Ποινική καταστολή του ρατσιστικού λόγου και του ρατσιστικού εγκλήματος

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

 Ποινική καταστολή του ρατσιστικού λόγου και του ρατσιστικού εγκλήματος στην περίοδο της κρίσης

 

Αθανασιος Αποστολοπουλος*

Στην εποχή της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε οι ρατσιστικές εκδηλώσεις παρατηρούνται ιδιαίτερα αυξημένες. Στρέφονται δε πρωτίστως σε βάρος ατόμων τα οποία προσδιορίζονται με βάση την φυλή ή την εθνική καταγωγή, ενώ η αύξηση των ρατσιστικών κρουσμάτων αποδίδεται κυρίως στην μαζική είσοδο οικονομικών μεταναστών στην Χώρα.

 Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις ερείδονται σε μια υποτιθέμενη κατωτερότητα ή επικινδυνότητα της διαφορετικής εθνοτικής ομάδας και προάγουν τον εθνοκεντρισμό, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Ο «ξένος» προσλαμβάνεται ως δυνητικός εγκληματίας ή ως οικονομικός ανταγωνιστής από την κοινωνία, η οποία βλέπει την πληθυσμιακή της σύνθεση να μεταβάλλεται από έντονα ομοιογενή γλωσσικά, θρησκευτικά και εθνολογικά, σε μια κοινωνία πολυγλωσσική, πολυεθνική, και πολυπολιτισμική[1].

Οι ρατσιστικές εκδηλώσεις αποκτούν ποινικό ενδιαφέρον στην ελληνική έννομη τάξη σε δύο περιπτώσεις:

Πρώτον, στην περίπτωση κατά την οποία πληρούν την ειδική υπόσταση της «δημόσιας υποκίνησης μίσους ή βίας» σε βάρος προσώπων τα οποία προσδιορίζονται με βάση ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά[2]. Πρόκειται για την θέσπιση ενός νέου αδικήματος, το οποίο εντάσσεται συστηματικά στα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης, και το οποίο τυποποιήθηκε με τον νέο αντιρατσιστικό νόμο 4285/2014[3].

Δεύτερον, στην περίπτωση που ο δράστης της ρατσιστικής ενέργειας εμφορείται από ρατσιστικό κίνητρο για την τέλεση της πράξης του, οπότε η πράξη του, οποιοδήποτε έννομο αγαθό του παθόντος και εάν προσβάλλει, συνιστά ρατσιστικό έγκλημα κατ’ άρθρο 81Α του Ποινικού Κώδικα[4], και τιμωρείται αυστηρότερα.

Ο Έλληνας νομοθέτης αποφάσισε να λάβει μέτρα για την πρόληψη και καταστολή των διαρκώς αυξανόμενων αξιόποινων ρατσιστικών εκδηλώσεων, αλλά και προκειμένου η εθνική νομοθεσία να εναρμονιστεί με την σχετική απόφαση- πλαίσιο του 2008 για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου[5]. Στην αιτιολογική έκθεση του νέου νομοθετήματος τονίζεται ότι η ανάγκη καταπολέμησης των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας θεμελιώνεται στα δικαιώματα της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας, διότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι κοινές στα κράτη- μέλη.

  1. i) Δημόσια υποκίνηση μίσους ή βίας (άρ. 1 παρ. 1 Ν. 4285/2014)

Το εν λόγω αδίκημα τυποποιήθηκε στο άρθρο 1 του νέου αντιρατσιστικού νόμου αντικαθιστώντας την αντίστοιχη παλαιά διάταξη του Νόμου 927/1979 ο οποίος ομολογουμένως γνώρισε απειροελάχιστη εφαρμογή[6].

Το παραπάνω αδίκημα τελεί όποιος δημόσια υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων που προσδιορίζονται με βάση ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και ως εκ τούτου κρίνονται ιδιαίτερα ευάλωτα. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία, οι γενεαλογικές καταβολές, η εθνική καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, και η αναπηρία.

Δεν αρκεί όμως μόνο η πράξη της υποκίνησης, η οποία ενέχει παρότρυνση, εξερεθισμό, ενθάρρυνση, ή παρακίνηση με στόχο την επίδραση του δράστη σε αλλότρια βούληση. Θα πρέπει επιπροσθέτως η αξιόποινη υποκίνηση ή διέγερση να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να δημιουργήσει έναν συγκεκριμένο κίνδυνο για την δημόσια τάξη. Ο νομοθέτης δηλαδή τυποποίησε εν προκειμένω ένα έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης και έκρινε σκόπιμο να ερευνάται in concreto η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται.

Ωστόσο, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος το οποίο, ως προελέχθη, είναι συγκεκριμένης διακινδύνευσης, δεν αρκεί η διαπίστωση της προσφορότητας της συμπεριφοράς, αλλά επιπλέον απαιτείται να επέλθει πράγματι ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη συγκεκριμένος κίνδυνος. Θα πρέπει δηλαδή να δημιουργηθεί από την ενέργεια του δράστη κάποιος συγκεκριμένος κίνδυνος για την δημόσια τάξη, ήτοι μια κατάσταση η οποία συνιστά προστάδιο ανατροπής της εμπειρικά διαπιστώσιμης πραγματικότητας που συνιστά η ειρηνική συμβίωση των πολιτών[7].

Σκόπιμες κρίνονται δύο ειδικότερες παρατηρήσεις:

Πρώτον, κρίνεται ιδιαίτερα άστοχη η πρόβλεψη της «πρόκλησης μίσους» ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Τούτο διότι το μίσος αποτελεί μια συναισθηματική κατάσταση, ένα εσωτερικό γεγονός το οποίο διαδραματίζεται στον ψυχικό κόσμο του ατόμου[8]. Έτσι, η τυποποίησή του ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, και ειδικότερα ως ενδιάμεσο αποτέλεσμα του εγκλήματος, παραβιάζει τα όρια που χαράσσει το άρθρο 7 του Συντάγματος[9] και καταλήγει σε ανεπίτρεπτη τιμώρηση του φρονήματος. Ειδικότερα, δεδομένου ότι το άρθρο 7 του Συντάγματος επιτάσσει την ύπαρξη «πράξεως» ως απαραίτητη προϋπόθεση κάθε εγκλήματος, ο ποινικός νομοθέτης δεν μπορεί να τυποποιήσει ως στοιχείο αντικειμενικής υπόστασης ένα συναίσθημα διότι αυτό δεν αποτελεί πράξη, και ως εκ τούτου δεν έχει ποινικό ενδιαφέρον. Το μίσος ως εσωτερικό γεγονός είναι ελεύθερο, όπως ελεύθερες είναι οι σκέψεις, οι ιδέες, τα φρονήματα, οι πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι γνώσεις, τα συναισθήματα και οι διαθέσεις του ατόμου, και δεν επιτρέπεται να υπαχθεί στο πεδίο ενδιαφέροντος του ποινικού δικαίου[10].

Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του αντιρατσιστικού νόμου η «πρόκληση μίσους» ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης είναι εξαιρετικά προβληματική, αφού δεν μπορεί να τιμωρείται αυτός που προκαλεί σε άλλον ένα συναίσθημα, όπως το μίσος, όπως επίσης δεν μπορεί να τιμωρείται αυτός που δοκιμάζει ένα συναίσθημα έστω και εάν αυτό είναι αντικοινωνικό.

Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η τυποποίηση της ρατσιστικής υποκίνησης σε μίσος ή βία ως εγκλήματος συγκεκριμένης διακινδύνευσης καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την εφαρμογή της διάταξης στην πράξη. Συγκεκριμένα, για να είναι αξιόποινη η ρατσιστική υποκίνηση θα πρέπει να επέλθει ως αποτέλεσμα ο υπαρκτός κίνδυνος για την δημόσια τάξη, που είναι και το προστατευόμενο εν προκειμένω έννομο αγαθό. Θα πρέπει δηλαδή να δημιουργηθεί από την συμπεριφορά του δράστη μια έκρυθμη κατάσταση η οποία συνιστά προστάδιο ανατροπής της ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών. Με άλλα λόγια, η ρατσιστική υποκίνηση σε μίσος ή βία θα πρέπει να δημιουργεί μια επικίνδυνη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα έτοιμη να οδηγήσει στην διασάλευση της τάξης με τον πρώτο σπινθήρα[11].

Είναι αμφίβολο κατά πόσο η συγκεκριμένη τυποποίηση θα καταστήσει ευχερή την εφαρμογή του νόμου στην πράξη, ενόψει του ότι ο προϊσχύσας Ν. 927/1979 έμεινε ουσιαστικά ανεφάρμοστος, μολονότι η εκεί αξιόποινη συμπεριφορά τυποποιούνταν ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, και αρκούσε απλώς η αντικειμενική προσφορότητα της συμπεριφοράς να προκαλέσει συγκεκριμένο κίνδυνο. Πλέον, υπό το ισχύον καθεστώς, θα πρέπει να καταφάσκεται όχι μόνο η προσφορότητα της ρατσιστικής υποκίνησης να οδηγήσει στην διασάλευση της τάξης, αλλά αυτή ταύτη η δημιουργία συγκεκριμένου και υπαρκτού κινδύνου για την δημόσια τάξη.

Είναι επίσης εξαιρετικά αμφίβολο εάν η νέα αυτή αντιρατσιστική νομοθεσία θα γνωρίσει γενικά εφαρμογή στην πράξη, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο προϊσχύσας αντιρατσιστικός νόμος του 1979 στα 35 χρόνια ισχύος του δεν εφαρμόσθηκε παρά ελάχιστα[12].

Κομβική απόφαση για την εφαρμογή –ή ορθότερα την μη εφαρμογή- της αντιρατσιστικής νομοθεσίας είναι η 3/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[13]. Ο Άρειος Πάγος με την παραπάνω απόφαση επικύρωσε αθωωτική απόφαση του Εφετείου δυνάμει της οποίας απηλλάγη συγγραφέας βιβλίου με προκλητικά αντισημιτικό περιεχόμενο. Το Ακυρωτικό έκρινε ότι «δεν συνιστά προτροπή η απλή έκφραση γνώμης, επιστημονικής κριτικής, έστω και δυσάρεστης ή επικριτικής για τα μέλη μιας φυλής ή εθνικότητας» και ότι «κάθε συγγραφέας έχει την δυνατότητα να αξιολογεί, να κρίνει και να ερμηνεύει τα ιστορικά γεγονότα σύμφωνα με τις πολιτικοϊδεολογικές του απόψεις». Βέβαια, δεδομένου ότι το επίμαχο βιβλίο περιλαμβάνει περικοπές όπως «Έτσι θέλουν οι Εβραίοι διότι μόνον έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα» η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου είναι αμφίβολης ορθότητας, ενώ υπήρχε και ισχυρή μειοψηφία.

Γενικότερα, παρατηρείται μια διστακτικότητα από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές ως προς την εφαρμογή της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Έτσι και η 26/2011 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αιγίου[14] απέρριψε έγκληση που είχε υποβληθεί σε βάρος Μητροπολίτη ο οποίος κατηγορήθηκε ότι αμφισβήτησε προκλητικά την ελληνική ταυτότητα ομάδας πολιτών οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως άθεοι, χαρακτηρίζοντάς τους με ανάρτηση στο προσωπικό του blog ως άεθνους, άθεους και απάτριδες, από τους οποίους το Κράτος θα έπρεπε να αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια και να τους αποπέμψει από την Ελλάδα ως «προδότες της Πατρίδος», λόγω της μειονοτικής θρησκευτικής ταυτότητάς τους. Η Εισαγγελέας ειδικότερα έκρινε ότι ο εγκαλούμενος Μητροπολίτης «δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο που απαιτείται για την έκφραση των απόψεών του, και ολόκληρο το δημοσίευμα αποτελεί έκφραση γνώμης σύμφωνα με το άρθρο 14 του Συντάγματος».

Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η αρεοπαγιτική απόφαση όσο και η εισαγγελική διάταξη εξαίρουν ιδιαίτερα την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης[15] η οποία, όπως αναφέρεται, συνιστά ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδό της και για κάθε μεμονωμένη προσωπική ολοκλήρωση. Οι απαιτήσεις μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι ο πλουραλισμός και η ανεκτικότητα, και σε αυτό το πλαίσιο οι δημοκρατικές κοινωνίες ανέχονται ακόμα και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις.

 Εξάλλου, και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχεται ότι η ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει στο προστατευτικό πεδίο της όχι μόνο τις «πληροφορίες» ή τις «ιδέες» που γίνονται ευμενώς δεκτές ή κρίνονται μη προσβλητικές ή αδιάφορες, αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν[16]. Συνεπώς, ακόμη και ο ρατσιστικός λόγος είναι σε κάποιο βαθμό ελεύθερος.

Καταληκτικά συμπεραίνουμε ότι η ποινικοποίηση του «λόγου του μίσους» έρχεται κατ’ αρχήν σε σύγκρουση με την ελευθερία της έκφρασης και γι’ αυτό οι κυρωτικοί κανόνες θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και αυστηρά, και να εφαρμόζονται με φειδώ. Υποστηρίζεται δε –ορθώς– ότι η απόλυτη απαγόρευση έκφρασης ρατσιστικών ιδεών είναι αντισυνταγματική καθώς θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος έκφρασης, και τυχόν ποινική υπόσταση που περιλαμβάνει τέτοια απόλυτη απαγόρευση δεν θέτει καν πρωτογενώς άδικο[17]. Εξάλλου, μια τέτοια απόλυτη απαγόρευση θα συνιστούσε προσπάθεια ρύθμισης της ηθικής ζωής των πολιτών και όχι τιμώρηση αξιόποινων συμπεριφορών, υπαγόμενη έτσι στην έννοια του μοραλισμού.

 Σε κάθε δε περίπτωση ρατσιστικής εκδήλωσης θα πρέπει να γίνεται μια in concreto στάθμιση ανάμεσα αφενός στην ελευθερία της έκφρασης, αφετέρου στην απαξία που προξενεί η προσβολή ή ο κίνδυνος προσβολής του θιγόμενου εννόμου αγαθού.

  1. ii) Το ρατσιστικό έγκλημα (άρθρο 81Α ΠΚ)

Το ρατσιστικό έγκλημα ή έγκλημα μίσους (hate crime) προβλέπεται στο άρθρο 81Α, το οποίο προστέθηκε λίαν προσφάτως στον Ποινικό Κώδικα[18]. Το άρθρο 81Α ΠΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς, αλλά πάντοτε σε συνδυασμό με κάποιο έγκλημα του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, και συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή του συγκεκριμένου βασικού εγκλήματος[19]. Τιμωρείται βαρύτερα δε για το λόγο ότι το ρατσιστικό έγκλημα τελείται από μίσος λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του παθόντος, και συγκεκριμένα «από μίσος λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της αναπηρίας του παθόντος». Πριν την θέση σε ισχύ του άρθρου 81Α ίσχυε η διάταξη του άρθρου 79 παρ.3 τελευταίο εδάφιο του ΠΚ το οποίο προέβλεπε το ρατσιστικό κίνητρο του δράστη ως επιβαρυντική περίσταση της πράξης του.

Το ρατσιστικό έγκλημα δηλαδή απαιτεί κίνητρο μισαλλοδοξίας, το οποίο θα πρέπει να είναι το ουσιώδες ή έστω δεσπόζον κίνητρο του δράστη για την τέλεση της πράξης του, και δεν αρκεί απλώς να συντρέχει παραλλήλως με κάποια άλλη αιτία (λχ προσωπική έριδα δράστη και θύματος)[20].

Τα εγκλήματα αυτά είναι ιδιαιτέρως αξιόμεμπτα διότι δεν στοχεύουν να πλήξουν κάποιο συγκεκριμένο θύμα για λόγους που αφορούν προσωπικά το άτομο αυτό. Τα εγκλήματα μίσους πρωτίστως στοχεύουν να εκφοβίσουν ολόκληρη την ομάδα στην οποία ανήκει το θύμα. Πρόκειται δηλαδή για εγκλήματα- μηνύματα προς την στοχοποιούμενη ομάδα.

Σε ό,τι αφορά δε το «θύμα» ενός εγκλήματος μίσους το άτομο αυτό βιώνει θυματοποίηση εντονότερη από την συνήθη, και κατακλύζεται από αισθήματα θυμού, φόβου, κατάθλιψης. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο γνωρίζει ότι κατέστη θύμα λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τα οποία είναι μόνιμα και αμετάβλητα, και βιώνει υψηλά επίπεδα αγωνίας διότι γνωρίζει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταστεί θύμα νέας εγκληματικής πράξης λόγω των χαρακτηριστικών του αυτών[21]. Εξάλλου, όπως εύστοχα παρατηρεί και ο Κορνήλιος Καστοριάδης[22] το κύριο χαρακτηριστικό του ρατσιστικού μίσους είναι τούτο: η απαραίτητη μη- μεταστρεψιμότητα του άλλου.

 Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το ρατσιστικό έγκλημα εντάσσεται στην σκοτεινή περιοχή της εγκληματικότητας καθώς τα θύματα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και συνήθως από φόβο ή άγνοια διστάζουν να καταγγείλουν τα εγκλήματα σε βάρος τους.

Αποτελεί δε και ένα κοινωνικό παράδοξο, καθώς οι δράστες επιτίθενται για το λόγο ότι νιώθουν πως απειλούνται ατομικά από πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται σε πιο ευπρόσβλητη, τρωτή και αδύναμη θέση από τους ίδιους[23].

iii) Τελικές Σκέψεις

Καταληκτικά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για την καταστολή της ρατσιστικής υποκίνησης σε πράξεις μίσους ή βίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την προστασία των πιο αδύναμων και ευπρόσβλητων ομάδων της κοινωνίας, στο βαθμό βέβαια που η ποινική νομοθεσία δεν περιορίζει ανεπίτρεπτα την ελευθερία της έκφρασης του ατόμου και δεν τιμωρεί τον δράστη για το φρόνημά του.

Ωστόσο, η πρόληψη και καταστολή των ρατσιστικών εκδηλώσεων μέσω του ποινικού δικαίου δεν είναι αρκετή. Πρωτίστως, η λύση στο πρόβλημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας έγκειται στην προώθηση και ενθάρρυνση του δημοσίου διαλόγου[24]:

– Με την ενθάρρυνση της αποδοχής –και όχι απλά ανοχής- του διαφορετικού.

 – Με την απόρριψη στερεοτυπικών απεικονίσεων που επικρατούν για ιδιαίτερες ομάδες ατόμων όπως οι μετανάστες, οι άθεοι, οι Ρομά, οι ομοφυλόφιλοι, τα άτομα με αναπηρία κλπ.

– Με την προώθηση του πολιτιστικού πλουραλισμού.

– Με την αποδοκιμασία θεωριών περί βιολογικής προδιάθεσης μειονοτικών ομάδων στο έγκλημα ή σε εν γένει αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά.

Οι ρατσιστικές εκδηλώσεις μπορούν και πρέπει να καταπολεμηθούν, αλλά αυτό θα συμβεί μόνο εάν ο ρατσισμός εδραιωθεί στην συνείδηση της κοινής γνώμης ως παράλογος, αντικοινωνικός, και αντιανθρώπινος. Η δε συμμετοχή των πολιτών στον δημόσιο διάλογο είναι η πιο ενδεδειγμένη επιλογή για την επίτευξη αυτού του στόχου.

* Δικηγόρος – ΜΔ Ποινικών Επιστημών.

  1. Ευαγγελία Βαγενά-Παλαιολόγου, Ρατσισμός και Ξενοφοβία. Έρευνα στην Δικαιοσύνη και στην Αστυνομία. Νομική Βιβλιοθήκη 2006 σ. 8.
  2. Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 4285/2014: Όποιος με πρόθεση, δημόσια προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για την ζωή, την ελευθερία ή την σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ.
  3. ΦΕΚ Α’ 191/10-09-2014.
  4. Άρθρο 81Α ΠΚ: Εάν η πράξη τελείται από μίσος λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου, ή της αναπηρίας κατά του παθόντος, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται ως εξής: Α) Σε περίπτωση πλημμελήματος, που το προβλεπόμενο όριο ποινής ορίζεται σε δέκα ημέρες έως ένα έτος φυλάκισης, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά έξι μήνες και κατά ένα έτος στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων. Β) Σε περίπτωση κακουργήματος, που το προβλεπόμενο όριο ποινής ορίζεται σε πέντε έως δέκα έτη κάθειρξης, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη και κατά τρία έτη στις λοιπές περιπτώσεις κακουργημάτων. Γ) Το προβλεπόμενο για οποιοδήποτε έγκλημα κατώτερο όριο χρηματικής ποινής διπλασιάζεται. Η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ποινή δεν αναστέλλεται.
  5. Πρόκειται για την απόφαση- πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L328).
  6. Ο προϊσχύσας Ν. 927/1979 στο άρθρο 1 παρ. 1 προέβλεπε: Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς, είτε δια του τύπου ή δια γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδος προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων.
  7. Χρήστος Παπαστυλιανός, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελευθερίας του λόγου: Προϋποθέσεις μιας σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του ΠΚ σ. 333.
  8. Το μίσος εντάσσεται στις λεγόμενες σθενικές αψιθυμίες (sthenische Affekte) οι οποίες εκφράζουν διόγκωση- διαστολή του εγώ, και στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το μίσος, η οργή, ο θυμός, η αγανάκτηση, και η εκδίκηση. Θεωρείται δε μια μη νοσηρή, πρόσκαιρη και αιφνίδια υπερδιέγερση ενός συναισθήματος, ορμής, ή πάθους. Βλ. Χρίστος Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος Ι, Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας 2007, σ. 603.
  9. Άρθρο 7 Συντάγματος: Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης.
  10. Χρίστος Μυλωνόπουλος, ο.π. σ. 103.
  11. Ιωάννης Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης. Εκδόσεις Σάκκουλα 1994, σ. 24.
  12. Δημοσιευμένες αποφάσεις η ΟλΑΠ 3/2010, η ΝαυτΠειρ 588/2011, και η 26/2011 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αιγίου.
  13. ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010 σ. 533.
  14. 26/2011 Διάταξη Εισαγγελέα Πλημ/κών Αιγίου, ΠοινΧρ 2013 σ. 314.
  15. Άρθρο 14 παρ. 1 Συντάγματος: Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά, και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους.
  16. Βλ. ενδεικτικά αποφάσεις ΕΔΔΑ Gunduz κ. Τουρκίας της 14-06-2004 (Application No. 35071/97), Vejdeland and others κατά Σουηδίας της 09-05-2012 (Application No: 1813/07), JeanMarie Le Pen κατά Γαλλίας της 20-04-2010 (Application No: 18788/09).
  17. Μοροζίνης Ιωάννης, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης. Ερμηνευτική προσέγγιση των άρθρων 1 § 1, 2 ν. 927/1979 de lege lata και de lege ferenda με αφετηρία την ΟλΑΠ 3/2010 και την απόφαση – πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ αντίστοιχα. ΠοινΧρ 2010, σ. 452.
  18. Το άρθρο 10 του Ν. 4285/2014 (ΦΕΚ Α’ 191/10-09-2014) εισήγαγε το άρθρο 81Α στον Ποινικό Κώδικα με την ταυτόχρονη κατάργηση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 79 ΠΚ.
  19. Έτσι η συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 81Α και 361 ΠΚ συνιστά την διακεκριμένη παραλλαγή της ρατσιστικής εξύβρισης.
  20. Βούλγαρης Γεώργιος, Τα εγκλήματα μίσους. ΠοινΔικ 2010, σ. 711.
  21. Παπαγεωργίου Αναστασία, Εγκλήματα σε βάρος μεταναστών: μία θεωρητική προσέγγιση του φαινομένου. ΠοινΛογ 2008, σ. 973.
  22. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ο θρυμματισμένος κόσμος. Εκδόσεις ‘Υψιλον 1987, σ. 39.
  23. Παπαγεωργίου Αναστασία, ο.π. σ. 970.
  24. Το επιχείρημα υπέρ του δημοσίου διαλόγου διατυπώνεται κατ’ επανάληψη από Αμερικανούς θεωρητικούς. Στην αμερικανική θεωρία υποστηρίζεται ότι αν και ο ρατσιστικός λόγος έχει διαπιστωμένες βλαπτικές συνέπειες, εντούτοις αυτές δεν κρίνονται αρκετές προκειμένου να περιοριστεί η ελευθερία του λόγου. Αναφέρονται στον Durkheim ο οποίος έχει επισημάνει ότι όσο περισσότερο ο διάλογος, η έκφραση στοχασμών, και το κριτικό πνεύμα διαδραματίζουν έναν ουσιώδη ρόλο στα δημόσια πράγματα, τόσο περισσότερο το έθνος κρίνεται δημοκρατικό. Στην αμερικανική έννομη τάξη δηλαδή κρίνεται ότι η ελευθερία της έκφρασης συνιστά των πυρήνα της Δημοκρατίας, διότι μόνο μέσα από τον ελεύθερο δημόσιο διάλογο η ατομική θέληση του καθενός, μετασχηματίζεται σε συλλογική θέληση, και δημιουργείται έτσι γνήσια κοινή γνώμη, η οποία καθορίζει την λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Ο ρατσιστικός λόγος είναι επιβλαβής και πρέπει να αντιμετωπισθεί. Πλην όμως, ενόψει της καθοριστικής σημασίας της ελευθερίας του λόγου για την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η αντιμετώπιση πρέπει να συνίσταται σε περαιτέρω διάλογο και όχι σε περιορισμό του δικαιώματος ή ποινική καταστολή (Ενδεικτικά βλ. Post Robert, Racist Speech, Democracy, and the First Amendment. William and Mary Law Review (Vol. 32:267).