact of the economy and imprisonment on American and European Burglary rates’, The British Journal of Sociology, 60 (3), 2009, pp.445-471
Rosenfeld R. & R. Fornango, ‘The Impact of Economic Conditions on Robbery and Property Crime: The Role of Consumer Sentiment’, Criminology,45,4,2007 pp. 735-769
Sang-Weon K. & W.A. Pridemore, ‘Social Change, Institutional Anomie and serious property crime in transitional Russia’, Brit.J.Criminology, 45, 2005 pp. 81-97
Saridakis G. & H. Spengler, ‘Crime, “Deterrence and Unemployment in Greece: A panel data approach”, Discussion Papers,853, DIW BERLIN (Deutsches Institut für Wirtschaftsforschung), 2009, Available at URL: http://www.diw.de/english/products/publications/discussion_papers/27539.html
Stack S., ‘Income Inequality and Property Crime. A Cross – National Analysis of Relative Deprivation theory’, Criminology,1984 Vol. 22, 2, pp.229-256
Τσίγκανου Ι., «Η γνώση μας για το έγκλημα μέσα από δευτερογενείς πηγές και ποσοτικοποιήσεις: Oυσιαστικά ζητήματα και μεθοδολογικοί προβληματισμοί», Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, 129Β΄, 2009, σ. 5-31.
Turner C.Fr. & M. Carballo “Argentina: Economic disaster and the rejection of the political class”, Comparative Sociology, Vol.4, issue1-2, 2005, pp.175-206
United Nations Office on Drugs and Crime, Monitoring the Impact of Economic Crisis on Crime, UNODC Statistics and Surveys Section (SASS) 2011, pp. 1-70
Van Dijk J.J.M., “Opportunities for Crime: A Test of the Rational-Interactionist Model”, in Crime and economy, Reports presented to the 11th Criminological colloquium (1994), Council of Europe Publishing, 1995, σ. 97-145
Witt R., A. Clarke and N. Fielding, ‘Crime, earning inequality and unemployment in England and Wales’, Applied Economics Letters, 5, 1998, pp.265-267
Wright K, “ Economic Adversity, Reindustrialization, and Criminality, in K. N. Wright, Crime and Criminal Justice in a Declining Economy, Gum and Hain Publ., Cambridge 1981, σ. 51-68.
* Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος
- «οικονομικές κρίσεις» ή αλλιώς «οικονομικές υφέσεις» αποτελούν «διαταραχές της οικονομικής δραστηριότητας που προκαλούνται από μεταβολές των οικονομικών μεγεθών και αποτελούν μέρος των λεγόμενων οικονομικών διακυμάνσεων…. Στις αναπτυγμένες οικονομίες χαρακτηριστικός προάγγελος μιας οικονομικής κρίσης είναι η κατάρρευση του συστήματος τιμών και μετοχών.(Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Ελλ. Εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα, 1991, τ. 8ος , σ. 291) Οι συνέπειες των οικονομικών κρίσεων είναι τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές. Την πιο άμεση επίδραση ασκούν στο τομέα της απασχόλησης: πάγωμα των μισθών και ανεργία. Συνεπακόλουθα, δημιουργούν μειωμένη εμπιστοσύνη στο οικονομικό σύστημα αλλά και στο πολιτικό, διακόπτουν την οικονομική δραστηριότητα, πολλές επιχειρήσεις οδηγούνται σε πτώχευση και ακολουθούν: αύξηση της φτώχειας, των αστέγων, των αποκλήρων . Μάλιστα , η δραματική αυτή κατάσταση αργεί να αλλάξει ακόμα και όταν η κρίση πάψει να υφίσταται. Απαιτείται χρόνος για την επαναφορά στην κανονική λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας και λήψη κρατικών μέτρων για την ανακούφιση των ομάδων που έχουν πληγεί. (Πρβλ. ενδεικτ. Jiho Jank, 203, Turner C.fr.& Carballo M., 2005).
- Με άλλα λόγια, στις χώρες που βρίσκονται σε οικονομική ανάπτυξη το έγκλημα αυξάνεται λόγω αύξησης των παραγόντων της ευκαιρίας (πιο ελκυστικοί στόχοι σε συνδυασμό με την μειωμένη επιτήρηση), σε αντίθεση με τις υπό ανάπτυξη χώρες, στις οποίες η ενασχόληση με εγκληματικές δραστηριότητες οφείλεται στο οικονομικό κίνητρο. Πρβλ. La Free & Kick, 1983 σύμφωνα με τους οποίους τόσο τα κίνητρα όσο και οι ευκαιρίες για την διάπραξη κλοπών διαφέρουν από χώρα σε χώρα ανάλογα με το επίπεδο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης που παρουσιάζει.
- Συγκεκριμένα η έρευνα αφορούσε: την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, την Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική , την Βόρεια και Ανατολική Ασία, την Δυτική Ευρώπη, τις Η.Π.Α., τον Καναδά, την Αυστραλία και την Νέα Ζηλανδία.
- Χρησιμοποίησαν στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη από την Παγκόσμια Τράπεζα (1998) και στοιχεία για την εγκληματικότητα από τα Ηνωμένα Έθνη (1999).
- Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα για τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες επιπροσθέτως την περίοδο της έρευνας υπέστησαν δραματικές αλλαγές όπως η Ρωσία, η Λιθουανία, το Καζακστάν, η Ουκρανία και το Κιργιστάν.
- Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης προκύπτει από δειγματοληπτικές έρευνες που διενεργούνται στο κοινό και αφορούν ερωτήματα που έχουν σχέση είτε με την κατάσταση της οικονομίας και τις προσδοκίες που έχουν τα άτομα, είτε για τις προθέσεις τους να ξοδέψουν χρήματα για σημαντικές αγορές αγαθών ή υπηρεσιών, στο άμεσο μέλλον.
- Βόρεια (Δανία), Βορειοδυτική (Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ολλανδία) Νότια και Ανατολική (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Ιταλία).
- Αν και η μείωση των διαρρήξεων γίνεται με καθυστέρηση στην Ευρώπη απ’ ότι τις ΗΠΑ και η μείωσή τους είναι μικρότερη.
- Η ανάλυση όμως έδειξε ότι αυτό οφείλεται στην Ιταλία , όπου το 2006 , αλλάζοντας την νομοθεσία της, απελευθέρωσε 12.000 εγκλείστους. Όταν η Ιταλία αποκλείεται από το δείγμα, τότε η σχέση φυλακισμένων και διαρρήξεων παραμένει αρνητική αλλά δεν είναι πλέον στατιστικά σημαντική.
- Ωστόσο ,όταν οι ερευνητές εξαιρούν τις ΗΠΑ από το πλήρες μοντέλο, οι συσχετίσεις συνεχίζουν να είναι στατιστικά σημαντικές και ενδυναμώνονται.
- Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτό το αποτέλεσμα αντανακλά την ευμεταβλητότητα (‘extreme volatility’) του δείκτη ΚΕ στην Ελλάδα, για τα έτη 1993-2006. Οι ερευνητές παραδέχονται ότι είναι δύσκολο να ερμηνεύσουν αυτές τις απότομες αλλαγές στην ΚΕ των Ελλήνων. (Rosenfeld R. & St. Messner, 2009, σ. 461).
- Οι εν λόγω μελέτες αφορούν συνήθως μικρότερο επίπεδο ανάλυσης από ότι εξετάζουμε εδώ, δηλαδή διενεργούνται σε επίπεδο κοινότητας (community level) ή περιφέρειας.
- Οι έρευνες αυτές κερδίζουν όλο και πιο πολύ έδαφος λόγω των οικονομικών υφέσεων που σημειώνονται τελευταία στην παγκόσμια οικονομία.
- Μη παραμετρητικές στατιστικές διαδικασίες χρησιμοποιούνται για κλίμακες διαστημάτων ή αναλογικές κλίμακες (ratio scale).
- Στο παρελθόν έχουν εκπονηθεί έρευνες που αφορούν κυρίως τη φτώχεια (εισόδημα ή μισθοί), την εισοδηματική ανισότητα και την ανεργία αλλά ενδιαφέρονταν για τη διαπίστωση του μεγέθους αυτών των δεικτών και τις πιθανές επιδράσεις τους σε διάφορους κοινωνικο-οικονομικούς τομείς (εκπαίδευση, εργασία, υγεία) και σπάνια εξέταζαν τη σχέση μεταξύ αυτών των δεικτών και του εγκλήματος. Επίσης, κατά καιρούς, δημοσιεύονται μελέτες σχετικά με την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των κρατουμένων ή των καταδικασθέντων (βλ. ενδεικτικά, Μπουγάδη Στ., 1999 και τις εκεί αναφορές).
- Πρόκειται για μια σχετικά νέα μέθοδο της οικονομετρίας που έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως σε χρηματικο-οικονομικές μελέτες ενώ στο εγκληματολογικό πεδίο, από τους πρώτους την εφάρμοσαν ήταν οι Hale & Sabbagh (1991). Ουσιαστικά, αφορά μια στατιστική διερεύνηση της ύπαρξης μακροχρόνιων σχέσεων ισορροπίας μεταξύ δύο μεταβλητών.
- Στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής με τίτλο «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: H σχέση μεταξύ των οικονομικών συνθηκών και των εγκλημάτων κατά της περιουσίας στην Ελλάδα την περίοδο 1999-2009» ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Ψυχολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Τομέας Εγκληματολογίας, Αθήνα 2015.
- Ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ, ποσοστό ανεργίας, ΑΕΠ κατά κεφαλή – έτος βάσης 2005 και δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης: Πηγές οικονομικών δεδομένων: ΕΛ.ΣΤΑΤ., EUROSTA, AMECO.
- Αναφερόμαστε εδώ στο σύνολο των διαπραχθέντων εγκλημάτων κατά της περιουσίας ανά 100.000 κατοίκους, αλλά ανάλογα με το αδίκημα παρουσιάστηκαν διαφοροποιήσεις των επιδράσεων των οικονομικών μεταβλητών. Πηγή εγκληματολογικών δεδομένων: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ.
- Όπως έδειξε η στατιστική ανάλυση τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων σχετίζονται σημαντικά με τους περισσότερους από τους προσδιοριστικούς παράγοντες που εξετάσαμε και όχι μόνο με τους οικονομικούς. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι δεν είναι αμιγώς οικονομικώς υποκινούμενα, δηλαδή δεν διαπράττονται λόγω προσπορισμού, αλλά πιθανά λόγω απληστίας.
- Επιβεβαιώνοντας έτσι τις παρατηρήσεις άλλων ερευνητών σχετικά με την σημασία που διαδραματίζει για την ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων η χρήση διαφορετικών οικονομικών δεικτών (Entorf & Spengler, 2000, Dritsakis N. & A. Gkanas, 2009, Detotto & Otranto, 2011).
- Βλ. σχ.αν.
- Δηλαδή στο στατιστικό μοντέλο όπου εξετάστηκαν όλες οι μεταβλητές συγχρονικά και με καθυστέρηση ενός έτους από την διάπραξη των εγκλημάτων.
- Ποσοστό νέων και μεταναστών στο πληθυσμό
- Αριθμός αστυνομικών ανά 100.000 κατ. και αριθμός φυλακισμένων καταδίκων επίσης ανά 100.000 κατ.
- 26. It is futile to expect an exact parallelism between crime and economic conditions” (βλ. σχ. Wright K, 1981, σ.53 και όπως αναφ. στον Radzinowicz, 1977).