Σκέψεις για τη Σχέση των Πολυεθνικών Εταιριών με την Αντεγκληματική Πολιτική των Κρατών

ΜΑΝΟΣ Μ. ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Σκέψεις για τη Σχέση

των Πολυεθνικών Εταιριών

με την Αντεγκληματική Πολιτική

των Κρατών

 

ΜΑΝΟΣ Μ. ΤΕΧΝΙΤΗΣ*

Περίληψη

H εισήγηση επιχειρεί να εξετάσει κάποια ζητήματα που αφορούν στη σχέση των πολυεθνικών εταιριών με την αντεγκληματική πολιτική των κρατών και κατά πόσον και με ποιους τρόπους οι πρώτες επηρεάζουν τη δεύτερη έμμεσα ή άμεσα. Στο πρώτο μέρος γίνεται αναφορά στους τρόπους κύριους τρόπους παρέμβασης – επιρροής (lobbying – διαφθορά) ενώ στο δεύτερο μέρος παρατίθενται και σχολιάζονται απτά παραδείγματα από τη δράση των πολυεθνικών και της αντιμετώπισής τους από την Πολιτεία. Στο τρίτο μέρος, εξετάζονται οι επεμβάσεις που δέχονται οι αντεγκληματικές πολιτικές των κρατών από διεθνείς επενδυτικούς θεσμούς όπως είναι οι Διμερείς Συμφωνίες Επενδύσεων, η επενδυτική διαιτησία και η συμφωνία TTIP μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α.

Λέξεις Κλειδιά: Πολυεθνικές, Αντεγκληματική Πολιτική, Lobbying, Διαφθορά, Διμερείς Συμφωνίες Επενδύσεων, Διαιτησία, ΤΤΙP

To ζήτημα της επιρροής των πολυεθνικών εταιριών στην αντεγκληματική πολιτική των κρατών αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, επιστημονικά ένα θέμα taboo. Ελαχιστότατες είναι οι βιβλιογραφικές πηγές, μιας και μια τέτοια έρευνα έρχεται σε κόντρα με την “ατσαλάκωτη” εικόνα που με μόχθο αυτές σφυρηλατούν μέσα από τη διαχείριση αντίληψης[1], αλλά και στην πολιτικοοικονομική ιδέα της ελεύθερης αγοράς και της δυτικής δημοκρατίας[2].

Ειδικότερα, στο πλαίσιο του δεύτερου κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι με βάση αυτή την ιδέα, η παρέμβαση των πολυεθνικών στη νομοθεσία και εν γένει στην πολιτική αποτελεί δικαίωμά τους ως ομάδες πίεσης και μέσω της εκπροσώπησης οργανωμένων συμφερόντων[3] και επιρροής.

Και γιατί λοιπόν οι πολυεθνικές να επιθυμούν να νομοθετούν; Διότι όπως εξηγεί και η Lisa H. Newton, καθηγήτρια φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια Fairfield και Yale, μεταξύ της κοινωνικής φιλοσοφίας και των υποστηρικτών της ελεύθερης αγοράς, αυτός που πάντα βρίσκεται στο ενδιάμεσο είναι ο νομοθέτης. Αφ’ ής στιγμής μια εταιρία έχει σκοπό της τη συνεχή άνοδο των κερδών της, θα κάνει ό,τι μπορεί για να τον επιτύχει κυρίως με νόμιμα μέσα. Ο νομοθέτης λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος καλείται ανά πάσα στιγμή να θέσει, νομικά τα όρια δράσης μιας εταιρίας στο κυνήγι του κέρδους[4].

Ο πρώτος τρόπος, λοιπόν, που οι πολυεθνικές “πιέζουν για νομοθεσία είναι μέσω του λεγόμενου “lobbying”. Πράγματι το λόμπιγκ (lobbying) ως μέθοδος πίεσης είναι ευρέως διαδεδομένη στο δυτικό κόσμο και ορίζεται ως η δραστηριότητα με την οποία επηρεάζεται η διαδικασία θεσμοθέτησης (policy process) ή ακόμα καλύτερα η διαδικασία που σκοπό έχει να επηρεάσει τις δράσεις μιας κυβέρνησης[5]. Μόνο στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ δραστηριοποιούνται πάνω από 10.000 επαγγελματίες λομπίστες (lobbyists) με κύριους πελάτες τους πολυεθνικές εταιρίες όπως η Microsoft, η Citigroup κ.α[6]. Ακόμα, είναι ευρέως γνωστό ότι αρκετοί από αυτούς που απασχολούνται στο lobbying είναι δικηγόροι ή του νομικοί, ενώ οι πιο περιζήτητοι έχουν την ιδιότητα του πρώην πολιτευόμενου όπως είναι o Robert Walker πρώην γερουσιαστής των ΗΠΑ επί 20 συναπτά έτη και συνιδιοκτήτης μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες Lobbying στην Αμερική[7].

Ένα, λοιπόν, από τα είδη[8] του lobbying, είναι και η επιρροή με σκοπό τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι το λεγόμενο Public Policy Lobbying[9] που στα ελληνικά θα μπορούσε να μεταφραστεί ως παρέμβαση στην εθνική πολιτική (κατ’ άλλους μεταφράζεται ως θεσμική παρέμβαση[10]) -Ο ομιλών είναι μέλος μιας τέτοιας ομάδας παρεμβάσεων, όχι φυσικά εκπροσωπώντας πολυεθνική, αλλά της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Νέων Επιχειρηματιών- . Το Public Policy Lobbying με τη σειρά του χωρίζεται σε διάφορους κλάδους, ή αν το θέλει κανείς είδη δραστηριοτήτων, όπως είναι η άσκηση νομοθετικής επιρροής (Legislative Lobbying)[11] που στοχεύει στο να επηρεάσει το εκάστοτε νομοθετικό σώμα και το νομοθέτη και να ασκήσει επιρροή στην αντίληψη του κοινού (Grassroot Lobbying)[12] και στους πολίτες -όπου είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι στη φαρέτρα που διαθέτει χρησιμοποιεί και τα ΜΜΕ. Τέλος ένα άλλο είδος Lobbying είναι το Executive Lobbying[13] που επιχειρεί να επηρεάσει τους εκάστοτε αξιωματούχους, συνήθως κυβερνητικούς (υπουργούς, υφυπουργούς, γραμματείς κ.ο.κ.).

Ένας άλλος, παράλληλος ενδεχομένως, τρόπος επιρροής είναι μέσω της διαφθοράς, η οποία σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται να κρίνεται αποτελεσματικότερη σε σχέση με το lobbying[14] ή άλλους τρόπους ενώ είτε ασκείται από τις ίδιες τις εταιρείες είτε σε ελάχιστες περιπτώσεις μέσα από τους ίδιους τους λομπίστες[15]. Για να διευρύνουμε γεωγραφικά τον ορισμό της διαφθοράς θα χρησιμοποιήσουμε αυτόν της Διεθνούς Διαφάνειας κατά την οποία διαφθορά είναι “η κατάχρηση της εμπιστευόμενης εξουσίας για προσωπικό όφελος”[16], η οποία μάλιστα προβαίνει σε περαιτέρω διαχωρισμό της σε μεγάλη (grand), μικρή (petty) και πολιτική (political διαφθορά)[17]. Αυτή η κλιμάκωση (δηλαδή grand και petty) δεν αφορά μόνο οικονομικά μεγέθη αλλά και τη θέση αυτού που διαφθείρεται ή δωροδοκείται, με αποτέλεσμα να θεωρείται μεγάλη μια διαφθορά που εμπλέκει μεγάλους κυβερνητικούς αξιωματούχους ή βουλευτές[18]. Θα ήταν πράγματι ενδιαφέρον να μπορούσαμε να αναφερθούμε σε έναν ευθύ ορισμό που έχει προσφερθεί από ένα υπερεθνικό οργανισμό, ωστόσο ούτε η Διεθνής Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη Διαφθορά[19] ούτε η αντίστοιχη του ΟΟΣΑ[20], ούτε η Ποινική Σύμβαση για τη Διαφθορά του Συμβουλίου της Ευρώπης[21] προσφέρουν ρητά στα κείμενα τους κάποιον τέτοιο. Σημειωτέον ωστόσο ότι και για τους τρεις προαναφερθέντες οργανισμούς η διαφθορά περιλαμβάνει και τη δωροδοκία η οποία είναι έννοια στενότερη της πρώτης[22].

Ακόμη, ένας ακόμα τρόπος που ακροβατεί μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, από θεωρητική, εγκληματολογική, ηθική αλλά και νομοθετική σκοπιά είναι η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από ιδιώτες και η εκάστοτε νομοθεσία που τη συνοδεύει[23].

Οι πράξεις, δε, αυτές (διαφθορά, δωροδοκία κ.α.) συνδέονται και με αυτό που στην αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία καλείται elite deviance και στα ελληνικά αποδιδόμενη ως η παραβατικότητα της ελίτ. Αυτή αφορά παραβατικές πράξεις που γίνονται από άτομα της ανώτατης κοινωνικοοικονομικής τάξης και εργάζονται για μεγάλες εταιρίες και περιλαμβάνουν εκτός άλλων “πράξεις οικονομικής κυριαρχίας”[24].

Αναφερόμενοι, τώρα, σε κάποια απτά παραδείγματα, μπορούμε να ξεκινήσουμε από την Monsanto, μια από τις μεγαλύτερες Πολυεθνικές στον κλάδο των τροφίμων και της γεωργίας[25]. Στο διακριθέν βιβλίο της, “Ο Κόσμος Σύμφωνα με τη Monsanto”, η βραβευμένη Γαλλίδα Δημοσιογράφος Marie-Monique Robin, παρουσιάζει μια – λίγο πολύ γνωστή – ιστορία που αφορά τον γενετικά τροποποιημένο σπόρο καλαμποκιού ΜΟΝ 863. Τον Αύγουστο του 2002 η Monsanto υπέβαλλε στις Γερμανικές Αρχές αίτηση για άδεια κυκλοφορίας του σπόρου στην ευρωπαϊκή αγορά. Η Γερμανική επιτροπή εξέδωσε αρνητική απάντηση μεταβιβάζοντας το φάκελο στις αρμόδιες επιτροπές των άλλων κρατών μελών για γνωμοδότηση με σκοπό τελικά αυτός να καταλήξει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων. Η Γαλλική επιτροπή επίσης εξέδωσε αρνητική απάντηση, όχι επειδή είχε υπερβολική αντίσταση στα αντιβιοτικά λόγω DNA όπως είχε κρίνει η γερμανική επιτροπή, αλλά επειδή εντόπισε σημαντικές παραμορφώσεις σε ποντίκια που είχαν τραφεί με το καλαμπόκι. Ωστόσο, όταν ο φάκελος έφθασε στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων η απάντηση ήταν θετική, λέγοντας πως οι παραμορφώσεις που προκλήθηκαν (στο συκώτι) είναι ελάσσονος σημασίας και άρα ο σπόρος μπορούσε να πάρει άδεια σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 178/2002[26].

Ένα άλλο παράδειγμα που καταδεικνύει πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στις πολυεθνικές η νομοθεσία είναι και το ακόλουθο. Η εταιρία “Allied Chemicals” με έδρα τη Virginia των ΗΠΑ παρήγαγε το χημικό “kepone” το οποίο χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Στα πλαίσια αυτά “ξεφορτώθηκε” μεγάλες ποσότητες χημικών λυμάτων στον ποταμό “James” με αποτέλεσμα το ψάρεμα στον ποταμό να αποκλειστεί για 13 ολόκληρα χρόνια. Τελικά εκλήθη να καταβάλει ως πρόστιμο το ποσό των 5 εκατομμυρίων δολαρίων με την προϋπόθεση να δημιουργήσει στο μέλλον ένα κεφάλαιο με 8 εκατομμύρια δολάρια που θα διαχειρίζεται μια τοπική επιτροπή και τα οποία θα επενδυθούν για περιβάλλον. Ο δικαστής που επέβαλλε το πρόστιμο δε δέχθηκε ότι το Δ.Σ. της εταιρίας μόλυνε το περιβάλλον δολίως, ενώ η αντίστοιχη επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, την ίδια στιγμή δέχθηκε το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή η Εταιρία δεν ενημέρωσε τους επενδυτές της ότι εν γνώση της μόλυνε το περιβάλλον[27].

Απλά σκεπτόμενοι, και με βάση τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής[28], όταν οι ποινικές κυρώσεις έναντι των εταιριών όταν επιβάλλονται είναι χρηματικές, τότε για αυτές, η απόφαση το αν θα παρανομήσουν ή όχι, προκύπτει απλώς από μια αφαίρεση, – και αν όχι από μια μελέτη οικονομικού ρίσκου.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να μην είναι πάντα εύκολο να αποδείξουμε την επέμβαση των πολυεθνικών στην αντεγκληματική πολιτική -ιδίως τη νομοθετική-, αντιλαμβανόμαστε όμως εύκολα ότι, εφόσον η νομοθεσία αυτή στην ουσία επηρεάζει την παραγωγή και δη τη διείσδυση τους στην κάθε αγορά (το λεγόμενο market penetration[29]) τότε είναι προφανές ότι θα κάνουν ότι μπορούν για να προσαρμοστούν ή να προσαρμόσουν τις συνθήκες προς όφελος τους. Μια ένδειξη αυτό είναι και το γεγονός ότι πάλι στην κατηγορία των εντομοκτόνων, μπορεί σε μια χώρα να επιτρέπεται η παρασκευή αλλά να απαγορεύεται η χρήση. Έτσι, στις ΗΠΑ για κάποια εντομοκτόνα απαγορεύεται η χρήση αλλά επιτρέπεται η παρασκευή και εξαγωγή τους για να καταλήξουν αυτά ως προϊόν σε τρίτες χώρες στις οποίες αυτό μπορεί να πουληθεί[30].

Παρατηρούμε σε αυτό την υποκρισία του Αμερικανού νομοθέτη ή στην καλύτερη περίπτωση την ασάφεια με την οποία αυτός καθορίζει την αντεγκληματική του πολιτική, εφόσον για όσα μεν ενδιαφέρεται επιβάλλει υπερεθνικά το ηγεμονικό δίκαιο του[31], για όσα μεν δεν έχει συμφέρον αλλά παρόλα αυτά υπόκεινται στην άμεση (και όχι υπερεθνική) σφαίρα επιρροής του δεν φροντίζει να λάβει τα αντίστοιχα μέτρα.

Περισσότερο βίαιη είναι η περίπτωση της Chevron (πρώην Texaco) στη Νιγηρία. Στα πλαίσια της διύλισης πετρελαίου στο Δέλτα του Νίγηρα, δεκάδες άνθρωποι βρήκαν το θάνατο όταν δέχθηκαν τα πυρά του ιδιωτικού στρατού της Chevron (Group 4 Security)[32] που φυλούσε τις εκεί εγκαταστάσεις της, στα πλαίσια μιας ειρηνικής διαδήλωσης. Το γεγονός αυτό πήρε από κάποιους το προσωνύμιο “Drilling and Killing”[33]. Η εταιρία ενάχθηκε από κάποιους χωρικούς στα δικαστήρια του San Francisco, ωστόσο το δικαστήριο απεφάνθη ότι η εταιρία δεν υπείχε ευθύνη[34]. Σε αυτό το παράδειγμα είναι προφανές ότι ο ιδιωτικός στρατός της εν λόγω πολυεθνικής εταιρίας υποκατεστάθη στα καθήκοντα των νόμιμων Άρχων -με την ανοχή των δεύτερων- να καταστείλει ποινικά μια πράξη, αν, βέβαια, υποτεθεί ότι υπήρχε τέτοια. Έτσι, δε μιλάμε πλέον για παρέμβαση στη νομοθετική εξουσία αλλά μιλάμε για για παρέμβαση και στην εκτελεστική εξουσία. Και αν ερωτάται κανείς για το ποια είναι αυτή η αντεγκληματική πολιτική, τότε η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ωστόσο, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Delmas-Marty[35], θα μπορούσαμε να εντάξουμε το παραπάνω στα μοντέλα κοινωνικού τύπου και πιο συγκεκριμένα στη μεταβλητή της αυτοάμυνας (Α-Θ) όπως παρουσιάζεται στο Μοντέλο της Περι-Κρατικής Κοινωνίας (Κοι1). Η εν λόγω μεταβλητή όπως επεξηγείται από τη συγγραφέα, συνίσταται σε μια απάντηση στο έγκλημα που τη δίνει το ίδιο το θύμα είτε από μόνο του (αυτοάμυνα) είτε μέσω τρίτου, όπου, εν προκειμένω, τρίτος μπορεί να είναι μια ιδιωτική εταιρία ασφάλειας ακόμα και μια ιδιωτική αστυνομία ή στρατός. Ανάλογα τα πλαίσια μέσα στα οποία παρουσιάζεται αυτή η μεταβλητή, πράγματι μπορούμε να φθάσουμε από την ιδιωτική αστυνομία στην ιδιωτική δικαιοσύνη, εφόσον υπάρχουν ιδιωτικοί οργανισμοί “οι οποίοι σφετερίζονται το δικαίωμα να επιβάλλουν κυρώσεις[36] σε ιδιώτες και υφαρπάζουν από το κράτος την εξουσία δικαστικής κρίσης”[37].

Αυτή, τώρα, η περίπτωση μας δίνει μια αφορμή να αναφερθούμε και στις διμερείς συμφωνίες επενδύσεων (ΒΙΤ: Bilateral Investment Treaties) και στο κατά πόσον αυτές επηρεάζουν την αντεγκληματική πολιτική και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως γνωστόν οι Διμερείς Συμφωνίες Επενδύσεων) είναι συμφωνίες μεταξύ δύο κρατών στις οποίες το ένα κράτος συμφωνεί να παραχωρήσει στους κατοίκους του άλλου ορισμένη επενδυτική προστασία ως κίνητρα για επενδύσεις στη χώρα[38]. Μέσα στην προστασία αυτή περιλαμβάνονται και ορισμένα προνόμια και εγγυήσεις οι οποίες μπορεί να είναι ευμενέστερες ακόμα και από αυτές που ισχύουν για τους πολίτες του ίδιου του κράτους. Μπορεί να αφορούν από την ευκολότερη έκδοση αδειών και την φορολογική ελάφρυνση έως ακόμα και ασυλία[39]. Πάντα σχεδόν συνοδεύονται και από ρήτρα διαιτησίας, δηλαδή εναλλακτική επίλυση της διαφοράς εκτός των δικαστηρίων του κράτους επένδυσης, αλλά από διαιτητική επιτροπή (tribunal) στα πλαίσια ενός οργανισμού (Constitutional Arbitration[40]) που εδρεύει σε τρίτη χώρα. Αυτού του είδους οι συμβάσεις είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στο πλαίσιο της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου, αφού από τις 385 συμβάσεις που υπήρχαν το 1990, το 2006 έφτασαν τις 3.500 ( ο αριθμός τους δηλαδή δεκαπλασιάστηκε μέσα σε 15 χρόνια)[41]. Με βάση αυτά έχουν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:

Πρώτον, σε περιπτώσεις παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα κράτη επένδυσης δεν φαίνεται να προτάσσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα έναντι των συμφερόντων των επενδυτών τους! Απόδειξη η ανυπαρξία υποθέσεων που έχει απασχολήσει τα ποινικά δικαστήρια των χωρών παρά τα σημαντικά εγκλήματα που έχουν λάβει χώρα. Όλα τα έθνη, αλλά ιδίως τα αναπτυσσόμενα, ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα υποδεχθεί την επένδυση σε σημείο τέτοιο που να αγνοούν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ακόμα χειρότερα να επιτρέπουν την παραβίασή τους είτε από την Κρατική εξουσία είτε από τρίτους. Στο πλαίσιο αυτό, η Διεθνής Αμνηστία έχει δεχθεί πολλές καταγγελίες παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την ανοχή του κράτους. Έτσι, αφενός είναι δυσκολότερο να κατηγορηθεί ο ιδιώτης, διότι τη μεγαλύτερη ευθύνη εδώ την έχει το κράτος και αφετέρου, στο πλαίσιο της επίλυσης της διαφοράς μέσω διαιτησίας, το διαιτητικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί τέτοιων ζητημάτων[42]. Aπό την άλλη πλευρά, σημαντικό ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι το ότι στη διαιτησία κάθονται στο ίδιο τραπέζι ιδιώτες και κράτη (που έχουν χάσει την εθνική τους κυριαρχία).

Δεύτερον, στα πλαίσια αυτού του τύπου της εναλλακτικής επίλυσης διαφοράς, γνωστής ως ISDS[43], εκτός από μια ενδεχόμενη αστικοποίηση της ποινικής διαφοράς, η επίλυση αυτή γίνεται ως επί το πλείστον σε καθεστώς μυστικότητας. Μια από τις βασικές αρχές της διαιτησίας (και γενικότερα των ADR) είναι η μυστικότητα (secrecy) και εμπιστευτικότητα (confidentiality) από τη διαδικασία έως και την απόφαση[44].

Τρίτον, ακόμα κι όταν το κράτος επιλέξει να επιληφθεί έναντι παραβιάσεων του επενδυτή στην εθνική νομοθεσία, στα πλαίσια της εφαρμογής της αντεγκληματικής πολιτικής του, αυτό μπορεί από οικονομικά ασύμφορο έως αδύνατο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Ινδονησία η οποία ενάχθηκε από την Βρετανική μεταλλευτική Churchill Mining για 1 δισεκατομμύριο δολάρια, επειδή η πρώτη ανακάλεσε τις διοικητικές άδειες της Ridlatama Group, τοπικού συνεργάτη της δεύτερης, ως κύρωση επειδή η τελευταία πλαστογραφούσε άδειες μετάλλευσης.

Τέταρτον, τόσο οι επενδυτικές συμβάσεις αυτού του τύπου όσο και ο τρόπος επίλυσης διαφόρων τους αποτελούν μοχλό πίεσης ενάντιων των εθνικών κρατών και της ενάσκησης της πολιτικής τους (συμπεριλαμβανομένης και της Αντεγκληματικής). Αυτός είναι και ο λόγος που τα εθνικά κράτη αρχίζουν να υπαναχωρούν έναντι τέτοιων ήδη υπογραφέντων επενδυτικών συμβάσεων είτε να απεμπολούν τη ρήτρα διαιτησίας[45]. Η χώρα της Νότιας Αφρικής είναι μια από αυτές, προσπαθώντας να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση με την Ολλανδία, αφού περιορίζεται υπό το φόβο των αποζημιώσεων να διαμορφώσει και να επιβάλλει τη δημοσία πολιτική της (public policy). Πράγματι η εν λόγω σύμβαση απαγορεύει τη “λήψη μέτρων που να στερεί έμμεσα η άμεσα τους επενδυτές από την επένδυση τους”[46]. Ο όρος αυτός γενικότερα περιλαμβάνεται σε τέτοιες διμερείς επενδυτικές συμβάσεις – κυρίως για να καταπολεμήσει πράξεις κρατικοποίησης[47]– ωστόσο η αοριστία που τον διέπει του δίδει μεγάλο εύρος εφαρμογής με αποτέλεσμα να εκτείνεται και σε νομοθετικές παρεμβάσεις[48] που αφορούν τη δημόσια υγεία, τους φυσικούς πόρους, την οικονομική πολιτική[49] κ.α.

Αυτός ακριβώς ο περιορισμός στη διαμόρφωση μιας εθνικής πολιτικής εφόσον αυτή μπορεί να επηρεάσει το status μιας διεθνούς επένδυσης τρομάζει ακόμα περισσότερους ειδικά στο πλαίσιο της μιας ενδεχόμενης συνεργασίας ΗΠΑ και Ε.Ε.. Στις 23 Φεβρουαρίου του 2013 η Ε.Ε. και οι Η.Π.Α συμφώνησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία μιας Διατλαντικής Συνεργασίας Εμπορίου και Επενδύσεων που σε συντομία ονομάζεται TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership) και θα πρόκειται για μια διμερή δεσμευτική συμφωνία η οποία θα καθορίζει τους όρους εμπορίου και ιδιωτικών επενδύσεων των κατοίκων των δύο κρατών[50]. Πολλοί πολιτικοί αλλά και ακαδημαϊκοί έχουν ήδη εκφράσει τους φόβους τους[51] για την επίδραση που θα έχει αυτή η διατλαντική συμφωνία τόσο στο περιορισμό της ενάσκησης της εθνικής πολιτικής των κρατών όσο και στα ίδια τα ανθρώπινα δικαιώματα[52], αφού ως διεθνής σύμβαση με υπερνομοθετική ισχύ θα διευρύνει τα όρια της νομοθεσίας που θα προστατεύονται από “μη – τροποποίηση” ενώ θα μειώνει τους ελάχιστους κανόνες που θέτει το εθνικό δημόσιο συμφέρον σε τομείς όπως υγεία, το περιβάλλον, η ασφάλεια των τροφίμων κ.α., με τις ταυτόχρονες φυσικά συνέπειες που δημιουργεί ο μηχανισμός του ISDS σε περίπτωση διαφοράς[53].

Ένα άλλο ζήτημα αναφορικά με τη διαιτησία είναι ότι αυτή χρησιμοποιείται πάγια ως ο δημοφιλέστερος τρόπος διακίνησης και νομικής κατοχύρωσης των ποσών που καταβάλλονται ως δωροδοκία. Η διαδικασία γίνεται ως εξής. Μεταξύ της εταιρίας που επιθυμεί να δωροδοκήσει και του προσώπου που δέχεται διαμεσολαβεί ένας ενδιάμεσος που συνήθως είναι μια τρίτη εταιρία. Τρανταχτό παράδειγμα η Siemens η οποία έχει κατηγορηθεί για δωροδοκία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ[54]. Η Siemens θα κατέβαλε το ποσό της δωροδοκίας στην εταιρία ενδιάμεσο MFast δικαιολογώντας το ως “έξοδα συμβουλευτικής” και η οποία με τη σειρά της θα το κατέβαλε στο πρόσωπο προς δωροδοκία. Η συμφωνία αυτή είχε εξασφαλιστεί με ρήτρα διαιτησίας σε περίπτωση μη καταβολής όπως και τελικά έγινε ενώπιον του ICC. Αν και η Siemens θα μπορούσε να επικαλεστεί τη δωροδοκία ως παράνομη αιτία της ενοχικής σύμβασης, δεν το έκανε και τα μέρη κατέληξαν σε συμφωνία η οποία προέβλεπε τελικά να δοθούν πράγματι τα οφειλόμενα χρήματα στην MFast[55].

Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω, είναι μερικοί μόνο προβληματισμοί σχετικά με το πώς οι πολυεθνικές εταιρίες επηρεάζουν και επηρεάζονται από την εθνική Αντεγκληματική πολιτική. Το βάρος των προβληματισμών αυτών εστιάζεται περισσότερο αφενός στα κύρια μέσα με τα οποία η πολυεθνικές πετυχαίνουν την επιρροή τους αυτή και αφετέρου την γενικότερη επιρροή των Διμερών Συμφωνιών Επενδύσεων στην Αντεγκληματική πολιτική των κρατών καθώς και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ειδικότερα, δε, ως προς το δεύτερο, αν έτσι συνεχίζουν τα πράγματα η τιμώρηση παραβατικών ή παρανόμων πράξεων θα επιλύεται πλέον με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ότι γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Από τη μια πλευρά, ζητήματα από παράνομες πράξεις (και μάλιστα μείζονες και ευθείες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) θα επιλύονται όλο και περισσότερο εξωδικαστικά με τους θεσμούς των Εναλλακτικών Επιλύσεων Διαφοράς, ενώ από την άλλη θα χρησιμοποιείται περισσότερο ευρέως το σόφισμα αυτό-ρύθμισης ή αυτοπεριορισμού μέσα από διάφορες διαδικασίες και Κώδικες Ηθικής ή Δεοντολογίας[56]. Μετακινούμαστε, λοιπόν, αργά αλλά σταθερά από την τιμώρηση στη “συμμόρφωση”[57], ενώ από την έννοια της ποινικής ευθύνης, αφαιρείται η λέξη “ποινική”, απομένοντας μετέωρη και ομιχλώδης μόνο η λέξη “ευθύνη” η οποία ενδέχεται να καταλήξει να περιοριστεί ως μόνο “αστική”.

* Δικηγόρος, LL.M., LL.M. st. Σύντομο Βιογραφικό: Ο Μάνος Μ. Τεχνίτης είναι δικηγόρος, απόφοιτος Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης, απόφοιτος του LL.M. in Transnational and European Commercial Law & ADR του Διεθνούς Παν/μίου Ελλάδος και τελειόφοιτος του ΜΠΣ Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης. Παράλληλα, είναι αρχισυντάκτης του ηλεκτρονικού επιστημονικού περιοδικού www.theartofcrime.gr, του Εργαστηριού Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Παν/μίου της Αθήνας, ενώ είναι δημιουργός μιας σειράς ηλεκτρονικών μαθημάτων στα αγγλικά, με τίτλο “Criminology Made Easy”. H επιστημονική του έρευνα στην εγκληματολογία εστιάζεται κυρίως στις νέες μορφές παραβατικότητας στο διαδίκτυο καθώς και στη επιρροή των διεθνών οικονομικών φορέων στην αντεγκληματική πολιτική των κρατών.

  1. “Perception Management” ή ελληνικά διαχείριση αντίληψη είναι όρος του management και των δημοσίων σχέσεων που αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία διαμορφώνεται η αντίληψη του δέκτη ενός μηνύματος για ένα γεγονός η για μια κατάσταση. Εφαρμόστηκε κυρίως στα πλαίσια πολεμικών επιχειρήσεων (βλ. Πόλεμος του Βιετνάμ) για να καταλήξει έπειτα εργαλείο διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων και δημοσίων σχέσεων. https://consortiumnews.com/2014/12/28/the-victory-of-perception-management/, Otara A. 2011. Perception: A Guide for Managers and Leaders. Journal of Management and Strategy. Vol. 2, No. 3; September 2011. Keywords: TNCs, Anti Crime Policy, Lobbying, Corruption, Bilateral Investment Treaties, Arbitration, ΤΤΙP.
  2. Hussain, S. (Editor). 2004. Encyclopedia of Capitalism. FactsOnFile. pg.198, Lemieux, F., Heyer G., Das, D. (Editors) 2015. Economic Development, Crime and Policing. International Police Executive Symposium Co-Publication, CRC Press. pg. 78, Dine, J., Fagan, A. 2006. Human Rights and Capitalism. Edward Elgar Publishing. pg. 20.
  3. Nownes, A. J. 2006. Total Lobbying. Cambridge University Press. pg. 6.
  4. Newton L. H 2006. Permission to Steal. Blackwell Publishing. pg. 15-16.
  5. Nownes, A. J. 2006. ό.π σ. 6.
  6. Nownes, A. J. 2006 ό.π. σ. 12.

7.eech B. 2013. Lobbyists at Work. Apress. Digital Edition. Chapter 2.

  1. Υπάρχουν επίσης το “Land Use Lobbying” που αφορά την απόκτηση ειδικών κυβερνητικών αδειών για τη χρήση γης όταν απαιτείται ειδική άδεια, καθώς και το “Procurement Lobbying” το οποίο εξειδικεύεται στη πίεση για ανάληψη έργων που αφορούν κρατικές δαπάνες.
  2. Nownes, A. J. 2006 ό.π. σ. 37.
  3. βλ. http://www.esyne.gr/index.php?option=com_content&view=article&id= 110&Itemid=485&lang=el
  4. Nownes, A. J. 2006 ό.π. σ. 57.
  5. Nownes, A. J. 2006 ό.π. σ. 74
  6. Nownes, A. J. 2006 ό.π. σ. 68
  7. Κρίνοντας με βάση τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής καμία εταιρεία δε θα χρησιμοποιούσε παράνομα μέσα αν μπορούσε να πετύχει τους στόχους της νόμιμα. Υποθέτοντας δε ότι κάποιοι συνηθίζουν να αποφασίζουν πάντα με γνώμονα το κόστος και το κέρδος (τη λεγόμενη Cost – Benefit Analysis), τότε καμία θεωρία δε θα ταίριαζε καλύτερα στην περίπτωση αυτή από ό,τι η συγκεκριμένη. Έτσι και οι Shover και Hochstetler στο βιβλίο τους Choosing WhiteCollar Crime. 2006. New York: Cambridge University Press. σ. 109 κ.ε.
  8. Nownes, A. J. 2006 ό.π. σ. 34.
  9. Από την επίσημη ιστοσελίδα της διεθνούς διαφάνειας http://www. transparency.org/whoweare/organisation/faqs_on_corruption/2/#defineCorruption
  10. Βλ. Δημόπουλος, Διαφθορά.
  11. Pellegrini L., 2011. Corruption, Development and the Environment. Springer. υποσημείωση 13 σ. 19.
  12. UNITED NATIONS CONVENTION AGAINST CORRUPTION, New York, 2004.
  13. OECD CONVENTION ON COMBATING BRIBERY OF FOREIGN PUBLIC OFFICIALS IN INTERNATIONAL BUSINESS TRANSACTIONS, 2011.
  14. http://conventions.coe.int/Treaty/en/Treaties/Html/173.htm
  15. Βλ. π.χ. τον επίσημο σχολιασμό της Σύμβασης του OECD, ό.π. σ. 40.
  16. Για περισσότερα σχετικά με το ζήτημα βλ. Panagopoulos C. (Editor). 2011. Public Financing, in American Elections. Temple University Press Philadelphia. και ιδιαίτερα σ. 12 κ.ε. Liptak A. 21 January 2010. Justices, 5-4-, Reject Corporate Spending Limit. The New York Times.
  17. Arrigo, Α., Β., 2014. Encyclopedia of Criminal Justice Ethics. Sage Reference. σ. 330 και επόμενα.
  18. http://www.monsanto.com/whoweare/pages/default.aspx
  19. Robin, Marie-Monique. 2009. The world according to Monsanto. The New Press. New York. σ. 323.
  20. Salinger, A. (Editor). 2005. Encyclopedia of White Collar and Corporate Crime. Sage Publications. Vol. 1. pg. 54.
  21. Για αναλυτική αναφορά στη θεωρία της ορθολογικής επιλογής (rational choise theory) βλ. Siegel, L. 2012. Criminology Eleventh Edition. California: Wadsworth Cengage Learning pg. 133.
  22. Market Penetration: Η στρατηγική ανάπτυξης μιας επιχείρησης μέσω της αύξησης των πωλήσεων των ήδη υπαρχόντων προϊόντων σε ήδη υπάρχουσες αγορές χωρίς να μεταβληθεί το προϊόν. Kotler, P., Armstrong, G. 2008. Principles of Marketing. Pearson. pg. 43.
  23. Salinger, A. (Editor). 2005. ό.π. σ. 25.
  24. Delmas-Marty, Μ. 2000. Τρεις Προκλήσεις για Ένα Παγκόσμιο Δίκαιο. Νομική Βιβλιοθήκη σ. 12, βλ. ακόμα Scott, S. 2012. International Law, US Power. pg. 157.
  25. Είναι γενικότερα ότι σε τέτοιες χώρες οι ιδιωτικοί στρατοί υποκαθιστούν τα όργανα ασφαλείας στην “επιβολή της τάξης”. Obi, C. 2009. Selling Security or Engendering Conflict? Transnational Private Security Actors in Nigeria’ s Oil-rich Niger Delta. εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο της BISA στο Πανεπιστήμιο του Leicester.
  26. http://www.democracynow.org/2003/7/11/transcript_of_drilling_and_ killing_ documentary
  27. http://ccrjustice.org/newsroom/press-releases/chevron-found-not-liable-killings,-shootings-and-torture-nigerian-peaceful-p
  28. Delmas Marty, Μ. Πρότυπα και Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής. Νομική Βιβλιοθήκη.
  29. Πόσο μάλλον να σκοτώνουν. H Marty ήταν δεδομένα προορατική, με την επιστημονική χροιά του χαρακτηρισμού, σε σημείο όμως τέτοιο που να φέρνει ως παράδειγμα την επιβολή κυρώσεων από διαχειριστές μεγάλων σούπερ μάρκετ σε κλέφτες. Ίσως ούτε η ίδια θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να υπάρχει περίπτωση να φθάσουμε από τις κυρώσεις στους θανάτους και μάλιστα με κρατική ανοχή.
  30. Delmas Marty, Μ, ό.π. σ. 231-234.
  31. Γκλαβίνη, Π. 2009. Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο. Εκδόσεις Σάκκουλα. σ. 446-447.
  32. Schaffer, R., Agusti, F., Earle, B., 2009. International Business Law and Its Environment. Seventh Edition. South-Western Cengage Learning. pg. 621.
  33. Συνήθως υπάγονται στο ICSID: International Center of Settlement of Investment Disputes που ιδρύθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα. Η ratio του όρου για διαιτησία είναι για να προστατευθούν οι επενδυτές από μια ενδεχόμενη προκατειλημμένη απόφαση του δικαστηρίου του κράτους επένδυσης.
  34. Schaffer, R., Agusti, F., Earle, B., 2009. ό.π.
  35. Peterson, L. E., Gray K. R. 2005. International Human Rights in Bilateral Investment Treaties and in Investment Treaty Arbitration. IISD pg. 15-24.
  36. Ο μηχανισμός είναι γενικότερα γνωστός ως Investor State Dispute Resolution (ISDR).
  37. Goode, R., Kronke, H., McKendrick, E., 2011. Transnational Commercial Law. Oxford University Press. pg. 623 βλ. και Draft resolution by the Greens/EFA Group in the European Parliament on the “Transatlantic Trade and Investment Partnership” (TTIP) agreement with the United States. The Greens – European Free Alliance. pg.1 http://www.greens-efa.eu/fileadmin/dam/Documents/Events/ 09_11_13_TTIP/131106%20Greens%20Group%20TTIP%20resolution%20for%20EGP.pdf
  38. Mc. Donagh T. 23 April 2014. Allowing corporations to sue governments for changing their laws may be common, but it’s not good. OpenDemocracy.net. Όπως ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2015 από το σύνδεσμο https://www. opendemocracy.net/ourkingdom/thomas-mc-donagh/allowing-corporations-to-sue-governments-for-changing-their-laws-may-be-
  39. Dova F. 31 October, 2013. Ditch Treaties that Bite. Financial Mail. όπως ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2015 από το http://www.financialmail.co.za/ opinion/2013/10/31/ditch-treaties-that-bite
  40. Βλ. π.χ. το παράδειγμα της Βενεζουέλας με την κρατικοποίηση εγκαταστάσεων πετρελαίου βασισμένων σε τέτοιες συμβάσεις, Schaffer, R., Agusti, F., Earle, B., 2009. ό.π. σ. 622. Περισσότερα για τη ρήτρα μη κρατικοποίησης βλ. Γκλαβίνη, Π. 2009. ό.π. σ. 628- 668.
  41. Mc. Donagh T. 23 April 2014. ό.π.
  42. Βλ. σχετική περίπτωση της Αργεντινής με την αλλαγή της συναλλαγματικής πολιτικής της Schaffer, R., Agusti, F., Earle, B., 2009. ό.π. σ. 622.
  43. http://ec.europa.eu/trade/policy/in-focus/ttip/about-ttip/,http://www. euintheus.org/transatlantic-trade-and-investment-partnership-ttip/what-is-ttip/
  44. Mc. Donagh T. 23 April 2014. ό.π.
  45. Frame Magazine. 22 December 2014, Trade and Human Rights: What’s under the TTIP of the Iceberg? όπως ανακτήθηκε στις 08 Φεβρουαρίου 2015 από το σύνδεσμο http://www.fp7-frame.eu/trade-and-human-rights-whats-under-the-ttip-of-the-iceberg/, Hilary J. February 2014. The Transnational Trade And Investment Partnership: A Charter for Deregulation, an Attack on Jobs, an End to Democracy. Rosa Luxemburg Stiftung Brussels Office.
  46. Frame Magazine. 22 December 2014, ό.π., Mc. Donagh T. 23 April 2014. ό.π., Dova F. 31 October, 2013. ό.π. The Greens – European Free Alliance. ό.π., Hilary J. February 2014. ό.π. σ. 30.
  47. Ειδικότερα σε μια υπόθεση στις ΗΠΑ, η Siemens κατηγορήθηκε για δωροδοκίες ύψους 1,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Platt, S. 2015. Criminal Capital. Palgrave MacMillan. pg. 85., Siemens AG and Three Subsidiaries Plead Guilty to Foreign Corrupt Practices Act Violations and Agree to Pay $450 Million in Combined Criminal Fines’, US Department of Justice press release, 15 December 2008 όπως ανακτήθηκε από το www.justice.gov/opa/pr/2008/ December/08-crm-1105.html) και ‘Siemens AG reaches a resolution with German and U.S. authorities’, Siemens AG press release, 15 December 2008 όπως ανακτήθηκε από το www.siemens. com/press/en/pressrelease/?press=/en/pressrelease/2008/corporate_communication/ axx20081219.htm
  48. Manacorda, S., Centonze, F., Forti, G., 2014. Preventing Corporate Corruption. Springer. pg. 217 – 219
  49. Braithwaite, J. Enforced Self-Regulation: A New Strategy for Corporate Crime Control HeinOnline. http://www.anu.edu.au/fellows/jbraithwaite/_ documents /Articles/Enforced_Self_1982.pdf, Gray, G. 2006. The Regulation of Corporate Violations. BRIT. J. CRIMINOL. (2006) 46, 875–892 Advance Access publication 3 April 2006 http://bjc.oxfordjournals.org/content/46/5/875.full.pdf+html βλ. και Larsson, P. 2012. Regulating Corporate Crime: From Punishment to Self-Regulation. Journal of Scandinavian Studies in Criminology and Crime Prevention. Volume 13. Supplement 1. 2012. pg. 31.
  50. Bitler, S. 2012. Still Dying for a Living: Corporate Criminal Liability After The Westray Mine Disaster. UBC Press. pg. 52.