Ο διαβρωτικός ρόλος της διαφθοράς σε περιόδους θεσμικής κρίσης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΚΑΛΛΙΡΗΣ

 Ο διαβρωτικός ρόλος της διαφθοράς σε περιόδους θεσμικής κρίσης*

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΚΑΛΛΙΡΗΣ**

 

Όχι μόνο η μελλοντική οικονομική μας σταθερότητα,

αλλά και η ίδια η σταθερότητα των δημοκρατικών μας θεσμών

 εξαρτάται από την αποφασιστικότητα της κυβέρνησής μας

να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τους άνεργους.

Φραγκλίνος Ρούζβελτ

 

  1. Αντί προλόγου

Η σύνδεση της οικονομικής ανασφάλειας με την θεσμική ανασφάλεια είναι, όπως φαίνεται από το απόφθεγμα του Ρούζβελτ, μία πολύ παλιά υπόθεση. Η διαισθητική βάση της σχέσης αυτής είναι μάλλον προφανής: είναι πολλά τα ιστορικά παραδείγματα που μας πείθουν ότι η φτώχεια και η ανεργία οδηγούν τους πολίτες σε ευθεία αμφισβήτηση και, ενίοτε, απαξίωση των κυρίαρχων πολιτικών θεσμών. Το ζήτημα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον διότι οι θεσμοί δεν μπορούν να λειτουργήσουν και τελικά καταρρέουν όταν παύσουν να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που τους υπηρετούν και τους νομιμοποιούν. Τούτο, φυσικά, είναι ακόμα πιο σημαντικό σε μία δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας η νομιμοποίηση των πολιτικών θεσμών είναι «λαϊκή» και, συνεπώς, η πλήρης απόσυρση της εμπιστοσύνης του λαού κατ’ αρχήν συνεπάγεται απονομιμοποίηση των ίδιων των θεσμών. Η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς είναι, επίσης, χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοινωνιών που μαστίζονται από διαφθορά. Οι δημοκρατικοί θεσμοί (ιδίως όσοι υλοποιούν τις βασικές δημοκρατικές αρχές: για παράδειγμα, η ανεξάρτητη δικαιοσύνη είναι η αναγκαία συνέπεια της διάκρισης των εξουσιών) αντιμετωπίζονται από τους πολίτες των ανεπτυγμένων κοινωνιών ως αναχώματα απέναντι στη διαφθορά. Είναι ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με έρευνες που δημοσιεύονται από την Παγκόσμια Τράπεζα, η διαίσθηση των πολιτών είναι εξαιρετικά ακριβής στο ζήτημα της διαφθοράς, καθώς τα πραγματικά της επίπεδα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από εκείνα που υποθέτει η κοινή γνώμη. Εξίσου σημαντική είναι η επιβεβαίωση της κρατούσας άποψης ότι όσο πιο ανεπτυγμένοι είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, τόσο χαμηλότερα τα επίπεδα διαφθοράς σε μία κοινωνία.[1]

Σε αυτή την μελέτη θα μας απασχολήσει η διαβρωτική επίδραση της διαφθοράς σε περιόδους θεσμικής και οικονομικής κρίσης. Αρχικά, θα πρέπει να προσεγγίσουμε τον ίδιο τον όρο «διαφθορά», ως έννοια διακριτή από εκείνη του οικονομικού εγκλήματος και ευρύτερη από του σύνολο των εγκλημάτων που περιγράφονται στον Ποινικό Κώδικα και τους ποινικούς νόμους και συνήθως συνδέουμε με τη διαφθορά (για παράδειγμα, τα εγκλήματα περί την υπηρεσία). Το έργο αυτό, ακόμα και σε σύντομη μορφή, είναι αρκετά περίπλοκο και θα καταλάβει σημαντικό τμήμα της παρούσης. Στην συνέχεια, θα δούμε πώς η διαφθορά προκαλεί και επιδεινώνει τις οικονομικές και θεσμικές κρίσεις, καθώς ένα δημοκρατικό κράτος που αποτυγχάνει να ελέγξει (ή ανέχεται) τη διαφθορά είναι εκ των πραγμάτων ένα κράτος με διαβρωμένους θεσμούς, όχι μόνο στην συνείδηση των πολιτών, αλλά και κατά την ορθή πολιτικοθεωρητική και δικαιοπολιτική ερμηνεία. Τέλος, θα σκιαγραφήσουμε εν συντομία τις ελληνικές ιδιαιτερότητες του υπό εξέταση φαινομένου, πριν καταλήξουμε σε ένα γενικό πλαίσιο συμπερασμάτων.

  1. Διαφθορά

2.1 Διαφθορά, οικονομικό έγκλημα και ποινικός νόμος

Η σύνδεση της διαφθοράς με την οικονομική εγκληματικότητα δεν είναι ούτε απρόσμενη ούτε εντελώς αδικαιολόγητη. Στις πλέον πολύκροτες υποθέσεις διαφθοράς παρατηρείται ότι οι εμπλεκόμενοι αποκόμισαν μεγάλα χρηματικά οφέλη, συνήθως εις βάρος του δημοσίου ταμείου. Επιπροσθέτως, ο φαινότυπος του οικονομικού εγκληματία μοιάζει να ανταποκρίνεται στην εικόνα τόσο του «διεφθαρμένου» όσο και του «διαφθορέα». Αν ανατρέξουμε στην παλαιά ορολογία που πρώτος καθιέρωσε ο Edwin Sutherland, αμφότεροι είναι συνήθως «εγκληματίες λευκού περιλαιμίου», οι οποίοι καταφεύγουν σε αθέμιτες συναλλαγές στο πλαίσιο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους και με σκοπό το κέρδος.[2] Η προσωποπαγής προσέγγιση του Sutherland περιέγραφε αυτού του είδους τους παραβάτες ως ανθρώπους υψηλής κοινωνικής και οικονομικής τάξης.[3] Δεν είναι, λοιπόν, παράλογο να συμπεράνει κάποιος ότι ο οικονομικός εγκληματίας συχνά εμπλέκεται σε υποθέσεις διαφθοράς και, συνεπώς, η διαφθορά είναι ένα είδος οικονομικού εγκλήματος. Άλλωστε, η διαφθορά προφανώς επιδρά αρνητικά στην ομαλή λειτουργία της οικονομίας (λχ όταν μία επιχείρηση δωροδοκεί έναν δημόσιο λειτουργό για να αναλάβει ένα δημόσιο έργο με αποτέλεσμα ζημία τόσο του Δημοσίου όσο και των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων) και αυτό είναι, κατ’ ορθή κρίση, το ασφαλέστερο κριτήριο για το χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως «οικονομικού».[4]

Όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, το έννομο αγαθό που απειλείται από τη διαφθορά δεν είναι η ομαλή λειτουργία της οικονομίας αυτή καθαυτή. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί σε τούτο το σημείο είναι ότι η διαφθορά δεν είναι απαραίτητο να έχει stricto sensu οικονομικό αντικείμενο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι «εξυπηρετήσεις» που αφορούν μεταθέσεις και εν γένει προνομιακή μεταχείριση σε Δημόσιες Υπηρεσίες ή στις Ένοπλες Δυνάμεις. Όταν μία οικογένεια χρησιμοποιεί τις πολιτικές «γνωριμίες» της για να επιτύχει την ευνοϊκή (αλλά παράτυπη ή παράνομη) μετάθεση ενός μέλους της που εργάζεται στον Δημόσιο Τομέα ή υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία, δεν υφίσταται οικονομικό όφελος, τουλάχιστον υπό την άμεση και διακριτή έννοια που συνήθως απαιτείται στα οικονομικά εγκλήματα. Το κέρδος εν προκειμένω είναι ένα είδος «εύνοιας» και η υπονοούμενη ανταπόδοση εκ μέρους του ευνοούμενου, συνήθως με την μορφή της ψήφου. Η αγανάκτηση όσων αδικούνται από αυτές τις συναλλαγές δεν διαφέρει από την αγανάκτηση ενός επιχειρηματία που ζημιώθηκε επαγγελματικά και οικονομικά επειδή δεν δέχθηκε να δωροδοκήσει τους αρμόδιους. Αν ήμασταν υποχρεωμένοι να δώσουμε ένα όνομα σε αυτές τις συμπεριφορές, θα τις κατατάσσαμε στην ευρύτερη έννοια της διαφθοράς. Αυτό μας υπενθυμίζει ότι η ηθική απαξία αυτών των πράξεων πηγάζει από την έλλειψη ακεραιότητας των συμμετεχόντων, καθώς και ότι δεν είναι απαραίτητο να καταλήγει σε οικονομική συναλλαγή. Στα παραδείγματα που μόλις αναφέρθηκαν ο πάροχος της «εξυπηρέτησης» δεν αναζητεί οικονομικά ανταλλάγματα αλλά αυτό που συχνά αποκαλείται στη διεθνή βιβλιογραφία «άσκηση επιρροής».[5]

Επιπροσθέτως, τα όσα αναφέρθηκαν ήδη μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένας θετικιστικός νομικός ορισμός της διαφθοράς θα ήταν ελλιπής, ακόμα κι αν ήταν νοηματικά συνεκτικός (κάτι μάλλον αδύνατο, όπως θα δούμε στην συνέχεια). Πολλές φορές, αυτή η «άσκηση επιρροής» δεν περιλαμβάνει παράνομη δραστηριότητα.[6] Όταν το πρόσωπο που καλείται να ικανοποιήσει ένα τέτοιο αίτημα είναι αρκετά ισχυρό ή απλώς σε μία θέση-κλειδί για την συγκεκριμένη υπόθεση, μία εύστοχα διατυπωμένη θετική γνώμη μπορεί να αρκεί για την διεκπεραίωση του αιτήματος του «διαφθορέα» (υπό αυτή την έννοια, ο «διεφθαρμένος» πολλές φορές θα μετατρέπεται σε «διαφθορέα», καθώς το πρόσωπο που ανταποκρίνεται θετικά σε αυτή την «άσκηση επιρροής», συχνότατα θα αναμένει, με την σειρά του, κάποιο ύποπτου ηθικού περιεχομένου αντάλλαγμα – προνομιακή μεταχείριση, ανάλογη αντιμετώπιση σε δικές του παρεμφερείς παρεμβάσεις στο μέλλον κοκ). Οι δε περαιτέρω ενέργειες που απαιτούνται για την ικανοποίηση του άδικου αιτήματος συχνά εντάσσονται στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας οργάνων της Διοίκησης ή ακόμα και του ιδιωτικού τομέα, αν δεχθούμε ότι η διαφθορά δεν περιορίζεται σε υποθέσεις που αφορούν υποχρεωτικά το κράτος. Ενώ, λοιπόν, είναι σαφές ότι στο φαινόμενο εμπλέκονται δύο μέρη, αυτά που χάριν συντομίας ονομάσαμε «διαφθορέα» και «διεφθαρμένο», ο δεύτερος δεν δρα απαραιτήτως παράνομα προς όφελος του πρώτου. Ούτε, όμως, το αντάλλαγμα που απαιτεί ο δεύτερος είναι πάντοτε παράνομο: μία μελλοντική ψήφος, για παράδειγμα, αποτελεί ένα καθ’ όλα νόμιμο αντάλλαγμα.

2.2 Μια σύντομη περιγραφή του φαινομένου της διαφθοράς

2.2.1 Νομικός ορισμός;

Οι νομικοί ορισμοί έχουν το σημαντικό πλεονέκτημα της σαφήνειας: όταν ο νομοθέτης ορίζει τη διαφθορά με έναν συγκεκριμένο τρόπο, μπορούμε να υποθέτουμε με ασφάλεια ότι όλοι αντιλαμβάνονται την έννοια με τον ίδιο τρόπο. Αλλά ακόμα και το πλεονέκτημα αυτό είναι μάλλον παραπλανητικό, αν αναλογισθεί κανείς τον εξαιρετικά μικρό αριθμό των κρατών που έχουν ορίσει νομοθετικά τη διαφθορά αυτή καθαυτή: όταν αναφερόμαστε στο φαινόμενο της διαφθοράς φαίνεται πως περιλαμβάνουμε σε αυτό ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που δεν εξαντλούνται στη δωροδοκία και άλλα συναφή εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, τα οποία υπό προϋποθέσεις μπορούν να υπαχθούν στην υπό εξέταση έννοια (βλ. για παράδειγμα την απιστία του 256 ΠΚ, αλλά και τις συχνά παρεμφερείς κατά τόπους διατάξεις για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος). Αντιθέτως, όπως είδαμε, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνονται τα φαινόμενα διαφθοράς στην πράξη μοιάζει να καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την περιγραφή ενός εγκλήματος που, υπό τον όρο «διαφθορά», θα τιμωρούσε όλες αυτές τις συμπεριφορές. Θα ήταν, όμως, σκόπιμη μία τέτοια προσπάθεια εγκληματοποίησης του φαινομένου;

 Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς την άποψη ότι το φαινόμενο της διαφθοράς per se δύσκολα μπορεί να περιγραφεί με όρους εγκληματικού αδίκου με δεδομένη τη δυσχέρεια αποσαφήνισης του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού.[7] Αν προσπαθούσαμε να περιγράψουμε τη διαφθορά ως διακριτή εγκληματική συμπεριφορά θα μιλούσαμε, πιθανότατα, για ένα έγκλημα διακινδύνευσης που στρέφεται εναντίον των δημοκρατικών θεσμών, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης κοκ.[8] Η αοριστία του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί, σύμφωνα με μία δημοφιλή άποψη στην ελληνική θεωρία,[9] ικανό λόγο εξαίρεσης της υπό εξέτασης συμπεριφοράς από το πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου, εν όψει της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης των ποινικώς αξιόλογων συμπεριφορών. Η αρχή αυτή μοιάζει να επιδέχεται εφαρμογής και στην περίπτωση της διαφθοράς[10], γεγονός που prima facie αιτιολογεί επαρκώς την μη καθιέρωση της διαφθοράς ως διακριτού εγκλήματος στις περισσότερες δυτικές έννομες τάξεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής.

Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι το περί αοριστίας του εννόμου αγαθού επιχείρημα δεν είναι πειστικό. Κατ’ αρχάς, τα έννομα αγαθά που προαναφέρθηκαν δεν είναι άγνωστα στον «δυτικό» αλλά και τον έλληνα νομοθέτη. Σε πολλές έννομες τάξεις περιγράφονται εγκλήματα κατά του πολιτεύματος – κατά, δηλαδή, των δημοκρατικών θεσμών (βλ. 134 ΠΚ κ.ε.). Ομοίως «αόριστα» δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστούν έννομα αγαθά όπως η θρησκευτική ειρήνη (ΠΚ 198-201). Από την άλλη, έννομα αγαθά απολύτως ορισμένα, όπως, για παράδειγμα, η στρατιωτική υπηρεσία, μπορεί να εγείρουν σοβαρές ενστάσεις εν όψει της σύγκρουσής τους με άλλα έννομα αγαθά, όπως η ελευθερία συνείδησης, έκφρασης, κίνησης, εργασίας κοκ. Εκείνο, λοιπόν, που πρέπει να μας απασχολεί εν προκειμένω δεν είναι η τυχόν αοριστία του εννόμου αγαθού «αυτή καθαυτή», αλλά αφενός μεν η δυνατότητα σαφούς περιγραφής του, η οποία δεν αποκλείεται εκ της αοριστίας του και μόνο (βλ. λχ το δημοκρατικό πολίτευμα), αφετέρου δε το κατά πόσον μπορεί πειστικά να υποστηριχθεί ότι η αξία του αγαθού είναι ικανή να του αποδώσει το status της ποινικής προστασίας. Εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει λόγος να αποκλειστεί a priori το ενδεχόμενο το προσβαλλόμενο από τη διαφθορά έννομο αγαθό (που μπορεί να είναι και περισσότερα του ενός από τα προαναφερθέντα) να πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.

Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι πολλά από τα πλήρως αποδεκτά ως απαλλαγμένα από το αμάρτημα της αοριστίας έννομα αγαθά του ποινικού μας κώδικα, δεν θα πληρούσαν τη δεύτερη από τις παραπάνω προϋποθέσεις αν δεν μπορούσαμε να τα αναγάγουμε σε άλλα, πολύ πιο αόριστα, αγαθά, αξίες και δικαιώματα. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας: δίχως την απαραίτητη αναγωγή σε αξίες όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η αυτοδιάθεση, η ισότητα των φύλων κοκ, το έννομο αγαθό αποδυναμώνεται σημαντικά. Σήμερα, υπό το κράτος των φιλελεύθερων αντιλήψεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το δικαίωμα στη γενετήσια ελευθερία μοιάζει αυτονόητο. Ελλείψει, όμως, της πίστης στις προαναφερθείσες αξίες, ο νόμος εισήγαγε δικαιώματα των ανδρών επί των σωμάτων των συζύγων τους – βλ. μάλιστα και την μέχρι πρότινος ζωηρή συζήτηση περί βιασμού εντός γάμου. Ακόμα και πιο «σφριγηλά» έννομα αγαθά, όπως αυτά ης περιουσίας και της ιδιοκτησίας εδράζονται σε θεωρίες και αξίες των οποίων η ευθεία επίκληση θα προκαλούσε ομοίως την αίσθηση της αοριστίας. Η οικεία προβληματική δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ, αλλά αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι η περιγραφή της νόμιμης –και άρα άξιας ποινικής προστασίας- ιδιοκτησίας προϋποθέτει απαραιτήτως την αναγωγή σε κατ’ εξοχήν «αόριστα» αγαθά, όπως η ελευθερία (των συναλλαγών, για παράδειγμα), η προσωπική αυτονομία, η ανάπτυξη της προσωπικότητας, η διαγενεακή δικαιοσύνη κοκ. Οι δε περιορισμοί του δικαιώματος, που εξαιρούν ορισμένες προσβολές του από την ποινική ή άλλη κρατική προστασία, παγίως αιτιολογούνται διά της παραπομπής σε έννοιες όπως αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης, αλλά και της κοινωνικής ηθικής (βλ. για παράδειγμα τη φορολογία ή τους διάφορους περιορισμούς στην ελευθερία των συναλλαγών).

Η ένσταση που εδράζεται στην αοριστία του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού δεν πρέπει να συγχέεται με δύο παρεμφερείς αλλά σαφέστατα διακριτές ενστάσεις, από την εξέταση των οποίων κρίνεται ένα σημαντικό τμήμα της «νομιμοποίησης» μίας ποινικής κύρωσης. Η μία αφορά την αδυναμία συγκεκριμενοποίησης του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται με την οικεία συμπεριφορά ή του τρόπου με τον οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η προσβολή. Η δεύτερη ανάγεται στην βασική ποινικοδικαιϊκή αρχή nullum crimen sine lege certa: η περιγραφή της κολάσιμης πράξης ή παράλειψης πρέπει να είναι σαφής και να πληροί, φυσικά, τις προϋποθέσεις μίας «ποινικής πράξης» (εκείνες που συχνά συνοψίζουμε με τους απλουστευμένους όρους εξωτερικό, εξωτερίκευση και ανθρώπινο). Εν όψει της σημασίας αυτής της αρχής, αρκεί η διαπίστωση ότι η υπό εξέταση συμπεριφορά δεν μπορεί, εκ της φύσης της, να περιγραφεί με την απαιτούμενη σαφήνεια προκειμένου να απόσχει ο νομοθέτης από τον ποινικό κολασμό της. Το ελάττωμα αυτό μοιάζει μάλλον ανεπανόρθωτο στην περίπτωση της διαφθοράς. Στο άρθρο 161 του Ινδικού Ποινικού Κώδικα ανακαλύπτουμε πόσο ατυχής μπορεί να καταστεί η εγκληματοποίηση της διαφθοράς per se:

Ο δημόσιος υπάλληλος που δέχεται ή επιδιώκει οποιαδήποτε ικανοποίηση πέραν των νόμιμων απολαβών του προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη σχετική με την υπηρεσία του ή να δείξει εύνοια ή δυσμένεια προς τρίτο πρόσωπο ή να προσφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία σε τρίτο πρόσωπο […] είναι ένοχος διαφθοράς.[11]

Η διατύπωση του ινδικού ΠΚ καταδεικνύει την αληθή φύση του προβλήματος. Αν θέλουμε να περιγράψουμε το πλήρες νοηματικό εύρος της έννοιας «διαφθορά», είμαστε υποχρεωμένοι να καταφύγουμε σε όρους όπως «ικανοποίηση», «εύνοια», «δυσμένεια» κοκ. Αυτές, όμως, είναι ακριβώς οι εκφάνσεις της διαφθοράς που παγίως αντιλαμβανόμαστε ως ενίοτε «νόμιμες»,[12] ακριβώς επειδή δεν περιλαμβάνουν ή προϋποθέτουν κάποια παράνομη ενέργεια εκ μέρους του «διεφθαρμένου» μέρους της συναλλαγής. Η ικανοποίηση ότι «εξυπηρέτησε» κανείς έναν φίλο είναι το είδος της ενδιάθετης κατάστασης που δεν μπορεί –ούτε, φυσικά, πρέπει- να απασχολεί το ποινικό δίκαιο.[13] Η εύνοια και η δυσμένεια αποτελούν συμπεριφορές που μπορεί να συνιστούν σημαντικά ηθικά παραπτώματα – είναι, όμως, αδύνατον να περιγραφούν με την απαραίτητη σαφήνεια από τον ποινικό νομοθέτη. Παρόλα αυτά, μία ικανοποιητική περιγραφή της διαφθοράς όπως τη γνωρίζουμε και μας απασχολεί σήμερα δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί αυτές τις εκφάνσεις του φαινομένου.

Συνεπώς, ο βασικός λόγος για την μη εγκληματοποίηση της διαφθοράς ως διακριτού εγκλήματος θα πρέπει να εντοπιστεί στην αδυναμία περιγραφής του φαινομένου με την ακρίβεια που απαιτεί η θεμελιώδης αρχή nullum crimen sine lege certa.  Δυοῖν θάτερον: είτε θα θυσιαστεί η επαρκής περιγραφή του φαινομένου, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την διακριτή εγκληματοποίησή του, είτε θα παραβιασθεί μία αρχή η οποία – ορθά- δεν επιδέχεται εξαιρέσεων. Καλώς, λοιπόν, ο νομοθέτης απέχει από την εγκληματοποίηση αυτή. Εξίσου ορθά επιλέγει να εξαντλήσει, κατά το δυνατόν, την ποινική αντιμετώπιση της διαφθοράς με σειρά ποινικών νόμων που ρυθμίζουν συμπεριφορές των οποίων η απαξία συνδέεται με –και ενίοτε πηγάζει από- τη δικαιοπολιτική αξιολόγηση της διαφθοράς. Στον πυρήνα της ποινικής αυτής αντιμετώπισης βρίσκεται, όπως υπονοήθηκε ήδη στην πορεία αυτής της ανάλυσης, το αδίκημα της δωροδοκίας, το οποίο αποτελεί τη βασική μορφή εκδήλωσης της διαφθοράς στην συνείδηση των κοινωνών.[14] Όσο μετακινούμαστε προς την περιφέρεια της έννοιας, συναντούμε αδικήματα όπως η απιστία στην υπηρεσία, η παράβαση καθήκοντος, η υπεξαίρεση στην υπηρεσία, η αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης κοκ. Είναι δύσκολο να αποφανθεί κάποιος επί του ποσοστού επικάλυψης της έννοιας από τις κατά καιρούς ισχύουσες διατάξεις. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές υπόκεινται σε αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, η συχνότητα των οποίων δεν μπορεί παρά να καταδεικνύει την ανησυχία του νομοθέτη για το πραγματικό ποσοστό της επικάλυψης αυτής. Η διαπίστωση αυτή, προσθέτει ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ της διατύπωσης ενός «εγκληματολογικού» ορισμού, ο οποίος θα αποδίδει επαρκώς την έννοια της διαφθοράς, απαλλαγμένος από την ανάγκη συμπερίληψής του σε ένα νομικό κείμενο – μία ανάγκη που πιθανότατα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσει ο ποινικός νομοθέτης.

2.2.2 Εγκληματολογικός ορισμός και δικαιοπολιτική βάση

Η διαπίστωση της αδυναμίας υπαγωγής της διαφθοράς σε ένα επαρκώς ορισμένο έγκλημα δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να οριοθετήσουμε την έννοια. Η παραβίαση μίας υποχρέωσης ηθικής ακεραιότητας θα μπορούσε να είναι μια καλή αρχή, καθώς είναι σαφές ότι οι σχέσεις διαφθοράς παράγουν άδικα αποτελέσματα που ευνοούν τους εμπλεκόμενους, δημιουργώντας έτσι ένα είδος «άνισης μεταχείρισης». Αυτή η άνιση μεταχείριση θα μπορούσε, με την κατάλληλη ανάλυση, να αποκαλύψει ένα περισσότερο «χειροπιαστό» κοινωνικό αγαθό, το οποίο, με την σειρά του, ίσως θα ήταν δυνατόν να μας οδηγήσει ακόμα και σε ένα εύχρηστο έννομο αγαθό. Ατυχώς, η παραπομπή σε ηθικά και πολιτικά φορτισμένες έννοιες, όπως το κοινό περί δικαίου αίσθημα ή το δημόσιο συμφέρον, σπανιότατα παράγει ορισμούς αποδεκτούς από μεγάλο μέρος της θεωρίας. Παρόλα αυτά, έχουν υπάρξει προσπάθειες στη διεθνή βιβλιογραφία να ορισθεί η διαφθορά δυνάμει αυτών ακριβώς των εννοιών. Ο AIkin ορίζει τη διαφθορά ως μία πράξη που περιλαμβάνει την παραβίαση ενός δημοσίου καθήκοντος ή υψηλών ηθικών κριτηρίων με αντάλλαγμα προσωπικό χρηματικό όφελος, ισχύ ή κύρος. Η πράξη αυτή μπορεί να είναι ηθικά επιλήψιμη χωρίς, όπως είδαμε ήδη, να συνιστά απαραιτήτως παράβαση του νόμου.[15] Ο ορισμός αυτός παρουσιάζει το σημαντικό πλεονέκτημα της ουσιαστικής απομάκρυνσης από τον αυστηρά νομικό ορισμό που κρίθηκε υπερβολικά στενός. Αλλά, στην προσπάθειά του αυτή, καταλήγει υπερβολικά ευρύς: ένας πολιτικός που ψεύδεται σχετικά με τις πραγματικές πολιτικές του αρχές προκειμένου να εκλεγεί βουλευτής, θυσιάζει την ακεραιότητά του στο βωμό της απόκτησης πολιτικής ισχύος, κύρους και, πιθανότατα, χρημάτων. Δε θα ήταν, μάλιστα, άστοχη η παρατήρηση ότι, σε τελική ανάλυση, ο δημαγωγός του παραδείγματος παραβιάζει το δημόσιο καθήκον που απαιτεί από τους συμμετέχοντες στην πολιτική διαβούλευση να προσέρχονται με ειλικρίνεια και αίσθημα δημοκρατικής ευθύνης. Αλλά δεν είναι, γι’ αυτούς τους λόγους και μόνο, διεφθαρμένος: η έλλειψη ακεραιότητας ή η παραβίαση ενός καθήκοντος, παρότι στενά συνδεδεμένα στην πράξη με τη διαφθορά, δεν εξαντλούν την περιγραφή του φαινομένου, όποια κι αν είναι τα οφέλη των εμπλεκομένων μερών.[16]

Ο Heidenheimer, όπως και οι Rogow και Lasswell πριν από εκείνον, κατέφυγε στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος για να περιγράψει τη διαφθορά: «μία πράξη διαφθοράς», έγραψε, «συνιστά έλλειψη υπευθυνότητας απέναντι σε τουλάχιστον ένα σύστημα δημόσιας ή πολιτικής τάξης, ούσα, στην πραγματικότητα, ασύμβατη με οποιοδήποτε τέτοιο σύστημα». Και εξηγεί: «ένα σύστημα δημόσιας ή πολιτικής τάξης ανυψώνει το κοινό συμφέρον πάνω από το ιδιωτικό οι παραβιάσεις του δημοσίου συμφέροντος για ιδιωτικό όφελος συνιστούν πράξεις διαφθοράς».[17] Τη διάκριση αυτή ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον φαίνεται να υιοθετεί κατά την περιγραφή του φαινομένου και ο Μπιτζιλέκης.[18] Παρά το γεγονός ότι συχνότατα η διαφθορά λειτουργεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και επιφέρει αυτές ακριβώς τις συνέπειες, δεν είναι καθόλου απαραίτητο ούτε (α) ότι το όφελος είναι πάντοτε ιδιωτικό ούτε (β) ότι η ζημία που προκαλείται επιβαρύνει πάντοτε το δημόσιο συμφέρον. Δύο παραδείγματα από την ελληνική έννομη τάξη, που αντικατοπτρίζουν το διεθνή προβληματισμό επί του ζητήματος, αρκούν για να μας διαφωτίσουν: α) στο άρθρο 59 του νόμου 2190/1920 περί Α.Ε. περιγράφεται τόσο η ενεργητική όσο και η παθητική δωροδοκία μέλους Γενικής Συνέλευσης με σκοπό να επιτευχθεί συγκεκριμένη στάση του κατά την ψηφοφορία, γεγονός που δεν μοιάζει να στρέφεται κατά του δημοσίου συμφέροντος με την έννοια που μας απασχολεί εδώ (παρότι, η διαφάνεια στη λειτουργία των Α.Ε. είναι, κατά μία ευρύτερη έννοια, προς το δημόσιο συμφέρον∙  β) οι νόμοι 3666/2008 και 3560/2007 που κύρωσαν τις Συμβάσεις για τη διαφθορά του Ο.Η.Ε. και του Συμβουλίου της Ευρώπης αντίστοιχα προβλέπουν την δωροδοκία από και προς ξένο δημόσιο λειτουργό προς και από λειτουργό ή υπάλληλο κάθε δημοσίου, διεθνούς και υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι σαφές ότι το όφελος που επιδιώκεται δεν είναι κατ’ ανάγκη ιδιωτικό: ένας λειτουργός μπορεί να δωροδοκήσει έναν άλλο λειτουργό προκειμένου να εξασφαλίσει ευνοϊκή μεταχείριση για τη χώρα την οποία εκπροσωπεί και, κατ’ επέκταση, να ωφελήσει το λαό της χώρας αυτής.[19]

Από την μέχρι τώρα ανάλυση προκύπτει ένα ακόμα συμπέρασμα, το οποίο θα πρέπει να τεθεί πέραν πάσης αμφιβολίας: με τον όρο διαφθορά περιγράφουμε ένα συγκεκριμένο είδος σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων. Η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται τόσο από τη θέση των δύο βασικών συμμετεχόντων (που ονομάσαμε «διαφθορέα» και «διαφθαρμένο») στην διενεργούμενη συναλλαγή όσο και από τη διάθεση που τους διέπει, την οποία ο Μπιτζιλέκης συνοψίζει εύστοχα με τη φράση «κλίμα αλληλοεξυπηρέτησης».[20] Πρόκειται, ουσιαστικά, για έναν «παράγοντα» και έναν «πελάτη». Ο πρώτος υπέχει την υποχρέωση, ως εκ της θέσεώς του, να δρα, εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου αρμοδιοτήτων, εκ μέρους του εντολέα του και να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του τελευταίου.[21] Όταν ο παράγοντας αυτός θυσιάζει τα συμφέροντα αυτά για προσωπικό του όφελος καθίσταται διεφθαρμένος. Όταν το όφελος αυτό προέρχεται από κάποιον (από έναν «πελάτη») που είναι διατεθειμένος να προσφέρει ένα αντάλλαγμα για την αθέτηση της ως άνω υποχρέωσης lato sensu «πίστης», τότε προκύπτει η σχέση που μας απασχολεί εδώ, καθώς πλέον στο προσκήνιο εισέρχεται και ο διαφθορέας, ενώ καθίσταται σαφής και η διάθεση «αλληλοεξυπηρέτησης» που χαρακτηρίζει την σχέση αυτή.

Από τα αμέσως παραπάνω προκύπτει μία σημαντική διάκριση, την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να ενσωματώσουμε στον πυρήνα της περιγραφής του φαινομένου που μας απασχολεί. Πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα στην συναλλακτική (transactive) και την εκβιαστική (extortive) διαφθορά.[22] Στη δεύτερη περίπτωση, απουσιάζει τόσο το κλίμα αλληλοεξυπηρέτησης όσο και, σε κάποιες περιπτώσεις, η ίδια η συναλλαγή. Συνήθως, πρόκειται απλώς για μία εκβιαστική συμπεριφορά του «παράγοντα» με αποδέκτη τον «πελάτη»: αν ο δεύτερος αρνηθεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του πρώτου, θα υποστεί κάποια υπολογίσιμη βλάβη στα συμφέροντά του που σχετίζονται με το αξίωμα του συνομιλητή του.[23] Όπως είναι προφανές από την ορολογία που υιοθετήθηκε μέχρι αυτό το σημείο, αυτό το είδος της διαφθοράς δεν ανήκει στον πυρήνα του φαινομένου που μας απασχολεί. Έγινε εξ αρχής λόγος για «διαφθορέα» και «διεφθαρμένο»: απαιτείται, δηλαδή, η οικειοθελής συμμετοχή αμφότερων των μερών στην συναλλαγή και μάλιστα με διάθεση αλληλοεξυπηρέτησης. Συνεπώς, όταν γίνεται λόγος για διαφθορά, στο εξής, δε θα συγκαταλέγονται στην αναφορά αυτή περιπτώσεις εκβιαστικών συμπεριφορών: για παράδειγμα, ένας αστυνομικός που απαιτεί από έναν καταστηματάρχη  να καταβάλει ένα ποσό ώστε να μην παρενοχλείται κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή ένας πολιτικός που ζητεί γενναιόδωρη οικονομική ενίσχυση της προεκλογικής του εκστρατείας από έναν επιφανή επιχειρηματία προκειμένου να αποσιωπήσει τα όσα γνωρίζει για τις παράνομες εκφάνσεις της επαγγελματικής του δραστηριότητας δεν εμπλέκονται σε διαφθορά, όπως προσεγγίζουμε την έννοια εδώ. Είναι, ασφαλώς, «διεφθαρμένοι», τουλάχιστον κατά το κοινό περί δικαίου αίσθημα αλλά και γλωσσικό αισθητήριο: όπως ήδη τονίστηκε, όμως, απουσιάζει το στοιχείο της οικειοθελούς συναλλαγής και της αλληλοεξυπηρέτησης που καθιστά τη διαφθορά ένα κοινωνικό, πολιτικό και, τελικά, εγκληματικό φαινόμενο άξιο ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης. Άλλωστε, κατά μία έννοια, ο αστυνομικός και ο πολιτικός των παραδειγμάτων μας εκμεταλλεύονται την ιδιότητά τους για να ενεργήσουν –σε γενικές γραμμές- όπως κάθε εκβιαστής. Η συναλλακτική διαφθορά, όμως, προϋποθέτει την συμμετοχή δύο αλληλοεξαρτώμενων «παικτών», με όσα αυτό συνεπάγεται για τις στρατηγικές και τις επιλογές τους. Αυτό, δίχως άλλο, την καθιστά, ένα ιδιαίτερα περίπλοκο και δυσχερές στην αντιμετώπισή του φαινόμενο, όπως μαρτυρά η εξέλιξή του όχι μόνο στον αναπτυσσόμενο, όπως φαινόταν να πιστεύουν οι διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ μέχρι σχετικά πρόσφατα,[24] αλλά και στον ανεπτυγμένο κόσμο.[25]

Η έννοια της διαφθοράς, λοιπόν, περιλαμβάνει απαραιτήτως μία συναλλαγή σε κλίμα αλληλοεξυπηρέτησης. Δεν μπορεί, όμως, η διαπίστωση αυτή να εξαντλεί την περιγραφή της έννοιας: πολλές συναλλαγές, καθόλου αξιοκατάκριτες από ηθική ή κοινωνικοηθική άποψη, γίνονται σε παρόμοιο κλίμα. Τι είναι αυτό που διαχωρίζει τη διαφθορά από την τελευταία κατηγορία συμπεριφορών που περιλαμβάνει τόσο ξένες προς αυτήν συναλλαγές όσο οι αμοιβαίες υποχωρήσεις δύο συνεταίρων ή η ανακαίνιση της εισόδου μίας πολυκατοικίας με την συνεισφορά όλων των ενοίκων; Η Παγκόσμια Τράπεζα εντοπίζει το στοιχείο αυτό στην κατάχρηση του δημοσίου αξιώματος που κατέχει ο διεφθαρμένος παράγοντας.[26] Συχνά μάλιστα υποστηρίζεται στη θεωρία η άποψη ότι το διεφθαρμένο μέρος μεταχειρίζεται το δημόσιο αξίωμά του ως επιχείρηση.[27] Η προσέγγιση αυτή αναδεικνύει την προέλευση της ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής απαξίας της διαφθοράς, καθώς παραπέμπει στην έλλειψη ακεραιότητας του διεφθαρμένου παράγοντα. Παραμένει, όμως, ελλιπής, διότι αναφέρεται αποκλειστικά στη διαφθορά στο δημόσιο τομέα. Όπως έχουμε ήδη δει, φαινόμενα που θα πρέπει να υπάγονται στη γενικότερη έννοια της διαφθοράς και να αντιμετωπίζονται ως τέτοια από τον νομοθέτη παρατηρούνται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι η ερμηνεία αυτή είναι πλέον μάλλον κρατούσα, τουλάχιστον καθόσον αφορά την επιστημονική έρευνα. Για παράδειγμα, στην Εθνική της Έρευνα για τη Διαφθορά στην Ελλάδα για το έτος 2011, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Διαφάνειας αφιέρωσε ένα μεγάλο τμήμα στη διαφθορά στο ιδιωτικό τομέα με ειδικές αναφορές στις Υπηρεσίες Υγείας, τον κλάδο του αυτοκινήτου και τις κατασκευές.[28]

Η διαφθορά, λοιπόν, προϋποθέτει αφενός μεν την έλλειψη ακεραιότητας που παρατηρείται όταν κάποιος καταχράται ενός αξιώματος του είδους που κατ’ εξοχήν εκπροσωπεί το δημόσιο αξίωμα και αφετέρου μία συμπεριφορά του είδους της «συναλλαγής» ή «αλληλοεξυπηρέτησης» στην οποία συμμετέχουν δύο τουλάχιστον μέρη, κανένα εκ των οποίων δεν είναι υποχρεωτικό να κατέχει δημόσιο αξίωμα. Αν αναλογιστούμε τις κατηγορίες συμπεριφορών που παραδοσιακά απασχολούν τον νομοθέτη και την επιστήμη ως εκφάνσεις του φαινομένου «διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα», θα αντιληφθούμε ότι όλες αφορούν διεφθαρμένους παράγοντες που διαχειρίζονται εξουσία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «οιονεί δημόσια»: ο γιατρός του ιδιωτικού νοσοκομείου, ο μηχανικός που υπογράφει ένα πιστοποιητικό ή μία μελέτη, ακόμα και το μέλος της Γενικής Συνέλευσης μίας Α.Ε. λειτουργούν, με τρόπους που μπορούν να διαφοροποιούνται ανά περίπτωση, ως οιονεί ή de facto κρατικοί αξιωματούχοι. Αυτό συμβαίνει διότι κατέχουν μία θέση ή αξίωμα που α) υπηρετεί ένα θεσμό με αυξημένη σημασία για το κοινωνικό σύνολο και β) απαιτεί για την ορθή ενάσκηση των καθηκόντων τους πρακτικές που διέπονται από αρετές όπως η ευθυκρισία, η ακριβοδικία, η αμεροληψία κοκ. Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί συμμετέχουν σε συναλλαγές «αλληλοεξυπηρέτησης» καταχρώνται της εξουσίας που τους εξασφαλίζει η θέση τους για προσωπικό όφελος, με αποτέλεσμα αφενός μεν να πλήττεται ο ίδιος ο εκάστοτε θεσμός, αφετέρου δε η συναλλαγή να διέπεται από σοβαρό έλλειμμα ακεραιότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όσους βρίσκονται εκτός της εν λόγω συναλλαγής και εύλογα αναμένουν από τους εμπλεκόμενους παράγοντες να τελέσουν τα καθήκοντά τους με γνώμονα τις παραπάνω αρετές. Αυτά, λοιπόν, είναι τα χαρακτηριστικά της διαφθοράς: η συναλλαγή σε κλίμα αλληλοεξυπηρέτησης, η έλλειψη ακεραιότητας εκ μέρους των εμπλεκομένων (και σε κάθε περίπτωση του διεφθαρμένου παράγοντα) και η κατάχρηση εκ μέρους του διεφθαρμένου παράγοντα της εξουσίας που του εξασφαλίζει ένα δημόσιο ή οιονεί δημόσιο αξίωμα η χρηστή άσκηση του οποίου απαιτεί τις αρετές (ευθυκρισία, ακριβοδικία, αμεροληψία) που παγίως αναμένονται από έναν δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων.

  1. Διαφθορά και πολιτικοί θεσμοί

3.1 Διαφθορά και δημοκρατία

Η σχέση της διαφθοράς με τη δημοκρατία έχει μελετηθεί ελάχιστα σε θεωρητικό επίπεδο. Ενώ είναι σαφές ότι οι συνήθεις περιπτώσεις διαφθοράς (χρηματισμός δημοσίων υπαλλήλων/λειτουργών, ανάρμοστες πολιτικές συναλλαγές, αδικαιολόγητες δημόσιες δαπάνες κλπ.) προκαλούν σοβαρότατα «πρακτικά» προβλήματα, η πολιτική θεωρία μοιάζει να αδιαφορεί για τις επιπτώσεις της διαφθοράς στους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά και στο ίδιο το πολίτευμα. Από καθαρά «πρακτική» άποψη, έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι «λίγη» διαφθορά μάλλον ωφελεί τις δημοκρατίες, διότι διευκολύνει τη διεκπεραίωση επικερδών υποθέσεων που, υπό κανονικές συνθήκες, θα καθυστερούσαν λόγω γραφειοκρατίας, υπερβολικά αυστηρών κανόνων κοκ.[29] Σήμερα, οι περισσότεροι μελετητές αντιμετωπίζουν τη διαφθορά τόσο ως σύμπτωμα όσο και ως αίτιο των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται στις σύγχρονες δημοκρατίες.[30] Όπως είδαμε ήδη, η διαφθορά συνδέεται πολύ στενά (αν και όχι αποκλειστικά) με την έννοια του δημοσίου συμφέροντος: οι «διεφθαρμένες συναλλαγές» συχνότατα βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον, ιδίως διά της σοβαρής οικονομικής ζημίας που υφίσταται –άμεσα ή έμμεσα- το κρατικό ταμείο. Ταυτόχρονα, όμως, η διαφθορά υποβαθμίζει την πίστη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και, τελικά, στο ίδιο το πολίτευμα. Πριν προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε μία πιο συγκεκριμένη περιγραφή της επίδρασης της διαφθοράς στους πολιτικούς θεσμούς γενικά, αλλά και ειδικότερα σε σχέση με το ελληνικό παράδειγμα, είναι σκόπιμη μια σύντομη αναφορά στις επιπτώσεις της διαφθοράς στους βασικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η σημαντικότερη ζημία που προκαλεί η διαφθορά στο δημοκρατικό πολίτευμα φθάνει μέχρι την πιο κεντρική λειτουργία και αρετή του: την αντιπροσώπευση. Αναφέρθηκε στον πρόλογο της παρούσης η διαίσθηση πολλών πολιτών ότι η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας κλονίζεται όταν οι αξιωματούχοι ή de facto νομείς της εξουσίας αυτής είναι διεφθαρμένοι. Τώρα μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτή τη διαίσθηση σε επίπεδο δημοκρατικής θεωρίας. Συγκεκριμένα, όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται με τρόπο αδιαφανή και με κριτήρια άλλα από εκείνο του lato sensu δημοσίου συμφέροντος, οι πολίτες δικαίως συμπεραίνουν ότι δεν συμμετέχουν με κανέναν τρόπο στην άσκηση της δημόσιας πολιτικής. Με άλλα λόγια, η εκπροσώπηση των εκλογέων στη νομή της εξουσίας είναι ελλιπής και αποσυνδέεται η επιρροή που εκείνοι δικαιούνται να ασκούν στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων (μέσω της ψήφου και της εν γένει πολιτικής τους έκφρασης) από τις πραγματικές επιλογές των κυβερνώντων.[31] Πρόκειται, ασφαλώς, για βαρύτατο πλήγμα στην καρδιά της δημοκρατικής λειτουργίας, καθώς τίθεται σε αμφισβήτηση η ίδια η νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύνδεση των επιλογών των πολιτών με εκείνες των κυβερνώντων είναι το πλέον συντριπτικό πλεονέκτημα της σύγχρονης δημοκρατίας έναντι των ανταγωνιστικών της πολιτικών συστημάτων. Όταν η διαφθορά εξαπλώνεται στον δημόσιο τομέα, η σύνδεση αυτή αδυνατίζει και το πλεονέκτημα κλονίζεται.

Στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι, επίσης, σημαντική η διατήρηση μίας «δημοκρατικής κουλτούρας».[32] Οι πολίτες είναι ανάγκη να ενστερνίζονται και να στηρίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, ακόμα κι αν οι τελευταίοι υπολειτουργούν ή μοιάζουν να υπολειτουργούν. Η διαφθορά διαβρώνει (για να θυμηθούμε τον τίτλο της παρούσης) αυτή την κουλτούρα διότι αποκαλύπτει τις πιο ακραίες δυσλειτουργίες του πολιτεύματος. Ένας διεφθαρμένος υπουργός, ένας επίορκος δικαστής, ένας καταχραστής του δημοσίου χρήματος δεν είναι ένας «συνηθισμένος» εγκληματίας. Όταν αυτά τα φαινόμενα είναι αρκετά για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, η μομφή των πολιτών αφορά όχι μόνο τα πρόσωπα, αλλά και τους ίδιους τους θεσμούς που αυτά υπηρετούν. Επιπροσθέτως, η αποτυχία των δημοκρατικών θεσμών να θέσουν υπό έλεγχο τη διαφθορά και να απομονώσουν τους διαφθορείς και τους διεφθαρμένους θέτει εν αμφιβόλω μία άλλη κεντρική λειτουργία του πολιτεύματος: το κράτος δικαίου. Στις σύγχρονες δημοκρατίες, εξουσία ασκείται μόνο διά του νόμου και κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις (ο νόμος πρέπει να προϋπάρχει της υπό κρίση συμπεριφοράς, να είναι σαφής, γενικός κοκ). Αυτή είναι η μία όψη της  έννοιας. Η άλλη όψη επιβάλλει την τήρηση του νόμου σε κάθε περίπτωση και χωρίς διακρίσεις: το κράτος δικαίου απαιτεί ισονομία και ισοπολιτεία. Σημειωτέον ότι η αποτυχία των θεσμών να εφαρμόσουν αυτούς τους κανόνες είναι ομοίως (αλλά όχι εξίσου) διαβρωτική για την πίστη στο πολίτευμα, ακόμα και σε περιπτώσεις διαφθοράς «στα χαμηλά κλιμάκια» (low level corruption). Ο συμπολίτης μας που μένει πάντα ατιμώρητος για τροχαίες ή πολεοδομικές παραβάσεις μας υπενθυμίζει ότι, όσο η διαφθορά προσφέρει προνόμια αυτού του είδους, η πίστη στους νόμους και τις αρχές της δημοκρατίας είναι επιζήμια. Έτσι, η δημοκρατική μας κουλτούρα εξασθενεί και οι δημοκρατικοί θεσμοί απαξιώνονται και καταρρέουν.

3.2 Οικονομική κρίση, διαφθορά και το ελληνικό παράδειγμα

3.2.1 Διαφθορά και οικονομικές κρίσεις

Η άποψη ότι η διαφθορά, ιδίως στα υψηλά κλιμάκια (high level corruption), συντελεί στην κακή διαχείριση του δημόσιου χρήματος και, τελικά, στη διαμόρφωση συνθηκών βαθιάς οικονομικής κρίσης είναι εξαιρετικά διαδεδομένη. Αυτό που δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς είναι ο ρόλος των δημοκρατικών θεσμών στην αποφυγή και καταπολέμηση των κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της χρεωκοπίας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το συμπέρασμα ότι ο σκοπός αυτός υπηρετείται με διαφορετικό τρόπο σε δημοκρατικές και μη δημοκρατικές χώρες, καθώς και ανάλογα με το αν το χρέος είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. Ειδικά όσον αφορά το εξωτερικό χρέος των δημοκρατικών χωρών, φαίνεται ότι, υπό κανονικές συνθήκες, ένα κοινοβουλευτικό σύστημα με ικανούς μηχανισμούς ελέγχου (checks and balances) αποτελεί, στην πράξη, εγγύηση ότι η χώρα δεν θα χρεωκοπήσει.[33] Συνεπώς, όταν μία δημοκρατική χώρα με κοινοβουλευτικό σύστημα αδυνατεί να ελέγξει το εξωτερικό της χρέος και χρεωκοπεί, είναι λογικό να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το σύστημα ελέγχου που υποχρεούται να ασκεί το κοινοβούλιο και οι αρμόδιοι αξιωματούχοι είναι ελλιπές. Με δεδομένο ότι ο κοινοβουλευτισμός βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας, η αποτυχία αυτή πλήττει βαριά τους δημοκρατικούς θεσμούς και προκαλεί την εντύπωση ότι, τελικά, η δημοκρατία «δεν λειτουργεί». Είναι δε προφανές ότι το σύστημα ελέγχου των οικονομικών του κράτους είναι αδύνατον να λειτουργήσει αποτελεσματικά όσο τα επίπεδα της διαφθοράς παραμένουν εξαιρετικά υψηλά.

Ομοίως, οι οικονομικές κρίσεις αναδεικνύουν την αδυναμία των κυβερνώντων. Σε μία κλασική πλέον μελέτη τους,[34] οι Shleifer και Vishny έδειξαν ότι οι αδύναμες κυβερνήσεις απομακρύνουν τις επικερδείς επενδύσεις από τις χώρες τους και είτε επιφέρουν είτε επιτείνουν τις συνθήκες που οδηγούν σε οικονομική κρίση. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο παράγοντας που συνδέει την κυβερνητική αδυναμία με την απουσία επενδύσεων είναι η διαφθορά. Πιο συγκεκριμένα, οι αδύναμες κυβερνήσεις δυσκολεύονται να διατηρήσουν υπό τον έλεγχο τους τις υπηρεσίες που πρέπει να ενεργήσουν προκειμένου να γίνει μία επένδυση, με αποτέλεσμα κάθε μία να δρα αυτόνομα και για δικό της όφελος. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν το παράδειγμα της μετα-κομμουνιστικής Ρωσίας για να δείξουν πόσο ασύμφορη ήταν μία ξένη επένδυση σε ρωσική εταιρεία, δεδομένου ότι οι επενδυτές θα έπρεπε να δωροδοκήσουν έναν τεράστιο αριθμό κυβερνητικών παραγόντων και κρατικών αξιωματούχων που εμπλέκονταν στην έγκριση της επένδυσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επενδύσεις δεν έγιναν ποτέ και η οικονομική κρίση επιδεινώθηκε, ακριβώς λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης που επέτρεπε στη διαφθορά να κυριαρχεί.[35] Οι Shleifer και Vishny καταλήγουν σε ένα ακόμα συμπέρασμα[36] που έχει ενδιαφέρον για τον παρόντα προβληματισμό: όταν η διαφθορά καθορίζει ποιες επενδύσεις θα γίνουν σε μία χώρα, είναι εξαιρετικά πιθανόν εκείνες που τελικά προκρίνονται να μην είναι οι πλέον χρήσιμες και παραγωγικές, αλλά, αντιθέτως, εκείνες που προσφέρουν μεγαλύτερες εγγυήσεις κέρδους και μυστικότητας για τους εμπλεκόμενους διαφθορείς και διεφθαρμένους. Αυτό είναι κάτι που, φυσικά, δεν περνάει απαρατήρητο από τους πολίτες και, σε συνδυασμό με την αδυναμία που επιδεικνύει η κυβέρνηση, κλονίζει την πίστη τους στους μηχανισμούς ελέγχου και δίκαιης διανομής των πόρων που έχει στη διάθεσή της μια σύγχρονη δημοκρατία.

3.2.2 Το ελληνικό παράδειγμα

Τα όσα αναφέρθηκαν μέχρι αυτό το σημείο παραπέμπουν σε πολλά από τα χαρακτηριστικά του ελληνικού παραδείγματος οικονομικής και θεσμικής κρίσης. Η σοβαρή επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας και η πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών έφεραν στην επιφάνεια τα δομικά προβλήματα της ελληνικής δημοκρατίας και ενίσχυσαν την δυσπιστία των πολιτών προς τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αναμφίβολα, οι μηχανισμοί ελέγχου του κεντρικού ελληνικού κράτους απέτυχαν να δημιουργήσουν συνθήκες που θα περιόριζαν τις ευκαιρίες για αυτό που ονομάσαμε «διεφθαρμένες συναλλαγές». Αντιθέτως, η απουσία κατάλληλων μηχανισμών ελέγχου οδήγησε σε μεγάλο αριθμό «επενδύσεων» από εκείνες που οι Shleifer και Vishny χαρακτηρίζουν αντιπαραγωγικές ή επιζήμιες για το δημόσιο ταμείο. Αρκεί να σημειωθεί ότι ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επένδυσης που λαμβάνει χώρα λόγω διαφθοράς, οι προαναφερθέντες αναφέρουν τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς[37] – δηλαδή, έναν τομέα δημόσιας πολιτικής που έχει συμβάλει τα μέγιστα στην απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών της χώρας, ακριβώς λόγω υποθέσεων διαφθοράς που προκάλεσαν κατά καιρούς ζωηρές πολιτικές συζητήσεις. Ο έντονος επιστημονικός και κοινωνικός διάλογος ανέδειξε τον ρόλο της διαφθοράς και των αδύναμων μηχανισμών ελέγχου στην γένεση και εξάπλωση της οικονομικής κρίσης και συντέλεσε στην περαιτέρω απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών.

Προκειμένου, όμως, να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα με σοβαρά προβλήματα διαφθοράς που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας και των συναλλαγών. Σύμφωνα με την τελευταία διαθέσιμη κατάταξη της Διεθνούς Διαφάνειας, η Ελλάδα βρισκόταν, για το έτος 2014, μόλις στην 69η θέση, με βαθμολογία 43/100,[38] κάτω από αρκετές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου και πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.[39] Ο Ε. Κρουσταλάκης έγραφε το 2004 ότι η διαφθορά στο δημόσιο τομέα έχει λάβει «προκλητικές διαστάσεις», απορρίπτοντας το ενδεχόμενο οι αναφορές για εκτεταμένη διαφθορά, τουλάχιστον στο δημόσιο τομέα, να συνθέτουν μία παραπλανητική εικόνα.[40] Είναι, βέβαια, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, μέχρι ιδιαίτερα πρόσφατα, η ελληνική βιβλιογραφία εστίαζε το ενδιαφέρον της σχεδόν αποκλειστικά στη διαφθορά στο δημόσιο τομέα, γεγονός που ίσως μπορεί να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, στον κατά παράδοση περιορισμένο ρόλο του ιδιωτικού τομέα στις κατηγορίες εκείνες συναλλαγών που κατ’ εξοχήν μαστίζονται από τη διαφθορά.[41]

Η μονομέρεια αυτή, πάντως, μοιάζει να δικαιολογείται από την πραγματικά «προκλητική» έκταση της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα. Το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Διαφάνειας κατέγραψε ότι περίπου 500.000 άνθρωποι είχαν να αναφέρουν κάποιο είδος διεφθαρμένης συναλλαγής για το έτος 2011.[42] Στον ιδιωτικό τομέα, ο ίδιος αριθμός προκύπτει όταν συνυπολογίζεται ως φαινόμενο διαφθοράς η μη έκδοση αποδείξεων,[43] ένα φαινόμενο που κινείται, κατά την πλέον «χαλαρή» εννοιολογική προσέγγιση,  στον περίβολο της διαφθοράς, όπως την ορίσαμε στην παρούσα.[44] Όταν, όμως, εστιάσει κανείς στον πυρήνα του φαινομένου, διαπιστώνει ότι οι ίδιες περίπου υπηρεσίες γίνονται πολύ συχνότερα αντικείμενο παράτυπης συναλλαγής στο δημόσιο παρά στον ιδιωτικό τομέα.[45] Είναι, παρά ταύτα, χρήσιμο να κάνουμε μία σημαντική –τόσο για το γενικότερο αντικείμενο της παρούσης, όσο και για τη χώρα μας ειδικότερα- παρατήρηση. Όπως αβίαστα προκύπτει από τις διαθέσιμες έρευνες, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των φαινομένων διαφθοράς στην Ελλάδα αφορά τα «χαμηλά κλιμάκια» (low level corruption), τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τα ποσά που ζητήθηκαν από το διεφθαρμένο λειτουργό ή υπάλληλο δεν υπερβαίνουν, στην συντριπτική τους πλειονότητα, τα 1000 ευρώ.[46] Όταν το διεφθαρμένο μέρος (ο «παράγοντας») κινείται σε υψηλά κλιμάκια και ασκεί ένα σημαντικό αξίωμα που του εξασφαλίζει ισχύ και επιρροή, η ανταμοιβή του συχνά δεν είναι καν χρηματική, ενώ όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει τα ποσά απέχουν πολύ από τα αναφερόμενα στις σχετικές έρευνες για τη διαφθορά στην Ελλάδα. Δε θα πρέπει να αμφιβάλλουμε, βέβαια, για το γεγονός ότι η διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια δεν μπορεί παρά να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα «σκοτεινής εγκληματικότητας», με αποτέλεσμα το πραγματικό της εύρος να μην αποτυπώνεται στις «παραδοσιακές» έρευνες. Αυτό αποδίδεται σε δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, οι εμπλεκόμενοι σε αυτού του είδους την παραβατική συμπεριφορά είναι εξ ορισμού πολύ λίγοι σε αριθμό (εφόσον αντίστοιχα μικρός είναι ο αριθμός όσων κατέχουν υψηλά αξιώματα και όσων έχουν πρόσβαση σε αυτούς και τη δυνατότητα να τους προσφέρουν το κατάλληλο αντάλλαγμα) και, συνεπώς, οι πιθανότητες να εκπροσωπούνται σε ένα οσοδήποτε μεγάλο δείγμα μίας στατιστικής έρευνας είναι μηδαμινές.[47] Δεύτερον, η διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια αποτελεί, λόγω των διακυβευομένων συμφερόντων και της κοινωνικής της απαξίας, ένα είδος παραβατικής συμπεριφοράς που πρέπει πάση θυσία να παραμένει στο σκοτάδι, επί ποινή αποκλεισμού των εμπλεκομένων μερών από παρόμοιες συναλλαγές στο μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση, η διαφθορά είναι, δίχως άλλο, ένα γνώριμο φαινόμενο για τους περισσότερους Έλληνες. Η έκταση του φαινομένου στα χαμηλά κλιμάκια δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, καθώς υποδηλώνει μία γενικότερη ανοχή, η οποία δεν μπορεί παρά να αποδομούσε την δημοκρατική κουλτούρα για την οποία έγινε λόγος νωρίτερα πριν την επέλευση των επώδυνων συνεπειών της οικονομικής και θεσμικής κρίσης. Δίχως αμφιβολία, η διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια είναι κατά κανόνα πολύ πιο επιζήμια για τα δημόσια οικονομικά και, γενικότερα, το δημόσιο συμφέρον. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν μπορούν να επιβιώσουν απόντων των πολιτών. Η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της διαφθοράς αντανακλά μία «χαλαρή» προσέγγιση του ρόλου των δημοκρατικών θεσμών ως θεματοφυλάκων των βασικών αρχών του πολιτεύματος. Είναι προφανές ότι όχι μόνο ο επιστημονικός αλλά και ο κοινωνικός διάλογος για τον διαβρωτικό ρόλο της διαφθοράς τόσο ως γενεσιουργού αιτίου των οικονομικών και θεσμικών κρίσεων όσο και ως επιταχυντή τους, μόλις τώρα ξεκινά. Οι ευκαιρίες για την μελέτη αυτού του φαινομένου είναι πολλές και μπορούν να προσφέρουν χρήσιμα συμπεράσματα για την εμπέδωση και τον πραγματικό ενστερνισμό των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα.

  1. Αντί επιλόγου: μία βάση για μελλοντικές σκέψεις

Παρά την κατά καιρούς δημοφιλή άποψη ότι οι δημοκρατίες ευνοούν την ανάπτυξη της διαφθοράς, τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν μοιρολατρικές προσεγγίσεις. Πράγματι, είναι prima facie λογικό να υποθέσουμε ότι η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια λίγων δημιουργεί συνθήκες διαφθοράς. Ταυτόχρονα, όμως, είδαμε ότι η έρευνα των Shleifer και Vishny καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρός κεντρικός έλεγχος από τις κυβερνήσεις μειώνει τις ευκαιρίες για διεφθαρμένες συναλλαγές. Ακόμα πιο διαφωτιστικά είναι τα πορίσματα των Gerring και Thacker: οι χώρες με κοινοβουλευτισμό και μία ενιαία κεντρική κυβέρνηση για ολόκληρη την επικράτεια έχουν περισσότερες πιθανότητες να καταπολεμήσουν τη διαφθορά.[48] Οι παρατηρήσεις αυτές σκιαγραφούν το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να αναζητηθούν οι δημόσιες πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν τη διαφθορά και τις επιπτώσεις της στον οικονομικό τομέα και την εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θεσμούς. Οι διαθέσιμες έρευνες καταδεικνύουν ότι απαιτείται συγκέντρωση των αποφάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διεφθαρμένες συναλλαγές σε κεντρικό επίπεδο. Πολιτικές που θα κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση αφενός μεν θα περιορίσουν την έκταση της διαφθοράς σε χαμηλά και υψηλά κλιμάκια, αφετέρου δε θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, καθώς θα είναι ευχερέστερη η λογοδοσία των αρμοδίων. Δεδομένου ότι αυτού του είδους η λογοδοσία συνήθως λαμβάνει δημόσιο χαρακτήρα, αναμένεται εύλογα ότι θα εξασθενήσει –επί της αρχής και όχι κατά περίσταση- η ανοχή στην διαφθορά, θα ενισχυθούν οι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου και, τελικά, θα ενδυναμωθεί η δημοκρατική κουλτούρα πολιτών και κυβερνώντων. Φυσικά, αυτό δεν είναι παρά ένα πρόχειρο σχέδιο που δεν φιλοδοξεί να εκληφθεί ως ουσιαστική πρόταση. Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι η διαφθορά ανθεί – και υποσκάπτει πιο αποτελεσματικά την οικονομία και τους θεσμούς- σε καθεστώτα με δαιδαλώδεις διαδικασίες αποφάσεων και πολυνομία. Ας θυμηθούμε τον Τάκιτο: «όσο πιο διεφθαρμένο ένα κράτος, τόσο περισσότεροι οι νόμοι του».

Βιβλιογραφία

Ελληνική

Αλεξιάδης Στ., Η ποινική αντιµετώπιση της διαφθοράς στο διεθνή χώρο, Αφιέρωμα στην Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, Τόμος Α΄, (2007, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας), 21-32.

Αλεξιάδης Στ., Η διαφθορά ως κοινώς επικίνδυνο έγκλημα, Τιμητικός Τόμος Δ. Σπινέλλη, Τόμος Α΄, Οι Ποινικές Επιστήμες στον 21ο αιώνα, (2001, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλα), 37-51.

Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο: Γενικό Μέρος (2000, Αθήνα: Π. Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο και Οικονομία).

Αργυροηλιόπουλος Η., Η ιδιωτική και δημόσια διαφθορά ως έγκλημα αθέμιτου ανταγωνισμού, (2006, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη).

Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινική καταστολή της διαφθοράς στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα: το νομοθετικό πλαίσιο της Ε.Ε. στην ευρύτερη διεθνή σκηνή και το εθνικό μας δίκαιο, (2010), Ποινικά Χρονικά Ξ΄, 3-22.

Κονταξής Αθ., Ποινικός Κώδικας (ερμηνεία), Τόμος Β΄, (2000, Αθήνα: Π. Ν. Σάκκουλας).

Κουράκης Ν., Η διαφθορά ως πρόβλημα της ελληνικής αντεγκληματικής πολιτικής, (2002), Ποινικός Λόγος 1/2002, 1-4.

Κουράκης Ν., Έννοια και ορισμός της οικονομικής εγκληματικότητας σε Ν. Κουράκη (με την συνεργασία Δ. Ζιούβα) Τα Οικονομικά Εγκλήματα Ι Γενικό Μέρος,  (2007, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα), 32-65.

Κρουσταλάκης Ε., Η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση: μία ψηλαφητή πραγματικότητα ή μία αδικαιολόγητη φαντασίωση; (2004), Αρμενόπουλος 5/2004, 657-660.

Μανωλεδάκης Ι., Το έννομο αγαθό, (1998, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα).

Μανωλεδάκης Ι., Ερμηνεία κατ’ άρθρο των όρων του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, (1996, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα).

Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία – Εφαρμογή Ποινικού Κώδικα, (2009, Αθήνα: Π. Ν. Σάκκουλας).

Μπιτζιλέκης Ν., Η διαφθορά ως νομικό και πολιτικό πρόβλημα, (2009), Ποινικά Χρονικά ΝΘ΄, 97-110.

Παπαδάκης Ρ.–Ε., Οιονεί διαφθορά και τρόποι αντιμετώπισής της, (2010), ΠοινΔικ 7/2010, 854-855.

Ράικος Δ., Δημόσια διοίκηση και διαφθορά, (2006, Αθήνα: Σάκκουλα).

Σπινέλλης Δ., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος (πανεπιστημιακές παραδόσεις), Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, (1988, Αθήνα: Σάκκουλα).

Συμεωνίδου-Καστανίδου E., Εμβάθυνση στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, (2008, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη).

Ξενόγλωσση

Aikin C., Corruption, a Dictionary of the Social Sciences, (1964, Glencoe, NY: Free Press).

Alatas S., Corruption: Its Nature, Causes, and Functions, (1991, Kuala Lumpur: S. Abdul Majeed).

Anechiarico Frank and Jacobs James B., The Pursuit of Absolute Integrity: How Corruption Control Makes Government Ineffective (1996, Chicago: University of Chicago Press).

Banfield, E. C., ‘Corruption as a feature of governmental organizations’, (1975), Vol. 18, Journal of Law and Economics, 587-588.

Elster Jon, The Cement of Society: A Study of Social Order (1989, Cambridge: Cambridge University Press)

Gerring John and Thacker Strom C., ‘Political Institutions and Corruption: The Role of Unitarism and Parliamentarism’, (2004), B.J.Pol.S. 34, 295-330.

Heidenheimer A. J., (ed.). Political Corruption: Headings in Comparative Analysis, (1970, New York: Holt, Rinehart and Winston).

Kaufmann Daniel and Vicente Pedro C., ‘Legal Corruption’, (2005), http://siteresources.worldbank.org/INTWBIGOVANTCOR/Resources/Legal_Corruption.pdf

Lederman Daniel, Loayza Norman and Soares Rodrigo Reis, ‘Accountability and Corruption: Political Institutions Matter’ (2001), The World Bank Policy Research Working Paper 2708.

Leys Colin, ‘What is the Problem about Corruption?’, (1965), Journal of Modern African Studies, 3(2):215-30.

Monteiro J. B., Corruption: Control of Maladministration (1966, Bombay: Manaktalas).

Rogow A., and Lasswell, H. Power, Corruption and Rectitude, (1963, Cliffs, NJ: Prentice-Hall, Englewood).

Rose-Ackerman Susan, Corruption and Government: Causes, Consequences, and Reform (1999, Cambridge: Cambridge University Press).

Shleifer Andrei and Vishny Robert W., ‘Corruption’, (1993), The Quarterly Journal of Economics, Vol. 108, No. 3, 599-617.

Sutherland Edwin, ‘Crime and Business’, (1941), Annals of the American Academy of Political and Social Science, 112-118.

Sutherland Edwin, ‘White Collar Criminality’, (1940), American Sociological Review, 5, 1-12.

 Thompson Dennis F., Ethics in Congress: From Individual to Institutional Corruption (1995, Washington: The Brookings Institution).

Van Klaveren J., Corruption as an Historical Phenomenon, Political Corruption Readings in Comparative Analysis, (1978, New Brunswick, New Jersey: Transaction Publishers).

Van Rijckeghem Caroline and Weder Beatrice, ‘Political institutions and debt crises’, (2009), Public Choice 138: 387-408.

Warren Mark E., ‘What Does Corruption Mean in a Democracy?’, (2004), American Journal of Political Science, Vol. 48, No. 2, 328-343.

Έρευνες οργανισμών

Διεθνής Διαφάνεια, Corruption Perceptions Index 2014.

Διεθνής Διαφάνεια, The Anatomy of Corruption, TI Source Book 2000.

Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς, Εθνική Έρευνα για τη Διαφθορά στην Ελλάδα, Τεύχος 2, (2011, Public Issue).

Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς, Εθνική Έρευνα για τη Διαφθορά στην Ελλάδα, Τεύχος 3, (2011, Public Issue.

Παγκόσμια Τράπεζα, Helping Countries Combat Corruption: The Role of the World Bank.

* Το παρόν αποτελεί την συμβολή μου στον Τιμητικό Τόμο Νέστορα Κουράκη, ενός ακαδημαϊκού δασκάλου που με το σπάνιο ήθος του και τον άρτιο επιστημονικό του λόγο υπηρέτησε την επιστήμη και δίδαξε τους νεώτερους  κατά τρόπο που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.

** Δικηγόρος, Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

  1. Βλ. Daniel Lederman, Norman Loayza and Rodrigo Reis Soares, ‘Accountability and Corruption: Political Institutions Matter’ (2001), The World Bank Policy Research Working Paper 2708.
  2. Edwin Sutherland, ‘White Collar Criminality’, (1940), American Sociological Review, 5, 4.
  3. Edwin Sutherland, ‘Crime and Business’, (1941), Annals of the American Academy of Political and Social Science, 112.
  4. Αντί πολλών, βλ. Νέστορα Κουράκη, Έννοια και ορισμός της οικονομικής εγκληματικότητας σε Ν. Κουράκη (με την συνεργασία Δ. Τζιούβα) Τα Οικονομικά Εγκλήματα Ι Γενικό Μέρος, (2007, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα), ιδίως 37 επ.
  5. Daniel Kaufmann and Pedro C. Vicente, ‘Legal Corruption’, (2005), http://siteresources.worldbank.org/INTWBIGOVANTCOR/Resources/Legal_Corruption.pdf, σ. 2. Βλ. και το άρθρο 5 του ν. 3849/2010 που προσθέτει στο άρθρο 5 του ν. 3213/2003 διάταξη που εγκληματοποιεί την άσκηση επιρροής σε πρόσωπο «που υποχρεούται σε δήλωση» – ασχέτως μάλιστα του αν η εν λόγω επιρροή ασκήθηκε ή επέφερε αποτελέσματα.
  6. Τη θέση αυτή μοιάζει να υποστηρίζει και η Καϊάφα-Γκμπάντι σε Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινική καταστολή στης διαφθοράς στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα: το νομοθετικό πλαίσιο της Ε.Ε. στην ευρύτερη διεθνή σκηνή και το εθνικό μας δίκαιο, (2010), Ποινικά Χρονικά Ξ΄, 4.
  7. Βλ. σχετικά, αντί πολλών, Δ. Ράικου, Δημόσια διοίκηση και διαφθορά, (2006, Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα), 94.
  8. Βλ. Στ. Αλεξιάδη, Η διαφθορά ως κοινώς επικίνδυνο έγκλημα, σε Τιμητικό Τόμο Δ. Σπινέλλη, Τόμος Α΄, Οι Ποινικές Επιστήμες στον 21ο αιώνα, (2001, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλα), 46-47, 50.
  9. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη Το έννομο αγαθό, (1998, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα), 29 επ.
  10. Έτσι ο Στ. Αλεξιάδης, Η ποινική αντιµετώπιση της διαφθοράς στο διεθνή χώρο, Αφιέρωμα στην Πελαγία Γέσιου–Φαλτσή, Τόμος Α΄, (2007, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας), 30.
  11. Σε J. B. Monteiro, Corruption: Control of Maladministration (1966, Bombay: Manaktalas), σ. 17. Η αγγλική διατύπωση έχει ως εξής: A public servant, [who] accepts or attempts to obtain any gratification whatever, other than legal remuneration, for doing or forbearing to do any official act or for showing favor or disfavor to any person, or for rendering any service or disservice to any person [..] is guilty of corruption.
  12. Η μορφή αυτή διαφθοράς κάποτε καλείται και «οιονεί διαφθορά» –βλ. Ρ.–Ε. Παπαδάκη, Οιονεί διαφθορά και τρόποι αντιμετώπισής της, (2010), ΠοινΔικ 2010, 854. Ο όρος μοιάζει μάλλον παραπλανητικός, αν όχι ατυχής, καθώς η μη τυποποιημένη στο νόμο διαφθορά δεν είναι ipso facto, «λιγότερο διαφθορά» από την ποινικώς κολάσιμη. Μοιάζει μάλιστα ο συγγραφέας να οδηγείται σε ένα non sequitur όταν παρατηρεί ότι κάποιες εκδηλώσεις «οιονεί διαφθοράς» θα μπορούσαν να υπαχθούν σε ισχύουσες ποινικές διατάξεις: αν στην «οιονεί διαφθορά» αναγνωρίζουμε όχι μόνο γενικά χαρακτηριστικά διαφθοράς, αλλά και, ειδικότερα, γνωρίσματα των περιγραφόμενων στο νόμο εκφάνσεων του φαινομένου, τότε πώς είναι δυνατόν να στέκει η διάκριση ανάμεσα σε διαφθορά και «περίπου» (οιονεί) διαφθορά; Στην πραγματικότητα, αυτό το κριτήριο δεν είναι πειστικό: το φαινόμενο της διαφθοράς και κατ’ επέκταση ο εγκληματολογικός ορισμός του, δεν εξαρτάται από την, όπως επιχειρεί να εξηγήσει η παρούσα, ούτως ή άλλως εξαιρετικά δυσχερή περιγραφή του στο νόμο.
  13. Ενδεικτική είναι η έντονη ενασχόληση της θεωρίας και της νομολογίας με την ερμηνεία της έννοιας του «ωφελήματος» που αντικατέστησε, δυνάμει του ν. 2802/2000, τα «δώρα και ανταλλάγματα» που έπρεπε να ζητήσει ή να λάβει, έστω και με την μορφή υπόσχεσης, ένας υπάλληλος προκειμένου να πληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας κατ’ άρθρον 235 ΠΚ. Καθόσον αφορά τα ωφελήματα που δεν έχουν υλική υπόσταση, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον αυτά θα πρέπει να είναι αντικειμενικά μετρήσιμα -έτσι ο Κονταξής Ποινικός Κώδικας (ερμηνεία), Τόμος Β΄, (2000, Αθήνα: Π. Ν. Σάκκουλας,), 2080, αντίθετη η Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εμβάθυνση στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, (2008, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη), 437 και ο Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία – Εφαρμογή Ποινικού Κώδικα, (2009, Αθήνα: Π. Ν. Σάκκουλας), 631. Αλλά και τα υλικά ωφελήματα (οικονομικής ή άλλης υφής) δεν είναι εύκολο να περιγραφούν με τη δέουσα σαφήνεια. Μετά τις ΑΠ 1627/2009 (ΠοινΧρ. 2010, σ. 560) και ΑΠ 1925/2010 (Πραξ&Λογ ΠΔ 2011, σ. 86), που κάνουν λόγο για παροχή πράγματος ή υπηρεσίας επί των οποίων ο υπάλληλος δεν έχει καμία νόμιμη αξίωση, φαίνεται πως ενισχύεται η θέση μέρους της θεωρίας σύμφωνα με την οποία ωφέλημα με την έννοια του νόμου αποτελούν το δάνειο ή η καταβολή χρέους από παίγνιο (το οποίο δεν γεννά, κατ’ άρθρον 844 ΑΚ, νόμιμη απαίτηση), ενώ το αντίθετο ισχύει με την καταβολή νομίμως απαιτητού χρέους, όπως εκείνο που προκύπτει από προϋπάρχον δάνειο (βλ. Δ. Σπινέλλη, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος (πανεπιστημιακές παραδόσεις), Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, (1988, Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα), 25 και Ι. Μανωλεδάκη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο των όρων του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, (1996, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα), 35). Αλλά, αν το προστατευόμενο αγαθό αυτών των διατάξεων, είναι η ακεραιότητα, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα των δημοσίων υπηρεσιών και η εξ αυτών εκπορευόμενη εμπιστοσύνη των πολιτών στην «καθαρή» λειτουργία της υπηρεσίας (βλ. ενδεικτικά ΟλομΑΠ 1179/1986, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – ΝοΒ 1986, σ. 1116, ΑΠ 2/2008, ΠοινΧρ. 2008, σ. 828 και ΑΠ 2686/2008, ΠοινΧρ 2009, σ. 910), δεν είναι σαφές το πώς ακριβώς φιλοδοξεί η θεωρία να διαχωρίσει τις ανωτέρω περιπτώσεις. Αν η υπόσχεση μίας γρήγορης και ανέξοδης (χωρίς λ.χ. την ανάγκη καταφυγής στα πολιτικά δικαστήρια) ικανοποίησης κάποιας νόμιμης αξίωσης με αντάλλαγμα την κατά προτεραιότητα «εξυπηρέτηση» του καλόβολου οφειλέτη δεν αρκεί για να κλονίσει την πίστη στην ακεραιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, γιατί να αρκεί η καθ’ όλα νόμιμη σύναψη δανείου με τους συνήθεις όρους της αγοράς; Προφανώς, οι δυσκολίες αυτές προκύπτουν λόγω της υπερβολικά στενής εστίασης στην μία μόνο όψη του νομίσματος της διαφθοράς: μόνο αν αντιληφθούμε το φαινόμενο ως μία αποδοκιμαστέα συναλλαγή που μπορεί να λάβει πολλές μορφές θα κατανοήσουμε πλήρως τη φύση του. Άλλωστε, όπως σημειώθηκε ήδη, η διαφθορά είναι πράγματι εννοιολογικώς ασύμβατη με την ακεραιότητα. Εξάλλου, η άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων έναντι οποιουδήποτε ανταλλάγματος, συνιστά, εξ ορισμού, ένδειξη έλλειψης ακεραιότητας.
  14. Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις σε Η. Αργυροηλιόπουλου, Η ιδιωτική και δημόσια διαφθορά ως έγκλημα αθέμιτου ανταγωνισμού, (2006, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη), 40.
  15. Aikin, C. Corruption, a Dictionary of the Social Sciences, (1964, Glencoe, NY: Free Press), 142.
  16. Η διαπίστωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο προφανής, αν αναλογιστεί κάποιος τι ακριβώς απαιτεί η ακεραιότητα απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς. Πριν από οτιδήποτε άλλο θα απαιτούσε την ceteris paribus αποφυγή κάθε συμπεριφοράς ή κατάστασης που θα μπορούσε να διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες για την άνθιση της διαφθοράς. Από την άλλη πλευρά, θα απαιτούσε από την πολιτεία να αναπτύξει τις απαραίτητες δομές προκειμένου να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη διαφθορά. Αν δεχόμασταν ότι τυχόν αδιαφορία απέναντι στις παραπάνω υποχρεώσεις υπάγεται, λόγω παραβίασης των επιταγών της ακεραιότητας, στην έννοια της διαφθοράς, θα προέκυπτε το εξής absurdum: κάποιος που παραμένει αμέτοχος σε φαινόμενα διαφθοράς, που δεν δίνει ούτε λαμβάνει κάτι στην υπό κρίση συναλλαγή, θα πρέπει να ελέγχεται όχι διότι αμελεί το καθήκον του να μάχεται τη διαφθορά, αλλά ως διαφθορέας ή διεφθαρμένος! Σε μία τέτοια περίπτωση δε θα είχαμε να κάνουμε μόνο με ένα λογικό σφάλμα, αλλά και με μία εξαιρετικά δύσχρηστη περιγραφή της έννοιας. Εμφορούμενη από τις ίδιες ιδέες και ανησυχίες, η Διεθνής Διαφάνεια, διαχωρίζει τις δύο έννοιες και τις μελετά χωριστά με την εισαγωγή ενός Συστήματος Εθνικής Ακεραιότητας (National Integrity System) – βλ. για την μεθοδολογία της έρευνας αυτής την σχετική ανάλυση στον ιστότοπο της Διεθνούς Διαφάνειας: http://www.transparency.org/files/content/nis/NationalIntegritySystem_ Background_and_Methodology.pdf .
  17. Heidenheimer, A. J. (ed.) Political Corruption: Headings in Comparative Analysis, (1970, New York: Holt, Rinehart and Winston), 6. Βλ. και Rogow, A., and Lasswell, H. Power, Corruption and Rectitude, (1963, Cliffs, NJ: Prentice-Hall, Englewood).
  18. Ν. Μπιτζιλέκης, Η διαφθορά ως νομικό και πολιτικό πρόβλημα, (2009), Ποινικά Χρονικά ΝΘ΄, 97-98.
  19. Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «οριακές» : όταν τιμωρείται, για παράδειγμα, η δωροδοκία αθλητικών παραγόντων που αποσκοπεί στην αλλοίωση των αποτελεσμάτων διαφόρων αθλημάτων, ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον που θίγεται; Είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παίζουν «καθαρά» οι ποδοσφαιριστές μίας ΠΑΕ; Αν αναλογιστεί κάποιος ότι οι μεγαλύτερες ζημίες από αυτές τις πράξεις αφορούν οικονομικές απώλειες (ή κέρδη!) στο πλαίσιο ενός ούτως ή άλλως ηθικά προβληματικού είδους τζόγου, αντιλαμβάνεται εύκολα το πόσο δύσχρηστοι είναι αυτοί οι ορισμοί.
  20. Μπιτζιλέκης, ο.π., 106.
  21. E. C. Banfield, ‘Corruption as a feature of governmental organizations’, (1975), Vol. 18, Journal of Law and Economics, 587-588.
  22. S. Alatas, Corruption: Its Nature, Causes, and Functions, (1991, Kuala Lumpur: S. Abdul Majeed), 3.
  23. Ο.π.
  24. Βλ. για παράδειγμα και αντί πολλών, τις σχετικές αναφορές της Διεθνούς Διαφάνειας σε The Anatomy of Corruption, TI Source Book 2000, ιδίως 14 επ.
  25. Η εκβιαστική διαφθορά είναι, δίχως άλλο, μία σύνθετη εγκληματική συμπεριφορά, στα πρότυπα της τυποποίησης της έννοιας στο ποινικό μας δίκαιο: συντίθεται από μία παραδοσιακή μορφή εκβίασης, όπως την γνωρίζουμε από το ποινικό μας δίκαιο, και από μία έκφανση της διαφθοράς όπως την περιγράψαμε λίγο νωρίτερα. Είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι, αν ο νομοθέτης αποφάσιζε να τυποποιήσει τη διαφθορά ως αυτοτελές έγκλημα, η εκβιαστική διαφθορά θα ήταν μάλλον ένα εν στενή εννοία σύνθετο έγκλημα (δες για την σχετική δογματική συζήτηση Ν. Ανδρουλάκη. Ποινικό Δίκαιο: Γενικό Μέρος (2000, Αθήνα: Π. Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο και Οικονομία), 188-189), αποτελούμενο από δύο αυτοτελή εγκλήματα: την stricto sensu διαφθορά και την εκβίαση. Η διαπίστωση αυτή ενισχύει την υποψία μας ότι η εκβιαστική διαφθορά έχει έντονα τα χαρακτηριστικά της εκβίασης, πιθανότατα δε εντονότερα από αυτά της διαφθοράς αυτής καθ’ αυτήν.
  26. Βλ. http://www1.worldbank.org/publicsector/anticorrupt/corruptn/cor02.htm
  27. Βλ. λ.χ. J. Van Klaveren,, Corruption as an Historical Phenomenon, Political Corruption Readings in Comparative Analysis, (1978, New Brunswick, New Jersey: Transaction Publishers) και A. J. Heidenheimer, (ed.). Political Corruption: Headings in Comparative Analysis, (1970, New York: Holt, Rinehart and Winston), 5 επ.
  28. Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς, Εθνική Έρευνα για τη Διαφθορά στην Ελλάδα, Τεύχος 2, (2011, Public Issue), ιδίως διαγράμματα 6 και 7.
  29. Βλ. τις μελέτες των Anechiarico, Frank, and James B. Jacobs, The Pursuit of Absolute Integrity: How Corruption Control Makes Government Ineffective (1996, Chicago: University of Chicago Press) και Colin Leys, ‘What is the Problem about Corruption?’ (1965), Journal of Modern African Studies 3(2), 215-30.
  30. Βλ. ενδεικτικά Jon Elster, The Cement of Society: A Study of Social Order (1989, Cambridge: Cambridge University Press), Susan Rose-Ackerman, Corruption and Government: Causes, Consequences, and Reform (1999, Cambridge: Cambridge University Press) και Dennis F Thompson, Ethics in Congress: From Individual to Institutional Corruption (1995, Washington: The Brookings Institution).
  31. Mark E. Warren, ‘What Does Corruption Mean in a Democracy?’, (2004), American Journal of Political Science, Vol. 48, No. 2, 328.
  32. Ο.π.
  33. Caroline Van Rijckeghem and Beatrice Weder, ‘Political institutions and debt crises’, (2009), Public Choice 138: 387-408.
  34. Andrei Shleifer and Robert W. Vishny, ‘Corruption’, (1993), The Quarterly Journal of Economics, Vol. 108, No. 3, 599-617.
  35. Ο.π. σ. 615.
  36. Ο.π. σ. 616.
  37. Ο.π.
  38. Σε κλίμακα 1-100 με το 100 να σηματοδοτεί ουσιαστική απουσία κάθε είδους διαφθοράς.
  39. Η κατάταξη είναι διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www. transparency.org/cpi2014/results#myAnchor1. Για παρεμφερή σχολιασμό επί παλαιότερων κατατάξεων στις οποίες η χώρα μας υπολειπόταν όλων των χωρών της ΕΕ, βλ. Ν. Κουράκη, Η διαφθορά ως πρόβλημα της ελληνικής αντεγκληματικής πολιτικής, (2002), Ποινικός Λόγος 1/2002, 2.
  40. Ε. Κρουσταλάκης, Η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση: μία ψηλαφητή πραγματικότητα ή μία αδικαιολόγητη φαντασίωση; (2004), Αρμενόπουλος 5/2004, 658.
  41. Κατά ένα άλλο μέρος, ασφαλώς, η τάση αυτή πρέπει να αποδοθεί στην ούτως ή άλλως περιθωριακή απήχηση του όρου «διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα» στη διεθνή βιβλιογραφία μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 21ου αιώνα.
  42. Ο.π. (υποσ. 28). Διάγραμμα 4. Ο ακριβής αριθμός (αν μπορεί να θεωρηθεί ακριβής μία αναγωγή στο γενικό πληθυσμό άνω των 18) είναι 459.785.
  43. Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς, Εθνική Έρευνα για τη Διαφθορά στην Ελλάδα, Τεύχος 3, (2011, Public Issue), Διάγραμμα 4.
  44. Διότι λείπει, κατά κανόνα, η προϋπόθεση της κατάχρησης εξουσίας που πηγάζει από δημόσιο ή οιονεί δημόσιο αξίωμα.
  45. Βλ συγκριτικά ο.π. υποσ. 42 και 43, διαγράμματα 8 και 6 αντίστοιχα.
  46. Βλ ο.π. υποσ. 42 και 43, διαγράμματα 13 και 22 αντίστοιχα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι αναφορές για χρηματικά ανταλλάγματα υψηλότερα των 3000 ευρώ περιορίζονται στο 7,1% για το δημόσιο και 6,5% για τον ιδιωτικό τομέα επί του συνόλου των αναφερθέντων περιστατικών.
  47. Αν υποθέσουμε, φυσικά, ότι θα δέχονταν να συμμετάσχουν σε μία τέτοια έρευνα.
  48. John Gerring and Strom C.Thacker, ‘Political Institutions and Corruption: The Role of Unitarism and Parliamentarism’, (2004), B.J.Pol.S. 34, 295-330.