Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη νόμιμη μοίρα υπό το φως της παραβολής του Ασώτου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

 Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα

για τη νόμιμη μοίρα υπό το φως

της παραβολής του Ασώτου

(Λουκάς ΙΕ´, 11-32)

Αποστολος Σ. Γεωργιαδης*

Ι. Εισαγωγή

Η παραβολή του Άσωτου Υιού, που περιέχεται στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο (κεφ. ΙΕ´ στ. 11 επ.) της Καινής Διαθήκης, συνιστά μια απαράμιλλης ομορφιάς αποτύπωση της αξίας της αληθινής μετάνοιας και της απέραντης αγάπης του Θεού-πατέρα για τον άνθρωπο. Ως τέτοια, αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάθε Χριστιανό, θα έλεγα για κάθε άνθρωπο. Η ενασχόληση ενός νομικού με ένα τέτοιο κείμενο ενδέχεται εκ πρώτης όψεως να ξενίζει. Όμως, η εμβάθυνση στο ευαγγελικό αυτό κείμενο παρουσιάζει στην πραγματικότητα μεγάλο ενδιαφέρον γιατί η παραβολή του Ασώτου ενέχει και στοιχεία κληρονομικού δικαίου. Έτσι, αποδεικνύεται ότι η κληρονομική διαδοχή και το κληρονομικό δίκαιο υπό την ευρεία του έννοια ήταν από τα βασικά μελήματα των ανθρώπων ήδη από την εποχή του Ιησού.

Βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το δίκαιο εκείνης της εποχής ήταν αρκετά διαφορετικό σε σχέση με το σημερινό. Όμως, μέσα από την επισήμανση αυτών των διαφορών –αλλά και την αναζήτηση ενδεχόμενων στοιχείων επαφής– μας δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε καλύτερα τη λογική και τις βασικές αρχές του κληρονομικού δικαίου του Αστικού Κώδικα γενικά και του δικαίου της νόμιμης μοίρας ειδικότερα. Παράλληλα, επειδή είναι γνωστό ότι οι παραβολές του Ιησού έχουν και συμβολικό χαρακτήρα, αξίζει ακόμη να ερευνηθεί μήπως από το βαθύτερο νόημα της παραβολής μπορούν να συναχθούν ορισμένα διδάγματα σχετικά με το δίκαιο.

ΙΙ. Η παραβολή του Άσωτου Υιού

Πριν ξεκινήσουμε την έρευνα των νομικών προεκτάσεων της κορυφαίας αυτής παραβολής, αξίζει να θυμηθούμε το κείμενό της: «11. Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς· 12. Και είπεν ο νεώτερος αυτών προς τον πατέρα, Πάτερ, δός μοι το ανήκον μέρος της περιουσίας. Και διεμοίρασεν εις αυτούς τα υπάρχοντα αυτού. 13. Και μετ’ ολίγας ημέρας συνάξας πάντα ο νεώτερος υιός, απεδήμησεν εις χώραν μακράν· και εκεί διεσκόρπισε την περιουσίαν αυτού ζων ασώτως. 14. Αφού δε εδαπάνησε πάντα, έγινε πείνα μεγάλη εν τη χώρα εκείνη, και αυτός ήρχισε να στερήται. 15. Τότε υπήγε και προσεκολλήθη εις ένα των πολιτών της χώρας εκείνης· όστις έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού δια να βόσκη χοίρους. 16. Και επεθύμει να γεμίση την κοιλίαν αυτού από των ξυλοκεράτων τα οποία έτρωγον οι χοίροι· και ουδείς έδιδεν εις αυτόν. 17. Ελθών δε εις εαυτόν, είπε, Πόσοι μισθωτοί του πατρός μου περισσεύουσιν άρτον, και εγώ χάνομαι υπό της πείνης! 18. Σηκωθείς θέλω υπάγη προς τον πατέρα μου, και θέλω ειπεί προς αυτόν, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· 19. Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου· κάμε με ως ένα των μισθωτών σου. 20. Και σηκωθείς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. Ενώ δε απείχεν έτι μακράν, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαχνίσθη· και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού, και κατεφίλησεν αυτόν. 21. Είπε δε προς αυτόν ο υιός, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου. 22. Και ο πατήρ είπε προς τους δούλους αυτού, Φέρετε έξω την στολήν την πρώτην, και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτυλίδιον εις την χείρα αυτού, και υποδήματα εις τους πόδας. 23. Και φέροντες τον μόσχον τον σιτευτόν σφάξατε, και φαγόντες ας ευφρανθώμεν· 24. Διότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήτο, και ανέζησε· και απολωλώς ήτο, και ευρέθη. Και ήρχισαν να ευφραίνονται. 25. Ήτο δε ο πρεσβύτερος αυτού υιός εν τω αγρώ· και καθώς ερχόμενος επλησίασεν εις την οικίαν, ήκουσε συμφωνίαν και χορούς. 26. Και προσκαλέσας έναν των δούλων ηρώτα τι είναι ταύτα. 27. Ο δε είπε προς αυτόν, Ότι ο αδελφός σου ήρθε· και έσφαξεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, διότι απήλαυσεν αυτόν υγιαίνοντα. 28. Και ωργίσθη, και δεν ήθελε να εισέλθη. Εξήλθε λοιπόν ο πατήρ αυτού, και παρεκάλει αυτόν. 29. Ο δε αποκριθείς είπε προς τον πατέρα, Ιδού, τόσα έτη σε δουλεύω, και ποτέ εντολής σου δεν παρέβην· και εις εμέ ουδέ ερίφιον έδωκας ποτέ, για να ευφρανθώ μετά των φίλων μου· 30. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήρθεν, έσφαξας δι’ αυτόν τον μόσχον τον σιτευτόν. 31. Ο δε είπε προς αυτόν, Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού είσαι· και πάντα τα εμά σά είναι· 32. Έπρεπε δε να ευφρανθώμεν και να χαρώμεν, διότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήτο, και ανέζησε· και απολωλώς ήτο και ευρέθη». Στο σημείο αυτό τελειώνει η παραβολή χωρίς την απάντηση του μεγαλύτερου γιου.

ΙΙΙ. Η παραβολή υπό το φως του τότε ισχύοντος δικαίου

Στην προβληματική του κληρονομικού δικαίου μας εισάγει ήδη η δεύτερη φράση της παραβολής: «Πάτερ, δός μοι το ανήκον μέρος της περιουσίας», λέει ο νεότερος γιος στον πατέρα του. Προκαταβολικά βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι σαφές σε τι ακριβώς αναφέρεται το χωρίο αυτό. Τούτο διότι ο όρος «κληρονομία», τον οποίο ο Λουκάς γνωρίζει και χρησιμοποιεί αλλού (Λουκάς ΙΒ´, 13), δεν απαντά πουθενά στο κείμενο της παραβολής[1]. Αντ’ αυτού, ο γιος ζητά από τον πατέρα, κατά το πρωτότυπο κείμενο, το «επιβάλλον μέρος της ουσίας»· το μερίδιο αυτό αναφέρεται, μετά την αποδημία του γιου, απλώς ως «ουσία», δηλαδή περιουσία (Λουκάς ΙΕ´, 13)· ενώ αργότερα ο μεγάλος γιος αποκαλεί το κομμάτι αυτό «βίον» του πατέρα (Λουκάς ΙΕ´, 30), δηλαδή τα απαραίτητα για τη διαβίωσή του. Ωστόσο, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι ο νεότερος γιος ζητά από τον πατέρα να του δώσει το μέρος που του αναλογούσε στην πατρική περιουσία κατά το δίκαιο της εποχής.

Στον χρόνο και στον τόπο που διαδραματίζεται η παραβολή ίσχυε ο ιουδαϊκός νόμος. Σύμφωνα με αυτόν ο πρωτότοκος γιος κληρονομούσε τα 2/3 της πατρικής περιουσίας, στα οποία συνήθως περιλαμβανόταν και το κτήμα της οικογένειας. Το υπόλοιπο 1/3 μοιραζόταν στους υπόλοιπους γιους σε ίσα μερίδια. Η ρύθμιση αυτή του ιουδαϊκού νόμου διατυπώνεται εναργώς στο Δευτερονόμιο, το πέμπτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, όπου στο Κεφάλαιο ΚΑ΄ (στ. 15-17) διαβάζουμε τα εξής κατ’ απόδοση στη Δημοτική: (15) «Αν κάποιος έχει δύο γυναίκες, τη μια που αγαπάει και την άλλη που μισεί, και του γεννήσουν παιδιά, εκείνη που αγαπάει και εκείνη που μισεί, και ο πρωτότοκος γιος είναι εκείνης που μισεί, (16) τότε την ημέρα που μοιράζει στους γιούς του την περιουσία του, δεν μπορεί να κάνει πρωτότοκο τον γιο εκείνης που αγαπάει, παραβλέποντας τον γιο εκείνης που μισεί, τον αληθινά πρωτότοκο· (17) αλλά, θα αναγνωρίσει τον γιο εκείνης που μισεί ως πρωτότοκο, δίνοντας σ’ αυτόν διπλάσιο μερίδιο από όλα τα υπάρχοντά του· επειδή είναι η αρχή της δύναμής του· σ’ αυτόν ανήκουν τα πρωτοτόκια»[2].

Επομένως, στην οικογένεια της παραβολής ο μεγάλος γιος δικαιούτο τα 2/3 και ο μικρός το εναπομείναν 1/3 της περιουσίας του πατέρα, εφόσον δεν υπήρχε στην οικογένεια άλλος γιoς. Η άκαμπτη διατύπωση του παραπάνω χωρίου παρέχει ισχυρές ενδείξεις για το ότι η ελευθερία διάθεσης της περιουσίας ενός προσώπου αιτία θανάτου ήταν μάλλον ελάχιστη στο πλαίσιο του ιουδαϊκού νόμου[3].

Αυτό όμως που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση αναφορικά με το αίτημα του μικρότερου γιου είναι ότι αυτός ουσιαστικά ζητάει να πραγματοποιηθεί η κληρονομική διαδοχή, ενόσω ο πατέρας του ακόμη ζει. Τούτο, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, δεν ήταν άγνωστο στο δίκαιο της εποχής εκείνης. Πράγματι, ο ιουδαϊκός νόμος επέτρεπε στον πατέρα, υπό ορισμένες συνθήκες, να μοιράσει εν ζωή την περιουσία του στα τέκνα του. Ωστόσο, επειδή υπήρχε ο φόβος ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να τίθετο σε κίνδυνο η διαβίωση του πατέρα στα γεράματά του, προβλέπονταν δύο ασφαλιστικές δικλείδες: Πρώτον, η όλη διαδικασία της διανομής της κληρονομίας εν ζωή μπορούσε να τεθεί σε κίνηση μόνο από τον πατέρα, ποτέ με αίτημα του γιου. Και δεύτερον, με τη διανομή αυτή τα τέκνα αποκτούσαν μεν «δικαιώματα ιδιοκτησίας» στην κληρονομία, όμως ο πατέρας διατηρούσε μέχρι τον θάνατό του σημαντικά δικαιώματα επ’ αυτής. Συγκεκριμένα, όσο ζούσε ο πατέρας, σε αυτόν ανήκε κάθε έσοδο, τόκος και καρπός από την κληρονομιαία περιουσία· και αν τυχόν ο γιος εκποιούσε αντικείμενα της κληρονομίας, ο αγοραστής αποκτούσε την κατοχή αυτών μόλις με και από τον θάνατο του πατέρα.

Πράγματι, στην παραβολή έχουμε πλήθος ενδείξεων που φανερώνουν ότι ο πατέρας διατηρούσε κάποιου είδους έλεγχο στην περιουσία παρά τη διανομή της στους γιους. Η ισχυρότερη από αυτές είναι ότι έχει την εξουσία, κατά τον εορτασμό της επιστροφής του Ασώτου, να διατάξει να σφάξουν τον «μόσχο τον σιτευτό», δηλαδή ένα πολύτιμο κομμάτι της εναπομείνασας πατρικής περιουσίας. Επίσης, φαίνεται ότι εξακολουθεί να έχει το πρόσταγμα στους υπηρέτες του υποστατικού. Ένδειξη προς την ίδια κατεύθυνση παρέχει ακόμη το παράπονο του μεγαλύτερου γιου, ότι δηλαδή ο πατέρας δεν του παραχώρησε ποτέ κάποιο ερίφιο, για να το απολαύσει με τους φίλους του. Ο γιος δηλαδή θεωρεί τα ερίφια ακόμη περιουσία του πατέρα, παρά την προηγηθείσα διανομή[4]. Τέλος, το ίδιο συνάγεται από την αποστροφή του πατέρα προς τον μεγαλύτερο γιο, πως «ό,τι ανήκει σ’ αυτόν είναι και δικό του» (Λουκάς ΙΕ´, 31). Ό,τι έχει απομείνει στην πατρική περιουσία ανήκει στον μεγαλύτερο γιο, αφού ο μικρός πήρε και κατασπατάλησε το δικό του μερίδιο· όμως συγχρόνως ανήκει και στον πατέρα, γιατί αυτός θα τα καρπώνεται μέχρι τον θάνατό του.

Από το κείμενο της παραβολής δεν προκύπτει με σαφήνεια αν ο μικρότερος γιος πήρε το μερίδιό του σε αντικείμενα της πατρικής περιουσίας ή σε χρήματα ή και με τις δύο μορφές. Αυτό όμως που προκύπτει ως βέβαιο είναι ότι με τον άσωτο βίο που ακολούθησε στη συνέχεια εκμηδένισε αυτά που πήρε. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά ανήρεσε το δικαίωμα κάρπωσης που διατηρούσε επ’ αυτών ο πατέρας του όσο ζούσε. Ο νεότερος γιος διέπραξε επομένως διπλή παράβαση του ιουδαϊκού νόμου: Αφενός πήρε ο ίδιος την πρωτοβουλία για τη διανομή της πατρικής περιουσίας εν ζωή· και αφετέρου, αντί να διαχειριστεί το μερίδιό του με σύνεση, έσπευσε να το κατασπαταλήσει. Παρ’ όλα αυτά, όταν επιστρέφει αληθινά μετανοημένος, ο πατέρας τον συγχωρεί και τον επαναφέρει στην οικογένεια παρέχοντάς του την απόλαυση όσων αγαθών έχουν απομείνει σε αυτή (Λουκάς ΙΕ´, 22-23).

Αφήνοντας προσωρινά κατά μέρος τις θεολογικές προεκτάσεις, η νομική ανάγνωση της παραβολής δημιουργεί την εντύπωση ότι σε βάρος του μεγαλύτερου γιου διαπράττεται μια μεγάλη αδικία. Όπως προεκτέθηκε, η συμπεριφορά του πατέρα είναι σύμφωνη με το δίκαιο της εποχής. Τούτο όμως ακριβώς αποκαλύπτει ότι το δίκαιο εκείνης της εποχής αδυνατούσε να προστατεύσει αποτελεσματικά τον μεγαλύτερο γιο[5]. Κατά τη διανομή της πατρικής περιουσίας εν ζωή έλαβε βέβαια και αυτός το μερίδιό του (τα 2/3 αυτής)· όμως έμεινε κοντά στον πατέρα του, δούλεψε για τη συντήρηση του υποστατικού, απέφυγε τις σπατάλες και πειθαρχούσε πάντα στις εντολές του «διαχειριστή» πατέρα. Παρά ταύτα, από το ισχύον δίκαιο της εποχής μένει ουσιαστικά απροστάτευτος τόσο έναντι της συμπεριφοράς του αδελφού του, ο οποίος εκμηδένισε το δικό του μερίδιο αφήνοντας αποκλειστικά στον μεγάλο γιο το βάρος της κάλυψης των αναγκών της οικογένειας· όσο και έναντι της συμπεριφοράς του πατέρα, ο οποίος σπεύδει να καλωσορίσει τον μικρό γιο απομειώνοντας προς τιμήν του σημαντικά την εναπομένουσα περιουσία, η εκμετάλλευση της οποίας θα περιέλθει με τον θάνατό του στον μεγάλο γιο.

IV. Το πραγματικό της παραβολής στο ισχύον σήμερα κληρονομικό δίκαιο

Τα προεκτεθέντα δημιουργούν το εύλογο ερώτημα κατά πόσον και σε ποιο βαθμό ο μεγάλος γιος θα μπορούσε να απολαύσει μεγαλύτερη προστασία με βάση το ισχύον στις ημέρες μας κληρονομικό δίκαιο. Πριν πραγματευθούμε το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να δούμε συνοπτικά κατά τι διαφέρει η νομική κατάσταση που αντικατοπτρίζεται στην παραβολή από αυτή που επικρατεί σήμερα.

1. Διαφορές με το κληρονομικό δίκαιο του Αστικού Κώδικα

Ήδη η σύντομη επισκόπηση του ιουδαϊκού νόμου περί κληρονομιών, που επιχειρήθηκε προηγουμένως, αφήνει να φανούν σημαντικές διαφορές με το ισχύον κληρονομικό δίκαιο. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι εξής:

α) Καταρχάς, όπως είναι γνωστό, σήμερα δεν υπάρχουν «πρωτοτόκια». Αν δεν υπάρχει διαθήκη, οπότε ακολουθείται η εξ αδιαθέτου διαδοχή (ΑΚ 1813 επ.), τα τέκνα κληρονομούν κατ’ ισομοιρία (ΑΚ 1813 § 3). Αντίστοιχα ισχύουν και για τη νόμιμη μοίρα, η οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, ισούται με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.

β) Έπειτα, σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό νόμο, το σύγχρονο κληρονομικό δίκαιο διέπεται από την ελευθερία του διατιθέναι[6]. Τούτο σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να ορίσει την τύχη της περιουσίας του για τον μετά τον θάνατό του χρόνο, όπως αυτός νομίζει. Η αρχή αυτή θεμελιώνεται αφενός στην αυτονομία της βούλησης, η οποία με τη σειρά της είναι απόρροια του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος)· και αφετέρου στο δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας (άρθρο 17 § 1 του Συντάγματος), διότι η εγγύηση της ατομικής ιδιοκτησίας θα ήταν ατελής, αν δεν εξασφαλιζόταν η ελευθερία διάθεσης της περιουσίας και για τον μετά τον θάνατο χρόνο. Περιορισμό στην ελευθερία του διατιθέναι θέτουν κατά βάση μόνο οι διατάξεις περί αναγκαστικής διαδοχής του Αστικού Κώδικα (ΑΚ 1825 επ.).

Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης δεν αφήνει απολύτως ελεύθερο τον κληρονομούμενο να ρυθμίσει την τύχη της περιουσίας του μετά θάνατο, αλλά δεσμεύει μέρος της κληρονομίας υπέρ των στενών συγγενών αυτού. Τα πρόσωπα αυτά, που ονομάζονται νόμιμοι μεριδούχοι ή αναγκαίοι κληρονόμοι, είναι οι κατιόντες, ο επιζών σύζυγος και –αν δεν υπάρχουν κατιόντες– οι γονείς του κληρονομουμένου. Το μέρος της κληρονομίας, που υποχρεούται να αφήσει ο κληρονομούμενος στα πρόσωπα αυτά, αποκαλείται νόμιμη μοίρα και ισούται με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους (ΑΚ 1825). Αν κατά τον θάνατο του κληρονομουμένου διαπιστωθεί ότι οι νόμιμοι μεριδούχοι στερούνται ολόκληρη ή μέρος της αντιστοιχούσας σε αυτούς νόμιμης μοίρας, προβλέπονται διάφοροι τρόποι αποκατάστασης, με τους οποίους θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια.

γ) Περαιτέρω, κληρονομική διαδοχή εν ζωή, όπως αυτή κατ’ ουσίαν έλαβε χώρα στο περιστατικό της παραβολής, δεν νοείται στο σύγχρονο κληρονομικό δίκαιο. Ο Αστικός Κώδικας προβλέπει περιοριστικά τρεις τρόπους επαγωγής της κληρονομίας (βλ. ΑΚ 1710, 1825 επ.): Με διαθήκη, εξ αδιαθέτου (για την περίπτωση που δεν έχει συνταχθεί διαθήκη ή η υπάρχουσα ανατραπεί) και αναγκαστική διαδοχή (για την περίπτωση που προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα). Και οι τρεις αυτοί τρόποι επαγωγής της κληρονομίας προϋποθέτουν τον θάνατο του κληρονομουμένου.

Βεβαίως, ο Αστικός Κώδικας επιτρέπει –και εν μέρει ρυθμίζει– κάποιους θεσμούς, όπως η δωρεά αιτία θανάτου (ΑΚ 2032 επ.), με τους οποίους ρυθμίζονται εν ζωή ορισμένες έννομες σχέσεις του προσώπου για τον χρόνο μετά τον θάνατό του. Όμως και οι πράξεις αυτές αναπτύσσουν ενέργεια μόλις με τον θάνατο του προσώπου και έχουν διαφορετικά έννομα αποτελέσματα από αυτά που περιγράφονται στην παραβολή.

Από αυτούς τους θεσμούς ίσως πλησιέστερα στη «διανομή», στην οποία προέβη ο πατέρας, βρίσκεται η λεγόμενη νέμηση ανιόντος που ρυθμίζεται από τα άρθρα 1891-1894 ΑΚ[7]. Πρόκειται για τη σύμβαση μεταξύ του κληρονομούμενου ανιόντος και των κατιόντων του, με την οποία διανέμεται η υπάρχουσα περιουσία του πρώτου στους τελευταίους για τον χρόνο μετά τον θάνατό του. Με τη νέμηση προσδιορίζονται τα κατ’ ιδίαν στοιχεία από την υπάρχουσα περιουσία του ανιόντος, τα οποία μετά τον θάνατό του θα περιληφθούν στην κληρονομική μερίδα κάθε κατιόντος μελλοντικού κληρονόμου του. Βλέπουμε δηλαδή ότι η νέμηση αποτελεί κατά κάποιον τρόπο «προδιανομή» των περιουσιακών στοιχείων του ανιόντος μεταξύ των κατιόντων του. Ωστόσο, και αυτή εμφανίζει σημαντικές διαφορές με το πραγματικό της παραβολής. Η βασικότερη εξ αυτών είναι ότι ο κληρονομούμενος δεν στερείται της δυνατότητας να κατανείμει στη συνέχεια με διαθήκη τα αντικείμενα της περιουσίας του κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προβλέφθηκε στη νέμηση (ΑΚ 1891 εδ. γ´)· και όσο αυτός ζει η περιουσιακή του κατάσταση δεν μεταβάλλεται καθόλου με την κατάρτιση της νέμησης.

δ) Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, είναι βέβαια δυνατό –και στην πράξη συνηθισμένο– να προβαίνει ο μετέπειτα κληρονομούμενος σε χαριστικές παροχές προς τους κατιόντες του κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τούτο δεν απαγορεύεται, παρ’ όλο που ενδέχεται εν τοις πράγμασι να συνιστά κατά κάποιον τρόπο «προκαταβολή» της κληρονομικής διαδοχής. Ωστόσο, οι χαριστικές αυτές παροχές (κατά βάση δωρεές και γονικές παροχές) δεν είναι άμοιρες συνεπειών από την άποψη του κληρονομικού δικαίου.

Τούτο διότι ο νόμος, προς προστασία των νόμιμων μεριδούχων, καθιερώνει ένα πολύπλοκο σύστημα υπολογισμού της νόμιμης μοίρας (βλ. ΑΚ 1831 επ.), το οποίο χαρακτηρίζεται από το ότι, προκειμένου να κριθεί αν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα κάποιου εκ των αναγκαίων κληρονόμων, λαμβάνονται υπόψη οι χαριστικές αυτές παροχές[8]. Συγκεκριμένα, στην περιουσία του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο του θανάτου του, αφού αφαιρεθούν ορισμένα κονδύλια (π.χ. έξοδα κηδείας), προστίθεται λογιστικά η αξία των εν ζωή χαριστικών παροχών αυτού προς τους νόμιμους μεριδούχους (και υπό προϋποθέσεις και προς τρίτους). Αυτή αποτελεί τη λεγόμενη πλασματική κληρονομία, επί της οποίας υπολογίζεται η αξία της νόμιμης μοίρας κάθε μεριδούχου. Αφού γίνει αυτό, οι χαριστικές παροχές που έλαβε κάθε μεριδούχος αφαιρούνται από την αξία της νόμιμης μοίρας που του αναλογεί. Αν το αποτέλεσμα καλύπτει πλήρως τη νόμιμη μοίρα, ο μεριδούχος δεν αποκτά δικαίωμα στην κληρονομία. Αν καλύπτει μέρος μόνο της νόμιμης μοίρας, προβλέπεται «αναπλήρωσή» της. Περισσότερα επ’ αυτού στη συνέχεια.

2. Η προστασία του μεγαλύτερου γιου

Αφού είδαμε τις κύριες διαφορές –και μαζί το βασικό πλαίσιο– του σύγχρονου κληρονομικού δικαίου, ήρθε η στιγμή να διερευνήσουμε αν και ποια προστασία θα παρεχόταν στον μεγαλύτερο γιο, αν η ιστορία της παραβολής διαδραματιζόταν στη σημερινή εποχή. Προς τούτο θα πρέπει όμως να κάνουμε μια βασική παραδοχή: Αφού το κληρονομικό μας δίκαιο δεν αναγνωρίζει την «προδιανομή» της κληρονομίας εν ζωή με τον τρόπο που περιγράφεται στην παραβολή, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τόσο την αρχική «διανομή» αντικειμένων της περιουσίας που έκανε ο πατέρας όσο και τις «θυσίες», στις οποίες προέβη αυτός κατά την επιστροφή του Ασώτου, ως χαριστικές εν ζωή παροχές του πατέρα προς τους δύο γιους του. Με βάση αυτή την αφετηρία θα κριθεί, αν ο μεγαλύτερος γιος μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις περί νόμιμης μοίρας.

Πράγματι, συνήθως η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με διατάξεις της διαθήκης, στην οποία παραλείπεται εντελώς ο μεριδούχος ή του καταλείπεται ποσοστό μικρότερο από εκείνο που ορίζει ο νόμος. Όμως, προσβολή της νόμιμης μοίρας είναι δυνατό να επέλθει και χωρίς να συνταχθεί διαθήκη, όταν λόγω των δωρεών στις οποίες προέβη ο κληρονομούμενος όσο ζούσε, το ενεργητικό της κληρονομίας έχει μειωθεί σε τέτοια έκταση, ώστε να μην επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του δικαιούχου. Τότε για την προστασία του μεριδούχου παρέχεται σε αυτόν μια ειδική αγωγή, η λεγόμενη μέμψη άστοργης δωρεάς (ΑΚ 1835 επ.), η οποία αποσκοπεί στην ανατροπή της «άστοργης» δωρεάς κατά το μέρος που αυτή προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα[9].

Συνεπώς, ο μεγάλος γιος της παραβολής θα μπορεί να βρει προστασία με βάση τις διατάξεις περί νόμιμης μοίρας μόνον εφόσον, όταν τελικά πεθάνει ο πατέρας του, διαπιστωθεί ότι η πατρική περιουσία που έχει απομείνει δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του, δηλαδή το ελάχιστο ποσοστό επί της κληρονομίας που του «εγγυάται» ο νόμος. Στην προκείμενη περίπτωση, αφού στην οικογένεια υπάρχουν δύο μόνο τέκνα και δεν φαίνεται να υπάρχει επιζώσα σύζυγος, το ποσοστό της νόμιμης μοίρας κάθε γιου ανέρχεται σε 1/4 (το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας) επί της κληρονομιαίας περιουσίας, στο οποίο θα συνυπολογιστούν, με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω, και οι δωρεές εν ζωή που έκανε ο πατέρας προς αυτούς.

Ωστόσο, γίνεται φανερό ότι η προστασία του μεγάλου γιου με βάση τις διατάξεις αυτές είναι ατελής από πολλές επόψεις. Πρώτον, συνάπτεται αποκλειστικά με το μεταγενέστερο χρονικό σημείο του θανάτου του πατέρα του. Όσο ζει ο πατέρας, ο μεγάλος γιος δεν υπάρχει τρόπος να τον εμποδίσει να προβεί σε περαιτέρω παροχές προς τον αδελφό που επέστρεψε· ούτε βεβαίως είχε τη δυνατότητα να αποτρέψει τον εκμηδενισμό των αντικειμένων της πατρικής περιουσίας που είχαν δοθεί στον μικρότερο γιο πριν από την αποδημία του.

Δεύτερον, η προστασία αυτή παρέχεται, όπως είδαμε, μόνον αν και στον βαθμό που προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα. Αν αυτή καλύπτεται, ο μεγάλος γιος δεν προστατεύεται, ακόμη και αν εν τοις πράγμασι ο μικρός αδελφός έλαβε περισσότερα από την πατρική περιουσία. Το κληρονομικό μας δίκαιο περιορίζει την ελευθερία του διατιθέναι μόνο στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία των μεριδούχων· κατά τα λοιπά δεν ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει απόλυτη ισότητα μεταξύ των κατιόντων.

Τρίτον, για να διαπιστωθεί αν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα, θα συνυπολογιστούν, όπως είπαμε, και οι δωρεές που είχε κάνει ο πατέρας όχι μόνο προς τον Άσωτο, αλλά και στον ίδιο τον μεγάλο γιο. Αυτές μετρούν κατά κάποιο τρόπο ως «προκαταβολή» της νόμιμης μοίρας του. Αν λοιπόν ληφθεί υπόψη ότι κατά τον χρόνο της αρχικής «διανομής» ο μεγάλος γιος είχε λάβει αντικείμενα που αντιστοιχούσαν στα 2/3 της τότε πατρικής περιουσίας, είναι μάλλον απίθανο να κριθεί ότι η νόμιμη μοίρα του δεν έχει καλυφθεί.

Τέταρτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η νόμιμη μοίρα του μεγάλου γιου δεν είχε καλυφθεί και η εναπομείνασα μετά τις δωρεές προς τον Άσωτο πατρική περιουσία δεν επαρκεί για τη συμπλήρωσή της, η προστασία του μεγάλου γιου παρίσταται και πάλι αμφίβολη. Τούτο διότι η αποδοχή της αγωγής μέμψης συνεπάγεται τη γέννηση απλώς ενοχικής υποχρέωσης του δωρεοδόχου (του Ασώτου) να αποδώσει στον θιγόμενο μεριδούχο (τον μεγάλο αδελφό) το αντικείμενο της δωρεάς με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.)[10]. Τούτο σημαίνει ότι ο δωρεοδόχος ευθύνεται μόνον εφόσον τα αντικείμενα αυτά σώζονται – ή για το τυχόν αντάλλαγμα από την εκποίησή τους. Αν αντίθετα τα δωρηθέντα είχαν χαθεί ή καταστραφεί για οποιονδήποτε λόγο πριν από τον θάνατο του κληρονομουμένου, η ευθύνη του δωρεοδόχου για απόδοση αποσβήνεται. Αν λάβουμε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της παραβολής, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι απίθανο κατά τον χρόνο του θανάτου του πατέρα να «σώζονται», υπό την παραπάνω έννοια, αντικείμενα που είχαν παραχωρηθεί στον Άσωτο, από τα οποία ο μεγάλος αδελφός θα μπορούσε να ικανοποιηθεί.

Και πέμπτον, πρέπει να επισημανθεί ότι ο μεγάλος γιος δεν μπορεί να ωφεληθεί ούτε από τον προβλεπόμενο στις ΑΚ 1839 επ. θεσμό της αποκλήρωσης. Πράγματι, ο νόμος επιτρέπει στον κληρονομούμενο να στερήσει με τη διαθήκη του έναν μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα του για ορισμένους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαγωγή άτιμου ή ανήθικου βίου παρά τη θέληση του διαθέτη (ΑΚ 1840 αρ. 5). Όμως, ο ανήθικος βίος πρέπει να εξακολουθεί να υπάρχει κατά τον θάνατο του διαθέτη (βλ. ΑΚ 1840 στο τέλος) και να μην έχει παρασχεθεί συγγνώμη από τον τελευταίο (ΑΚ 1844). Επιπλέον, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αποκλήρωση, αυτή απόκειται στην ελεύθερη βούληση του κληρονομουμένου· αυτός δεν μπορεί να «εξαναγκαστεί» προς τούτο από πρόσωπα που έχουν τυχόν έννομο συμφέρον. Και τέλος, ακόμη και αν αποκληρωνόταν ο Άσωτος Υιός, το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του μεγάλου αδελφού δεν θα αυξανόταν, διότι η ΑΚ 1830 ορίζει ότι για τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου μερίδας, με βάση την οποία υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα, συναριθμούνται και όσοι έχουν αποκληρωθεί.

V. Τα χαρακτηριστικά του δικαίου της νόμιμης μοίρας που αποτυπώνονται στην παραβολή

Παρά τις πολλές και σημαντικές διαφορές, στις οποίες αναφερθήκαμε εκτενώς προηγουμένως, στο πραγματικό της παραβολής ανιχνεύονται και ορισμένες βασικές αρχές που διέπουν το δίκαιο της νόμιμης μοίρας μέχρι και σήμερα. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι ακόλουθες:

α) Καταρχάς, από την αφήγηση της παραβολής αναδεικνύεται σε βασική αρχή του δικαίου της νόμιμης μοίρας ο οικογενειακός δεσμός. Αυτόν επικαλείται ο πατέρας, όταν επιχειρεί να επιλύσει τη διαμάχη που έχει εμμέσως ξεσπάσει μεταξύ των δύο αδελφών με αφορμή την επιστροφή του Ασώτου. Πρέπει να χαίρεσαι, λέει ο πατέρας στον μεγαλύτερο γιο, επειδή ο αδελφός σου, που τον θεωρούσαμε νεκρό, επέστρεψε (Λουκάς ΙΕ´, 32)· όχι ο «υιός μου», όπως τον είχε χαρακτηρίσει προηγουμένως κατά την έκφραση του θυμού του ο μεγάλος αδελφός (Λουκάς ΙΕ´, 31), αλλά ο «αδελφός σου», για να τονίσει τον οικογενειακό δεσμό[11].

Πράγματι, ο βασικός δικαιολογητικός λόγος για την καθιέρωση του θεσμού της νόμιμης μοίρας είναι η προστασία της οικογένειας, η οποία κατοχυρώνεται και συνταγματικά (άρθρο 21 § 1 του Συντάγματος)[12]. Παλαιότερα, ο περιορισμός της ελευθερίας του διατιθέναι χάριν της οικογένειας έβρισκε έρεισμα κυρίως στη σκέψη ότι η οικογένεια ήταν το θεμέλιο της κοινωνικοοικονομικής ζωής, η βασική παραγωγική μονάδα στην οποία στηριζόταν η οικονομική ανάπτυξη. Υπό τις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες η οικογένεια έχει πάψει μεν να αποτελεί τη βάση της παραγωγικής πυραμίδας· διατηρεί όμως και σήμερα έναν ιδιαίτερα σημαντικό κοινωνικό ρόλο, εκείνον της εστίας που εξασφαλίζει την ανατροφή των παιδιών, τη διατροφή των μελών της και τις αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Αποτελεί τη βασική μονάδα παραγωγής και διαμόρφωσης των ανθρώπων σε κοινωνικώς επωφελή στοιχεία και προσωπικότητες. Παράλληλα, η δικαιολογία του θεσμού της νόμιμης μοίρας εντοπίζεται και στην ηθική σημασία της οικογένειας, δηλαδή στον στενό συναισθηματικό δεσμό που συνήθως αναπτύσσεται μεταξύ των μελών της με τη συμβίωση και την κοινή πορεία στην καθημερινή ζωή και δημιουργεί αμοιβαίο ηθικό καθήκον ψυχικής και υλικής συμπαράστασης.

β) Μαζί με τον οικογενειακό δεσμό, στον οποίο στηρίζεται κατά βάση η προστασία της νόμιμης μοίρας, στην παραβολή αποκαλύπτεται όμως με ενάργεια και η αντίφαση που ενυπάρχει μέσα στον ίδιο τον θεσμό αυτό. Γιατί, ενώ με τις διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα επιδιώκεται, όπως ήδη επισημάνθηκε η προστασία της οικογένειας, στην πράξη ο θεσμός αυτός προσλαμβάνει σημασία ιδίως σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου οι σχέσεις μεταξύ των μελών μιας οικογένειας εμφανίζονται διαταραγμένες[13]. Αυτό συμβαίνει και στην οικογένεια της παραβολής, όπου οι διατάξεις περί νόμιμης μοίρας θα κληθούν –αν τελικά κληθούν– να επιλύσουν την οικογενειακή διαμάχη.

γ) Η παραβολή θέτει ακόμη το ζήτημα της νομικής φύσης του δικαιώματος του νόμιμου μεριδούχου, δηλαδή του είδους της προστασίας του παρέχεται σε αυτόν. Κατά βάση δύο είναι οι νομοθετικές επιλογές στον τομέα αυτόν: Είτε θα παρέχεται στον μεριδούχο απλώς ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του σε χρήμα (όπως ισχύει στη γερμανική έννομη τάξη) είτε θα προβλέπεται άμεση και αυτοδίκαιη συμμετοχή του μεριδούχου στην κληρονομία κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του. Ο Αστικός μας Κώδικας υιοθετεί κατά βάση το δεύτερο αυτό σύστημα[14].

Έτσι, η διαθήκη, στο μέτρο που θίγει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη και δεν έχει ανάγκη προσβολής[15]. Ο μεριδούχος συντρέχει αυτομάτως ως κληρονόμος, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, σε όλα τα κληρονομιαία στοιχεία (ΑΚ 1825 § 2, 1827). Αντίστοιχα ισχύουν και για τις τυχόν προσβολές της νόμιμης μοίρας που διαπράττονται με δωρεά αιτία θανάτου (βλ. ΑΚ 2035 σε συνδ. με 1829) ή με νέμηση ανιόντος (βλ. ΑΚ 1894). Ωστόσο, διαφορετικά εμφανίζονται τα πράγματα, όταν η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με χαριστικές εν ζωή παροχές του κληρονομουμένου. Οι παροχές αυτές, όπως είδαμε, δεν ανατρέπονται αυτοδικαίως, στο μέτρο που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα, αλλά παραμένουν ισχυρές μέχρι να ανατραπούν δικαστικώς μετά την άσκηση αγωγής περί μέμψης άστοργης δωρεάς. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται δηλαδή λιγότερο δραστική προστασία στον μεριδούχο. Η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται όμως επαρκώς.

Καταρχάς, σε αντίθεση με την προσβολή από διαθήκη, στην περίπτωση των εν ζωή χαριστικών παροχών μόνον με τον θάνατο του κληρονομουμένου μπορεί να κριθεί αν υπάρχει προσβολή της νόμιμης μοίρας, δηλαδή σε χρονικό σημείο όπου ήδη έχουν συντελεσθεί οι χαριστικές αυτές πράξεις. Η ύπαρξη προσβολής της νόμιμης μοίρας εξαρτάται μάλιστα από τη συνδρομή διάφορων προϋποθέσεων, οι οποίες δεν μπορούν να διαγνωστούν «αυτόματα», αλλά πρέπει να διαπιστωθούν δικαστικώς. Εξάλλου, τυχόν άμεση και αυτοδίκαιη εκ των υστέρων ανατροπή των εν λόγω πράξεων θα κλόνιζε σοβαρά την ασφάλεια των συναλλαγών, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι παροχές αυτές μπορεί να έχουν εκπληρωθεί πολλά χρόνια πριν από τον θάνατο του κληρονομουμένου και τα αντικείμενά τους να έχουν ενδεχομένως μεταβιβαστεί περαιτέρω σε καλόπιστους τρίτους. Για τους ίδιους λόγους η προστασία του μεριδούχου με τη μέμψη άστοργης δωρεάς είναι επικουρική, δηλαδή χωρεί μόνον εφόσον –και στο μέτρο που– η υπάρχουσα κληρονομία δεν επαρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας (ΑΚ 1835 § 1)[16].

δ) Και τέλος, η ιστορία της παραβολής αναδεικνύει, όπως είδαμε, και τα όρια του δικαίου της νόμιμης μοίρας. Σκοπός του δικαίου αυτού είναι να διασφαλίσει στον μεριδούχο ένα ορισμένο μόνο (ελάχιστο) ποσοστό επί της κληρονομίας και –στον βαθμό που προβλέπεται– την άμεση συμμετοχή του σε αυτό. Ευρύτερη προστασία δεν του παρέχει[17]. Τούτο οφείλεται κατά βάση στο ότι το δίκαιο της νόμιμης μοίρας συνιστά στην ουσία έναν συμβιβασμό μεταξύ της ελευθερίας του διατιθέναι και της ανάγκης προστασίας της «στενής» οικογένειας του κληρονομουμένου[18]. Γι’ αυτό η ελευθερία του διατιθέναι πρέπει να περιορίζεται μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί στη στενή οικογένεια του κληρονομουμένου ένα ελάχιστο οικονομικό υπόβαθρο για την καλύτερη διαβίωσή της· όχι περισσότερο.

VΙ. Αντί επιλόγου: Τα διδάγματα της παραβολής αναφορικά με το δίκαιο

Για το τέλος της παρουσίασής μας θα δανειστούμε ορισμένα στοιχεία από τη θεολογική ανάγνωση της παραβολής. Τούτο είναι σκόπιμο, διότι από τους συμβολισμούς της ιστορίας μπορούν να συναχθούν ορισμένα διδάγματα που αφορούν το δίκαιο.

Το πρώτο από αυτά αποκαλύπτεται, αν αναλογιστούμε την αφορμή που ώθησε τον Ιησού να διηγηθεί την παραβολή και συγχρόνως προβληματιστούμε λίγο περισσότερο σχετικά με τη συμπεριφορά του μεγαλύτερου γιου. Όπως αναφέρεται στο κείμενο που προηγείται της παραβολής (Λουκάς ΙΕ´, 1-2), οι Φαρισαίοι της εποχής δυσανασχετούσαν με το ότι ο Ιησούς δεχόταν με ευχαρίστηση να συντρώγει με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς. Εξάλλου, αν εξετάσουμε εγγύτερα τη συμπεριφορά του μεγαλύτερου γιου, διαπιστώνουμε ότι αυτός δεν διέπραξε μεν κάποια νομική παράβαση, αλλά από ηθική άποψη έσφαλε επίσης. Αρχικά, δεν φαίνεται να προσπάθησε να μεταπείσει τον μικρότερο αδελφό από την απαίτησή του να διανεμηθεί η πατρική περιουσία εν ζωή, αλλά πήρε και αυτός το μερίδιό του, που μάλιστα ήταν σημαντικά μεγαλύτερο. Έπειτα, όταν επέστρεψε ο μικρός του αδελφός, βιάστηκε να εκτοξεύσει κατηγορίες εναντίον του (Λουκάς ΙΕ´, 30)· δεν έδειξε καμία αλληλεγγύη προς αυτόν, αλλά αντίθετα εξωτερίκευσε συναισθήματα φθόνου· μίλησε στον πατέρα του με τρόπο που έδειχνε έλλειψη σεβασμού· ενώ, αμυνόμενος έναντι κάθε απομείωσης της πατρικής περιουσίας χάριν του μετανοήσαντος μικρότερου αδελφού, επέδειξε και ένα είδος απληστίας. Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο μεγάλος γιος της παραβολής συμβολίζει τους Φαρισαίους, οι οποίοι ναι μεν ζούσαν σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, όμως αγνοούσαν πλήρως το πνεύμα αυτού. Η ιστορία της παραβολής μας δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ότι δεν έχει σημασία μόνο το πρώτο, αλλά και το δεύτερο. Συγχρόνως, το ότι ο μεγάλος γιος, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται «άμωμος» και ο αδικημένος της παραβολής, έχει υποπέσει και αυτός σε σημαντικά σφάλματα μοιάζει να μας υποδεικνύει ότι σε μια νομική διαμάχη δεν υπάρχει ποτέ μια μόνο όψη, αλλά συχνά και αρκετές με το πρώτο βλέμμα αθέατες πλευρές.

Περαιτέρω, το δεύτερο βασικό δίδαγμα προκύπτει από την τελική απάντηση του πατέρα προς τον μεγάλο γιο (Λουκάς ΙΕ´, 31-32). Συγκεκριμένα, ο Άσωτος Υιός, επιστρέφοντας αληθινά μετανοημένος, προτίθεται να επανορθώσει ουσιαστικά για την παράβασή του ζητώντας να εργαστεί ως «μισθωτός» στο κτήμα του πατέρα του (Λουκάς ΙΕ´, 18-19). Όμως ο πατέρας, που στην παραβολή συμβολίζει τον ίδιο τον Θεό, αρνείται κάτι τέτοιο. Η λήθη εξυψώνεται σε πατρική συγχώρεση και η καρδιά νικά την τιμωρητική λογική. Αντί της θέσης του υπηρέτη που εκζητεί ο μετανοήσας γιος, ο πατέρας διατάσσει την πλήρη επανένταξη τούτου στην οικογένεια, συνοδεύοντας αυτή με τη θυσία ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου (του «μόσχου του σιτευτού»), που ανήκε κανονικά στο μερίδιο του μεγαλύτερου γιου. Όταν ο μεγάλος γιος εκφράζει τις αντιρρήσεις του, ο στοργικός πατέρας τον αποστομώνει με την επισήμανση ότι ο αδελφός του «νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη». Σπεύδει όμως και να καθησυχάσει τους φόβους του σχετικά με την κληρονομία του («ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου», του λέει). Το βασικό μήνυμα από τα λόγια του πατέρα είναι ότι αυτό που αντιμετωπίζει η οικογένεια είναι πρωτίστως ζήτημα οικογενειακής πίστης, όχι αυστηρά θέμα κληρονομικών δικαιωμάτων. «Πρέπει να χαίρεσαι, γιατί ο αδελφός σου, που τον θεωρούσαμε νεκρό, επέστρεψε και μάλιστα αναγεννημένος», λέει ο πατέρας. Μοιάζει να λέει στον μεγάλο γιο: «Μπροστά σε αυτό το θαυμαστό γεγονός αξίζει να παραβλέψουμε, τουλάχιστον προς στιγμήν, τη μείωση της περιουσίας». Αν ήθελε κανείς να εντοπίσει τα διαχρονικά μηνύματα της υψιπετούς παραβολής του «Ασώτου υιού», αυτά θα ήταν: μνήμη και λήθη, τιμωρία και άφεση, γράμμα του νόμου αλλά και ηθικές προεκτάσεις της εφαρμογής του, πατρική στοργή και κληρονομικά δικαιώματα. Όλα αυτά πρέπει να τα έχει υπόψη του ο εκάστοτε ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου κατά την εκπλήρωση της αποστολής του έχοντας πάντα κατά νουν τον λόγο του Απόστολου Παύλου ότι «το γαρ γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β΄ Κορινθ. Γ΄ 6).

* Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών – Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

  1. Εta Linnemann, Gleichnisse Jesu, Göttingen 1978, σ. 153.
  2. Και κατά τη μετάφραση των Ο΄: (15) ‘Εάν δε γένωνται ανθρώπω δύο γυναίκες, μία αυτών ηγαπημένη και μία αυτών μισουμένη, και τέκωσιν αυτώ η ηγαπημένη και η μισουμένη και γένηται υιός πρωτότοκος της μισουμένης, (16) και έσται η αν ημέρα κατακληρονομηθεί τοις υιοῖς αυτού τα υπάρχοντα αυτού, ου δυνήσεται πρωτοτοκεύσαι τω υιω της ηγαπημένης, υπεριδών τον υιόν της μισουμένης τον πρωτότοκον, (17) αλλά τον πρωτότοκον της μισουμένης επιγνώσεται δούναι αυτώ διπλά από πάντων, ων αν εὑρεθῆ αυτώ, ότι ούτος εστίν αρχή τέκνων αυτού, και τούτω καθήκει τα πρωτοτοκεία.
  3. Έτσι και Scheuren-Brandes, Das Pflichtteilsrecht des BGB im Lichte des Gleichnisses von verlorenen Sohn (Lk 15, 11-32), σε Festschrift für Gerhard Otte, München 2005, σ. 566.
  4. Adolf Jülicher, Die Gleichnisreden Jesu, Tübingen 1910 (ανατύπωση 1963), σ. 337.
  5. Scheuren-Brandes, ό.π., σ. 567.
  6. Βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό Δίκαιο, 2η έκδ. 2013, §§ 1 αρ. 17, 18 και 5 αρ. 1-3.
  7. Για τη σύμβαση αυτή βλ. αναλυτικά Γεωργιάδη, ό.π., § 63.
  8. Βλ. αναλυτικά Γεωργιάδη, ό.π., § 34 αρ. 1 επ.· και από τη νομολογία ενδεικτικά ΑΠ 23/2015 Νόμος· ΑΠ 474/2010 ΝοΒ 2010, 2054.
  9. Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., § 36 αρ. 2, 11 επ.
  10. Βλ. αναλυτικά Γ. Γεωργιάδη, Η προστασία της νόμιμης μοίρας, 2013, § 24 αρ. 14 επ.· πρβλ. ακόμη ΑΠ 510/2000 ΝοΒ 2000, 1133· ΕφΠατρ 856/2008 ΑχΝ 2009, 265· ΕφΑθ 8560/2002 ΕλλΔνη 2004, 574.
  11. Scheuren-Brandes, ό.π., σ. 568.
  12. Βλ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Εισαγ. 1825-1845 αρ. 4 επ.· Γεωργιάδη, ό.π., § 31 αρ. 3 επ.· Καραμπατζό, Η παραίτηση από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, 2011, σ. 39 επ.
  13. Βλ. σχετικώς και Ζερβογιάννη, Η μεταρρύθμιση του γερμανικού κληρονομικού δικαίου. Μια κριτική προσέγγιση από τη σκοπιά του Έλληνα νομικού, ΕφΑΔ 2010, 27· Καραμπατζό, ό.π., σ. 44.
  14. Βλ. αναλυτικά Σταθόπουλο, ό.π., αρ. 16 επ.· Γ. Γεωργιάδη, ό.π., § 2 αρ. 7 επ.
  15. Σταθόπουλος, ό.π., άρθρα 1827-1829 αρ. 37, 39· ΑΠ 1440/2010 ΕλλΔνη 2011, 473· ΑΠ 1231/2009 ΧρΙΔ 2010, 342· ΑΠ 64/2006 ΕλλΔνη 2006, 1413.
  16. Γ. Γεωργιάδης, ό.π., § 24 αρ. 7-9.
  17. Πρβλ. Σταθόπουλο, ό.π., Εισαγ. 1825-1845 αρ. 18-19.
  18. Γ. Γεωργιάδης, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, τόμος ΙΙ (2013), Εισαγ. 1825-1845 αρ. 28.