Τα σύγχρονα Μέσα Επικοινωνίας και Ενημέρωσης στη διαχείριση της διαφθοράς

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ

Τα σύγχρονα Μέσα Επικοινωνίας και

Ενημέρωσης στη διαχείριση

της διαφθοράς

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ*

 

Α. ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

Τα ΜΜΕ δομώντας μίαν άλλη πραγματικότητα, αυτή της πληροφορημένης & ενημερωμένης κοινωνίας, αυτο-αναγορεύονται σε καθρέφτη ή εικόνα.

Πόσο βέβαιοι είμαστε όμως ότι όλα τα στοιχεία και τα σχόλια που γράφονται κι ακούγονται συγκροτούν την πραγματικότητα κι ότι δεν υπάρχουν «κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα»;

Από την άλλη πλευρά η εικόνα «της κοινωνία της εικόνας» αναδεικνύει μια εικόνα που φαίνεται να έχει παραδοθεί στις εικόνες που παράγουν οι άλλοι και καταναλώνει η ίδια.

Υπάρχει απώλεια του πραγματικού. Σχάση ανάμεσα στην αναπαράσταση και το γεγονός, με συνέπεια η αναπαράσταση να καθίσταται τελικά πραγματικότητα και το κοινωνικό να βιώνεται φαντασιακά.

Η κοινωνική κατασκευή μπορεί να προβάλλει είτε συναινετική εικόνα της κοινωνίας (συμφωνία σε κοινές αξίες, αποδεκτό life style) είτε συγκρουσιακή (π. χ. γενικευμένο φόβο λόγω εγκληματικότητας).

Η κατασκευή της βίας και της εγκληματικότητας είναι επικοινωνιακό προϊόν των νέων αξιών (new values), των κριτηρίων δηλαδή με βάση τα ποία επιλέγονται οι ιστορίες που αξίζουν μιντιακά (newsworthy).

Στη βάση του προβλήματος είναι οι οκτώ – τουλάχιστον – new values:

  1. Αμεσότητα – ταχύτητα – επικαιρότητα, ισχύς/γόητρο προσώπων.
  2. Δραματοποίηση (δράμα και δράση).
  3. Δομημένη πρόσβαση (ειδικοί και αρχές).
  4. Καινοφανές – Αιφνιδιασμός.
  5. Διέγερση (η ηδονοβλεψία του απαγορευμένου).
  6. Συμβατικότητα (ηγεμονεύουσα/κυρίαρχη ιδεολογία).
  7. Προσωποποίηση (κουλτούρα των διασημοτήτων).
  8. Απλοποίηση (απάλειψη/απόκρυψη των βαθύτερων αιτιών).

Σ’ αυτές τις μιντιακές επιταγές, τα crime news προσέθεσαν άλλες πέντε:

  1. Ορατές και θεαματικές πράξεις.
  2. Γραφική αναπαράσταση.
  3. Πρόληψη και καταστολή.
  4. Πολιτικές (αλλά και ερωτικές) διασυνδέσεις.
  5. Ατομική παθογένεια.

Η κατασκευή, δηλ. η δοξολόγηση της αναπαράστασης, επιτυγχάνεται με τους παρακάτω τρόπους:

  1. Λαθεμένη χρήση νομικών όρων και εννοιών.
  2. Λαθροχειρίες στα στατιστικά στοιχεία.
  3. Εκ προθέσεως υπερτονισμοί ή υποτονισμοί.
  4. Κυριαρχία προκαταλήψεων και στερεοτύπων.
  5. Γενίκευση φόβου, κινδύνου και ανασφάλειας (από και προς κοινωνικές ομάδες και πρόσωπα).
  6. Νομιμοποίηση/ηθικοποίηση κοινωνικού ελέγχου.

Ο έξω κόσμος συχνά αντανακλάται «μέσα» μας παραποιημένος, πολλές φορές λόγω του τρόπου με τον οποίο επεξεργαζόμαστε ή αποθηκεύουμε τις πληροφορίες.

Γεγονότα, έννοιες και εμπειρίες καταγράφονται ως γνωστικές αναπαραστάσεις αλλά και ως νοερές εικόνες (όπου το υποκείμενο σκέφτεται με βάση εικόνες που μεγεθύνουν ή σμικρύνουν πραγματικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου).

Από την άλλη πλευρά οι κοινωνικές αναπαραστάσεις (που συχνά χαρακτηρίζονται αντιλήψεις, γνώμες, στάσεις) συνδέουν τα μέλη της ομάδας με κοινές αξίες και συν-κατασκευάζουν την πραγματικότητα.

Οι αναπαραστάσεις του εγκλήματος στο δημόσιο λόγο καθρεφτίζουν κοινωνικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις και οι αναπαραστάσεις στην τιμωρία επιχειρούν να επουλώσουν τις πληγές που το έγκλημα (ή η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά) προκαλεί στα συλλογικά αισθήματα.

Η περιγραφή και απεικόνιση του εγκληματία στην κοινή γνώμη ως ένας διακριτός τύπος με αναγνωρίσιμα ηθικά, σωματικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά διαχέεται (ή και παραμορφώνεται) μέσω των ΜΜΕ στοχεύοντας πάντοτε στη διαμόρφωση δημόσιας ηθικής.

Οι έρευνες για την απεικόνιση των εγκλημάτων από τα ΜΜΕ έχουν καταλήξει στα εξής συμπεράσματα:

  • Προβάλλουν το εντυπωσιακό, το περίεργο κι όχι αυτό που είναι από την εγκληματολογική ή την κοινωνική γενικότερα άποψη πιο σημαντικό.
  • Προσεγγίζουν τα συμβάντα με έναν επιφανειακό τρόπο.
  • Προβάλλουν ιδιαίτερα τα εγκλήματα βίας και πρόσφατα και τα οικονομικά.

«Αναπαραστώ», «διαμεσολαβώ», «απεικονίζω»: αν μετατρέψουμε σε ενεργητικά ρήματα τα ουσιαστικά – αναπαράσταση, εικόνες, μέσα – καταλαβαίνουμε αμέσως πόσο έντονα επηρεάζεται η κατανόηση από την ορολογία. Αυτή η ορολογία υπονοεί μια διεργασία μέσω της οποίας ένα δεδομένο – υλικό αντικείμενο ή φιλοσοφική αφαίρεση – μεταφράζεται για να κατανοηθεί και να βιωθεί από κάποιον δέκτη, παρατηρητή ή ένα ακροατήριο. Η διαμεσολάβηση που συντελείται στη διαδικασία μπορεί να παρουσιάζεται ως «αντανάκλαση», πράγμα που σημαίνει ότι το πρωτότυπο παραμένει σχετικώς άθικτο στο τέλος από την άλλη, μπορεί να εγείρονται ζητήματα μεροληψίας, παραμόρφωσης, αναπλαισίωσης, ώστε, στο τέλος, η καθαρότητα του πρωτοτύπου χάνεται. Έτσι, μέσω της ορολογίας αυτής εδραιώνεται μια ιδιαίτερη σχέση κατά την οποία ο αναγνώστης ή θεατής αναγνωρίζει, ελέγχει ή ανασυγκροτεί το πρωτότυπο της επικοινωνιακής παραγωγής.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι αναπαραστάσεις των ΜΜΕ που σχετίζονται με τη Διαφθορά και το διεφθαρμένο απηχούν πιστά την πραγματικότητα.

 

 

 

Β. ΠΕΡΙ MEDIA

Τα Media μπορεί να μη συγκροτούν πάντοτε τον τόπο της διαφθοράς αλλά σίγουρα παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αποκάλυψη τέτοιων φαινομένων (εφόσον βέβαια δεν χρησιμοποιούν τους ψιθύρους και τις φήμες ως ψυχοπολιτική τεχνική).

Ο Τύπος καθίσταται πολλαπλασιαστής τόσο του φαινόμενου της διαφθοράς όσο και των απόψεων του κοινού για τη διαφθορά.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το «τι είναι διαφθορά» μάλλον μας το «ορίζουν» τα Media και όχι η Πολιτεία.

Τα ΜΜΕ εκ-παιδεύουν το κοινό σε ζητήματα κοινωνικής τάξης της διαφθοράς (σε συνδυασμό με την ηθική τάξη) αφού μέσω των εικόνων στέλνουν τα δικά τους μηνύματα κατά συγκεκριμένων εγκλημάτων και εγκληματιών διαφθοράς.

Η εγκληματική πραγματικότητα συνοδεύεται λοιπόν από τη μιντιακή αναπαράστασή της. Τα ΜΜΕ διαμεσολαβούν και μέσω των εικόνων κατασκευάζουν «αλήθειες» και επιχειρούν να επηρεάσουν μια κοινή γνώμη, που αν και υποψιάζεται τις προθέσεις και τα κίνητρα συχνά παρασύρεται και πιστεύει τις διοχετευόμενες πληροφορίες.

Αυτά τα εγκληματογενή και εγκληματογόνα μηνύματα διαπλάθουν μια ψευδή συνείδηση και εντέλει μια ψευδή συναίνεση.

Τα ερωτήματα πολλά.

Μέσω των αναπαραστάσεων αξιολογούμε τη διαφθορά και μέσω των στερεοτύπων ερμηνεύουμε τους διεφθαρμένους;

Πώς είναι δυνατό το «μεγάλο κοινό» να συναινεί όταν συγκροτείται από ομάδες και άτομα διαφορετικών αντιλήψεων;

Το περιεχόμενο των media κρύβει τη φύση τους ενώ οι εικόνες διαμορφώνουν δική τους κουλτούρα αναπαραστάσεων.

Οι «εικόνες στο κεφάλι» (pictures in our heads), δηλ. τα στερεότυπα του φόβου, της ανασφάλειας, της διαφοράς, επιδιώκουν το πραγματικό με συνέπεια το υπερ-πραγματικό να οδηγεί σε παραμορφώσεις και σε «δουλείες». Ο πλασμένος, όχι «κατ’ εικόνα» αλλά από την εικόνα, τηλεθεατής αποπληροφορείται μέσω της υπερπληροφόρησης και αποπροσανατολίζεται μέσω των κοινωνικών δημοσκοπήσεων. Η «διαμεσολαβημένη αλήθεια» στοχεύει στη δημιουργία τηλε-κατευθυνόμενων πολιτών οι οποίοι πληροφορούνται για τη διαφθορά από τα ΜΜΕ.

Γνώμες ειδικών επηρεάζουν την κοινή γνώμη μέσω «υποκαθιστούμενης εμπειρίας» που διαχέεται από τα ΜΜΕ. Η κατασκευασμένη πραγματικότητα υποκαθιστά στις εμπειρίες, στις σχέσεις και τις δραστηριότητές μας την καθεαυτήν πραγματικότητα.

Θεωρητικά απέναντι στην αναπαράσταση της διαφθοράς από τα Media η κοινή γνώμη άλλοτε συμφωνεί, άλλοτε διαφωνεί με παραλλαγές, άλλοτε συγκρούεται κι άλλοτε δεν σχηματοποιείται ως όλον αλλά εκφράζεται μέσω ατομικών θέσεων. Στην πράξη όμως μέσω των εικόνων των Media διαμορφώνονται γενικές απόψεις για αυτό το έγκλημα, στερεότυπα, ετικέτες.

Στην αναπαράσταση το πραγματικό αντικείμενο απουσιάζει και υποκαθίστανται από την εικόνα ενός άλλου ή ανάλογου αντικειμένου που προκαλεί έντονα συναισθήματα (π. χ. πλούσια ζωή διεφθαρμένου, πολιτικές γνωριμίες κλπ.).

Από την αναπαράσταση παράγονται τα «σύμβολα» μέσων των οποίων δραματοποιείται ο δημόσιος διάλογος.

Η κατασκευή του μηνύματος από τα ΜΜΕ και η κατασκευή του νοήματος από τον (απο)δέκτη δεν συναντιώνται υποχρεωτικά στη συναίνεση ως προς τις αιτίες των προβλημάτων αλλά συχνά συγκλίνουν στις «λύσεις».

Το έγκλημα είναι πάντοτε μια είδηση omnibus (αφορά δηλαδή τους πάντες), την οποία όμως εύκολα μπορεί να χειραγωγήσουν τα Media μέσω του τηλεοπτικού τρικ «ν’ αποκρύπτεις δείχνοντας». Η επιλογή, η κατασκευή, η δραματοποίηση, «η εντύπωση του πραγματικού» τείνουν σε κινητοποιήσεις ή ακινητοποιήσεις μέσω της ανάδυσης ιδεών ή παραστάσεων ή προϊδεασμών.

Όλα μπορεί να γίνουν «εικονικά πραγματικά» όταν το κοινωνικό υποκείμενο – τηλεθεατής/κοινό αδυνατεί ν’ αποκωδικοποιήσει σημασίες, ταυτίσεις, μετατοπίσεις. Δεν υπάρχει βέβαια «ελάχιστος κοινός παρανομαστής» ούτε απόλυτη ομοιογενοποίηση ώστε η διάχυση μιας μοναδικής ιδεολογίας να γίνεται αυτόματα και καθολικά. Ακόμα κι αν μέσα στο κυρίως μήνυμα κρύβονται άλλα άχρηστα υπο-μηνύματα (ίσως για ν’ αποπροσανατολιστεί ο αποκρυπτογραφών) τούτο δεν σημαίνει ότι ο κάθε τηλεθεατής με βάση τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά του δεν μπορεί να σπάσει κώδικες και προκαθορισμούς.

Η υπερπραγματικότητα (hyperreality) των προσομοιώσεων αποτελεί το παράδειγμα μιας νέας πολιτισμικής μορφής του εγκλήματος εν τω γίγνεσθαι. Το θέαμα του διεφθαρμένου δημιουργείται από το τίποτα και το μη-θέαμα καλύπτει το κάτι.

Τα ψευδογεγονότα συμβάλλουν στην αντικατάσταση του πραγματικού από το «νεοπραγματικό» μέσω των κατασκευών μοντέλων προσομοίωσης (θεαματικοποιημένων μικροειδήσεων).

Η πολιτιστική ανακύκλωση με τις προσομοιώσεις της συνιστά τη θεωρητική βάση για «τα κύματα εγκληματικότητας».

Άτυπα (atypical) εγκλήματα και άτυποι (atypical) εγκληματίες, απλουστεύσεις, προσωποποιήσεις, επιχειρούν όχι να διερμηνεύσουν αλλά να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη. Μέσω των “news theme” δομούν τα κύματα εγκληματικότητας και μέσω της συνήχησης καλλιεργούν κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας.

Ο ηθικός πανικός (Stan Cohen) και η διάχυση της παρέκκλισης συγκροτούν ένα ισχυρό μέσο αύξησης του φόβου και της ανασφάλειας και της θεωρίας της ετικέτας. Οι αναπαραστάσεις των κινδύνων επηρεάζουν, αν δεν αλλάζουν τις συμπεριφορές, και επιχειρούν να κατασκευάσουν μια αντεγκληματική (συνήθως κατασταλτική) συναίνεση της κοινής γνώμης.

Γ. ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

Η πολιτική διαφθορά, ως «ανάρμοστη σχέση μεταξύ αγοράς και πολιτικής», δηλαδή ως διαπλοκή, κατέστη μέρος της πολιτικής κουλτούρας. Κουλτούρα της διαφθοράς και κουλτούρα του δημόσιου βίου (συμ)πορεύονται.

Ως «μη φαινόμενο» (άδηλο, αόρατο) φαινόμενο η διαφθορά είτε εξελίσσεται προς τα πάνω σε διαπλοκή και σκάνδαλο ή γενικεύεται προς τα κάτω σε «ρουσφέτια επιβίωσης».

Η παλαιά και η νέα, η μικρή και η μεγάλη, η δομική και η περιστασιακή διαφθορά αποδίδονται στη γραφειοκρατία, στην αδιαφάνεια των θεσμικών λειτουργιών και γενικότερα στη διάβρωση της δημοκρατίας.

Κοινός παρανομαστής: η κατάχρηση δημόσιας εξουσίας για ένα ιδιωτικό όφελος που θέτει συχνά σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον.

Κοινά κριτήρια: οι νομικοί ορισμοί, το δημόσιο συμφέρον και οι αντιλήψεις της κοινής γνώμης.

Να σημειωθεί ότι η άποψη του κόσμου εξαρτάται από οικογενειακές παραδόσεις (amoral familists), από πελατειακές σχέσεις, από εργασιακές πρακτικές, από πολιτειακές/πολιτισμικές αντιλήψεις.

Η ανοχή των πολιτών λειτουργεί «ως πλυντήριο συνειδήσεων». Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε τον κρίσιμο ρόλο των ενδιάμεσων ομάδων (intermediary groups) που δημιουργούν ειδική κοινωνική και οικονομική συνείδηση (όπως π. χ. τα media).

Ενώ η διαφθορά εθεωρείτο αρχικά «προδοσία της ευθύνης προς το δημόσιο συμφέρον» στη συνέχεια μετεξελίχθη σε παράνομο, παρεκκλίνοντα, ανήθικο μηχανισμό της εξουσίας, με στόχο αφενός την κάλυψη των θεσμικών κενών (machine politique) κι αφετέρου την απόκτηση πολιτικού οφέλους (ή και εξυπηρέτηση εθνικού συμφέροντος).

Η κοινωνική ανοχή του σχηματισμού και της λειτουργίας τέτοιων δικτύων δεν οδηγεί μόνο στην πελατοποίηση και την ευνοιοκρατία αλλά καταλήγει στην παράκαμψη της επίσημης πολιτικής εξουσίας.

Το δίλημμά τους δεν τίθεται «ως προς τί είναι νόμιμο» ή «ηθικό» αλλά «ως προς τί μπορούσε να κάνουμε ατιμωρητί» ή ακόμα και «ποια μορφή διαφθοράς είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινωνίας», ώστε ασκώντας την να αισθάνονται καλυπτόμενοι ή δικαιωνόμενοι από τη λαϊκή επιδοκιμασία.

Αυτή είναι η κουλτούρα της διαφθοράς. Μια στρέβλωση των αξιών: δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες που αποκτούν σταδιακά μια ιδιόρρυθμη «συνείδηση δικαίου» όταν διαφθείρουν ή διαφθείρονται.

Οι «εσωτερικές διακρίσεις» της διαφθοράς ίσως να βοηθάνε στις οριοθετήσεις. Η μαύρη διαφθορά (black corruption) που ανέχεται η κοινή γνώμη, η λευκή διαφθορά (white corruption) που ανέχεται η κοινή γνώμη και η γκρίζα διαφθορά (grey corruption) με την οποία άλλοι συμφωνούν κι άλλοι όχι συνιστούν ορισμένες μορφές που όμως δεν έχουν τον ίδιο αντίκτυπο σε κάθε χώρα ή και σε κάθε νομικό σύστημα. Οι πρακτικές, το περιβάλλον και το κοινωνικό status των δραστών επηρεάζουν ευθέως τις αξιολογήσεις/κρίσεις.

Σ’ ένα ανομικό πλαίσιο «όπου όλα επιτρέπονται» η διαφθορά χάνεται και προβάλλεται μόνο μια κοινωνική αναπαράστασή της όχι αναγκαστικά αυθεντική. Η διαφθορά από παράβαση (transgression) μετατρέπεται σε συναλλαγή (transaction), σε θεσμό αναγκαίο για την φιλελεύθερη οικονομία, την ανάπτυξη, την παγκοσμιοποίηση.

Η διαφθορά της εγγύτητας (corruption de proximité) που στοχεύει στην ενδυνάμωση του κοινωνικού status της ομάδας στην οποία ανήκει ο δράστης (και κατ’ επέκταση στην αποδυνάμωση των αντίπαλων ομάδων) διαφέρει σημαντικά από την αγοραία διαφθορά (corruption marchande) όπου προέχει το ατομικό/ιδιωτικό συμφέρον.

Δ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΙΚΟΝΩΝ

Η κατασκευή της δημόσιας ερμηνείας ως προς την απειλή από τη διαφθορά και το συναφή ηθικό πανικό διέρχεται από το στάδιο της υπερβολής (exaggeration), προσαρμογής (accommodation), συμβολοποίησης (symbolization), πρόβλεψης (prediction), γενίκευσης (generalization), υποβάθμισης (degradation).

Το απλό συμβάν (incident) εμφανίζεται ως περίπτωση/παράδειγμα (instance) ώστε να εξάπτεται η φαντασία του κοινού και να ανακαλύπτει πίσω από τα κοινωνικά προβλήματα «κύματα εγκληματικότητας». Έτσι η τιμωρητικότητα του νόμου ή η αυστηρότητα των δικαστικών αποφάσεων ηρεμεί την κοινή γνώμη.

Η πολιτισμική καλλιέργεια (cultivation) αναφέρεται σε «μακροχρόνια διαμόρφωση αντιλήψεων και πεποιθήσεων για τον κόσμο» που προήλθαν από τη διαμεσολάβηση των ΜΜΕ.

Τα νοήματα των όσων μεταδίδουν τα ΜΜΕ για τη διαφθορά και τους διεφθαρμένους σε σχέση και με το δημόσιο συμφέρον, την ασφάλεια και τη δημόσιο τάξη και τον κοινωνικό έλεγχο δεν είναι βέβαια αθώα ή «αχρωμάτιστα».

Καρικατούρες – έρευνες της κοινής γνώμης θέλουν να μετρήσουν (έτσι απλά!) την ηθική κατάσταση (état moral) της κοινωνίας μέσω μιας αγοραμετρίας (agoramétrie) όπου «ο διάλογος είναι πάνω απ’ όλα θέαμα». «Νέες ιστορίες» και νέα εγκλήματα κατασκευάζονται και ανασκευάζονται μέσω των Crime News των Media χωρίς να ενδιαφέρονται για τις κοινωνικές επιπτώσεις και τις πολιτισμικές ευαισθησίες.

Τα στερεότυπα συνιστούν την πρώτη ανα-παράσταση και οι εικόνες των Media τη δεύτερη. Ποια είναι πιο ισχυρή ή καθοριστική εξαρτάται από τη συγκυρία αλλά και από την επεξεργασία που κάνει ο πολίτης.

Τα crime news, η δημόσια τάξη, το πολιτισμικό περιβάλλον, η συμβολική παρέκκλιση και το πολιτικό σύστημα συγκροτούν το πλαίσιο δράσης της Εγκληματολογίας των ειδήσεων. Ο εγκληματολόγος οφείλει να ανα-κατασκευάσει τους μύθους πάνω στους οποίους στηρίζεται η κατασκευή των εγκληματικών νέων (πληροφόρηση για την εγκληματικότητα, πρόληψη, real-life δράμα κλπ.) και να παράσχει στο κοινό άλλα εργαλεία ερμηνείας του ποινικού φαινομένου.

Η συμβολική πραγματικότητα των αναπαραστάσεων των ΜΜΕ καλλιεργεί εγκληματικούς μύθους γύρω από το προφίλ του διεφθαρμένου. Οι ιδεολογικές εικόνες του εγκλήματος και της τιμωρίας του πρέπει να απομυθοποιηθούν από τους εγκληματολόγους οι οποίοι θ’ αναλάβουν και το βάρος μιας δημιουργικής αντιπαράθεσης (creative confrontation) με τους δημοσιογράφους.

Το έγκλημα ως προϊόν (υπο)κουλτούρας διακινείται μέσω των αναπαραστάσεων των ΜΜΕ καλλιεργώντας την αντίληψη για ένα γενικευμένο εχθρικό περιβάλλον. Τα μηνύματα των Media κατασκευάζουν την ανάγκη της ηθικής κάθαρσης (δια του κοινωνικού ελέγχου).

Οι απόψεις του κοινού εξαρτώνται από τις νομικές γνώσεις του, από τις περιγραφές των θυμάτων εγκληματικής πράξης διαφθοράς στα ΜΜΕ (οι οποίες πολλές φορές «κατασκευάζονται» εξ των υστέρων) αλλά και από την ενημέρωση/εκπαίδευση του κοινού στο να «διαβάζει» τα εγκληματικά νέα. Αλλιώς π. χ. δι-ερμηνεύει το έγκλημα το κοινό σε μια βίαιη κοινωνία κι αλλιώς σε μια ειρηνική. Αλλιώς σε μία αποστασιοποιημένη κι αλλιώς σε μια συμμετοχική κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα.

Το κοινό δεν ταυτίζεται με τον όχλο, ούτε η δημόσια σφαίρα με τις τηλεοπτικές κατασκευές. Πρέπει να προστατεύσουμε το μαζικό ακροατήριο (mass audience) ώστε να μη μετεξελιχθεί σε ακροατήριο ως μάζα (audience as a Mass) (το οποίο γίνεται αντικείμενο εύκολης εκμετάλλευσης από τα Media).

Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας δημιουργεί ένα «συγχυσμένο κοπάδι» (κατά Λίπμαν), ένα κοινό εν είδει αντικατοπτρισμού (mirage), μια κοινή γνώμη με «κοινότητα των αντιλήψεων», που μέσα από συγκυριακά ρεύματα και ιεραρχικές ταξινομήσεις καταλήγουν σε μια κουλτούρα αποδοχής ή ανοχής των κατασκευασμένων γεγονότων (factivity).

Η μιντιακή κυρίαρχη άποψη που καταλήγει στη σπειροειδή γραμμή της σιωπής, λόγω του φόβου της απομόνωσης, δεν είναι τίποτα περισσότερο από επιλεκτική προβολή/ερμηνεία πολιτικών πληροφοριών.

Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Αν ο τρόπος ζωής, οι αξίες και τα μέσα επίτευξής τους, οι ιδέες και πρακτικές μιας κοινωνίας επηρεάζονται μονοδρομικά από τα ΜΜΕ τούτο σημαίνει ότι οι πολιτιστικοί κανόνες υποτάσσονται πλήρως στις αναπαραστάσεις και στις εικόνες, δηλαδή στους «μύθους» των Media. Αν τα ΜΜΕ αφενός κατασκευάζουν την κοινωνική πραγματικότητα κι αφετέρου «επιβάλλουν» και το ερμηνευτικό πλαίσιο αναφοράς για την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας τότε πρέπει ν’ (απο)δεχτούμε ότι είμαστε όλοι δέσμιοι και όμηροι ενός μιντιακού (τεχνολογικού) ντετερμινισμού.

Η διαφθορά ως λευκό έγκλημα, λόγω των περιορισμένων κοινωνικών αντιδράσεων (αφού γίνεται αποδεκτό από τις ελίτ και ανεκτό από την κοινή γνώμη), δεν εμφανίζεται στις στατιστικές της εγκληματικότητας (λόγω μη καταγγελίας, δυσχέρειας εντοπισμού κλπ.).

Ορισμένοι μάλιστα εκλαμβάνουν τη διαφθορά ως απλή ηθική απάτη ή συνήθη παρεκκλίνουσα συμπεριφορά (deviant behavior), επιχειρώντας έτσι να απεγκληματοποιήσουν τις σχετικές ενέργειες. Πρόκειται δηλ. για ένα σφάλμα κι όχι για ένα έγκλημα, γι’ αυτό πρέπει να ψάχνουμε για υπεύθυνους και όχι για ενόχους. Επικαλούμενοι ένα άρθρο του αμερικανού εγκληματολόγου Edwin Sutherland (Is white collar crime a crime?) οι υποστηρικτές αυτής της άποψης διατείνονται ότι και η διαφθορά δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια εκτροπή των ισχυρών, συμπεριφορά δηλ. που αφορά το πολιτικό ήθος και όχι την εγκληματικότητα.

Θυμίζω όμως ότι η διαφθορά:

  • «απειλεί»
  • «υπονομεύει»
  • «διαστρέφει»
  • «εμποδίζει»
  • «εξασθενίζει»
  • «θέτει σε κίνδυνο»
  • «διακινδυνεύει»
  • «μπορεί να καταστρέψει»
  • έχει «δηλητηριώδη αποτελέσματα»
  • ενέχει «βαριά επικινδυνότητα»
  • συνιστά «κίνδυνο για την κοινωνία»
  • αποτελεί «θεμελιώδη απειλή»
  • «τείνει να πλήξει την καρδιά της κοινότητας»
  • «διαστρέφει τις διεθνείς ανταγωνιστικές συνθήκες»

Από ποινικής απόψεως για ορισμένους είναι εγκλήματα διακινδύνευσης και ειδικότερα «κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα», δεδομένου του (διεθνούς) χαρακτήρα τους αλλά και του ευρέος πίνακα προσβαλλόμενων έννομων αγαθών όπως:

«i. η Δημοκρατία, η Νομιμότητα, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα

  1. ii. η σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών

iii. η καλή διακυβέρνηση

  1. iv. η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη
  2. v. ο κοινωνικός ιστός
  3. vi. οι αξίες της Δημοκρατίας και της Ηθικής

vii. η σταθερότητα και ασφάλεια των κοινωνιών

viii. η αποτελεσματικότητα όλων των τύπων των κυβερνητικών προγραμμάτων

  1. ix. η κοινωνική, οικονομική και πολιτική ανάπτυξη
  2. x. η οικονομική ανάπτυξη και η διανομή του εισοδήματος
  3. xi. ο ανταγωνισμός».

Η δυναμική της διαφθοράς (Διαφθορά = Μονοπώλιο εξουσίας = Εχεμύθεια – Λογοδοσία) καθορίζει και τη στρατηγική της αντι-διαφθοράς (μείωση μονοπωλίων και διοικητικής συνενοχής και αύξηση ελέγχου).

Ως αντίδοτα έχουν κατά καιρούς προταθεί η δομημένη πολιτική συμμετοχή των κοινωνικών ομάδων, η διοικητική μεταρρύθμιση ή η αποτελεσματική δράση των ελεγκτικών θεσμών.

Προσοχή όμως:

α) Οι ιεροκήρυκες της ηθικής (κάθε μορφής «αδιάφθοροι») είναι εξίσου «επικίνδυνοι» με τους «διεφθαρμένους» καθώς ιστορική συμψηφισμοί και ιστορικοί λήθη καλούνται να κλείσουν αμφισβητήσεις και πληγές προσώπων και θεσμών, αφήνοντας όμως ανοικτή την πόρτα στους επικυρίαρχους του παιχνιδιού (οι οποίοι και ορίζουν τους χειριστές της αποκάθαρσης). Αυτό το αποκρύπτουν τα ΜΜΕ.

β) Ο αδιάφθορος εκκαθαριστής που επικαλείται την ηθική είναι και αυτός εξίσου «δίκοπος», αφού – πέραν της πολιτικής εκμετάλλευσης – οδηγεί σε μια αμφισβήτηση και αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών.

Η πολιτική διακυβέρνηση (governance) και τα media καθιστούν σήμερα τη διαφθορά «περισσότερο ορατή». Στόχος τους όμως δεν είναι να εξαλείψουν το φαινόμενο αλλά να το μειώσουν (low – corruption equilibrium). Εκτιμάται ότι το «γρήγορο χρήμα» και η δωροδοκία κάνουν το οικονομικό σύστημα να λειτουργεί χωρίς να επιδρούν καταλυτικά στην κοινωνική συνοχή. Πιστεύουν ότι η διαφθορά θα μειώνεται κλιμακωτά σε συνάρτηση με τις μεταρρυθμίσεις και ότι δεν μπορεί να εκριζωθεί δια μιας. Αυτή η αντίληψη προϋποθέτει ορισμένα στάδια όπως κυβερνητικά προγράμματα που αυξάνουν τη διαφάνεια, αυτορρυθμιζόμενοι κανονισμοί στον ιδιωτικό τομέα και διαμόρφωση κοινής γνώμης αρνητικής προς τη διαφθορά.

Η διαφάνεια, όπως άλλωστε και η διαφθορά, στερούνται σαφούς εννοιολογικού περιεχομένου και γι’ αυτό επενδύονται με μιντιακούς μύθους, οι οποίοι όμως είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για την νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και την ενίσχυση της δημοκρατικής αρχής.

Η διαφθορά είναι δια-θεσμικό φαινόμενο, άρα πρέπει να παρέμβουμε πρωτίστως στην ποιότητα της Δημοκρατίας μας.

Κι αυτό, δηλαδή η πάταξή της, είναι καθήκον ισοδύναμο με το άρθρο 120 παρ. 2, 4 του Συντάγματος, δηλαδή «επαφίεται στον πατριωτισμό (εκείνων) των ελλήνων» που είναι ακόμα αφοσιωμένοι στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.

Χρησιμοποιηθείσα βιβλιογραφία

 

Άρθρα

 

Αλεξιάδης Στ., Πριν μια νέα γενιά «Κοινώς Επικίνδυνων Εγκλημάτων»: Το παράδειγμα της διαφθοράς, ΠοινΔικ 10/2000, σελ. 1021 επ.

Κουτσούκης Κλ., Διαφθορά, σκάνδαλα και σκανδαλοθηρία, ΠοινΔικ 1/2000, σελ. 61 επ.

Πανούσης Γ., Ποιος ο διαφθορεύς του κρατούμενού μας; Διαφθορά και Φυλακή, ΠοινΔικ 3/2004, σ. 316-319 και την εκεί πλούσια βιβλιογραφία.

Πανούσης Γ., Διαφθορά, διαπλοκή και πολιτική μηχανή, ΠοινΔικ 8-9 / 2006, σ. 1015-1022 και την εκεί πλούσια βιβλιογραφία.

Πανούσης Γ., Καθ’ υπερβολήν, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2008

Ruggiero V., Corrupt exchange and victimization in Italy, Χρονικά 8, ΝΣ/ΔΠΘ, 1993, σ. 143-144.

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία (βασική)

 

Clarke M. (ed), Corruption, Frances Pinter 1983.

Della Porta D. – Mény Y., Démocratie et corruption en Europe, La Découverte, Paris 1995.

Heidenheimer A. – Johnston M. – Levin V. T Political Corruption, Translation Publ. 1989.

Girling J., Corruption, Capitalism and Democracy, Routledge 1997.

Λασκούμ Π., Διαφθορά, Καστανιώτης 2003.

Rocca J. L., La Corruption, Syros 1993.

Rose Ackerman S., Corruption and Government, Cambridge 1999.

Stapenhurst R. – Kpundech Sahr (eds) Curbing Corruption, Washington 1999.

Μελέτες

 

«Αντιλήψεις για τη διαφθορά από παράγοντες του δημοσίου και ιδιωτικού χώρου», (συλλογικό), Media + Έγκλημα, Α. Σάκκουλας 2010 (και την εκεί βιβλιογραφία).

Δημόπουλος Χ., Η διαφθορά, Νομική Βιβλιοθήκη 2005.

«Καταπολέμηση της Διαφθοράς των κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων», (συλλογικό), Σάκκουλας 2001.

Κουτσούκης Κλ., Παθολογία της πολιτικής – Όψεις της διαφθοράς στο νεοελληνικό κράτος, Παπαζήσης 1998.

Κράτος και Διαφθορά, (συλλογικό), Ι. Σιδέρης 1998.

Λάζος Γρ., Διαφθορά και Αντιδιαφθορά, Νομική Βιβλιοθήκη 2005.

«Τιμητικός τόμος Κουτσούκη Κλ.», (συλλογικό), Ι. Σιδέρης 2011 (και την εκεί βιβλιογραφία).

* Καθηγητής ΜΜΕ, Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.