Οργανωμένο έγκλημα και αδύναμες κρατικές δομές σε περίοδο κρίσης: Μια αμφίδρομη σχέση

ΜΑΙΡΗ ΜΠΟΣΗ / ΗΛΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

 Οργανωμένο έγκλημα και αδύναμες κρατικές δομές

σε περίοδο κρίσης: Μια αμφίδρομη σχέση

 

Μαιρη Μποση* / Ηλιας Βασιλειαδης**

 

  1. Εισαγωγή

Σε περιόδους κρίσης, πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, τα κράτη αντιμετωπίζουν διάφορα σοβαρά προβλήματα, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχει η μείωση της δυνατότητάς τους να ασκούν επαρκείς ελέγχους και να εκδηλώνουν αποτελεσματικά την κυριαρχία τους στο εσωτερικό τους. Ένα τέτοιο περιβάλλον, δηλαδή μια κατάσταση κρίσης που συνεπάγεται αποδυνάμωση των κεντρικών κρατικών δομών, ευνοεί την ανάπτυξη φαινομένων όπως το οργανωμένο έγκλημα[1]. Φαινόμενα αυτού του είδους, αφού αναπτυχθούν και ισχυροποιηθούν σημαντικά στις παραπάνω συνθήκες, επιτείνουν την αποδυνάμωση των βασικών δομών λειτουργίας των κρατών, σχηματίζοντας έτσι μια αυτοτροφοδοτούμενη αμφίδρομη σχέση που βαθαίνει ακόμα περισσότερο την ήδη υπάρχουσα κρίση.

Στο παρόν κείμενο δεν εξετάζουμε σε βάθος τα αίτια μιας κρίσης. Εστιάζουμε στο πώς μια τέτοια συνθήκη συνδέεται με την ανάπτυξη και ενδυνάμωση του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό φαινόμενο με ευρείες επιπτώσεις τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και στο πώς το οργανωμένο έγκλημα, αφού αναπτυχθεί, επιτείνει την κρίση για τα κράτη. Παράλληλα, στρέφουμε την προσοχή μας στα διεθνικά χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος και τη σχέση τους με τη διεθνή πολιτική.

  1. Περί του ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος και της διεθνικής του διάστασης

Όσον αφορά την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, κατά κοινή ομολογία των μελετητών που ασχολούνται με αυτό, δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός[2]. Από το πλήθος ορισμών που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από τους οικείους ερευνητές αλλά και εντός του πλαισίου σημαντικών διεθνών θεσμών[3], προκύπτουν ορισμένα κοινά στοιχεία που συγκροτούν την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, ως προς τα οποία υπάρχει ευρεία σύγκλιση απόψεων. Τα στοιχεία αυτά είναι: η οργάνωση και η ιεραρχική δομή μιας ομάδας τριών ή περισσότερων ατόμων, ο σκοπός της ομάδας αυτής να διαπράττει εγκλήματα βαριάς μορφής, η διάρκεια της εγκληματικής ομάδας στον χρόνο, το υλικό κέρδος ως θεμελιώδης στόχος[4].

Με βάση τα παραπάνω, ορίζουμε το οργανωμένο έγκλημα ως μία παράνομη δραστηριότητα που πραγματοποιείται από ομάδες ατόμων οι οποίες είναι οργανωμένες σε συγκεκριμένο ιεραρχικό πλαίσιο με διακριτούς ρόλους και κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών τους, δραστηριοποιούνται για μη προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, χρησιμοποιούν βία ή την απειλή χρήσης βίας ως κύριο μέσο για την επίτευξη των επιμέρους στόχων τους, έχουν ως βασικό σκοπό της δράσης τους την επίτευξη σημαντικού υλικού οφέλους για τα μέλη τους και διαπράττουν παράνομες πράξεις μεγάλης βαρύτητας προκειμένου να αποκομίσουν αυτό το υλικό όφελος.

Ανεξάρτητα από τις αποκλίσεις που παρατηρούνται μεταξύ των διαφόρων ορισμών του οργανωμένου εγκλήματος, τα βασικά σημεία που το προσδιορίζουν είναι: α) η ύπαρξη οργανωμένης ομάδας ατόμων, β) η ιεραρχία και η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της ως τρόπος οργανωτικής συγκρότησης και δομής, γ) η διάρκεια αυτής της ομάδας στον χρόνο, δ) η χρήση της βίας ή της απειλής χρήσης βίας για την επίτευξη των στόχων της, ε) η αποκόμιση σημαντικού υλικού οφέλους ως κύριος σκοπός της, στ) η διάπραξη εγκλημάτων μεγάλης βαρύτητας για την εκπλήρωση του σκοπού της.

Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν οι ορισμοί που διατυπώνονται για το οργανωμένο έγκλημα είναι εύλογες, καθώς η ποικιλομορφία κάθε κοινωνικού φαινομένου, όπως είναι μεταξύ πολλών και το οργανωμένο έγκλημα, καθιστά στην πραγματικότητα αδύνατη τη διατύπωση ενός ορισμού που να μπορεί να συμπεριλάβει κάθε πιθανή εκδήλωση και εμφάνισή του στον εξωτερικό κόσμο. Στο ίδιο πλαίσιο, είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας η αναζήτηση του «τέλειου» ή πλέον αντιπροσωπευτικού ορισμού για το οργανωμένο έγκλημα. Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο σημείο κατά τον προσδιορισμό μίας έννοιας ενός φαινομένου όπως το οργανωμένο έγκλημα, είναι η παράθεση και επαρκής περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών του, έτσι ώστε αφενός να γίνονται αντιληπτά τα βασικά στοιχεία που το συγκροτούν και αφετέρου να διακρίνεται σαφώς από άλλα φαινόμενα που εκδηλώνονται με παρόμοιους τρόπους[5].

Σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, συνάγεται ότι πρωταρχικός σκοπός του οργανωμένου εγκλήματος είναι ο προσπορισμός υλικού οφέλους μέσω παράνομων δραστηριοτήτων, ενώ το κύριο προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του είναι η ιεραρχική οργάνωσή του και η δυνατότητά του να ασκεί βία, προκειμένου αφενός να υπάρχει και αφετέρου να εκπληρώνει τον προαναφερθέντα βασικό του στόχο.

Περαιτέρω, κρίσιμη διάσταση του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία συναρτάται άμεσα και με τη διεθνή πολιτική, είναι οι διεθνικές εκδηλώσεις του, δηλαδή οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα και έχει συνέπειες σε περισσότερα του ενός κράτη, παρακάμπτοντας τους συνοριακούς περιορισμούς. Πρόκειται για το διεθνικό[6] οργανωμένο έγκλημα, το οποίο ως φαινόμενο παρουσιάζει τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερη και ολοένα αυξανόμενη σημασία στον διεθνή χώρο και τη διεθνή πολιτική, απασχολώντας τόσο τα περισσότερα κράτη όσο και τους βασικότερους διακυβερνητικούς θεσμούς.

  1. Κρίση-αποδυνάμωση κρατικών δομών και οργανωμένο έγκλημα

Η ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, ακόμα και εκείνου που τελικά αποκτά διεθνικά χαρακτηριστικά, γίνεται πάντοτε στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, δηλαδή ενός κράτους. Οι κρίσεις που αντιμετωπίζει ένα κράτος, ανάλογα με τη φύση και το είδος τους, οδηγούν στην αποδυνάμωση των αντίστοιχων δομών και λειτουργιών του. Τα κενά που δημιουργεί αυτή η αποδυνάμωση αποτελούν το ιδανικό έδαφος για την εμφάνιση και ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο ως παράγοντας με αυστηρά δομημένη οργάνωση και δυνατότητα να ασκεί βία παρουσιάζεται συχνά ως ικανό να καλύψει κάποια από αυτά τα κενά[7], με στόχο την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων επιδιώξεών του και την απόκτηση σημαντικού υλικού οφέλους.

Ανατρέχοντας στις πλέον ισχυρές εγκληματικές ομάδες και την ιστορία τους, παρατηρούμε ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ανάπτυξη και ισχυροποίησή τους έλαβε χώρα σε περιόδους κατά τις οποίες το κράτος όπου είχαν τη βάση τους αντιμετώπιζε βαθιά κρίση (συνήθως ταυτόχρονα πολιτική, κοινωνική και οικονομική) ή χαρακτηριζόταν από σοβαρές δομικές αδυναμίες και δυσλειτουργίες στην άσκηση της εξουσίας και των αρμοδιοτήτων του[8]. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η αλματώδης ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στη Ρωσία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη συνακόλουθη δημιουργία πλήθους νέων κρατών με αδύναμες και ασταθείς δομές αλλά και βαθιά κρίση σε όλα τα επίπεδα. Περαιτέρω, χαρακτηριστικό παράδειγμα της αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στην κρίση που αντιμετωπίζει ένα κράτος και τις αδύναμες κεντρικές δομές του με την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, αποτελούν οι περιπτώσεις των κρατών της Λατινικής Αμερικής, όπως της Κολομβίας και του Μεξικού, στο εσωτερικό των οποίων το οργανωμένο έγκλημα εμφανίζεται πανίσχυρο[9],έχοντας παράλληλα αποκτήσει τη δυνατότητα να δρα διεθνικά σε παγκόσμιο επίπεδο[10].

Από τη σκοπιά της διεθνούς πολιτικής και της διεθνικής διάστασης του οργανωμένου εγκλήματος, η κρίση που αντιμετωπίζει ένα κράτος, η αποδυνάμωση των κεντρικών δομών του που αυτή προκαλεί και η ανάπτυξη στο έδαφός του οργανωμένου εγκλήματος με διεθνικά χαρακτηριστικά, είναι στοιχεία αλληλένδετα. Πιο συγκεκριμένα, οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα και η συμπεριφορά που εκδηλώνουν οι κρατικοί δρώντες στο ανταγωνιστικό πεδίο της διεθνούς πολιτικής[11], οδηγούν συχνά στην εμφάνιση κρίσεων και στην αποδυνάμωση των δομών εξουσίας ορισμένων κρατών, ιδίως των λιγότερο ισχυρών. Τα κράτη αυτά εισέρχονται πλέον σε μια κατάσταση αδυναμίας να ασκήσουν επαρκείς ελέγχους στο εσωτερικό τους και στα σύνορά τους, η οποία έχει διττή σημασία ως προς την ανάπτυξη του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος: α) αφενός επιτρέπει και διευκολύνει την «εξαγωγή» οργανωμένου εγκλήματος από το κράτος που βρίσκεται σε κρίση στο έδαφος άλλων κρατών και β) αφετέρου καθιστά εφικτή την εμφάνιση οργανωμένων εγκληματικών δράσεων που έχουν τη βάση τους σε άλλα κράτη στο έδαφος του κράτους που βρίσκεται σε κρίση, με υπέρβαση των αποδυναμωμένων συνοριακών περιορισμών. Συνολικά δηλαδή, η κρίση που αντιμετωπίζουν κάποια κράτη λόγω των εξελίξεων στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς πολιτικής, συνιστά κρίσιμο παράγοντα που προωθεί την εμφάνιση οργανωμένου εγκλήματος με διεθνικά χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα και την εξάπλωσή του, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι αποτελεί ένα από τα πλέον αναπτυγμένα διεθνικά φαινόμενα, στο σύνολο του διεθνούς συστήματος[12]. Αποτελεί επίσης ένα από τα πλέον ανεξέλεγκτα, καθώς η δραστηριοποίησή του εδράζεται πρωταρχικά στην αποφυγή κάθε ελέγχου από τους επίσημους θεσμικούς φορείς των κρατών[13].

Ειδικότερα ως προς την εμφάνιση και την ισχυροποίηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, προκύπτει αιτιώδης σύνδεση με τη συμπεριφορά των κρατών σε διεθνές επίπεδο. Συγκεκριμένα, οι διεθνικές οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, οι οποίες συγκροτούν με τη δράση τους το φαινόμενο του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, δεν προκύπτουν και δεν αναπτύσσονται στον διεθνή χώρο εν κενώ. Η συμπεριφορά των κρατών σε διεθνές επίπεδο σχετίζεται τόσο με την εμφάνιση όσο και με την ανάπτυξή τους. Όσο οι εξελίξεις στο πεδίο των διακρατικών σχέσεων οδηγούν στην αποδυνάμωση της κυριαρχίας ορισμένων κρατών[14], καθώς και όσο κάποια κράτη υπονομεύουν, με οποιονδήποτε τρόπο, την κυριαρχία άλλων κρατών στο πλαίσιο του διακρατικού ανταγωνισμού συμφερόντων, τόσο περισσότερο δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση και εξάπλωση οργανωμένων εγκληματικών ομάδων με διεθνικά χαρακτηριστικά[15], αφού προϋπόθεση για την ανάπτυξη διεθνικών φαινομένων εν γένει είναι η εξασθένηση της δυνατότητας των κρατών να ασκούν αποτελεσματικούς ελέγχους[16]. Επιπλέον, η χρησιμοποίηση από ορισμένα κράτη τέτοιων ομάδων προκειμένου να ισχυροποιήσουν ή να διατηρήσουν τη θέση στους στο διεθνές σύστημα έναντι άλλων κρατών-ανταγωνιστών τους[17], αποτελεί επίσης βασικό στοιχείο που συμβάλλει στην εκτεταμένη ανάπτυξη του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

Συνοψίζοντας, η κρίση που αντιμετωπίζει ένα κράτος, οδηγώντας στην αποδυνάμωση των κεντρικών δομών εξουσίας του και στην απομείωση της δυνατότητάς του να ασκεί επαρκείς ελέγχους στο εσωτερικό του, συνδέεται αιτιωδώς με την εμφάνιση και ισχυροποίηση του οργανωμένου εγκλήματος στο έδαφός του. Από τη σκοπιά της διεθνούς πολιτικής, οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο αυτό ωθούν συχνά ορισμένα κράτη, ιδίως τα λιγότερο ισχυρά, σε καθεστώς κρίσης, η οποία με τη σειρά της, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ευνοεί και υποδαυλίζει την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στα κράτη αυτά. Τέλος, όσον αφορά τη διεθνική διάσταση του οργανωμένου εγκλήματος, η κρίση σε ένα κράτος διευκολύνει τόσο την εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος από το κράτος αυτό σε τρίτα κράτη όσο και τη δραστηριοποίηση στο έδαφός του οργανωμένων εγκληματικών ομάδων που έχουν τη βάση τους στο εξωτερικό, και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις με την ανοχή ή την έμμεση υποστήριξη κάποιων φορέων εξουσίας του εν λόγω κράτους. Με βάση τα παραπάνω, διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας σαφούς αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στην κρίση που πλήττει ένα κράτος, την αποδυνάμωση των κεντρικών κρατικών δομών που αυτή προκαλεί και την ανάπτυξη οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας στο κράτος αυτό, η οποία μπορεί να έχει και διεθνικά χαρακτηριστικά, αφορώντας έτσι τελικά περισσότερα του ενός κράτη.

  1. Οργανωμένο έγκλημα και κρίση-αποδυνάμωση κρατικών δομών

Το οργανωμένο έγκλημα, αφού εμφανιστεί και ισχυροποιηθεί στο πλαίσιο που διαγράφουν εντός των κρατών η κρίση και οι αδύναμες κεντρικές δομές που αυτή προκαλεί, λειτουργεί πλέον ως ένας παράγοντας ο οποίος βαθαίνει ακόμα περισσότερο την ήδη υπάρχουσα κρίση, αποδυναμώνοντας έτι περαιτέρω τις ήδη ασθενείς κρατικές δομές.

Ειδικότερα, οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, ενώ δεν έχουν ως στόχο την ανατροπή του εκάστοτε κατεστημένου εξουσίας, επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν κάθε αδυναμία και ολιγωρία αυτού του κατεστημένου προκειμένου να επιβιώσουν και να αναπτύξουν τη δράση τους. Στο πλαίσιο αυτό, κινούνται σε δύο κυρίως άξονες: α) επιχειρούν, χρησιμοποιώντας τα κέρδη που αποκομίζουν από τις παράνομες δραστηριότητές τους, να διαφθείρουν φορείς άσκησης της κρατικής εξουσίας ώστε αφενός να μην μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο για τη δράση τους και αφετέρου να συμβάλλουν ακόμα και στην προώθηση αυτής, β) διεισδύουν στις επίσημες δομές της οικονομίας προκειμένου να «νομιμοποιήσουν» τα παράνομα κέρδη τους και να ισχυροποιήσουν τη θέση και την παρέμβασή τους στο σύστημα εντός του οποίου λειτουργούν[18].

Με τους παραπάνω τρόπους, το οργανωμένο έγκλημα, έχοντας αναπτυχθεί λόγω των μειωμένων δυνατοτήτων ενός κράτους να  ασκεί αποτελεσματικούς ελέγχους, περιορίζει και υποσκάπτει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες αυτές. Έτσι, ωθεί το κράτος εντός του οποίου δραστηριοποιείται σε ακόμα βαθύτερη κρίση, συντελώντας καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος ανομίας, διαφθοράς και παραοικονομίας. Είναι σαφές ότι αυτή η κατάσταση δυσχεραίνει σημαντικά την ομαλή λειτουργία ενός κράτους, καθώς και την ικανότητά του να εκδηλώνει πλήρως και αποτελεσματικά την κυριαρχία του στο εσωτερικό.

Όσον αφορά το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, προκαλεί τα ίδια αποτελέσματα, διεισδύοντας και δραστηριοποιούμενο ευχερώς ιδίως σε αδύναμα κράτη που βρίσκονται σε καθεστώς κρίσης. Αποτελεί μάλιστα έναν παράγοντα πολύ πιο ισχυρό από το εγχώριο οργανωμένο έγκλημα, καθώς λόγω των διεθνικών του διασυνδέσεων και δράσεων μπορεί να αποκομίζει πολύ μεγαλύτερα υλικά οφέλη αλλά και να χρησιμοποιεί μεθόδους που δυσκολεύουν πολύ περισσότερο την καταστολή του. Ως εκ τούτου, εμφανιζόμενο σε κράτη με αδύναμες κεντρικές δομές, δημιουργεί σ’ αυτά βαθύτερη κρίση σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενο τον ανεπαρκή έλεγχο αυτών των κρατών στα σύνορά τους, αποκτά τη δυνατότητα να επεκτείνει τη δράση του σε τρίτα κράτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα προκαλεί σοβαρές συνέπειες στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής. Ειδικότερα: α) αφενός η δράση του εντός των ήδη αποδυναμωμένων κρατών τα οδηγεί σε καθεστώς ακόμα χειρότερης κρίσης, β) αφετέρου χρησιμοποιεί αυτά τα κράτη ως την ιδανική βάση ή δίοδο για την περαιτέρω επέκταση της δράσης του σε διεθνές επίπεδο. Συνολικά, δηλαδή, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα με τη δράση του θέτει τελικά ζητήματα διεθνούς ασφάλειας και σταθερότητας.

Συγκεκριμένα, από τη σκοπιά της διεθνούς πολιτικής, οι παραπάνω ιδιότητες και εκφάνσεις του οργανωμένου εγκλήματος δημιουργούν ανασφάλεια στα περιφερειακά υποσυστήματα όπου ανήκουν τα ήδη αδύναμα κράτη στα οποία αναπτύσσεται (σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα και ευρύτερα), καθιστούν τα εν λόγω κράτη αναξιόπιστα στο διεθνές πεδίο, διαταράσσουν τις διακρατικές σχέσεις και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε διεθνείς συγκρούσεις ή επεμβάσεις[19].

Ειδικότερα, οι διεθνικές εγκληματικές δραστηριότητες θίγουν την κυριαρχία πλήθους κρατικών οντοτήτων, προκαλούν διαλυτικές συνέπειες στο κοινωνικό τους υπόβαθρο, μεταβάλλουν καθοριστικά την παραδοσιακή σημασία των συνόρων και αυξάνουν την ανασφάλεια μεταξύ των κρατών[20]. Αποτελούν δηλαδή σαφώς παράγοντες ανακατανομής ισχύος και διεθνούς αστάθειας που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε διακρατικές συγκρούσεις[21]. Από την άλλη πλευρά, η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και εξάπλωσή τους δημιουργεί για τα κράτη που επηρεάζονται δυσμενώς αντίστοιχες ανάγκες για τον περιορισμό τους. Με τον τρόπο αυτό, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα επιδρά στη λειτουργία των σημαντικότερων διακυβερνητικών οργανισμών αλλά και στη διακρατική συνεργασία γενικότερα, με τα κράτη να επιχειρούν να βρουν και να εφαρμόσουν από κοινού μεθόδους αντιμετώπισής του[22].

Γενικότερα, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα επιτείνει την κρίση στο εσωτερικό των κρατών στα οποία δραστηριοποιείται, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τις κεντρικές δομές τους. Ταυτόχρονα, δημιουργεί προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις αυτών των κρατών και υποβαθμίζει τη θέση τους στο διεθνές σύστημα, κάτι που επίσης μπορεί να υπονομεύσει τις βασικές δομές λειτουργίας τους και να τα οδηγήσει σε καθεστώς κρίσης.

Συνοψίζοντας, το οργανωμένο έγκλημα είναι αφενός ένα προϊόν της κρίσης που πλήττει ένα κράτος και αφετέρου, αφού ισχυροποιηθεί σε ένα τέτοιο καθεστώς, ένας κρίσιμος παράγοντας που αποδυναμώνει τις επίσημες δομές λειτουργίας των κρατών και τα καθηλώνει στην κρίση. Στο διεθνές επίπεδο, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, πέραν των παραπάνω-κοινών με το εγχώριο οργανωμένο έγκλημα-αποτελεσμάτων που προκαλεί, έχει και μια επιπλέον καίριας σημασίας συνέπεια, καθώς θίγει τις διεθνείς σχέσεις των κρατών στα οποία δραστηριοποιείται ευχερώς και πλήττει τη θέση τους στο διεθνές σύστημα, συντελώντας έτσι πιθανώς με πολλούς τρόπους που συναρτώνται με τη διεθνή πολιτική στην υπονόμευση των κεντρικών δομών αυτών των κρατών και στην εμβάθυνση της κρίσης που αντιμετωπίζουν.

  1. Αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος

Το οργανωμένο έγκλημα αντιμετωπίζεται κυρίως στο περιβάλλον όπου εμφανίζεται και εκδηλώνει το μεγαλύτερο μέρος των δράσεών του, δηλαδή εντός του κανονιστικού και θεσμικού πλαισίου λειτουργίας ενός κράτους. Τα κράτη επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το οργανωμένο έγκλημα καταρτίζοντας και διαμορφώνοντας ένα πλέγμα νομικών ρυθμίσεων, σωμάτων αστυνόμευσης και άλλων θεσμικών διαδικασιών, το οποίο συνήθως διακρίνεται από έναν έντονο κατασταλτικό χαρακτήρα. Κατά κύριο λόγο, η οδός που ακολουθείται από πολλά κράτη ως προς την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος περιλαμβάνει την προσπάθεια να περιοριστούν οι συνέπειες των δράσεών του, όταν αυτό έχει ήδη αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκαλεί συγκεκριμένα αποτελέσματα που θίγουν τις επίσημες κρατικές δομές και τη λειτουργία τους[23].

Η έμφαση που δίνεται από τα κράτη στην καταστολή καθιστά στην πράξη ιδιαίτερα δυσχερή την αποτελεσματική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, για δύο κυρίως λόγους: α) αφενός δεν συμβάλλει στην κατανόηση και διαχείριση των αιτίων που οδηγούν στην ανάπτυξη και ισχυροποίηση του οργανωμένου εγκλήματος, β) αφετέρου χαρακτηρίζεται, ιδίως στα αναπτυγμένα κράτη, από συγκεκριμένους νομικούς και άλλους θεσμικούς περιορισμούς, οι οποίοι όμως δεν δεσμεύουν το οργανωμένο έγκλημα και συνεπώς το διευκολύνουν να προσαρμόζεται και να παρακάμπτει σε μεγάλο βαθμό τις κατασταλτικές προσπάθειες[24].

Περαιτέρω, ένα κρίσιμο στοιχείο που δυσχεραίνει την αποτελεσματική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι η ίδια η κρίση και οι αδύναμες κρατικές δομές που οδήγησαν αρχικώς στην εξάπλωσή του. Οι εγκληματικές ομάδες, ως δρώντες που στηρίζονται στη βία και την παρανομία για την ύπαρξή τους, φροντίζουν να δημιουργούν σφιχτές ιεραρχικές δομές με αυστηρή οργάνωση, προκειμένου να επιβιώνουν και να εξελίσσονται, απέναντι τόσο στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους όσο και στον ανταγωνισμό από άλλες εγκληματικές οργανώσεις. Ένα κράτος όμως που βρίσκεται σε κρίση και διακρίνεται από δυσλειτουργικές κεντρικές δομές αδυνατεί εξ ορισμού να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά με τις δράσεις του οργανωμένου εγκλήματος, οι οποίες με κάθε τους εκδήλωση υπονομεύουν βαθύτερα την κυριαρχία του.

Όσον αφορά το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, η αντιμετώπισή του λαμβάνει επίσης χώρα κατά κύριο λόγο εντός των κανονιστικών συστημάτων των κρατών στα οποία εκδηλώνονται οι διάφορες δραστηριότητές του. Δεδομένου όμως ότι εμφανίζεται και προκαλεί συνέπειες σε περισσότερα του ενός κράτη, η αντιμετώπισή του κατ’ ανάγκην καθίσταται ζήτημα που απασχολεί τις διακρατικές σχέσεις και τους διεθνείς θεσμούς[25]. Ειδικότερα, τα κράτη συνεργάζονται τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και στο διακυβερνητικό πλαίσιο των θεσμών στους οποίους συμμετέχουν, προκειμένου να βρουν από κοινού μεθόδους και λύσεις για να περιορίσουν τις δυσμενείς συνέπειες που προκαλεί σ’ αυτά το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα. Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει αμοιβαία συνδρομή των δικαστικών και διωκτικών αρχών των ενδιαφερομένων κρατών, κοινές δεσμεύσεις και ρυθμίσεις για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και τη λειτουργία υπηρεσιών που εντάσσονται απευθείας στο διεθνές θεσμικό πλαίσιο και επιδιώκουν τον περιορισμό του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος[26].

Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η εν λόγω συνεργασία, ιδίως οι πτυχές αυτής που συνεπικουρούνται από τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες ενός σημαντικού διεθνούς θεσμού (όπως η ΕΕ ή ο ΟΗΕ), έχει κατορθώσει να επιτύχει ορισμένα καίρια πλήγματα σε βάρος των διεθνικών δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος[27]. Παρά ταύτα, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα ως φαινόμενο παραμένει ακμαίο και διαρκώς εξελισσόμενο[28], αναπτύσσοντας τις δράσεις του με τρόπους που παρακάμπτουν και θέτουν διαρκώς νέες προκλήσεις στους διωκτικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς[29].

Με άλλα λόγια, η διακρατική συνεργασία, τόσο η διμερής όσο και αυτή που εντάσσεται στο πλαίσιο λειτουργίας των διεθνών θεσμών[30], δεν έχει μέχρι σήμερα δείξει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και σε μακροπρόθεσμη προοπτική τη δράση και την εξάπλωση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τη σκοπιά της διεθνούς πολιτικής, καθώς στην πραγματικότητα συναρτάται με τους περιορισμούς και τα όρια που χαρακτηρίζουν τη διακρατική συνεργασία και τη λειτουργία των διεθνών θεσμών.

Ειδικότερα, η διακρατική συνεργασία, ενώ είναι εφικτή και λειτουργική όταν εξυπηρετούνται κοινά κρατικά συμφέροντα, περιορίζεται και οριοθετείται κυρίως από το πρόβλημα των σχετικών κερδών. Συγκεκριμένα, τα κράτη δεν αποσκοπούν με τη συνεργασία τους μόνο στο να έχουν τα ίδια κάποια απόλυτα κέρδη, αλλά εστιάζουν κυρίως στα σχετικά κέρδη της συνεργασίας, δηλαδή το πόσο κερδίζουν σε σχέση με τα άλλα κράτη που συμμετέχουν σε αυτήν. Όταν ορισμένα κράτη διαπιστώσουν ότι κάποια άλλα ωφελούνται περισσότερο από τα ίδια στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας, τότε, ως παράγοντες που δρουν σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα[31], εισέρχονται σε καθεστώς ανασφάλειας απέναντι στα άλλα αυτά κράτη, φοβούμενα ότι εκείνα αναπτύσσονται και ισχυροποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα ίδια, γεγονός που τα οδηγεί στο να έχουν σοβαρό κίνητρο για να καταλύσουν ή να καταστήσουν ανενεργή τη μεταξύ τους συνεργασία[32]. Περαιτέρω, η διακρατική συνεργασία δυσχεραίνεται όταν τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων μερών καθίστανται αντικρουόμενα ή ασυμβίβαστα μεταξύ τους, καθώς τα κράτη, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει στο διεθνές πεδίο μια ανώτερη από αυτά αρχή στην οποία να μπορούν να βασιστούν για την επιβίωση και την ασφάλειά τους, κινούνται και ενεργούν στη διεθνή πολιτική με κύριο γνώμονα την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους, όπως αυτά προσδιορίζονται από τα ίδια.

Όσον αφορά τη συνεργασία στο πλαίσιο των διεθνών θεσμών, πέραν των ανωτέρω προβλημάτων της διακρατικής συνεργασίας εν γένει, αντιμετωπίζει περαιτέρω και το ζήτημα της εξάρτησης από τα συμφέροντα των κρατών που διαμορφώνουν τους διεθνείς θεσμούς. Ειδικότερα, οι διεθνείς θεσμοί δεν προκύπτουν από μόνοι τους, αλλά αποτελούν ουσιαστικά ένα σύνολο συμφωνιών και ρυθμίσεων ανάμεσα σε κράτη, προκειμένου τα τελευταία να προάγουν και να εξυπηρετήσουν κοινά συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, οι διεθνείς θεσμοί, ακόμα και όταν διαθέτουν δικά τους όργανα, σημαντικές υποδομές και φαίνονται να λειτουργούν αυτόνομα, στην πραγματικότητα τελούν σε πλήρη εξάρτηση από τα κράτη που τους δημιούργησαν και τους απαρτίζουν. Πιο συγκεκριμένα, οι διεθνείς θεσμοί καθορίζονται ως προς τις λειτουργίες, τη δράση τους, το είδος και τις προοπτικές της διακρατικής συνεργασίας που παρέχουν, από τα κράτη-μέλη τους και ιδίως από τα ισχυρότερα εξ αυτών[33]. Το εν λόγω γεγονός είναι προφανές ότι περιορίζει και οριοθετεί τη διακρατική συνεργασία στο πλαίσιο των διεθνών θεσμών, και μάλιστα με άνισο τρόπο, αφού η πρωτοβουλία των κινήσεων και η πρωτοκαθεδρία στη διαμόρφωση των όρων της συνεργασίας ανήκει στις μεγάλες δυνάμεις.

Όλα τα παραπάνω προβλήματα της διακρατικής συνεργασίας (εντός και εκτός του πλαισίου των διεθνών θεσμών) επιτείνονται ακόμα περισσότερο όταν το αντικείμενο της συνεργασίας είναι ζητήματα που αφορούν άμεσα την ασφάλεια των εμπλεκομένων κρατών, όπως το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα. Τα κράτη διστάζουν να συνεργαστούν σε πλήρη έκταση όταν στο προσκήνιο βρίσκονται θέματα ασφάλειας, καθώς η κατοχύρωση της ασφάλειάς τους είναι το βασικότερο μέλημά τους στη διεθνή πολιτική, δεδομένου ότι συναρτάται με την επιβίωσή τους. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές, τα συνεργαζόμενα κράτη έχουν συνήθως την τάση να παρέχουν στους συνεταίρους τους συνδρομή και πληροφορίες μέχρι ενός προκαθορισμένου σημείου, το οποίο δεν διακινδυνεύει τον στενό πυρήνα των συμφερόντων ασφαλείας τους[34]. Συνεπώς, η διακρατική συνεργασία σε ζητήματα ασφάλειας είναι κατά κανόνα περιορισμένης έκτασης και ως εκ τούτου περιορισμένης αποτελεσματικότητας.

Είναι προφανές ότι το οργανωμένο έγκλημα με τις δράσεις του, οι σημαντικότερες εκ των οποίων περιλαμβάνουν το εμπόριο ναρκωτικών, την παράνομη διακίνηση ανθρώπων[35], το εμπόριο όπλων και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, αποτελεί ένα φαινόμενο που υποσκάπτει την ομαλή λειτουργία των κρατών, απειλεί την κοινωνική τους συνοχή και τελικά μπορεί να θίξει την ασφάλειά τους τόσο στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές τους σχέσεις. Ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του αυτής, δηλαδή των επιπτώσεών του ως προς την ασφάλεια των κρατών στα οποία δραστηριοποιείται, το οργανωμένο έγκλημα εντάσσεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στα ζητήματα εκείνα που αντιμετωπίζονται από τα κράτη με συνεργασία περιορισμένης έκτασης[36], η οποία όμως δεν μπορεί να παρά να έχει και περιορισμένες επιτυχίες. Δεδομένου μάλιστα ότι το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα δεν γνωρίζει τέτοιου είδους αγκυλώσεις κατά την εξάπλωση των δραστηριοτήτων του, εξηγείται πλήρως η παρατηρούμενη αδυναμία της ολοκληρωμένης και ριζικής καταπολέμησής του στο πλαίσιο της διακρατικής συνεργασίας γενικά και των διεθνών θεσμών ειδικά.

Τέλος, όπως ήδη αναφέραμε, το οργανωμένο έγκλημα αντιμετωπίζεται κατ’ ουσίαν εκεί όπου εκδηλώνεται, δηλαδή στο εσωτερικό ενός κράτους. Υπό το πρίσμα αυτό, η αντιμετώπισή του μπορεί να καταστεί αποτελεσματική όταν οι δομές του κράτους αυτού ισχυροποιηθούν και περιοριστεί παράλληλα η όποια κρίση δυσχεραίνει την ομαλή λειτουργία και άσκηση της κυριαρχίας του.

Συνοψίζοντας, το οργανωμένο έγκλημα, τόσο το ενδοκρατικό όσο και το διεθνικό, αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο των κρατών στα οποία εκδηλώνονται οι δράσεις του. Οι κατασταλτικές ρυθμίσεις που επιλέγουν συχνά τα κράτη δεν άπτονται των αιτίων της ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος, έχουν εγγενώς συγκεκριμένους περιορισμούς και δεν μπορούν να εφαρμοστούν αρκούντως αποτελεσματικά όταν το εκάστοτε κράτος αντιμετωπίζει μια κρίση και χαρακτηρίζεται από αδύναμες κεντρικές δομές, πράγμα που συνήθως συμβαίνει όταν υπάρχει ισχυρό οργανωμένο έγκλημα στο εσωτερικό του. Η διακρατική συνεργασία, τόσο η διμερής όσο και αυτή που διαμορφώνεται στο πλαίσιο των σημαντικότερων διεθνών θεσμών, επιφέρει μεν κατά καιρούς σημαντικά πλήγματα σε βάρος του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, αλλά δεν κατορθώνει να το καταπολεμήσει ριζικά, καθώς δεν μπορεί να υπερβεί τα προβλήματα των σχετικών κερδών, των διαφορετικών κρατικών συμφερόντων και της δυσπιστίας των κρατών ως προς το να συνεργαστούν πλήρως σε ζητήματα που αφορούν την ασφάλειά τους. Ως εκ τούτου, η μόνη υπαρκτή οδός για τη ριζική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι η αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης που αντιμετωπίζουν τα κράτη εντός των οποίων αναπτύσσεται και η ισχυροποίηση των κεντρικών δομών τους.

  1. Συμπεράσματα

Σύμφωνα με τα όσα εκθέσαμε στο παρόν κείμενο, η κρίση που πλήττει ένα κράτος αποδυναμώνει τις κεντρικές δομές του και δημιουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο πρόσφορο έδαφος και ιδανικές ευκαιρίες ανάπτυξης για το οργανωμένο έγκλημα. Εντοπίσαμε συνεπώς μια ξεκάθαρη αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην κρίση και την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, με παρεμβαίνουσες μεταβλητές[37] τις αδύναμες κρατικές δομές. Διαπιστώσαμε επίσης ότι το οργανωμένο έγκλημα, αφού εξελιχθεί και ισχυροποιηθεί εντός κρατών με αδύναμες κεντρικές δομές που βρίσκονται σε καθεστώς κρίσης, καθίσταται πλέον το ίδιο ένας αυτόνομος αιτιώδης παράγοντας που οδηγεί με τη δράση του στην εμβάθυνση της κρίσης και την περαιτέρω αποδυνάμωση των κρατικών δομών.

Ως προς το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, παρατηρήσαμε ότι η κρίση σε ένα κράτος διευκολύνει την εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος από το κράτος αυτό σε τρίτα κράτη, αλλά και τη διείσδυση στο έδαφός του οργανωμένων εγκληματικών ομάδων που έχουν τη βάση τους στο εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, τονίσαμε ότι το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα επιδρά τις διεθνείς σχέσεις των κρατών στα οποία δραστηριοποιείται, υπονομεύοντας τη θέση τους στο διεθνές σύστημα και επιτείνοντας έτσι την ήδη υπάρχουσα σ’ αυτά κρίση, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να οδηγήσει, για τους λόγους αυτούς, σε προσπάθειες διακρατικής και διεθνούς θεσμικής συνεργασίας με αντικείμενο τον περιορισμό του.

Σχετικά με την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, είδαμε ότι λαμβάνει χώρα κυρίως εκεί όπου εκδηλώνονται οι δράσεις του, ανεξάρτητα αν αυτό έχει ή όχι διεθνικά χαρακτηριστικά. Καταλήξαμε επίσης στο ότι οι κατασταλτικές ρυθμίσεις που συνήθως επιλέγουν τα κράτη για την καταπολέμησή του αδυνατούν να διαχειριστούν τα αίτιά του, ενώ η κρίση εντείνει τους περιορισμούς που τις χαρακτηρίζουν και δυσχεραίνει την εφαρμογή τους. Τέλος, όσον αφορά την αντιμετώπιση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος στο πλαίσιο της διακρατικής συνεργασίας γενικά και της λειτουργίας των διεθνών θεσμών ειδικά, διαπιστώσαμε ότι η συνεργασία αυτή παρουσιάζει σποραδικά κάποια σημαντικά αποτελέσματα, αλλά στερείται δυνατοτήτων για ριζικές λύσεις με μακροπρόθεσμη προοπτική, καθώς δεν μπορεί να υπερβεί τα πάγια προβλήματα που χαρακτηρίζουν τη συνεργασία μεταξύ των κρατών. Τα εν λόγω προβλήματα παρατηρήσαμε ότι οφείλονται πρωτογενώς στην απουσία στο διεθνές σύστημα μιας ανώτερης από τα κράτη αρχής στην οποία να μπορούν να βασιστούν για την προάσπιση των συμφερόντων τους, καθώς και ότι προκύπτουν εντονότερα όταν τίθενται ζητήματα, όπως το οργανωμένο έγκλημα, που αφορούν την ασφάλεια των εμπλεκομένων μερών.

Με βάση τα όσα αναπτύξαμε, μπορούμε να καταλήξουμε ότι η κρίσιμη παράμετρος κατά την ανάλυση φαινομένων όπως το οργανωμένο έγκλημα είναι η εστίαση στα κράτη, τις δομικές τους λειτουργίες και τη δυνατότητα να ασκούν αποτελεσματικά την κυριαρχία τους. Όσο πιο ισχυρό και κυρίαρχο είναι ένα κράτος, τόσο λιγότερο χώρο αφήνει στο εσωτερικό του για την εμφάνιση και ανάπτυξη μη ελεγχόμενων φαινομένων που υπονομεύουν την κυριαρχία του, όπως είναι το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία[38].

Υπό αυτό το πρίσμα, η έμφαση πρέπει να δίνεται στην ενίσχυση των κρατών και των κεντρικών δομών τους, καθώς και στην καταπολέμηση των κρίσεων που αντιμετωπίζουν, προκειμένου αυτά να έχουν πράγματι τη δυνατότητα να περιορίσουν καίρια και μακροπρόθεσμα τέτοιου είδους φαινόμενα. Στην ίδια κατεύθυνση, η διεθνής συνεργασία, εντός και εκτός του πλαισίου των διεθνών θεσμών, οφείλει να αντιλαμβάνεται ότι αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το οργανωμένο έγκλημα όταν στρέφει τις δυνάμεις της στην ενίσχυση των κρατών στα οποία αυτό εκδηλώνεται πιο έντονα, και όχι απλά στην καθιέρωση πλήθους ρυθμίσεων που δεν πρόκειται να εφαρμοστούν σε πλήρη έκταση και με επαρκή συνέπεια από τα εμπλεκόμενα κράτη.

Συμπερασματικά, εκκινώντας από το διεθνές πεδίο και καταλήγοντας στο ενδοκρατικό, η μη υπονόμευση της θέσης άλλων κρατών στο διεθνές σύστημα, ο σεβασμός των αρχών της διακρατικής ισοτιμίας και της μη επέμβασης σε τρίτα κράτη, η προάσπιση της ανεξαρτησίας και της αυτόνομης κυριαρχίας όλων των κρατών, η ενίσχυση των κρατών που βρίσκονται σε κρίση και χαρακτηρίζονται από αδύναμες κεντρικές δομές, η δυνατότητα της ομαλής λειτουργίας ενός κράτους με ανεμπόδιστη και πλήρη άσκηση της κυριαρχίας του, καθώς και η επιλογή του να θεμελιώσει ένα καθεστώς λειτουργίας και εκδήλωσης της εξουσίας του που να στηρίζεται σε δημοκρατικές αντιλήψεις και διαδικασίες[39], αποτελούν τα μόνα μέχρι σήμερα στοιχεία που μπορούν τεκμηριωμένα να οδηγήσουν στον σημαντικό περιορισμό των παρεμβάσεων και των δυσμενών συνεπειών του οργανωμένου εγκλήματος, τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και στη διεθνή πολιτική εν γένει.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξιάδης, Στέργιος, «Η αντεγκληματική πολιτική. Προσεγγίσεις και προβληματισμοί» στο Κουράκης, Νέστωρ (επιμ.), Αντεγκληματική Πολιτική (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1994).

Βαθρακοκοίλης, Αντώνης, Το οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του (Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2001).

Βιδάλη, Σοφία, Αντεγκληματική Πολιτική. Από τη Μικροεγκληματικότητα έως το Οργανωμένο Έγκλημα(Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2014).

Βιδάλη, Σοφία, Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια αστυνομία, Τόμος Α΄ (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007).

Βιδάλη Σοφία, Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια αστυνομία, Τόμος Β΄ (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007).

Βουγιούκας, Κωνσταντίνος, Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία και την τρομοκρατία, ειδικότερα, στο επίκεντρο παλαιότερων και προσφάτων εκδηλώσεων διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, Υπεράσπιση/1999, σελ. 499-523.

Δημήτραινας, Γιώργος, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2002).

Ήφαιστος, Παναγιώτης, Ιστορία, Θεωρία και Πολιτική Φιλοσοφία των Διεθνών Σχέσεων (Αθήνα: Ποιότητα, 2009).

Ήφαιστος, Παναγιώτης, Ο πόλεμος και τα αίτιά του: τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού και της τρομοκρατίας (Αθήνα: Ποιότητα, 2002).

Καϊάφα-Γκμπάντι, Μαρία, Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ-Το ποινικό δίκαιο μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, ΠοινΔικ 5/2003, σελ. 538-552.

Κάτσιος, Σταύρος, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Η γεωπολιτική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος: Το φαινόμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 1998).

Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Ειδικά Εγκληματολογικά Θέματα (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1991).

Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Θεωρία και Πρακτική της Ποινικής Καταστολής (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1991).

Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Ιστορική και θεωρητική προσέγγιση, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2005).

Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Πραγματολογική Προσέγγιση και επί μέρους ζητήματα, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2005).

Λάζος, Γρηγόριος, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ΠοινΔικ 4/2000, σελ. 403-406.

Μπόση, Μαίρη, Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων (Αθήνα: Παπαζήσης, 1999).

Μπόση, Μαίρη, Θαλάσσια Πειρατεία: Εξελίσσεται σε θαλάσσια τρομοκρατία;, Εφημερίδα Maritime Economies, 26 Σεπτεμβρίου 2012.

Πανούσης, Γιάννης, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως “έγκλημα” (Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2002).

Πλατιάς, Αθανάσιος, Το Νέο Διεθνές Σύστημα: Ρεαλιστική Προσέγγιση Διεθνών Σχέσεων (Αθήνα: Παπαζήσης, 1995).

Ριζόβα, Φωτεινή, Οργανωμένο Έγκλημα (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2012).

Στεργιούλης, Ευάγγελος, EUROJUST: Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Δικαστικής Συνεργασίας, ΠοινΔικ 3/2001, σελ. 299-301.

Στεργιούλης, Ευάγγελος, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (EUROPOL), ΠοινΔικ 6/1998, σελ. 578-580.

Στεργιούλης, Ευάγγελος, Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ΠοινΔικ2/2004, σελ. 211-212.

Συκιώτου Αθανασία, Ευρωπαϊκή Ένωση-Οργανωμένο Έγκλημα-Παράνομη διακίνηση ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική-διαλεκτική σχέση, ΠοινΧρ 2008, σελ. 200-215.

Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΔικ 2/2004, σελ. 191-201.

Τραγάκης, Γεώργιος, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1996).

Χλούπης, Γεώργιος, Γυναίκες και παιδιά θύματα διασυνοριακής και διεθνικής εγκληματικής δρασης, ΠοινΔικ 7/2006, σελ. 922-928.

 

ΕΡΓΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Van Evera, Stephen, Εισαγωγή στη μεθοδολογία της πολιτικής επιστήμης (Αθήνα: Ποιότητα, 2005).

Waltz, Kenneth, Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής (Αθήνα: Ποιότητα, 2011).

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ

Aron, Raymond, “The Anarchical Order of Power”, Daedalus, Vol. 124, No. 3 (Summer, 1995), pp. 27-52, The  MIT Press.

Berdal, Mats and Monica Serano, “Transnational Organized Crime and International Security: The New Topography” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual? (Colorado: Lynne Rienner Publishers, 2002).

Grieco, Joseph, “Anarchy and the Limits of Cooperation: A Realist Critique of the Newest Liberal Institutionalism”, International Organization, Vol. 42, No. 3 (Summer, 1988), pp. 485-507, The MIT Press.

Serrano, Monica and Maria Celia Toro, “From Drug Trafficking to Transnational Organized Crime in Latin America” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual ? (Colorado: Lynne Rienner Publishers, 2002).

Serrano, Monica, “Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual ?” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual? (Colorado: Lynne Rienner Publishers, 2002).

Vlassis, Dimitri, “The UN Convention Against Transnational Organized Crime” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual? (Colorado: Lynne Rienner Publishers, 2002).

Αθήνα, 7 Σεπτεμβρίου 2015

* Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

** Δικηγόρος, Υποψήφιος Διδάκτωρ του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

  1. Κύριο στοιχείο του εγκλήματος θεωρείται εξάλλου η προσβολή των θεμελιωδών αξιών μιας κοινωνίας στις οποίες στηρίζεται η κοινή συμβίωση, κάτι που ισχύει τόσο στις παλαιότερες μονοδιάστατες κοινωνίες όσο και στις σύγχρονες πιο πλουραλιστικές-Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Ειδικά Εγκληματολογικά Θέματα (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1991), σ. 17, 19, 20.
  2. Βλ. μεταξύ άλλων Βουγιούκας, Κωνσταντίνος, Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς, σε συνδυασμό με τη βία και την τρομοκρατία, ειδικότερα, στο επίκεντρο παλαιότερων και προσφάτων εκδηλώσεων διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, Υπεράσπιση/1999, σ. 523, Βαθρακοκοίλης, Αντώνης, Το οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του (Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2001), σ. 32, Δημήτραινας, Γιώργος, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2002), σ. 63, Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΔικ 2/2004, σ. 195, Συκιώτου Αθανασία, Ευρωπαϊκή Ένωση-Οργανωμένο Έγκλημα-Παράνομη διακίνηση ανθρώπων: Μία ιδιόρρυθμη δυναμική-διαλεκτική σχέση, ΠοινΧρ 2008, σ. 201. Για τη δυσκολία προσέγγισης του οργανωμένου εγκλήματος με έναν κοινά αποδεκτό ορισμό και το συναφές πρόβλημα διάκρισής του από άλλες συγγενείς έννοιες όπως η τρομοκρατία και το οικονομικό έγκλημα, βλ. επίσης Ριζόβα, Φωτεινή, Οργανωμένο Έγκλημα (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2012), σ. 90, 94, 96-97, 99-101, 111-112, 117-119.
  3. Ένας από τους βασικούς ορισμούς είναι αυτός που διατυπώθηκε στο πλαίσιο του ΟΗΕ, στη Σύμβαση κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, σύμφωνα με τον οποίο το οργανωμένο έγκλημα συνίσταται ως φαινόμενο σε «μία δομημένη ομάδα από τρία ή περισσότερα άτομα που συνεργάζονται για κάποιο χρονικό διάστημα με σκοπό να διαπράξουν ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα, προκειμένου να αποκομίσουν, έμμεσα ή άμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος»-βλ. σχετ. Vlassis, Dimitri, “The UN Convention Against Transnational Organized Crime” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual? (Colorado: Lynne Rienner Publishers, 2002), σ. 90, Συκιώτου Α., Ευρωπαϊκή ΈνωσηΟργανωμένο ΈγκλημαΠαράνομη διακίνηση ανθρώπων, ό.π., σ. 202, Ριζόβα, Φ., Οργανωμένo Έγκλημα, ό.π., σ. 103-104. Υπάρχει επίσης ο ορισμός που διατυπώθηκε στο πλαίσιο της ΕΕ, στην Κοινή Δράση του 1998, κατά τον οποίο το οργανωμένο έγκλημα προσδιορίζεται ως «μια οργάνωση με διάρκεια και δομή που αποτελείται από δύο ή περισσότερα άτομα, που δρα με σκοπό να διαπράξει εγκλήματα τα οποία τιμωρούνται με ποινή στέρησης της ελευθερίας ή ποινή περιορισμού τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή και με μεγαλύτερη ποινή, ανεξάρτητα από το αν τα εγκλήματα αυτά είναι αυτοσκοπός ή μέσο για την απόκτηση υλικού οφέλους και, αν απαιτείται, μέσο ανεπίτρεπτου επηρεασμού της λειτουργίας των δημόσιων αρχών»- βλ. σχετικά με την εν λόγω Κοινή Δράση, Μπόση, Μαίρη, Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων (Αθήνα: Παπαζήσης, 1999),σ. 283-286.
  4. Δηλαδή η «επιχειρηματική» δομή της οργάνωσης με πρωταρχικό σκοπό το υλικό όφελος-Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ό.π., σ. 196, 201. Σχετικά με το αναγκαίο της ένταξης στον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος του στοιχείου του σκοπού για την απόκτηση οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Μαρία, Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ-Το ποινικό δίκαιο μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, ΠοινΔικ 5/2003, σ. 543-544.
  5. Όπως είναι ιδίως η τρομοκρατία, η οποία διαφοροποιείται από το οργανωμένο έγκλημα κυρίως ως προς το στοιχείο του σκοπού, καθώς οι τρομοκρατικές ομάδες δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο την επίτευξη υλικού οφέλους αλλά την πραγματοποίηση διαφόρων επιδιώξεων πολιτικού χαρακτήρα, με την έννοια της ανατροπής δεδομένων πολιτικών καταστάσεων ή καθεστώτων και την εγκαθίδρυση νέων.
  6. Συχνά στη βιβλιογραφία που αφορά το οργανωμένο έγκλημα στον διεθνή χώρο, συναντούμε πέρα από τον προσδιορισμό «διεθνικό» (transnational) και τους προσδιορισμούς «υπερεθνικό» (supranational), «διασυνοριακό» (cross-border) και «διακρατικό» (interstate). Χωρίς προσήλωση στην τυπολατρία, θεωρούμε ότι οι ορθότεροι προσδιορισμοί για ένα φαινόμενο ή έναν δρώντα που διαπερνά με τη δραστηριότητά του τα σύνορα κρατών, είναι οι «διεθνικός» και «διασυνοριακός». Εδώ χρησιμοποιούμε τον πρώτο, καθώς ο προσδιορισμός «διασυνοριακός» μπορεί ενίοτε να εκληφθεί (εσφαλμένα) ως ότι αφορά μόνο τις δραστηριότητες που διεξάγονται κατά μήκος των συνοριακών περιοχών και όχι γενικά τις δραστηριότητες που διαπερνούν τα κρατικά σύνορα και εκδηλώνονται σε οποιοδήποτε σημείο περισσοτέρων του ενός κρατών.
  7. Δηλαδή η αδυναμία του κράτους, λόγω της κρίσης και των ασθενών δομών του, να αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό του, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση και ανάπτυξη του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος-Βιδάλη Σοφία, Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια αστυνομία, Τόμος Β΄ (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007), σ. 971-972.
  8. Έτσι, ιστορικά, το οργανωμένο έγκλημα ως φαινόμενο εμφανίζεται σε μεταβατικές περιόδους στις οποίες τα κράτη και οι κοινωνίες τους αντιμετωπίζουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές-Βιδάλη, Σοφία, Αντεγκληματική Πολιτική. Από τη Μικροεγκληματικότητα έως το Οργανωμένο Έγκλημα (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2014), σ. 123.
  9. Για την εκτεταμένη διαφθορά που παρατηρείται στις χώρες της Λατινικής και Κεντρικής Αμερικής, η οποία συναρτάται με τη δυνατότητα των καλά οργανωμένων εγκληματικών οργανώσεων της περιοχής να καθίστανται συχνά ρυθμιστές της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης των κρατών αυτών, βλ. Κάτσιος, Σταύρος, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Η γεωπολιτική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος: Το φαινόμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 1998), σ. 178-179. Σχετικά με την αδυναμία των λατινοαμερικάνικων κρατών να παράσχουν ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στους πολίτες τους, ως βασικό παράγοντα που οδηγεί χιλιάδες φτωχούς χωρικούς στην Κολομβία και το Μεξικό (αλλά και στη Βολιβία) στην καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών και στη συνακόλουθη ισχυροποίηση των λατινοαμερικάνικων εγκληματικών οργανώσεων, βλ. Serrano, Monica and Maria Celia Toro, “From Drug Trafficking to Transnational Organized Crime in Latin America” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual ?, ό.π., σ. 161-162.
  10. Όσον αφορά τον ηγετικό σε παγκόσμιο επίπεδο ρόλο των λατινοαμερικάνικων εγκληματικών ομάδων στο διεθνικό εμπόριο ναρκωτικών, με τζίρους που ανέρχονται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, και την αντίστοιχη αλματώδη αύξηση της ισχύος τους, βλ. Serrano, M. and Maria Celia Toro, “From Drug Trafficking to Transnational Organized Crime in Latin America”, ό.π., σ. 174.
  11. Όπως είναι για παράδειγμα οι πολεμικές συγκρούσεις γενικά ή η επέμβαση μεγάλων δυνάμεων σε άλλα πιο αδύναμα κράτη.
  12. Σύμφωνα με μια ιδιαίτερα διαδεδομένη άποψη, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη και εξάπλωση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος διευκολύνεται περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν από σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων η διεθνοποίηση της οικονομίας, οι σύγχρονες μορφές παγκοσμιοποιημένου εμπορίου, οι τεράστιες τεχνολογικές εξελίξεις στις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες, αλλά και τα εμπόδια που προκύπτουν στη διεθνή αστυνομική και δικαστική συνεργασία- Δημήτραινας, Γ., Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ό.π., σ. 55, 56.
  13. Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό καθιστά ιδιαίτερα προκλητική αλλά και αναγκαία τη μελέτη του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, καθώς πρόκειται για ένα φαινόμενο που στηρίζεται ως προς την ανάπτυξή του στην πλήρη μυστικότητα και την απόκρυψη των εκδηλώσεών του από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς των κρατών. Σε αυτό το σημείο μάλιστα διαφοροποιείται από τη διεθνική τρομοκρατία, η οποία επιδιώκει την όσο το δυνατόν ευρεία και εμφατική διάδοση των δράσεών της, ως απαραίτητο μέσο για την επίτευξη των εκάστοτε σκοπών της.
  14. Δηλαδή, με άλλα λόγια, όσο οι εξελίξεις στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής οδηγούν ορισμένα κράτη σε καθεστώς κρίσης και αδύναμης κυριαρχίας. Όσον αφορά τη σύνδεση ανάμεσα στην αποδυνάμωση των κεντρικών δομών ορισμένων κρατών μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με την απόκτηση διεθνικών χαρακτηριστικών από το οργανωμένο έγκλημα, βλ. Βουγιούκας, Κ., Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς…, ό.π., σ. 507. Ως προς την εκμετάλλευση από το οργανωμένο έγκλημα των έντονων οικονομικών δυσχερειών των κρατών του πρώην ανατολικού μπλοκ, αλλά και εκείνων των αναπτυσσόμενων χωρών, βλ. Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Ιστορική και θεωρητική προσέγγιση, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2005), σ. 63-64, ενώ όσον αφορά την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στους τομείς του εμπορίου ναρκωτικών και όπλων λόγω των πολύ ασταθών κρατικών δομών που προέκυψαν σε βαλκανικές χώρες μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, βλ. Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Πραγματολογική Προσέγγιση και επί μέρους ζητήματα, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2005), σ. 119-120. Επίσης, σύμφωνα με τον Γιάννη Πανούση, η παγκοσμιοποίηση αποτελεί εργαλείο σκληρών αποκλεισμών που διαμορφώνει συνθήκες αστάθειας, οι οποίες οδηγούν στην παρανομία και το έγκλημα ως μοναδικούς τρόπους διασφάλισης της επιβίωσης-βλ. Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως “έγκλημα” (Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2002), σ. 37.
  15. Σε αρκετές περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί ότι οι εγκληματικές οργανώσεις ευημερούν και ισχυροποιούνται με τη δραστηριοποίησή τους στο έδαφος κρατών με ασθενείς επίσημες κεντρικές δομές και άρα αδύναμη κρατική κυριαρχία. Όπως έχει παρατηρηθεί, οι εγκληματικές δραστηριότητες ωφελούνται από την εκτεταμένη διαφθορά που χαρακτηρίζει ορισμένα κράτη-Κουράκης, Ν., Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Ιστορική και θεωρητική προσέγγιση, ό.π., σ. 64. Σε τέτοια περιβάλλοντα, οι εγκληματικές ομάδες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να χρησιμοποιούν τις κρατικές λειτουργίες προς όφελός τους ή σε κάποια σημεία ακόμα και να τις υποκαθιστούν, οδηγώντας με τους τρόπους αυτούς σε ακόμα μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση τα εν λόγω κράτη αλλά και την ευρύτερη περιοχή τους-βλ. σχετικά Ριζόβα, Φ., Οργανωμένο Έγκλημα, ό.π., σ. 139-142 και 219.
  16. Για τη σύνδεση της ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος με την αποικιοκρατία και τις συνέπειές της στα κράτη όπου υπήρξε, βλ. Βιδάλη, Σοφία, Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια αστυνομία, Τόμος Α΄ (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007), σ. 244.
  17. Ενδεικτικά, ένα κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ροές μαύρου χρήματος που σχετίζονται με διεθνικές εγκληματικές οργανώσεις προκειμένου να παράσχει ρευστότητα στην προβληματική του οικονομία ή να επιτρέψει σε τέτοιου είδους ομάδες να διακινούν λαθραία μετανάστες από το έδαφός του στο έδαφος άλλων γειτονικών κρατών. Για την υπόθαλψη ή ακόμα και ενθάρρυνση του οργανωμένου εγκλήματος από τα κράτη σε κάποιες περιπτώσεις, βλ. Ριζόβα, Φ., Οργανωμένο Έγκλημα, ό.π., σ. 211-212. Ως προς το ζήτημα του μαύρου χρήματος, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρεται στο Κάτσιος, Σ., Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ό.π., σ. 36, ότι το ποσό των χρημάτων απά παράνομες δραστηριότητες που νομιμοποιήθηκε (δηλαδή «ξεπλύθηκε») στη Βουλγαρία το 1994 ανήλθε στο ύψος του ΑΕΠ της κατά το ίδιο έτος. Για την έλλειψη κεφαλαίων που πρόκυψε σε αρκετά κράτη μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και τις σύγχρονες μορφές κεφαλαιακής κινητικότητας που δεν ελέγχεται εύκολα ως παράγοντες που καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικά για τα κράτη τα τεράστια παράνομα κεφάλαια του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, οδηγώντας ακόμα και σε συνεργασία ορισμένων κυβερνήσεων με το οργανωμένο έγκλημα για το «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος, βλ. στο ίδιο, σ. 76-77, 102, 176-177. Για το γενικότερο θέμα της συμβολής των παράνομων κερδών του οργανωμένου εγκλήματος σε εθνικές οικονομίες, όπως είναι αυτές των κρατών-φορολογικών «παραδείσων», βλ. και Βιδάλη, Σ., Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια αστυνομία, Τόμος Β΄, ό.π., σ. 916. Επιπρόσθετα, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ιδίως από ισχυρά κράτη, ως πρόσχημα ή και ως μέσο για την επιβολή κυριαρχίας σε γεωγραφικές ζώνες με αυξημένη σημασία για τα συμφέροντά τους. Για το τελευταίο σημείο βλ. Μπόση, Μαίρη, Θαλάσσια Πειρατεία: Εξελίσσεται σε θαλάσσια τρομοκρατία;, Εφημερίδα Maritime Economies, 26 Σεπτεμβρίου 2012.
  18. Για την ενίσχυση του οργανωμένου εγκλήματος και την ενσωμάτωση πτυχών της δράσης του στην επίσημη οικονομία μέσω της διαδικασίας νομιμοποίησης των παράνομων κερδών του, βλ. Δημήτραινας, Γ., Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ό.π., σ. 21, 22, 56, 57.
  19. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η εισβολή των ΗΠΑ στον Παναμά το 1989, με επίσημη αιτιολογία την αντιμετώπιση του διεθνικού εμπορίου ναρκωτικών που είχε ως βάση το συγκεκριμένο κράτος και εκπορευόταν από την ηγεσία του. Σύμφωνα βέβαια με την άποψη ορισμένων μελετητών, τέτοιου είδους επεμβάσεις συνιστούν στην πραγματικότητα ηγεμονικές συμπεριφορές του επεμβαίνοντος κράτους λόγω υπέρτερης ισχύος. Ως δικαιολογητική βάση όμως στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε μια εκδήλωση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και συγκεκριμένα το διεθνικό εμπόριο ναρκωτικών-βλ. σχετικά Ήφαιστος, Παναγιώτης, Ιστορία, Θεωρία και Πολιτική Φιλοσοφία των Διεθνών Σχέσεων (Αθήνα: Ποιότητα, 2009), σ. 258-259 και την εκεί παραπομπή στο Krasner, Stephen, «Compromising Westfalia», International Security, vol. 20, no. 3, Winter 1995-96, σ. 151. Για την περίπτωση αυτή βλ. επίσης Κάτσιος, Σ., Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ό.π., σ. 250.
  20. Berdal, Mats and Monica Serano, “Transnational Organized Crime and International Security: The New Topography” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual?, ό.π. σ. 205-206.
  21. Όσο το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα ισχυροποιείται και επιδρά δυσμενώς στις δομές και τις κοινωνίες πολλών κρατών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να θεωρηθεί ως κρίσιμη απειλή για τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα και να προβούν τα κράτη ακόμα και σε κινήσεις επιθετικού-στρατιωτικού χαρακτήρα για την πρόληψη και την αντιμετώπισή του. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή να θίξει ακόμα περισσότερο τη διεθνή ασφάλεια και τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος, λόγω των διακρατικών συγκρούσεων που είναι πιθανό να προκύψουν με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης-βλ. σχετ. Serrano, Monica, “Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual ?” στο Berdal, Serrano (επιμ.), Transnational Organized Crime and International Security: Business as Usual ?, ό.π., σ. 29-31.
  22. Για την αντεγκληματική πολιτική ως ζήτημα που εξαρτάται από παράγοντες που συναρτώνται και με τη διεθνή πολιτική, βλ. Αλεξιάδης, Στέργιος, «Η αντεγκληματική πολιτική. Προσεγγίσεις και προβληματισμοί» στο Κουράκης, Νέστωρ (επιμ.), Αντεγκληματική Πολιτική (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1994), σ. 17.
  23. Όσον αφορά την προτεραιότητα της πρόληψης έναντι της καταστολής, αλλά και τον ουτοπικό χαρακτήρα της ολοκληρωμένης εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής στις μέχρι σήμερα γνωστές μας συνθήκες, βλ. Αλεξιάδης, Σ., «Η αντεγκληματική πολιτική. Προσεγγίσεις και προβληματισμοί», ό.π., σ. 18. Χαρακτηριστική είναι η σχετική διατύπωση περί «αντιμετώπισης των πληγών και όχι των πηγών» του εγκλήματος από τα σύγχρονα κράτη-Πανούσης Γ., Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως “έγκλημα”, ό.π., σ. 38.
  24. Σε κράτη στα οποία οι νομικές και θεσμικές δεσμεύσεις των κατασταλτικών αρχών είναι ασαφείς ή ευμετάβλητοι, η κατάσταση ως προς την αποτελεσματική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι ακόμα πιο δυσχερής, καθώς τα εν λόγω κράτη χαρακτηρίζονται συνήθως από σημαντικά δομικά προβλήματα και εσωτερική αστάθεια, γεγονός που ευνοεί την περαιτέρω εξάπλωση και όχι τον περιορισμό του οργανωμένου εγκλήματος.
  25. Έτσι η αντεγκληματική πολιτική, ιδίως απέναντι στο διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, αποτελεί πλέον ζήτημα υψηλού ενδιαφέροντος για τους θεσμούς αυτούς-Αλεξιάδης, Σ., «Η αντεγκληματική πολιτική. Προσεγγίσεις και προβληματισμοί», ό.π., σ. 20. Ως προς την εξέλιξη της επιστημονικής προσέγγισης του οργανωμένου εγκλήματος από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η ΕΕ κ.ά., βλ. Βουγιούκας, Κ., Το οργανωμένο έγκλημα γενικώς…, ό.π., σ. 499-523.
  26. Για τις βασικές ρυθμίσεις που αφορούν την προσπάθεια αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος στο πλαίσιο της ΕΕ, βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ε., Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ό.π., σ. 191-201, καθώς και Στεργιούλης, Ευάγγελος, Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (EUROPOL), ΠοινΔικ 6/1998, σ. 578-580 και EUROJUST: Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Δικαστικής Συνεργασίας, ΠοινΔικ 3/2001, σ. 299-301.
  27. Τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εξάρθρωση εγκληματικών ομάδων με διεθνική δράση, αλλά και την καταστολή διεθνικών εγκληματικών συναλλαγών, όπως για παράδειγμα τον εντοπισμό και την κατάσχεση μεγάλων φορτίων διακινούμενων ναρκωτικών.
  28. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ευάγγελου Στεργιούλη στο κείμενό του Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ΠοινΔικ2/2004, σ. 212, ότι: «Δυστυχώς, όμως, όλα μαρτυρούν ότι το οργανωμένο έγκλημα δεν έχει περιοριστεί και κοινή διαπίστωση είναι η συνεχής αύξησή του και συγχρόνως η επέκτασή του σε καινούργιους τομείς, με αποκλειστικό σύμμαχο τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας».
  29. Στη σχετική βιβλιογραφία τονίζεται συχνά ότι κυρίως οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες προσαρμόζονται άμεσα και εκμεταλλεύονται προς όφελός τους τις τεχνολογικές εξελίξεις, και μάλιστα με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από τα κράτη και τις αρμόδιες αρχές τους-βλ. ενδεικτικά Λάζος, Γρηγόριος, Κυβερνοχώρος, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ΠοινΔικ 4/2000, σ. 406.
  30. Η διεθνής συνεργασία, ιδίως εντός του πλαισίου των διακυβερνητικών θεσμών, εμφανίζεται ως το κύριο μέσο αντιμετώπισης του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. Βέβαια στη συνεργασία αυτή, όπως εξηγούμε στη συνέχεια, κυριαρχούν συνήθως οι προτεραιότητες και η βούληση των ισχυρότερων συμμετεχόντων-Κάτσιος, Σ., Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ό.π., σ. 157-158. Παράλληλα, παρατηρούνται σημαντικά εμπόδια που σχετίζονται με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις και τα διακριτά συμφέροντα των συνεργαζόμενων κρατών-για τα εμπόδια αυτά και τις σχετικές ολιγωρίες στο ζήτημα της αντιμετώπισης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, βλ. Τραγάκης, Γεώργιος, Οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1996), σ. 227-228.
  31. Άναρχο υπό την έννοια ότι στο διεθνές σύστημα δεν υφίσταται κάποια ανώτερη από τα κράτη αρχή. Για την έννοια της αναρχίας στη διεθνή πολιτική βλ. Aron, Raymond, “The Anarchical Order of Power”, Daedalus, Vol. 124, No. 3 (Summer, 1995), pp. 27-52, The MIT Press, σ. 31.
  32. Όπως τονίζει ο Kenneth Waltz, αυτό που εμποδίζει τη συνεργασία των κρατών είναι η κατάσταση της ανασφάλειας που βιώνουν στο άναρχο διεθνές σύστημα, το οποίο αποτελεί ένα καθεστώς αυτοβοήθειας χωρίς κεντρική εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο τα κράτη, όσον αφορά τη μεταξύ τους συνεργασία, ανησυχούν για την κατανομή των ωφελημάτων και την πιθανότητα αυτή να ευνοήσει περισσότερο άλλα κράτη σε σχέση με τα ίδια, δηλαδή επί της ουσίας ενδιαφέρονται κυρίως για τη σχετική δύναμη (τα κέρδη τους σε σχέση με τα άλλα κράτη), παρά για την απόκτηση απολύτων ωφελημάτων ανεξάρτητα από το τι κερδίζουν οι άλλοι κρατικοί δρώντες. Με απλά λόγια, η δομή του διεθνούς συστήματος είναι ο βασικός παράγοντας που περιορίζει τη διακρατική συνεργασία-Waltz, Kenneth, Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής (Αθήνα: Ποιότητα, 2011), σ. 227-229. Για το ζήτημα των σχετικών κερδών και των ορίων που θέτει στη διακρατική συνεργασία, βλ. αναλυτικά Grieco, Joseph, “Anarchy and the Limits of Cooperation: A Realist Critique of the Newest Liberal Institutionalism”, International Organization, Vol. 42, No. 3 (Summer, 1988), pp. 485-507, The MIT Press, σ. 498-500.
  33. Σύμφωνα με τη ρεαλιστική σχολή σκέψης για τις διεθνείς σχέσεις, οι διεθνές θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές των συμφερόντων και της πολιτικής βούλησης των κρατών, ιδιαίτερα των ισχυρών, και μάλιστα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα-Ήφαιστος, Παναγιώτης, Ο πόλεμος και τα αίτιά του: τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού και της τρομοκρατίας (Αθήνα: Ποιότητα, 2002), σ. 71. Για τον ρεαλισμό ως την κυρίαρχη προσέγγιση της διεθνούς πολιτικής, βλ. Πλατιάς, Αθανάσιος, Το Νέο Διεθνές Σύστημα: Ρεαλιστική Προσέγγιση Διεθνών Σχέσεων (Αθήνα: Παπαζήσης, 1995), σ. 21.
  34. Για παράδειγμα, εάν ένα κράτος έχει επιλέξει να μην εμποδίζει ουσιαστικά τη διακίνηση μεταναστών από εγκληματικές ομάδες στο έδαφος άλλων κρατών, προκειμένου το ίδιο να μην υποστεί τις συνέπειες της παραμονής μεγάλου αριθμού παράνομων μεταναστών στο έδαφός του, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα παράσχει πλήρη συνδρομή σε συνεργαζόμενα κράτη για την αντιμετώπιση αυτών των εγκληματικών οργανώσεων.
  35. Βλ. σχετικά Συκιώτου Α., Ευρωπαϊκή Ένωση-Οργανωμένο Έγκλημα – Παράνομη διακίνηση ανθρώπων, ό.π., σ. 200-215, Χλούπης, Γεώργιος, Γυναίκες και παιδιά θύματα διασυνοριακής και διεθνικής εγκληματικής δράσης, ΠοινΔικ 7/2006, σ. 922-928.
  36. Όσο παράλογο και αν φαίνεται αυτό, τα κράτη έχουν πολύ λογικά κίνητρα για να το πράττουν. Από την απροθυμία τους να εκθέσουν διεθνώς τα πραγματικά προβλήματα που προκαλεί στο εσωτερικό τους το οργανωμένο έγκλημα, μέχρι τη δυσπιστία τους ως προς το να μοιραστούν στοιχεία με άλλα κράτη για τον πυρήνα της ασφάλειάς τους ή την επιλογή τους να εκμεταλλευτούν κάποιες από τις επιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος προκειμένου να βελτιώσουν τη σχετική θέση ισχύος τους στη διεθνή πολιτική, τα κράτη βρίσκουν πληθώρα λόγων για να καθιστούν τη μεταξύ τους συνεργασία ελλιπή. Ως προς την επιλεκτική εφαρμογή δράσεων κατά του οργανωμένου εγκλήματος λόγω ιδιαίτερων κρατικών συμφερόντων και πολιτικών συσχετισμών που συναρτώνται ευθέως με τη διεθνή πολιτική, βλ. Χλούπης, Γ., Γυναίκες και παιδιά θύματα διασυνοριακής και διεθνικής εγκληματικής δράσης, ό.π., σ. 927.
  37. Δηλαδή τους παράγοντες εκείνους που καθορίζονται από το αίτιο-ανεξάρτητη μεταβλητή (στην περίπτωσή μας την κρίση) και οδηγούν στο αποτέλεσμα-εξαρτημένη μεταβλητή (εδώ στην ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος). Σχετικά με την έννοια των μεταβλητών και την ένταξή τους στη διαμόρφωση μιας αιτιώδους θεωρίας ή υπόθεσης, βλ. Van Evera, Stephen, Εισαγωγή στη μεθοδολογία της πολιτικής επιστήμης (Αθήνα: Ποιότητα, 2005), σ. 21-29, 34.
  38. Η κρατική κυριαρχία δηλαδή είναι το κυριότερο εργαλείο των κρατών για να αμυνθούν απέναντι σε τέτοιου είδους φαινόμενα που έχουν και διεθνικά χαρακτηριστικά, καθώς όταν εκδηλώνεται πλήρως και ανεμπόδιστα λειτουργεί ενισχυτικά για τα κράτη και σταθεροποιητικά για το διεθνές σύστημα, αποτελώντας έτσι τον βασικό παράγοντα που επιχειρεί να παρακάμψει το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα με τη δράση του-Ήφαιστος, Π., Ιστορία, Θεωρία και Πολιτική Φιλοσοφία των Διεθνών Σχέσεων, ό.π., σ. 258-261, 286, 356.
  39. Εντός των οποίων η διαχείριση και αντιμετώπιση του εγκλήματος θα στηρίζεται σε έναν πυρήνα κοινά αποδεκτών αξιών με δημοκρατικό πρόσημο-ως προς την εξισορροπητική λειτουργία του ποινικού δικαίου σε ένα τέτοιο πλαίσιο, βλ. Κουράκης, Νέστωρ, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Θεωρία και Πρακτική της Ποινικής Καταστολής (Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1991), σ. 166.