Πρόσβαση στη δικαιοσύνη και κρίση

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΜΜ. ΔΕΓΛΕΡΗ

Πρόσβαση στη δικαιοσύνη και κρίση

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΜΜ. ΔΕΓΛΕΡΗ*

 

Α.1. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη ή «Το δικαίωμα των δικαιωμάτων»[1] – Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

 

Μια από τις σημαντικότερες ενότητες των θεμελιωδών δικαιωμάτων, είναι και αυτή της δικαστικής προστασίας, δηλαδή της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, της αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, γιατί ουσιαστικά πρόκειται για πολύπλευρο και σύνθετο δικαίωμα, αν και στη θεωρία συχνά προσδιορίζονται ως δύο (ή και περισσότερα) επιμέρους δικαιώματα: αυτό της δικαστικής ακρόασης και αυτό της δικαστικής προστασίας[2].

Δικαίωμα αρχικά δικονομικής φύσης συνιστάμενο στην αξίωση του προσώπου να προστατεύσει τα έννομα συμφέροντά του, όταν αυτά προσβάλλονται, με προσφυγή στα δικαστήρια (αστικά, ποινικά και διοικητικά), συνδεόμενο άμεσα με το κράτος δικαίου, το θεμέλιο δηλαδή λίθο της δημοκρατίας. Γιατί από τη φύση του το κράτος δικαίου («rule of law») προϋποθέτει κανόνες που διέπουν την οργάνωση, τη λειτουργία του και τη δράση των οργάνων του, οι οποίοι (κανόνες) έχουν θεσπισθεί με δημοκρατικές διαδικασίες και που η παραβίασή τους παράγει έννομες συνέπειες, τόσο ως προς το κύρος των παράνομων πράξεων και παραλήψεων των κρατικών οργάνων, όσο και ως προς τις νομικές επιπτώσεις σε βάρος του παραβάτη[3], όπως δηλαδή το δίκαιο διαμορφώνεται και «παγιώνεται», ιδιαίτερα στην περίοδο της νεωτερικότητας, σαν «προσταγή» – κυρίαρχο στοιχείο ανάμεσα στα δημόσια προνόμιά του. Πρόκειται ουσιαστικά για τη κελσιανή θετικιστική σύγκλιση δημόσιας εξουσίας – κυριαρχίας και έννομης τάξης, («auctoritas non veritas facit legem»)[4] στο βαθμό που η παραγωγή (γέννηση) των κανόνων παρίσταται ως η ύστατη εκδήλωση της κρατικής ισχύος (Stastsgewalt)[5] , όπου Gewalt παρότι αρχικά μεταφράζεται ως βία, εντούτοις ουσιαστικά δηλώνει – σύμφωνα και με την ιδιαίτερη ανάλυση του Jacques Derrida στο βιβλίο του «Ισχύς του Νόμου»[6] («Force de loi») τη νόμιμη εξουσία, την αυθεντία της δημόσιας τάξης – εξουσίας, δημιουργώντας ουσιαστικά τη σύνδεση δημόσιας δύναμης και νόμιμης εξουσίας («Force publique»).

Στα πλαίσια αυτά της δημοκρατικής δικαιϊκής πραγμάτωσης του δικαίου – με την εμπέδωση της «κυριαρχίας του δικαίου», ουδέν δικαίωμα νοείται ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι προστατεύεται αποτελεσματικά με ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αν ο δικαιούχος του, στην περίπτωση που θίγεται, δεν μπορεί ταυτόχρονα να καταφύγει δικαστικά και να ζητήσει την προστασία του, με το δικαστικό έλεγχο, δηλαδή μέσω του «μηχανισμού της δίκης»[7].

Χωρίς τη δυνατότητα πραγματικής και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κάθε δικαίωμα παραμένει στην ουσία του «κενό γράμμα», ενώ παραμένει ως σταθερή γενική πεποίθηση, ότι η προστασία όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη δεν μετουσιώνεται σε πράξη παρά μόνο μέσω της ανεμπόδιστης άσκησης του θεμελιώδους δικαιώματος της πρόσβασης των θυμάτων των παραβιάσεών τους στο δικαστή[8].

Α.2. Το ελάχιστο περιεχόμενο του πολύπλευρου αυτού δικαιώματος στη δικαστική προστασία, όπως μετεξελίσσεται και διαμορφώνεται, περιλαμβάνει, έστω σχηματικά, τα εξής κρίσιμα στοιχεία:

Ⅰ Πραγματική δυνατότητα πρόσβασης στο δικαστήριο/ σε δικαστή

Ⅱ Με δυνατότητα έκθεσης των απόψεων

Ⅲ Με συνθήκες ισότητας και αμεροληψίας και με δίκαιη διαδικασία

Ⅳ Σε έναν ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή

V Με αποτελεσματική τη ζητούμενη δικαστική προστασία, δηλαδή: να εκδίδεται δικαστική απόφαση σε εύλογο χρόνο και με δημοσιότητα

Ⅵ Η οποία πραγματικά να προστατεύει το θιγόμενο δικαίωμα,

Ⅶ Η οποία να μπορεί να εφαρμοστεί αναγκαστικά, δηλαδή με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, μιας και αυτό είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της σπουδαιότητας της δικαστικής κύρωσης που εμπεριέχουν οι δικαστικές αποφάσεις και

Ⅷ Η οποία παρέχεται άμεσα – όταν υπάρχει προς τούτο ανάγκη – δηλαδή έγκαιρα,

Ακόμη και με προσωρινά – ασφαλιστικά μέτρα (δηλαδή δικαίωμα και προσωρινής δικαστικής προστασίας).

Αυτό είναι το εξαιρετικό στοιχείο – ίσως και τελικά δισυπόστατο της φύσης του δικαιώματος αυτού, σύμφωνα με τον ορισμό που συχνά του αποδίδεται, γιατί, πέρα από τις δικές του ιδιότητες και χαρακτηριστικά, προϋποθέτει υποχρεωτικά και τη δεσμευτική δράση όλων των λοιπών κρατικών οργάνων, που θα διασφαλίσουν την ανεμπόδιστη άσκησή του και αυτή η δισυπόστατη θεσμική φύση του «προκύπτει ευθέως από τις αντίστοιχες θεσμικές αντηρίδες που το στηρίζουν»[9], δηλαδή: το Σύνταγμα, το δίκαιο της Ένωσης και το Διεθνές Δίκαιο.

 

Α.3. Προστασία στην εθνική έννομη τάξη

Στην ελληνική έννομη τάξη, το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας θεμελιώνεται στο άρθρο 20  παρ. 1 του Συντάγματος:

«Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει».

Όπως ευθέως διαπιστώνεται και προκύπτει από την παραπάνω διάταξη το Σύνταγμα καθιερώνει το θεμελιώδες δικαίωμα δικαστικής προστασίας ως μικτού χαρακτήρα: δηλαδή ως ατομικό και ως κοινωνικό δικαίωμα, με τη βασική επισήμανση ότι πρόκειται πλέον για θεμελιώδες δικαίωμα – θεωρώντας μάλλον ξεπερασμένη τη παλαιότερη διάκριση σε ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα – με ενιαίο πλέον περιεχόμενο διότι: παρέχει στον πολίτη αξίωση ένδικης προστασίας, υποχρεώνοντας το κράτος να απέχει από την παρεμπόδιση στην άσκηση του δικαιώματος, αλλά και γιατί παρέχει και το δικαίωμα στον θιγόμενο πολίτη να απαιτήσει από την Πολιτεία προστασία και μια συγκεκριμένη παροχή – ουσιαστικά δηλαδή την απονομή δικαιοσύνης και μάλιστα «προς κάθε νοητή κατεύθυνση».

Η δικαστική προστασία που εγγυάται το Σύνταγμα πρέπει να είναι πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική. Δηλαδή να καλύπτει κάθε υπόθεση, κάθε δικαίωμα, αλλά και απλά συμφέροντα – βιοτικές σχέσεις, χωρίς διάκριση σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος ή έναντι ποιού ζητείται η προστασία («καθένας»), ενώ παράλληλα εγγυάται τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με συγκεκριμένους διαδικαστικούς κανόνες και αρχές, αλλά και κατά τους κανόνες που διέπουν το ουσιαστικό δικαίωμα, του οποίου ζητείται η προστασία[10] («έννομη προστασία»).

Η αποτελεσματική δικαστική προστασία με τη σειρά της προϋποθέτει τη διασφάλιση περισσότερων δικονομικών δικαιωμάτων, που πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπεριέχονται στην ίδια την έννοια της δικαστικής προστασίας και συγκεκριμένα:

α. τη δυνατότητα απρόσκοπτης – χωρίς παρεμπόδιση ή αποκλεισμούς – πρόσβασης στη δικαιοσύνη ( στο δικαστήριο – στον δικαστή) άμεσα και ατομικά – κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου – πολίτη ή διαμένοντα – ή και ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, εφόσον είναι φορείς δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων

β. την άμεση και έγκαιρη προστασία, μέσα από τη δυνατότητα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (ασφαλιστικά μέτρα),

γ. την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, χωρίς προϋποθέσεις («δικονομικές ή άλλες») που να καθιστούν «εν τοις πράγμασι» απαγορευτική την πρόσβαση στο δικαστήριο και με αποδεικτικούς κανόνες που δίδουν τη δυνατότητα πραγματικής ακρόασης των απόψεων από τον δικαστή [11]

δ. την εφαρμογή της απόφασης με τους θεσπισμένους από το νόμο κατάλληλους μηχανισμούς εκτέλεσης και με τη συνδρομή των οργάνων της Πολιτείας.

Να προστεθεί στο σημείο αυτό ότι η Συνταγματική αυτή διάταξη (Σ. 20 § 1) δεν μπορεί να ανασταλεί ούτε σε περίπτωση εφαρμογής νόμου για κατάσταση πολιορκίας (Σ 48 § 1), ενώ σαν συνταγματική διάταξη που καθορίζει τη «βάση και τη μορφή» του πολιτεύματος – κατοχύρωση κράτους δικαίου – δεν αναθεωρείται σύμφωνα με το άρθρο του Συντάγματος 110 § 1, ούτε βέβαια επιτρέπεται εκ των προτέρων παραίτηση.[12]

Το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας όμως δεν βρίσκει έρεισμα μόνο στη προαναφερθείσα Συνταγματική διάταξη αλλά και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την Ε.Σ.Δ.Α.

Α.4. Προστασία στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο

Το θεμελιώδες δικαίωμα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και της δικαστικής προστασίας θεμελιώθηκε και σαν γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, που στηρίχτηκε αρχικά στις «κοινές συνταγματικές παραδόσεις» των Κρατών μελών και στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρα 6 και 13) και μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας στο άρθρο 47 και συμπληρωματικά στα άρθρα 48-50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων [13].

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο- προστατεύει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και στο άρθρο 47 κατά λέξη ορίζει:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του. Σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη».

Με τα άρθρα 48-50 προστίθενται και τα εξής:

«Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης:

  1. 1. Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο.
  2. Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.

Αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών

  1. 1. Κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί για πράξη ή παράλειψη, η οποία δεν αποτελούσε, κατά τη στιγμή της τέλεσής της, αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Ούτε επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη η οποία ίσχυε κατά τη στιγμή της τέλεσης του αδικήματος. Εάν, μετά την τέλεση του αδικήματος, προβλεφθεί με νόμο ελαφρύτερη ποινή, επιβάλλεται αυτή η ποινή. 2. Το παρόν άρθρο δεν επηρεάζει τη δίκη και την τιμωρία ατόμου ενόχου για πράξη ή παράλειψη η οποία, κατά τη στιγμή της τέλεσής της, ήταν εγκληματική σύμφωνα με τις γενικές αρχές που αναγνωρίζονται από όλα τα έθνη. 3.  Η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα.

Δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη

  1. Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο».

Ειδικότερα με τα παραπάνω τέσσερα άρθρα θεσπίζεται το δικαίωμα κάθε προσώπου του οποίου παραβιάστηκαν δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύονται από το ενωσιακό δίκαιο να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου και να ζητήσει προστασία.

Ειδικότερα το δικαίωμα – όπως πλέον καταγράφεται και στα άρθρα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων περιλαμβάνει, σε σχηματική μόνο καταγραφή, τα εξής:

  1. την εκδίκαση της δίκης με τρόπο δίκαιο,
  2. δημόσια
  • εντός εύλογης προθεσμίας,
  1. από δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο,
  2. ανεξάρτητο και αμερόληπτο,
  3. με το διορισμό δικηγόρου για την υπεράσπιση και εκπροσώπηση,
  • με υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει τη δυνατότητα αυτή και σε όσους δεν έχουν επαρκείς οικονομικούς πόρους.

Όσον δε αφορά τις ποινικές υποθέσεις:

  1. αναγνωρίζεται το τεκμήριο της αθωότητας και
  2. το δικαίωμα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.
  • διακηρύσσεται η απαγόρευση επιβολής ποινής χωρίς νόμο,
  1. η εφαρμογή του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου,
  2. η επιβολή της ποινής με βάση την αρχή της αναλογικότητας και
  3. η απαγόρευση της δεύτερης δίωξης για την ίδια πράξη.

Όλα τα παραπάνω έχουν πάγια και διεξοδικά αποτυπωθεί στη νομολογία του Δ.Ε.Ε. σχετικά με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – σαν γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου – με χαρακτηριστική διατύπωση στην Απόφαση Unibet στις 13.3.2007 (C- 432/2005) (σκέψη 37), όπου κατά λέξη αναφέρεται:

  • «… Πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πράγμα που έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψεις 18 και 19 της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 14• της 27ης Νοεμβρίου 2001, C-424/99, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-9285, σκέψη 45 της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 Ρ, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. Ι-6677, σκέψη 39, και της 19ης Ιουνίου 2003, C-467/01, Eribrand, Συλλογή 2003, σ. Ι-6471, σκέψη 61) και που έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1)».

Α.5. Προστασία στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 6 & 13 Ε.Σ.Δ.Α.) [14]

Τα άρθρα 6 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. θεσπίζουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δικαίωμα που περιλαμβάνει την εκδίκαση κάθε υπόθεσης αστικής ή ποινικής φύσης:

  1. με τρόπο δίκαιο,
  2. δημόσια,
  • εντός εύλογης προθεσμίας
  1. από δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο, παρέχει εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και έχει την ικανότητα να αποφαίνεται επί των διαφορών.

Ειδικά αναφορικά με τα ποινικά αδικήματα η Ε.Σ.Δ.Α. θεσπίζει το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα άμυνας του κατηγορούμενου, που περιλαμβάνει:

  1. το δικαίωμα πληροφόρησης για την κατηγορία,
  2. το δικαίωμα της προετοιμασίας της υπεράσπισης,
  • το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου και σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας τη σχετική υποχρέωση της πολιτείας να του παρέχουν συνήγορο δωρεάν,
  1. το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων και
  2. το δικαίωμα παράστασης δωρεάν διερμηνέα, εφόσον δεν κατανοεί ή ομιλεί τη γλώσσα του δικαστηρίου.

Σαν συμπλήρωση στις προαναφερθείσες καταγραφές θα μπορούσε να γίνει δεκτό – και πάλι σχηματικά – ότι 3 είναι οι βασικοί άξονες, πάνω στους οποίους «οικοδομούνται» και νομολογιακά από το Ε.Δ.Δ.Α. οι επιμέρους εκφάνσεις της αρχής της προστασίας των δικαιωμάτων σε δίκαιη δίκη:

α. ανεμπόδιστη πρόσβαση στο δικαστήριο

β. διεξαγωγή της δίκης σε εύλογο διάστημα

γ. αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης (δηλαδή αμεροληψία – ανεξαρτησία – σύσταση με νόμο – ικανότητα να αποφαίνεται).

Ειδικά δε το άρθρο 13 ρητά διαλαμβάνει κατά λέξη ότι:

«Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των»

Και αναγνωρίζει με τον τρόπο αυτό και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίαση διεπράχθη από πρόσωπα που ενεργούν κατά την εκτέλεση των δημοσίων καθηκόντων τους, καλύπτοντας ουσιαστικά δηλαδή και το δικαίωμα προσφυγής σε περιπτώσεις διοικητικών διαφορών.

Οι διοικητικές αυτές διαφορές, αν και δεν κατονομάζονται στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης, όπως οι διαφορές αστικής και ποινικής φύσης, εντούτοις είτε ως έχουσες περιουσιακό ενδιαφέρον π.χ. διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, με συνέπεια να εμπίπτουν στην έννοια της αστικής διαφοράς, είτε ως έχουσες κυρωτικό αποτέλεσμα π.χ. διαφορές επί πειθαρχικών κυρώσεων, εμπίπτουν και αυτές (συνολικά) στο προστατευτικό πεδίο της Ε.Σ.Δ.Α.

Χαρακτηριστικά θα μπορούσε να προστεθεί ότι μέσα και από την εκδίκαση διοικητικών διαφορών το Ε.Δ.Δ.Α. διακήρυξε – σαν εξαιρετικής σπουδαιότητας στοιχείο – την «ισότητα των όπλων» («égalité des armes») σαν τη «καρδιά» της «δίκαιης δίκης», δηλαδή το δικαίωμα του ανθρώπου να «δικάζεται δίκαια» και να μην βρίσκεται σε μειονεκτική θέση ιδιαίτερα όταν αντιδικεί με τη «Δημόσια Αρχή», τονίζοντας κατά λέξη στην απόφαση του 1997, στην Υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας, ότι:

  • «η αρχή του κράτους δικαίου και η έννοια της δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 6 της Σύμβασης, αντιτίθενται στην ανάμειξη της νομοθετικής εξουσίας στη διοίκηση της δικαιοσύνης με σκοπό την άσκηση επιρροής κατά τη δικαστική επίλυση της διαφοράς (….) το κράτος, παρεμβαίνοντας με αποφασιστικό τρόπο για να προσανατολίσει, υπέρ αυτού, την επικείμενη απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ήταν διάδικος, προσέβαλε τα δικαιώματα του προσφεύγοντος που κατοχυρώνονται από το άρθρο 6». [15]

Και στα πλαίσια της «πραγμάτωσης» της δικαστικής απόφασης σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν να σημειωθεί ότι το Ε.Δ.Δ.Α. ήδη με την απόφασή του στις 19.3.1997, Υπόθεση Hornsby κατά Ελλάδος (18357/91), αλλά και στη συνέχεια με πολλές ακόμη αποφάσεις διαμόρφωσε και παγίωσε τη θέση του ότι και «η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης οποιουδήποτε δικαστηρίου πρέπει να θεωρείται συνυφασμένη με την έννοια της «δίκης» στο πλαίσιο του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.[16].

Α.6. Η –ad hoc– νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – «Το δικαίωμα στον δικαστή» («droit au juge»)

Όπως όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, έτσι και το δικαίωμα στη δικαστική προστασία θεμελιώνεται τόσο σε συνταγματικές εθνικές διατάξεις, όσο και σε διατάξεις του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου. Η δε ενσωμάτωση και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων διαφορετικής πηγής προέλευσης στην εσωτερική έννομη τάξη, γίνεται με τον ίδιο τρόπο και με βάση τις ίδιες αρχές που ήδη παραπάνω αναφέρθηκαν: την αρχή της άμεσης ισχύος, της υπεροχής και της αναλογικότητας, σε συνδυασμό και με την αρχή της ισοδυναμίας.

Όπως ήδη και προηγούμενα επισημάνθηκε, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει άμεσο αποτέλεσμα και παρέχει στους πολίτες δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να προστατεύουν. Το εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα υποχρεούται να προβλέπει τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούνται από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη (π.χ. ασφαλιστικά μέτρα), παρέχοντας διαδικασίες ικανές να οδηγήσουν πραγματικά στην προστασία τους.

Ταυτόχρονα οι Έλληνες δικαστές – σαν ενωσιακοί δικαστές – έχουν χρέος να διαφυλάξουν την ασφάλεια δικαίου που απορρέει από το άμεσο αποτέλεσμα του ενωσιακού δικαίου και που δίδει τη δυνατότητα στον πολίτη να επικαλείται τα δικαιώματα που του παρέχει το ενωσιακό δίκαιο ενώπιον του εθνικού δικαστή, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε διάταξη δικονομικού και ουσιαστικού εθνικού δικαίου, που εμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος αυτού[17].

Ειδικά για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας μπορούν να καταγραφούν τα παρακάτω βασικά νομολογιακά δεδομένα από τις αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. (κατά χρονολογική σειρά):

α.    Απόφαση Salgoil – C-13/68 στις 19.12.1968

β.    Απόφαση Johnston – C-222/84 στις 15.5.1986

γ.     Απόφαση Unibet – C-432/05 στις 13.7.2007

δ.    Απόφαση Impact – C-268/06 στις 15.4.2008

ε.     Απόφαση Åkerberg-Frannson – C-617/10 στις 26.2.2013.

Με την πλέον πρόσφατη Απόφαση Åkerberg Fransson στις 26.3.2013 (C – 617/2010) το Δικαστήριο ιδιαίτερα έκρινε τα εξής:

  • «…. το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, οφείλει να παρέχει όλα τα αναγκαία ερμηνευτικά στοιχεία για την εκτίμηση της συμφωνίας της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων τον σεβασμό διασφαλίζει (βλ. μεταξύ άλλων, κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1991, C‑260/89, ERT, Συλλογή 1991, σ. I‑2925, σκέψη 42· της 29ης Μαΐου 1997, Kremzow, C‑299/95, Συλλογή 1997, σ. I‑2629, σκέψη 15· της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑309/96, Annibaldi, Συλλογή 1997, σ.  I‑7493, σκέψη 13· της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑94/00, Roquette Frères, Συλλογή 2002, σ. I‑9011, σκέψη 25· της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑349/07, Sopropé, Συλλογή 2008, σ. I‑10369, σκέψη 34· της 15ης Νοεμβρίου 2011, C‑256/11, Dereci κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑11315, σκέψη 72, και της 7ης Ιουνίου 2012, C‑27/11, Vinkov, σκέψη 58)
  • Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη πρέπει να γίνονται σεβαστά όταν εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορούν να υφίστανται περιπτώσεις που να εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά στις οποίες να μην μπορούν να εφαρμοστούν τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα.
  • Η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη. ….. Όσον αφορά, εν συνεχεία, τις συνέπειες που πρέπει να συνάγουν τα εθνικά δικαστήρια από σύγκρουση μεταξύ διατάξεων του εσωτερικού τους δικαίου και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη, κατά πάγια νομολογία, το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal, Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψη 32, σκέψεις 21 και 24· της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑314/08, Filipiak, Συλλογή 2009, σ. I‑11049, σκέψη 81, και της 22ας Ιουνίου 2010, C‑188/10 και C‑189/10, Melki και Abdeli, Συλλογή 2010, σ. I‑5667, σκέψη 43)».

Α.7. Η προσωρινή δικαστική προστασία

Η ανάγκη παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας αποτελεί κοινή διαπίστωση στα δίκαια όλων των κρατών της ευρωπαϊκής ένωσης. Οι ειδικές συνθήκες κάθε περίπτωσης και ιδίως η βραδύτητα με την οποία διεξάγεται κατά κανόνα η διαγνωστική δίκη, δημιουργούν συχνά μη αναστρέψιμες ή δύσκολα αναστρέψιμες καταστάσεις που ματαιώνουν στην ουσία του το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθιστώντας τη τελική δικαστική κρίση αναποτελεσματική. Τις συνέπειες αυτές αποσκοπεί να αποτρέψει η προσωρινή δικαστική προστασία των ασφαλιστικών μέτρων.[18]

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Απόφαση Factortame Ι στις 19.6.1990 – Υπόθεση C – 213/1989 έχει υπογραμμίσει ότι το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να παρέχει αποτελεσματική δικαστική προστασία, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων, αναστέλλοντας ακόμα και την εφαρμογή κανόνων εθνικού δικαίου[19], εφόσον φαίνεται να διακυβεύονται δικαιώματα που παρέχονται από το ενωσιακό δίκαιο σημειώνοντας:

  • «Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει αχθεί διαφορά σχετική με το κοινοτικό δίκαιο και το οποίο κρίνει ότι το μόνο εμπόδιο για να διατάξει προσωρινά μέτρα αποτελεί ένας κανόνας εθνικού δικαίου, οφείλει να μην εφαρμόσει τον κανόνα αυτό». [20]

Ουσιαστικά για το δικαίωμα της προσωρινής δικαστικής προστασίας και τη θεμελίωση του, το Δικαστήριο με την απόφαση αυτή αποσαφήνισε, ότι για να υπάρχει αποτελεσματική δικαστική προστασία του ενωσιακού δικαίου θα πρέπει ο εθνικός δικαστής να μπορεί στην υπόθεση που έχει φθάσει ενώπιόν του και αφορά κοινοτικού δικαίου δικαίωμα, να διατάξει προσωρινά μέτρα, γιατί έτσι μόνο θα διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου[21] . Κατά λέξη δε:

  • «Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι είναι ασυμβίβαστη προς τις συμφυείς με τον χαρακτήρα του κοινοτικού δικαίου επιταγές κάθε διάταξη εθνικού δικαίου ή κάθε πρακτική, νομοθετική, διοικητική ή δικαστική, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου λόγω της μη αναγνωρίσεως στο αρμόδιο για την εφαρμογή του δικαίου αυτού δικαστήριο της εξουσίας να πράττει, κατά το χρονικό ακριβώς σημείο της εφαρμογής αυτής, οτιδήποτε είναι αναγκαίο ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών διατάξεων που εμποδίζουν ενδεχομένως, έστω και προσωρινώς, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων (προαναφερθείσα απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal, σκέψεις 22 και 23 ).
  • Πρέπει να προστεθεί ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου θα θιγόταν εξίσου αν ένας κανόνας εθνικού δικαίου μπορούσε να εμποδίσει το δικα­στήριο ενώπιον του οποίου έχει αχθεί μία διεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο διαφορά να διατάξει προσωρινά μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της προδικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί σχετικά με την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων. Εξ αυτού έπεται ότι το δικαστήριο το οποίο, υπό τις περιστάσεις αυτές, θα διέτασσε προσωρινά μέτρα, αν δεν προσέκρουε σε κανόνα του εθνικού δικαίου, υποχρεούται να μην εφαρμόσει τον κανόνα αυτό».

Αυτή η αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως συνολικά διαμορφώθηκε, «σηματοδοτεί», σύμφωνα και με τους θεωρητικούς του δικαίου, τον «πολιτειακό ρόλο της κοινοτικής δικαστικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων»,[22] μιας και ο πολίτης της Ένωσης μετατρέπεται σε παράγοντα ελέγχου της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από το Κράτος μέλος, – «επαγρύπνηση του πολίτη» – , ενώ το δικαίωμα στον δικαστή («droit au juge») καθιερώνεται σαν θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου, το οποίο δεν είναι λεκτικό εύρημα αλλά «το θεμελιώδες δικαίωμα στα θεμελιώδη δικαιώματα»[23] ή όπως σε πρόσφατη επιστημονική εκδήλωση στην Αθήνα διατυπώθηκε ότι η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη είναι: «το δικαίωμα των δικαιωμάτων».

Β.1. Τα Θεμελιώδη Δικαιώματα στη δίνη της Κρίσης

Αυτό το τελευταίο – το δικαίωμα στη δικαστική προστασία – ιδιαίτερα λόγω της κρίσης που τα τελευταία χρόνια έπληξε ολόκληρη την Ευρώπη[24] και με μεγαλύτερη οξύτητα τις χώρες του Νότου, «έχει έλθει και στο εθνικό προσκήνιο» περισσότερο από ποτέ, μάλλον όμως ως «θύμα» της κρίσης αυτής.

Ειδικά στη χώρα μας, όπου πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι τα οικονομικά προβλήματα, οι ουσιαστικά «πτωχευμένες» ελληνικές τράπεζες και η κρίση του δημόσιου χρέους είχαν σοβαρές πολιτικές, νομικές, κοινωνικές ηθικές και ανθρωπιστικές διαστάσεις, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου, βρίσκεται συνεχώς υποβαθμιζόμενο[25] με δεδομένη την ένταση της κρίσης αλλά συχνά τιθέμενο και «σκόπιμα εκ ποδών».

Πολύ πρόσφατα η Διεθνής Ομοσπονδία Ενώσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (FiDH)[26] μαζί με την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατέγραψαν στην έκθεσή τους – το 2014 – για την Ελλάδα με τίτλο: «Υποβαθμίζοντας τα Δικαιώματα: Το κόστος της λιτότητας στην Ελλάδα» τις δυσμενείς συνέπειες στο κοινωνικό ιστό της Ευρώπης αλλά και ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, καταλήγοντας σε μια κατ’ αρχήν βασική διαπίστωση:

«Η Κρίση υπήρξε ταυτόχρονα αποτυχία για την οικονομία αλλά και για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Αναλύοντας το πώς οργανώθηκε «επιτελικά» η διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και πως αντιμετωπίστηκε από το 2009 και μετά για την Ελλάδα η «Κρίση Χρέους», διαπιστώνεται ότι αυτά τελικά μόνο είχαν ή απέκτησαν προτεραιότητα σε σχέση με την όποια επεξεργασία λύσεων για να αντιμετωπισθούν οι πραγματικές αιτίες της Κρίσης. Ιδιαίτερα δε σε μια χώρα που ιστορικά δημιουργεί χρέη και συνάπτει δάνεια, ακόμη και στη διάρκεια της Επανάστασης πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η υπογραφή και η διαχείριση των οποίων αποτέλεσαν σταθερά τα εγγενή πλέον προβλήματα της όλης συγκρότησης του δημόσιου βίου της,[27] διατηρώντας έτσι ακόμη και σε όλο τον 20ο αιώνα τα «κλειστοφοβικά αντιξενικά αντανακλαστικά του 19ου αιώνα.[28]

Έτσι είδαμε (και καταγράφονται με στατιστική ανάλυση στην προαναφερθείσα έρευνα):

  1. συσταλτικές δημοσιονομικές πολιτικές
  2. περικοπές στις δημόσιες δαπάνες
  • «απογύμνωση» και περιστολή των δικαιωμάτων[29]

Οι σοβαρές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, σε μια εξαιρετικά σύντομη καταγραφή, αναμφισβήτητα ήσαν:

α. η αύξηση της ανεργίας – η αύξηση των αστέγων – οι περικοπές στην υγεία

β. μια ευρεία κοινωνική δυσαρέσκεια – με έντονες πολιτικές διαμαρτυρίας και πολλά περιστατικά βίαιας καταστολής

γ. η δυσπιστία στις Κυβερνήσεις και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών, που φαίνεται να αναζητούν καταφύγιο ακόμη και σε εξτρεμιστικές ιδεολογίες.

δ. τελικά μια ατέρμονη – διαρκής και συνεχής επαναφορά με τη συνήθη εύκολη ρητορική των πολιτικών (αναμφίβολα όχι ορθή) των θεωριών για «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», με προφανείς εσφαλμένες παραπομπές και αναφορές στις θεωρητικές αντιδικίες του μεσοπολέμου:

  • γιατί τα μέτρα «παγιώθηκαν»
  • παραγκωνίσθηκαν οι δημοκρατικές διαδικασίες
  • χωρίς έλεγχο ή λογοδοσία
  • σταθεροποιώντας μια νέα «ομαλότητα»
  • με σαφή αμφισβήτηση των κανόνων και του Κράτους δικαίου,

ε. με μια οικονομική κρίση που μετατράπηκε σε πολιτική – κοινωνική, που υποσκάπτει συνεχώς τα ανθρώπινα δικαιώματα: όπως η εργασία ή υγεία[30] ή στέγη, εκπαίδευση, αλλά και με την έξαρση φαινομένων όπως: η Αστυνομική βία με στοιχεία:

  • καταστολής
  • κατάχρησης εξουσίας
  • βασανιστήρια / απάνθρωπη μεταχείριση
  • έλλειψη πρόσβασης σε έννομη προστασία
  • παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων από αστυνομικούς
  • περιορισμό στον ρόλο των συνηγόρων
  • περιορισμό στη νομική βοήθεια
  • και με τη συνήθη ατιμωρησία τέτοιων συμπεριφορών, τόσο σε διοικητικό όσο και σε ποινικό επίπεδο

στ. και βέβαια αδυναμία του κράτους να παρέχει στα θύματα το δικαίωμα προσφυγής σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα και πρόσβαση στους μηχανισμούς της δικαιοσύνης, παράλληλα με

ζ.  την άνοδο της νεοναζιστικής απειλής για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα

Γιατί με την αυξανόμενη δυσπιστία στους θεσμούς καλλιεργήθηκε το έδαφος για διόγκωση της ξενοφοβίας και άνοδο του εθνικισμού[31] και ιδιαίτερα με την ρητορική κάποιων πολιτικών που κατηύθυνε αλλά και διακήρυσσε ότι: «θα διεκδικήσει πίσω τις ελληνικές πόλεις από τους μετανάστες». Όλα αυτά μαζί τελικά πυροδότησαν τον «αντιμεταναστευτικό» και μισαλλόδοξο λόγο, ενώ ήταν εμφανής συνολικά η «παταγώδης αποτυχία» της πολιτείας να διαχειριστεί θεσμικά τις μεταναστευτικές και ιδιαίτερα τις πρόσφατες προσφυγικές ροές.

Β.2. Πρέπει στα παραπάνω που η προαναφερθείσα έρευνα αποτύπωσε (2014) να προστεθεί πλέον και το φαινόμενο μιας νέας έντονης αρνητικής στάσης απέναντι στην Ευρώπη και την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ανάγκη σύγκλισης, όπως διαφάνηκε αλλά και καταγράφηκε με το πρόσφατο (μάλλον διχαστικό) δημοψήφισμα (7/2015), στοιχεία που καταδεικνύουν ότι έχει απαξιωθεί η κοινή ευρωπαϊκή προοπτική στη συνείδηση του μέσου έλληνα πολίτη, με κύρια ευθύνη των πολιτικών κομμάτων και μάλιστα με εντεινόμενο τον «αρνητισμό» και τον «ευρωσκεπτικισμό», δημιουργώντας μια νέα «περιχαράκωση στην εθνική ταυτότητα» «στο διαρκές – μεγαλοϊδεατικό – ανικανοποίητο» και με συνέπεια την άρνηση έως «απόρριψη» της τόσο αναγκαίας και απαραίτητης κοινής ευρωπαϊκής πορείας.

Η προβληματική λόγω και της κρίσης πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτυπώνεται χαρακτηριστικά με απλά παραδείγματα στη σχετική εισήγηση της Κλειούς Παπαπαντολέων στην ημερίδα: Το δικαίωμα των δικαιωμάτων: η πρόσβαση στη δικαιοσύνη στις 19.2.2015, όπου διατύπωσε με ενάργεια κατά λέξη και τα εξής: «…Σήμερα, για παράδειγμα, ο παθών εφόσον αρχειοθετηθεί η πράξη σε βάρος του κατηγορουμένου, αυτός θα πρέπει να καταβάλει ένα παράβολο 300,00€ – δεν συμπεριλαμβάνω μέσα την δικηγορική αμοιβή που θα χρειαστεί για να συνταχθεί η Προσφυγή – και θα πρέπει επίσης να επιμελείται και ο ίδιος και να παρακολουθεί την έκδοση – την καθαρογραφή της πράξης αρχειοθέτησης, προκειμένου να προλάβει και να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο. Αυτό σημαίνει πρακτικά διότι καταργήσαμε την κοινοποίηση στους παθόντες για λόγους οικονομίας και για λόγους ταχύτητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας άνθρωπος – ένας πολίτης ο οποίος είναι παθών, εάν δεν είναι εμμονικός με την υπόθεσή του και δεν έχει δικηγόρο ή δεν μπορεί να πληρώσει δικηγόρο δεν υπάρχει καμία περίπτωση παρά να χάσει την προθεσμία άσκησης της Προσφυγής. Δεύτερον, ήδη το είπα με έναν τρόπο, η οικονομική ασφυξία, ραγδαία αύξηση των δικαστικών εξόδων τα τελευταία χρόνια και επιβολή Φ.Π.Α στους δικηγόρους 23% στις δικηγορικές αμοιβές, η οποία μετακυλίεται στον πελάτη, σε μια περίοδο οξείας οικονομικής ύφεσης, κατέστησε για πολύ κόσμο την πρόσβαση στην δικαιοσύνη ή την συνέχιση δικών αδύνατη. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι κυρίως στις ποινικές δίκες όπου ο παθών διεκδικεί την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης και δεν αναμένει κάποιο περιουσιακό όφελος η παράσταση πολιτικής αγωγής μετατράπηκε σε περιττή πολυτέλεια. Η δωρεάν δε νομική βοήθεια που υφίσταται για τους παθόντες αφορά μόνο πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων όπως είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση ή οικογενειακή βία και σε καμία περίπτωση δεν καταλαμβάνει όλο το εύρος των αδικημάτων. Τρίτον, αλλοδαπότητα, μια ιδιότητα που δημιουργεί μια σειρά από περιπλοκότητες στην Ποινική Δίκη, είναι αυτή του αλλοδαπού ιδίως δε του παράνομου μετανάστη, όπου μπορεί βάσιμα να πει κανείς ότι με την εξαίρεση ίσως των θεμάτων trafficking τα θύματα των λοιπών εγκληματικών πράξεων που δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα, ουσιαστικά δεν έχουν πρόσβαση στην δικαιοσύνη καθώς η εμφάνισή τους ενώπιον των αρχών σημαίνει αυτόματα και την διοικητική τους κράτηση με σκοπό την απέλαση. Η πολιτεία προέκρινε και εξακολουθεί να προκρίνει τον έλεγχο της νομιμότητας παραμονής του αλλοδαπού από τον έλεγχο, την δίωξη και την τιμώρηση των δικαιωμάτων σε βάρος του. … Πρόβλημα για τους αλλοδαπούς είναι και το ζήτημα της διερμηνείας καθώς προβλέπεται μεν δικονομικά η υποχρέωση διερμηνείας και ενώπιον των δικαστικών αρχών τηρείται στις αστυνομικές όμως αρχές, όπου οι δυνατότητες είναι πιο περιορισμένες, είτε ο αλλοδαπός πρέπει να έχει μαζί του κάποιον ο οποίος θα κάνει τον διερμηνέα είτε απλώς ματαιώνεται η πρόσβαση στις αρχές. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: στην τηλεφωνική γραμμή για την αντιμετώπιση κρουσμάτων ρατσιστικής βίας μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν διερμηνείς το οποίο είναι τραγελαφικό διότι παίρνει ο Πακιστανός του μιλάει ο Έλληνας, δεν συνεννοούνται, πάει κατέρρευσε μια τηλεφωνική γραμμή».

Μόνη καταφυγή του οιουδήποτε θιγόμενου πολίτη – και δεν υπάρχει άλλη – είναι η προσφυγή στα Δικαστήρια, προκειμένου να τεθούν όρια στην προσβολή των δικαιωμάτων αλλά και να κριθεί η νομιμότητα των πράξεων της δράσης της «συν-νομοθετούσας Διοίκησης», που εκδόθηκαν αλλά και όπως προκύπτει από τα νέα δεδομένα διαρκώς θα εκδίδονται στο όνομα της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Και το υπέρτατο όμως αυτό δικαίωμα της δικαστικής προστασίας «βάλλεται» λόγω ή ορθότερα επ’ ευκαιρία της οικονομικής κρίσης. Πέρα από τον περιορισμό ή υποβάθμιση του legal aid, ιδιαίτερα για τις πιο «ευάλωτες» ομάδες, νέα αυξημένα παράβολα, αυξημένες αμοιβές, εξοντωτικά τέλη και δικαστικό ένσημο, που προδίδουν αυστηρή δημοσιονομική απόφαση και στόχευση ταμειακής είσπραξης και όχι ρύθμιση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, ταράσσουν την ισορροπία και θέτουν ζητήματα «δίκαιης δίκης».

Όπως δε το Δ.Ε.Ε. έκρινε ιδιαίτερα πρόσφατα στην Απόφαση Pringle (C- 370/2012) στις 27.11.2012, αφού προηγούμενα διαπίστωσε ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης στην άσκηση πολιτικών στο τομέα της χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης λειτούργησαν «εκτός του πλαισίου της Ένωσης»[32] διατυπώνοντας χαρακτηριστικά:

«… το μνημόνιο κατανόησης, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το κράτος μέλος που ζητεί τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας, πρέπει να συνάδει πλήρως με το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως με τα μέτρα που λαμβάνει η Ένωση στον τομέα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών».[33]

Με άλλα λόγια η δημοσιονομική κρίση εντός της ευρωζώνης δεν μπορεί να θέσει εκτός εφαρμογής ούτε το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ούτε την Ε.Σ.Δ.Α. ούτε και τους γενικά παραδεκτούς κανόνες και γενικές αρχές προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων[34] του ευρωπαίου πολίτη[35], ούτε βέβαια «είναι δυνατή η επίκληση κατάστασης ανάγκης για να ανασταλεί το Ευρωπαϊκό δίκαιο[36]».

Η «ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ» ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Η συστηματική αύξηση των εξόδων πρόσβασης στο δικαστή – Το νέο θεσμικό πλαίσιο

Γ.1. Εν μέσω της οικονομικής κρίσης που τα τελευταία έτη μαστίζει την χώρα και ενώ οι οικονομικές συνθήκες για όλους τους πολίτες χειροτέρευσαν κατά τρόπο δραματικό, ο Έλληνας νομοθέτης φαίνεται να επιδόθηκε σε μία δραματική αύξηση των δικονομικών δαπανημάτων, σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο συστηματικό τρόπο, που αναδεικνύουν – σε δεύτερη ανάγνωση – μια σταθερή δημοσιονομική κατεύθυνση και έναν «εισπρακτικό» στόχο και όχι βέβαια αυτόν της διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων, ενώ σε μια επάλληλη ανάλυση προκύπτει – ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας – η σταθερή προσπάθεια παρεμπόδισης της δυνατότητας προσφυγής στη δικαστική προστασία.

Ενδεικτικά και μόνο σαν τα σταθερά σημεία – «γεωγραφικά ίχνη» – «αποτυπώματα» της «χαρτογράφησης» αυτής, σύμφωνα με τον όρο του Michel Foucault, του τοπίου της «ακριβής» δικαιοσύνης, καταγράφονται – όπως και ανάγλυφα παρουσιάζονται μέσα από τη νομοθέτησή τους σημεία – «ίχνη» μιας συνολικής «διάταξης της γνώσης» που δημιουργούν, με τη συνάρθρωσή τους, έναν «πυκνό ιστό» («tissu epais») σχέσεων δύναμης – εξουσίας και ουσιαστικά αποτυπώνουν ένα νέο – πρώτο – λειτουργικό «χάρτη», όπου δεν εμφανίζονται πόλεις ή κάποιες πρωτεύουσες αλλά στον οποίον προέχει η χρηστικότητά του.[37]

Σε αυτή την αναζήτηση μιας άλλης γνώσης και θεατότητας, με την καθοριστική συμβολή του «χαρτογράφου» M. Foucault, το «ρητό συνέχεται με το θεατό» μιας και ο κανόνας δικαίου ανήκει στο πεδίο της «Γνώσης» δημιουργώντας ένα νέο «Πίνακα Γνώσης»[38] με τη λειτουργική συνένωση – αποτύπωση των «αποτυπωμάτων – ιχνών» αυτών, κάνοντας το βλέμμα (και) του νομικού «πιο σύνθετο».[39]

Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν – ας συνενώσουμε – αυτά τα εμφανή νομικά «ίχνη» στο προτεινόμενο αυτό διάγραμμα – «χάρτη» της «ακριβής δικαιοσύνης», που «φαίνονται» σαν «κουκίδες» του χάρτη[40] – να είναι τα εξής:

  • Με το άρθρο 22 του Ν. 3900/2010 επιβλήθηκε υποχρέωση του ασκούντος έφεση σε φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές χρηματικού αντικειμένου, να καταβάλει – επί ποινή απαραδέκτου της έφεσης – ποσοστό 50% του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, φόρου, δασμού ή τέλους και μάλιστα επί πλέον του παραβόλου 2% που ούτως ή άλλως, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., όφειλε να καταβάλει.
  • Με το άρθρο 45 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις» με το οποίο αντικαταστάθηκαν οι παρ. 2, 3, 4 άρθρ. 277 Κ.Πολ.Δ., αυξήθηκε το παράβολο για την άσκηση αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας από τα 25 € στα 100 €.
  • Το ίδιο παράβολο καταβάλλεται και για την άσκηση ένστασης των άρθρων 246 και 269 Κ.Δ.Δ. και αντένστασης κατά το άρθρο 256 Κ.Δ.Δ, ανακοπής ερημοδικίας, έφεσης, αντέφεσης, αίτησης αναθεώρησης και τριτανακοπής, ενώ επιβλήθηκε για πρώτη φορά παράβολο 25 € για την άσκηση προσφυγής κατά φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
  • Με το άρθρο 8 του Ν.3900/2010 επιβλήθηκε παράβολο 100€ για την άσκηση αίτησης ακύρωσης, υπαλληλικής προσφυγής, τριτανακοπής.
  • Με το ίδιο παραπάνω άρθρο 8 του Ν. 3900/2010 αυξήθηκαν τα παράβολα και στις διαδικασίες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και συγκεκριμένα για την κατάθεση αίτησης αναίρεσης, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης από τα 200€ το ζητούμενο παράβολο αυξήθηκε στα 250€ και για την άσκηση αίτησης ακύρωσης, έφεσης, υπαλληλικής προσφυγής, τριτανακοπής ή αίτησης αναίρεσης σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης από 50€ σε 150 €.
  • Με το νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας επιβλήθηκε υποχρέωση του ασκούντος προσφυγή σε φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές χρηματικού αντικειμένου να καταβάλει επί ποινή απαραδέκτου της προδικαστικής προσφυγής που υποχρεωτικά πρέπει να ασκήσει πριν την προσφυγή του προς το αρμόδιο δικαστήριο ποσοστό 50% του βεβαιωμένου σε βάρος του φόρου ή / και προστίμου.
  • Με τροποποίηση στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές ορίζεται σε ποσοστό ίσο με 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς και φθάνει μέχρι του ποσού των 10.000 €.
  • Με το άρθρο 30 του Ν. 3982/2011 « Απλοποίηση αδειοδότησης τεχν. επαγγελματικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων», ως προϋπόθεση της άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά των αποφάσεων της αδειοδοτούσας αρχής, που επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις σχετικά με άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις μεταποιητικές και συναφείς δραστηριότητες, θεσπίστηκε παράβολο 0,5% επί της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού ή 2,5% επί της αποθηκευτικής ικανότητας της αποθήκης και μέχρι του ποσού των 1.500€.
  • Το δικαστικό ένσημο στις υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο (ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων) επεκτάθηκε και στις αναγνωριστικές αγωγές, ενώ αυξήθηκε από ποσοστό περίπου 7 τοις χιλίοις επί του αιτούμενου χρηματικού αντικειμένου που ίσχυε προ της οικονομικής κρίσης σε ποσοστό 1,1 περίπου τοις εκατό.
  • Επιβλήθηκε για πρώτη φορά πάγιο παράβολο στην άσκηση έφεσης 200€, στην άσκηση αναίρεσης 300€ στις πολιτικές δίκες και στην άσκηση αναψηλάφησης 400 €, με εξαίρεση τις υποθέσεις διατροφής, αυτοκινητικών διαφορών και εργατικών, ως επίσης και 100€ στην αίτηση εξαίρεσης δικαστή.[41]
  • Αυξήθηκε το παράβολο για την άσκηση μήνυσης ή έγκλησης, ως και το παράβολο παράστασης πολιτικής αγωγής από 10€ σε 100€ και 50€ αντίστοιχα.
  • Επιβλήθηκε για πρώτη φορά παράβολο για την άσκηση προσφυγής κατά απορριπτικής της έγκλησης εισαγγελικής διάταξης και κατά Κλητήριου Θεσπίσματος ποσού 300€.
  • Οι ελάχιστες δαπάνες που καλείται να πληρωθούν στις περιπτώσεις ποινικών δικαστηρίων διπλασιάστηκαν στα Πταισματοδικεία, Πλημμελειοδικεία, Πενταμελή Εφετεία και Μικτά Ορκωτά Εφετεία, ενώ τριπλασιάστηκε στα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων και Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.
  • Επιβλήθηκε παράβολο για την κατάθεση αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβολικής καθυστέρησης της Δικαιοσύνης ποσού 200€. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι με τα άρθρα 53, 55 και 57 παρ. 3 Ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» προβλέφθηκε η δυνατότητα επιβολής δαπάνης υπέρ του Δημοσίου μέχρι και 1.000€ σε περίπτωση ήττας του διαδίκου κατ’ ουσίαν, η οποία μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 2.000€ σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ως προφανώς απαράδεκτης ή αβάσιμης. Βέβαια ουδεμία αντίστοιχη επιβολή δαπάνης προβλέφθηκε ή προβλέπεται κατά του Δημοσίου για τη «συμπεριφορά» του στη δίκη.

Πέραν των παραπάνω δικονομικών δαπανημάτων θεσπίστηκαν και περαιτέρω διατάξεις που στην πραγματικότητα αυξάνουν το κόστος της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη και ουσιαστικά παρεμποδίζουν την πρόσβαση στο δικαστή αλλά και αποδεικνύουν το στόχο για άμεση είσπραξη χρημάτων.

Όλως ενδεικτικά:

  • Με τροποποίηση στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υποχρεώθηκε ο διοικούμενος που ασκεί αγωγή να την επιδίδει με δικαστικό επιμελητή, προκειμένου να επέλθουν οι ουσιαστικού δικαίου συνέπειες της άσκησης αυτής.
  • Το ευεργέτημα της πενίας περιορίστηκε, ώστε να μην καταλαμβάνει πλέον τα δικαιώματα των πραγματογνωμόνων.
  • Το ποσοστό προσαύξησης κατά την είσπραξη ποσών επιβαλλόμενων σε χρήμα ποινών και ποσών που προκύπτουν από τη μετατροπή στερητικών της ελευθερίας ποινών αυξήθηκε από 97% σε 110%.
  • Αυξήθηκαν οι δικαστικές δαπάνες που επιδικάζονται από τα ποινικά δικαστήρια, ως επίσης και τα έξοδα ανάκλησης των εγκλήσεων.
  • Επιβλήθηκε Φ.Π.Α. 23% σε όλες τις αμοιβές των λειτουργούν που συνάπτονται με τη Δικαιοσύνη: δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, συμβολαιογράφων.
  • Αυξήθηκαν όλα τα τέλη (ένσημα υπέρ ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ, ΤΥΔ), ως και πολλές από τις «τιμές αναφοράς», δηλαδή τις τεκμαιρόμενες ως εισπραττόμενες αμοιβές από τους δικηγόρους, με συνέπεια την αντίστοιχη αύξηση του κόστους πρόσληψης δικηγόρου.
  • Θεσπίστηκε αμάχητο τεκμήριο νόμιμης κοινοποίησης ατομικής διοικητικής πράξης μετά την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την ημέρα αποστολής της με συστημένη επιστολή.

Όλες οι παραπάνω αυξήσεις πραγματοποιήθηκαν ευθέως δυσανάλογα με τις διαμορφούμενες «οικονομικές συνθήκες», οι οποίες στιγματίστηκαν από τη μείωση των μισθών και συντάξεων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο φορέα, την αύξηση των φορολογικών βαρών και υποχρεώσεων, την πρόσφατη επιβολή των capital controls, την αύξηση του κόστους ζωής και τη σημαντική μείωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.

Γ.2.  Και η συστηματική αποδοχή της «συνταγματικότητας» των θεσπιζόμενων δικονομικών δαπανημάτων – Το «υπέρτερο δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον»

Η συνολική όμως εικόνα του «χάρτη» είναι πολυεπίπεδη μιας και αναδεικνύει τη «συνύφανση» σχέσεων εξουσίας[42], μιας και το «κράτος στηρίζεται στη θεσμική συνένωση των σχέσεων εξουσίας[43] και γι΄ αυτό ας δούμε συναρθρωμένα και τα νομολογιακά «ίχνη» του ίδιου χάρτη.

Μέσα στις κρίσιμες συνθήκες που δημιουργήθηκαν και ιδιαίτερα για την κοινωνική συνοχή, θα περίμενε ίσως κάποιος η συντριπτική πλειοψηφία των θεσπισθέντων νέων και ιδιαίτερα υψηλών δικονομικών δαπανημάτων να κρινόντουσαν αντισυνταγματικά, προσκρούοντα στην αρχή της αναλογικότητας και στα κριτήρια που το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε στο παρελθόν θέσει: προσφορότητα, αναγκαιότητα, αναλογικότητα σε σχέση με τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες. Εντούτοις κάτι τέτοιο δε συνέβη.

Χαρακτηριστική είναι η κρίση για την περίπτωση της υποχρέωσης καταβολής του 50% του αντικειμένου της διαφοράς ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολ.), με τη με αριθμό 1619/2012 απόφασή του, έκρινε παρά τις δυσμενέστατες για το διάδικο προϋποθέσεις – ως συνταγματικά ανεκτή, με την αιτιολογία ότι:

«σκ. 7 …… Ενόψει των ανωτέρω, η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 ότι ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη, δεν αντίκειται στα άρθρα, 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α’ 256) δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή το μεν αναφέρεται σε υποθέσεις για τις οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση, αφ’ ετέρου δε διότι κατά το άρθρο 209 (Α) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που έχει προστεθεί με το άρθρο 33 του ν. 3900/2010) παρέχεται η δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης αν το ένδικο μέσο της εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο.

Ενόψει των ανωτέρω, η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται, ούτε ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από το νόμο σκοπούς δημόσιου συμφέροντος».

Σημειώνεται ότι οι επιδιωκόμενοι από το νόμο σκοποί του «υπέρτερου» δημοσιονομικού – δημοσίου συμφέροντος, στους οποίους αναφέρεται η απόφαση αυτή της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. (1619/2012) δεν είναι άλλοι από τους αναφερόμενους στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Όπως κατά λέξη δε αναφέρεται στην απόφαση:

  • «σκ. 7 …. Επειδή, κατ’ άρθρο 74 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994, Α΄ 151) οι οριστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων αποτελούν τίτλο βεβαιώσεως του φόρου που προκύπτει βάσει αυτών, με αποτέλεσμα, επί απορρίψεως της προσφυγής του φορολογουμένου, να είναι αμέσως καταβλητέο το σύνολο του φόρου.
  • Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, η κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 3900/2010 υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ένδικου μέσου της εφέσεως, αποβλέπει στο συγκερασμό «της ανάγκης άμβλυνσης των δυσμενών για το Δημόσιο συνεπειών από τη διατήρηση επί μακρό χρονικό διάστημα δικαστικών εκκρεμοτήτων στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις», καθώς και στην «αποθάρρυνση της άσκησης ένδικων μέσων με μόνο σκοπό την καθυστέρηση στην εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν την καταβολή φόρων».

Νοείται ότι είχε ήδη προηγηθεί η σοβαρότατη νομολογιακή ανάδειξη του δημοσιονομικού – ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου ως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος[44] και μάλιστα τελικά υπέρτατου και επιτακτικού[45], με την απόφαση του Σ.τ.Ε. (Ολ.) 668/2012, η οποία απόφαση όπως παρατηρήθηκε αποτελεί τη βάση του «νομολογιακού μνημονιακού corpus» που στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τις 1283-1286/2012, 1619/2012, 1972/2012, 1685/2013, 2527/2013, 2114/2014, όπου και κατά λέξη αποφάνθηκε:

  • «σκ. 35 ….. Επειδή, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα στις σκέψεις 10, 12 και 13, με τους νόμους 3833 και 3845/2010 ελήφθησαν διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περικοπή αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αφ’ ενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, η οποία, κατ’ αυτόν, είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της, και αφ’ ετέρου για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και μετά την τριετή περίοδο, στην οποία κατ’ αρχήν απέβλεπαν τα λαμβανόμενα μέτρα. Ειδικώς δε η λήψη των μέτρων του Ν. 3845/2010, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περαιτέρω περικοπή αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία συνεπάγεται, κατά τις εκτιμήσεις του νομοθέτη, τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά 2,5 περίπου εκατοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π., κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη εν όψει του ότι, κατά την εκτίμησή του, τα προγενεστέρως θεσπισθέντα με τις διατάξεις του Ν. 3833/2010 μέτρα απεδείχθησαν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της χώρας, με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στον αποφασισθέντα από τα λοιπά, πλην της Ελλάδας, Κράτη Μέλη της Ευρωζώνης ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Με τα δεδομένα αυτά, η θεσπισθείσα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών».

Πρόκειται όπως προαναφέρθηκε για την απόφαση, στην οποία ασκήθηκε έντονη κριτική[46], που μετατρέπει το ταμειακό συμφέρον του Κράτους σε «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον» ή όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε «το δημοσιονομικό συμφέρον (ενν. της απόφασης Σ.τ.Ε. (Ολ.) 668/2012) είναι στην πραγματικότητα συγκεκαλυμμένο ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου[47]», ενώ η ίδια η απόφαση άφησε μια «ρωγμή» στη σταθερή προσέγγιση της απόρριψης των «interna corporis» ζητημάτων της Βουλής – και θεώρησε ότι εν προκειμένω ελέγχεται δικαστικά η μη ψήφιση του Μνημονίου από την απαιτούμενη πλειοψηφία των τριών πέμπτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 28 § 2 του Συντάγματος, πλην όμως τελικά απέρριψε το συγκεκριμένο λόγο γιατί έκρινε ότι το Μνημόνιο δεν αποτελούσε διεθνή σύμβαση.

Με την ιδεολογική μόνο χρήση της γνωστής «καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης» – αχίλλειος πτέρνα του συστήματος – επιχειρήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν νομικές «κατασκευές» που δημιουργούν και επιβάλλουν:

«ακριβή πρόσβαση» στη δικαιοσύνη και

τεράστιο κόστος σε κάθε στάδιο της διαδικασίας

«δρακόντειες» προϋποθέσεις του παραδεκτού αλλά και του βασίμου για τη θεμελίωση της ουσίας

σταθερούς περιορισμούς στο δικαιούμενο έννομο συμφέρον

ενώ στο τελευταίο στάδιο παραμένει σταθερά ο σκόπελος του «δημοσίου συμφέροντος» με αποτέλεσμα την ουσιαστική αδυναμία πλέον του κράτους δικαίου να εγγυηθεί τη πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τη δικαστική προστασία, το θεμελιώδες δηλαδή δικαίωμα να «ακουσθεί» ο πολίτης στα όσα παραπονείται από δικαστή «ουσίας».

 

Γ.3. Σημαντικές – αν και αριθμητικά ελάχιστες – νομολογιακές διαφοροποιήσεις

Σημαντικό ενδιαφέρον τέλος παρουσιάζουν τρεις αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, όπου η διαφοροποίηση καταγράφεται με εξαιρετική ενάργεια και ειδικότερα:

Η με αριθμό 669/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την αντισυνταγματικότητα της αύξησης του τέλους του δικαστικού ενσήμου και των επ’ αυτού υπολογιζόμενων επιβαρύνσεων του Ν. 4093/2012, η οποία απόφαση στο σκεπτικό της καταγράφει κατά λέξη τα εξής:

  • «..Έτσι, με το να τίθεται εμπόδιο στην άσκηση κάθε αγωγής επέρχεται ουσιαστικά κατάλυση του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Εξάλλου, η αποτροπή άσκησης αβάσιμων αγωγών συνδέεται και με την οικονομική κατάσταση του ενάγοντος, με αποτέλεσμα όσοι έχουν τη σχετική δυνατότητα να μπορούν και μετά την αύξηση του δικαστικού ενσήμου να συνεχίσουν να ασκούν αβάσιμες αγωγές, σε αντίθεση με τους οικονομικά ασθενείς πολίτες, οι οποίοι πλέον στερούνται το δικαίωμά τους να ζητήσουν δικαστική προστασία για αξιώσεις που πράγματι έχουν. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το αβάσιμο ή μη μιας αγωγής δεν μπορεί να ελεγχθεί εκ των προτέρων με γενικά και αόριστα κριτήρια και επομένως η αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου περιορίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας γενικώς και αδιακρίτως, με αποτέλεσμα να θίγεται πλέον ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. και τις σχετικές σκέψεις της μειοψ. στην Ολ. Σ.τ.Ε. 3470/2007, NOMOS).
  • Περαιτέρω, ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη με την αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου δεν είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού της συμμετοχής των πολιτών στο κόστος λειτουργίας του θεσμού της δικαιοσύνης. Και τούτο διότι ο επί πολλές δεκαετίες υπολογισμός του δικαστικού ενσήμου σε ποσοστό 4% κάλυπτε τις λειτουργικές ανάγκες της δικαιοσύνης, χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα αύξησης του σχετικού ποσού.
  • Επομένως, δεδομένου ότι το κόστος λειτουργίας των δικαστηρίων έχει σήμερα μειωθεί κατά πολύ, λόγω της συγχώνευσης σημαντικού αριθμού Δικαστηρίων, μείωσης των αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών και των γραμματέων των Δικαστηρίων, ο υπερδιπλασιασμός του τέλους δικαστικού ενσήμου δεν κρίνεται αναγκαίος για την επίτευξη του προαναφερόμενου σκοπού.
  • Επίσης, με την αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου, υπό τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, δηλ. τη μείωση των αποδοχών όλων των εργαζομένων σε υψηλά ποσοστά, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά και το 50% και την υπέρμετρη (άμεση και έμμεση) φορολόγηση κάθε μορφής επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας, θίγεται πλέον ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος για παροχή έννομης δικαστικής προστασίας, καθώς σημαντικός αριθμός πολιτών δεν μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από το αντικείμενο της αγωγής που προτίθεται να ασκήσει. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί με επίκληση των διατάξεων των σχετικών με το ευεργέτημα πενίας ή την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, δεδομένου ότι οι διαδικασίες αυτές αναφέρονται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους, το εισόδημα των οποίων είναι κατά πολύ μικρότερο από τα όρια φτώχειας, όπως αυτά καθορίζονται διεθνώς. Πλην, όμως, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να απευθύνεται μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων, αλλά στο σύνολο των πολιτών ούτε μπορεί να απαιτηθεί από την Πολιτεία η οικονομική εξάντληση των πολιτών για να επιτύχουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
  • Η πρόβλεψη υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου είχε χαρακτηριστεί αρχικά από τη νομολογία του Αρείου Πάγου ως μέτρο με φορολογικό χαρακτήρα (βλ. έτσι και ΑΠ 624/1972, ΝοΒ (21/1973), 21). Η άποψη αυτή, όμως, προσαρμόστηκε στη συνέχεια στη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., το οποίο έκρινε ότι οι θεσπιζόμενοι κάθε φορά περιορισμοί στο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη για να είναι συμβατοί με το άρθρο 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α. πρέπει να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και να επιβάλλονται από το συμφέρον χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Όπως, όμως, ήδη αναφέρθηκε η αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου με το Ν. 4093/2012 εντάσσεται στη νομοθετική επιλογή για αύξηση της σχετικής επιβάρυνσης των πολιτών, με κύριο σκοπό την αύξηση των δημοσίων εσόδων.
  • Υπ’ αυτή την εκδοχή, επομένως, συνιστά μέτρο αντισυνταγματικό, αφού κατά την προαναφερόμενη πάγια νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας, αλλά και τη θέση του Ε.Δ.Δ.Α. δεν συνδέεται με την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και επομένως δεν αποτελεί θεμιτό σκοπό για τον περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως. Εξάλλου, μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, που θα δικαιολογούσε σε κάθε περίπτωση την παραβίαση του δικαιώματος του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Η με αριθμό 108/2014 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων η οποία έκρινε αντισυνταγματική την υποχρέωση καταβολής παραβόλου 200€ για την άσκηση έφεσης – δαπάνημα που θεσπίστηκε με το Ν. 4055/2012.

Ειδικότερα η απόφαση αυτή διέλαβε και τα εξής:

  • «Πρέπει να σημειωθεί, ότι, ναι μεν δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 παρ. 1 του νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται ατό τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το νδ 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτόκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Είναι αλήθεια, ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν στερούν από τον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ένδικων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Για να είναι όμως ανεκτές οι δικονομικές αυτές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις (ΑΕΔ 33/95 ΕλΔικ 36-571). Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 ουδεμία των προϋποθέσεων αυτών πληροί, όπως, ενόψει του οικονομικού βάρους που επιβάλλει, θα έπρεπε, για να είναι ανεκτή.

Ειδικότερα:

  • Το ποσό των διακοσίων (200) (σήμερα) ευρώ της αξίας του παραβόλου, που αξιώνει, για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της Χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού.
  • Εκτός τούτων, πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημοσίων εσόδων και συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί…».

και η ιδιαίτερα πρόσφατη με αριθμό 5.379/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ασφαλιστικά Μέτρα), όπου το Δικαστήριο διέγνωσε αντισυνταγματικότητα στις διατάξεις του άρθρου 23α του Ν. 4072/2012 – πρόκειται για το υψηλό παράβολο που απαιτείται για τη προσβολή πράξεων επιβολής προστίμου ή αποζημίωσης από την Κτηματική Υπηρεσία, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του τα εξής:

  • «Με τη διάταξη αυτή επιχειρήθηκε προφανώς η αποτροπή απερίσκεπτης άσκησης αστήρικτων ένδικων μέσων και βοηθημάτων. Πλην, όμως, είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή είναι ευθέως αντίθετη προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α., αφού η υποχρέωση προκαταβολής τόσο μεγάλου μέρους (20%) του προστίμου ή της αποζημίωσης που έχει επιβληθεί από το Δημόσιο δεν αποτρέπει απλά την απερίσκεπτη άσκηση ένδικων μέσων και βοηθημάτων, αλλά αποκλείει την πρόσβαση του οφειλέτη στη Δικαιοσύνη. Μόνη η πρόβλεψη του εκ των υστέρων συνυπολογισμού του ποσού αυτού στην τελική οφειλή δεν μπορεί να άρει την προφανή αντισυνταγματικότητα της διάταξης, καθώς το ποσοστό αυτό και το ανώτατο όριο των 30.000,00 ευρώ, που ισοδυναμεί με τον κατώτατο μισθό πέντε (5) ετών, είναι υπό τις σημερινές συνθήκες απαγορευτικό για την άσκηση των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.

Να σημειωθεί μόνο ότι παρά τη διαμορφωθείσα πάγια – νομολογία («νομολογιακό προηγούμενο»), σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης θεσπίζει – ακόμη και με αναδρομική ισχύ – πρόσθετα δαπανήματα – νέες δικονομικές προϋποθέσεις, που ουσιαστικά καταλύουν – ή παρεμποδίζουν σημαντικά – το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, εντούτοις διατυπώνονται δικαστικές κρίσεις που ερευνούν αυτές ακριβώς τις συνθήκες που σταδιακά συσσώρευσαν τα αλλεπάλληλα «μνημονικά μέτρα»[48] και χαρακτηριστικά αναφέρεται η μειοψηφούσα άποψη στην 19/2013 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, που κατά λέξη διαπιστώνει ότι:

  • «το ύψος του παραβόλου (ενν. Προσφυγής), το οποίο σήμερα ενδεικτικά απαιτεί 4-5 ημερομίσθια άλλως αντιστοιχεί στο 1/7 του (μεικτού) κατώτατου μισθού του νεοδιοριζόμενου δημόσιου υπαλλήλου, στο 1/5 του (μεικτού) μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και το 1/5 της (μεικτής) κατώτατης σύνταξης είναι κατά τη κοινή πείρα αποτρεπτικό και καθιστά από μόνο του (πολλώ δε μάλλον σε συνδυασμό με τα λοιπά δικαστικά δαπανήματα) δυσχερή έως και αδύνατη την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και δη την κατάθεση ένδικων βοηθημάτων στα πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού».[49]

Αυτή η προτεινόμενη «χαρτογράφηση», ο πρώτος δηλαδή «χάρτης» της «ακριβής» δικαιοσύνης σαν συνολικό διάγραμμα που αντιπαραθέτει τη δομή στην ιστορία, γιατί δεν «έρχεται να αναπαραστήσει έναν προϋπάρχοντα κόσμο, αλλά αντίθετα παράγει ένα νέο τύπο πραγματικότητας, ένα νέο μοντέλο αλήθειας».[50] Ακριβώς γιατί παρουσιάζει τη συναρμογή σε επιμέρους «ορατότητες» – που χωρίς να είναι κρυμμένες, εντούτοις χωρίς τη διαγραμματική παρουσίαση – τη χαρτογράφηση δεν είναι άμεσα ορατές.

Πρόκειται ακριβώς για τη συνένωση «κουκκίδων» στο χαρτί[51], που δημιουργούν παραστατικά το νέο μοντέλο της «ακριβής δικαιοσύνης», μέσα από ένα «ολιστικό ταξινομικό νομικό πλέγμα» παρουσιάζοντας μια εικόνα που επιτρέπει την ολική επισκόπηση, με μια νέα ορατότητα.

Πρόκειται τελικά για μια πρόταση συναρμολόγησης που καθιστούν ορατή μια νέα διάσταση – αυτή της «ακριβής δικαιοσύνης» που καθιστά σχεδόν αδύνατη την πρόσβαση στο δικαστή και προτείνεται, με τον χάρτη αυτό, ακριβώς σαν μια νέα ορατότητα, γιατί τελικά μόνο η «σκέψη βλέπει».[52]

 

* Δρ. Δικηγόρος, Επισκ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

  1. Βλ. και ειδική ημερίδα (http://www.cecl2.gr/index.php/el/events/meetings/ 481-2015-02-05-13-23-32) που συνδιοργανώθηκε με το θέμα αυτό από το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου και την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην Αθήνα στις 19.2.2015
  2. Βλ. Χ. Χρυσανθάκη σε «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σ. 27 επ.
  3. Βλ. Προκόπη Παυλόπουλο, «Το Δημόσιο Δίκαιο στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης», Ο οικονομικός «Λαβύρινθος», ο νεοφιλελεύθερος «Μινώταυρος» και ο θεσμικός «Θησέας», εκδ. Λιβάνη, 2013, σ. 140 επ.
  4. Βλ. και Νίκο Σκανδάμη «Κράτος, Δίκαιο και Κοινωνία στην ενοποιημένη Ευρώπη – Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις με Άξονα το Δίκαιο», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σ. 295.
  5. Βλ. και N. Bobbio, «Kelsen et le sources de Droit» Revue Internationale de Philosophie (138), 1981, 474 επ.
  6. Jacques Derrida, «Ισχύς Νόμου», – το «Μυστικιστικό Θεμέλιο της αυθεντίας», εκδ. Πατάκη 2015, σ. 19 επ.
  7. Βλ. Χ. Χρυσανθάκη, ο.π. σ. 7.
  8. Ακριβώς έτσι σε Πέτρο Στάγκο, «Η δικαστική προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην Κοινοτική Έννομη Τάξη», εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., 2004, σ. 465, με περεταίρω παραπομπές σε Rengeling (1995), σ. 1187, – De Witte (1999), σ. 932 – Dehousse (2002), σ. 32 – Mourgeon (2003), σ. 102 – Ortega (2003), σ. 10.
  9. Βλ. και Προκόπη Παυλόπουλο, ο.π., σ. 326.
  10. Βλ. Θεοδώρα Αντωνίου, «Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 401 επ.
  11. Βλ. Προκόπη Παυλόπουλο, ο.π. σ. 335 επ.
  12. Νοείται ότι δεν επιτρέπεται ούτε γενική παραίτηση και για το μέλλον, παρά μόνο επιτρέπεται ad hoc περιορισμός.
  13. Βλ. και Ευγενία Σαχπεκίδου, «Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., 2003, σ. 538 επ.
  14. Με την επισήμανση και της ιστορικής σπουδαιότητας συνολικά του ρόλου της Ε.Σ.Δ.Α. στην διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και τη ρητή αναφορά στο άρθρο 6 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου κατά λέξη ορίζεται: «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών……». Για τη πολύμορφη αξιοποίηση της Ε.Σ.Δ.Α. στο πλαίσιο των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου βλ. αναλυτικά και Π. Στάγκο «Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη», εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., 2004, σ. 35 επ.
  15. Βλ. και Στάγκο, ο.π., σ. 170 επ. και απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. – 1997, Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος, παρ. 37
  16. Στην απόφαση αυτή στη σκέψη 40 (κατά λέξη στο αγγλικό κείμενο) αναγράφεται: «Execution of a judgment given by any court must therefore be regarded as an integral part of the “trial” for the purposes of Article 6 (art. 6)» Βλ. και Ιωάννη Συμεωνίδη, σε Δίκη 34, 2003, σ. 1234
  17. Βλ. Χρήστο Παπαδημητρίου, Τρόποι διείσδυσης του κοινοτικού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2010, σ.50
  18. Βλ. και Κράνη, σε Κεραμεύς/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εισαγ. στα άρθρα 682-738, παρ. 5.
  19. Βλ. και Απόφαση Δ.Ε.Ε. στις 22.6.2010 Aziz Melki – Sélim Abdeli (συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-188/10 και C-189/10)
  20. Υπόθεση Factortame, C-213/89, σκ. 23
  21. Βλ. Χ. Χρυσανθάκη, ο.π. σ. 218 και Πρ. Παυλόπουλο, «Οι εγγυήσεις του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 1993, σ. 91, επ.
  22. Βλ. και Π. Στάγκο, οπ. σ. 305 επ.
  23. Βλ. Συνέδριο Κοινοτικών Δικαστών που διοργανώθηκε από το Π.Ε.Κ. στις 19.10.1999 σε Π. Στάγκο, ο.π. σ. 306.
  24. Μιας ευρωπαϊκής κρίσης που ήρθε σαν συνέχεια της παγκόσμιας – τραπεζικής αρχικά κρίσης, μετά τη κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις Η.Π.Α. Σαν χρονικά και νομικά ορόσημα πρέπει να θεωρήσουμε αρχικά τη κατάργηση του νομοθετήματος Glass – Steagall Act από το Κογκρέσο το 1999 και στη συνέχεια το ξεκίνημα της τραπεζικής ολέθριας κρίσης με τη πτώχευση της Lehman Brothers
  25. Με αφορμή τη κρίση και το πώς «φτάσαμε στο χείλος της αβύσσου» ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος στο βιβλίο του «Ποια Δημοκρατία για την Ελλάδα μετά τη Κρίση ;» Εκδόσεις Πόλις, 2013, σ. 11 επ. εύστοχα παρατηρεί: … «Κατάλαβα ότι δεν αρκεί, όπως παλιά, να καταγγέλλει κανείς τα κακώς κείμενα, για να έχει τη συνείδησή του ήσυχη. Αισθάνομαι όλο και περισσότερο ότι οφείλω να υπερασπιστώ εξίσου τα «βασικά» της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, τα οποία τόσο επιπόλαια συνειδητά ή ασυνείδητα μας καλούν να παραβλέψουμε, για να κατανοήσουμε τάχα έναν κόσμο που πράγματι αλλάζει».
  26. FiDH – International Federation For Human Rights – Paris – France www.fidh.org
  27. Βλ. και Λένα Διβάνη ,«Η ύπουλος θωπεία, Ελλάδα και Ξένοι, 1821 -1940», εκδ. Καστανιώτη 2014, σ. 52 επ.
  28. «Μεταξύ 1879 και 1890 συνάφθηκαν έξι εξωτερικά δάνεια ονομαστικής αξίας 630.000.000 δραχμών, υποτιμημένα ωστόσο κατά 30% λόγω μη φερεγγυότητας της Ελλάδας», Λένα Διβάνη ο.π. σ. 58.
  29. Μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ε.Δ.Δ.Α. για παραβίαση των άρθρων 2 και 3 (δικαίωμα στη ζωή και απαγόρευση βασανιστηρίων) δέκα φορές στις εξής υποθέσεις: Μακαρατζής κατά Ελλάδος (2004), Καραγιαννόπουλος κατά Ελλάδος (2007), Celniku κατά Ελλάδος 2007, Λεωνίδη (2009), Μπέκος – Κουτρόπουλος (2005), Mhn Ghassan Alsayed Allaham (2007) Zelilof (2007), Πετρoπούλου (2007) Galotskin (2010) Στεφάνου (2010). Βλ. και Έκθεση 2004 της FiDH σ. 51 επ.
  30. Π.χ. επανεμφάνιση μετά από 40 χρόνια ελονοσίας στην Ελλάδα – πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Lancet – και έξαρση μολυσματικών ασθενειών. Βλ. και Έκθεση FiDH σ. 31 επ.
  31. Ενώ δημοσιεύματα και έρευνες της ίδιας περιόδου ιδιαίτερα και για την δικαστική εξουσία, «για τη πλημμελή» λειτουργία της διάκρισης των εξουσιών εισφέρουν κρίσιμα στοιχεία και απόψεις για την «δικαιοπολιτική ερμηνεία» της Δικαιοσύνης, στοχεύοντας ιδιαίτερα «όχι στην αποκάλυψη και εδραίωση ακροδεξιάς πολιτικής κουλτούρας και ιδεολογίας αλλά και στην ανίχνευση τέτοιων ιδεών, οι οποίες στην Ελλάδα παρόλο που προνομιακά εκφέρονται από την ακροδεξιά είναι τόσο διάχυτες που επιτρέπουν σε κάποιον και τις συμμερίζεται, χωρίς να αισθάνεται – ή και να υποπτεύεται ακόμα – ότι είναι ακροδεξιός». – Βλ. αναλυτικά σε Δ. Χριστόπουλο (επιμ.): Το «βαθύ Κράτος» στη σημερινή Ελλάδα, Αστυνομία – Δικαιοσύνη – Στρατός – Εκκλησία, εκδ. Νήσος, 2014 – Η πολιτική διακύβευση της χαρτογράφησης του ακροδεξιού εξτρεμισμού στο ελληνικό κράτος, σ. 17 επ.
  32. Υπόθεση Thomas Pringle vs Government of Ireland (C – 370/12)
  33. Δ.Ε.Ε. 27.11.2012, C-370/12 (Pringle), σκ. 174.
  34. Σύμφωνα δε με τη Σύσταση του Δεκεμβρίου 2011 της Ε.Ε.Δ.Α. υπενθυμίζεται ότι «σύμφωνα με τις Συνθήκες της Ένωσης, το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν το θεμέλιο – λίθο της Ένωσης. Οι οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι της Ένωσης είναι αλληλένδετοι. Δεν υπάρχει διέξοδος από την κοινωνικο –οικονομική και πολιτική κρίση που μαστίζει όλη την Ευρώπη – δεν υπάρχει μέλλον για την Ένωση – χωρίς εγγύηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων» …… και «απαιτείται άμεση συστράτευση όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων προς διάσωση των αξιών που στηρίζουν τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό».
  35. «Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η «ηθική πηγή» απ’ όπου τροφοδοτούνται τα περιεχόμενα όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων ….. που γίνονται κατανοητά ως διεθνείς κανόνες που προστατεύουν και εξασφαλίζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα συμφέροντα, επιτρέποντας στα άτομα να λειτουργούν ως μέλη της κοινωνίας των πολιτών», Βλ. Γιούργκεν Χάμπερμας «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», εκδ. Πατάκη 2012, μεταφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, σ. 22, 46-47, 53 και σε Χρ. Βάντζο σε Εφημ.Δ.Δ. 3/2013, σ. 433 επ.
  36. Βλ. και Andrea FisherLescano, «Ανθρώπινα Δικαιώματα σε καιρούς λιτότητας», εκδ. Ποταμός 2014, σ. 163 επ.
  37. Βλ. και G. Deleuze: «Michel Foucault Un nouveau cartographe», Critique 1975, σ. 1223-26, βλ. και Ν. Σκανδάμη ο.π. σ. 364.
  38. Βλ. και Νίκο Σκανδάμη, ο.π. σ. 366-367.
  39. Βλ. και Νίκο Σκανδάμη, ο.π. σ. 383.
  40. Βλ. και Benedict Richard Anderson, «Φαντασιακές Κοινότητες», εκδ. Νεφέλη 1997, σ. 254.
  41. Η μεγάλη αύξηση του παραβόλου της έγκλησης κρίθηκε και αυτή συνταγματική με τη με αριθμό 4789/2014 απόφαση του Σ.τ.Ε. (Τμ. Β΄), «γιατί ανάμεσα σε άλλα «η αύξηση στο ποσό των 100€, που εισήχθη με την επίδικη ρύθμιση προς αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού (ενν. υπερφόρτωση των δικαστηρίων με καταχρηστικά ή αβάσιμα βοηθήματα) είναι μεν μεγάλη, όχι όμως τέτοιου ύψους, ώστε να παρεμποδίζει ουσιωδώς και μάλιστα κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητος, το δικαίωμα ακροάσεως, ενόψει του ότι για τον μέσο πολίτη, η υποβολή μήνυσης δεν αποτελεί κατά κοινή πείρα ιδιαίτερα συχνή πρακτική» σκ. 10 .
  42. Βλ. και Frédéric Gros, «Michel Foucault» P.U.F. και για τα ελληνικά, εκδ. Νήσος 2007, σ. 95
  43. Βλ. και M. Foucault, «Volonté de Savoir», εκδ. Gallimard Paris 1976, (119-120-127) και Ν. Σκανδάμη ο.π. σ. 353
  44. Τελικά υπερίσχυσε η «σύγχυση» που είχε εντοπίσει και διατυπώσει προ ετών ο Κώστας Μπέης για «το συμφέρον του Δημοσίου ως δημόσιο συμφέρον».
  45. Για τις «αρνητικές επιπτώσεις» στο θεσμικό πεδίο της ανάδειξης του «ταμειακού» συμφέροντος του Δημοσίου σε «δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον» Βλ. αναλυτικά σε Προκόπη Παυλόπουλο.
  46. Βλ. και Προκόπη Παυλόπουλο, ο.π. σ. 249 επ.
  47. Ακριβώς έτσι σε Προκόπη Παυλόπουλο, ο.π. σ. 250
  48. Βλ. και Ακρίτα Καϊδατζή, «Η συμβολή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στην εξέλιξη του διοικητικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα», σε Εφημ.Δ.Δ. 2/2014, σ. 208 επ.
  49. ΔΠρΚορ 19/2013 σκ .5.
  50. Gilles Deleuze «M. Foucault» – Στο κεφάλαιο για το Μ.Φ. «Ένας νέος χαρτογράφος» με βάση το Surveiller et Punir – Les editions de Minuit (1986) και στα ελληνικά εκδ. Πλέθρον 2005, σ. 70 επ.
  51. Thongchai Winichakul, «Siam Mapped» Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Σύδνεϋ 1988, Βλ. και Benedict Anderson, ο.π. σ. 269.
  52. Βλ. Gilles Deleuze ο.π. «Οι ορατότητες δεν ορίζονται μέσω της όρασης, αλλά συνιστούν συμπλέγματα ενεργημάτων και παθημάτων, δράσεων και αντιδράσεων, πολυαισθητηριακά συμπλέγματα που αναδύονται στο φως. Όπως επισημαίνει ο Magritte σε μια επιστολή του προς τον M. Foucault «μόνο η σκέψη βλέπει και μόνο αυτή μπορεί να περιγραφεί μέσω της όρασης», σ. 105-106. Πρόκειται σύμφωνα με τον Didier Eribon («M. Foucault» edit. Flammarion, 1989) «για μια επιστολή που άγγιξε ιδιαίτερα τον M. Foucault, αμέσως μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του «Οι λέξεις και τα πράγματα», όπου στο φάκελο μαζί με την επιστολή ο Rene Magritte είχε εσωκλείσει και μια σειρά σχεδίων του, με παρατηρήσεις για τις έννοιες της ομοιότητας και της προσομοίωσης, (στα ελληνικά Didier Eribon, «Michel Foucault Φιλόσοφος, Δανδής και Ταραξίας», εκδ. Lector, 2009, σ. 225».