Ορισμένες σκέψεις γύρω
από την ποινική μεταχείριση ανηλίκων διακινητών ναρκωτικών
μετά τις νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες
Γεωργιος Νουσκαλης*
Διάγραμμα
- 1. Οι νέες διατάξεις του Ν. 4139/2013 σχετικά με τους ανηλίκους διακινητές ναρκωτικών ουσιών και τα ζητήματα που προκύπτουν μετά την τροποποίηση του ποινικού δικαίου ανηλίκων με το Ν 4322/2015 σχετικά με τις πράξεις διακίνησης ναρκωτικών ουσιών
- Ορισμένες ερμηνευτικές κατευθύνσεις με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και την ανάγκη της κοινωνικής επανένταξης του εξαρτημένου ανηλίκου δράστη
1 Ο Ν. 3459/06, μολονότι προέβλεπε τη ρήτρα εφαρμογής των διατάξεων του γενικού μέρους του Π.Κ. για τους ανηλίκους, εφόσον αυτές θεωρηθούν ευνοϊκότερες για αυτούς, παρουσίαζε δύο μειονεκτήματα: δεν προβλεπόταν μια εναλλακτική διαδικασία απεξάρτησης των εξαρτημένων ανηλίκων παραβατών, αντίστοιχη με αυτή για τους ενηλίκους[1]. Επιπλέον, δεν περιείχε προβλέψεις για τους μετέφηβους ηλικίας 18-21 ετών.
Ο νομοθέτης προσπάθησε να καλύψει τα ανωτέρω κενά με το Ν 4139/2013. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του ανωτέρω νόμου, σε ανήλικους ή σε νεαρούς ενήλικες που τέλεσαν πράξεις προβλεπόμενες στον παρόντα Κώδικα εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 121 έως 133 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον είναι ευμενέστερες γι` αυτούς. Αντίθετα, για ανήλικους οι οποίοι κρίνονται ποινικώς υπεύθυνοι κατά το άρθρο 127 του Ποινικού Κώδικα για πράξεις οι οποίες προβλέπονται από τα άρθρα 20, 21, 22, 24, 25 του παρόντος ή για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 του παρόντος, εφόσον έχουν κριθεί εξαρτημένοι από ναρκωτικά, μπορεί να επιβάλλεται αντί της ποινής η παρακολούθηση ειδικού προγράμματος απεξάρτησης ανηλίκων. Κατά την ίδια πάντοτε ανωτέρω διάταξη, το παραπάνω μέτρο μπορεί επίσης να επιβάλλεται σε δράστες ηλικίας 18-21 ετών, οι οποίοι εμπίπτουν στις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο κατηγορίες. Στην παρ. 4, εξάλλου, του ίδιου παραπάνω άρθρου προβλέπεται ότι η παραμονή των παραπάνω στο ειδικό πρόγραμμα δεν μπορεί να παρατείνεται πέραν του 25ου έτους της ηλικίας τους. Αν, πάντως, ως τότε ο παρακολουθών το πρόγραμμα δεν το έχει ολοκληρώσει επιτυχώς, μετάγεται στα γενικά σωφρονιστικά καταστήματα, ενώ ο χρόνος παραμονής του στα καταστήματα όπου εκπονούνται τα παραπάνω προγράμματα λογίζεται ως χρόνος έκτισης ποινής.Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 127 Π.Κ., όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 4322/2015,η ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (στο εξής: EKKN) μπορεί να επιβληθεί, εξαιρετικά, για ανήλικους δράστες άνω των 15 ετών, μόνο αν η τελεσθείσα πράξη απειλείται, όταν τελείται από ενήλικο πρόσωπο, με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή για την πράξη του βιασμού, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση το θύμα είναι κάτω των 15 ετών. Εξαίρεση προβλέπεται στο άρθρο 124 παρ. 3 α ΠΚ, κατά το οποίο είναι δυνατή η αντικατάσταση του αναμορφωτικού μέτρου της παραμονής στο Ιδρυμα Αγωγής, όπως προβλέπεται αυτό στο άρθρο 122 παρ. 1 περ. ιβ΄ ΠΚ, με την ποινή του άρθρου 54 ΠΚ υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: o 15χρονος ανήλικος έχει τελέσει πράξη, την οποία αν τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας, εφόσον ο ανήλικος διαφεύγει επανειλημμένως από το ίδρυμα αγωγής και ο ποινικός σωφρονισμός κρίνεται απολύτως αναγκαίος ή τελέσει εκ νέου πράξη, που εάν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα που εμπεριέχει στοιχεία βίας.
Ο συνδυασμός των ανωτέρω προβλέψεων του ΠΚ για τους ανήλικους δράστες άνω των 15 ετών, δημιουργεί προβλήματα αναφορικά με την ερμηνεία του 39 παραγρ. 2 4139/2013, στην περίπτωση των εξαρτημένων διακινητών Διότι, κανένα από τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 39 παρ.2 δεν απειλείται με ισόβια κάθειρξη. Εκ πρώτης όψεως η διατύπωση φαίνεται προβληματική διότι παρουσιάζεται αντιφατική σε σχέση με το 127 Π.Κ., το οποίο απηχεί και την επιταγή του 37 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ, σύμφωνα με την οποία η ποινή αποτελεί το έσχατο μέσο ειδικά για τους ανηλίκους[2]. Εν πάση, δε, περιπτώσει, οι σχετικές διατάξεις, τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού ποινικού δικαίου για τους ανήλικους δράστες πρέπει να ερμηνεύονται προς το συμφέρον τους.[3] Κατ’ αρχήν, λοιπόν, επιβάλλονται στον ανήλικο δράστη, ακόμη κι αν έχει συμπληρώσει τα 15 έτη, αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα και μόνο κατ’ εξαίρεση περιορισμός στο ΕΚΚΝ, δηλαδή ποινή, τουλάχιστον κατά την κρατούσα άποψη, που θεωρεί τον περιορισμό ποινή, αφού προϋποθέτει κατάφαση ενοχής[4].
2. Μια πιθανή ερμηνευτική κατεύθυνση για την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, θα μπορούσε να στηριχθεί, επίσης, στην ακόλουθη σειρά σκέψεων: Οι ρυθμίσεις του άρθρου 39 Ν. 4139/2013 κρίνονται ευνοϊκότερες έναντι εκείνων του ΠΚ για τους εξαρτημένους ανήλικους διακινητές, καθώς οδηγούν στην αποφυγή του εγκλεισμού με την παρακολούθηση θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, οι ανωτέρω ρυθμίσεις του άρθρου 39 θα εφαρμόζονται, ενόψει του συμφέροντος του ανηλίκου και της επιλογής του ηπιότερου δυνατού μέσου για να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας[5], ακόμη και για πράξεις που δεν επισύρουν την ισόβια κάθειρξη αλλά χαμηλότερες ποινές, αν είχαν τελεστεί από ενήλικα πρόσωπα. Το αποτέλεσμα θα είναι να οδηγείται ο ανήλικος στο πρόγραμμα απεξάρτησης με απώτερο στόχο την κοινωνική του επανένταξη, που είναι και ο τελικός στόχος του νομοθέτη, θεωρώντας ότι η φράση «αντί της ποινής», έχει και τη σημασία «αντί οποιουδήποτε άλλου λιγότερο επαχθούς μέτρου».
Eίναι φανερό, εξάλλου, ότι η κυρίαρχη βούληση του νομοθέτη είναι να προκρίνει τα εναλλακτικά προγράμματα απεξάρτησης των εξαρτημένων ατόμων έναντι των πάσης φύσεως εγκλεισμών, στηριζόμενος σε ειδικοπροληπτικές σκοπιμότητες κοινωνικής επανένταξης. Αφού λοιπόν θεωρεί προτιμότερη την παρακολούθηση προγράμματος απεξάρτησης στις περιπτώσεις όπου ο ανήλικος δράστης κρίνεται ποινικά υπεύθυνος , για την ταυτότητα του νομικού λόγου και κάνοντας λογικοσυστηματική ερμηνεία της διάταξης πρέπει να θεωρήσουμε ότι: επιβάλλεται η επέκταση της ευνοϊκής μεταχείρισης και προκρίνεται η παρακολούθηση προγράμματος απεξάρτησης αντί των υπολοίπων αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων και στις περιπτώσεις ποινικώς ανεύθυνου ανηλίκου.
Μια περαιτέρω αντίφαση προκύπτει, εξάλλου, μεταξύ του σκοπού του νομοθέτη για περιορισμό του εγκλεισμού των ανηλίκων και του αποκλεισμού των πράξεων του άρθρου 23 Ν 4139/2013 από το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 39 του ίδιου ανωτέρω νόμου. Συγκεκριμένα, στο ανωτέρω άρθρο 39, παραλείπεται η περίπτωση της πράξης του άρθρου 23, και οι ανήλικοι εξαρτημένοι δράστες τίθενται εκτός προστατευτικού πλαισίου. Πρόκειται σίγουρα στην περίπτωση αυτή για εφαρμογή καθαρής ανταπόδοσης χωρίς την παρεμβολή ειδικοπροληπτικών-ωφελιμιστικών σκοπιμοτήτων, λόγω της βαρύτητας της πράξης. Όπως όμως είναι γνωστό, η ανταπόδοση υποχρεωτικά στηρίζεται στη βαρύτητα του αδίκου και της ενοχής. Η ενοχή ενός ανηλίκου τοξικοεξαρτημένου τεκμαίρεται ως μειωμένη. Άρα πρόκειται στην συγκεκριμένη περίπτωση για μια καθαρή περίπτωση εφαρμογής της αναλογικότητας σε βάρος του δράστη, υπό την έννοια της θραύση των ορίων της ποινής με βάση την ενοχή του δράστη. Ο εγκλεισμός, ωστόσο, του τοξικοεξαρτημένου ανηλίκου, ακόμη κι αν αυτός τέλεσε πράξη του άρθρου 23, δεν είναι η ύστατη και πιο αναγκαία λύση λόγω ακριβώς της μειωμένης ενοχής και των απώτερων ευνοϊκών αποτελεσμάτων της κοινωνικής επανένταξης μετά την απεξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες.
Σημαντικό, ρόλο, διαδραματίζει στην προκειμένη περίπτωση η αρχή της αναλογικότητας. Μια ευθεία αναγωγή στην αρχή της αναλογικότητας διατυπώθηκε πολύ πρόσφατα από τη νομολογία του Αρείου Πάγου το έτος 2010 ως προς την νομιμότητα και το όριο των αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων κατά των ανηλίκων με κριτήριο την βαρύτητα της πράξης. Η σχετική νομολογία αξιοποίηση τη βασική θέση ότι τα ανωτέρω μέτρα συνιστούν ιδιόμορφη και αυτοτελή κατηγορία ποινικών συνεπειών, τα οποία μπορούν να αντικατασταθούν από το δικαστήριο μόλις εκπληρώσουν το σκοπό τους, κατά την ακόλουθη σειράς σκέψεων: «Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Αναμορφωτικά μέτρα είναι: α) … β) …, γ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρίες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων, δ) η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αρωγής. Ο έφηβος που τέλεσε αξιόποινη πράξη υποβάλλεται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί σε ποινικό σωφρονισμό. Αν το δικαστήριο –ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του– κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός, για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στο ποινικό δίκαιο των ανηλίκων, όσον αφορά τους ποινικά υπεύθυνους εφήβους, ισχύει το μονιστικό ή μονοπολικό σύστημα, προβλέπεται δηλαδή η επιβολή από το δικαστήριο στον έφηβο δράστη μέτρου ή ποινής, η αρχή δε ή το σύστημα δικαστικού μονισμού παρέχει προβάδισμα στα μέτρα, αφού αυτά δεν απαγγέλλονται ποτέ συμπληρωματικά προς την ποινή. Τα επιβαλλόμενα στους παραβάτες ανηλίκους αναμορφωτικά μέτρα έχουν διοικητικό χαρακτήρα, καθόσον ο νομοθέτης θεωρεί ότι οι εν λόγω έφηβοι δεν υπόκεινται σε ποινή στερητική της ελευθερίας, ενόψει της ατελούς ανάπτυξής τους, της μειωμένης ψυχικής τους δύναμης και της ατελούς αντιληπτικής τους ικανότητας, αποβλέπουν δε (τα μέτρα) όχι στην τιμώρηση αλλά στη διαπαιδαγώγηση, στην ηθική και κοινωνική βελτίωση αυτών (εφήβων), ώστε να επανενταχθούν το συντομότερο στην κοινωνία. Δηλαδή τα αναμορφωτικά και τα θεραπευτικά μέτρα συνιστούν αυτοτελείς κατηγορίες των έννομων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων, είναι μέτρα ασφαλείας sui generis ή αναπληρωματικά της ποινής και δεν υπάγονται στην αρχή της ενοχής. Αντί γι’ αυτήν ισχύει στα εν λόγω μέτρα η βασική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία επέρχεται ένας περιορισμός των αναμορφωτικών μέτρων όχι μόνο μέσω των προσωπικών συνθηκών του δράστη, αλλά και μέσω της βαρύτητας της πράξης. Από τις διατάξεις των άρθρων 121 έως 133 ΠΚ, επίσης προκύπτει ότι ο ανήλικος παραβάτης του ποινικού νόμου δεν κηρύσσεται «ένοχος» από το δικαστήριο αλλά τούτο –σε περίπτωση θετικής διάγνωσης– αποφαίνεται ότι ο ανήλικος «τέλεσε την πράξη», ενώ το ίδιο το δικαστήριο που επέβαλε τα μέτρα στον ανήλικο μπορεί οποτεδήποτε να τα αντικαταστήσει ή και να τα άρει, αν κρίνει ότι εκπλήρωσαν το σκοπό τους. Δεν επιτρέπεται, πάντως, η αντικατάσταση αναμορφωτικού ή θεραπευτικού μέτρου με κύρια ποινή για τον ανήλικο δράστη[6]. Η ανωτέρω θέση του Ανωτάτου Ακυρωτικού φαίνεται να στηρίζεται σε μια λειτουργική αντικατάσταση της αρχής της ενοχής από την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον δεν μιλάμε πλέον για επιβαλλόμενη ποινή στην περίπτωση των αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων για ανηλίκους. Η ανωτέρω αρχή λειτουργεί στην προκειμένη περίπτωση με τη χρήση του κριτηρίου της σοβαρότητας της πράξης, στοιχείο που συνιστά το ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο της αρεοπαγητικής προσέγγισης κατά την οποία φαίνεται, μάλλον υπόρρητα, ότι η αναλογικότητα επιτελεί τον ίδιο εγγυητικό για τον κατηγορούμενο σκοπό με την αρχή της ενοχής, όταν καταφάσκεται μεν το άδικο, εφόσον και το Ανώτατο Ακυρωτικό κάνει λόγο για «σοβαρότητα» της πράξης. Δεν μιλά, ωστόσο, ο Άρειος Πάγος για έγκλημα, στο μέτρο που ο ποινικός νόμος εμποδίζει την αναγνώριση της ενοχής για ορισμένες κατηγορίες ανηλίκων κατά το άρθρο 126 παρ. 1-3 ΠΚ. Μπορεί να δομείται, πάντως, η ευρύτερη έννοια αυτής, δηλαδή το εχθρικό φρόνημα απέναντι στα έννομα αγαθά, όπως προκύπτει αυτό από τον όρο «προσωπικές συνθήκες» του ανήλικου δράστη, κατά την ανωτέρω συλλογιστική των σχετικών αποφάσεων του Ανωτάτου Ακυρωτικού.
Εξάλλου, σύμφωνα πάντοτε με τον παραπάνω συλλογισμό, η λήψη υπόψη της σοβαρότητας της τελεσθείσας πράξης από τον ανήλικο δράστη κατά την εφαρμογή της αρχή της αναλογικότητας επιτελεί ταυτόχρονα και προσδιοριστικό ρόλο της φύσης και της έντασης των αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων. H παραπάνω άποψη ενισχύεται και από την διατυπωθείσα στην Εισηγητική Έκθεση του Ν. 3189/2003 θέση του νομοθέτη σύμφωνα με την οποία τα παραπάνω αναμορφωτικά μέτρα θεωρούνται ως «αυτοτελείς κατηγορίες εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων»[7] Ακόμη, όμως, και αν θεωρηθούν αυτά ως αναπληρωματικά της ποινής μέτρα ασφαλείας, ο δικανικός συλλογισμός του Ανωτάτου Ακυρωτικού προσφέρει τη βάση για την εγγυητική λειτουργία της αναλογικότητας των ανωτέρω ποινικών μέτρων σε βάρος της ελευθερίας του ανηλίκου δράστη.[8]
Ενόψει όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνεται η εφαρμογή των εναλλακτικών κυρώσεων, υπό την εκδοχή των προγραμμάτων απεξάρτησης, για τον ανήλικο εξαρτημένο διακινητή, ακόμη και στην περίπτωση τέλεσης πράξεων του άρθρου 23 Ν 4139/2013. Στη λύση αυτή μπορεί να φθάσει κανείς με μια ερμηνεία του άρθρου 39 του παραπάνω νόμου υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, υπέρ του δράστη και όχι σε βάρος του, σε συνδυασμό με την ωφελιμιστική λειτουργία της κοινωνικής επανένταξής του.[9]
* Λέκτορας Νομικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
- Βλ. για τα ειδικότερα προβλήματα που προκύπτουν από τις σχετικές ρυθμίσεις, Ν. Παρασκευόπουλο / Κ. Κοσμάτο, Ναρκωτικά. Κατ’ άρθρον ερμηνεία Ν . 4139/2013, 3η εκδ. 2013, σ. 254-256, Γ. Νούσκαλη, Η λειτουργία της αναλογικότητας στις εναλλακτικές-μη φυλακτικές ποινές, 2015, σ. 306 επ.
- Βλ. ενδεικτικά Γιοβάνογλου, Η ενσωμάτωση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης στα διεθνή κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής για τους ανηλίκους, ΠοινΔικ 2006, 1310 επ., Δημόπουλο/Κοσμάτο, Δίκαιο Ανηλίκων. Θεωρία και πράξη, 2011, Κουράκη, Νεότερες Ευρωπαϊκές εξελίξεις στο δίκαιο της παραβατικότητας των ανηλίκων, ΠΛογ 2001, 299 επ., τον ίδιο, Δύο πρόσφατα σημαντικά κείμενα για το δίκαιο ανηλίκων, ΠΛογ 2003, 401 επ., τον ίδιο, Τυπολογία των συστημάτων παιδικής ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη, σε Τιμητικό Τόμο για την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, τόμ. Α΄, 2003, σ. 251 επ., Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού και η απονομή δικαιοσύνης σε ανηλίκους, Υπερ 1999, 1549 επ., την ίδια, Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των νεαρών κρατουμένων στο πλαίσιο των ΗΕ και του ΣΕ, Υπερ 2000, 673 επ., την ίδια, Ο Πρότυπος Νόμος των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο των Ανηλίκων, ΠοινΔικ 2003, 995 επ., την ίδια, Οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί ελάχιστοι κανόνες για την προστασία των ανηλίκων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους – Από τη θεωρία στην πράξη, σε Τιμητικό Τόμο για τον Ν. Ανδρουλάκη, 2003, σ. 1203 επ.,
3. Σχετικά με το δικονομικό δίκαιο, πρόβλημα προέκυψε με το ισχύον άρθρο 478 ΚΠΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 7 του Ν 4322/2015, ΚΠΔ, στο οποίο προβλέπεται ότι: «Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται επίσης στον ανήλικο κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για έγκλημα, που αν το τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα που απειλείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή συνιστά μία από τις πράξεις του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον τελέστηκαν σε βάρος προσώπου νεότερου από δεκαπέντε (15) ετών και μόνο για λόγους που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο» Για το ανωτέρω ζήτημα βλ. αναλυτικά Λ. Μαργαρίτη, Έφεση κατά βουλεύματος και αδύναμα πρόσωπα (: ανήλικοι – ψυχικά πάσχοντες) (ΜΕΡΟΣ Β΄), ΠοινΔικ 2015, σ. 529 επ.
- Βλ. Λ. Μαργαρίτη/Ν. .Παρασκευόπουλο, Ποινολογία, 2005, σ. 85, Λ. Μαργαρίτη, Έφεση κατά βουλεύματος και αδύναμα πρόσωπα (: ανήλικοι – ψυχικά πάσχοντες) (ΜΕΡΟΣ Α΄), ΠοινΔικ 2015, σ. 424 επ.
- Για μια βασική επισκόπηση των κύριων αξόνων εφαρμογής της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με την ωφελιμισιτκής φύσεως σκοπιμότητα της κοινωνικής επανένταξης του εξαρτημένου βλ. ενδεικτικά , A. Ashworth, Sentencing and Criminal Justice, 5η εκδ, 2010, σ. 80,81 επ. A. Duff, Punishment, Communication and Community, Oxford 2001, σ. 60 επ και 137 επ..G. McCord, Criminal Justice and Legal Reparations as an Alternative to Punishment, Philosophical Issues, V. 11, Social, Political, and Legal Philosophy, 2001, σ. 19 επ., Ε. Λαμπροπούλου, Κοινοτισμός και κοινοτική πρόληψη: To ≪νέο παράδειγμα στην αντεγκληματική πολιτική; σε: Δ. Μαγγανά (επιμ. έκδοσης), Τιμητικός Τόμος για την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Τομέας Εγκληματολογίας, εκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα, BRUYLANT, Βρυξέλλες, 2003, Τόμος Α΄, σ. 777 επ., Χ. Δημόπουλο, Εγκληματολογικά, 1998, ό.π., σ. 303.
- Βλ. Α. Πιτσελά, Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, ζ΄ εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 199 επ., Ν. Κουράκη, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 50-78, ΣυστΕρμΠΚ εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, σ. 837 επ., Κ. Δ. Σπινέλλη, ΣυστΕρμΠΚ, ό.π., σ. 1430.
- Βλ. Α. Πιτσελά, Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, ό.π., σ. 200 επ.
- Βλ. αναλυτικά Ν. Παρασκευόπουλο, σε Λ. Μαργαρίτη/Ν. Παρασκευόπουλο, Ποινολογία, ζ΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 109 επ.
- Βλ. για την εφαρμογή του ανωτέρω θεωρητικού μοντέλου σκέψης στην περίπτωση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών Νούσκαλη, Η λειτουργία της αναλογικότητας, ό.π., σ. 307 επ.