Ο ποινικός στιγματισμός του ανηλίκου
και η επίδρασή του στη δευτερογενή
παρέκκλιση
Ελενη Κοντοπουλου*
Περίληψη
Σύμφωνα με τη θεωρία της ετικέτας η εγκληματική καριέρα αναπτύσσεται και διαμορφώνεται μέσα από μια διαδικασία αλληλεπιδράσεων μεταξύ του ανήλικου παραβάτη και των φορέων άσκησης κοινωνικού ελέγχου, και ειδικότερα, των φορέων του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση των συνεπειών της πρώιμης ποινικής εμπλοκής και κατ’ επέκταση του ποινικού στιγματισμού του ανήλικου παραβάτη στην υποτροπή. Παράλληλα, λαμβάνουμε υπόψη και διάφορους παράγοντες εγκληματογένεσης. Ειδικότερα, εξετάζουμε την επίδραση της ποινικής εμπλοκής κατά την ανηλικότητα και του ποινικού στιγματισμού στην υποτροπή συγκρίνοντας παραβάτες, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στο ποινικό σύστημα ως ανήλικοι (πειραματική ομάδα) με παραβάτες, οι οποίοι είχαν διαπράξει αξιόποινες πράξεις κατά την ανηλικότητα χωρίς ωστόσο να συλληφθούν (ομάδα ελέγχου). Σύμφωνα με τα ερευνητικά μας δεδομένα, η ποινική εμπλοκή κατά την ανηλικότητα αυξάνει την πιθανότητα στιγματισμού του ανήλικου παραβάτη ενώ φαίνεται να συνδέεται με περαιτέρω εμπλοκή σε εγκληματική δράση. Παράλληλα, η επαφή με το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης κατά την ανηλικότητα φαίνεται να επιδρά σε ορισμένο βαθμό αρνητικά στις σχέσεις του ανήλικου παραβάτη με τo σχολικό, οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον αλλά και στη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Τέλος, μεταξύ των δύο ομάδων εντοπίσαμε διαφορές σχετικά με την ηλικία έναρξης και το είδος της εγκληματικής δράσης, τις οικογενειακές μεταβλητές, τα ατομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, τις φιλικές συναναστροφές κλπ.
Λέξεις – κλειδιά: στιγματισμός, κοινωνικός έλεγχος, νεανική παραβατικότητα
Εισαγωγή
Η εξέλιξη της επιστημονικής μελέτης τόσο του φαινομένου της απόκλισης όσο και της λειτουργίας των μηχανισμών άσκησης κοινωνικού έλεγχου έχει οδηγήσει πλέον στην αδιαμφισβήτητη άποψη ότι οι ίδιες οι κοινωνικές δομές και τα αξιακά συστήματα, τα οποία διαμορφώνουν και επιβάλλουν κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές, διαμορφώνουν και υπαγορεύουν συγχρόνως αντίστοιχες κοινωνικά αποκλίνουσες δράσεις. Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση μιας συμπεριφοράς ως κοινωνικά προβληματικής αντικατοπτρίζει κάθε φορά τις κοινωνικές πεποιθήσεις, τις αξίες ενίοτε και τα συμφέροντα εκείνου που αξιολογεί. Καθίσταται έτσι σαφές ότι το φαινόμενο της απόκλισης δεν δύναται να αναλυθεί και να κατανοηθεί σε όλο του το εύρος και πλάτος χωρίς να ληφθούν υπόψη από τον ερευνητή οι διαδικασίες λειτουργίας των μηχανισμών του κοινωνικού ελέγχου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 παρατηρείται μια μετατόπιση του επιστημονικού ενδιαφέροντος για τη μελέτη του εγκληματικού φαινομένου από την οπτική της θετικιστικής εγκληματολογίας σε μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση, στηριζόμενη στις έννοιες του κοινωνικού ελέγχου και της κοινωνικής αντίδρασης (Φαρσεδάκης, 2005: 111-122). Το ερευνητικό ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας επικεντρώθηκε στην επίδραση του ποινικού ελέγχου της νεανικής παραβατικότητας στην υποτροπή με έμφαση στο ρόλο της ποινικής διαδικασίας ως στιγματιστικής και στη συνδρομή αυτής είτε άμεσα είτε έμμεσα στην παραγωγή, ενίσχυση, σταθεροποίηση και αποκρυστάλλωση αποκλινουσών συμπεριφορών.
Η θεωρία της ετικέτας
Το υπόβαθρο της εγκληματολογικής σκέψης σχετικά με τη θεωρία της ετικέτας (labeling theory), εδράζεται στη θεωρία της συμβολικής διάδρασης (symbolic interactionism), επιγόνου του φιλοσοφικού ρεύματος του Πραγματισμού και συγκεκριμένα της δεύτερης γενιάς των Πραγματιστών με κυριότερο εκπρόσωπο τον George Herbert Mead (Mead, 1918˙ Mead 1934˙), αλλά και στη θεωρία της σύγκρουσης (Vold, 1958· Turk, 1969· Dahrendorf, 1959· Paternoster, Iovanni, 1989:361). Μολονότι το άρθρο του Lemert σχετικά με την αντικοινωνική συμπεριφορά, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1948, καθώς και το επιστημονικό του έργο «Social Pathology», που δημοσιεύθηκε το 1951, αποτέλεσαν την πρώτη συστηματοποιημένη προσπάθεια να διατυπωθούν κάποιες θεμελιώδεις θέσεις του νέου αυτού επιστημονικού ρεύματος (Lemert, 1948, 1951), εντούτοις, το έργο του Frank Tannenbaum με τίτλο «Crime and the community» που δημοσιεύθηκε το 1938, ήταν εκείνο που σηματοδότησε τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των εγκληματολόγων από το έγκλημα και τον εγκληματία στη λειτουργία των μηχανισμών άσκησης κοινωνικού ελέγχου και τις στιγματιστικές διαδικασίες (Tannenbaum, 1938). Οι υποστηρικτές αυτής της νέας τάσης της εγκληματολογίας συγκρότησαν αυτό που ονομάσθηκε αργότερα Νέα Σχολή του Σικάγο (Neo-Chicagoans). Θεωρητικοί όπως οι Lemert, Becker, Kitsuse, Goffman, Erikson, Garfinkel, Schur και Scheff αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της νέας αυτής σχολής, με τις θεμελιώδεις αρχές της να αποτυπώνονται στο σύνολο του έργου τους (Αρχιμανδρήτου, 1996˙ Lemert, 1972· Becker, 1963· Kitsuse, 1964· Goffman, 1961, 1968· Garfinkel, 1956· Scheff, 1966). Εντός του σχήματος της θεωρίας της ετικέτας έχουν διατυπωθεί διαφορετικές θέσεις σχετικά με τον τρόπο επίδρασης του ποινικού στιγματισμού στη δευτερογενή παρέκκλιση (Liska, Messner, 1999:118-125). Σύμφωνα με μια άποψη ο στιγματισμός δύναται να οδηγήσει στην υποτροπή μέσω της αλλαγής της αυτοεικόνας (Jensen, 1972˙ Bliss, 1977˙ Chasin, Presson, Young, 1981˙ Ray, Downs, 1986˙ Matsueda, 1992˙ Welzenis, 1997˙ Cechaviciute, Kenny, 2007) ενώ σύμφωνα με άλλη προσέγγιση κάτι τέτοιο συντελείται μέσω του αποκλεισμού του στιγματιζόμενου από τις «συμβατικές» ευκαιρίες και τους «συμβατικούς» άλλους (Schwartz, Skolnick, 1962˙ Boshier, Johnson, 1974˙ Link, 1982˙ Zhang, 1994˙ Li, 1999˙ Bernburg, Krohn, 2003˙ Bernburg, Krohn, Rivera, 2006˙ Sweeten, 2006). Τέλος, αρκετές εμπειρικές μελέτες, οι οποίες έχουν διεξαχθεί στο πλαίσιο διερεύνησης της σχέσης ανάμεσα στον ποινικό στιγματισμό και την υποτροπή, θέτουν ως κεντρικό σημείο αναφοράς τη σύγκριση της θεωρίας της ετικέτας με εκείνη του εκφοβισμού (deterrence theory). Ωστόσο, δεδομένων των μεθοδολογικών προβλημάτων και των περιορισμών, οι οποίοι συνήθως διακρίνουν τις εν λόγω έρευνες, τα πορίσματα αυτών είναι ως επί το πλείστον αντικρουόμενα (Eachern, 1968˙ Gold, Williams, 1969˙ Farrington, 1977˙ Farrington, Osborn, West, 1978˙ Klein, 1974, 1986˙ Smith, Gartin, 1989˙ Smith, Paternoster, 1990˙ Spohn, Holleran, 2002˙).
Ερευνητικές υποθέσεις
Οι βασικές ερευνητικές υποθέσεις της παρούσας μελέτης είναι οι εξής: (α) Όσες περισσότερες φορές, όσο πιο βαθιά και όσο πιο νωρίς εμπλακεί ένα άτομο κατά την ανηλικότητα στο ποινικό σύστημα τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να αισθανθεί ποινικά στιγματισμένο, να παρουσιάσει υποτροπή και να παγιώσει την εγκληματική του δράση, (β) τα προερχόμενα από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα άτομα γίνονται συχνότερα υποκείμενα ποινικής παρέμβασης κατά την ανηλικότητα, (γ) η επίδραση του ποινικού στιγματισμού είναι πιο συχνή στις περιπτώσεις ατόμων όπου υπάρχει οικογενειακό ιστορικό παραβατικότητας και ποινικής εμπλοκής, (δ) η ποινική εμπλοκή κατά την ανηλικότητα επιδρά αρνητικά στις σχέσεις του ανήλικου παραβάτη με το σχολικό, οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον καθώς και στη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας και (ε) η ποινική εμπλοκή και ο ποινικός στιγματισμός οδηγούν τον στιγματιζόμενο ανήλικο στην επιλογή συναναστροφών με παρεκκλίνοντα άτομα αυξάνοντας τις πιθανότητες ένταξής του σε μια οργανωμένη εγκληματική ομάδα.
Μεθοδολογία
Η παρούσα έρευνα περιλαμβάνει δύο ομάδες: μια πειραματική και μια ομάδα ελέγχου. Η πειραματική ομάδα παρουσίαζε χαρακτήρα σκόπιμου και διαθέσιμου δείγματος και αποτελούνταν από 40 ενήλικες άρρενες κρατούμενους στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Β’ Τύπου του Μαλανδρίνου, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί για αυτουργία ή συμμετοχή σε διάπραξη τετελεσμένου ή εν αποπείρα πλημμελήματος εκ δόλου ή κακουργήματος και οι οποίοι ενεπλάκησαν για πρώτη φορά στο ποινικό σύστημα κατά την ανηλικότητα. Επίσης αποτελούνταν και από 16 άρρενες (14 ενήλικες και 2 ανηλίκους) οι οποίοι κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας υποβάλλονταν σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα από την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων Αθηνών για αυτουργία ή συμμετοχή σε διάπραξη τετελεσμένου ή εν αποπείρα πλημμελήματος εκ δόλου ή κακουργήματος και οι οποίοι είχαν τελέσει τουλάχιστον ένα ακόμα ποινικό αδίκημα εκ δόλου για το οποίο είχαν συλληφθεί. Όσον αφορά στην ομάδα ελέγχου, το αρχικό δείγμα αποτελούνταν από 53 φοιτητές του πρώτου και δεύτερου έτους του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου καθώς και του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Από το αρχικό δείγμα συγκροτήσαμε μια τελική ομάδα ελέγχου από 12 άτομα, τα οποία είχαν εκδηλώσει παραβατική συμπεριφορά κατά την ανηλικότητα χωρίς να έχουν ποτέ εμπλακεί στο ποινικό σύστημα. Η ομάδα ελέγχου παρουσίαζε χαρακτήρα διαθέσιμου δείγματος. Αναφορικά με τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήσαμε στην περίπτωση της πειραματικής ομάδας αυτά ήταν η μέθοδος της προσωπικής συνέντευξης και της μελέτης δικογραφιών, ατομικών φακέλων και ποινικών μητρώων (τριγωνοποίηση) ενώ στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου καταφύγαμε στη χρήση αυτοσυμπληρούμενου τυποποιημένου ερωτηματολογίου. Η μέθοδος ανάλυσης των δεδομένων μας περιορίστηκε σε περιγραφική στατιστική ανάλυση λόγω έλλειψης τυχαίου δείγματος δεδομένου ότι κατά την κρατούσα στην επιστημονική βιβλιογραφία άποψη η χρήση επαγωγικής στατιστικής ανάλυσης προϋποθέτει την ύπαρξη τυχαίας δειγματοληψίας (Edgington,1966˙ Potter, Cooper, Dupagne, 1995˙ Lang, 1996). Ως εκ τούτου, εξετάσαμε τις μεταβλητές είτε ανά μία είτε ανά δύο. Στην περίπτωση της εξέτασης των διμεταβλητών συνδέσεων διερευνήσαμε την ύπαρξη απλών και όχι αιτιωδών σχέσεων μέσω πινάκων συνάφειας ή διπλής διόδου (crosstabs) καθώς και μέσω της απλής γραμμικής συσχέτισης (συντελεστής συσχέτησης r Pearson). Η στατιστική ανάλυση έγινε με τη χρήση του στατιστικού λογισμικού πακέτου SPSS STATISTICS 20.0.
Ευρήματα έρευνας
Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας, τα οποία παρουσιάζονται συνοπτικά, αφορούν στη διερεύνηση απλών συσχετίσεων μεταξύ των υπό εξέταση μεταβλητών και σε καμία περίπτωση δεν αφορούν στον εντοπισμό αιτιωδών σχέσεων οι οποίες θα μπορούσαν να γενικευθούν στον ευρύτερο πληθυσμό.
Ατομικά στοιχεία των δύο υπό σύγκριση ομάδων-οικογενειακές μεταβλητές
Ένα πρώτο εύρημα το οποίο προέκυψε από τη σύγκριση των δύο ομάδων ήταν το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό status και μορφωτικό επίπεδο αλλά και το επιβαρυμένο και δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον από το οποίο προέρχονταν στην πλειονότητά τους τα άτομα της πειραματικής ομάδας σε αντίθεση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου. Το παραπάνω αποτέλεσμα συντάσσεται με μια πλειάδα ερευνητικών πορισμάτων αναφορικά με την ύπαρξη σχέσης ανάμεσα στις ανωτέρω μεταβλητές και τη νεανική παραβατικότητα (Glueck, Glueck, 1950˙ West, Farrington, 1973˙Loeber, Dishion, 1983˙Laub, Sampson, 1988˙ Farrington 1989˙ Wells, Rankin, 1991˙ Maguin, Loeber, 1996˙Henry, Avshalom, Moffitt, Silva, 1996˙ Stouthamer-Loeber, Loeber, Homish, Wei, 2001˙ Lansford, Johnson, Berlin, Dodge, Bates, Pettit, 2007). Ειδικότερα, η πειραματική ομάδα αποτελούνταν στη συντριπτική πλειονότητα από άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (91,2%) και με επαγγέλματα χαμηλής εισοδηματικής εμβέλειας (93%). Παράλληλα, τα άτομα της πειραματικής ομάδας δήλωσαν εξαρτημένοι χρήστες ναρκωτικών ουσιών ήδη από την ανηλικότητα σε ποσοστό 57,14% σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου στο πλαίσιο της οποίας κανένα άτομο δεν δήλωσε εξαρτημένος χρήστης. Το εύρημα αυτό συνάδει με πορίσματα προηγούμενων ερευνών αναφορικά με την ύπαρξη σχέσης ανάμεσα στη χρήση ναρκωτικών ουσιών και τη νεανική παραβατικότητα ιδίως τη βαριά παραβατικότητα (Dembo, Williams, Fagan, Schmeidler, 1993˙ Wilson, Rojas, Haapanen, Duxbury, Steiner, 2001˙ D’Amico, Edelen, Miles, Morral, 2008). Αναφορικά με τη δομή της οικογένειας στο πλαίσιο της οποίας διαβίωσαν κατά την ανηλικότητα τα άτομα της πειραματικής ομάδας αξίζει να σημειωθεί ότι αν και στην πλειονότητα των περιπτώσεων έγινε λόγος για «δομικά ανέπαφες οικογένειες», εντούτοις, σε ένα μεγάλο ποσοστό, το οποίο κατά την ηλικιακή περίοδο από τα 13 έως τα 18 έτη φαίνεται να αγγίζει σχεδόν το 43%, τα άτομα της πειραματικής ομάδας διαβίωναν είτε σε οικογενειακό περιβάλλον με ατελή δομή είτε σε άλλου είδους περιβάλλοντα λ.χ. ίδρυμα, ορφανοτροφείο. Αντίθετα, στη συντριπτική τους πλειονότητα (83,3%) τα άτομα της ομάδας ελέγχου διαβίωσαν σε «δομικά ανέπαφες οικογένειες». Παράλληλα, τα άτομα της πειραματικής ομάδας ανέφεραν την ύπαρξη οικογενειακής δυσλειτουργίας σε ποσοστό 58,9% με συχνότερες μορφές δυσλειτουργίας την ενδοοικογενειακή βία, τις διαταραγμένες σχέσεις γονέων, τη βαριά ασθένεια γονέα, το διαζύγιο και την ύπαρξη αλκοολικού γονέα. Αντίθετα, στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου και αναφορικά με τα άτομα που διαβίωσαν σε οικογενειακό περιβάλλον δεν αναφέρθηκε καμία περίπτωση οικογενειακής δυσλειτουργίας. Επίσης, σε ποσοστό 23,6% τα άτομα της πειραματικής ομάδας ανέφεραν την ύπαρξη οικογενειακού μέλους με ιστορικό παραβατικής συμπεριφοράς και ποινικής εμπλοκής, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ομάδα ελέγχου ήταν 8,3%. Ποινική καταδίκη οικογενειακού μέλους εντοπίσθηκε μόνο στην περίπτωση της πειραματικής ομάδας και σε ποσοστό 69,23%. Στις περιπτώσεις όπου δηλώθηκε εμπλοκή ενός ή περισσότερων οικογενειακών μελών σε παραβατική δράση, η παραβατική συμπεριφορά αφορούσε στο πρόσωπο τουλάχιστον ενός γονέα ενώ στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα ήταν περισσότερα του ενός, εμπλοκή σε παραβατική δράση εμφάνιζαν εκτός από το γονέα ή τους γονείς και τα αδέρφια των ερωτώμενων (West, 1979˙ Loeber, Stouthamer –Loeber, 1986˙ Lauritsen, 1993˙ Farrington, Barnes, Lambert, 1996˙ Farrington, Jolliffe, Loeber, Stouthamer-Loeber, Kalb, 2001). Ωστόσο, συσχετίζοντας στο εσωτερικό της πειραματικής ομάδας, μέσω πίνακα συνάφειας, τη γονεϊκή παραβατικότητα και ποινική εμπλοκή με τον ποινικό στιγματισμό που ενδεχομένως υπέστησαν οι ερωτώμενοι κατά την ανηλικότητα, διαπιστώσαμε ότι τα άτομα με γονείς που παρουσίαζαν ιστορικό παραβατικότητας και ποινικής εμπλοκής δεν δήλωναν σε μεγαλύτερο ποσοστό ποινικά στιγματισμένα κατά την ανηλικότητα σε σύγκριση με εκείνα τα άτομα, τα οποία δεν παρουσίαζαν οικογενειακό ιστορικό ποινικής εμπλοκής (Phi (φ) =-0,044 ασθενής αρνητική σχέση). Λαμβάνοντας υπόψη ως δείκτη του κοινωνικοοικονομικού status της οικογένειας το μορφωτικό επίπεδο των γονέων διαπιστώσαμε ότι στην πλειονότητά τους τα άτομα της πειραματικής ομάδας διαβίωσαν με γονείς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (71,4% στην περίπτωση της μητέρας και 76,2% στην περίπτωση του πατέρα). Αντίθετα, στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου οι γονείς παρουσίαζαν σε μεγαλύτερο ποσοστό μέσο (54,5% στην περίπτωση της μητέρας) ή υψηλό (27,3% στην περίπτωση της μητέρας και 70% στην περίπτωση του πατέρα) μορφωτικό επίπεδο. Αναφορικά με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας καταγωγής, τα άτομα της πειραματικής ομάδας τη χαρακτήρισαν μέτρια σε ποσοστό 52,7%, κακή ή πολύ κακή σε ποσοστό 25,4% και καλή ή πολύ καλή σε ποσοστό 21,8%. Σχετικά με την ομάδα ελέγχου η οικονομική κατάσταση της οικογένειας χαρακτηρίστηκε στην πλειονότητα των περιπτώσεων καλή (36,4%) ή μέτρια (36,4%), ενώ αθροιστικά σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό της πειραματικής ομάδας, χαρακτηρίστηκε ως πολύ καλή ή καλή (45,5%). Τέλος, τα άτομα της ομάδας ελέγχου χαρακτήρισαν την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους κακή σε ποσοστό 18,2%. Αρκετά ερευνητικά πορίσματα συνδέουν το χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό status της οικογένειας με τη νεανική παραβατικότητα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα συνήθως είναι είτε μεικτής φύσεως είτε δεν εντοπίζουν την ακριβή κατεύθυνση της σύνδεσης των δύο μεταβλητών (Glueck, Glueck, ό.π.˙ West, Farrington, ό.π.:26-32˙ Defoe, Farrington, Loeber, 2013). Παράλληλα, έρευνες έχουν καταδείξει την επίδραση της κοινωνικής και οικονομικής τάξης των ανήλικων παραβατών στην απόφαση των φορέων του ποινικού συστήματος για τη σύλληψη, άσκηση ποινικής δίωξης, παραπομπή τους στη δικαιοσύνη και επιβολή ποινής (Goldman, 1963˙ Piliavin, Briar, 1964˙ Cicourel, Kitsuse, 1968˙ Thornberry, 1973˙ Irwin, 1985˙ Tapia, 2010). Συνεπώς, δημιουργείται εύλογος προβληματισμός αναφορικά με το αν η σχέση του κοινωνικού και οικονομικού status με τη νεανική παραβατικότητα είναι πραγματική ή αποτέλεσμα των μηχανισμών επιλογής και καταγραφής της εγκληματικότητας (Ζαραφωνίτου, 2004:172-180). Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τα δεδομένα της έρευνάς μας φαίνεται να ενισχύουν την άποψη ότι ενδεχομένως να υφίσταται μια διαδικασία επιλογής από τους φορείς του ποινικού μηχανισμού ατόμων προς διοχέτευση στο ποινικό σύστημα με κριτήριο το κοινωνικό ή οικονομικό status αν λάβουμε υπόψη τη διαφορετικότητα των δύο υπό σύγκριση ομάδων αναφορικά με το μορφωτικό επίπεδο των γονέων και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας σε συνδυασμό με τη μεσολάβηση ή μη ποινικής εμπλοκής. Η παραπάνω άποψη ενισχύεται και από τη σύγκριση, στο εσωτερικό της πειραματικής ομάδας, των μέσων όρων του αριθμού των ποινικών εμπλοκών[1] κατά την ανηλικότητα ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο των γονέων. Ειδικότερα, για την περίπτωση του μορφωτικού επιπέδου του πατέρα διαπιστώσαμε ότι όσο αυξανόταν το μορφωτικό επίπεδο μειωνόταν και ο μέσος όρος ποινικών εμπλοκών των ατόμων. Ωστόσο, επρόκειτο για μικρές διαφορές.[2]
Ηλικία έναρξης εγκληματικής δράσης, ηλικία πρώτης ποινικής εμπλοκής, είδος και συχνότητα ποινικών αδικημάτων
Καταρχάς, τα εμπλεκόμενα στο ποινικό σύστημα άτομα φάνηκε να ξεκινούν την παραβατική τους δράση 3 έτη νωρίτερα από τα άτομα της ομάδας ελέγχου ενώ παρουσίαζαν βαρύτερης μορφής παραβατικότητα είτε επρόκειτο για αδικήματα για τα οποία ενεπλάκησαν στο ποινικό σύστημα είτε επρόκειτο για παραβατικές πράξεις για τις οποίες ουδέποτε συνελήφθησαν. Ειδικότερα, η μέση τιμή ηλικίας τέλεσης του πρώτου ποινικού αδικήματος χωρίς εμπλοκή στο ποινικό σύστημα για τα άτομα της πειραματικής ομάδας υπολογίστηκε στα 12,13 έτη και 12,34 έτη ανεξαρτήτως σύλληψης ή μη, ενώ για την ομάδα ελέγχου ήταν τα 14,9 έτη. Όσον αφορά στην περίπτωση της πειραματικής ομάδας και της ηλικίας κατά την οποία έλαβε χώρα για πρώτη φορά σύλληψη κατά την ανηλικότητα, η μέση τιμή υπολογίστηκε στα 14,14 έτη (Wolfgang, Figlio, Sellin, 1972). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι σε ποσοστό 34% η πρώτη σύλληψη έλαβε χώρα σε ηλικία μικρότερη των 14 ετών (Schneider, Sutterer, Karger, 1988). Παράλληλα, ο μέσος όρος ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα ήταν 6,32 με τυπική απόκλιση, ωστόσο, 6,44. H παραβατική δράση της πειραματικής ομάδας παρουσίαζε μια αρκετά ευρεία γκάμα ποινικών αδικημάτων τόσο ελαφριάς όσο και βαριάς μορφής ανεξαρτήτως ποινικής εμπλοκής ή μη σε σύγκριση με το είδος της παραβατικής δράσης της ομάδας ελέγχου. Το είδος της παραβατικής δράσης των εμπλεκόμενων στο ποινικό σύστημα ατόμων καταδεικνύει υψηλό βαθμό ένταξης στην παραβατικότητα, ήδη από την περίοδο της ανηλικότητας, σε αντίθεση με τα μη εμπλεκόμενα άτομα καθώς και το ενδεχόμενο η βαρύτητα του ποινικού αδικήματος αλλά και το ποινικό μητρώο να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή των φορέων του ποινικού μηχανισμού για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας. Παράλληλα, ο υψηλός βαθμός ένταξης στην παραβατικότητα θα μπορούσε να συνδεθεί με το ιδιαιτέρως επιβαρυμένο και δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο παρουσίαζε σε μεγάλο βαθμό η πειραματική ομάδα, συνηγορώντας έτσι στη σύνδεση των οικογενειακών μεταβλητών και της νεανικής παραβατικότητας. Όσον αφορά στο είδος των ποινικών αδικημάτων, τα οποία διαπράχθηκαν κατά την ανηλικότητα από τα άτομα της πειραματικής ομάδας και για τα οποία ακολούθησε ποινική εμπλοκή, επρόκειτο κυρίως για ποινικά αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας (στην πλειονότητα απλές ή διακεκριμένες κλοπές), κατά της ζωής ή σωματικές βλάβες, παραβάσεις σχετικά με το νόμο περί όπλων καθώς και παραβάσεις σχετικές με το νόμο περί ναρκωτικών. Στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου τα συνηθέστερα ποινικά αδικήματα ήταν επίσης κατά της ιδιοκτησίας (κλοπή ευτελούς αξίας και φθορές ξένης ιδιοκτησίας) καθώς και πλημμεληματικές παραβάσεις σχετικές με τη νομοθεσία περί ναρκωτικών. Παράλληλα, και σε μικρότερο ποσοστό αναφέρθηκαν τα ποινικά αδικήματα της εκβίασης και πλαστογραφίας καθώς και οι σωματικές βλάβες. Αναφορικά με το είδος της παραβατικής δράσης της πειραματικής ομάδας, για την οποία δεν ακολούθησε ποινική εμπλοκή, τα πιο συχνά απαντώμενα ποινικά αδικήματα ήταν εκείνα της κλοπής, της ληστείας, της σωματικής βλάβης, της εγκληματικής οργάνωσης καθώς και πλημμεληματικές παραβάσεις του Ν. περί ναρκωτικών. Ωστόσο, έγινε αναφορά και σε ποινικά αδικήματα όπως η εκβίαση, η υπεξαίρεση, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ο βιασμός, η λαθρεμπορία, η σωματεμπορία καθώς και οι κακουργηματικές παραβάσεις του Ν. περί ναρκωτικών.
Συσχετίσεις μεταβλητών που αφορούν στην πειραματική ομάδα
(α) Συσχέτιση του συνόλου των ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα με το σύνολο των ποινικών εμπλοκών κατά την ενηλικότητα
Προκειμένου να διερευνήσουμε τυχόν γραμμική συσχέτιση του αριθμού των ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα με τον αριθμό των ποινικών εμπλοκών κατά την ενηλικότητα χωρίσαμε την πειραματική ομάδα σε όσο το δυνατόν πιο ομοιογενείς ηλικιακές υποομάδες. Ειδικότερα, η ηλικιακή ομάδα 17-21 ετών περιελάμβανε 17 άτομα (15 ενήλικες και 2 ανηλίκους), η ηλικιακή ομάδα 25-30 ετών περιελάμβανε 20 άτομα, η ηλικιακή ομάδα 31-36 ετών περιελάμβανε 12 άτομα και τέλος, η ηλικιακή ομάδα 37-42 ετών περιελάμβανε 6 άτομα.[3] Ωστόσο, για τη συγκεκριμένη συσχέτιση δεν συμπεριλάβαμε τις περιπτώσεις των 2 ατόμων, τα οποία ήταν ανήλικα κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας. Όσον αφορά στα αποτελέσματα της εν λόγω συσχέτισης διαπιστώσαμε ότι για την ηλικιακή ομάδα 31-36 ετών ο συντελεστής συσχέτισης r ήταν + 0,6 (σημαντική θετική συσχέτιση), για το συνδυασμό των ηλικιακών ομάδων 25-30 και 31-36 ετών -κατόπιν αφαίρεσης 2 ακραίων τιμών[4]– αλλά και για το συνδυασμό των ηλικιακών ομάδων 31-36 και 37-42 ετών ο συντελεστής συσχέτισης r υπολογίστηκε στο + 0,5 (σημαντική θετική συσχέτιση). Ως εκ τούτου, διαπιστώσαμε ότι για ορισμένες ηλικιακές ομάδες προκύπτουν ενδείξεις ότι όσες περισσότερες φορές εμπλακεί ένα άτομο στο ποινικό σύστημα κατά την ανηλικότητα τόσο μεγαλύτερη υποτροπή θα παρουσιάσει κατά την ενηλικότητα.
(β) Συσχέτιση του συνόλου των δικαστικών αποφάσεων δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε μέτρο ή ποινή κατά την ανηλικότητα με το σύνολο των ποινικών εμπλοκών και καταδικαστικών αποφάσεων για πράξεις τελεσθείσες κατά την ενηλικότητα
Στη συνέχεια συσχετίσαμε το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε μέτρο ή ποινή κατά την ανηλικότητα με το σύνολο των ποινικών εμπλοκών κατά την ενηλικότητα. Και σε αυτή την περίπτωση προχωρήσαμε σε συγκρότηση ηλικιακών ομάδων[5], εντοπίζοντας την πιο ισχυρή συσχέτιση των δύο μεταβλητών στις ηλικιακές ομάδες 31-36 ετών (7 άτομα) και 37-42 ετών (6 άτομα). Στην ηλικιακή ομάδα 31-36 ετών ο συντελεστής συσχέτισης ήταν r +0,8 (ισχυρή θετική συσχέτιση)[6] ενώ για την ηλικιακή ομάδα 37-42 ετών ήταν r +0,74 (ισχυρή θετική συσχέτιση). Συνδυάζοντας τις δύο προηγούμενες ηλικιακές ομάδες ο συντελεστής μειώνεται στο + 0,62 (σημαντική θετική συσχέτιση).[7] Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν ενδείξεις ότι για ορισμένες ηλικιακές ομάδες όσο περισσότερο και όσο πιο βαθιά εμπλακεί κάποιος στο ποινικό σύστημα κατά την ανηλικότητα τόσο μεγαλύτερη υποτροπή θα παρουσιάσει κατά την ενηλικότητα. Κατά τη συσχέτιση του αριθμού των δικαστικών αποφάσεων δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε μέτρο ή ποινή κατά την ανηλικότητα με το σύνολο των καταδικαστικών αποφάσεων για πράξεις διαπραχθείσες κατά την ενηλικότητα εντοπίσαμε για τις ίδιες ηλικιακές ομάδες ίδιους σε μέγεθος συντελεστές με ελάχιστη απόκλιση (ηλ. ομάδα 31-36 ετών: r + 0,8, ηλ. ομάδα 37-42 ετών: r + 0,72, συνδυασμός ηλ. ομάδων 31-36 και 37-42 ετών: r +0,6[8]).
(γ) Συσχέτιση της ηλικίας πρώτης ποινικής εμπλοκής με τον αριθμό των ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα καθώς και με το σύνολο των ποινικών εμπλοκών τόσο κατά την ανηλικότητα όσο και κατά την ενηλικότητα αθροιστικά
Συσχετίζοντας την ηλικία της πρώτης σύλληψης με τον αριθμό των ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα και κατόπιν αφαίρεσης 4 ακραίων τιμών[9] διαπιστώσαμε ότι ο συντελεστής συσχέτισης r ήταν – 0,41 (σημαντική αρνητική συσχέτιση). Κατά συνέπεια, η πρώιμη ποινική εμπλοκή φαίνεται να σχετίζεται με μεγαλύτερη υποτροπή κατά την ανηλικότητα. Στη συνέχεια, θέλοντας να συσχετίσουμε την ηλικία της πρώτης σύλληψης με το συνολικό αριθμό ποινικών εμπλοκών έως το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας, καταφύγαμε και πάλι στη χρήση ηλικιακών ομάδων διατηρώντας τις δύο περιπτώσεις ατόμων, τα οποία κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας δεν είχαν ενηλικιωθεί. Ωστόσο, αρνητική σημαντική συσχέτιση προέκυψε μόνο για την ηλικιακή ομάδα 37-42 ετών με συντελεστή συσχέτισης r – 0,4. Το αποτέλεσμα αυτό αν και περιορίζεται σε έναν μικρό αριθμό ατόμων θα μπορούσε να αποτελέσει μια ένδειξη για μελλοντική έρευνα αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στην πρώιμη ποινική εμπλοκή και την υποτροπή.
(δ) Συσχέτιση του συνόλου των ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα με την ηλικία τελευταίας ποινικής εμπλοκής
Κάνοντας χρήση των ηλικιακών ομάδων και διατηρώντας τις δύο περιπτώσεις των ανήλικων ατόμων του δείγματός μας, διαπιστώσαμε ότι για τις ηλικιακές ομάδες 31-36 και 37-42 ετών οι συντελεστές r ήταν + 0,5 (σημαντική θετική συσχέτιση) και +0,7 (ισχυρή θετική συσχέτιση) αντίστοιχα. Συνεπώς, για τις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες ο αυξημένος αριθμός ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα φαίνεται να σχετίζεται με μεγαλύτερο χρονικό εύρος εγκληματικής δράσης.
(ε) Συσχέτιση της εισαγωγής σε ίδρυμα αγωγής ανηλίκων ή ειδικό κατάστημα κράτησης νέων με την υποτροπή κατά την ανηλικότητα και την ενηλικότητα
Από το σύνολο της πειραματικής ομάδας 17 άτομα (30,4%) στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία κατά την ανηλικότητα ενώ 39 άτομα (69,6%) δεν είχαν υποστεί τέτοιου είδους ποινική μεταχείριση. Ο μέσος όρος ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα για την ομάδα των 17 ατόμων ήταν 8,00 ενώ για την ομάδα των 39 ατόμων ήταν 5,59. Σύμφωνα με τα δεδομένα μας και λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού της χρονικής ακολουθίας των μεταβλητών θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μόνο για τις περιπτώσεις, στις οποίες η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας έλαβε χώρα σε ηλικία 13-16 ετών και στις οποίες μετά την εισαγωγή ή τον εγκλεισμό ακολούθησαν εκ νέου ποινικές εμπλοκές κατά την περίοδο της ανηλικότητας (8 από τις 17 περιπτώσεις) θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο περιορισμός σε ολοπαγές ίδρυμα δύναται να σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες για υποτροπή κατά την ίδια περίοδο. Συσχετίζοντας τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας κατά την ανηλικότητα με το σύνολο των ποινικών εμπλοκών κατά την ενηλικότητα διαπιστώσαμε ότι τα άτομα τα οποία στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία κατά την ανηλικότητα παρουσίαζαν μεγαλύτερο μέσο όρο ποινικών εμπλοκών κατά την ενηλικότητα. Το εύρημα αυτό αφορούσε στις ηλικιακές ομάδες: 25-30 (μέσος όρος συλλήψεων: 16 έναντι 7,93), 31-36 (μέσος όρος συλλήψεων: 14,8 έναντι 13,29) και 37-42 ετών (μέσος όρος συλλήψεων: 20 έναντι 12,33).
Ποινική στιγματιστική διαδικασία κατά την ανηλικότητα και δευτερογενής παρέκκλιση
Επαφή με τους φορείς του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης κατά την ανηλικότητα, ποινικός στιγματισμός και υποτροπή (πειραματική ομάδα)
Στη συντριπτική τους πλειονότητα (92,7%) τα άτομα της πειραματικής ομάδας διατύπωσαν αρνητικά σχόλια αναφορικά με τη στάση των φορέων του ποινικού συστήματος απέναντί τους κατά την ποινική τους εμπλοκή την περίοδο της ανηλικότητας. Μάλιστα, με μεγαλύτερη συχνότητα αναφέρθηκαν η άσκηση σωματικής, ψυχολογικής ή λεκτικής βίας και ρατσιστικής ή προσβλητικής συμπεριφοράς από την αστυνομία σε βάρος τους καθώς και η επίδειξη άδικης, ρατσιστικής ή προσβλητικής συμπεριφοράς από δικαστικούς λειτουργούς (Smith, 1976˙ Anderson, Kinsey, Loader, 1990˙ Hurst, Frank, 2000˙ Hazel, Hagell, Brazier, 2002). Επίσης, το 75,47% της πειραματικής ομάδας ανέφερε ότι η θέαση από τρίτους κατά την ποινική τους εμπλοκή τους προκαλούσε αίσθημα ενόχλησης ενώ το 85% αυτών έκανε λόγο για αίσθημα ντροπής. Παράλληλα, το 73,21% της πειραματικής ομάδας ανέφερε ότι κατά την ποινική εμπλοκή αισθάνθηκαν να στιγματίζονται ως παρεκκλίνοντες από τους φορείς του ποινικού συστήματος ενώ οι πιο συχνά αναφερόμενες στιγματιστικές συμπεριφορές ήταν εκείνες της προκατάληψης, της άσκησης σωματικής, λεκτικής ή ψυχολογικής βίας καθώς και της προσβλητικής ή ταπεινωτικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου ο στιγματισμός από τρίτους κατά την ανηλικότητα αναφέρθηκε σε ποσοστό μόλις 8,3%.[10] Από τη σύγκριση, στο εσωτερικό της πειραματικής ομάδας, του μέσου όρου ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα ανάμεσα στα άτομα που δήλωσαν ποινικά στιγματισμένα και σε εκείνα που απάντησαν αρνητικά στο σχετικό ερώτημα, διαπιστώσαμε ότι τα ποινικά στιγματισμένα άτομα παρουσίαζαν μεγαλύτερο μέσο όρο ποινικών εμπλοκών (μ.τ. 5,51 έναντι 3,38) κατά την ανηλικότητα. Ωστόσο, και εδώ εντοπίζεται η αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού της χρονικής ακολουθίας των μεταβλητών. Παράλληλα, συγκρίνοντας τους μέσους όρους ποινικών εμπλοκών κατά την ενηλικότητα ανάμεσα σε εκείνους που δήλωσαν και σε εκείνους που δεν δήλωσαν ποινικά στιγματισμένοι κατά την ανηλικότητα διαπιστώσαμε ότι μόνο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας 25-30 ετών τα ποινικά στιγματισμένα άτομα παρουσίασαν μεγαλύτερο μέσο όρο ποινικών εμπλοκών (μ.τ. 12,07 έναντι 3,60).
Επίδραση της ποινικής εμπλοκής (πειραματική ομάδα) και της εμπλοκής σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) κατά την ανηλικότητα στις σχέσεις με το σχολικό περιβάλλον
Τα άτομα της πειραματικής ομάδας δήλωσαν σε ποσοστό 16,07% (9 άτομα) ότι το σχολικό τους περιβάλλον γνώριζε την ποινική τους εμπλοκή και ότι το γεγονός αυτό επηρέασε αρνητικά τη σχέση τους τόσο με το διδακτικό προσωπικό όσο και με τους συμμαθητές (100%).[11] Η επιφυλακτική στάση του διδακτικού προσωπικού δηλώθηκε σε ποσοστό 53,3%,[12] η επιφυλακτική στάση των συμμαθητών σε ποσοστό 26,7%, η περιθωριοποίηση από τον κύκλο των συμμαθητών σε ποσοστό 13,3% και σε ποσοστό 6,7% δεν διευκρινίσθηκε με ποιον τρόπο επηρεάστηκε η εν λόγω σχέση (Sampson, Laub, 1997˙ Bernburg, Krohn, 2003, ό.π.˙ Sweeten ό.π.). Στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου και από τα 4 άτομα, τα οποία δήλωσαν ότι το σχολικό τους περιβάλλον γνώριζε την εμπλοκή τους σε παραβατικές πράξεις, μόνο στην περίπτωση 1 ατόμου (33,3%) αναφέρθηκε ότι η σχέση του με το σχολικό περιβάλλον επηρεάστηκε, και μάλιστα θετικά, από την προηγούμενη εμπλοκή του σε παραβατική δράση.[13] Τέλος, από το σύνολο των 9 ατόμων της πειραματικής ομάδας, σε ποσοστό 22,2% δηλώθηκε ότι εγκαταλείφθηκε το σχολείο λόγω της επίδρασης της ποινικής εμπλοκής στις σχέσεις με το σχολικό περιβάλλον, σε ποσοστό 66,67% δηλώθηκε ότι δεν διακόπηκε η φοίτηση για αυτό το λόγο και σε ποσοστό 11,1% αναφέρθηκε ότι ίσως και να διακόπηκε η φοίτηση για το συγκεκριμένο λογο.
Επίδραση της ποινικής εμπλοκής (πειραματική ομάδα) και της εμπλοκής σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) κατά την ανηλικότητα στο εργασιακό περιβάλλον
Σε ποσοστό 80,4% τα άτομα της πειραματικής ομάδας δήλωσαν ότι εργάζονταν κατά την ανηλικότητα ενώ αναφορικά με την ομάδα ελέγχου το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε στο 58,3%.[14] Από το σύνολο των ατόμων της πειραματικής ομάδας που δήλωσαν ότι εργάζονταν, 22,22% δήλωσε ότι αντιμετώπισε δυσκολίες στην ανεύρεση εργασίας λόγω της προηγούμενης ποινικής εμπλοκής ενώ σε ποσοστό 77,78% δεν αναφέρθηκε τέτοιου είδους δυσκολία. Αναφορικά με την ομάδα ελέγχου μόνο σε μία περίπτωση (11,1%) αναφέρθηκε δυσκολία στην ανεύρεση εργασίας λόγω προηγούμενης εμπλοκής σε παραβατική δράση.[15] Τα άτομα της πειραματικής ομάδας, τα οποία δήλωσαν ότι δεν αντιμετώπισαν δυσκολία στην ανεύρεση εργασίας κατά την ανηλικότητα λόγω της ποινικής τους εμπλοκής, σε ποσοστό 80% δήλωσαν ότι εργάζονταν σε κάποιον εργοδότη και σε ποσοστό 20% ότι εργάζονταν σε οικογενειακή επιχείρηση. Ειδικότερα, τα άτομα, τα οποία ανέφεραν ότι εργάζονταν σε εργοδότη, σε ποσοστό 17,86% δήλωσαν ότι ο εργοδότης γνώριζε σχετικά με την ποινική τους εμπλοκή, σε ποσοστό 60,71% ότι δεν γνώριζε και τέλος, σε ποσοστό 21,43% δήλωσαν ότι είτε δεν ήξεραν αν γνώριζε είτε ότι δεν ήθελαν να απαντήσουν στο σχετικό ερώτημα. Όσον αφορά στα άτομα της πειραματικής ομάδας, τα οποία αντιμετώπισαν δυσκολίες στην ανεύρεση εργασίας λόγω της προηγούμενης ποινικής εμπλοκής τους, σε ποσοστό 70% δήλωσαν ότι η αδυναμία ανεύρεσης εργασίας έπαιξε ρόλο στη συνέχιση της εγκληματικής τους δράσης αποδίδοντάς την σε οικονομικούς λόγους. Τέλος, όσον αφορά στην ομάδα ελέγχου και στην περίπτωση του ενός ατόμου που δήλωσε ότι η εμπλοκή του σε παραβατική δράση του προκαλούσε προβλήματα στην ανεύρεση εργασίας κατά την ανηλικότητα τα στοιχεία ήταν ελλιπή.[16]
Επίδραση της ποινικής εμπλοκής (πειραματική ομάδα) και της εμπλοκής σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) κατά την ανηλικότητα στο οικογενειακό περιβάλλον
Διερευνώντας την επίδραση της ποινικής εμπλοκής (πειραματική ομάδα) και της εμπλοκής σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) στις σχέσεις των ερωτώμενων με το οικογενειακό τους περιβάλλον, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα άτομα της πειραματικής ομάδας ανέφεραν σε ποσοστό 91,1%[17] ότι το οικογενειακό τους περιβάλλον γνώριζε την ποινική τους εμπλοκή ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ομάδα ελέγχου ήταν 33,3%.[18] Αν και στην πλειονότητα των απαντήσεων που δόθηκαν από την πειραματική ομάδα σχετικά με την αντίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος στο ζήτημα της ποινική εμπλοκής των ερωτώμενων κατά την ανηλικότητα, προέκυψε θετική ή υποστηρικτική στάση τόσο των γονέων όσο και των κηδεμόνων ή λοιπών συγγενών, εντούτοις, σε μεγάλο ποσοστό η στάση των γονέων καταγράφηκε ως αρνητική, εν μέρει αρνητική ή αδιάφορη (38,2% στην περίπτωση της μητέρας και 50% στην περίπτωση του πατέρα). Αντίθετα, τα αντίστοιχα ποσοστά αρνητικής στάσης των γονέων όσον αφορά στην εμπλοκή σε παραβατική δράση για την ομάδα ελέγχου ήταν πολύ μικρότερα (16,7% στην περίπτωση της μητέρας[19] και 20% στην περίπτωση του πατέρα[20]) (Stewart, Simons, Conger, 2000˙ Stewart, Simons, Conger, Scaramella, 2002).
Επίδραση της ποινικής εμπλοκής (πειραματική ομάδα) και της εμπλοκής σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) κατά την ανηλικότητα στο φιλικό περιβάλλον
(α) Είδος φιλικών συναναστροφών έως την πρώτη ποινική εμπλοκή (πειραματική ομάδα) ή την πρώτη εμπλοκή σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) και η αντίδραση των φίλων απέναντι στην εμπλοκή αυτή
Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνάς μας στην πλειονότητά τους τόσο τα άτομα της πειραματικής ομάδας όσο και εκείνα της ομάδας ελέγχου κατά την περίοδο πριν την πρώτη ποινική εμπλοκή ή την πρώτη εμπλοκή σε παραβατική συμπεριφορά, αντίστοιχα, είχαν συναναστροφές με παρεκκλίνοντες φίλους. Ειδικότερα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι φιλικές συναναστροφές τους ήταν τόσο με παρεκκλίνοντα όσο και με μη παρεκκλίνοντα άτομα (66,07% για την πειραματική ομάδα και 58,3% για την ομάδα ελέγχου[21]) ενώ στην περίπτωση μόνο της πειραματικής ομάδας ένα ποσοστό περίπου της τάξης του 24% συναναστρεφόταν αποκλειστικά με παρεκκλίνοντες φίλους. Επίσης, τα άτομα της ομάδας ελέγχου φάνηκε να συναναστρέφονταν σε μεγαλύτερο ποσοστό αποκλειστικά με μη παρεκκλίνοντες φίλους σε σχέση με τα άτομα της πειραματικής ομάδας (16,7% έναντι 10,71%). Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και πλειάδα ερευνητικών πορισμάτων συνδέουν τη συναναστροφή με παρεκκλίνοντες φίλους ή συνομηλίκους με τη νεανική παραβατικότητα, εντούτοις, υφίσταται διχογνωμία σχετικά με την κατεύθυνση της διμεταβλητής σύνδεσης (Hardt, Peterson, 1968˙ Kandel, 1978˙ Akers, 1985˙ Gottfredson, Hirschi, 1990˙ Elliott, Menard, 1991˙ Thornberry, Lizotte, Krohn, Farnworth, Jang, 1994˙ Matsueda, Anderson, 1998, Haynie,2002). Όσον αφορά στην επίδραση της ποινικής εμπλοκής ή της εμπλοκής σε παραβατική δράση, αντίστοιχα, στις σχέσεις των ερωτώμενων με το φιλικό τους περιβάλλον[22] διαπιστώσαμε ότι η αντίδραση[23] των παρεκκλινόντων φίλων υπήρξε αρνητική ή απορριπτική στην πλειονότητα των περιπτώσεων της πειραματικής ομάδας (60%) ενώ για την ομάδα ελέγχου δεν δηλώθηκε καμία περίπτωση αρνητικής ή απορριπτικής στάσης από παρεκκλίνοντες φίλους ενώ σε μεγαλύτερο ποσοστό αναφέρθηκε η ουδέτερη στάση (37,5%)[24]. Η θετική στάση αναφέρθηκε σε ποσοστό 28% για την πειραματική ομάδα και σε ποσοστό 25% για την ομάδα ελέγχου. Όσον αφορά στην αντίδραση των μη παρεκκλινόντων φίλων διαπιστώσαμε ότι στην περίπτωση της πειραματικής ομάδας υπήρξε αρνητική ή απορριπτική σε ποσοστό 48,83% ενώ για την ομάδα ελέγχου δεν αναφέρθηκε καμία περίπτωση αρνητικής αντίδρασης. Αντίθετα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων (50%) αναφέρθηκε η ουδέτερη στάση.[25] Επίσης, για την πειραματική ομάδα στα ίδια ποσοστά με την αρνητική ή απορριπτική στάση κυμάνθηκε και η θετική στάση ενώ για την ομάδα ελέγχου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 25%. Συμπερασματικά, θα έλεγε κανείς ότι όσον αφορά στην επίδραση της ποινικής εμπλοκής στις σχέσεις της πειραματικής ομάδας με το φιλικό περιβάλλον, τα δεδομένα μας κατέδειξαν, αν και σε διαφορετικό βαθμό, αρνητική επίδραση τόσο στην περίπτωση των παρεκκλινόντων φίλων όσο και στην περίπτωση των μη παρεκκλινόντων φίλων. Αντίθετα, στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου δεν φαίνεται η παραβατική δράση αυτή καθαυτή να επιδρά αρνητικά στις φιλικές σχέσεις των ανήλικων παραβατών.
(β) Είδος φιλικών συναναστροφών μετά την πρώτη ποινική εμπλοκή (πειραματική ομάδα) ή την πρώτη εμπλοκή σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) και ποινικός στιγματισμός
Σχετικά με το είδος των φιλικών συναναστροφών μετά την πρώτη ποινική εμπλοκή και έπειτα (πειραματική ομάδα) και μετά την πρώτη εμπλοκή σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) διαπιστώσαμε ότι στην πλειονότητα των ατόμων και για τις δύο υπό σύγκριση ομάδες οι φιλικές συναναστροφές ήταν μεικτές (66,07% για την πειραματική ομάδα και 33,3% για την ομάδα ελέγχου[26]) ενώ η συναναστροφή με μη παρεκκλίνοντα άτομα αναφέρθηκε σε ποσοστό 12,5% στην περίπτωση της πειραματικής ομάδας και 41,7% για την περίπτωση της ομάδας ελέγχου. Τέλος, συναναστροφή αποκλειστικά με παρεκκλίνοντα άτομα αναφέρθηκε μόνο στην περίπτωση της πειραματικής ομάδας και σε ποσοστό 21,43%. Στην πλειονότητά τους (79,59%) τα άτομα της πειραματικής ομάδας, τα οποία δήλωσαν ότι μετά την πρώτη ποινική εμπλοκή συναναστρέφονταν με ή και με παρεκκλίνοντες φίλους, έκαναν λόγο για μια προσωπική επιλογή, ενώ σε ποσοστό 14,29% υποστήριξαν ότι η συναναστροφή τους με παρεκκλίνοντες ή και με παρεκκλίνοντες φίλους αποτέλεσε αναγκαία συνέπεια άλλων παραγόντων και τέλος, σε ποσοστό 6,12% έκαναν λόγο για εν μέρει προσωπική επιλογή και εν μέρει αναγκαία συνέπεια άλλων παραγόντων. Ως άλλοι παράγοντες, οι οποίοι συντέλεσαν στη συναναστροφή με παρεκκλίνοντα άτομα αναφέρθηκαν η χρήση ναρκωτικών ουσιών (30%), η απόρριψη από κύκλους μη παρεκκλινόντων ατόμων (40%), η επίμονη προσέγγιση από παρεκκλίνοντα άτομα (10%), ο εγκλεισμός σε ίδρυμα αγωγής ανηλίκων (10%) καθώς και η μακροχρόνια διαμονή σε ορφανοτροφείο (10%). Αναφορικά με την ομάδα ελέγχου, σε όσες περιπτώσεις αναφέρθηκε συναναστροφή και με παρεκκλίνοντα άτομα αυτή χαρακτηρίσθηκε ως αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής.[27] Στη συνέχεια, συσχετίζοντας στο εσωτερικό της πειραματικής ομάδας τον ποινικό στιγματισμό κατά την ανηλικότητα με το είδος των φιλικών συναναστροφών μετά την πρώτη ποινική εμπλοκή διαπιστώσαμε ότι τα άτομα που δήλωσαν ότι δεν υπέστησαν ποινικό στιγματισμό φάνηκε να απαντούν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι οι φιλικές τους συναναστροφές ήταν με μη παραβατικούς φίλους ενώ τα άτομα εκείνα που δήλωσαν ότι υπέστησαν ποινικό στιγματισμό φάνηκε να απαντούν πιο συχνά ότι οι φιλικές τους συναναστροφές ήταν και με παρεκκλίνοντες φίλους (συντελεστής Cramer’s V ήταν + 0,261: ασθενής θετική συσχέτιση)[28] (Zhang, Messner, 1994˙Johnson, Simons, 2004˙ Wiley, Slocum, Esbensen, 2013).
Ένταξη σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα και υποτροπή
Όσον αφορά στην ένταξη σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα των ατόμων, τα οποία μετά την πρώτη ποινική εμπλοκή (πειραματική ομάδα) ή την πρώτη εμπλοκή σε παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου) συναναστρέφονταν με ή και με παρεκκλίνοντα άτομα, διαπιστώσαμε ότι τα άτομα της πειραματικής ομάδας αποτελούσαν μέλη οργανωμένης εγκληματικής ομάδας σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό (40,8%) σε σύγκριση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου(14,3%).[29] Παράλληλα, τα άτομα της πειραματικής ομάδας, τα οποία δήλωσαν ότι υπήρξαν μέλη οργανωμένης εγκληματικής ομάδας, στην πλειονότητά τους (60%) υποστήριξαν ότι το γεγονός αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υποτροπή τους ενώ στην περίπτωση της ομάδας ελέγχου, η ένταξη σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα δεν σχετίστηκε με περαιτέρω εμπλοκή σε εγκληματική δράση.[30] Τα παραπάνω αποτελέσματα θα μπορούσαν να συνδεθούν με το γεγονός του υψηλότερου βαθμού ένταξης της πειραματικής ομάδας στην παραβατικότητα σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου. Άλλωστε, έρευνες έχουν καταδείξει ότι άτομα, τα οποία είναι μέλη οργανωμένων εγκληματικών ομάδων ή συμμοριών (gangs) συνήθως εμπλέκονται σε βαριάς μορφής βίαιη εγκληματική δράση[31] ( Spergel, 1995˙ Klein, 1995a˙ Huff, 1998˙ Battin, Hill, Abbott, Catalano, Hawkins, 1998˙ Battin, Thornberry, Hawkins, Krohn, 1998˙ Thornberry, 1998˙ Taylor, 2001˙). Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα άτομα της πειραματικής ομάδας, τα οποία εντάχθηκαν κάποια στιγμή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα, δήλωσαν σε ποσοστό 75% ότι η ένταξη αυτή καθιστά πιο εύκολη τη συνέχιση της παραβατικής δράσης και σε ποσοστό 70% ότι παρέχει περισσότερες ευκαιρίες για τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων. Αντίστοιχα αποτελέσματα δεν προέκυψαν από την ομάδα ελέγχου.[32]
Γενικά συμπεράσματα
Όσον αφορά στα γενικότερα συμπεράσματα της έρευνάς μας, καταρχάς διαπιστώσαμε ότι τα εμπλεκόμενα στο ποινικό σύστημα άτομα φάνηκε να ξεκινούν πιο νωρίς την παραβατική τους δράση σε αντίθεση με τα μη εμπλεκόμενα άτομα. Παράλληλα, η παραβατική τους δράση, για την οποία είτε ακολούθησε ποινική εμπλοκή είτε όχι, παρουσιάζεται ποιοτικά διαφορετική όσον αφορά στο είδος και τη βαρύτητα των ποινικών αδικημάτων σε σύγκριση με εκείνη της ομάδας ελέγχου. Ο υψηλός βαθμός ένταξης της πειραματικής ομάδας στην παραβατικότητα ήδη από την ανηλικότητα θα μπορούσε να συνδεθεί τόσο με το επιβαρυμένο οικογενειακό περιβάλλον όσο και με το ενδεχόμενο η βαρύτητα του ποινικού αδικήματος και το ποινικό μητρώο να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κίνηση της ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τα δεδομένα μας προέκυψαν ενδείξεις δυνάμει των οποίων θα μπορούσε να υποστηριχθεί και το ενδεχόμενο μιας επιλεκτικής καταγραφής της παραβατικότητας από τους φορείς του ποινικού συστήματος. Παράλληλα, προέκυψαν ενδείξεις ότι όσο περισσότερο και όσο πιο βαθιά εμπλακεί κανείς στο ποινικό σύστημα κατά την ανηλικότητα τόσο μεγαλύτερη η υποτροπή του κατά την ενηλικότητα καθώς και ότι ο αυξημένος αριθμός ποινικών εμπλοκών κατά την ανηλικότητα συνδέεται με μεγαλύτερο χρονικό εύρος εγκληματικής δράσης ενώ η πρώιμη ποινική εμπλοκή φάνηκε να σχετίζεται με μεγαλύτερο αριθμό συλλήψεων κατά την ανηλικότητα. Επίσης, η εμπλοκή στο ποινικό σύστημα φάνηκε να σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες στιγματισμού για τον εμπλεκόμενο ανήλικο παραβάτη ενώ υπήρξαν ενδείξεις ότι ο ποινικός στιγματισμός δύναται να σχετίζεται με μεγαλύτερη υποτροπή. Όσον αφορά στην επίδραση της ποινικής εμπλοκής στις σχέσεις του ανήλικου παραβάτη με το σχολικό, εργασιακό και φιλικό του περιβάλλον διαπιστώσαμε ότι μια τέτοια εμπλοκή δύναται να επιφέρει αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις αυτές. Επιπρόσθετα, τα δεδομένα μας κατέδειξαν μεικτές συναναστροφές τόσο για τους ποινικά εμπλεκόμενους όσο και για τους μη εμπλεκόμενους παραβάτες, με τους ποινικά εμπλεκόμενους να παρουσιάζουν και συναναστροφές αποκλειστικά με παρεκκλίνοντα άτομα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο υψηλός βαθμός ένταξης των ποινικά εμπλεκόμενων ατόμων στην παραβατικότητα ήδη από την ανηλικότητα καθώς και η συναναστροφή τους με άλλα παρεκκλίνοντα άτομα ενδέχεται να καθιστούν πιο πιθανή τη συμμετοχή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα.
Προτάσεις αντεγκληματικής πολιτικής: «αχρήστευση» ή επανένταξη;
Η αντεγκληματική πολιτική συνίσταται σε ένα σύστημα βασικών αρχών και κατευθύνσεων που διέπουν τη λήψη από την Πολιτεία μέτρων, τα οποία υποδεικνύονται μέσα από την εγκληματολογική θεωρία και άλλους συναφείς κλάδους, για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου του εγκλήματος. Τα μέτρα που επιλέγονται από τους φορείς άσκησης κοινωνικού ελέγχου στο πλαίσιο χάραξης αντεγκληματικής πολιτικής έχουν ως στόχο είτε την ανάπτυξη στο άτομο κοινωνικών αναστολών είτε τη διαμόρφωση συνθηκών που παρεμποδίζουν ή αποκλείουν την εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς (Αλεξιάδης, 1989: 405-407).
Ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος παρεμβαίνει εκεί όπου οι μηχανισμοί άτυπου κοινωνικού ελέγχου έχουν αποτύχει (οικογένεια, φίλοι, σχολείο). Κατά τον Φαρσεδάκη ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος περιλαμβάνει αντιδράσεις ελέγχου της παραβατικότητας σε πρωτογενές, δευτερογενές και τριτογενές επίπεδο (Φαρσεδάκης, 2005: 124 επ.).[33] Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η βαρύνουσα σημασία της πρόληψης, η οποία επιτυγχάνεται πρωτίστως σε πρωτογενές επίπεδο παρέμβασης καθώς όσο πιο αποτελεσματική είναι η άσκηση της πρωτογενούς παρέμβασης τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα πρόληψης και αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας. Ωστόσο, προκειμένου να χαραχθεί μια ορθολογική και αποτελεσματική στρατηγική πρόληψης, ιδίως στα δύο πρώτα επίπεδα παρέμβασης, θα πρέπει οι φορείς άσκησης του κοινωνικού ελέγχου να θέσουν ως βάση του σχεδίου παρέμβασής τους τους παράγοντες εκείνους που προκαλούν ή ενισχύουν την παραβατικότητα (Hawkins, Pastor, Bell, Morrison, 1980). Κάτι τέτοιο, ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς δεν υφίσταται μια κοινά αποδεκτή θεωρία σχετικά με τους εγκληματογόνους παράγοντες. Η αναγκαιότητα μάλιστα για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής στο πεδίο της νεανικής παραβατικότητας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το δράστη και το θύμα αλλά και την ίδια την κοινωνία, καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική σε περιόδους οικονομικής κρίσης κατά τις οποίες η οικονομική ύφεση επηρεάζει ποικιλοτρόπως όλα τα επίπεδα παρέμβασης των φορέων τόσο του επίσημου όσο και του ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου. Παράλληλα, η αέναη επιστημονική έριδα αναφορικά με το ζήτημα της παρέμβασης (intervention) ή μη-παρέμβασης (radical non intervention) από τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, στο πλαίσιο της τριτογενούς παρέμβασης, δημιουργεί επιπρόσθετες δυσχέρειες στην υιοθέτηση και υλοποίηση μέτρων κατάλληλων για την αντιμετώπιση του ανήλικου παραβάτη. Πράγματι, η προσπάθεια σχεδιασμού μιας αντεγκληματικής πολιτικής με βασικό άξονα την εύρεση της χρυσής τομής ανάμεσα στην ικανοποίηση των αναγκών του ανήλικου παραβάτη και στην αναγκαιότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου δεν έχει αποφέρει καρπούς. Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και η αδυναμία των εμπειρικών μελετών στο πεδίο διερεύνησης της επίδρασης των μηχανισμών άσκησης ποινικού ελέγχου στην υποτροπή να παρουσιάσουν αξιόπιστα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι στο πλαίσιο του κινήματος του καταργητισμού ή της ριζικής μη παρέμβασης (abolitionismus –radical non intervention) η προσπάθεια κατάργησης των στερητικών της ελευθερίας ποινών περιελάμβανε και απόπειρες μείωσής τους ή αντικατάστασής τους με εναλλακτικές κυρώσεις. Ωστόσο, μετά τη δεκαετία του 1980 οι θιασώτες του κινήματος της ριζικής μη παρέμβασης επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στις δυνατότητες εκτροπής από το ποινικό σύστημα και στις διάφορες μορφές αποκλιμάκωσης της ποινικής καταστολής καθώς και εφαρμογής εναλλακτικών εξωιδρυματικών μέτρων με σκοπό την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών της ποινικής εμπλοκής (Χάιδου, 2002:94). Μέσα σε αυτό το κλίμα άρχισε να παρατηρείται και μια τάση αποδικαστικοποίησης σκοπός της οποίας ήταν η αποφυγή του ποινικού στιγματισμού και κατά συνέπεια η πρόληψη της υποτροπής αλλά και η μείωση του κόστους που συνεπάγεται η άσκηση του ποινικού ελέγχου μέσω της δικαστικής οδού (Ζαραφωνίτου, 2004:212-213, 249-250· Palmer, Lewis, 1980· Tracy, Kempf-Leonard, 1996·Huizinga, Schumann, Ehret, Elliot, 2003). Στην κατεύθυνση αυτή αναπτύχθηκαν οι λεγόμενες κατά παρέκκλιση διαδικασίες και τα εναλλακτικά μέτρα έκτισης ποινών (diversion, deinstitutionalization, decarceration) (Κουράκης, 1991:127· Vass, 1990). Οι κατά παρέκκλιση διαδικασίες αποσκοπούν στην εκτροπή του ανήλικου παραβάτη από την ποινική οδό κυρίως σε περιπτώσεις τέλεσης μικρής ή μεσαίας βαρύτητας ποινικών αδικημάτων (Bynurm, Thompson, 1996:430). Συνήθως συνδέονται και με την επιβολή εξωιδρυματικών μέτρων ή μέτρων κοινοτικού χαρακτήρα λ.χ. πρόστιμο, κοινωφελή εργασία ή αποζημίωση στο πλαίσιο εφαρμογής της λεγόμενης αποκαταστατικής δικαιοσύνης (Κουράκης, 1997). Η επιλογή τέτοιων μέτρων ενδυναμώνει τους κοινωνικούς δεσμούς του ανήλικου παραβάτη και έχει ως σκοπό την αποφυγή του ποινικού στιγματισμού (Bottoms, Gelsthorpe, Rex, 2001:1-19). Η λογική των κατά παρέκκλιση διαδικασιών και των συναφών με αυτές μέτρων εδράζεται στην πεποίθηση ότι η απεμπλοκή του ανήλικου παραβάτη από τους μηχανισμούς άσκησης ποινικού ελέγχου δύναται να έχει μόνο ευεργετικά αποτελέσματα για την κοινωνική του προσαρμογή και την πρόληψη της υποτροπής. Εντούτοις, οι διεξαχθείσες στο πεδίο αυτό εμπειρικές μελέτες έχουν καταδείξει αντικρουόμενα αποτελέσματα (Pogrebin, Poole, Regoli, 1984· Davidson, Redner, Admur, Mitchell, 1990· Elliott, Dunford, Knowles, 1978· Lipsey, Cordray, Berger, 1981). Για αυτόν ακριβώς το λόγο κρίνεται σκόπιμη η διεξαγωγή στο μέλλον εμπειρικών μελετών στο πεδίο διερεύνησης της σχέσης της εμπλοκής στο ποινικό σύστημα και κατ’ επέκταση του ποινικού στιγματισμού και της υποτροπής σε μια όσο το δυνατόν πιο κοινά αποδεκτή βάση μεθοδολογικού σχεδιασμού έτσι ώστε να αποφευχθεί η εξαγωγή αντικρουόμενων πορισμάτων η οποία καθιστά ανέφικτη τόσο τη μεταξύ τους σύγκριση όσο και την εξαγωγή ενός αξιόπιστου προγνωστικού πλαισίου σχετικά με την υποτροπή.
Όσον αφορά στην περίπτωση της Ελλάδας θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στο πεδίο της νεανικής παραβατικότητας δεν παρατηρείται ούτε εφαρμογή επαρκών και αποτελεσματικών παρεμβάσεων σε πρωτογενές και δευτερογενές επίπεδο αλλά ούτε και ουσιαστική στροφή προς εναλλακτικούς τρόπους ποινικής αντιμετώπισης του ανήλικου παραβάτη. Ωστόσο, είναι παρήγορο ότι στο πλαίσιο εφαρμογής του Δικαίου Ανηλίκων, τα Ελληνικά Δικαστήρια πλέον καταφεύγουν με φειδώ στην επιβολή μέτρων, όπως είναι η εισαγωγή σε ίδρυμα αγωγής ανηλίκων ή ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (Χάιδου, 1989· Σταθοπούλου, Μηλιώνη, Κουράκης, 2004· Κουράκης, 2004, 2012). Σε κάθε περίπτωση αυτό το οποίο θα πρέπει να αποτελεί κάθε φορά βασικό γνώμονα στη λήψη πρωτοβουλιών και αποφάσεων για τη χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής στο πεδίο της νεανικής παραβατικότητας, ιδίως στο πλαίσιο της τριτογενούς παρέμβασης, είναι ότι ο ανήλικος παραβάτης αποτελεί μια οντότητα εύπλαστη, με αναπτυσσόμενη προσωπικότητα και με δυνατότητες αλλαγής και κοινωνικής επανένταξης. Η δε επίτευξη της κοινωνικής επανένταξης συνεπάγεται και πρόληψη της υποτροπής για το επανεντασσόμενο άτομο. Το ερώτημα, λοιπόν, στο οποίο θα πρέπει να απαντήσουμε εν τέλει είναι αν επιθυμούμε ως κοινωνία την «αχρήστευση» ή την επανένταξη των ανήλικων παραβατών έχοντας πάντα κατά νου πως όταν το εκάστοτε σύστημα απονομής δικαιοσύνης «αχρηστεύει» τον ανήλικο παραβάτη αφαιρώντας του τη δυνατότητα να αλλάξει και να ενσωματωθεί κοινωνικά, τότε σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποδίδεται δικαιοσύνη προς την ορθή κατεύθυνση.
Επίλογος
Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας αν και δεν δύνανται να γενικευθούν στον ευρύτερο πληθυσμό, εντούτοις, παρέχουν μια πρώτη εικόνα σχετικά με την επίδραση της ποινικής εμπλοκής και κατ’ επέκταση του ποινικού στιγματισμού στην ενίσχυση και παγίωση της παραβατικότητας των ανηλίκων ενώ παράλληλα αναδεικνύουν και το ρόλο διαφόρων εγκληματογόνων παραγόντων. Κάτι τέτοιο κρίνεται ιδιαιτέρως χρήσιμο για μελλοντική διερεύνηση των εν λόγω ζητημάτων στο πλαίσιο επαγωγικής στατιστικής ανάλυσης. Παράλληλα, τα παραπάνω αποτελέσματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη γόνιμου διαλόγου σχετικά με τον ποινικό στιγματισμό και την υποτροπή καθώς και για τη διατύπωση σκέψεων και προτάσεων στο πλαίσιο χάραξης της αντεγκληματικής πολιτικής στον τομέα της νεανικής παραβατικότητας με γνώμονα την πρόληψη και όχι την υιοθέτηση «αχρηστευτικών» και στιγματιστικών πρακτικών αντιμετώπισης του ανήλικου παραβάτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωσση
Αλεξιάδης Σ. (1989), Εγκληματολογία, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 3η έκδοση, 1989.
Αρχιμανδρήτου Μ. (1996), Η διαχρονική προσέγγιση της θεωρίας της ετικέτας, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας.
Ζαραφωνίτου Χ. (2004), Εμπειρική Εγκληματολογία, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Ζαραφωνίτου Χ. (2008), Τιμωρητικότητα: Σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Κουράκης Ν. Ε. (1991), Εγκληματολογικοί ορίζοντες: Θεωρία και πρακτική της ποινικής καταστολής, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλας.
Κουράκης Ν. Ε. (1997), Ποινική Καταστολή, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλας.
Κουράκης Ν. Ε. (2004), Δίκαιο παραβατικών ανηλίκων, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.
Κουράκης Ν. Ε. (2012), Δίκαιο παραβατικών ανηλίκων, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.
Σπινέλλη Κ. Δ. (2005), Εγκληματολογία: Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.
Σταθουλοπούλου Ε., Μηλιώνη Φ., Κουράκης Ν.Ε. (2004), Νεαροί κρατούμενοι μετά την αποφυλάκισή τους, Ποινικός Λόγος, 6: 2895-2912.
Φαρσεδάκης Ι. (2005), Στοιχεία εγκληματολογίας, Αθήνα, Νομική βιβλιοθήκη.
Φαρσεδάκης Ι. (2005), Παραβατικότητα και κοινωνικός έλεγχος των ανηλίκων, Αθήνα, Νομική Ββιβλιοθήκη.
Χάιδου Α. (1989), Το θεωρητικό και θεσμικό πλαίσιο του κοινωνικού ελέγχου των ανηλίκων, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Χάϊδου Α. (2002), Το σωφρονιστικό σύστημα: ζητήματα θεωρίας και πρακτικής, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Ξενόγλωσση
Akers R. L. (1985), Deviant behavior: A social learning approach, Wadsworth, Belmont, CA.
Anderson S., Kinsey R., Loader I., Smith C. (1990), Cautionary tales: A study of young people and crime in Edinburgh, Edinburgh: Centre for Criminology, University of Edinburgh.
Battin S. R., Hill K. G., Abbott R. D., Catalano R. F., Hawkins J. D. (1998), The contribution of gang membership to delinquency beyond delinquent peers, Criminology, 36 (1): 93-115.
Battin S. R., Thornberry T. P., Hawkins J. D., Krohn M. D. (1998), Gang membership, delinquent peers and delinquent behavior, Juvenile Justice Bulletin, U.S. Department of Justice, O.J.J.D.P.
Becker H. (1963), Outsiders, New York, The Free Press.
Bernburg J. G., Krohn M. D. (2003), Labeling, life chances and adult crime: the direct and indirect effects of official intervention in adolescence on crime in early adulthood, Criminology, 41(4) 1287-1318.
Bernburg J. G., Krohn M. D., Rivera C. J. (2006), Official labeling, criminal embeddedness and subsequent delinquency: a longitudinal test of labeling theory, Journal of Research in Crime and Delinquency, 43 (1): 67-88.
Bliss D. C. (1977), The effects of the juvenile justice system on self-concept, R & E Associates, Inc. As cited in Criminal Justice Abstracts, San Francisco, 10: 297-298.
Boshier R., Johnson D. (1974), Does conviction affect employment opportunities?, British Journal of Criminology, 14: 264-268.
Bottoms A., Gelsthorpe L., Rex S. (2001), Community penalties: Change and challenges, Willan Publishing: Cambridge Criminal Justice Series.
Bynurm J. E., Thompson W. E. (1996), Juvenile delinquency: A sociological approach, MA: Needhma Heights, 3rd ed., Allyn&Bacon.
Cechaviciute I., Kenny D. T. (2007), The relationship between neutralizations and perceived delinquent labeling on criminal history in young offenders serving community orders, Criminal Justice and Behavior, 34 (6): 816-829.
Chassin L., Presson C. C., Young R. D., Light R. (1981), Self-concepts of institutionalized adolescents: A framework for conceptualizing labeling effects, Journal of Abnormal Psychology, 90 (2): 143-151.
Cicourel A. V., Kitsuse J. I. (1968), The social organization of the high school and deviant adolescent careers, E. Ryubington & M. Weinberg (eds.), Deviance: The interactionist perspective, Ν.Υ., MacMillan.
D’Amico E. J., Edelen M., Miles J. N. V., Morral A. R. (2008), The longitudinal association between substance use and delinquency among high-risk youth, Drug and Alcohol Dependence,93:85-92.
Dahrendorf R. (1959), Class and class conflict in industrial society, Stanford, California, Stanford University Press.
Davidson W. S. II, Redner R., Admur R., Mitchell C. (1990), Alternative treatments for troubled youth: The case of diversion from the justice system, N.Y., Plenum Press.
Defoe I. N., Farrington D. P., Loeber R. (2013), Disentangling the relationship between delinquency and hyperactivity, low achievement, depression, and low socioeconomic status: Analysis of repeated longitudinal data, Journal of Criminal Justice, 41(2): 100-107.
Dembo R., Williams L., Fagan J., Schmeidler J. (1993),The relationships of substance abuse and other delinquency over time in a sample of juvenile detainees, Criminal Behavior and Mental Health, 3(3):158-179.
Eachern A. W. (1968), The juvenile probation system, American Behavioral Scientist, 11: 1-45.
Edgington E. S. (1966), Statistical inference and non-random samples, Psychological Bulletin, 66: 485-487.
Elliott D. S., Dunford F. W., Knowles B. (1978), Diversion: A study of alternative processing practices: An overview of initial study findings, Boulder CO, Behavioral Research Institute.
Elliott D. S., Menard S. (1991), Delinquent friends and delinquent behavior: Temporal and developmental patterns, CO: The Institute of Behavioral Science, University of Colorado. Erikson K. T. (1962), Notes on the sociology of deviance, Social Problems, 9 (4): 307-314. Farrington D. P. (1977), The effects of public labeling, British Journal of Criminology, 17 (2): 112-125.
Farrington D. P. (1989), Early predictors of adolescent aggression and adult violence, Violence and Victims, 4 (2): 79-100.
Farrington D. P., Barnes G. C., Lambert S. (1996), The concentration of offending in families, Legal and Criminological Psychology, 1(1): 47-63.
Farrington D. P., Jolliffe D., Loeber R., Stouthamer-Loeber M., Kalb, L. M. (2001), The concentration of offenders in families, and family criminality in the prediction of boys’ delinquency, Journal of Adolescence, 24 (5): 579-596.
Farrington D. P., Osborn S. G., West D. J. (1978), The persistence of labeling effects, British Journal of Criminology, 18 (3): 277-284.
Garfinkel H. (1956), Conditions of successful degradation ceremonies, American Journal of Sociology, 61(5): 420-424.
Glueck S., Glueck E. (1950), Unraveling juvenile delinquency, Cambridge, Harvard University Press.
Goffman E. (1961), Asylums: Essays on the social situation of mental patients and other inmates, Garden City, Anchor Books.
Goffman E. (1968), Stigma: Notes on the management of the spoiled identity, Harmondsworth, Penguin.
Gold M., Williams J. (1969-1970), National study of the aftermath of apprehension, Prospectus, 3: 3-19.
Goldman N. (1963), The differential selection of juvenile offenders for court appearance, U.S.: National Council on Crime and Delinquency.
Gottfredson M., Hirschi T. (1990), A general theory of crime, Stanford, California, Stanford University Press.
Hardt R. H., Peterson S. J. (1968), Arrests of self and friends as indicators of delinquency involvement, Journal of Research in Crime and Delinquency, 5: 44-51.
Haynie D. L. (2002), Friendship Networks and Delinquency: The Relative nature of peer delinquency, Journal of Quantitative Criminology, 18 (2): 99-134.
Hawkins J. D., Pastor P. A., Bell M., Morrison S. (1980), A typology of cause-focused strategies of delinquency prevention, Reports of the national juvenile justice assessment centers, U.S. Department of Justice.
Hazel N., Hagell A., Brazier L. (2002), Young offenders’ perceptions of their experiences in the criminal justice system, Policy Research Bureau, End of Award Report to the ESRC.
Henry B., Avshalom C., Moffitt T. E., Silva P. A. (1996), Temperamental and familial predictors of violent and non-violent criminal convictions: Age 3 to age18, Developmental Psychology, 32 (4): 614- 623.
Huff C. R. (1998), Comparing the criminal behavior of youth gangs and at- risk youth, Washington DC: National Institute of Justice.
Huizinga D., Schumann K., Ehret B., Elliot A. (2003), The Effects of juvenile justice processing on subsequent delinquent and criminal behaviour: A cross-national study, DC, Washington: Final Report to the National Institute of Justice.
Hurst Y. G., Frank J. (2000), How kids view cops: The nature of juvenile attitudes towards the police, Journal of Criminal Justice, 28: 189-202.
Irwin J. (1985), The jail: Managing the underclass in American society, Berkley, CA, University of California Press.
Jensen G. F. (1972), Delinquency and adolescent self-conceptions: A study of the personal relevance of infraction, Social Problems, 20 (1):84-103.
Johnson L. M., Simons R. L., Conger R. D. (2004), Criminal justice system involvement and continuity of youth crime: A longitudinal analysis, Youth & Society, 36(1):3-29.
Kandel D. B. (1978), Homophily, selection, and socialization in adolescent friendships, American Journal of Sociology, 84: 427-436.
Kitsuse J. I. (1964), Societal reaction to deviant behavior: Problems of theory and method, The Other Side: Perspectives on Deviance, στο Howard Becker (ed.), New York, The Free Press, 87-102.
Klein M. W. (1974), Labeling, deterrence and recidivism: A study of police dispositions of juvenile offenders, Social Problems, 22(2): 292-303.
Klein M. W. (1986), Labeling theory and delinquency policy: An experimental test, Criminal Justice and Behavior, 13 (1): 47-79.
Klein, M. W. (1995a), The American street gang, N.Y., Oxford University Press.
Lang A. (1996), Standpoint: The logic of using inferential statistics with experimental data from nonprobability samples: Inspired by Cooper, Dupagne, Potter and Sparks, Journal of Broadcasting and Electronic Media, 40 (3):422-430.
Lansford J. E., Johnson S. M., Berlin L. J., Dodge K. A., Bates J. E., Pettit G. S. (2007), Early Physical Abuse and Later Violent Delinquency: A Prospective Longitudinal Study, Child Maltreatment, 12 (3): 233-245.
Laub J., Sampson R. (1988), Unraveling families and delinquency: A reanalysis of the Glueck’s data, Criminology, 26 (3): 355-380.
Lauritsen J. L. (1993), Sibling resemblance in juvenile delinquency: Findings from the National Youth Survey, Criminology, 31 (3): 387-409.
Lemert E.M. (1948), Some Aspects of a General Theory of Sociopathic Behavior, Research Studies, Stage College of Washington, 16: 23-29.
Lemert E.M. (1951), Social Pathology, New York, McGraw-Hill.
Lemert E. M. (1972), Human deviance, social problems, and social control, New Jersey, Prentice-Hall, Englewood Cliffs, 2nd ed.
Li S. (1999), Legal sanctions and youths’ status achievement: A longitudinal Study, Justice Quarterly, 16 (2): 377-401.
Link B. (1982), Mental patient status, work, income: An examination of the effects of psychiatric label, American Sociological Review, 47 (2): 202-215.
Lipsey M. W., Cordray D. S., Berger D. E. (1981), Evaluation of a juvenile diversion program: Using multiple lines of evidence, Evaluation Review, 5 (3): 283-306.
Liska A. E., Messner S. F. (1999), Perspectives on crime and deviance, N.J., Englewood Cliffs, Prentice Hall.
Loeber R., Dishion T. (1983), Early predictors of male delinquency: A review, Psychological Bulletin, 94 (1):68-99.
Loeber R., Stouthamer –Loeber M. (1986), Family factors as correlates and predictors of juvenile conduct problems and delinquency, Michael Tonry & Norval Morris (eds.), Crime and Justice: An annual review of research, Vol. 7, Chicago, University of Chicago Press, 29-40.
Maguin E., Loeber R. (1996), Academic performance and delinquency, Crime and Justice, 20:145-264.
Matsueda R. (1992), Reflected appraisal, parental labeling, and delinquency: Specifying a symbolic interactionist theory, American Journal of Sociology, 97 (6):1577-1611.
Matsueda R. L., Anderson K. (1998), The dynamics of delinquent peers and delinquent behavior, Criminology, 36 (21):269-299.
Mead G.H. (1934), Mind, Self and Society: From a standpoint of a social behaviorist, Chicago and London, The University of Chicago Press.
Mead G. H. (1918), The psychology of punitive justice, American Journal of Sociology, 23 (5): 577-602.
Palmer T., Lewis R. (1980), An evaluation of juvenile diversion, Cambridge, Mass.
Paternoster R., Iovanni L. (1989), The labeling perspective and delinquency: An elaboration of the theory and an assessment of the evidence, Justice Quarterly, 6 (3):359-394.
Piliavin I., Briar S. (1964), Police encounters with juveniles, American Journal of Sociology, 70 (2): 206-214.
Pogrebin M. R., Poole E. D., Regoli R. M. (1984), Constructing and implementing a model juvenile diversion program, Youth and Society, 15 (3): 305-324.
Potter W. J., Cooper R., Dupagne M. (1995), Reply to Spark’s critique, Communication Theory, 5(3): 280-286.
Ray M. C., Downs W. R. (1986), An empirical test of labeling theory using longitudinal data, Journal of Research in Crime and Delinquency, 1986, 23(2):169-194.
Sampson R. J., Laub J.H. (1997), A life-course theory of cumulative disadvantage and the stability of delinquency, Terence P. Thornberry (ed.), Developmental Theories of Crime and Delinquency, Transaction, N.J., New Brunswick.
Scheff T. J. (1966), Being mentally ill: A sociological theory, Chicago, IL., Aldine.
Schneider G., Sutterer P., Karger T. (1988), Cohort study on the development of police recorded criminality and criminal sanctioning, Part I & II, Crime and Criminal Justice, 72-88, 89-114.
Schur E. M. (1969), Reactions to deviance: A critical assessment, American Journal of Sociology, 75(3):309-322.
Schur E. M. (1973), Labeling deviant behavior: Its sociological implications, New York, Harper and Row.
Schur E. M. (1973), Radical non-intervention, Englewood Cliffs, N.J., Prentice Hall.
Schwartz R. D., Skolnick J. H. (1962), Two studies of legal stigma, Social Problems, 10 (2):133-143.
Smith D. (1976), Young people and the police, Leicester, The National Youth Bureau.
Smith D. A., Gartin P. (1989), Specifying specific deterrence: The influence of arrest on future criminal activity, American Sociological Review, 54 (1): 94-105.
Smith D. A., Paternoster R. (1990), Formal processing and future delinquency: Deviance
amplification as selection artifact, Law and Society Review, 24 (5): 111-113.
Spergel I. A. (1995), The Youth gang problem: A community approach, N.Y., Oxford University Press.
Stewart E. A., Simons R. L., Conger R. D. (2000), The effects of delinquency and legal sanctions on parenting behaviors, 257-279 in Families and Crime, edited by Greer Litton Fox and Michael Benson, Stamford, CT:JAI.
Stewart E. A., Simons R. L., Conger R. D., Scaramella V. L. (2002), Beyond the interactional relationship between delinquency and parenting practices: The contribution of legal sanctions, Journal of Research in Crime and Delinquency, 39 (1): 36-59.
Stouthamer-Loeber M., Loeber R., Homish D.L, Wei E. (2001), Maltreatment of boys and the development of disruptive and delinquent behavior, Development and Psychopathology, 13 (4): 941-955.
Sweeten G. (2006), Who will graduate? Disruption of high school education by arrest and court involvement, Justice Quarterly, 23 (4): 462-480.
Tannenbaum F. (1938), Crime and the Community, Boston, Ginn.
Tapia M. (2010), Untangling race and class effects on juvenile arrests, Journal of Criminal Justice, 38 (3): 255-265.
Taylor T. J. (2001), Youth gangs and definitional issues: When is a gang a gang, and why does it matter?, Crime and Delinquency, 47 (1): 105-130.
Thornberry T. P. (1973), Race, socioeconomic status and sentencing in the juvenile justice system, Journal of Criminal Law and Criminology, 64 (1):90-98.
Thornberry T. P. (1998), Membership in youth gangs and involvement in serious and violent offending, Serious & Violent Juvenile Offenders: Risk Factors and Successful Interventions, edited by R. Loeber and D. P. Farrington, CA: Thousand Oaks, Sage Publications, Inc.
Thornberry T. P., Lizotte A. J., Krohn M. D., Farnworth M., Jang S. J. (1994), Delinquent peers, beliefs and delinquent behavior: A longitudinal test of interactional theory, Criminology, 32:47-84.
Tracy P.E., Kempf-Leonard K. (1996), Continuity and discontinuity in criminal careers, N.Y., Plenum.
Turk A. T. (1969), Criminality and Legal Order, Chicago, Rand McNally.
Vass A. A. (1990), Alternatives to prison, London, Sage.
Vold G. B. (1958), Theoretical Criminology, N.Y., Oxford University Press.
Wellford C. (1975), Labelling theory and criminology: An assessment, Social Problems, 22(3): 332-345.
Wells E., Rankin J. (1991), Families and delinquency: A meta-analysis of the impact of broken homes, Social Problems, 38 (1): 71-93.
Welzenis I. (1997), The self-concept of societally vulnerable and delinquent boys within the context of school and leisure activities, Journal of Adolescence, 20 (6):695-705.
West D. J. (1979), Conviction records of fathers and sons compared, British Journal of Criminology, 19 (2):120-133.
West D. J., Farrington D. P. (1973), Who becomes delinquent?, London, Heinemann.
Wiley A. S., Slocum L. A., Esbensen F. (2013), The unintended consequences of being stopped or arrested: An exploration of the labeling mechanisms through which police contact leads to subsequent delinquency, Criminology, 51 (4): 927-966.
Wilson, J. J., Rojas N., Haapanen R., Duxbury E., Steiner H. (2001), Substance abuse and criminal recidivism: A prospective study of adolescents, Child Psychiatry and Human Development, 31(4):297-312.
Wolfgang M. E., Figlio R. M., Sellin T. H. (1972), Delinquency in a birth cohort, Chicago, University of Chicago Press.
Zhang L. (1994), Peers rejection as a possible consequence of official reaction to delinquency in Chinese society, Criminal Justice and Behavior, 21(4): 387-402.
Zhang L., Messner S. F. (1994), The severity of official punishment for delinquency and change in interpersonal relations in Chinese society, Journal of Research in Crime and Delinquency, 31 (4):416-433.
* Δικηγόρος, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
- Με τον όρο ποινική εμπλοκή εννοείται η σύλληψη ανεξάρτητα από την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης και την περαιτέρω διείσδυση στο ποινικό σύστημα.
- Ο μέσος όρος ποινικών εμπλοκών ήταν 4,47 (τυπική απόκλιση 3,91 και τυπικό σφάλμα 0,71) για τα άτομα των οποίων το μορφωτικό επίπεδο του πατέρα ήταν χαμηλό, 4,33 (τυπική απόκλιση 3,05 και τυπικό σφάλμα 1,76) για την περίπτωση των ατόμων των οποίων το μορφωτικό επίπεδο του πατέρα χαρακτηρίσθηκε ως μέσο και 4,00 (τυπική απόκλιση 2,34 και τυπικό σφάλμα 1,04) στην περίπτωση των ατόμων εκείνων των οποίων ο πατέρας ήταν απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
- Στη δημιουργία των ηλικιακών υποομάδων δεν συμπεριλάβαμε μία περίπτωση ατόμου με ηλικία κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας τα 53 έτη, λόγω της ακραίας τιμής της μεταβλητής και του μεμονωμένου της περίπτωσης.
- Μία περίπτωση ατόμου με 29 ποινικές εμπλοκές κατά την ανηλικότητα και 4 ποινικές εμπλοκές κατά την ενηλικότητα (ηλικίας 30 ετών) και μία περίπτωση ατόμου με 18 ποινικές εμπλοκές κατά την ανηλικότητα και 7 ποινικές εμπλοκές κατά την ενηλικότητα (ηλικίας 26 ετών).
- Το σύνολο των ατόμων τα οποία χωρίστηκαν σε ηλικιακές ομάδες ήταν 39. Δεν συμπεριλήφθησαν όσοι δεν τους είχε επιβληθεί μέτρο ή ποινή κατά την ανηλικότητα καθώς οι 2 περιπτώσεις των ανήλικων κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας ατόμων.
- Η αντίστοιχη τιμή sig. ήταν 0,034 ˂0,05.
- Η αντίστοιχη τιμή sig. ήταν 0,024 < 0,05.
- Η αντίστοιχη τιμή sig. ήταν 0,029< 0,05.
- Μία περίπτωση ατόμου με ηλικία πρώτης σύλληψης τα 14 έτη και με 22 εμπλοκές κατά την ανηλικότητα, μία περίπτωση ατόμου με ηλικία πρώτης σύλληψης τα 14 έτη και με 26 εμπλοκές κατά την ανηλικότητα, μία περίπτωση ατόμου με ηλικία πρώτης σύλληψης τα 13 έτη και με 29 εμπλοκές κατά την ανηλικότητα και τέλος, μία περίπτωση ατόμου με ηλικία πρώτης σύλληψης τα 15 έτη και με 18 εμπλοκές κατά την ανηλικότητα.
- Στην περίπτωση δύο ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Σε ορισμένες περιπτώσεις τα άτομα είτε είχαν διακόψει το σχολείο κατά το χρόνο της πρώτης σύλληψης, είτε δεν είχαν φοιτήσει ποτέ σε σχολείο είτε δεν γνώριζαν εάν το σχολείο είχε γνώση σχετικά με την παραβατική συμπεριφορά ή την ποινική εμπλοκή.
- Τα ποσοστά είναι ποσοστά επί των απαντήσεων.
- Στην περίπτωση 2 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 2 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 2 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή
- Τα στοιχεία ήταν ελλιπή επιπλέον και στην περίπτωση άλλων 2 ατόμων.
- Ένα ποσοστό 8,9% κατά το διάστημα της ποινικής εμπλοκής δεν διαβίωνε σε οικογενειακό περιβάλλον.
- Στην περίπτωση 2 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή και στην περίπτωση 1 ατόμου το ερώτημα δεν απευθύνθηκε γιατί το άτομο κατά την ανηλικότητα δεν διαβίωσε σε οικογενειακό περιβάλλον.
- Στην περίπτωση 2 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 2 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Πρόκειται για παρεκκλίνοντες ή μη παρεκκλίνοντες φίλους οι οποίοι γνώριζαν για την εμπλοκή των ερωτώμενων στο ποινικό σύστημα (πειραματική ομάδα) ή στην παραβατική δράση (ομάδα ελέγχου).
- Η στάση των φίλων αναφέρθηκε είτε ως θετική ή υποστηρικτική, είτε ως αρνητική ή απορριπιτκή, είτε ως ουδέτερη ενώ υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι ερωτώμενοι ανέφεραν ότι ορισμένοι φίλοι επέδειξαν θετική στάση και ορισμένοι αρνητική.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού της χρονικής ακολουθίας των μεταβλητών.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Μολονότι η εμπειρία της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα ή συμμορία συνήθως θεωρείται «ποιοτικά διαφορετική» από εκείνη της απλής συναναστροφής με παρεκκλίνοντες φίλους ή συνομηλίκους, εντούτοις, οι περισσότερες μελέτες δεν τις διαχωρίζουν.
- Στην περίπτωση 3 ατόμων τα στοιχεία ήταν ελλιπή.
- Στο πλαίσιο της πρωτογενούς παρέμβασης λαμβάνονται γενικά μέτρα αρωγής της νεότητας σε επίπεδο κοινωνικής και οικογενειακής πολιτικής καθώς και σε επίπεδο ειδικής πολιτικής για ανηλίκους, δηλαδή, έξω από το ποινικό σύστημα. Στο επίπεδο της δευτερογενούς παρέμβασης περιλαμβάνονται όλα εκείνα τα μέτρα αρωγής και προστασίας ανηλίκων, οι οποίοι κινδυνεύουν βάσιμα να εκδηλώσουν παραβατική συμπεριφορά λόγω λ.χ. δυσμενών συνθηκών διαβίωσης, διαλυμένης οικογενειακής δομής κ.λ.π., καθώς και ορισμένες σχετικές ρυθμίσεις στον ποινικό κώδικα. Τέλος, στην περίπτωση της τριτογενούς παρέμβασης ο κοινωνικός έλεγχος περιλαμβάνει μέτρα κοινωνικής επανένταξης του ανήλικου παραβάτη καθώς και πρόληψης της υποτροπής του.