Συστηματική προσέγγιση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου – θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήριας ελευθερίας

ΧΡΙΣΤΙΝΑ – ΜΑΡΙΑ Α. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

 

 Συστηματική προσέγγιση

της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης

του ανηλίκου – θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήριας ελευθερίας

κατά τη διάταξη του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ.

Έννοια, νομική φύση και δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά την πρόσφατη νομολογία

Χριστινα – Μαρια Α. Νικολοπουλου*

Ι. Ενώ η δίωξη του εγκλήματος ήταν ανέκαθεν υποχρέωση της Πολιτείας, το ψυχικό τραύμα και οι συνέπειές του στο θύμα θεωρούνταν, μέχρι πρόσφατα, ιδιωτική υπόθεση. Σήμερα, ο παιδοψυχίατρος διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην ποινική διαδικασία, ένεκα της σχετικής διατάξεως του άρθρου 226A Κ.Π.Δ. και της ανάγκης προστασίας του ανηλίκου μάρτυρος-θύματος σεξουαλικής κακοποίησης. Μήπως, όμως, δημιουργείται μια παράλληλη ποινική διαδικασία, όταν πρόκειται για παιδική σεξουαλική κακοποίηση (ΠΣΚ), με αντίστοιχη ανατροπή των θεσμοθετημένων, βασικών αρχών του ποινικού δικονομικού δικαίου; Είναι αυτές οι εξαιρέσεις και δικαιολογημένες, ενόψει ιδίως της, κρινόμενης ως επιτακτικής και επείγουσας, ανάγκης προστασίας των παιδιών-θυμάτων; Η τάση αυτή του διαφορετικού –δικονομικού– χειρισμού των περιπτώσεων ΠΣΚ παρουσιάζεται κυρίως με τη μορφή της, άμεσης ή έμμεσης, προσβολής των βασικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στην Ε.Σ.Δ.Α, δια της αναγνωρίσεως εξαιρέσεων στους παραδοσιακούς δικονομικούς κανόνες, προκειμένου να διευκολυνθεί αφενός μεν η μαρτυρική κατάθεση των «ευάλωτων» αυτών θυμάτων αφετέρου δε η στοιχειοθέτηση ή απόδειξη του αδικήματος. Και ναι μεν και στις δύο περιπτώσεις ο αντικειμενικός σκοπός είναι ο κολασμός του δράστη, ο βαθμός, όμως, και η ένταση της προσβολής των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου δεν είναι ο ίδιος.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η βασική αχίλλειος πτέρνα των διατάξεων των άρθρων 226Α Κ.Π.Δ.: Διότι η διάταξη της παρ. 5 του εν λόγω άρθρου, προβλέπει μεν την δυνατότητα του κατηγορουμένου να θέσει ερωτήματα στο μάρτυρα μέσω ανακριτικού υπαλλήλου, πλην όμως, στο πλαίσιο μιας εξέτασης, η οποία γίνεται «χωρίς την παρουσία διαδίκων», αφενός, και υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να κάνει δεκτή την αίτηση του κατηγορουμένου. Κατά το λόγο αυτό είναι προφανές ότι η διάταξη του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ. δεν ικανοποιεί τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει η νομολογία των οργάνων του Στρασβούργου αλλά και του Δ.Ε.Ε., αφού αποκλείει, κατά την διεξαγωγή της εξέτασης από τον ανακριτικό υπάλληλο ή τον ανακριτή, την παρουσία συνηγόρου υπερασπίσεως[1]. Ενόψει όμως της παγίας νομολογίας του ΕΔΔΑ[2], η υπό συζήτησιν διάταξη θα πρέπει να ερμηνεύεται ως προς τον κατηγορούμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκλείει μεν την αυτοπρόσωπη παρουσία του τελευταίου, κατά την διαδικασία της εξέτασης του ανήλικου θύματος, όχι όμως και αυτή του συνηγόρου του. Η παρουσία του συνηγόρου του κατηγορουμένου θα πρέπει να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται η δυνατότητα να θέτει ερωτήματα απευθείας στο μάρτυρα, παρά μόνο υποβάλλοντάς τα, λ.χ. εγγράφως, στον ανακρίνοντα.

Προβληματική φαίνεται να είναι και η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ. όπου η οπτικοακουστική καταγραφή της καταθέσεως του ανηλίκου προβλέπεται απλώς ως δυνητική[3].

Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. στο πλαίσιο ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ’ Ε.Σ.Δ.Α., αναγνωρίζονται λόγοι που δικαιολογούν την απουσία του μάρτυρα, στους οποίους περιλαμβάνεται η ανάγκη προστασίας του. Στις περιπτώσεις αυτές θεσπίζεται περιορισμός του δικαιώματος αντιπαράθεσης του κατηγορουμένου με τον μάρτυρα, ο οποίος είναι σύμφωνος με την Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον δίδεται επαρκής και κατάλληλη ευκαιρία στον κατηγορούμενο να υποβάλει ερωτήσεις στον μάρτυρα[4]. Επομένως η διάταξη, στο μέτρο που προβλέπει τη δυνατότητα του κατηγορουμένου να θέτει γραπτώς ερωτήσεις στο μάρτυρα, είναι καταρχάς σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. δ’ τη Ε.Σ.Δ.Α. Ζητήματα όμως ανακύπτουν στην περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου για εξέταση του μάρτυρα. Ως εκ τούτου, θα ήταν ενδεχομένως ορθότερο να εξετάζεται με την διαδικασία αυτή ο μάρτυρας υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο κατηγορούμενος.

ΙΙ. Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 226 Α Κ.Π.Δ.

Ο έλεγχος της μαρτυρίας του ανηλίκου – θύματος σεξουαλικής κακοποίησης στρέφεται γύρω από δύο άξονες: α) την ακρίβεια του περιεχομένου της καταθέσεώς του και β) τον έλεγχο της αξιοπιστίας του. Το μεν πρώτο εξασφαλίζεται με την ορθή διεξαγωγή της συνέντευξης από τον (προ)ανακρίνοντα – εξεταστή, το δε δεύτερο αποτελεί αντικείμενο της παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης.

1. Η απαγόρευση διορισμού τεχνικού συμβούλου

Από την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 226Α παρ. 1 εδ. τελευταίο Κ.Π.Δ. και δη καταρχήν από τη γραμματική, προκύπτει ότι στην περίπτωση διορισμού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου ή σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγου ή ψυχιάτρου ο οποίος διορίζεται και παρίσταται σύμφωνα με το άρθρο 226Α παρ. 1 Κ.Π.Δ. κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανηλίκου – θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, απαγορεύεται ρητά ο διορισμός εκ μέρους των διαδίκων τεχνικού συμβούλου, καθώς το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 ορίζει ότι «δεν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204-208 Κ.Π.Δ.», που αναφέρονται στο δικαίωμα των διαδίκων να διορίσουν τεχνικούς συμβούλους σε διενεργούμενη πραγματογνωμοσύνη. Η μνεία της απαγόρευσης αυτής στην παρ.1 της εν λόγω διατάξεως, δεν οδηγεί στο εξ αντιδιαστολής συμπέρασμα, ότι στο μέτρο που με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος, προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους και αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, διατυπώνοντας τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, δύναται να επιτηρείται στα συγκεκριμένα καθήκοντά του από τεχνικό σύμβουλο και ότι για το λόγο αυτό η σχετική απαγόρευση τέθηκε στην παρ. 1 αναφορικά με την παράστασή του κατά τη μαρτυρική κατάθεση του ανηλίκου και όχι στην παρ. 2, όπου τα καθήκοντα αυτού, ενόψει της σύνταξης γραπτής έκθεσης, προσομοιάζουν με αυτά του πραγματογνώμονα[5]. Τούτο δε, διότι πέραν την προαναφερόμενης ρητής γραμματικής διατύπωσης, α) η ίδια η παρ. 1 στην οποία ορίζεται η απαγόρευση διορισμού τεχνικού συμβούλου, δεν οριοθετεί τα καθήκοντα του εν λόγω πραγματογνώμονα απλώς στην συμπαράστασή του κατά την εξέταση του ανηλίκου ως μάρτυρα, αλλά οριοθετεί αυτά πλήρως καθώς αναφέρεται στο διορισμό εν γένει αυτού, λέγοντας «διορίζεται και παρίσταται», καταλαμβάνοντας όλο το πλέγμα των καθηκόντων αυτού στα πλαίσια του διορισμού του, β) όπως προκύπτει από το κεφάλαιο ΑΙ παρ. 4 της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 3625/2007, σκοπός του ανωτέρω νόμου που προσέθεσε το άρθρο 226Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ήταν η καταπολέμηση του φαινομένου της κακοποίησης και γενετήσιας εκμετάλλευσης παιδιών, η δε παρουσία του παιδοψυχίατρου κατά την εξέταση του παιδιού έχει ως στόχο τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας προκειμένου το ανήλικο – θύμα να καταθέσει χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, φόβο ή απομόνωση, με αποτέλεσμα η παρουσία άλλου άτομου κατά το χρόνο διεξαγωγής της προαναφερθείσας διαδικασίας να καταστρατηγεί το σκοπό του νόμου, επιφέροντας αντίθετα αποτελέσματα. Ενισχυτικό της θέσεως αυτής είναι το γεγονός ότι στην παρ. 2 της ιδίας διατάξεως αναφέρεται πως το ανήλικο θύμα κατά την εξέτασή του μπορεί να συνοδεύεται από το νόμιμο εκπρόσωπό του (γονέα, κηδεμόνα)[6]. Εκ της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι κατά την προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση του ως μάρτυρος δεν μπορεί να συνοδεύεται από κανένα. γ) Εκτός αυτών, τούτο προκύπτει και από τη συστηματική ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως, καθώς αυτή προστέθηκε ως άρθρο 226Α με το Ν. 3625/2007 στο πλέγμα των άρθρων 209 έως 232 Κ.Π.Δ., που αφορούν στην εξέταση μαρτύρων (κεφάλαιο 4) και όχι στα άρθρα περί πραγματογνωμοσύνης του Κ.Π.Δ. (κεφάλαιο 3) και μάλιστα με ειδικό τίτλο «ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας». Τούτο αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης θέλησε με τη διάταξη του άρθρου 226Α να θεσπίσει μία ειδική διαδικασία για να προστατεύσει την ευάλωτη ομάδα των ανηλίκων θυμάτων, την οποίαν διαφοροποίησε από τις λοιπές διαδικασίες και στην οποίαν εξήγαγε εξαιρέσεις από την κοινή διαδικασία του Κ.Π.Δ. Μια τέτοια διαδικασία αποτελεί και η παρ. 3 του άρ. 226 Α Κ.Π.Δ. όπου προβλέπεται η μη εμφάνιση του ανηλίκου στο ακροατήριο και η μη δυνατότητα εξέτασής του από τον συνήγορο του κατηγορουμένου. Αντίθετα προβλέπεται η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου και η ανάγνωση της γραπτής του καταθέσεως, κατά την παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου στο ακροατήριο κατά παρέκκλιση των άρ. 209, 223 σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 δ Κ.Π.Δ.. Προκύπτει εντεύθεν ότι για την ευάλωτη κατηγορία των ανηλίκων θυμάτων, ο νομοθέτης μερίμνησε και εισήγαγε ειδικές διαδικασίες, η εφαρμογή των οποίων κατά τη συνήθη διαδικασία θα προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα, εν προκειμένω όμως δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση διότι υπερέχει η προστασία του θύματος και η εξέτασή του κατά τρόπο που θα διαφωτίσει την προδικασία και την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο[7].

2. Η (μη) υποχρέωση κοινοποίησης της διατάξεως διορισμού του πραγματογνώμονος παιδοψυχολόγου – παιδοψυχίατρου στον κατηγορούμενο ή στον διορισμένο αντίκλητο συνήγορό του.

Ενδιαφέρον προκαλεί το με αρ. 257/2011 βούλευμα του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών Χαλκίδος[8], δια του οποίου έγινε δεκτό ότι η παράλειψη της κοινοποίησης της ανακριτικής διατάξεως για το διορισμό ενός τέτοιου πραγματογνώμονα στον κατηγορούμενο ή στον διορισμένο ως αντίκλητο δικηγόρο του, δεν οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα της διενεργούμενης κατ’ άρθρο 226 A Κ.Π.Δ. έκθεσης του παιδοψυχίατρου – πραγματογνώμονα, διότι δεν παραβιάζεται κανένα από τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, για την άσκηση των οποίων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η γνώση του διορισμού πραγματογνώμονα με τον ειδικό αυτό ρόλο, αφού αφενός στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 204-208 Κ.Π.Δ. για το διορισμό τεχνικού συμβούλου, αφετέρου δε, εάν ο κατηγορούμενος το επιθυμεί, μπορεί να ζητήσει σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5, 192 και 193 Κ.Π.Δ. την εξαίρεση του πραγματογνώμονα και μετά την παράδοση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης έως το τέλος της ανακρίσεως.

Η αιτιολογία του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, σύμφωνα την οποίαν «[…] Η διάταξη αυτή δεν κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο ή στον διορισμένο ως αντίκλητο δικηγόρο του. Η έλλειψη της κοινοποίησης δεν οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα της διενεργούμενης κατ’ άρθρο 226Α έκθεσης του παιδοψυχίατρου, διότι δεν παραβιάζεται κανένα από τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για την άσκηση των οποίων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η γνώση του διορισμού του πραγματογνώμονα με τον ειδικό αυτό ρόλο αφού αφενός μεν στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 204-208 ΚΠΔ περί διορισμού τεχνικού συμβούλου, αφετέρου δε, αν ο κατηγορούμενος το επιθυμεί, μπορεί να ζητήσει σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15, 192 και 193 ΚΠΔ την εξαίρεση του πραγματογνώμονα και μετά την παράδοση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης έως το τέλος της ανάκρισης […]» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την, απολύτως κρατούσα, στη θεωρία και νομολογία, άποψη περί απόλυτης ακυρότητας κατ’ άρθρον 171 παρ. 1 εδ. δ’ Κ.Π.Δ. με δεδομένη την προσβολή των δύο ως άνω δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και τούτο διότι, αν ληφθεί ως βάση αυτή η συλλογιστική, τότε θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι για να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα, θα πρέπει να δικαιολογείται από τον κατηγορούμενο, για ποιά αιτία δεν μπόρεσε να ασκήσει τα δικαιώματά του έως το τέλος της ανάκρισης, άποψη η οποία, ορθώς επικρίνεται ως εσφαλμένη[9] αφού, δια της ανεπίτρεπτης μεταθέσεως των ευθυνών των ανακριτικών οργάνων για τη νόμιμη εκπλήρωση των καθηκόντων τους στον κατηγορούμενο, οδηγεί σε υπέρμετρη συρρίκνωση των δικαιωμάτων του τελευταίου.

Ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ίδιος ο ποινικός νομοθέτης στην διάταξη του άρθρου 192 Κ.Π.Δ. προέβλεψε ως βασική αρχή – κανόνα την υποχρέωση προς ανακοίνωση των ονομάτων των πραγματογνωμόνων στους διαδίκους και ως εξαίρεση την άρση της πιο πάνω υποχρέωσης αποκλειστικά και μόνον όμως στις εκεί αναφερόμενες περιπτώσεις, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι ο ανυπέρθετος, ή εξαιρετικά έκτακτος χαρακτήρας τους, συνάγεται ότι η ανακοίνωση του ονόματος του διορισθέντος πραγματογνώμονος στους διαδίκους και ιδιαίτερα στον κατηγορούμενο απαιτείται τόσον στην πραγματογνωμοσύνη της διατάξεως του άρθρου 183 Κ.Π.Δ., όσον και σε αυτή της διατάξεως του άρθρου 226A Κ.Π.Δ.[10]. Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε εκ της νομικής φύσης της πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 226A Κ.Π.Δ., ως ειδικότερης μορφής πραγματογνωμοσύνης, στην οποία ο παιδοψυχίατρος – παιδοψυχολόγος πραγματογνώμονας διενεργεί απλές βεβαιώσεις και μεριμνά για την καταλληλότητα του ανηλίκου θύματος – μάρτυρος προς κατάθεση, και τούτο διότι και την περίπτωση αυτή, ο τυχόν μεροληπτικός ειδικός μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά τη μελλοντική μαρτυρική κατάθεση, με τον τρόπο που θα βεβαιώσει ή δεν θα βεβαιώσει αναφορικά με την καταλληλότητα του ανηλίκου θύματος προς μαρτυρική κατάθεση[11].

3. Η νομική φύση της πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ.

3.1. Η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως 226Α Κ.Π.Δ.

Στα πλαίσια της γραμματικής ερμηνείας της διατάξεως του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ., ο ποινικός νομοθέτης χαρακτηρίζει «έκθεση» αυτή που υποβάλλει ο πραγματογνώμονας παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος στα πλαίσια της παρ. 2, η δε αυτή συνειδητή επιλογή του όρου «έκθεση» από το νομοθέτη και όχι του όρου «γνωμοδότηση», που χρησιμοποιεί στο άρθρο 198 του ιδίου, ως άνω, Κώδικος, αποσκοπεί στο να προσδώσει στο πόρισμα αυτό χαρακτήρα διάφορο από τη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα, υπηρετώντας εν τέλει την τελολογία της πρόσφατης αυτής νομοθετικής ρύθμισης, η οποία αποσκοπεί αφενός στο να προστατέψει το ανήλικο θύμα εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας από τη βάσανο της επώδυνης μαρτυρικής ενώπιον του ανακριτή καταθέσεως, προσφέροντάς του τη συνδρομή εξειδικευμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου, ώστε να δημιουργηθεί ευνοϊκό κλίμα και περιβάλλον για τον ανήλικο – ενδεικτικά άλλωστε το ίδιο το άρθρο επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, και την κατάθεση του ανηλίκου παρουσία των γονέων του, αποκλείει δε καταρχήν την ενώπιον του ακροατηρίου κλήτευσή του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, επιτρέπει αυτή στον τόπο όπου βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο και όχι Δικαστή της έδρας – αφετέρου, με την ανάθεση στον παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο της σύνταξης εκθέσεως για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, αποσκοπεί στο να παράσχει οδηγό στους κρίνοντες και μετέχοντες στην υπόθεση αναφορικά με την βασιμότητα και την ωριμότητα μιας κατάθεσης, που προέρχεται από μια εύπλαστη προσωπικότητα, αυτή του ανηλίκου, για αυτό και ζητείται από τον παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο να αποφανθεί ακριβώς καταρχήν για την αντιληπτική ικανότητα του ανηλίκου, ήτοι π.χ. εάν και κατά πόσον είναι δυνατόν να αντιληφθεί συγκεκριμένες έννοιες και σε ποιο βαθμό και για την ψυχική του κατάσταση, π.χ. κατά πόσον αυτή είναι ευμετάβλητη ή ευεπηρέαστη από άτομα του περιβάλλοντός του[12].

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, κατά τη ρητή επιταγή της διατάξεως του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ., η έκθεση του παιδοψυχολόγου – παιδοψυχίατρου πραγματογνώμονος περιορίζεται αυστηρά στην αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, με αποτέλεσμα οι υποβληθείσες, κατά κόρον, εκθέσεις των παιδοψυχολόγων – παιδοψυχίατρων, δια των οποίων οι τελευταίοι αποφαίνονται σχετικώς με την φυσιολογικότητα των ψυχικών λειτουργιών και των πνευματικών ικανοτήτων του ανηλίκου μάρτυρα, να κρίνονται επαρκείς και αιτιολογημένες.

3.2. Η τελεολογική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ.: ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 209 Κ.Π.Δ., αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία δεν μπορεί να την αρνηθεί, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 210 του ιδίου, ως άνω Κώδικος, όποιος διενεργεί την ανάκριση μπορεί να μην εξετάσει κάποιο μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα, όπως έχουν συμβεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να διακρίνει εάν συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο εμφανίζει σημεία κάποιας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, είναι ή όχι επιτήδειο στο να εξετασθεί ως μάρτυρας, κρίσιμο είναι το εάν το πρόσωπο αυτό έχει ή δεν έχει τη δυνατότητα να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων θα ερωτηθεί, με τρόπο που αυτά ανταποκρίνονται στην υποκειμενική αλήθεια, στην αντίληψη, δηλαδή, την οποία μπορεί να έχει για την πραγματικότητα ο μέσος άνθρωπος, ο οποίος διαθέτει τη φυσική ικανότητα να παρατηρεί τα γεγονότα του έξω κόσμου, να αντιλαμβάνεται τη σημασία τους και να τα διηγείται έτσι ακριβώς, όπως τα έχει αντιληφθεί. Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι κάποιο πρόσωπο έχει μειωμένη ευφυΐα ή πάσχει από ψυχικό νόσημα, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την ανεπιτηδειότητά του να εξετασθεί ως μάρτυρας, εφόσον και το πρόσωπο αυτό, παρά τις εν λόγω ιδιότητες, έχει την ως άνω δυνατότητα. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, η αξιοπιστία του μάρτυρα σταθμίζεται με βάση την πηγή της γνώσεως του και τις προσωπικές του ιδιότητες, σε συνδυασμό με το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου.

Όπως είναι εύλογο, η κρίση για τη διανοητική κατάσταση του μάρτυρα ανήκει στον ανακρίνοντα ή το δικαστήριο που υπόκειται στον έλεγχο του αρμοδίου οργάνου κατά περίπτωση[13]. Η διαπίστωση όμως της νοητικής ή ψυχικής διαταραχής ως προς την καταλληλότητα των μαρτύρων εξαρτάται καταρχάς από την εκτίμηση του δικαστηρίου και δεύτερον από την ψυχιατρική ή ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη που αυτό διατάσσει. Με τα δεδομένα αυτά, ο δικαστής είναι καταρχήν ελεύθερος, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (αρ. 177 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), να αποφασίσει κατά την πεποίθησή του, εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διατάξει ή όχι τη διενέργεια του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης, κρίνοντας εάν για την ακριβή διάγνωση και κρίση του μάρτυρα, ως προφανώς παράφρονος ή βλάκα ή τελούντος σε διανοητική κατάσταση στην οποίαν δεν είναι εις θέση να περιγράψει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί, απαιτούνται γνώσεις ψυχιατρικής, τις οποίες ο ίδιος δεν διαθέτει ή εάν δεν απαιτούνται τέτοιες γνώσεις.

Καταρχάς, η ικανότητα ενός παιδιού να καταθέσει δεν θεωρείται δεδομένη, αφού και το παιδί βρίσκεται στην ίδια θέση με τον ενήλικο, του οποίου η ικανότητα κατάθεσης αμφισβητείται. Ο νομοθέτης, όμως, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του μάρτυρα σε συνδυασμό με τη φύση του εγκλήματος του οποίου φέρεται ότι υπήρξε θύμα, εισάγει, δια της διατάξεως του άρθρου 226Α ένα νομικό κανόνα, που υποχρεώνει το δικαστή, πριν αποφασίσει επί του ως άνω θέματος, να διατάξει την πραγματογνωμοσύνη, προκρίνοντας εν προκειμένω, ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν κρίνεται αύθις κατάλληλος προς μαρτυρία strictο sensu. Με άλλα λόγια, ο δικαστής δεν μπορεί να αποφανθεί για την ικανότητα του ανηλίκου προς μαρτυρία, λόγω λ.χ. παραφροσύνης, εάν δεν έχει διορίσει προηγουμένως πραγματογνώμονα. Η πραγματογνωμοσύνη δε, ως αποδεικτικό μέσο, υπόκειται στον κανόνα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, υπό την έννοια ότι ο δικαστής είναι ελεύθερος κατά την πεποίθησή του να αποφασίσει εάν, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, θα αποδεχθεί ή όχι την έκθεση του παιδοψυχίατρου – πραγματογνώμονα, αφού και αν ακόμη διαπιστωθεί ότι ο ανήλικος είναι απόλυτα ικανός από άποψη ψυχικής υγείας και ισορροπίας, τούτο δεν θα σημαίνει ότι η κατάθεσή του θα είναι αναμφίβολα αντικειμενική και αληθινή, αφού τα ψυχικά άρρωστα άτομα δεν χάνουν οπωσδήποτε κάθε ικανότητα για μαρτυρία.

Όσον αφορά στον έλληνα νομοθέτη, η εισαγωγή στο κείμενο του νόμου της υποχρεωτικής παράστασης του παιδοψυχίατρου – πραγματογνώμονος προς σύνταξη εκθέσεως σχετικής με την «αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση» του ανηλίκου, δείχνει καθαρά ότι δεν είναι έτοιμος να δεχθεί χωρίς όρους τις καταθέσεις των ανηλίκων. Αντίθετα, ο ίδιος ο νομοθέτης αποδέχεται την πραγματογνωμοσύνη ως απαραίτητο στοιχείο για την ορθή διάγνωση της κρινόμενης καταθέσεως του ανηλίκου – μάρτυρος, θεωρώντας εκ των προτέρων δεδομένη την αδυναμία του δικαστή να κρίνει επί της καταθέσεως του ανηλίκου με βάση τη γενική, βιοτική και επαγγελματική του εμπειρία, χωρίς τη βοήθεια ενός ειδικού. Το κριτήριο είναι: Οι διανοητικές του αποσκευές, καθιστούν τον ανήλικο ικανό να καταλάβει τις ερωτήσεις που του τίθενται με απλουστευμένο τρόπο και να μεταφέρει την απάντηση με τρόπο κανονικό; Όμως το ερώτημα που τίθεται είναι: Εφόσον την αποδεικτική αξία της καταθέσεως του ανηλίκου – μάρτυρος θα την κρίνει, σε τελευταία ανάλυση, ο δικαστής της ουσίας, γιατί να εφαρμόζεται στο στάδιο της αποδοχής του αποδεικτικού μέσου ένα τέτοιο κριτήριο που αφορά στην ικανότητα μεταφοράς, ενόψει ιδίως του γεγονότος ότι κενά στη μνήμη ή την αντίληψη του παιδιού μπορεί να επηρεάσουν μεν το βάρος της απόδειξης, αλλά όχι την αποδοχή της; Η απάντηση ευρίσκεται στην υποβόσκουσα καχυποψία των δικαστηρίων να θεωρούν τις καταθέσεις ορισμένων κατηγοριών μαρτύρων, όπως είναι οι ανήλικοι, ως πολύ λίγο αξιόπιστες, με συνέπεια να είναι αναγκαία η εκ του πραγματογνώμονος, περιορισμένης έστω έκτασης, έρευνα, της ικανότητας του παιδιού να μεταφέρει τις απόψεις του, δηλαδή την ικανότητά του να απαντά σε ερωτήσεις.

Η προρρηθείσα όμως έρευνα του πραγματογνώμονος είναι στην ουσία τόσο απλή και εύκολη; H απάντηση είναι μάλλον αρνητική και τούτο διότι διεθνώς αναγνωρίζεται σήμερα ότι το παιδί, μπορεί να μην είναι σε θέση να αναφέρει συγκεκριμένα γεγονότα ή τον ακριβή χώρο και χρόνο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τι του συνέβη και ποιος πράγματι το έκανε. Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται πρόδηλο ότι η αληθής έννοια της πραγματογνωμοσύνης αυτής, με βάση την τελεολογική ερμηνεία της διατάξεως, είναι ότι συνίσταται ουσιαστικά σε μία έκθεση επί της αξιοπιστίας του ανηλίκου μάρτυρος, άλλως για μία ψυχολογική έκθεση, αφού με αυτήν επιδιώκεται η διαπίστωση από τον παιδοψυχολόγο – παιδοψυχίατρο πραγματογνώμονα στοιχείων της προσωπικότητας του ανηλίκου και ο έλεγχος ακρίβειας της καταθέσεώς του[14], που εξυπηρετεί το δικαστήριο στην απόφασή του για την αξιολόγησή της, ως πρόσθετη βοήθεια, ένεκα της ελλείψεως ουσιαστικών αποδείξεων στα ποινικά αδικήματα του γενετήσιου χώρου.

Ειδικότερα, η αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου περιλαμβάνει α) την ικανότητα παρατήρησης και ερμηνείας των γεγονότων, β) την ικανότητα της μνήμης και γ) την ικανότητα μεταφοράς των γεγονότων και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο ανήλικος είναι ικανός να παρατηρήσει αυτό που συνέβη; Μπορεί να μεταφέρει αυτό που θυμάται; Μπορεί να θυμηθεί αυτό που παρατήρησε; Ο σκοπός της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ένα minima προς το δικαστή ότι η κατάθεση του ανηλίκου είναι αξιόπιστη και κατά τούτο μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά και χρησιμεύει για να περιγράψει τις βασικές ιδιότητες που οι ανήλικοι πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να καταθέσουν. Το όριο βρίσκεται χαμηλά. Αυτό που απαιτείται είναι η βασική ικανότητα αντίληψης. Επισημαίνεται άλλωστε, ότι η παρατεταμένη έκθεση του παιδιού σε σοβαρού βαθμού ή ανεξέλεγκτο και απρόβλεπτο στρες (σεξουαλική κακοποίηση) κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του έχει τοξικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του, αφού επιφέρει σημαντικές αλλαγές και, πιθανόν μη αναστρέψιμες, αλλαγές στη δομή και οργάνωση του εγκεφάλου, προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική, γνωστική, κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Αυτού του είδους οι αλλαγές, που μόνον ο παιδοψυχίατρος, ως ειδήμων, μπορεί να διαγνώσει, συνιστούν σημαντικές ενδείξεις για το βαθμό αξιοπιστίας της καταθέσεως του παιδιού, που θα κληθεί αργότερα ο δικαστής να αξιολογήσει.

Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε εκ του περιεχομένου της παρ. 2 της διατάξεως του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία ο πραγματογνώμονας χρησιμοποιεί τις «κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους», οι οποίες ουσιαστικά συνίστανται στις γνωστές δοκιμασίες της νοημοσύνης, της προσωπικότητας κλπ., με τη βοήθεια των οποίων εξακριβώνεται η ικανότητα για μαρτυρική κατάθεση, αφού η έκφραση αυτή του νομοθέτη φανερώνει κάτι περισσότερο από μια ικανότητα απλής προφορικής επικοινωνίας. Εκ της διατυπώσεως δε της παραγράφου αυτής φαίνεται να αντιμετωπίζεται η προβληματική που έχει αντιμετωπισθεί στη δικαστηριακή πρακτική, δηλαδή του ενδεχόμενου εξαναγκασμού του ανηλίκου – μάρτυρα να υποστεί μια τέτοια εξέταση[15].

Εξάλλου, ναι μεν η αξιοπιστία είναι μια ερώτηση που αφορά στην ουσία, δεν μπορεί να προσδιορισθεί με συγκεκριμένους κανόνες και αφήνεται στην κοινή λογική του δικαστή της ουσίας, όμως ειδικά στην περίπτωση που ο ανήλικος είναι απών στο ακροατήριο, ο δικαστής της ουσίας, στερείται του βασικότερου πλεονεκτήματός του σε σχέση με την δικαιοδοσία του ακυρωτικού, αφού δεν διαθέτει, μπροστά του, τον ανήλικο και δεν μπορεί να τον εξετάσει για να διαπιστώσει εάν είναι ή όχι αξιόπιστος. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία, επιτελεί, ως «βοηθός» του δικαστή ο παιδοψυχίατρος – πραγματογνώμων.

Στο σημείο, όμως αυτό, γεννώνται αμφιβολίες, σχετικώς με την κατανόηση της αληθούς νομικής φύσεως της εν λόγω εκθέσεως, αφού αφενός μεν δεν αντιμετωπίζεται ως «πραγματογνωμοσύνη» κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 183 Κ.Π.Δ., με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών να απορρίπτονται από το δικαστή της ουσίας χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφετέρου δε να συνίσταται σε μια απλή ιατρική γνωμάτευση, σχετικώς με την σωστή ή μη λειτουργία της αντίληψης και των ψυχικών λειτουργιών του ανηλίκου μάρτυρος, ενώ γίνεται αντιληπτό ότι, ενόψει της απουσίας του ανηλίκου κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, η αποδεικτική αξιοποίηση της μαρτυρικής κατάθεσης του ανηλίκου, απόκειται εξ ολοκλήρου στον παιδοψυχολόγο – παιδοψυχίατρο, ο οποίος εν τέλει, λόγω των ειδικών γνώσεών του, καλείται να εκτιμήσει τη μαρτυρική αυτή κατάθεση, εκ της εκτιμήσεως όλης της προσωπικότητας του μάρτυρος, στα πλαίσια της οποίας ευρίσκονται ο βαθμός ψυχραιμίας, αυτοκυριαρχίας, υποβολιμότητος κ.ο.κ. του ανηλίκου[16].

Και ναι μεν η μέχρι σήμερα αντιμετώπισή της εκθέσεως αυτής από τα ελληνικά δικαστήρια δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθως υποτιμητικά χαμηλή για τον παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο πραγματογνώμονα και το έργο του, αποζημίωση, εάν ληφθεί υπόψη όχι μόνον ο χρόνος που απαιτείται για τις μεταβάσεις στα ανακριτικά γραφεία προς προετοιμασία και παράσταση κατά την εξέταση του ανηλίκου, αλλά και αυτός της ορκοδοσίας, την σύνταξης της εκθέσεως και την εγχείριση αυτής, δέον είναι όπως τόσον οι ανακριτικές και δικαστικές αρχές όσον και οι διορισθέντες παιδοψυχίατροι και παιδοψυχολόγοι εφαρμόσουν την νέα, για τον Κώδικά μας, διάταξη, προς όφελος του παιδιού, για το οποίο θεσπίστηκε και κάθε αντίθετη, τυπολατρική ερμηνεία του νόμου, να παραμεριστεί από τούδε και στο εξής. Η εναπόθεση της έρευνας της αλήθειας στον εμπειρικό – διαισθητικό έλεγχο του δικαστή, που ακολουθείται στην Ελλάδα[17], δεν παρακολουθεί την εξελισσόμενη διεθνή πρακτική[18]. Σε άλλες χώρες, η γνωμοδότηση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί αριθμητικά τον πιο σημαντικό χώρο[19] της δικαστικής – ψυχολογικής δραστηριότητας των πραγματογνωμόνων.

3.3. Η αληθής έννοια της «ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης» του ανηλίκου από τον παιδοψυχολόγο – παιδοψυχίατρο πραγματογνώμονα

Prima facie, εάν γίνει δεκτό ότι αυτή ο σκοπός της παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της διατάξεως του άρθρου 226 Α Κ.Π.Δ. είναι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής καταστάσεως του ανηλίκου, τότε δι’ αυτής επιδιώκεται η εκ του ειδικού διαπίστωση της σωστής ή μη λειτουργίας των ψυχικών λειτουργιών του ανηλίκου (γνωστικών, θυμικών, βουλητικών). Σε αντίθεση περίπτωση, de lege lata, με την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη επιδιώκεται η διαπίστωση από τον παιδοψυχίατρο – παιδοψυχολόγο της προσωπικότητας του ανηλίκου μάρτυρα και του ελέγχου ακρίβειας της καταθέσεώς του, που θα βοηθήσει το δικαστήριο στην απόφασή του για την αξιολόγηση της καταθέσεως και την αποδεικτική της αξιοποίηση[20], [21]. Η αξιολόγηση του ανηλίκου είναι μια διαδικασία που καλείται να γεφυρώσει τους κλάδους της Παιδοψυχιατρικής και της Παιδοψυχολογίας με το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στην προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού και απευθύνεται στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Τυπικά εδώ πρόκειται όχι για την επεξεργασία της τελικής κρίσεως περί αξιοποιήσεως ή μη της καταθέσεως, αλλά για την ανάδειξη των παραγόντων που αναφέρονται στην προσωπικότητα του ανηλίκου μάρτυρος και στην κατάθεσή του, που μπορεί να τα διακρίνει μόνον ο παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος πραγματογνώμονας, με βάση τα ιδιαίτερα διαγνωστικά του μέσα και που μπορούν να συνεισφέρουν στην εκτίμηση της αξιοπιστίας του περιεχομένου μίας καταθέσεως.

ΙΙΙ.

Από την επισκόπηση που προηγήθηκε επισημάνθηκαν ήδη αρκετές αδυναμίες της διατάξεως του άρθρου 226 Α Κ.Π.Δ. που σχετίζονται είτε με τη συστηματική της δομή είτε με τη λειτουργική της αποτελεσματικότητα, είτε με τη δικαιοπολιτική σκοπιμότητα των επί μέρους ρυθμίσεών της, προσθέτοντας στις αρνητικές της πλευρές την προχειρότητα στη διατύπωση που προξένησε προβλήματα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της, ήδη με τα πρώτα δείγματα της νομολογίας που καταγράφηκαν. Η υιοθέτηση διεθνών κειμένων για την προστασία του παιδιού και η σπουδή του έλληνα νομοθέτη σε μια συχνά ανεπεξέργαστη ενσωμάτωσή τους, ανταποκρίνονται καταρχήν σε μια νέα θεώρηση του παιδιού – θύματος, ως υποκειμένου της ποινικής δίκης, ταυτόχρονα όμως καταδεικνύουν έναν ηθικό πανικό απέναντι στον θωρούμενο, σύμφωνα με το τεκμήριο της αθωότητας, αθώο κατηγορούμενο.

Ειδικότερα, από την αναλυτική έκθεση που προηγήθηκε ο αναγνώστης μπορεί ευχερώς να κατανοήσει την προβληματική που αναπτύχθηκε: από τη μία προβάλλεται ο αναμφισβήτητα μονομερής προσανατολισμός της εξέτασης του ανηλίκου – μάρτυρος χωρίς την παρουσία των διαδίκων και από την άλλη η προφανής δυσλειτουργία που προκαλείται από την παρουσία του. Ωστόσο, η κατάφαση της παρουσίας του κατηγορουμένου θεμελιώνεται στην αρχή της δικαστικής ακρόασης και της δίκαιης δίκης, διότι, μόνον με την παράστασή του κατά την εξέταση του ανηλίκου – μάρτυρος, ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την αξιοπιστία της καταθέσεώς του.

Τα μέσα προστασίας του ανηλίκου συμβάλλουν στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, διότι διασκεδάζουν τους φόβους ή δισταγμούς, υπό την επήρεια των οποίων ενδέχεται να επηρεαστεί το περιεχόμενο της καταθέσεώς του και αποτρέπουν τη δευτερογενή θυματοποίησή του, δεν είναι όμως πάντοτε συμβατά με τις παραδοσιακές αρχές της ποινικής δίκης. Και ναι μεν η οπτικοακουστική μετάδοση της μαρτυρικής κατάθεσης περισώζει την αρχή της αμεσότητας σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό, αντιθέτως η πλήρης απουσία του μάρτυρα στο ακροατήριο θέτει σοβαρά προσκόμματα στην αποτελεσματική άσκηση του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου κατ’ άρθρον 6 παρ. 3δ’ ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι ο τελευταίος αδυνατεί να εξετάσει το μάρτυρα και να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του και ως εκ τούτου προκαλεί καίριο πλήγμα στην αρχή της αμεσότητας, διότι οι λαμβανόμενες, χωρίς αντιπαράθεση με τον κατηγορούμενο, μαρτυρικές καταθέσεις των ανηλίκων, αφαιρούν από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τις αντιδράσεις του ανηλίκου – μάρτυρα (π.χ. δισταγμός, εκνευρισμός, απροθυμία) στις ερωτήσεις του κατηγορουμένου. Από την άλλη, όμως, μεριά ο ανήλικος έχει κατοχυρωμένο δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο[22] (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) πράγμα που σημαίνει ότι τα συμβαλλόμενα Κράτη πρέπει να οργανώσουν την ποινική διαδικασία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα συμφέροντα αυτά να μην εκτίθενται αδικαιολόγητα σε κίνδυνο.

Προκειμένου να αποφευχθεί η δευτερογενής θυματοποίηση του ανηλίκου – μάρτυρος χωρίς ωστόσο να παραβιάζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που πηγάζουν τόσον εκ του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας όσον και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα ήταν σκόπιμο, να τροποποιηθεί η καινοτόμος διάταξη που εισήχθη στον Κώδικά μας, καθ’ ο μέρος απαγορεύει εξ ολοκλήρου την εξέταση του ανηλίκου από τον κατηγορούμενο. Τούτο δε διότι ο περιορισμός του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάσει μάρτυρες ανηλίκους στο ακροατήριο θεωρείται εφικτός καταρχήν, αφού ο νομοθέτης προέκρινε την ανάδειξη του συμφέροντος προστασίας του ανηλίκου, υπό την προϋπόθεση της ενεργοποίησης της διάταξης του άρθρου 219 παρ. 2 στην οπτικής της προστασίας του δικαιώματος υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Επομένως και με τα δεδομένα αυτά προτείνεται είτε η κατάθεση του ανηλίκου στο στάδιο της προδικασίας παρουσία του παιδοψυχιάτρου – παιδοψυχολόγου και του συνηγόρου υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ούτως ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να θέσει δια του ανακρίνοντος ερωτήσεις στον ανήλικο και η αναπαραγωγή στο δικαστήριο της βιντεοσκοπημένης καταθέσεως του ανηλίκου, απαλλασσομένου πλήρως του ανηλίκου της παραστάσεως στο δικαστήριο, είτε η βιντεοσκόπηση της κατάθεσης του ανηλίκου και η αναπαραγωγή της στο δικαστήριο, μη απαλλασσομένου απολύτως του ανηλίκου της υποχρέωσής του να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, αφού το βίντεο θα αντικαθιστά απλώς την κατάθεσή του, δηλαδή δεν θα χρειάζεται να εξιστορήσει από την αρχή όλα τα γεγονότα που έχουν συμβεί, αλλά μετά την αναπαραγωγή της βιντεοσκοπημένης κατάθεσης ο ανήλικος θα καλείται να απαντά στις ερωτήσεις της έδρας και του κατηγορουμένου, όπως ακριβώς γίνεται και στις υπόλοιπες ποινικές διαδικασίες. Στη δεύτερη περίπτωση ο ανήλικος συνιστάται να βρίσκεται εκτός της αίθουσας του δικαστηρίου και να χρησιμοποιείται για την εξέτασή του κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, είτε μονόδρομο, είτε αμφίδρομο. Ειδικότερα:

1. Μία σύμφωνη με την Ε.Σ.Δ.Α. διασταλτική ερμηνεία του άρ. 219 παρ. 2 Κ.Π.Δ.

 Από την επισκόπηση που προηγήθηκε συνάγεται ότι υπάρχει υποχρέωση των κρατικών οργάνων να οργανώσουν ήδη από την προδικασία την αντιπαράθεση του κατηγορουμένου με τον ανήλικο – μάρτυρα, εφόσον ο τελευταίος δεν θα είναι διαθέσιμος προς εξέταση κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είτε διότι δεν θα έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του είτε διότι και συμπληρωμένου του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας του, δεν είναι εκ του νόμου υποχρεωμένος να παραστεί αυτοπροσώπως[23]. Ενώ όμως, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει για τις περιπτώσεις αυτές την κατ’ αντιδικίαν εξέταση του μάρτυρα ήδη κατά το στάδιο της ανάκρισης στην διάταξη του άρθρου 219 παρ. 2, η τελευταία δεν προσφέρει νομική βάση για την εξέταση του ανηλίκου στη συζητούμενη περίπτωση, διότι αφενός μεν δεν αφορά στην προανάκριση, αφού κατά τη γραμματική της διατύπωση αναφέρεται μόνον στην κύρια ανάκριση, αφετέρου διαλαμβάνει πραγματικούς λόγους (π.χ. ασθένεια, προοπτική αδυναμίας) που καθιστούν αδύνατη την εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο. Και ναι μεν η διάταξη του άρθρου 219Κ.Π.Δ. θα μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την ΕΣΔΑ, ούτως ώστε να είναι εγγυημένη η δυνατότητα εξέτασης του ανηλίκου κατά την προδικασία από τον κατηγορούμενο, υπό την έννοια της επεκτάσεως του πεδίου εφαρμογής της διάταξης, όχι μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το γράμμα της (πραγματική αδυναμία εμφάνισης στο ακροατήριο), αλλά και σε άλλες παρεμφερείς, στις οποίες η προκαταβολική εξέταση του μάρτυρα κατά την προδικασία εμφανίζεται εξίσου επιβεβλημένη, για το λόγο ότι το δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων προσβάλλεται με την ίδια ένταση κατά την διαδικασία στο ακροατήριο είτε όταν ο μάρτυρας δεν εμφανίζεται, είτε όταν εμφανίζεται, αλλά αναγιγνώσκεται η έγγραφη κατάθεση που έχει δώσει στην προδικασία (άρ. 226 Α παρ. 4 εδ. α’ Κ.Π.Δ.), ενόψει ιδίως του γεγονότος ότι επί ανάγνωσης της έγγραφης κατάθεσης του ανηλίκου, η πρόγνωση περί μη καταθέσεως είναι ασφαλέστερη από ότι στην αδυναμία εμφάνισης που οφείλεται σε πραγματικούς λόγους, πλην όμως μια ευθεία παραπομπή της διατάξεως της παρ. 2 εδ. γ’ στην διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 219, θα απαιτούσε περαιτέρω την επέκταση της εφαρμογής της και στην περίπτωση της προανάκρισης, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ώστε να ρυθμίζονται οι περιπτώσεις εξέτασης ανηλίκων – μαρτύρων στα πλαίσια αστυνομικής προανάκρισης (άρ. 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) ή προανάκρισης, ήτοι και εκείνες που αφορούν σε διάπραξη σεξουαλικού αδικήματος σε βάρος ανηλίκου σε βαθμό πλημμελήματος.

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η διορθωτική και σύμφωνη με την ΕΣΔΑ[24] ερμηνεία του άρθρου 219 παρ. 2 Κ.Π.Δ. επιτρέπει την εφαρμογή της διάταξης, όταν ο ανακριτής θεωρεί αδύνατη όχι μόνον την εμφάνιση, αλλά και την κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα σε όλες τις περιπτώσεις εξέτασης ανηλίκων μαρτύρων – θυμάτων εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας να καλείται και να παρίσταται υποχρεωτικά κατά την εξέτασή τους από τον ανακριτή ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του. Η λύση αυτή ενδείκνυται διότι αποφεύγεται η δευτερογενής θυματοποίηση του ανηλίκου από την παρουσία του στο ακροατήριο, διασώζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό η αρχή της αμεσότητας από την οπτικοακουστική μετάδοση της καταθέσεως του ανηλίκου στο ακροατήριο, χωρίς να περιστέλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει τον ανήλικο και να τού θέσει ερωτήσεις, με αποτέλεσμα να παρέχει τα επαρκή εχέγγυα αποδεικτικής αξιοποίησης της προδικαστικής μαρτυρικής κατάθεσης. Ωστόσο πρέπει να τονισθεί, ότι, μια τέτοια διορθωτική ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 219 Κ.Π.Δ., όπως ορθά επισημαίνει ο Τζαννετής[25], σύμφωνα με την οποία η προδικασία αναβαθμίζεται σε «ανοικτή στα μέρη – συμμετοχική», χωρίς να αποτελεί απλώς προπαρασκευαστικό στάδιο, αλλά προκαταβολικό τμήμα της κύριας διαδικασίας, ενέχει τον κίνδυνο υποβάθμισης του ρόλου της κύριας διαδικασίας σε αυτόν την επικύρωσης των πορισμάτων της προδικασίας[26].

2. Μείωση της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρικής κατάθεσης του ανηλίκου

Από την εξέταση της μίας εκ των δύο επιμέρους αρχών της «αρχής της αμεσότητας» και δη της «αρχής της άμεσης ή προσωπικής επαφής ή εντύπωσης του κρίνοντος», διαπιστώνεται ότι η διασφάλισή της προϋποθέτει και την άμεση προσωπική επαφή του παρόντος κατηγορουμένου με τα πρόσωπα που καταθέτουν σε βάρος του, την άμεση αντιπαράθεσή του προς αυτά και, ως εκ τούτου, την εύρυθμη άσκηση του δικαιώματος ακροάσεώς του, με την υποβολή ερωτήσεων, συμφώνως προς τα ειδικώς οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3δ’ ΕΣΔΑ. Αυτά μεταφράζονται, αν όχι στην ολοκληρωτική απαγόρευση άντλησης στοιχείων από την κατάθεση του απόντος ανηλίκου, τουλάχιστον όμως στην απαγόρευση θεμελίωσης μιας καταδίκης επί της καταθέσεως του ανηλίκου – μάρτυρος που έγινε στην προδικασία[27].

Η λύση, όμως, αυτή της «αποδεικτικής αξιολόγησης» η οποία, για να αντισταθμίσει την παραβίαση του δικαιώματος «αντιπαράθεσης» αποδυναμώνει την αποδεικτική αξία της μαρτυρικής κατάθεσης, ευρίσκεται στο στόχαστρο σοβαρών αντιρρήσεων. Καταρχάς, η νουθεσία του ΕΔΔΑ για προσεκτική αξιολόγηση των καταθέσεων που έχουν ληφθεί κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 3 δ’ ΕΣΔΑ δεν ευρίσκει έρεισμα στην αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρ. 177 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), διότι σε ελεύθερη εκτίμηση υπόκεινται μόνον όσες αποδείξεις έχουν ληφθεί σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες. Το άρθρο 177 παρ. 2 Κ.Π.Δ. ορίζει, ως γνωστόν, ότι δεν επιτρέπεται η in malam partem χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών. Κατά την ερμηνεία της διατάξεως αυτής έχει εύστοχα επισημανθεί από την θεωρία ότι η αναφορά του άρθρου 177 παρ. 2 μόνον στις ποινικώς κολάσιμες πράξεις δεν επιτρέπει τη συναγωγή επιχειρήματος a contrario, ότι δηλαδή, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με άδικες, αλλά μη ποινικώς κολάσιμες ενέργειες είναι σε κάθε περίπτωση επιτρεπτά in malam partem στην ποινική διαδικασία, με αποτέλεσμα η αποδεικτική απαγόρευση να απορρέει και από μη ποινικώς κολάσιμη παραβίαση κανόνων του δικονομικού δικαίου. Έτσι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αν η χρήση κάποιου αποδεικτικού μέσου στην ποινική διαδικασία παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, το αποδεικτικό μέσο αποκλείεται, έστω και αν αυτό δεν προϊόν κολάσιμης πράξης[28]. Εφόσον, λοιπόν κατά το σύστημα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το δικαίωμα του άρθρου 6 παρ. 3 δ’ ΕΣΔΑ είναι υπερασπιστικό δικαίωμα, του οποίου η παραβίαση προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η μαρτυρική κατάθεση που ελήφθη κατά τον τρόπο αυτό, δεν θα πρέπει να συνεκτιμάται με άλλα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό καταδικαστικής κρίσης, αλλά θα πρέπει να αποχωρίζεται από το αποδεικτικό υλικό[29].

Δεύτερον, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι δίωξη των εγκλημάτων σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών είναι σχεδόν αδύνατη, σε περίπτωση απαγόρευσης της αποδεικτικής αξιοποίησης της μαρτυρικής κατάθεσης του ανηλίκου, διότι, ακόμη και στην περίπτωση της μείωσης της αποδεικτικής αξίας της προδικαστικής καταθέσεως του ανηλίκου – μάρτυρος, στις περισσότερες των περιπτώσεων ελλείπουν παντελώς όχι μόνο άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά και οι απλές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, ώστε να μπορεί να σχηματισθεί δικανική πεποίθηση περί ενοχής του κατηγορούμενου, με αποτέλεσμα, η έστω και μερική αχρήστευση των καταθέσεων του μη ερωτηθέντος εκ του κατηγορουμένου ανηλίκου να ενέχει τον κίνδυνο αδικαιολόγητων αθωώσεων.

Τρίτον διότι, ανεξαρτήτως του εάν ο εθνικός δικαστής μπορεί να συνδέσει με δραστικότερες συνέπειες ή να αντισταθμίσει με άλλο τρόπο την παραβίαση του άρθρου 6 παρ.3εδ.δ’ της ΕΣΔΑ, ενδεχομένως δηλαδή και με την απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης μιας τέτοιας κατάθεσης, το ΕΔΔΑ σε καμία απόφασή του δεν έχει καταστήσει σαφές το ποσοτικό όριο, πέραν του οποίου μια μαρτυρική κατάθεση στηρίζει σε «αποφασιστικό βαθμό» την καταδίκη, ενώ εκ της διατάξεως του άρθρου 178 Κ.Π.Δ., στο οποίον ενδεικτικώς μόνον αναφέρονται τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα στην ποινική δίκη, δημιουργείται ο κίνδυνος να επιστρατεύονται προς ενίσχυση της μαρτυρικής κατάθεσης του ανηλίκου άλλες εξωδικαστικές καταθέσεις του ίδιου[30], με συνέπεια να φαλκιδεύεται εκ νέου η άσκηση του δικαιώματος του άρθρου 6 παρ. 3 δ’ ΕΣΔΑ[31].

Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε εκ της διαμορφωθείσας νομολογίας του Ακυρωτικού μας[32], σύμφωνα με την οποίαν είναι επιτρεπτή η ανάγνωση προδικαστικής καταθέσεως μάρτυρος απόντος στο ακροατήριο, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του, μεταξύ άλλων ότι η κατάθεση αυτή του μάρτυρα είναι εντελώς αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας, τούτο δε διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο της ουσίας θα ομολογεί στην πραγματικότητα ότι η καταδίκη του κατηγορουμένου βασίστηκε σε αποφασιστικό βαθμό την κατάθεση του ανηλίκου – μάρτυρος, τον οποίον, όμως, ο κατηγορούμενος δεν είχε την δυνατότητα να εξετάσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, με αποτέλεσμα η απόφαση να καθίσταται εκτεθειμένη στον έλεγχο του ΕΔΔΑ[33].

3. Η χρήση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης κατά τη διάρκεια της δίκης

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα πλεονεκτήματα της οπτικοακουστικής καταγραφής της καταθέσεως του ανηλίκου στην προδικασία και της προβολής της στην αίθουσα του δικαστηρίου, καθόσον αποφεύγεται αφενός ο κίνδυνος της υποκειμενικότητας του εξεταστή (π.χ. διαστρεβλωμένη αντίληψη και εκτίμηση των λόγων ή των ενεργειών του παιδιού, εξαγωγή συμπερασμάτων που βασίζονται σε καθοδηγητικές ερωτήσεις, λόγω π.χ. απειρίας του εξεταστή), καθώς τα μέλη του δικαστηρίου έχουν τη δυνατότητα να δουν τη διαδικασία της εξέτασης και τις αντιδράσεις του παιδιού, αφετέρου αποφεύγεται ο συχνός, πλέον, κίνδυνος αμφισβήτησης της αντικειμενικότητάς του εξεταστή από τον κατηγορούμενο και η σχετική δικαστική εμπλοκή του ως κατηγορουμένου σε νέες δίκες. Κυρίως όμως, με την καταγραφή των συνεντεύξεων αυτών αποφεύγεται η επανεξέταση του παιδιού από άλλους και ο συνακόλουθος ψυχικός τραυματισμός του. Το μέτρο αυτό, στόχο έχει τη μείωση του άγχους της κατά μέτωπο αντιπαράθεσης («confrontational stress») με τον κατηγορούμενο, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την αυτοπεποίθηση του παιδιού, μειώνει τις πιθανότητες ξεσπάσματος σε λυγμούς και προστατεύει από το ψυχικό τραύμα που ενδέχεται να υποστεί από την παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επισημαίνεται όμως ότι ενώ η χρήση καταγεγραμμένων σε βίντεο συνεντεύξεων έχει το πλεονέκτημα ότι καταγράφεται σύντομα μετά από τις καταγγελίες και είναι ακριβής και λεπτομερής, ενδέχεται να καθίσταται πολλές φορές προβληματική, καθώς κάποιες πρώτες συνεντεύξεις είναι πιθανόν να μην διεξάγονται σωστά και να περιέχουν ερωτήσεις, που μετά αμφισβητούνται από την υπεράσπιση ως απαράδεκτες.

Ενόψει των ανωτέρω, προτείνεται η τροποποίηση των παρ. 3 και 4 της διατάξεως του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ. ως εξής: η οπτικοακουστική καταγραφή της καταθέσεως του ανηλίκου ενώπιον των προανακριτικών ή ανακριτικών αρχών κατά την προδικασία παρουσία του παιδοψυχίατρου ή παιδοψυχολόγου από δυνητική να καταστεί υποχρεωτική, δηλαδή να απαλειφθεί η φράση «όταν αυτό είναι δυνατόν», η δε ηλεκτρονική προβολή της καταθέσεως του ανηλίκου να μην αντικαθιστά πλήρως τη φυσική του παρουσία στα επόμενα στάδια της διαδικασίας (ενν. κύρια διαδικασία), αντιθέτως, ο ανήλικος θα είναι παρών στην κύρια διαδικασία, αλλά δεν θα υπόκειται σε κυρίως εξέταση αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, καλύπτεται από την οπτικοακουστική κατάθεσή του, ούτε θα επαναλαμβάνει γεγονότα ή ζητήματα στα οποία έχει ήδη αναφερθεί, αλλά μετά την αναπαραγωγή της καταθέσεώς του στο ακροατήριο, ευρισκόμενος εκτός της αίθουσας του δικαστηρίου, θα εξετάζεται τόσον από τα μέλη του δικαστηρίου, όσον και από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, πάντοτε με την παρουσία παιδοψυχίατρου. Ο ανήλικος θα είναι ορατός από την οθόνη (μονόδρομος καθρέπτης) σε όλους τους παράγοντες της δίκης, ενώ αντίθετα ο ίδιος δεν θα μπορεί να έχει εικόνα της αίθουσας της δίκης, ούτε του προσώπου που του υποβάλλει τις ερωτήσεις, αφού όλες οι ερωτήσεις θα διατυπώνονται και υποβάλλονται δια μέσω του παιδοψυχίατρου. Ο παιδοψυχίατρος θα δύναται να αναδιατυπώνει μια ερώτηση, εάν κρίνει ότι η διατύπωσή της δεν αντιστοιχεί στο αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού, ενώ η απάντηση θα δίδεται απευθείας από τον ανήλικο στον ερωτώντα. Με την εφαρμογή των ανωτέρω τροποποιήσεων, πρόδηλο είναι ότι συνιστάται και η κατάργηση της παρ. 5 του άρθρου 226Α, ως ισχύει σήμερα.

Με τη βιντεοσύνδεση αποφεύγεται το άγχος που μπορεί να αισθανθεί ο ανήλικος βλέποντας τον κατηγορούμενο, χωρίς ο τελευταίος να στερείται του δικαιώματός του να εξετάσει το μάρτυρα ενώ διασώζεται η αρχή της αμεσότητας και συνακόλουθα το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλλει απευθείας ερωτήσεις στους μάρτυρες κατηγορίας (αρ. 6 παρ. 3δ ΕΣΔΑ, αρ. 333, 357 παρ. 3 Κ.Π.Δ.).

Ελάχιστα χρειάζεται να τονισθεί ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η βιντεοσκοπημένη κατάθεση δεν έχει ληφθεί με το σωστό τρόπο, δηλαδή δεν έχουν τηρηθεί οι κανόνες λήψης της μαγνητοσκοπημένης κατάθεσης ή δεν έχει υποβληθεί μαζί με την οπτικοακουστική κατάθεση απομαγνητοφωνημένη και ηχητική ζώνη της μαγνητοσκόπησης, τότε δύναται να απορρίψει την χρήση της μαγνητοσκοπημένης κατάθεσης ή να περικόψει κάποιες απαντήσεις, εάν θεωρήσει ότι είναι αποτέλεσμα υποβολής..

Επισημαίνεται ότι παρά το γεγονός ότι ο ανήλικος δεν θα έχει φυσική παρουσία στην αίθουσα – με την εξαίρεση της ενηλικιώσεώς του, μετά την οποία πρέπει ν καταστεί υποχρεωτική και όχι δυνητική η παρουσία του στο ακροατήριο, ενόψει και των νέων ρυθμίσεων περί αναστολής της παραγραφής των αδικημάτων, μετά το χρόνο ενηλικιώσεως του ανηλίκου, πρόβλεψη, η οποία σε διαφορετική περίπτωση δεν θα τυγχάνει εφαρμογής – όπου θα πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να βρίσκεται και να καταθέτει δέον είναι να αντιμετωπίζεται σαν να είναι παρών, υπό την έννοια ότι το διευθυντικό δικαίωμα του προεδρεύοντος να εκτείνεται και στο χώρο όπου βρίσκεται ο ανήλικος – μάρτυρας. Αντίστοιχα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου θα διατηρεί το δικαίωμα να μην επιτρέψει συγκεκριμένες ερωτήσεις των παραγόντων της δίκης προς το παιδί, τις οποίες ο ίδιος κρίνει ως ακατάλληλες για το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού.

Η νομοθετική αυτή μεταρρύθμιση είναι μια ενδιαφέρουσα προοπτική με αρκετά πλεονεκτήματα, η οποία χρειάζεται να εξετασθεί με σοβαρότητα στα πλαίσια μιας συνολικής μεταρρύθμισης του ποινικού δικονομικού μας συστήματος. Άλλωστε δεν πρέπει να παραγνωρίζεται πως εφαρμόζεται τόσο στο αγγλοαμερικανικό δίκαιο, όσο και σε ορισμένα δίκαια ηπειρωτικών ευρωπαϊκών χωρών, όπου έχουν γίνει δεκτές σχετικές ρυθμίσεις.

* Δικηγόρος, Δ.Ν.

  1. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, η θέσπιση ειδικών διαδικασιών εξέτασης που αποσκοπούν στην προστασία των ευάλωτων μαρτύρων, δεν είναι καταρχήν ασύμβατη με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ και δικαιολογεί μια απόκλιση από τον κανόνα ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του θα πρέπει να μπορεί να θέτει άμεσα ερωτήματα στο μάρτυρα. Προϋποθέσεις, ωστόσο, για την μη παραβίαση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το ως άνω άρθρο, είναι η παρουσία του συνηγόρου υπεράσπισης κατά την διαδικασία της εξέτασης του μάρτυρα και η παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να θέτει ερωτήσεις στον μάρτυρα, έστω και αν πρόκειται για δυνατότητα θέσεως ερωτήσεων όχι απευθείας, αλλά μέσω του ανακρίνοντος. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η σχετική μαρτυρική κατάθεση μπορεί να αξιοποιηθεί από το δικαστήριο, ακόμη και αν αποτελεί το μοναδικό ή το κύριο αποδεικτικό μέσο εις βάρος του κατηγορουμένου. Ιδίως δε σε ποινικές διαδικασίες που αφορούν σεξουαλική κακοποίηση επιτρέπεται να λαμβάνονται μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία του θύματος και της ιδιωτικής του ζωής, τα οποία περιορίζουν το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ 3 στοιχ. δ ΕΣΔΑ, με το σκεπτικό ότι, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι δίκες που αφορούν σε σεξουαλικά εγκλήματα, το άρθρο αυτό δεν μπορεί να ερμηνευτεί κατά τρόπο ώστε οι ερωτήσεις να απευθύνονται άμεσα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του μέσω εξέτασης κατ’ αντιπαράσταση ή κατ’ άλλο τρόπο (βλ. αντί πολλών S.N. κατά Σουηδίας, Kremers κατά Ολλανδίας)
  2. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, η επ’ ακροατηρίω ανάγνωση των μαρτυρικών καταθέσεων της προδικασίας παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας οσάκις συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) To δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν του την έγγραφη προδικαστική κατάθεση ενός μάρτυρα κατηγορίας, β) Στον κατηγορούμενο δεν παρασχέθηκε ποτέ μια κατάλληλη και επαρκής δυνατότητα να εξετάσει το μάρτυρα αυτόν δια ζώσης, είτε αυτοπροσώπως ο ίδιος, είτε μέσω του συνηγόρου του, σε οποιοδήποτε, έστω και προγενέστερο, στάδιο της ποινικής διαδικασίας, γ) Ο κατηγορούμενος δεν παραιτήθηκε κατά τρόπο αναμφίβολο από την άσκηση του δικαιώματός του να θέτει ερωτήσεις στο μάρτυρα κατηγορίας, δ) Οι λόγοι που κατέστησαν τυχόν μη εφικτή την παροχή στον κατηγορούμενο της ως άνω (υπό β) κατάλληλης και επαρκούς δυνατότητας μπορούν να αποδοθούν σε αμέλεια των αστυνομικών ή δικαστικών αρχών, ε) Το δικαστήριο στήριξε την περί ενοχής κρίση του αποκλειστικά ή σε αποφασιστικό βαθμό στην μαρτυρική προδικαστική κατάθεση του μάρτυρα.
  3. «..όταν αυτό είναι δυνατό»
  4. Ενδιαφέρον προκαλεί η με αρ. 169/2015 πρόσφατη απόφαση του Ακυρωτικού μας (α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με την οποίαν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβιάσεως της αρχής της προφορικότητας, καθ’ ο μέρος το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, την προδικαστική κατάθεση της παθούσας ενώπιον του Ανακριτή, την οποίαν δεν ανέγνωσε, με αποτέλεσμα να μην «μπόρεσε ο αναιρεσείων να κάνει τις παρατηρήσεις του (εξηγήσεις και δηλώσεις) για τα αποδεικτικά αυτά μέσα που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο […]».
  5. Επισημαίνεται ότι έχει προταθεί από μέρος της θεωρίας, να επιτρέπεται η παρουσία του τεχνικού συμβούλου κατά τη διάρκεια της εξέτασης του ανηλίκου μάρτυρος από τον ανακρίνοντα, χωρίς δικαίωμα υποβολή ερωτήσεων, ούτως ώστε να διασφαλίζονται άμα και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και η εγκυρότητα της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως και το κύρος των δικαστηρίων της ουσίας, όμως κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε τροχοπέδη για μια αβίαστη κατάθεση εκ μέρους του ανηλίκου, στον οποίο προκαλεί φόβο και ανησυχία η παρουσία περισσοτέρων του ενός ατόμων, στο χώρο διεξαγωγής της εξέτασης–συνέντευξης. Ενδεχομένως η άποψη αυτή να βρίσκει εφαρμογή στις παιδοψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες που διενεργούνται μετά από παραγγελία του Εισαγγελέως Ανηλίκων, για ζητήματα επιμέλειας, όταν, όμως δεν υπάρχει ταυτόχρονη καταγγελία σεξουαλικής κακοποίησης.
  6. Η εξέταση με την παρουσία ενός εκ των γονέων ή του κηδεμόνα ή άλλου προσώπου εμπιστοσύνης θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο για τελείως εξαιρετικούς λόγους.
  7. Βλ. ιδίως το με αρ. 222/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.
  8. ΠοινΔικ/νη, τεύχος 7/2012, με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά.
  9. Καρράς Α., Επίτομη Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Β’ έκδοση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα -Κομοτηνή, 2005, σ.510 με εκεί παραπομπές.
  10. Βλ. Α.Π. 903/2010(Ζ’ Ποινικό Τμήμα, σε Συμβούλιο, α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με το οποίο, κατά το ενδιαφέρον μέρος του, «[…]Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ` του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 α της ΕΣΔΑ, περί διεξαγωγής δίκαιης δίκης, δημιουργείται ο από το άρθρο 484 παρ.1 α του ιδίου Κώδικα λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, από τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, δεδομένου ότι ο πιο πάνω όρος “υπεράσπιση” έχει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση και περικλείονται σ` αυτόν όλες οι διατάξεις που με οποιονδήποτε τρόπο συμβάλλουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Απόλυτη ακυρότητα συντρέχει επομένως και όταν χρησιμοποιούνται σε βάρος του κατηγορουμένου παράνομα αποδεικτικά μέσα, καθόσον έτσι επιβαρύνεται η θέση αυτού. Κατά το άρθρο 192 του ΚΠοινΔ, εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει να ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμα τους και στους διαδίκους, εκτός αν τούτο είναι αδύνατο, (όπως όταν είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει στην αλλοδαπή, χωρίς να έχει διορίσει αντίκλητο του) ή αν συντρέχει η περίπτωση που επιβάλλεται η άμεση ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και στην περίπτωση του άρθρου 187 του ιδίου Κώδικα, (που αναφέρεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός πραγματογνώμονας). Τούτο απαιτείται για να μπορέσει ο διάδικος, κατά τους ορισμούς των άρθρων 191 και 192 του ΚΠοινΔ, να ασκήσει το δικαίωμα εξαιρέσεως του πραγματογνώμονα και επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 204 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, να προβεί στο διορισμό τεχνικού συμβούλου. Η παράλειψη της γνωστοποιήσεως αυτής στον κατηγορούμενο, αναγόμενη στην υπεράσπιση του και στην άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων, που του παρέχονται από το νόμο, δημιουργεί, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ` του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα […]».
  11. Μπουρμάς Α. Γ., Παρατηρήσεις στο με αρ. 257/2011 βούλευμα του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, ΠοινΔικ/νη 7/2012, σ. 619 επ. με εκεί παραπομπές.
  12. Βλ. την με αρ. 56/2012 Διάταξη Ανακριτή Πλημμελειοδικών Ρόδου (αδημοσίευτη).
  13. Ωστόσο, η κρίση που αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων δεν υπόκειται μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο, αλλά υπόκειται στον έλεγχο της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που πρέπει να περιέχει κάθε δικαστική απόφαση με ευρεία έννοια.
  14. Βλ. σχετικώς τη με αρ. 29/2012 απόφαση του Μ.Ο.Ε. Νάξου (α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στην οποίαν «…. Ομοίως, θα πρέπει να εξεταστεί και ο ανήλικος παθών και να συνταχθεί σχετικά ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη για την εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας του ανηλίκου, της ψυχικής και σωματικής κατάστασής του, προκειμένου να διακριβωθεί αν οι διηγήσεις του ανηλίκου, σχετικά με τις σε βάρος του κατηγορουμένου πράξεις συνιστούν πράγματι βιωματική εμπειρία, μυθοπλασία της νηπιακής ηλικίας ή διήγηση κατόπιν επιρροών….».
  15. Για την επιστημονική βάση της ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, τις διάφορες μεθόδους αξιολόγησης των μαρτυρικών καταθέσεων και τις υποδείξεις των Undeutsch, Müller-Luckman, Friedrich,Arntzen, βλ. Μαργαρίτη Μ., Η ψυχολογία των μαρτύρων, σε Κοτσαλή Λ.,Μαργαρίτη Μ., Δικαστική Ψυχολογία, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2007, σ. 170-180, με εκεί παραπομπές.
  16. Βλ. χαρακτηριστικά την δήλωση ενός παιδοψυχίατρου στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατροδικαστικής (Αθήνα, 14-17/12/2012) «Εξετάζω τα παιδιά όχι μόνον σωματικά, αλλά και ψυχοκοινωνικά για να διαπιστώσω δείγματα σεξουαλικής κακοποίησης. Ψάχνω για συμπεριφορές που εξέρχονται του ορίου του κανονικού. Αν ένα παιδί είναι υπερβολικά ανήσυχο και φωνάζει χωρίς αιτία, αρχίζω να ανησυχώ, αν πάλι δεν εκφράζει κανένα φόβο διερευνώ εάν πρόκειται για συμπεριφορά παιδιού που ζει σε ανασφαλές περιβάλλον, όπου πρέπει να συνεργάζεται, για να αυτοπροστατευθεί και να κερδίσει την εμπιστοσύνη κάποιου ενηλίκου…».
  17. Βλ. 471, 472, 477, 489, 510 και 511/2009 Μ.Ο.Ε. Αθηνών (αδημ.)«[…] ο ψυχίατρος Ι.Ν. στην έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης την οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο τον είχε ορίσει σύμφωνα με το άρθρο 226Α, αναφέρει ότι οι ως άνω παθούσες ανήλικες δεν παρουσίασαν κατά την εξέταση αντιληπτικές διαταραχές ή διαταραχές συναισθήματος ή στο περιεχόμενο της διαδικασίας ή διαταραχές στην κρίση του. Αυτό του ζητήθηκε από το Δικαστήριο και γι’ αυτό έπρεπε να αποφανθεί. Τα λοιπά που αναφέρει περί συγκρίσεως των καταθέσεων των ανηλίκων και των αντιθέσεων αυτών δεν ανάγονται στα καθήκοντά του αλλά είναι του δικάζοντος δικαστηρίου […]».
  18. Στην Ελλάδα πρόσφατο παράδειγμα τέτοιας πραγματογνωμοσύνης επί ανηλίκων μαρτύρων που παραγγέλθηκε από τον εισαγγελέα, έχουμε στην υπόθεση του μικρού μετανάστη Άλεξ, ο οποίος εξαφανίστηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στη Βέροια. Και ναι μεν στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για ανηλίκους – μάρτυρες θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων, αλλά για ανηλίκους παραβάτες, ωστόσο, πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής της πρόσφατης νομολογίας.
  19. Βλ. αντί πολλών Κοτσαλή Λ.-Μαργαρίτη Μ., Δικαστική Ψυχολογία, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2007, σ. 1-8 και 169 με εκεί παραπομπές).
  20. Κατά τον Μαργαρίτη Μ., Δικαστική Ψυχολογία, οπ.π.,σ.170, το ποσοστό των καταδικών με την ενεργοποίηση πραγματογνωμόνων για γνωμοδοτήσεις επί καταθέσεων μαρτύρων είναι σημαντικό, αλλά μόνον στα 2/3 όλων των περιπτώσεων ακολουθεί το δικαστήριο τα επιχειρήματα των πραγματογνωμόνων και όταν ακόμη υπάρχει θετικό αποτέλεσμα της γνωμοδότησης, εμφανίζονται πολλές φορές στο δικαστήριο αμφιβολίες.
  21. Βλ. την με αρ. 381-383, 410-413/2009 απόφαση του Μ.Ο.Ε. Αθηνών (Ποιν Δικ/νη 2/2010, σ. 185), κατά τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στην οποίαν «[…]Ο ειδικός επιστήμων, που επιλέγεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί πραγματογνωμοσύνης, έχει την αποστολή να προετοιμάσει τον ανήλικο για την εξέταση και στο πλαίσιο αυτό καλείται να αποφανθεί για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, με προφανή σκοπό την διευκόλυνση της εκ των υστέρων αποδεικτικής αξιολόγησης των όσων ο ανήλικος θα καταθέσει…[…] Διορίζει ως ειδικό επιστήμονα για ν παρασταθεί την Χ.Μ. Παιδοψυχολόγο, η οποία αφενός πρέπει να προετοιμάσει ψυχολογικά την ανήλικη για τον σκοπό και την αναγκαιότητα της εξέτασης και αφετέρου να γνωμοδοτήσει ως προς την ικανότητα της ανήλικης να αντιληφθεί τις ερωτήσεις και να απαντήσει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια σε αυτές, με σχετική καταχώριση στην έκθεση εξέτασης».
  22. Το δικαίωμα στου ιδιωτικού βίου (private life) δεν συγχέεται απαραίτητα με την έννοια της Privacy – του δικαιώματος να ζεις όπως επιθυμείς χωρίς η ζωή σου να υπόκειται σε δημοσιότητα. Η έννοια του ιδιωτικού βίου είναι ευρύτερη και καλύπτει επίσης το δικαίωμα δημιουργίας και αναπτύξεως σχέσεων με άλλους ανθρώπους. Για ευρύτερη ανάλυση της έννοιας, βλ. Ρούκουνας Εμ., Διεθνής Προστασία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1995, σ.168-169 με εκεί παραπομπές.
  23. Βλ. διατύπωση άρ. 226Α παρ. 4 εδ. β’ Κ.Π.Δ., κατά την οποία «Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως».
  24. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου ενδιαφέρεται μόνον για την εξασφάλιση του δικαιώματος του άρθρου 6 παρ. 3δ’ ΕΣΔΑ χωρίς να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία σε ποιο από τα επιμέρους στάδια της ποινικής δίκης θα συμβεί αυτό, δεν αντιτίθεται, δηλαδή, στο ενδεχόμενο το δικαίωμα εξέτασης του μάρτυρα να ικανοποιείται μόνον κατά την προδικασία, χωρίς να ασκείται εκ νέου κατά την διαδικασία στο ακροατήριο.
  25. Τζαννετής Α., Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων κατηγορίας κατά το άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ’ ΕΣΔΑ, ΠΧρ. ΝΗ/2008, σ. 403 με εκεί παραπομπές.
  26. Σύμφωνα με την εμπειρικά αιτιολογούμενη άποψη του Schünemann (σε Δαλακούρας Θ., Προστασία μαρτύρων: Ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, ΠοινΔικ/νη, 10/2004, σ. 1169, υποσημ. 24), «μόνη η γνώση του φακέλου της προανάκρισης συνεπάγεται για το δικαστή ένα «bias», το οποίο κατά την ακροαματική διαδικασία οδηγεί στο να υποτιμούνται και να παραμελούνται νέες και αποκλίνουσες πληροφορίες, έτσι ώστε η κύρια δίκη να τείνει να υποβαθμιστεί σε τελετή πανηγυρικής επανάληψης και επικύρωσης των αστυνομικών πρακτικών ανάκρισης. Πέραν αυτού, το επιβαρυντικό αποτέλεσμα των συμπερασμάτων της προδικασίας υπερεκτιμάται από το δικαστή, όταν ο φάκελος έχει κριθεί από την εισαγγελία ώριμος για την έγερση της κατηγορίας και έχει υποβληθεί μαζί με το κατηγορητήριο, στο οποίο τονίζονται ιδιαίτερα τα επιβαρυντικά σημεία».
  27. Στο πλαίσιο αυτό και η με αρ. Α.Π. 8/2013, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. Σύμφωνα δε και με τις ορθές παρατηρήσεις της Διονυσοπούλου, στις περιπτώσεις που η κατάθεση του ανηλίκου μάρτυρα – θύματος στην προδικασία ελήφθη προ της ισχύος του άρθρου 226Α και ο ανήλικος εμφανίζεται και καταθέτει στο ακροατήριο αντίθετα πραγματικά περιστατικά από αυτά που κατέθεσε στην προδικασία, τυχόν καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου θα στηριχθεί όχι στην προανακριτική κατάθεση, αλλά στην σύγκριση μεταξύ της προανακριτικής κατάθεσης και της κατάθεσης στην κύρια διαδικασία, σε ό,τι αφορά στο κύριο θέμα της απόδειξης και την αξιοπιστία του μάρτυρα. Κατά την σύγκριση αυτή, θα πρέπει να ληφθούν αιτιολογημένα υπόψη τυχόν αντιρρήσεις του κατηγορουμένου για την αξιοπιστία της αρχικής κατάθεσης του ανηλίκου, κατά το χρόνο που δόθηκε , έτσι ώστε να ελεγχθεί η ποιότητα μιας κατάθεσης, το περιεχόμενο της οποίας διαμορφώθηκε αποκλειστικά από τις διωκτικές αρχές. Επομένως σε αυτές τις περιπτώσεις η προδικαστική κατάθεση του ανηλίκου πρέπει να αναγιγνώσκεται, παρά την απαγόρευση του άρθρου 357 παρ. 4 Κ.Π.Δ. για να τηρείται η αρχή της δημοσιότητας, αλλά και επειδή η αξιολόγησή της θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αιτιολογίας της απόφασης (βλ. Διονυσοπούλου Α., Δημοσιότητα της ποινικής δίκης και απόλυτη ακυρότητα, ΝοΒ 61 (2013), σ. 1017).
  28. Αναγνωστόπουλος Η., Αστυνομική παγίδευση και δίκαιη δίκη (Παρατηρήσεις στο άρθρο 25Β του Ν. 17129/1987 με αφορμή την απόφαση του ΕυρΔΔΑ στην υπόθεση Teixerira de Castro κατά Πορτογαλίας), ΠΧρ. ΝΑ, σ. 199 με εκεί παραπομπές.
  29. contra, Χριστόπουλος Π., (Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει μάρτυρες κατηγορίας κατά το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ, ΠοινΔικ/νη, 11/2009, σ. 1289, υποσημ. 44)
  30. Βλ. Α.Π. 903/2010 (Ζ’ Ποινικό Τμήμα σε Συμβούλιο, α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) σύμφωνα με την οποίαν «[…] Όπως προκύπτει το Συμβούλιο Εφετών, κατά παραδοχή σχετικού ειδικού λόγου εφέσεως του κατηγορουμένου, έκρινε άκυρη και δεν συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων, όπως είχε πράξει το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, την 49/23-11-2007 έκθεση παιδοψυχιατρικής προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχίατρου[…], που διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, κατά το στάδιο της προκαταρτικής εξετάσεως, λόγω απόλυτης ακυρότητας και παραβιάσεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για το λόγο ότι δεν γνωστοποιήθηκε στον κατηγορούμενο, στον οποίο αποδιδόταν τότε η τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, ο διορισμός και το όνομα της εν λόγω πραγματογνώμονος, προκειμένου να ασκήσει αυτός τα από τα άρθρα 191,192 και 204 του ΚΠοινΔ δικαιώματά του, όπως εκείνο για υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως και για διορισμό τεχνικού συμβούλου, ενώ δεν εκτίθεντο οι λόγοι που επέβαλαν την άμεση ενέργειά της ή ότι συνέτρεχε εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 187 του ίδιου Κώδικα. Όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ιδίας αυτής εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, ενώπιον της άνω παιδοψυχίατρου, μετά από προτροπή – συμβουλή της, ο υπ` αυτής εξετασθείς οκταετής τότε ανήλικος, συνέταξε το από 20-11-2007 ιδιόγραφο χωρίς υπογραφή σημείωμα, το οποίο αναφέρεται και προσαρτήθηκε στην κατατεθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης και για τους λόγους που είναι ως ανωτέρω άκυρη η πραγματοποιηθείσα και συνταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, ήτοι λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, είναι άκυρο και το έγγραφο σημείωμα αυτό, καθόσον συντάχθηκε ως άνω κατά της διαδικασία της ως άνω άκυρης πραγματογνωμοσύνης και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής[…]».
  31. Τζανετής Α., οπ.π., σ. 402 με εκεί παραπομπές.
  32. Βλ. αντί άλλων, Α.Π. 91/2007, Ποιν.Λογ. 2007, 104 επ..
  33. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η με αρ. Α.Π. 931/2012 (α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), με την οποίαν απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το να μην αποφανθεί επί του αιτήματός του να μην αναγνωσθεί η προδικαστική ανωμοτί κατάθεση του τέκνου του στην Ανακρίτρια και να στηρίξει την κρίση του αποκλειστικά ή σε κάθε περίπτωση, σε αποφασιστικό βαθμό σε αυτήν, παραβίασε την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 δ’ της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι «[…]η παραβίαση των διατάξεων της ΕΣΔΑ δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, πέραν των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ. λόγων, εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, τους οποίους όμως, δεν ιδρύει η αιτίαση του αναιρεσείοντος που προαναφέρθηκε, αφού η ως άνω κατάθεση λήφθηκε νομότυπα, το δε Πενταμελές Εφετείο, που στήριξε την κρίση του και σε αυτήν (και όχι μόνο ή κατά μεγάλο βαθμό σε αυτήν) δεν υπέπεσε σε καμία πλημμέλεια».