Μορφές βίας και ανασφάλειας στους εγκλείστους Η περίπτωση του ΕΚΝΑ

ΜΑΡΘΑ ΚΑΣΣΗ

 Μορφές βίας και ανασφάλειας

στους εγκλείστους

Η περίπτωση του ΕΚΝΑ

 

Μαρθα Κασση*

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο εγκλεισμός εμφανίστηκε στη Δύση το 17ο αιώνα, παράλληλα με την εγκαθίδρυση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος του καπιταλισμού.[1] Τότε, η τιμωρία της ψυχής(φυλακή) ήρθε να αντικαταστήσει τη σωματική τιμωρία (βασανιστήρια), με στόχο τη βελτίωση κι όχι την εξουδετέρωση του ατόμου.[2] Από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, ο Foucault εντοπίζει την ύπαρξη μιας κοινωνίας επιτήρησης[3], η οποία καθιστά ανάγκη πλέον το θεσμό της φυλακής, μολονότι δαπανηρός. Σήμερα, η στέρηση της ελευθερίας εξακολουθεί να κυριαρχεί ως τιμωρία στο Σύστημα Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης, θέτοντας ερωτηματικά για τα ζητήματα αξιών που επικρατούν στην κοινωνία μας.[4]

Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ακόμα και στον τομέα της νεανικής παραβατικότητας, η φυλάκιση επιβάλλεται ως ποινή. Οι ανήλικοι παραβάτες είναι ευάλωτοι απέναντι στις αντί-δράσεις του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, κυρίως λόγω της αδυναμίας τους (ηλικία, κοινωνικό και οικονομικό στάτους, ικανότητα για καταλογισμό κ.ά.) να προασπίσουν τα συμφέροντα και τα δικαιώματα τους.[5] Τα καταστήματα κράτησης νέων, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν δυσχέρειες ανάλογες με αυτές των φυλακών ενηλίκων (υπερπληθυσμός, διαχωρισμός κρατουμένων, συνθήκες διαβίωσης, κ.ά.), ως επί το πλείστον διαφοροποιούνται από αυτές, καθώς δρουν με την διαλλακτικότητα που απαιτεί ο εγκλεισμός ενός ανήλικου ή νεαρού ατόμου. Υπό αυτό το πρίσμα, συντελέστηκε η επιλογή του θέματος μελέτης και εκπόνησης ερευνητικής προσέγγισης.

Το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα (ΕΚΚΝΑ), είναι μια μεγάλη φυλακή ανηλίκων και παρά τις λειτουργικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει, διαφέρει από αυτό που λέμε φυλακή γενικότερα. Βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της δράσης του Συνηγόρου του Πολίτη, μέσα από μία αυτοψία- επίσκεψη που έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2010, κατά την οποία συντελέστηκε έκθεση επί της σωφρονιστικής πραγματικότητας που επικρατεί σε αυτό το κατάστημα νέων.[6] Οι διαπιστώσεις που αντέταξε, ανέδειξαν μία επικρατούσα προβληματική κατάσταση στις συνθήκες διαβίωσης. Επίσης, η έκθεση αναφέρθηκε στον αναμενόμενο υπερπληθυσμό και τα παρελκόμενα του. Τον Απρίλιο του 2010, όσον αφορά το ΕΚΚΝΑ, καταμετρήθηκαν 335 κρατούμενοι, ενώ αναφέρθηκε ότι κατά καιρούς ο αριθμός ήταν μεγαλύτερος. Στην επίσκεψη που έλαβε χώρα στις 27.1.2011, ο αριθμός ανερχόταν στους 376.

Υπάρχουν λίγες εμπειρικές μελέτες στο χώρο των Ειδικών Καταστημάτων Κράτησης Νέων, ενδεικτική η εν λόγω, η οποία διενεργήθηκε από τους Ν. Κουράκη, Φ. Μηλιώνη και την ερευνητική ομάδα της Νομικής Σχολής Αθηνών στα Καταστήματα Ανηλίκων Κορυδαλλού και Κασσαβέτειας, η οποία συνοδεύτηκε από έρευνα επαναληπτική (follow up study) και ανέδειξε μέσα από αξιόπιστα πορίσματα την εικόνα του ανήλικου παραβάτη και τους εγκληματογόνους παράγοντες του περάσματος στην πράξη.[7]

Η υπό μελέτη ομάδα, τουτέστιν οι ανήλικοι και οι νέοι κρατούμενοι, είναι ένας πληθυσμός που χρήζει ειδικής και προσεκτικής ενασχόλησης. Τα καταπιεσμένα νιάτα, που συνωστίζονται πίσω από σωφρονιστικούς τοίχους, βρίσκονται αντιμέτωπα με βίαιες προκλήσεις, πράγμα που δημιουργεί ενστάσεις και έντονο προβληματισμό για την επικείμενη επανένταξη τους στην έξω κοινωνία. Λαμβάνοντας υπόψη τις χείριστες συνθήκες επανόδου αποφυλακισμένων ενηλίκων, αφυπνίζονται φόβοι για την αντίστοιχη των ανηλίκων, καθότι κάνουμε λόγο για άτομα, τα οποία ακόμη, δεν έχουν διαμορφώσει χαρακτήρα και προσωπικότητα. Η κοινωνική ετερογένεια που χαρακτηρίζει την κοινωνία, εντυπώνεται εξίσου δυσλειτουργικά και εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων. Τέλος, έχει παρατηρηθεί αύξηση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γεγονός που χρήζει εκτεταμένης μελέτης. Άλλωστε, η αναζήτηση και η εξήγηση των παραγόντων και των αιτιών, που οδηγούν έναν ανήλικο στο πέρασμα στην πράξη, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα, το οποίο έχει μελετηθεί από ποικίλες ερευνητικές προσεγγίσεις.[8]

  1. ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, με τον όρο «ανήλικος» νοείται αυτός που, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, έχει ηλικία μεταξύ 8ου και 18ου έτους της ηλικίας του συμπληρωμένου (άρθρο 121 ΠΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 126 ΠΚ, η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο 8-13 ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν. Στον ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη χωρίς να έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Τέλος, σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί ο ανήλικος σε ποινικό σωφρονισμό.[9]

Ποινικά υπεύθυνος λογίζεται ο ανήλικος όταν το δικαστήριο, κατά το άρθρο 127ΠΚ, ερευνώντας τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη, καθώς και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του για να συγκρατηθεί από τη τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, αιτιολογώντας παράλληλα την ανεπάρκεια των αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων για την περίπτωση του κι έτσι, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Ως τέτοια πράξη νοείται αυτή που, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας, στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή τελείται κατ’ επάγγελμα ή κατ’ εξακολούθηση.[10] Τέλος, ο ΠΚ αναγνωρίζει την κατηγορία των μετεφήβων δραστών, τους οποίους ονομάζει «νεαρούς ενήλικες»[11] (133ΠΚ), έχουν συμπληρώσει το 18ο, αλλά όχι το 21ο ηλικίας τους κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης και επιτρέπει στο Δικαστήριο να τους επιβάλλει ελαττωμένη ποινή κατ’ άρθρο 83ΠΚ.

Ενταγμένη στο γενικότερο πλαίσιο του Σωφρονιστικού Κώδικα[12], η κατηγορία των ανήλικων/νέων κρατουμένων, θεμελιώνεται στο άρθρο 12, κατά το οποίο «είναι οι κρατούμενοι και των δύο φύλων, οι οποίοι διατρέχουν το 13ο έτος και δεν έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους». Το Δεκέμβριο του 2014, δημοσιεύτηκε στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας των καταστημάτων κράτησης και των αυτοτελών τμημάτων Γ΄ τύπου, ο οποίος αποτυπώνεται σε 64 άρθρα.[13] Περιλαμβάνει αποφάσεις αναφορικά με όλο το πρίσμα της σωφρονιστικής πραγματικότητας των καταστημάτων νέων.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον κρατούμενο, προβλέπει, επισημαίνει και νομιμοποιεί τις ανάγκες του, για ατομική υγιεινή και καθαριότητα κοινόχρηστων χώρων (άρθρο 15), ιατρική μέριμνα (α16), άθληση (α17), ενημέρωση (α18), ψυχαγωγία (α19), εκπαίδευση-επαγγελματική κατάρτιση-εργασία (α20), επισκέψεις (α21), τηλεφωνική επικοινωνία (α22), αλληλογραφία (α23), εξόδους (α24) και ακροάσεις (α25). Ύψιστης σημαντικότητας, τα άρθρα 31 και 32, που απαριθμούν τα δικαιώματα τους και τις δυνατότητες τους, καθώς και το άρθρο 33 για τη δικαιούμενη νομική βοήθεια. Όπου υπάρχουν όμως δικαιώματα, υπάρχουν και υποχρεώσεις, οι οποίες και κατοχυρώνονται στο άρθρο 34.

Κινούμενος ο νόμος «σε ένα πνεύμα ανθρωπισμού, ορθολογισμού και σύνεσης απέναντι στη χρήση μιας ποινής, που άλλωστε εμφανίζει εν τέλει, από την ίδια τη φύση της, περισσότερα μειονεκτήματα από πλεονεκτήματα…»[14], αντιμετωπίζει την κατηγορία των νέων παραβατών πλέον προνοιακά, προστατεύοντας και την κοινωνία και τους παρεκκλίνοντες κοινωνούς σε βραχυπρόθεσμο και κυρίως, μακροπρόθεσμο επίπεδο.

  1. ΒΙΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

 

2.1. Οι ρίζες της βίας και οι παράγοντες εγκληματογένεσης

Η διεθνής βιβλιογραφία αμφιταλαντεύεται και εγείρει ερωτήματα όσον αφορά τη βία μεταξύ των εγκλείστων. Η έλλειψη οικογενειακής συνοχής, η εγκληματικότητα των γονέων[15], αλλά και η συμπεριφορά των τελευταίων απέναντι στα παιδιά τους είναι παράγοντες, οι οποίοι έχουν αναδειχτεί κυρίαρχοι για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανηλίκου και την ενδεχόμενη εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τους West & Farrington[16], τα άτομα που ενδέχεται να διαπράξουν κάποιο αδίκημα στο μέλλον παρουσιάζουν ενδείξεις από νωρίς, κάνοντας λόγο για αγόρια, τα οποία δεν έχουν κοινωνικοποιηθεί και ανήκουν σε διασπασμένες οικογένειες. Οι συγγραφείς βασίστηκαν και επιβεβαίωσαν μία πολύ-αιτιακή προσέγγιση. Τα χαμηλά οικογενειακά έσοδα, οι πολυμελείς οικογένειες με ασθενείς οικογενειακές σχέσεις μεταξύ τους, η γονεϊκή εγκληματικότητα και ο χαμηλός δείκτης ευφυίας, απεδείχθησαν βασικές μεταβλητές, καθόσον από τα 411 αγόρια του δείγματος, τα 63 είχαν 3 ή και περισσότερα από αυτά.

Η Ε. Κοντοπούλου στο «Ο Ποινικός Στιγματισμός του Ανηλίκου και η Επίδραση του στη Δευτερογενή Παρέκκλιση», ερευνώντας δείγμα 56 αρρένων, εκ των οποίων οι 40 κρατούμενοι στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κράτησης Β΄ Τύπου Μαλανδρίνου (οι υπόλοιποι 16 εντοπίστηκαν μέσω της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων Αθηνών) διαπίστωσε ότι το χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό στάτους και μορφωτικό επίπεδο (των ίδιων ή των γονέων τους), η τοξικο- εξάρτηση, η πρώιμη εμπλοκή με την εγκληματικότητα ήδη από την ανηλικότητα, το δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, η εμπλοκή οικογενειακού μέλους στην παραβατικότητα, λειτουργούν ως εγκληματογόνοι παράγοντες, με επακόλουθα το στιγματισμό και την υποτροπή. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ανωτέρω έρευνα χρησιμοποιήθηκε και ομάδα ελέγχου, η οποία συγκροτήθηκε από πληθυσμό φοιτητών, γεγονός που αποδίδει αξιοπιστία στα ερευνητικά πορίσματα.

Ειδικότερα όσον αφορά στην εγκληματική συμπεριφορά των γονέων, πολλές έρευνες τάχθηκαν με τα ανωτέρω συμπεράσματα.[17] Το ίδιο όμως ισχύει και για τον παράγοντα των οικογενειακών συγκρούσεων, αλλά και για τις δυστυχισμένες οικογένειες, όπου αυξάνουν τις πιθανότητες έναρξης πρώιμης εγκληματικής σταδιοδρομίας.[18] Παρόλα αυτά, ο τομέας της ενδοοικογενειακής βίας πασιδήλως ενσαρκώνει στους κόλπους του, υψηλό ποσοστό σκοτεινού αριθμού.[19]

Επίσης, η εθνικότητα ως μεταβλητή παίζει σημαντικό ρόλο στην εξήγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, κατέγραψε στο σύνολο των 376 κρατουμένων, 292 αλλοδαπούς ποικίλων εθνικοτήτων και μόνο 84 Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι και η ελληνική εμπειρία, όπως και η διεθνής, αντιμετωπίζει ισχυρό πρόβλημα υπερπληθυσμού των φυλακών, λόγω της υψηλής εμφανούς εγκληματικότητας των αλλοδαπών και των πολιτικών καταστολής που ακολουθούνται. Από τη μία ο αλλοδαπός πληθυσμός εγκληματεί, από την άλλη η παραπομπή τους είναι πιο εύκολη από των ομοεθνών.[20] Έτσι, η εμπλοκή τους με το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης καθίσταται εξαιρετικά πιθανή. Άλλωστε, είναι γεγονός η δύσκολη επιβίωση των μεταναστών και η αναγκαστική, ορισμένες φορές, προσχώρηση τους σε παράνομες ενέργειες.

Ο κοινωνικοποιητικός ρόλος των ΜΜΕ από την άλλη μεριά, συμβάλλει με το δικό τους τρόπο στην αύξηση βίαιων περιστατικών. Οι εικόνες βίας που αναπαραγάγουν, μέσα από ένα μοτίβο μιμητικής συμπεριφοράς που προσλαμβάνουν τα παιδιά, λειτουργούν ως ανασταλτικοί παράγοντες για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητα τους. Ο κλάδος της ψυχολογίας έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με αυτό το φαινόμενο.[21] Συγκεκριμένα, η θεωρία της μάθησης και της υιοθέτησης ανάλογων προτύπων, υποστηρίχτηκε από πολλούς επιστήμονες. Ο Bandura[22] για παράδειγμα, ανέπτυξε την σπουδαία κοινωνικο – γνωστική θεωρία, κατά την οποία ο άνθρωπος μαθαίνει περισσότερα πράγματα παρατηρώντας συμπεριφορές βίαιων προτύπων, παρά στην οικογένεια ή το σχολείο. Τα πρότυπα της τηλεόρασης είναι φτιαγμένα και επιλεγμένα, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν την μεγαλύτερη δυνατή πρόσκτηση των στοιχείων που παρουσιάζονται.

Το 1993, ο Bandura σε συνεργασία με τις Dorothea και Sheila Ross, διενήργησε έρευνα για την μίμηση επιθετικών προτύπων και ανέδειξε θετική σχέση μεταξύ προβαλλόμενων επιθετικών συμπεριφορών σε ταινίες ή οτιδήποτε και μίμησης τους από παιδιά.[23] Στον αντίποδα, έχει αναπτυχθεί και η άλλη θεωρία, αναφορικά με τις παραστάσεις των ΜΜΕ, κατά την οποία τους προσδίδεται μία λυτρωτική λειτουργία, όμοια με αυτή της κάθαρσης στην αρχαία ελληνική τραγωδία.[24]

Τέλος, η μάταιη αναζήτηση του ισχυρού ανδρικού προτύπου, που υποδεικνύεται κατά την κοινωνικοποιητική διαδικασία, οδηγεί σε ταύτιση της βίας με τον ανδρισμό. Το φαινόμενο του “machismo”[25] πρωτοστατεί στις θεωρήσεις αυτές, παρεμποδίζοντας την εμφάνιση συναισθημάτων, όπως η ευαισθησία και η τρυφερότητα. Η προσέγγιση αυτή θα αναλυθεί περαιτέρω παρακάτω, σε συσχετισμό με την ανασφάλεια.

2.2. Οι υποκουλτούρες

Μείζον ζήτημα που έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα ιδιαιτέρως, είναι αυτό της υποκουλτούρας της βίας. «Η έννοια υποκουλτούρα υπονοεί ότι υπάρχουν αξίες ή ένα κοινωνικό σύστημα αξιών το οποίο είναι διαφορετικό και αποτελεί μέρος του ευρύτερου ή κεντρικού συστήματος αξιών.».[26] Με άλλα λόγια, η υποκουλτούρα είναι κομμάτι της ήδη υπάρχουσας κουλτούρας, απλά η πρώτη αποδέχεται και υιοθετεί ή αρνείται και παρεκκλίνει από κάποιες αξίες της δεύτερης.

Η θεωρία του Cohen, όπως την αναλύει στο έργο του “delinquent boys: the culture of the gang”[27], συνιστά μια από τις κυριότερες που έχουν αναπτυχθεί στον τομέα της Κοινωνιολογικής Εγκληματολογίας, όσον αφορά στις υποκουλτούρες. Οι έννοιες της πολιτισμικής σύγκρουσης και της ανάγκης κοινωνικής καταξίωσης θεμελιώνουν την θεώρηση του, συσχετίζοντας τα αγόρια της κατώτερης τάξης με αυτά της μεσο-αστικής και τις λύσεις που εντοπίζουν τα πρώτα στη δημιουργία νεανικών συμμοριών. Υπό αυτό το πρίσμα, τονίζει ότι η σύσταση συμμορίας εξυπηρετεί τα συμφέροντα, καθώς οι δημιουργοί της επωφελούνται από τους παρεκκλίνοντες, από την υφιστάμενη κουλτούρα και το στοίχημα είναι να διατηρεί αυτονομία εν σχέση με τα άτομα που τη συγκροτούν.[28]

Ο Sellin προσανατολίζεται προς τρόπους συμπεριφοράς που επιβάλλει η ομάδα στα μέλη, οι οποίοι αποκρυσταλλώνονται σε κανόνα, η παράβαση του οποίου εγείρει αντιδράσεις στους κόλπους της ομάδας.[29] Το σύνολο των κανόνων αυτών, το ονομάζει «κανόνες συμπεριφοράς». Η αντίδραση της ομάδας στην παράβαση των κανόνων της, είναι το ειδοποιό της στοιχείο, η ταυτότητα της. Μέσα από την ομάδα τα μέλη προσδιορίζουν τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους. Ως εκ τούτου, η παραμονή στην ομάδα κρίνεται υψίστης σημασίας για το άτομο, ακόμα κι αν υποβόσκουν αντίθετες αξίες (από αυτές της υποκουλτούρας που ανήκει) μέσα του.[30] Αυτή η προσκόλληση του ατόμου- μέλους στην ομάδα, είναι που ενδυναμώνει τους κανόνες και τις κυρώσεις τους και μάλιστα, αποτελεσματικότερα από τους γενικότερα επικρατούντες κοινωνικούς νόμους.[31]

Τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ως δείγμα, συνδέθηκαν με τη νεανική παραβατικότητα και από τον Walter Miller[32]. Αυτός συγκέντρωσε έξι αυτό-προσδιοριστικά χαρακτηριστικά των νεανικών συμμοριών της ανάγκη τους για κοινωνική καταξίωση:

  • Τη σκληρότητα (τύπου “machismo”[33])
  • Την εξυπνάδα για την κατάκτηση του κοινωνικού status
  • Την ανάγκη εμπλοκής με τις αρχές
  • Την αίσθηση τους ως έρμαια της μοίρας
  • Τη διέγερση μέσω ταύτισης με μη ρεαλιστικούς ήρωες
  • Την ανάγκη αυτό-προσδιορισμού και αυτεξουσιότητας

Το έγκλημα, η σύγκρουση και η παραίτηση, είναι έννοιες οι οποίες εκτιμήθηκαν από τους Cloward & Ohlin το 1960, για να περιγράψουν τα αγόρια εφηβικής ηλικίας των κατώτερων κοινωνικών τάξεων.[34] Στόχοι των νέων, το κέρδος, η εξουσία, το κοινωνικά αναγνωρισμένο status και τα μέσα για την απόκτηση τους παράνομα, τα οποία μέσα τους τα παρέχουν οι ενήλικες εγκληματίες της κοινότητας τους.

Ο τομέας των φυλετικών ή κοινωνικών προτύπων που καθοδηγούν την υποκουλτούρα της βίας, αναλύεται διεξοδικά από τη μελέτη των Wolfgang & Ferracuti, στο Subculture οf Violence[35]. Η επιστημονική τους προσέγγιση είχε κύριο μέλημα την κοινωνική εξέταση της ανθρωποκτονίας. Σύμφωνα με τους ανωτέρω, η φυλετική ετερογένεια, που αναδεικνύει μια μειοψηφία, εξαρτώμενη από την κυρίαρχη πλειοψηφία, παραπέμπει σε θεωρίες, όπως αυτή του Merton[36] για τα διαθέσιμα μέσα και την επίτευξη των στόχων. Ο μεταναστευτικός πληθυσμός καθίσταται περισσότερο πιθανό να εγκληματήσει, ιδιαίτερα στα αστικά περιβάλλοντα, τα οποία και τείνουν να φιλοξενούν τους περισσότερους από αυτούς.[37]

2.3. Η υποκουλτούρα της φυλακής

Ως προς τον τρόπο σχηματισμού της υποκουλτούρας της φυλακής, οι απόψεις διίστανται, καθώς από τη μια γίνεται λόγος για ανάγκη δημιουργίας μιας τέτοιας ομάδας, ώστε να απαλύνονται οι πόνοι του εγκλεισμού, ενώ από την άλλη πιστεύεται, ότι η υποκουλτούρα είναι όμοια με αυτή που διατηρείτο έξω στην έξω κοινωνία και απλά μεταφέρεται στο περιβάλλον της φυλακής[38]. Η πλειοψηφία των μελετητών συμφωνούν με την πρώτη άποψη, προσδίδοντας τις πρέπουσες ευθύνες και στο σύστημα σωφρονισμού.

Επιπρόσθετα, βιώνοντας ο κρατούμενος τις οδύνες της φυλάκισης, είναι εύλογο ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, θα επιδιώξει να διοχετεύσει κάπου αλλού τις δυνάμεις που του έχουν απομείνει. Αυτή τη διέξοδο θα τη βρει στις συνδιαλλαγές του με τα υπόλοιπα άτομα που διαβιούν στη φυλακή, κυρίως τους συγκρατούμενους, με τους οποίους υπάρχει σύμπνοια. Ιδιαίτερα για έναν φυλακισμένο, τον αποδιωγμένο από την κοινωνία, η ανάγκη αυτή είναι επιτακτική και αναμενόμενη και μορφοποιείται μέσα από τις έννοιες της υποκουλτούρας ή της υποπολιτισμικής ομάδας της φυλακής ή του κώδικα των κρατουμένων[39].

Δανειζόμενη τον ορισμό της Φ. Τσαλίκογλου, ως υποπολιτισμική ομάδα θα ορίζαμε «ένα είδος ‘αντι-κοινωνίας’ με τη δικιά της κουλτούρα, τους δικούς της νόμους, τις δικές της αξίες, που αντιστρατεύονται τους κοινά αποδεκτούς κοινωνικούς κανόνες.[40]». Ο κώδικας των κρατουμένων υφίσταται σε κάθε φυλακή παράλληλα με τους επίσημους κανόνες του καταστήματος και διαμορφώνει τις σχέσεις των κρατουμένων, αναδεικνύοντας την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Θα μπορούσαμε να τον αντιπαραβάλλουμε με τον όρο “fraternalization”[41] του Goffman, ο οποίος περιγράφει το συναδελφισμό και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατουμένων, ενάντια στο προσωπικό και γενικά το σύστημα της φυλακής.

Πιο συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα έκτισης της ποινής του στο κατάστημα κράτησης, τόσο αυξάνεται και ο βαθμός κοινωνικοποίησης του σε αυτό. Ο αυξημένος βαθμός κοινωνικοποίησης παραπέμπει στο φαινόμενο του ιδρυματισμού ή φυλακοποίησης, στο οποίο αναφερθήκαμε και παραπάνω. Σύμφωνα με τον Clemmer[42], υπάρχει μια σειρά παραγόντων, με βάση τους οποίους κρίνεται ο βαθμός φυλακοποίησης του κρατούμενου. Ήδη αναφερθήκαμε στον ουσιαστικότερο, που είναι η διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινή. Εξίσου σημαντική κρίνεται η ποιότητα της προσωπικότητας του ατόμου, το κατά πόσον θα αποδεχθεί τον κώδικα των κρατουμένων, αλλά και τον κώδικα της φυλακής, οι επαφές που θα διατηρήσει με άτομα από την έξω κοινωνία, κ.ά. Το πρόβλημα προκύπτει στη βάση του βαθμού ιδρυματισμού, διότι όσο πιο πολύ εντάσσεται στην κοινωνία της φυλακής ο κρατούμενος, τόσο αποκοινωνικοποιείται από την ελεύθερη κοινωνία και όταν έρθει η ώρα της αποφυλάκισης, δυσκολεύεται η επανένταξη του.

Σε αυτή τη μικρο-κοινωνία των κρατουμένων, αναπτύσσεται μια ιδιάζουσα ιδρυματική αργκό (“institutional lingo”)[43], η οποία χρησιμοποιείται για την περιγραφή των γεγονότων που συμβαίνουν εκεί. Κυρίως τη μεταχειρίζονται οι τρόφιμοι, αλλά και το προσωπικό, αυτό που ανήκει στις χαμηλότερες βαθμίδες, σίγουρα έχει γνώση της διαλέκτου.

Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι παίζουν μεγάλο ρόλο για τη διαβίωση του κρατούμενου. Από τη μια, μπορούν να εκπληρώνουν σωστά τα καθήκοντα τους και να είναι βοηθητικοί προς τους φυλακισμένους και από την άλλη, έχουν τη δυνατότητα, λόγω της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, να τους δυσχεραίνουν τη ζωή[44]. Άλλωστε, το προσωπικό της φυλακής είναι αυτό που θα επιβάλλει την τάξη και η τελευταία, αναγκαστικά, θα τεθεί και χωρίς τη συγκατάθεση αυτών στους οποίους επιβάλλεται, πράγμα που ίσως επιφέρει αντιδράσεις. Η έννοια της τάξης (order[45]) συνοψίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο που ουσιαστικά προσυπογράφεται μεταξύ υπαλλήλων και τροφίμων και αναδεικνύει, το πώς γίνεται η αναδιανομή της εξουσίας.

Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αντλείται από την «τυπολογία υποταγής»[46] του κάθε κρατούμενου στην κοινωνία των φυλακισμένων. Πρώτος είναι ο τύπος υποταγής (“committed compliance”), ο οποίος πιστεύει ότι η φυλακή είναι μια αντάξια τιμωρία για αυτόν και ταυτόχρονα, μια ευκαιρία για αναμόρφωση. Ο δεύτερος τύπος (“fatalistic or instrumental compliance”), αφορά στο ότι ο κρατούμενος αντιλαμβάνεται τη φυλακή ως ένα μονοπώλιο εξουσίας και δεν προσπαθεί να αντισταθεί σε αυτό. Διακρίνεται από ρουτίνα και παραίτηση και κατά μία έννοια, αποδέχεται το σύστημα. Ο τρίτος τύπος (“detached compliance”) είναι πιο παθητικός και αναφέρεται ουσιαστικά στον πρώην τοξικό-εξαρτημένο κρατούμενο και στην προσπάθεια του να αντισταθεί στους πειρασμούς της πρότερης ζωής του έξω, όσο διαβιεί στο σωφρονιστικό κατάστημα. Τέλος, ο τέταρτος τύπος (“strategic compliance and manipulation”), είναι αυτός που υποτάσσεται στο σύστημα, αλλά ως κομμάτι της στρατηγικής του, κατά την οποία δείχνει υποταγμένος, αλλά διατηρεί μια κρυφή αντίσταση μέσα του.

Η υποπολιτισμική ομάδα της φυλακής είναι μια υποκουλτούρα βίας. Η βία στα πλαίσια της ομάδας «αποτελεί ένα επιτυχημένο κι αποτελεσματικό μέσο πραγμάτωσης πολλών επιδιώξεων και σκοπών στη ζωή[47]» των ατόμων που τη συγκροτούν. Η βιαιότητα είναι μια κατάσταση η οποία δεν εκδηλώνεται μόνο έξω από την ομάδα, αλλά και μέσα σε αυτήν και μάλιστα σε πιο καταστροφικό βαθμό. Θα παραλλήλιζα την υποκουλτούρα της φυλακής και τις μικρότερες ομάδες που την αποτελούν, με τον όρο Mob. Όπως αναφέρει ο Chaplin, «το Mob είναι ένα πλήθος που δρα κάτω από συναισθηματικές συνθήκες, που συνήθως οδηγούν στη βία ή σε παράνομες πράξεις[48]». Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες για τη σύσταση αυτής της ομάδας, όπως αυτές της σύγκλισης, της διάδοσης, κοινωνικό-πολιτισμικές, κ.ά., αλλά κυρίως, το πλαίσιο δημιουργίας της αφορά στην ανάγκη ανθρώπων για συσπείρωση, για εξεύρεση κοινών σκοπών και στόχων και εν τέλει, την προάσπιση τους με όποιο κόστος.

 Ειδικότερα, στα πλαίσια καταστημάτων κράτησης αρρένων, έννοιες όπως ο ανδρισμός και η ανάγκη απόδειξης του, η σωματική και ψυχολογική δύναμη, η επιβολή του ενός στον άλλο, αλλά και άλλες πολλές, αναδεικνύονται ως ιδιαίτερα πρωταρχικές και σχετίζονται με την διατήρηση ατομικών και κοινωνικών ταυτοτήτων. Όταν λοιπόν ο παραβάτης φυλακίζεται και βρίσκεται αντιμέτωπος με μία μικρο-κοινωνία αποκλειστικά ανδρών, θέλοντας και μη, αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί τον ανδρισμό του, να αποδείξει και να στηρίξει την ανδρική του ταυτότητα («ταυτότητα του ‘άνδρα’»[49]).

Η βία δύναται να εξηγηθεί μέσα από 6 παράγοντες[50]. Αρχικά, έχουμε τα «ενδιαφέροντα» (“interests”), τα οποία αφορούν στα αγαθά και τις αξίες, τις σχέσεις (“relationships”), που είναι η οικειότητα μεταξύ των μερών, τους καταλύτες (“catalysts”) ως συμπεριφορές που οδηγούν τη σύγκρουση προς ένα βίαιο αποτέλεσμα, τις ερμηνείες (“interpretations”),που δείχνουν τις απαιτήσεις και τις προθέσεις, τους σκοπούς (“purposes”), οι οποίοι μπορούν να ‘ναι από την τιμώρηση, μέχρι την υπεράσπιση τιμής και το κοινωνικό πλαίσιο (“social context”), με βάση το οποίο διαφαίνεται το πώς οι επιλογές των φυλακισμένων περιορίζονται από το περιβάλλον της φυλακής.

Είναι γεγονός ότι ο χώρος της φυλακής συγχρωτίζει κρατούμενους που διαφέρουν μεταξύ τους. Για να μπορέσει αυτή η μικρο-κοινωνία να λειτουργήσει και να διασφαλιστεί η αλληλεγγύη έναντι της εχθρότητας και της διαφωνίας, οφείλεται να ακολουθούνται κάποιοι κανόνες. Οι Sykes και Messinger[51], καταθέτουν μια σειρά από νόρμες που απαιτούνται, ώστε να διασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη μεταξύ των έγκλειστων (η πίστη μεταξύ των κρατουμένων όταν έρχονται αντιμέτωποι με το προσωπικό της φυλακής, με την έννοια του να μην προδίδουν ο ένας τον άλλο, η τιμιότητα μεταξύ τους, ο ανδρισμός και μάλιστα με αυστηρά ετεροφυλοφιλική έννοια, και τέλος, η προστασία του ιδιωτικού χώρου.

Διάφορες μελέτες έχουν αναδείξει τα βίαια καθεστώτα που αναπτύσσονται στη φυλακή και το πώς σχετίζονται με την επιδίωξη και τη διατήρηση του στάτους[52]. Ο Crewe[53] μελετώντας το συγκεκριμένο φαινόμενο, απεφάνθη ότι πολλές συγκρούσεις γεννιούνται στην προσπάθεια των φυλακισμένων να προστατέψουν την ταυτότητα και τη φήμη τους. Η εικόνα που βγάζουμε προς τα έξω, το πώς μας αντιλαμβάνονται οι «άλλοι» δηλαδή, παίζει μεγάλο ρόλο για το άτομο και την προσωπικότητα του. Οι Lind και Tyler[54] υπογραμμίζουν το μεγάλο ενδιαφέρον των ανθρώπων για το πώς κρίνουν οι άλλοι την κοινωνική τους αξία. Μία θεωρία που αναπαριστά εύστοχα τα προλεγόμενα, είναι η “impression management”[55] του Felson, σύμφωνα με την οποία το άτομο προσαρμόζει τη συμπεριφορά του, έτσι ώστε να εκμαιεύει αρεστές αντιδράσεις από το κοινό.

Οι Edgar, O’ Donnell και Martin, αναφέρουν 6 τύπους σκόπιμα επιζήμιας συμπεριφοράς των κρατουμένων, την προσβολή, τον αποκλεισμό, την κλοπή, τη ληστεία, την απειλή και την επίθεση[56]. Για την επεξήγηση, υπογράμμισαν τις καταστάσεις της λεκτικής κακοποίησης (verbal abuse), της κλοπής κελιού (cell theft), της σεξουαλικής επίθεσης (sexual assault) και της ανταλλαγής/εμπορίου (trading) [57].

Μια μορφή παρενόχλησης που συμβαίνει, πέρα από το σχολικό περιβάλλον και στη φυλακή, είναι το “bullying”. Σύμφωνα με τον ορισμό της Jane Ireland, «ένα άτομο υφίσταται bullying, όταν είναι το θύμα άμεσης ή/και έμμεσης επιθετικότητας που συμβαίνει σε εβδομαδιαία βάση, από τον ίδιο δράστη ή διαφορετικούς δράστες.[58]». Το bullying διακρίνεται σε έμμεσο και άμεσο. Όπως είναι φυσικό, στο περιβάλλον της φυλακής, το έμμεσο bullying είναι το επικρατέστερο κι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον, ανάλογα με το κατάστημα κράτησης (αν είναι ανηλίκων άμεση, αν είναι ενηλίκων έμμεση) και δεύτερον, ανάλογα με το περιβάλλον, λόγω του ότι στη φυλακή πάντα υποβόσκει ο κίνδυνος τιμώρησης από τη διοίκηση της φυλακής. Σε μια γενική γραμμή, έχει υποστηριχθεί ότι οι δράστες του bullying έχουν προϋπάρξει ως θύματα πρώτα, συγκεκριμένα «…οι άνθρωποι μαθαίνουν να θυματοποιούν άλλους με το να θυματοποιούνται οι ίδιοι.» [59].

2.4. Φαινομενολογία

Εν τέλει, εγκαθιδρύεται ένα παράλληλο σύστημα διακυβέρνησης εντός του σωφρονιστικού καταστήματος.[60] Το σημείο τομής όλων των υποκουλτούρων της φυλακής και των δραστηριοτήτων τους, είναι το οικονομικό κέρδος.[61] Η τεχνολογική ανάπτυξη έχει συμβάλει ουσιαστικά στην πρόοδο των μεθόδων του οργανωμένου εγκλήματος, αναδεικνύοντας και νέου τύπου εγκλήματα (π.χ. διαδικτυακές επιθέσεις). Μια από πιο συνήθης εγκληματικές δραστηριότητες των ομάδων της φυλακής, είναι η διακίνηση ναρκωτικών (όπως και των συμμοριών της έξω κοινωνίας). Αυτό διότι η βιομηχανία των ναρκωτικών αποδίδει υπέρογκα κέρδη στους συμμετέχοντες της.

Έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα ναρκωτικά είναι τόσο εύκολο να βρεθούν στη φυλακή, όσο και στην έξω κοινωνία.[62] Τα ναρκωτικά εντείνουν το φαινόμενο των δημιουργημένων εντός ιδρυμάτων υποκουλτούρων. Το κέρδος που υπάρχει από αυτή την εγκληματική δραστηριότητα, προσδίδει υπέρτερη δύναμη στις ομάδες κρατουμένων, έτσι ώστε να καθίσταται δύσκολο να τους επιβληθούν οι αρχές του ιδρύματος. Άλλωστε, πολλές φορές επιδίδονται και οι ίδιες οι αρχές λόγω κέρδους σε συνεργασίες με τις ενδο-συμμορίες.[63]

  1. ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ

Ο φόβος του εγκλήματος έχει απασχολήσει αρκετά το επιστημονικό ενδιαφέρον. Οι έρευνες για το ζήτημα αυτό ξεκίνησαν μετά το 1970, με απόγειο τους τη δεκαετία του ’80. Μέσα από τις έρευνες, προέκυψε η ανησυχία των πολιτών για μια (ρεαλιστική ή υποτιθέμενη) συνεχώς αυξανόμενη εγκληματικότητα, η οποία ίσως και να τους απέφερε μια πιθανή θυματοποίηση. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που συνέχιζε να ισχύει, ακόμα κι όταν η εγκληματικότητα φαινόταν από τα ερευνητικά δεδομένα, μειωμένη. Ο φόβος των ατόμων για τυχόν θυματοποίηση παρέμενε μεγάλος, δίχως πάντα να ‘ναι πραγματικός[64]. Δηλαδή, έγκλημα και φόβος του εγκλήματος δεν ακολουθούν απαραίτητα παράλληλη πορεία, αλλά κάποιες φορές ακόμα και ανεξάρτητη.

Ο φόβος του εγκλήματος, τείνει να υποκειμενοποιείται στη βάση του «ευάλωτου»[65]. Το ευάλωτο είναι μια υποκειμενική κατάσταση , την οποία αποδίδουν τα άτομα στους εαυτούς τους ή τους οικείους τους, είτε αφορά στην εγκληματικότητα ως προσωπική κατάσταση, είτε ως κοινωνικό πρόβλημα. Η εμφάνιση του συνδέεται με στοιχεία όπως η ποιότητα ζωής ενός ατόμου, η εμπιστοσύνη του στο ποινικό σύστημα και οι ιδεολογίες που το διακρίνουν.

Η εγκυρότητα της θεωρίας του «ευάλωτου» σε σύζευξη με τις διαστάσεις του φόβου του εγκλήματος, δοκιμάστηκε από τον M. Killias και C. Clerici, μέσω έρευνας που έλαβε χώρα το Νοέμβριο του 1997, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα Ελβετών υπηκόων[66]. Στα πορίσματα που προέκυψαν, φάνηκε ότι ο φόβος του εγκλήματος, ως υποκειμενικό και προσωπικό συναίσθημα, θα ήταν καλό να προσεγγίζεται μέσα από ένα εξίσου υποκειμενικό μέτρο ευάλωτου. Έτσι, είναι πλεονέκτημα να εξηγείται σε συνδυασμό με το πώς κρίνουν οι ερωτώμενοι την ικανότητα τους να αντιμετωπίσουν πιθανές απειλές. Αποδείχτηκε ότι ο φόβος του εγκλήματος στους δρόμους, κατά τη διάρκεια της νύχτας, σχετίζεται κυρίως με το φύλο, την ηλικία, το φυσικό ευάλωτο και τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς (γκράφιτι, απορρίμματα, ύποπτα άτομα).

Μία αξιόλογη Ολλανδική έρευνα[67] αναγνωρίζει τέσσερα στοιχεία που συνιστούν το φόβο. Πρώτο ορίζει την «ελκυστικότητα» (“attractivity”), με την οποία χαρακτηρίζει την αίσθηση κάποιου ότι εύκολα μπορεί να θυματοποιηθεί, λόγω του ότι είναι ελκυστικός σαν στόχος. Δεύτερον, την «κακή πρόθεση» (“evil intent”),όπου διαφαίνονται οι εγκληματικές προθέσεις στους άλλους ανθρώπους στο περιβάλλον κάποιου. Τρίτο στοιχείο είναι η «εξουσία» (“power”), η οποία από τη μια αφορά τον έλεγχο του περιβάλλοντος και από την άλλη το αν όσοι βρίσκονται σε εγγύτητα μπορούν να αποκαλύψουν τις εγκληματικές τους προθέσεις. Τέλος, τονίζεται η επίδραση του «εγκληματογόνου περιβάλλοντος» (“criminalizable place”), δηλαδή η αξιολόγηση του ατόμου των ευκαιριών που παρέχει μια κατάσταση για τη διάπραξη εγκλήματος. Παρατηρούμε ότι μπορούν και αυτά, κάνοντας μερικές παραλλαγές, να προσαρμοστούν στο σωφρονιστικό περιβάλλον.

Το 1987, οι Smith και Torstensson[68], προσπαθώντας να διαφωτίσουν διάφορες όψεις του φόβου του εγκλήματος, εμπνεύστηκαν 4 «υποθέσεις». Η έρευνα τους αφορούσε στη διερεύνηση του λεγόμενου «παράδοξου του φόβου θυματοποίησης» του Hale[69], αλλά παρόλα αυτά, μέσα από τα πορίσματα τους μπορούμε να εξάγουμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το φόβο των ανδρών. Ειδικότερα, με την τέταρτη υπόθεση τους περί απόρριψης-εξουδετέρωσης φόβου από μεριάς των ανδρών. Οι άντρες έχουν την τάση να διαβλέπουν λιγότερο κίνδυνο και να εμφανίζονται με χαμηλότερα ποσοστά φόβου του εγκλήματος από τις γυναίκες. Μοιάζουν δηλαδή να αψηφούν τον κίνδυνο, κι αυτό αποδίδεται κατά την υπόθεση αυτή, στον παράγοντα κοινωνική τάξη. Παρόλα αυτά, ενδείκνυται αρνητική σχέση κοινωνικής τάξης και φόβου, λόγω μιας συνέπειας επιλογής και μιας συνέπειας ενδυνάμωσης. Όπου, σύμφωνα με τους συγγραφείς, στην πρώτη περίπτωση οι κοινωνικό-οικονομικά μειονεκτικοί δεν μπορούν να ζουν σε περιοχές με χαμηλή επικινδυνότητα, ενώ στη δεύτερη οι ευεργετημένοι έχουν μεγαλύτερη αίσθηση ελέγχου και επιβολής του περιβάλλοντος τους. Παραδόξως, οι άντρες με μέση εκπαιδευτική κατάρτιση και επαγγελματική κατάσταση έχουν υψηλό φόβο. Σε γενικές γραμμές, έρευνες έχουν δείξει ότι μέσα και χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης συνδέονται με υψηλά ποσοστά και φόβου και πρόσληψης κινδύνου.

Από την άλλη μεριά, η εξουδετέρωση φόβου από άντρες με υψηλή εκπαίδευση, πηγάζει από την αίσθηση εξουσίας και ίσως λόγω αυτού να διαβιούν σε χαμηλής εγκληματικότητας περιβάλλοντα. Τέλος, άλλος ένας παράγοντας σιγουριάς και ασφάλειας για το αντρικό φύλο, είναι οι αρκετές κοινωνικές επαφές. Η τάση αυτή των ανδρών να αψηφούν τον κίνδυνο, ίσως να επεξηγείται μέσα από τις «εξουδετεροποιητικές συσκευές» που χρησιμοποιούν, όπως είπε χαρακτηριστικά κι ο Agnew το 1985[70]. Με το να μη λογαριάζουν λοιπόν τον κίνδυνο της διάπραξης εγκλήματος, φτάνουν να μη λογαριάζουν το κίνδυνο θυματοποίησης. Έτσι, σύμφωνα με τους συγγραφείς, πολλοί άνδρες μπορεί να νιώθουν φόβο, αλλά για λόγους όπως η εικόνα τους και ο ανδρισμός τους, τον εξουδετερώνουν.

Ο Jo Goodey[71] στο “Boys don’t cry”, που παρουσίασε το 1997, προσπάθησε να δείξει την ανορθολογικότητα του προτύπου αυτού, μέσα από την κομβική έννοια της «ανδρικής» ηγεμονίας και τον ρόλο της κοινωνικοποίησης των εφήβων στην κατάκτηση του ύφους του «άφοβου αρσενικού».Στο πλαίσιο της έννοιας της ανδρικής ηγεμονίας ως «της κυρίαρχης ανάγνωσης της δυναμικής των σχέσεων εξουσίας του αρσενικού[72]», θα στοιχειοθετηθεί η διαδικασία κατά την οποία τα αγόρια μαθαίνουν να υιοθετούν το πρότυπο του «άφοβου». Το να είσαι ή να γίνεις άντρας είναι κάτι που περιορίζεται σε οτιδήποτε δεν είναι θηλυκό ή γυναικείο. Το στερεότυπο του ότι ένας άντρας δεν πρέπει να κλαίει ή ότι δεν πρέπει να ειδωθεί να κλαίει, περικλείει τον πρέποντα ανδρισμό. Ο «ηγεμονικός ανδρισμός (hegemonic masculinity)» συγκρατεί το ανδρικό φύλο, λόγω του φόβου να μη χαρακτηριστεί «θηλυπρεπής», με αποτέλεσμα να γίνονται αρνητικοί σε αισθήματα ευάλωτου. Αυτό που τον συστήνει, δεν είναι απαραίτητα μόνο η αντρική ισχύς, αλλά και το τι συντηρεί αυτή την ισχύ και το πως την υποστηρίζει η συμφωνία των αντρών. «Είναι η πολιτισμική έκφραση της επιβολής στη γυναίκα… Αρκετοί άντρες έχουν ως πρότυπο αντρικές φιγούρες, όπως ο Bogart ή ο Stallone[73]». Τα κοινωνικά στερεότυπα αρχίζουν να επενεργούν στο άτομο με το πέρασμα στην εφηβική φάση.

Ο Warr το 1984[74], λέει πως ο φόβος του εγκλήματος τείνει να είναι ο φόβος του βιασμού. Μία στις δύο γυναίκες της έρευνας, φάνηκαν κάπως ή αρκετά φοβισμένες για βιασμό ή σεξουαλική παρενόχληση, αλλά και ένας στους δέκα άντρες, πράγμα που δεν έχει φανεί ξανά, σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον, από άλλο ερευνητικό σχέδιο. Ο Lockwood[75] στην έρευνα που διεξήγαγε το 1980, εν σχέση με τη σεξουαλική βία στις φυλακές, τόνισε τη σημασία του ομογενοποιημένου ή μη πολιτισμικά περιβάλλοντος της φυλακής. Όσο πιο ομοιογενής πολιτισμικά εμφανίζεται η φυλακή, τόσο λιγότερη σεξουαλική βία θα παρουσιάζει. Επίσης, μίλησε για την τάση να συμβαίνουν βίαια περιστατικά, τους τέσσερις πρώτους μήνες μετά την είσοδο στο κατάστημα κράτησης και υπογράμμισε τη σημαντικότητα της διάρκειας παραμονής στη φυλακή μετά το περιστατικό, καθώς έτσι κατηγοριοποιούν τους νεοεισερχόμενους σε διαθέσιμους ή μη, σε ενδεχόμενα ή μη θύματα. Γενικά, σύμφωνα με το συγγραφέα, οι πρώτοι 16 μήνες φαίνονται να είναι καταλυτικοί για το αν θα επακολουθήσει μια σεξουαλική επίθεση τον υπόλοιπο καιρό. Συγκεκριμένα, αν ένα άτομο αποτύχει να έχει τρόπο ζωής που να αποτρέπει σεξουαλικές επιθέσεις, αν δεν κατακτήσει το σεβασμό από τους υπόλοιπους, ή αν δεν καταφέρει να μπει σε κάποια ομάδα κρατουμένων ή έστω να δουλέψει, τότε η ετικέτα του «ευάλωτου» είναι βέβαιη.

Παραδόξως, στατιστικά προέκυψε ότι 16% των περιστατικών συνέβησαν σε μέρη της φυλακής, όπου υπήρχε άμεση επιτήρηση[76]. Επίσης, ο συγγραφέας κάνει μια πολύ σημαντική διαπίστωση. Ανακαλύπτει ότι ο συχνότερος στόχος των επιτιθέμενων ήταν τα μοναχικά άτομα, αυτά που δεν άνηκαν σε ομάδες. Άλλωστε, είναι λογικό, εφόσον οι ίδιοι άνηκαν στην υποκουλτούρα της βίας, να επιλέξουν άτομα έξω από αυτήν. Τα θύματα από την άλλη, θέλοντας να αποφύγουν την ετικέτα του ομοφυλόφιλου, δεν κατήγγειλαν τα περιστατικά. Επίσης, εξωτερικά οι κρατούμενοι-στόχοι, ήταν μικροκαμωμένοι και νέοι, ώστε να φέρνουν όσο το δυνατόν περισσότερο στο γυναικείο φύλο.

Οι συναισθηματικές αντιδράσεις του θύματος ποικίλουν[77]. Το 55% των στόχων της επίθεσης αισθάνθηκε φόβο και κυρίως το φόβο του βιασμού, ειδικότερα όταν διέμεναν σε εγγύτητα με τον επιτιθέμενο. Από την άλλη, ένα 42% ένιωσε θυμό, πράγμα το οποίο αυξάνει την πιθανότητα βίαιης απάντησης από το θύμα. Το 1/3 του δείγματος πάλι, απέκτησε μια αίσθηση άγχους. Βέβαια, είναι ένα συναίσθημα το οποίο κυριαρχεί σε όλη τη διάρκεια της διαμονής στη φυλακή, από την είσοδο μέχρι και την υπόλοιπη ζωή του ανθρώπου, λόγω των κατάλοιπων που του αφήνει. Η κρίση άγγιξε το 23% των στόχων και προσδιόρισε καταστάσεις αυτοτραυματισμού, απόπειρα αυτοκτονίας (20% το σκέφτηκαν, αλλά δεν το τόλμησαν) ή και ένταση λόγω καταπιεσμένου θυμού. Όπως τονίζει ο Toch[78], ένας άντρας σε κρίση «μεταφέρει το μήνυμα ότι δεν επιβιώνει με αξιοπρέπεια την κατάστασή του.».

Επιπρόσθετα, μετά το περιστατικό το θύμα αναγκαστικά αλλάζει τον τρόπο που ζει και σκέφτεται. Αυτό σύμφωνα με τον συγγραφέα, θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως «δευτερεύουσα θυματοποίηση[79]», καθώς το θύμα βιώνει μεγάλη αναστάτωση στη ζωή του, απομονώνεται και στιγματίζεται. Όμως, με τη μείωση των πολλών κοινωνικών επαφών, μειώνει και το ευάλωτο που νιώθει. Παρά ταύτα, η απομόνωση αυτή είναι πιθανό να στοχοποιήσει ακόμα περισσότερο το άτομο και να προσελκύσει τους δράστες.

«Μεμονωμένα περιστατικά επιθετικότητας μπορούν να ειδωθούν ως “bullying”, ειδικά όπου είναι σοβαρά κι όταν το άτομο πιστεύει ή φοβάται ότι κινδυνεύει να θυματοποιηθεί στο μέλλον από τον ίδιο δράστη ή άλλους.[80]». Παρατηρούμε λοιπόν ότι και αυτή η θεώρηση εμπεριέχει φόβο ενδεχόμενης θυματοποίησης. Μάλιστα, έρευνες αποδεικνύουν την ύπαρξη ίδιας έντασης φόβου σε άτομα που έχουν θυματοποιηθεί και σε άτομα που δεν έχουν θυματοποιηθεί. Στην περίπτωση του “bullying”, ο φόβος είναι ένα εργαλείο, μέσω του οποίου η εκμετάλλευση ενός θύματος γίνεται πιο βατή. Για αυτό κι ο τρόπος που θα διαχειριστεί το φόβο που νιώθει το θύμα θα προεξοφλήσει το αν θα υπάρξει ενδεχόμενη θυματοποίηση στο μέλλον.

Ο McCorkle[81] το 1992, παρουσίασε ορισμένα μέτρα προφύλαξης που λαμβάνουν οι κρατούμενοι, για μια πιο ασφαλή διαβίωση. Πιο συγκεκριμένα, το να είναι πιο κλειστοί, το να αποφεύγουν ορισμένες περιοχές της φυλακής, το να περνούν πιο πολύ χρόνο στα κελιά τους, το να αποφεύγουν δραστηριότητες, το να γίνονται σκληροί για να αποφύγουν τη θυματοποίηση, το να σηκώνουν βάρη κ.ά. Επιπρόσθετα, μια άλλη έρευνα πρότεινε μερικά «συμπτώματα φόβου» (“symptoms of fear”)[82], την επιθετικότητα (aggression), τον αυτοτραυματισμό (self-injurious), την αποφυγή (avoidance) και το παίξιμο ρόλων (role-playing). Αυτά, λόγω στρες, μπορεί να επιφέρουν σωματικά προβλήματα στο άτομο, όπως επεισόδια άσθματος, πονοκεφάλους, υπερένταση κ.ά. και όσο υπάρχει ο φόβος τόσο θα επιτείνονται.

Στην αντίπερα όχθη, οι Crocker, Lee και Park [83], καθώς και άλλοι ερευνητές, υποστήριξαν ότι και τα βίαια άτομα επιδεικνύουν τη βία για να καλύψουν την ανασφάλεια, την ευπάθεια και τη χαμηλή τους αυτοεκτίμηση. Άρα, σε μια φυλακή δεν είναι μόνο οι εμφανώς αδύναμοι ευάλωτοι, αλλά και αυτοί που μοιάζουν αγέρωχοι και δυνατοί.

Θα ήταν αξιόλογο να αναφερθούμε στη National Prison Survey[84] , η οποία διενεργήθηκε το 1991. Ένα από τα θέματα της ήταν η διερεύνηση του φόβου των κρατουμένων στο περιβάλλον της φυλακής. Τα πορίσματα έδειξαν ότι το 18% δεν αισθανόταν ασφαλές από τραυματισμούς ή bullying από άλλους κρατούμενους. Το 1/3 εξ αυτών, είπαν ότι ένιωθαν τον κίνδυνο παντού στη φυλακή και κυρίως στις ντουζιέρες, στις τουαλέτες ή σε σημεία της φυλακής που δεν ήταν υπό επιτήρηση από υπαλλήλους. Τέλος, το 9% δέχθηκε επίθεση από άλλο φυλακισμένο τους προηγούμενους 6 μήνες.

Η θεωρήσεις αυτές βρίσκουν ακλόνητο έρεισμα στην περίπτωση των ανηλίκων. Τα νέα αγόρια έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να επιδείξουν μια ανδρική ταυτότητα και μη έχοντας άλλα «όπλα» στα χέρια τους να προσέρχονται στη βία. Όπως αναφέρει ο Parsons, το να είσαι κακό αγόρι μετατρέπεται σε στόχο, στην περίπτωση που το καλό, παραπέμπει στη θηλυκότητα.[85] Τα πραγματικά αυτά περιγράφουν την ευάλωτη κατάσταση των ανήλικων πριν καν ακόμα εισέλθουν στο κατάστημα κράτησης και συνεχίζουν να υφίστανται με μια άλλη μορφή εντός αυτού.

  1. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΝΑ

Στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα “Μορφές βίας και ανασφάλειας μεταξύ των κρατουμένων του ΕΚΚΝΑ”, διενήργησα έρευνα στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, το οποίο απαριθμούσε πάνω από 300 κρατούμενους. Η έρευνα διήρκησε από τον Απρίλιο του 2013 έως και τον Ιανουάριο του 2014. Λόγω δυσχερειών που προέκυψαν στην πορεία, συγκεντρώθηκαν 78 συνεντεύξεις. Για την εκμαίευση αξιόπιστων πορισμάτων χρησιμοποιήθηκαν ανοιχτά ερωτηματολόγια με ημι-δομημένη συνέντευξη.

Κατά κύριο λόγο οι κρατούμενοι είναι ηλικίας 17-21 ετών, με ελάχιστες εξαιρέσεις μικρότερων ή μεγαλύτερων. Μία μειοψηφία κρατουμένων είναι άνω των 40, αλλά είναι άτομα που εκτίουν την ποινή τους στο ΕΚΚΝΑ, προσφέροντας ταυτόχρονα τις υπηρεσίες τους ή τις επαγγελματικές τους γνώσεις στο Κατάστημα (π.χ. μουσικός, τεχνίτης, λογιστής).

Το ΕΚΚΝΑ, παρά τα όσα ισχύουν για τις Ελληνικές Φυλακές και τα όσα προβλήματα αντιμετωπίζει, μεταχειρίζεται με ευμένεια τους κρατούμενους, διαθέτει πρόγραμμα του Κ.Ε.Θ.Ε.Α για χρήστες ουσιών, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, θεατρική ομάδα, μουσική ομάδα, ζωγραφική, χειροτεχνίες και γενικά, πλήθος δραστηριοτήτων, που δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτο το χρόνο των κρατουμένων. Ο κενός χρόνος έτσι παίρνει χρώμα, γίνεται δημιουργικός. Μια μειοψηφία υποδίκων, με «ευαισθησίες» θα λέγαμε, επέδειξε άρνηση συμμετοχής, βουλιάζοντας στη θλίψη και στην ατέρμονη προσμονή δίκης. Πέραν του σχολείου, του προγράμματος και των δραστηριοτήτων, ένα μεγάλο ποσοστό και κατά βάση οι Έλληνες, επέλεξαν να εργασθούν για να κερδίσουν πιο γρήγορα την ελευθερία τους και να αξιοποιήσουν τον άπλετο χρόνο τους.

 Τα 2/3 των κρατουμένων του ΕΚΚΝΑ, ίσως και παραπάνω, είναι αλλοδαποί. Μαροκινοί, Αλγερινοί, Αλβανοί, Ρώσοι, Πακιστανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αφγανοί, Αιγύπτιοι, Λιθουανοί, Τούρκοι, Αθίγγανοι. Οι Έλληνες αποτελούν μειοψηφία. Μια φυλακή πολύ-πολιτισμική, με πλήθος κουλτούρων να συνωστίζονται πίσω από τα κάγκελα, στα μικρά κελιά, που καλά-καλά δε τους χωρούν. Από τους 78 του δείγματος, οι 32 ήταν αλλοδαποί, 11 ήταν Έλληνες-αθίγγανοι και οι εναπομείναντες Έλληνες. Οι αλλοδαποί φαίνονται κατά κύριο λόγο εγκλιματισμένοι στην ελληνική φυλακή και δεν θα προτιμούσαν να βρίσκονται σε μια της χώρας τους, θεωρώντας το ελληνικό σωφρονιστικό κατάστημα πιο φιλελεύθερο και ακίνδυνο. Κάποιοι τα πάνε καλά με τους υπαλλήλους (ειδικά όσοι καταφεύγουν σε συναλλαγές π.χ. Αλβανοί), ενώ άλλοι βιώνουν πιο ρατσιστικά τη μεταξύ τους συνδιαλλαγή. Καλύτερη επικοινωνία όλοι έχουν με τους συμπατριώτες τους, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Παρόλα αυτά, σέβονται τους ελληνικής καταγωγής συγκρατούμενούς τους και το ίδιο και αυτοί.

Τα ποσοστά υποδίκων και καταδίκων βρέθηκαν σε ισορροπία (39 κατάδικοι, 38 υπόδικοι). Η πλειοψηφία κρατείτο για ληστείες, κλοπές και για αδικήματα εν σχέση με τα ναρκωτικά. Συνήθως, η ληστεία συνοδευόταν από άλλα αδικήματα, όπως οπλοκατοχή, οπλοχρησία, ξυλοδαρμό ή κλοπές.

Οι συνεντευξιαζόμενοι ήταν χαμηλού μορφωτικού επιπέδου κυρίως, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στο ΕΚΚΝΑ όμως υπάρχει το Σχολείο (Δημοτικό – Γυμνάσιο – Λύκειο) και είτε λόγω προσωπικής διάθεσης των κρατουμένων για γνώση, είτε για εκμετάλλευση του κενού τους χρόνου, είτε λόγω του ευεργετικού υπολογισμού των μεροκάματων στην ποινή τους, πολλοί καταφεύγουν εκεί (40 εκ των 78 συνεντευξιαζόμενων κρατουμένων). Ιδιαίτερα καταρτισμένοι, με ειδικές γνώσεις και ευαισθησίες είναι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές του Σχολείου του ΕΚΚΝΑ. Καταφέρνουν να μην τους βλέπουν οι έγκλειστοι ως πιο ισχυρούς ή «εχθρούς», αλλά ως «συμμάχους» τους. Αξιοσημείωτη η δουλειά και η συνεργασία κρατουμένων και καθηγητών, πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε τις επιτυχίες ορισμένων κρατουμένων στις πανελλαδικές εξετάσεις.

 Άλλο ένα χαρακτηριστικό, που αντιστοιχεί στους περισσότερους έγκλειστους νέους, είναι τα οικογενειακά και τα οικονομικά προβλήματα. Αρκετοί προέρχονται από οικογενειακά περιβάλλοντα με δυσκολίες και δεν δίστασαν να περάσουν στην εγκληματική πράξη για να τα βοηθήσουν. Όμως, και οι παρέες προ της φυλάκισης φάνηκε να ωθούν τους νέους στην παραβατικότητα, γι’ αυτό και υπήρξαν περιπτώσεις συμμοριών ή καταδόσεων από φίλους.

Όπως προέκυψε από το λόγο των ίδιων των κρατουμένων, «ομάδα» συντελείται με τους διαμένοντες στο κελί, κυρίως με βάση την εθνική προέλευση. Αρχηγός ομάδας χρίζεται ο παλιός, αυτός που μετράει περισσότερα χρόνια κράτησης στο κελί ή κάποιος που είναι έξυπνος να διαχειρίζεται και να διοικεί. Όσοι βέβαια θέλουν να βγάλουν μια ήσυχη ποινή, αποφεύγουν τη θέση αυτή, καθώς ενέχει πολλές ευθύνες και πολλά μπλεξίματα, τα οποία και μπορεί να καθυστερήσουν την αποφυλάκιση.

Τα προβλήματα μεταξύ τους προέρχονται κυρίως από τις συναλλαγές τους, παράνομες και νόμιμες. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος δημιουργίας βίαιων περιστατικών (λόγω των χρεών που επισύρουν), μαζί με τη «ρουφιανιά» και την ασεβή συμπεριφορά εν γένει. Η φασαρία είναι αναπόφευκτο γεγονός, κάτι σαν απαραίτητο ξέσπασμα. Διαθέτουν ακόμα και όπλα οι κρατούμενοι, κατασκευασμένα από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς (αυτοσχέδια μαχαίρια, σουβλιά, κατσαβίδια, σίδερα κ.ά.). Η εθνικότητα είναι επίσης ένας παράγοντας συγκρούσεων, αλλά σπάνιος, λόγω του διαχωρισμού των κρατουμένων. Ο διαχωρισμός προέκυψε ως αναγκαία λύση εκ της Διοικήσεως αναφορικά με την εξασφάλιση της ειρηνικής συμβίωσης των εγκλείστων.

Ο πρώτος καιρός εγκλεισμού αποτελεί την περίοδο μέγιστης ανασφάλειας και φόβου. Υπάρχει μια τάση για απόκρυψη συναισθημάτων φόβου ή στεναχώριας, καθόσον τα δείγματα αδυναμίας, όπως είπαν οι συνεντευξιαζόμενοι, δεν βοηθούν στην ασφαλή επιβίωση τους. Επίσης, το χρήμα μετράει στη φυλακή, όσο και στην έξω κοινωνία. Οι έχοντες κρατούμενοι ζουν καλύτερα, ενώ οι φτωχοί αναγκάζονται να χρεωθούν. Οι περισσότεροι κρατούμενοι όμως αισθάνονταν ευάλωτοι, καθώς δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν μέσα στη φυλακή. Φυλάγονταν σε μόνιμη βάση, ακόμα και στον ύπνο τους (ή υπήρχε κάποιος άλλος να τους προστατέψει, πιο δυνατός-συνήθως ο αρχηγός). Με τον καιρό, οι περισσότεροι, όπως είπαν συνηθίζεις και μαθαίνεις να φυλάγεσαι κι έτσι, το αίσθημα ανασφάλειας μειώνεται.

Αποδοκιμάζουν το ποινικό σύστημα και οι περισσότεροι κρατούμενοι παρατήρησαν διαφορετική μεταχείριση σε ίδιες περιπτώσεις (φαινομενικά τουλάχιστον), π.χ. άνισες ποινές για ίδιο αδίκημα. Η φυλακή δεν μπορεί να σωφρονίσει κατά την πλειοψηφία κι έτσι, υπήρχε προτίμηση στο καθεστώς ηλεκτρονικής επιτήρησης και κράτησης στο σπίτι, ως καλύτερο και πιο ανθρώπινο περιβάλλον.

Η ζωή μετά το Κατάστημα φαντάζει δύσκολη και τρομακτική στο μεγαλύτερο μέρος των νέων κρατουμένων. Αποβλέποντας στη στήριξη της οικογένειας τους και στην εξεύρεση εργασίας, ελπίζουν για κάτι καλύτερο στην ελεύθερη κοινωνία και προσδοκούν κυρίως μια ήρεμη ζωή. Εξέφρασαν την επιθυμία για οικονομική βοήθεια κατά την αποφυλάκιση, ώστε να πατήσουν στα πόδια τους και να αποφύγουν μια νέα εμπλοκή στην παραβατικότητα (υποτροπή). Μια εκ νέου φυλάκιση είναι και ο μεγαλύτερος φόβος τους. Παρά ταύτα, για τους κρατούμενους η κρατική αρωγή μοιάζει άπιαστο όνειρο.

Συμπεραίνουμε ότι τα ανωτέρω ερευνητικά πορίσματα έρχονται σχεδόν στο σύνολο τους να επιβεβαιώσουν τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν παραπάνω. Περαιτέρω αξιοπιστία προσδίδουν οι συνεντεύξεις που παραχωρήθηκαν από μέλη του προσωπικού του ΕΚΚΝΑ. Άτομα από διάφορες κατηγορίες του προσωπικού (δύο κοινωνικοί λειτουργοί, ένας ψυχολόγος, η διευθύντρια του καταστήματος κράτησης, ο υπεύθυνος ακροάσεων, ο προϊστάμενος διοίκησης και οικονομικών, ο γιατρός και μέλη του φυλακτικού προσωπικού), οι οποίοι εργάζονταν αρκετά χρόνια εκεί, το λιγότερο 7.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το σωφρονιστικό σύστημα, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχει υποστεί στο πέρασμα των χρόνων, εξακολουθεί να υπονομεύεται από την ίδια την ατελή σύσταση του, η οποία σε συνδυασμό με την τελεολογική του αποτυχία το καθιστούν ανεπιτυχές. Οι πενιχρές υποδομές, η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού, ο συνωστισμός και ο υπερπληθυσμός κρατουμένων, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οι ανισότητες, η υπέρ-εκπροσώπηση του αλλοδαπού κρατούμενου πληθυσμού στα Ελληνικά καταστήματα κράτησης, είναι μερικά μόνο από τα μειονεκτήματα της φυλακής.

Οφείλουμε, σε κάθε περίπτωση, να αναγνωρίσουμε ότι ο νόμος αντιμετωπίζει πλέον με περίσσεια επιείκεια τον ανήλικο/νέο παραβάτη και ότι στο ΕΚΚΝΑ γίνεται μια αξιόλογη προσπάθεια να αναπεμφθεί η στερεοτυπική ανικανότητα της φυλακής και να συνδεθεί με ένα πιο προνοιακό πρόσωπο ο θεσμός αυτός. Παρά ταύτα, ο σωφρονισμός των εγκλείστων αποτελεί άπιαστο στόχο και οι πιθανότητες υποτροπής είναι ιδιαίτερα αυξημένες, γεγονός που καταδεικνύει ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο βελτίωσης του σωφρονιστικού συστήματος.

Στην εποχή της «νέας τιμωρητικότητας»[86] και της «ποινικοποίησης των κοινωνικών προβλημάτων»[87], προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για ριζική μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος με όρους ουσιαστικής επανένταξης. Χρειάζονται κοινωνικού τύπου πολιτικές, αυτές «της πρόληψης και της επανένταξης[88]», με έμφαση πρώτα από όλα στον άνθρωπο κι έπειτα στην ευρυθμία του κοινωνικού ιστού. Είναι καιρός το κράτος πρόνοιας να προχωρήσει με τη σύμπραξη της επιστημονικής κοινότητας σε αποτελεσματικά μέτρα, που θα αφορούν, κατά πρώτο και κύριο λόγο, στην εξάλειψη των λόγων εμπλοκής των νέων στην παραβατικότητα και κατά δεύτερο λόγο, στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών για την επιστροφή τους στην κοινωνία.

* Υπ. Διδάκτωρ του τομέα Εγκληματολογίας, του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

  1. M. Foucault, Ο Μεγάλος Εγκλεισμός. Το Πείραμα της Ομάδας Πληροφόρησης στις Φυλακές, μτφρ. Σ. Παντελάκης, Μαύρη Λίστα, Αθήνα 1999, σ. 33-4.
  2. D. Garland, Punishment and Modern Society. A Study in Social Theory, Clarendon Press, Oxford 1990, σ. 136.
  3. M. Foucault, ό.π., σ. 36.
  4. T. Mathiesen, Prison on Trial. A Critical Assessment, Sage Publications, London 1990, σ. 15.
  5. Α. Χάϊδου, Εγκληματολογικά κείμενα. Ανήλικοι-Ναρκωτικά-Κοινωνικός Έλεγχος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2003, σ. 10-1, 17.
  6. Συνήγορος του Πολίτη, Κύκλος Δικαιωμάτων του Παιδιού. Έκθεση Επίσκεψης – Αυτοψίας Συνηγόρου του Πολίτη στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, Απρίλιος 2010.
  7. Ν. Κουράκης, Φ. Μηλιώνη & Ερευνητική Ομάδα Φοιτητών, Τα Σωφρονιστικά Καταστήματα ανηλίκων Κορυδαλλού και Κασσαβέτειας, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
  8. Βλ. Ε. Κοντοπούλου, «Ο Ποινικός Στιγματισμός του Ανηλίκου και η Επίδραση του στη Δευτερογενή Παρέκκλιση», στο Εγκληματολογικές Μελέτες, Υπ. Σειράς Χ. Ζαραφωνίτου, τ. 2, Εκδ. Διόνικος, Αθήνα 2015. Ι. Φαρσεδάκης, Παραβατικότητα και Κοινωνικός Έλεγχος Ανηλίκων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2005. Ν. Ε. Κουράκης, Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα–Κομοτηνή 2012.
  9. Μ. Ι. Σπυριδάκης, Ποινικός Κώδικας, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα–Κομοτηνή 2013.
  10. Το ίδιο.
  11. Το ίδιο.
  12. Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Φύλλο υπ’ αριθμ. 291 της 24ης Δεκεμβρίου του 1999, Ν. 2776/24.12.1999, Κώδικας Βασικών Κανόνων Μεταχείρισης Κρατουμένων.
  13. Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Φύλλο υπ’ αριθμ. 3455 της 23ης Δεκεμβρίου του 2014, Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας Των Καταστημάτων Κράτησης και Αυτοτελών Τμημάτων Γ’ Τύπου.
  14. Ν. Ε. Κουράκης, Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2012, σ. 544.
  15. Ε. Κατσιγαράκη, Οικογένεια και Παραβατικότητα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2004.
  16. D. West, D. Farrington, Who Becomes Delinquent?, London, Heinemann, 1973.
  17. Βλ. S. & E. Glueck, Unravelling Juvenile Delinquency, Cambridge, Harvard University Press, 1950, T. Ferguson, The Young Delinquent in his Social Setting, London, Oxford University Press, 1952, κ.ά.
  18. F. I. Nye, Family Relationships and Delinquent Behavior, Westport, Greenwood Press, 1958.
  19. Φ. Μηλιώνη, «Ενδοοικογενειακή Βία: Η Γυναίκα Θύμα», στο Έμφυλη Εγκληματικότητα. Ποινική και Εγκληματολογική Προσέγγιση του Φύλου, επιμ. Ν. Κουράκης, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2009, σ. 463.
  20. T. Hirschi, M. Gottfredson, A General Theory of Crime, Stanford, Stanford University Press, 1990.
  21. A. Bandura & R.H. Walters, Adolescent Aggression, Ronald Press: New York, 1959.
  22. A. Bandura, Social Learning through Imitation, University of Nebraska Press: Lincoln, NΕ, 1962.
  23. A. Bandura, D.& S. Ross, Imitation Of Film-Mediated Aggressive Models, Journal of Abnormal and Social Psychology, Vol. 66, No. 1, 3-11, 1963.
  24. Χ. Ζαραφωνίτου, Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2004, σ. 132.
  25. R. Ryder, Violence and the Role of Machismo, στο Perspectives on Violence, ed. E. A. Stanko, Quartet, London 1994, σ. 86.
  26. M. Wolfgang, F. Ferracuti, Η Υποκουλτούρα της Βίας. Προς Μία Ολοκληρωμένη Θεωρία στην Εγκληματολογία, μτφρ. Φ. Μηλιώνη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σ. 184.
  27. A. Cohen, Delinquent Boys. The Culture of the Gang, The Free Press, New York 1955.
  28. Ο. π., σ. 65.
  29. T. Sellin, Culture, Conflict and Crime, Social Science Research Council, New York 1938, σ. 25.
  30. M. Wolfgang, F. Ferracuti, Η Υποκουλτούρα της Βίασ. Προς Μία Ολοκληρωμένη Θεωρία Στην Εγκληματολογία, μτφρ. Φ. Μηλιώνη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σ. 191.
  31. Ο.π., σ. 198.
  32. W. Miller, Lower Class Culture as a Generating Milieu of Gang Delinquency, Journal of Social Issues, Vol.14, 1958, σ. 5-19.
  33. R. Ryder, Violence and the Role of Machismo, στο Perspectives on Violence, ed. E. A. Stanko, Quartet, London 1994, σ. 86.
  34. D. R. Cloward & L. Ohlin, Delinquency and Opportunity: A Theory of Delinquent Gangs, The Free Press, New York, 1960.
  35. M. Wolfgang, F. Ferracuti, Η Υποκουλτούρα της Βίας. Προς Μία Ολοκληρωμένη Θεωρία Στην Εγκληματολογία, μτφρ. Φ. Μηλιώνη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996.
  36. R.K. Merton, Social Theory and Social Structure, The Free Press, 1957.
  37. M. Wolfgang, F. Ferracuti, Η Υποκουλτούρα της Βίας. Προς Μία Ολοκληρωμένη Θεωρία Στην Εγκληματολογία, μτφρ. Φ. Μηλιώνη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σ. 518.
  38. Το ίδιο, σ. 190. Βλ. επίσης, Α. Χάϊδου, Το σωφρονιστικό σύστημα. Ζητήματα θεωρίας και πρακτικής, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2002, σ. 50. Η. Δασκαλάκης Μεταχείριση Εγκληματία, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1981, σ. 45. K. Edgar, I. O’ Donnell, K. Martin Prison Violence. The Dynamics of Conflict, Fear and Power, Willan Publishing, 2003, σ. 4-5.
  39. Α. Χάϊδου, Το σωφρονιστικό σύστημα. Ζητήματα θεωρίας και πρακτικής, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2002, σ. 49.
  40. Φ. Τσαλίκογλου, Μυθολογίες Βίας και Καταστολής, Παπαζήσης, Αθήνα 2006, σ. 189.
  41. E. Goffman, Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates, Doubleday, New York 1961, σ. 59-60.
  42. D. Clemmer, The Prison Community, Rinehart and Winston, New York: Holt 1940, σ. 301-312.
  43. E. Goffman, Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates, Doubleday, New York 1961, σ. 55.
  44. D. Scott, Creating Ghosts in the Penal Machine: prison officer occupational morality and the techniques of denial, στο Understanding Prison Staff, eds. J. Bennett, B. Crewe, A. Wahidin, Willan Publishing, 2008, σ. 168.
  45. D. H. Drake, Staff and Order in Prisons, στο, Understanding Prison Staff, eds. J. Bennett, B. Crewe, A. Wahidin Willan Publishing, 2008, σ. 153-154.
  46. B. Crewe, Power, Adaptation and Resistance in a Late-Modern Men’s Prison, British Journal of Criminology, Vol.47, 2007, σ. 256-275.
  47. Π. Παπαδάτος, Η Επιθετικότητα, η Βία και η Καταστροφικότητα στην κοινωνική διαβίωση, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1980, σ. 119.
  48. Όπως παραπέμπεται στo The Ecology of Aggression, A. P. Goldstein, Plenum Press, New York-London 1994, σ. 109.
  49. J. Gilligan, Violence: Our Deadly Epidemic and its Causes, Grosset/Putnam Book, 1996.
  50. Οπ.π., σ. 160.
  51. G. M. Sykes, S. L. Messinger, The Inmate Social System, Theoretical Studies in Social Organization of the Prison, Social Science Research Council, New York 1960, σ. 5-19.
  52. Βλ. ενδεικτικά, K. Edgar, I. O’Donnell, C. Martin, Prison Violence. The Dynamics of Conflict, Fear and Power, Willan Publishing, 2003. D. Lockwood, Prison Sexual Violence, Elsevier, New York 1980. Bullying among Prisoners, ed. J. L. Ireland, Willan Publishing, 2005. Male Violence, ed. J. Archer, Routledge, New York and London 1994.
  53. B. Crewe, Male Prisoners. Orientations towards Female Officers in an English Prison, British Journal of Criminology, vol.8, no.4, 2006, σ. 395-421.
  54. E. A. Lind, T. R. Tyler, The Social Psychology of Procedural Justice, Plenum Press, New York 1988.
  55. Όπως παραπέμπεται, στο L. Berkowitz, Some Varieties of Human Aggression: Criminal Violence as Coercion, Rule- Following, Impression Management and Impulsive Behavior, στο Violent Transactions. The Limits of Personality, eds. A. Campbell, J. J. Gibbs, Basil Blackwell, New York 1986, σ. 93.
  56. K. Edgar, I. O’ Donnell, K. Martin, Prison Violence. The Dynamics of Conflict, Fear and Power, Willan Publishing, 2003, σ. 29.
  57. Το ίδιο, σ. 31-36, 47-54.
  58. Bullying among Prisoners, ed. J. L. Ireland, Willan Publishing, 2005, σ. 5.
  59. K. Edgar, I. O’ Donnell, K. Martin Prison Violence. The Dynamics of Conflict, Fear and Power, Willan Publishing, 2003, σ. 67.
  60. Emilio C. Viano, Organized Crime and Gangs in U.S. Prisons, στο Minorities and Cultural Diversity in Prison, Proceedings of the Colloquium of the IPPF, Popowo, Poland, June 2007, σ. 155.
  61. Ο.π., σ. 156.
  62. S. Macko, ERRI Special Report: How Street Gangs Control Prisons, όπως παραπέμπεται στο Emilio C. Viano, Organized Crime and Gangs in U.S. Prisons, στο Minorities and Cultural Diversity in Prison, Proceedings of the Colloquium of the IPPF, Popowo, Poland, June 2007, σ. 167.
  63. G. Camp & C. Camp, Prison Gangs: Their Extent, Nature and Impact on Prisons, US Dept. of Justice, Office of Legal Policy, Federal Justice Research Program, Washington, D.C., 1985.
  64. Χ. Ζαραφωνίτου, Ο Φόβος του Εγκλήματος-Μελέτες Ευρωπαϊκής Νομικής Επιστήμης, Εκδ Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 35.
  65. Το ίδιο.
  66. M. Killias And C. Clerici, Different Measures Of Vulnerability In Their Relation To Different Dimensions Of Fear Of Crime , British Journal Of Criminology, Vol.40, 2000, σ. 437-450.
  67. A. Van Der Wurff, P. Stringer, F. Timmer, Feelings Of Unsafety In Residential Surroundings, στο “Environmental Social Psychology”, Eds. D. Canter, C. Jesuino, L. Soczka, G. Stephenson, Dordrecht, Kluwer 1986.
  68. W. Smith And M. Torstensson, Gender Differences In Risk Perception And Neutralizing Fear Of Crime, British Journal Of Criminology, Vol.37, No.4, Autumn 1997, σ. 608-634.
  69. C. Hale, Fear Of Crime: A Review Of Literature, International Review Of Victimology, 4, (ως παράδοξο του φόβου θυματοποίησης» εννοούμε το πώς κάποιες ομάδες, π.χ. γυναίκες και ηλικιωμένοι,, που δεν διατρέχουν άμεσο φόβο θυματοποίησης, φοβούνται να μη θυματοποιηθούν πολύ περισσότερο από αυτούς που πραγματικά κινδυνεύουν).
  70. R. Acnew, Neutralizing The Impact Of Crime, Criminal Justice And Behavior, 1985, σ. 221-239.
  71. J. Goodey, Boys Don’t Cry, British Journal Of Criminology, Vol. 37, No. 3, 1997, σ. 401-418.
  72. R. W. Connell, Gender And Power, Stanford University Press, 1987, σ. 110.
  73. Στο Ίδιο, σ. 126.
  74. M. Warr, Fear of Victimization: Why Are Women And The Elderly More Afraid?, Social Science Quarterly, Vol.65, 1984, σ. 681-702.
  75. D. Lockwood, Prison Sexual Violence, Elsevier, New York 1980.
  76. Οπ. π., σ. 27.
  77. Το ίδιο, σ..60-70.
  78. H. Toch, Men in Crisis. Human Breakdowns in Prison, Aldine Publishing Company, 1975, σ. 322.
  79. D. Lockwood, Prison Sexual Violence, Elsevier, New York 1980, σ. 72.
  80. J. L. Ireland “Bullying Among Prisoners: Evidence, Research And Intervention Strategies”, Brunner-Routledge, London 2002a, σ. 26.
  81. McCorkle, R. C. Personal Precautions To Violence In Prison. Criminal Justice And Behaviour, Vol. 19, No.2, σ. σ. 160-173.
  82. Bullying Among Prisoners, Ed. J. L. Ireland, Willan Publishing, 2005, σ. 146.
  83. J. Crocker, S. J. Lee, L. E. Park, The Pursuit Of Self-Esteem: Implications For Good And Evil, στο The Social Psychology Of Good And Evil, Ed. A. G. Miller, Guilford Press, London 2004.
  84. http://rds.homeoffice.gov.uk/rds/pdfs05/hors128.pdf.
  85. T. Parsons, Certain Primary Sources and Patterns of Aggression in the Social Structure of the Western World, Psychiatry, Vol. 10, May 1997.
  86. J. Pratt, D. Brown, M. Brown, S. Hallsworth και W. Morrison, The New Punitiveness: Trends, Theories, Perspectives, Willan Publishing, Cullompton, 2005.
  87. Χ. Ζαραφωνίτου, Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου: Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της «αταξίας», στο Ποινικός Λόγος, τευχ. 4, Ιούλιος-Αύγουστος 2004, σ. 2059.
  88. Το ίδιο, σ. 2058.