Πλαστότητα εγγράφων μέσω προσποιημένης ή μεταμφιεσμένης ή εκουσίως αλλοιωμένης γραφής/υπογραφής του πραγματικού της συντάκτη

ΜΑΓΔΑ ΜΑΡΙΑ ΚΑΜΠΟΥΡΗ

Πλαστότητα εγγράφων μέσω προσποιημένης ή μεταμφιεσμένης ή εκουσίως αλλοιωμένης γραφής/υπογραφής του πραγματικού της συντάκτη

Μαγδα Μαρία Καμπουρη*

Η αύξηση των περιπτώσεων πλαστογραφίας ή της σκόπιμης αμφισβήτησης της αυθεντικότητας γνησίων εγγράφων στην συναλλακτική καθημερινότητα, δεν είναι καθόλου άσχετη με την μείωση του βιοτικού επιπέδου που αντιμετωπίζει η χώρα μας την περίοδο της κρίσης. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ιστορικά, περίοδοι οικονομικής κρίσης, πλέον της ανέχειας των ανθρώπων, συνοδεύονται και από αντίστοιχα φαινόμενα κρίσης αξιών, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα τα ηθικά και ανθρωπιστικά όρια των κρισίμων μαζών. Ο τρόπος δε, που ο καθένας αντιδρά στις ολοένα αυξανόμενες ασκούμενες επ’ αυτού πιέσεις, διαφέρει ανά περίπτωση, αλλά οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις υπερέχουν σαφώς των ορθολογικών δράσεων. Με αποτέλεσμα, η ανάγκη επιβίωσης στα λιγότερο συνειδητοποιημένα άτομα, να εμφανίζεται σαν σημαντικότερη, από την ανάγκη συμμόρφωσης με το δίκαιο και το νόμιμο, το δε, φάσμα της φτώχειας και της εξαθλίωσης να υπερισχύει στην ψυχή του δοκιμαζόμενου ανθρώπου και αυτού του φόβου της επιβολής του νόμου. Ειδικότερα, μάλιστα, σε κάποιες των περιπτώσεων, ο παραβάτης (και στην περίπτωση μας ο πλαστογράφος) θεωρεί ότι, κερδίζοντας – προσωρινά- την μάχη της επιβίωσης, θα έχει μπροστά του τον χρόνο να διορθώσει τα αποτελέσματα των πράξεων του, πράγμα που σχεδόν ποτέ βέβαια δεν πράττει, αφού η πράξη του αυτή, συνήθως νομιμοποιείται μέσα του, την επομένη της εκτέλεσης της.

Έτσι, παρατηρείται στις μέρες μας, τα πινάκια των δικασίμων, να περιέχουν όλο και συχνότερα, το έγκλημα της πλαστογραφίας (είτε αυτό έχει πράγματι εκτελεσθεί, είτε όχι), το οποίο επικαλείται πολλές φορές και με ιδιαίτερη σφοδρότητα, η διώκουσα πλευρά των διαδίκων, έστω και σε μία ανέντιμη και δαπανηρή προσπάθεια να καθυστερήσει την πορεία, εξέλιξη και συνέπειες της εκδικαζομένης υπόθεσης.

Η απάτη και η πλαστογραφία όμως, έτσι, όπως έχουν προαχθεί στα τελευταία χρόνια, εκτός από το ευφάνταστο των τρόπων που εμπνέονται οι αποπειρώμενοι την επίτευξη τους (στο πλαίσιο της επιδίωξης τους να επιτύχουν να «παραστήσουν» την γραφή ή την υπογραφή τρίτου προσώπου) (*), διενεργούνται και με τις μεθόδους,

(α) τόσο της «σκόπιμης αλλοίωσης» ή «μεταμφίεσης»

(β) όσο και της «αυτοπλαστογράφησης» της ιδίας γραφής ή υπογραφής του ενεργούντος αυτήν γραφικού φορέα, με την πρόθεση να την αμφισβητήσει και αποποιηθεί εκ των υστέρων, προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες και υποχρεώσεις που συνεπάγεται η αρχικώς τεθείσα γνησία γραφή ή υπογραφή αυτού.

 

Ειδικότερα:

Συμφώνως με την φύση της γραφής και τις βασικές αρχές της Γραφολογίας [ Σ[(1) και (1α)] που διέπουν την λειτουργίας αυτής, ο τρόπος που γράφει/ υπογράφει ο άνθρωπος είναι ατομικός, εάν δε, είναι γραφικώς ώριμος και έμπειρος, η χάραξη των στοιχείων της γίνεται σχεδόν ασυνείδητα, χωρίς την επέμβαση της βουλήσεως, η οποία ασκεί σχεδόν εποπτική εξουσία (αρχές της ατομικότητας, διασποράς και του αυτοματισμού). Αυτό συμβαίνει εξ αιτίας, της φύσεως της γραφής/ υπογραφής, η οποία είναι το προϊόν της συνεργασίας εγκεφάλου, νεύρων και μυών του γράφοντα και ειδικότερα, λόγω του σχήματος και του μεγέθους των δακτύλων, των χεριών, των καρπών και των βραχιόνων του ατόμου, του μυϊκού ελέγχου όλων αυτών και του βαθμού λειτουργίας των γνωσιακών του λειτουργιών, ήτοι της μνήμης, της κρίσεως, της αντίληψης και του συνειρμού των ιδεών του. Ευλόγως, συνεπώς, συνάγεται ότι, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο άτομα που να διαθέτουν τους ως άνω παράγοντες, και συνεπώς, να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο (3).

Η γραφή, συνεπώς, βάσει των ως άνω, λειτουργεί κανονικά και με σταθερότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, υφισταμένη τις αντίστοιχες αλλοιώσεις που συνεπάγεται. η πρόσκαιρη ή η διαρκής διαταραχή της φυσικής, νοητικής και ψυχικής κατάστασης του γράφοντα (αρχή της διασποράς), αλλά και η επίδραση επ’ αυτής, εξωτερικών παραμέτρων που έχουν σχέση με τις συνθήκες, την βάση, τον φωτισμό, το γραφικό μέσο κλπ. (μεταβολές δηλ. οι οποίες επέρχονται χωρίς την συμμετοχή της βουλήσεως του γράφοντα) (5). Η γραφή όμως, είναι δυνατόν να αλλοιωθεί και συνεπεία σκόπιμης διαφοροποίησης στοιχείων της (εδώ, ευλόγως συνάγεται ότι μετέχει ενεργώς η βούληση). Πρέπει να αναφερθεί εδώ, ότι: Οιαδήποτε ηθελημένη επίδραση επί χειρογράφου γραφής, δύναται να τη μεταβάλλει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, έτσι, ώστε, κατ’ αρχήν, τουλάχιστον, να καταστεί δυσχερής η αναγνώριση αυτής. Η ηθελημένη αυτή μεταβολή της γραφής δύναται να είναι διττή. Να αφορά δηλ. στη διαστρέβλωση, στην απόκρυψη ή στην παραμόρφωση των γραφικών χαρακτηριστικών της ιδίας γραφής του συντάκτη της, έτσι, ώστε, είτε να απομιμηθεί τα γραφικά χαρακτηριστικά τρίτου προσώπου και να καταφέρει να φανεί το πλαστογραφημένο έγγραφο ότι προέρχεται από αυτό, είτε να δυσχερανθεί η διαπίστωση της ταυτότητας αυτού, όπως π.χ. σε περιπτώσεις ανωνύμων επιστολών ή σε περιπτώσεις εξαπατήσεως τρίτων σε συναλλαγές κλπ. Επιτυγχάνεται δηλ. η εν λόγω μεταβολή, όχι κατόπιν μηχανικής επεμβάσεως επί του εγγράφου, αλλά κατόπιν μεταβολής της γραφής του συντάκτη της, ήτοι, κατόπιν σκοπίμου επεμβάσεως αυτού του ιδίου του γράφοντα, στα ατομικά γραφικά χαρακτηριστικά του.

* κατόπιν ελεύθερης ή αντιγραφικής απομιμήσεως ή κατόπιν δημιουργίας σκαριφήματος «ιδίας εμπνεύσεως του συντάκτη τους», κατόπιν μεταφοράς στοιχείων, κειμένων, αλλά και υπογραφών, μέσω φωτοτυπικού μηχανήματος, scanner, φωτογραφίας, κλπ., με την μέθοδο της υφαρπαγής «εν λευκώ» ή κατόπιν εκμετάλλευσης του αμβλυμένου της βουλήσεως του λόγω προχωρημένης ηλικίας ή παθολογικότητας των οργάνων που συμμετέχουν στην γραφική διαδικασία, με πράξεις εκμαυλισμού, εκβιασμού ή καταπίεσης της προσωπικότητας του γράφοντα.

(Σ) Η Δικαστική Γραφολογία στηρίζεται στην ατομικότητα του γραφικού χαρακτήρα ενός ατόμου. Η οποία αναπτύσσεται, εξελίσσεται και μεταβάλλεται παραλλήλως με την εξέλιξη της προσωπικότητας του, την παιδεία του, την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του, χωρίς ποτέ να χάνει το δομικό της υπόστρωμα, χωρίς δηλ. να χάνει ποτέ τους σταθερούς και επαναλαμβανόμενους χαρακτήρες δομής της, καθώς και τις γραφικές του συνήθειες(3) Περαιτέρω, η υπογραφή, αντικατοπτρίζει πιστότερα τα πλέον ατομικά γραφικά στοιχεία κάθε ανθρώπου, λόγω της ιδιαίτερης προσπάθειας που καταβάλλεται από αυτόν, ευθύς εξ αρχής, για τον σχηματισμό της συμφώνως με ένα ορισμένο τύπο, που αντανακλά αυτοπεποίθηση και υπογραφική έξη. Έχοντας, συνεπώς, τους ως άνω ορισμούς υπόψη, αντιλαμβανόμαστε ότι μία γραφική κίνηση έχει καταστεί τελικώς, ακούσια ισόβαθμη κίνηση, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει με επιτυχία, αντικείμενο απομιμήσεως από άλλο τρίτο πρόσωπο. Και τούτο, γιατί « …ο αποπειρώμενος να μιμηθεί μία ξένη γραφή ή υπογραφή ή να διαφοροποιήσει την γραφή του σκοπίμως, δε δύναται να επισημάνει, αλλά ούτε και να αναπαραστήσει ή να αλλοιώσει όλους τους τύπους και τις ιδιορρυθμίες αυτής, δεδομένου ότι: (α)Το χέρι του στερείται συνήθως της αναγκαίας συνήθειας σχηματισμού του συγκεκριμένου τύπου των γραμμάτων ή των γραμμών και της διαπλοκής τους και (β) Οι ιδιορρυθμίες κάθε γραφής ή υπογραφής είναι ατομικά δημιουργήματα ακούσιων γραφικών κινήσεων, οι οποίες, ούτε εμφανείς είναι, ούτε δύνανται να μεταβληθούν χωρίς επηρεασμό από τις ίδιες, ακούσιες γραφικές κινήσεις του αποπειρώμενου την απομίμηση ή την σκόπιμη διαφοροποίηση, γραφέα (2). Μία υπογραφή συνεπώς, προκειμένου να πιστοποιηθεί ως γνησία, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται , από ταχύτητα, αδίστακτη γραφική φορά και ελεύθερο γραφικό παλμό και από ποικιλία παραλλαγών, ομαλή εναλλαγή της γραφικής πίεσης και αρμονική εμφάνιση. Βάσει συνεπώς, των ως άνω, η υπογραφή που είναι γνήσια, κατατάσσεται σε ένα τύπο ή σε μία ομάδα υπογραφών, κάθε δε, υπογραφή που φέρεται με το αυτό χέρι, θα πρέπει να περιέχει, τόσο τα αυτά γραφικά χαρακτηριστικά, όσο και τις εσώτερες γραφικές ιδιορρυθμίες και συνήθειες του φορέα της, προκειμένου να ενταχθεί με ασφάλεια στον αυτό υπογραφικό κύκλο. Επισημαίνεται εδώ, ότι ακόμη και στις περιπτώσεις αλλοιωμένης συνεπεία γήρατος ή παθογένειας υπογραφής, τα γραφικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τον τρόπο και το σκεπτικό σύνθεσης της, θα παραμένουν σταθερά και αναγνωρίσιμα, ανεξαρτήτως του βαθμού αλλοιώσεως αυτής.

Εν προκειμένω, μας ενδιαφέρει η δεύτερη αυτή περίπτωση της σκόπιμης μεταβολής της με σκοπό:

 (α) την απομάκρυνση αυτού από την συνήθη μορφή της και την παραπλάνηση των συναλλασσομένων με αυτόν, αρνούμενος εκ των υστέρων, την πατρότητα της. Η οποία ενδέχεται να παρέχει κατ’ αρχή, μία εικόνα φυσικής γραφής, δυσχεραίνεται εν τούτοις, στην επιτυχία αυτής, καθ’ όσον προϋποθέτει πολλαπλή και σύνθετη ενέργεια (ψυχολογικώς εκφραζόμενη). Προϋποθέτει δηλ. αφ’ ενός μεν κατάπνιξη των γραφικών γνωρισμάτων του ιδίου του γραφικού τύπου του συντάκτη τους και αφ’ ετέρου, απομάκρυνση από τις σταθερές, ασυνείδητες, ανεπίγνωστες και αθέλητες γραφικές του συνήθειες. Ενέργειες, οι οποίες, εν τούτοις, είναι εξαιρετικά δυσχερείς, λόγω της φυσικής αδυναμίας του, να αποκρύψει τα ίδια αυτού ιδιότυπα γραφικά γνωρίσματα, τα οποία «δεν γνωρίζει ότι κατέχει» [Σ1,1(α)]) ΚΑΙ

(β) την αυτοπλαστογράφηση. Στην εν λόγω δηλαδή περίπτωση, (σπανιότερη, συνήθως συμβαίνουσα, όταν η γραφή/υπογραφή του αποπειρώμενου την ενέργεια αυτή, είναι γνωστή στους συναλλασσομένους με αυτόν) ο γράφων/ υπογράφων χαράσσει την γραφή / υπογραφή του με σχεδόν όλα τα βασικά τους στοιχεία, με γραφικές κινήσεις, όμως, οι οποίες φέρονται, είτε με γραφικό «τρόμο», είτε με κακοσχηματισμένες αποδομημένες συνθέσεις, κλπ. προκειμένου να αποδώσουν σ’ αυτήν, μία εικόνα παρερμηνευμένης και ανεπιτυχούς απομιμήσεως και συνεπώς, να την αμφισβητήσουν εκ των υστέρων ως προ:iόν πλαστογραφήσεως. Και εδώ, εν τούτοις, η πιστοποίηση της αυθεντικότητας της χάραξης και η αποκάλυψη του δολίου της «πεποιημένης» πλαστογραφήσεως του πραγματικού της συντάκτη, εδράζεται στην γραφική ατομικότητα των ασυνείδητων και ανεπιγνώστων γραφικών συνηθειών αυτού, οι οποίες συναντώνται με γραφική σταθερότητα στις προς σύγκριση δειγματικές γραφή/ υπογραφές του και πολλές φορές στο «επιδεικτικό και κραυγαλέο» των εν λόγω «ενδείξεων πλαστότητας» επί της «κατασκευασμένης» υπογραφής.

(5) Οι επερχόμενες επί της γραφής/ υπογραφής γραφικές μεταβολές διακρίνονται σε αθέλητες και ηθελημένες, με διαφορετικές αντιστοίχως ενδείξεις και συνέπειες στην πιστοποίηση της αυθεντικότητας ή μη αυτών Έτσι, αθέλητες γραφικές μεταβολές συναντώνται στις περιπτώσεις μη ομαλών γραφικών συνθηκών, χρήσεως ασυνήθιστου γραφικού μέσου, κακού φωτισμού κλπ. αλλά και μονίμων ή προσκαίρων διαταραχών γραφής/υπογραφής, συνεπεία της ηλικίας και της παθογένειας των οργάνων του σώματος που συμμετέχουν και συνεργάζονται για την παραγωγή της γραφής Σκόπιμες δε ή ηθελημένες γραφικές μεταβολές επί της γραφής ή υπογραφής ενός ατόμου, δύνανται να επιτευχθούν, είτε κατόπιν διαφοροποίησης της δικής του γραφής/υπογραφής, με σκοπό την απομίμηση της γραφής ή υπογραφής τρίτου προσώπου (πλαστότητα εγγράφων κατόπιν απομιμήσεως), είτε κατόπιν μεταβολής της δικής του γραφής ή υπογραφής, με σκοπό την εκ των υστέρων αμφισβήτηση της γνησιότητας της. (πλαστότητα εγγράφων μέσω προσποιημένης ή μεταμφιεσμένη ή εκουσίως αλλοιωμένης γραφής/υπογραφής. Πλέον αυτών, ειδική περίπτωση γραφικής αλλοίωσης και μεταμφιεσμένης γραφής/υπογραφής είναι η της ανωνυμογραφίας. Κατά την οποία, ο ανωνυμογράφος προσπαθεί να κρύψει την ταυτότητά του και να παρουσιασθεί ως διάφορο πρόσωπο. Για να το επιτύχει δε, αυτό, διαφοροποιεί την κλίση, τη μορφή, το φραστικό του επίπεδο, την γραφική του δεξιότητα, γράφοντας, τόσο με αριστερόστροφη ή δεξιόστροφη φορά, με απλούς σχηματισμούς, με διακοσμήσεις, με δυσαρμονική γραφή κλπ.

Συνέπειες της ενέργειας αυτής, είναι, το προκύπτον προϊόν της ως αλλοιωμένης χάραξης, να παρουσιάζει διάσπαση της ομοιογένειας του τρόπου σύνθεσης αυτού, λόγω της σύγκρουσης μεταξύ της φυσικής γραφικής του προσωπικότητας και της προσπάθειας αυτού για απομάκρυνση ή «μεταμφίεση» της γραφής/ υπογραφής του. Και η οποία διάσπαση της ομοιογένειας της αλλοιωμένης γραφής/υπογραφής του, εκδηλώνεται με αναγνωρίσιμα ευρήματα, όπως, με διάσπαση του γραφικού ρυθμού των επί μέρους σχηματισμών της (η οποία, βεβαίως δεν πρέπει να αιτιολογείται συνεπεία εσωγενών ή εξωγενών παραμέτρων), με εκτροπές από τους συνήθεις γραφικούς της τύπους, με παραλείψεις και με κακές ερμηνείες των «χαρακτήρων δομής» της γραφής / υπογραφής αυτού (λόγω της ταχύτητας κατά την διαμόρφωση με «πεποιημένη» φυσικότητα των αλλοιωμένων στοιχείων τους και της άνισης και ακανόνιστης κατανομής της γραφικής πίεσης, λόγω της διάφορης ποιότητας λέξεων, οι οποίες θα αποδίδονται με πλέον ανώμαλη της φυσικής, χάραξη, λόγω διστακτικότητας ή αβεβαιότητας στη χάραξη των γραφικών κινήσεων, λόγω ταλαντώσεων των τοξοειδών σχηματισμών και λόγω συχνής αλλαγής της στάσεως της γραφίδας, η οποία έχει ως συνέπεια τη δυσαναλογία των γραμμών, καθώς και την απόκλιση των αξόνων τους).

Ευρήματα δηλ. τα οποία ο μεταβάλλων την γραφή/ υπογραφή του δεν καταφέρνει να αποφύγει, καταλείποντας ενδείξεις και στοιχεία αυτών (2) στο προϊόν της μεταβληθείσας γραφής ή υπογραφής, καθόσον δεν γνωρίζει πλήρως τις δικές του γραφικές ιδιορρυθμίες, οι οποίες είναι τόσο «αφανείς», όσο και συμφυείς με τη ψυχοσωματική του υπόσταση, αποκαλύπτοντας έτσι, τον συντάκτη και φορέα τους. (Δε δύναται δηλ. να αποφύγει «ότι δεν βλέπει» και να αντιληφθεί «ότι δεν γνωρίζει, ότι κατέχει»). Πρέπει επί πλέον, να αναφερθεί ότι, κανένας άνθρωπος δεν έχει αίσθηση των αναλογιών, τόσο μιας ξένης γραφής/ υπογραφής, όσο και της δικής του γραφής ή των ατομικών του γραφικών κινήσεων, ούτε έχει τη δυνατότητα να διακρίνει όλα τα γραφικά τους γνωρίσματα. Για το λόγο αυτό, ακόμη και εάν έχει καταφέρει να αποποιηθεί, σε μία τουλάχιστον έκταση ή βαθμό την συνήθη γραφή ή υπογραφή του, θα υπόκειται συνεχώς στους νόμους της ιδίας του γραφικής προσωπικότητας, με συνέπεια, δικά του ατομικά γνωρίσματα να παρεισφρήσουν στο προϊόν της μεταβολής,  ενώ, αυτό θα παρουσιάζει επίσης ελλείψεις φυσικής παραλλαγής (καθ’ όσον ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή και κάθε στιγμή που γράφει ωθείται από διάφορες συνδυαστικές παραμέτρους) συνάδοντας έτσι, στην ανακάλυψη της ηθελημένης και σκόπιμης παραποίησης του. Επισημαίνεται εδώ ότι: Η φυσική γραφή χαράσσεται ασυνειδήτως, ακόμη και εάν παρουσιάζει αιφνίδιες ή μεμονωμένες αλλοιωτικές επεμβάσεις. Οι οποίες [εφ’ όσον οφείλονται σε πρόσκαιρους ψυχικούς παράγοντες π.χ. θυμό, λύπη, ψύχος ή ακόμη και λόγω μέθης ή σε εξωτερικούς π.χ. ανώμαλη βάση, κακή στάση του σώματος, μη ειθισμένο όργανο γραφής κλπ.], σκοπό έχουν την κανονική το δυνατόν αποτύπωση αυτών, για το λόγο αυτό και είναι εύκολο κάτω από τις επελθούσες γραφικές αλλοιώσεις να διακρίνει ο ειδικός, τα γραφικά γνωρίσματα του φορέα της (1). Βασικό δηλ. σημείο αναγνώρισης μιας φυσικής και άτακτης γραφή, σε σχέση με μία «μεταμφιεσμένη» αντίστοιχη, είναι η πιστοποίηση της σταθερότητας των γραφολογικών γνωρισμάτων της κρινομένης γραφής/ υπογραφής, μέσω δειγμάτων προγενέστερων και μεταγενέστερων του χρόνου χάραξης αυτής (δικλείδα που επιφυλάσσει η αρχή του αυτοματισμού της γραφής]

Κλειδί συνεπώς, στην περίπτωση που πρέπει να διακρίνει ο ειδικός, εάν βρισκόμαστε μπροστά σε ηθελημένη αλλοίωση ή πλαστογραφία, είναι ο σκοπός της αποπειρώμενης αλλοίωσης. Ήτοι, κατά πόσο σκοπεύει ο γράφων να προσομοιάσει τη γραφή/ υπογραφή του, με τη γραφή/ υπογραφή του φερομένου ως πιθανού της γραφέα (οπότε έχουμε απομίμηση) ή να απομακρυνθεί το δυνατόν περισσότερο αυτής (οπότε έχουμε σκόπιμη αλλοίωση).

Σημαντική σε αυτή την περίπτωση προϋπόθεση, είναι ο ορθή αξιολόγηση του ειδικού στη διάκριση μεταξύ διαφορών και παραλλαγών. Έτσι, ενδεικτικώς και σε γενικές γραμμές αναφέρεται ότι, διαφορά υπάρχει, όταν. κατά την αντιπαραβολική διαδικασία διαπιστώνονται ένας ή περισσότεροι σχηματισμοί στην υπό έλεγχο π.χ. υπογραφή, οι οποίοι δεν συναντώνται καθόλου στα δείγματα των γνησίων υπογραφών του φερομένου ως συντάκτη της, ενώ παραλλαγές, όταν ένας ή περισσότεροι φαινομενικά διάφοροι γραφικοί σχηματισμοί, οι οποίοι συναντώνται στην υπό έλεγχο υπογραφή, εντοπίζονται έστω και σε μία, από τις εν λόγω μορφές, στα δείγματα των γνησίων υπογραφών του. Επισημαίνεται επίσης, ότι: Η απουσία παραλλαγών, συνήθως, συνιστά τεκμήριο πλαστότητας. Αντιθέτως, η ύπαρξη παραλλαγών, οφειλομένων, τόσο τις αρχές του αυτοματισμού και της διασποράς, όσο και στις συνθήκες θέσεως αυτής και στα μέσα παραγωγής της (χάρτης, γραφικό μέσο, στάση, απόσταση από το έγγραφο, γραφική βάση κ.λ.π.), είναι αναπόφευκτες και φυσιολογικές ενδείξεις γνησιότητας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: (1) ASTM Ε1658 -08 Standard Terminology for Expressing Conclusions of Forensic Document Examiners (1α)[FBI – Handbook of Forensic Services – Questioned Document Examinations, σ. 108-109 http://www.fbi.gov., Found B. & Rogers D. (Eds.) (1999) «Documentation of Forensic Handwriting Comparison and Identification Method: A Modular Approach», Journal of Forensic Document Examination, 12,1-68 (3) Locard: «Traité de Criminalistique», (Τόμος 5ος , σ. 445) (4). Ludwig Klages: «Handschrift und Charakter» (Bonn 1956, 24 έκδοση) σ. 184.

Κατωτέρω, στη συνέχεια, αναλύονται ενδεικτικώς, τρία (3) παραδείγματα των ως άνω επί μέρους περιπτώσεων, ήτοι,

(α) τόσο της ηθελημένης και σκόπιμης αλλοίωσης ή «μεταμφίεσης» ιδίας γραφής/υπογραφής του συντάκτη της,

(β) όσο και της αυτοπλαστογράφησης γνησίας γραφής/υπογραφής του ιδίου γραφικού φορέα, ως:

1ο Παράδειγμα (σκόπιμης αλλοίωσης) Από την σύγκριση και αντιπαραβολή της υπό έλεγχο υπογραφής στη θέση του πελάτη, επί αμφισβητουμένης ιδιόγραφης Αποδείξεως, σε σχέση με τις τεθείσες σε μεταγενέστερο αυτής χρόνο, γνήσιες υπογραφές του, καθώς και με τις φερόμενες στα έγγραφα της ανακριτικής διαδικασίας αποδεικνύεται η προσπάθεια του αμφισβητούντος αυτήν συντάκτη της για σκόπιμη διαφοροποίηση των εν λόγω μεταγενέστερων δειγματικών του υπογραφών, προκειμένου να αιτιολογηθεί το αίτημα του περί πλαστογραφίας.

ΥΠΟ ΕΛΕΓΧΟ

125.1

ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ

125.2

125.3

Διαπιστώνεται δηλ. ότι: Η υπό έλεγχο υπογραφή χαράσσεται με ελευθερία, γραφική ταχύτητα, ρυθμό και ευελιξία χάραξης αποδεικνύοντας φυσική και πρωτογενή υπογραφή. Από την σύγκριση στη συνέχεια της εν λόγω υπό έλεγχο υπογραφής με τις γνήσιες μεταγενέστερου και κρίσιμου χρόνου υπογραφές του φερομένου ως συντάκτη της, αποδεικνύεται η αυτή γραφική ταχύτητα, έκταση, θέση και αναλογία των γραφικών κινήσεων, τρόπου σύνδεσης των επιμέρους γραμμών τους και δομή επιμέρους γραφικών τους κινήσεων, αλλά και η ανεπιτυχής προσπάθεια παραποίησης των εν λόγω δειγματικών υπογραφών του, μέσω της μεταβολής της έναρξης, της φοράς των γραφικών κινήσεων και του σκεπτικού σύνθεσης αυτών με την προσθήκη μίας ευρείας έκτασης υπογραφικής απόληξης. Συνεκτιμωμένων τώρα των ομοιοτήτων και των διαφορών της υπό έλεγχο υπογραφής με τις ως άνω προς σύγκριση υπογραφές του αμφισβητούντος αυτήν συντάκτη τους, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω υπογραφή έχει χαραχθεί κάτω από κανονικές γραφικές συνθήκες, σε αντίθεση με τις προς σύγκριση στα έγγραφα της ανακριτικής διαδικασίας, οι οποίες αποπειρώνται απομάκρυνση και ηθελημένη διαφοροποίηση του βασικού τρόπου της δομής τους, με σκοπό την εκ των υστέρων αμφισβήτηση της.

2ο παράδειγμα (σκόπιμης αλλοίωσης): ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΥΠΟ ΕΛΕΓΧΟ

125.4 

 

ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ (σε ανύποπτο χρόνο)

125.5

ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ (σε κρίσιμο χρόνο)

125.6

125.7

Διαπιστώνεται δηλ. ότι: Η υπό έλεγχο υπογραφή χαράσσεται με ελευθερία, γραφική ταχύτητα, ρυθμό και ευελιξία χάραξης αποδεικνύοντας φυσική και πρωτογενή υπογραφή. Από την σύγκριση στη συνέχεια της εν λόγω υπό έλεγχο υπογραφής με τις γνήσιες, τόσο προγενέστερου, όσο και μεταγενέστερου και κρίσιμου χρόνου υπογραφές του φερομένου ως συντάκτη της, αποδεικνύεται ότι από την έναρξη της μέχρι το μέσον του βασικού της κορμού, χαράσσεται με τις συνήθεις γραφικές κινήσεις και με τα βασικά και εσώτερα γραφικά τους γνωρίσματα. Από το μέσον όμως της υπό έλεγχο υπογραφής έως και την απόληξη αυτής, παρατηρείται εμφανής διαφοροποίηση των γραφικών της κινήσεων σε δομή και κατεύθυνση αυτής, έτσι ώστε να παρέχει την εντύπωση -μακροσκοπικώς τουλάχιστον- μιας διάφορης γραφικής εικόνας. Η υπό έλεγχο υπογραφή όμως αποτυπώνεται με την αυτή γραφική ταχύτητα και την αυτή ελευθερία και ποιότητα χάραξης που εντοπίζεται στις προς σύγκριση υπογραφές, χωρίς κανένα εύρημα ή ένδειξη απομίμησης στη σχηματιστική της γραμμή. Αντιθέτως, συνεκτιμωμένων των ομοιοτήτων και των διαφορών της, σε σχέση με τις προς σύγκριση υπογραφές του αμφισβητούντος αυτήν συντάκτη τους, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω υπογραφή δεν έχει σκοπό την απομίμηση των αυθεντικών υπογραφών αυτού, αλλά την σκόπιμη και ηθελημένη απομάκρυνση αυτής από τον κύκλο των γνησίων υπογραφών του, έτσι ώστε να την αποποιηθεί εκ των υστέρων, πράγμα το οποίο και έκανε.

3ο Παράδειγμα (αυτοπλαστογράφησης) Στην προκειμένη περίπτωση ο συντάκτης των εξεταζομένων υπογραφών, υπογράφοντας ενώπιον προσώπου, με το οποίο συνεργαζόταν για πάνω από είκοσι χρόνια, δεν προέβη σε εμφανή δομική διαφοροποίηση αυτών, έτσι ώστε να απομακρυνθούν από τις συνήθεις υπογραφές του, αλλά τις έθεσε στα αμφισβητούμενα έγγραφα, διαφοροποιώντας ελαφρώς το εναρκτήριο άγκιστρο και επιβραδύνοντας κυρίως, την γραφική τους χάραξη. Αλλοιώνοντας έτσι, την σχηματιστική τους γραμμή και την γραφική τους ποιότητα, με συνέπεια, να δημιουργείται αρχικά τουλάχιστον, η εντύπωση ότι πρόκειται για κατασκευές ανεπιτυχούς απόπειρας ζωγραφικής απομιμήσεως γνησίων υπογραφών του, ήτοι ως:

ΥΠΟ ΕΛΕΓΧΟ ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Παρατηρούνται δηλαδή εδώ ομοιότητες σε εσώτερα γραφικά γνωρίσματα, όπως, διαστάσεις, τρόπος σύνδεσης γραμμών στα σημεία βάσης και κορυφής τους, περιεχόμενες γωνίες, κατεύθυνση γραμμών και τάσεις παραλλαγής. Ευρήματα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά και συγχρόνως να αποδοθούν συνδυαστικά με όλες τους τις ιδιομορφίες από άλλο τρίτο άτομο, πλην του ιδίου του φυσικού τους συντάκτη. Οι δε εντοπισθείσες διαφορές (μεγαλύτερος βαθμός επιμέλειας, σημεία δισταγμού, διαφοροποίηση στο σημείο έναρξης), αξιολογούνται ως συνέπειες της προσπάθειας μεταβολής των υπό έλεγχο υπογραφών από τον ίδιο τον φυσικό τους γραφικό φορέα. (περίπτωση αυτοπλαστογράφησης).

* Δικαστική Γραφολόγος, Δικηγόρος.