Το έγκλημα ως οικονομικό πρόβλημα

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

Το έγκλημα ως οικονομικό πρόβλημα

 ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ *

Τόσο στην Εγκληματολογία όσο και στο Ποινικό Δίκαιο είχε καθιερωθεί το έγκλημα να αντιμετωπίζεται είτε ως νομικό είτε ως πραγματικό (-κοινωνιολογικό) πρόβλημα. Αρκετά ενωρίς, ωστόσο, στην εγκληματολογική θεωρία η έρευνα επεκτάθηκε στην επίδραση των οικονομικών όρων και συνθηκών στην αιτιολόγηση του εγκλήματος, ενώ η ανάπτυξη των οικονομικών συνθηκών και συναλλαγών οδήγησε στην εμφάνιση των οικονομικών εγκλημάτων.

Ήταν αναμενόμενο, ενόψει τούτων, στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου να αποκτήσει αυτοτέλεια ο κλάδος του Οικονομικού Ποινικού Δικαίου, ενώ η εγκληματολογική θεωρία επεκτάθηκε στην έρευνα και μελέτη του χώρου των οικονομικών του εγκλήματος, όπου κυριαρχεί η έρευνα του εγκλήματος ως οικονομικού προβλήματος[1].

Ι. Ήταν εύλογο, κατά την ανάπτυξη του θέματος «Το έγκλημα ως οικονομικό πρόβλημα», που συχνά ακροβατεί ανάμεσα στους κλάδους της Οικονομικής και της Εγκληματολογίας, το ξεκίνημα να αναζητά τα πρώτα ίχνη της εμφάνισης του προβλήματος στις θεωρίες και τις μεμονωμένες απόψεις για την αιτιολογική σχέση ανάμεσα στις οικονομικές συνθήκες και την κατάληξη του ατόμου στο έγκλημα. Η αναδρομή στον χώρο αυτόν, ιδιαίτερα οι ανιχνεύσεις στα ζεύγη «φτώχεια και έγκλημα»., «πλούτος και έγκλημα», «έγκλημα και επάγγελμα» κ.ά.ο., προσφέρουν την ευχαρίστηση της παρακολούθησης της εξέλιξης της εγκληματολογικής σκέψης από τα πρώτα της βήματα αλλά οδηγούν τελικά μάλλον σε αρνητικές διαπιστώσεις. Οι οικονομικές συνθήκες και το έγκλημα φαίνεται να ακολουθούν μια παράλληλη στενά δεμένη πορεία, σταθερή στο χρόνο, αλλά χωρίς ουσιαστική αιτιολογική επικοινωνία μεταξύ τους. Το ερώτημα αν οι οικονομικές συνθήκες αποτελούν αιτιολογικό παράγοντα του εγκλήματος ή αντίστροφα αν η εξάπλωση του εγκλήματος προσδιορίζει τη μορφή της οικονομίας, φαίνεται να αιωρείται για πολλά χρόνια και επί του παρόντος τουλάχιστον δεν βρίσκει πειστικά αιτιολογημένη απάντηση.

α. Είναι βέβαια εύκολα φανερό, ότι ένα κομμάτι της οικονομίας κυριαρχείται από το έγκλημα, ενώ η ίδια η έννοια του εγκλήματος και η νομοτεχνική του διάρθρωση συνδέονται με πλήθος οικονομικών όρων και στοιχείων. Πρόκειται για διαπιστώσεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα έχει από τη φύση του οικονομικά στοιχεία που αναμφισβήτητα του προσδίδουν οικονομικές διαστάσεις, το καθιστούν οικονομικό πρόβλημα. Με τις εξελίξεις μάλιστα των τελευταίων χρόνων τόσο στην πραγματικότητα της οικονομικής ζωής όσο και στην πολιτική της καταπολέμησης του εγκλήματος εμπεδώνεται όλο και περισσότερο το φαινόμενο της «οικονομικοποίησης» του εγκλήματος: οι κυρώσεις που το ποινικό σύστημα προβλέπει για το έγκλημα αποκτούν όλο και περισσότερο οικονομικό χαρακτήρα (επικρατούν πια οι οικονομικές ποινές σε χρήμα, καθώς και η μετατροπή των ποινών κατά της ελευθερίας σε χρηματικές ποινές ή σε προσφορά «κοινωνικής εργασίας» κ.ά.), ενώ ακόμη και ο σκληρός πυρήνας του σωφρονιστικού συστήματος έχει αρχίσει και αυτός να οικονομικοποιείται έντονα (με την ανάπτυξη των ιδιωτικών φυλακών, την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης της εργασίας των κρατουμένων που προσφέρεται σε τρίτους έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων υπέρ της Πολιτείας, την αντιμετώπιση του κόστους του σωφρονιστικού συστήματος κ.ά.).

β. Παρά την κατά τα προηγούμενα αναμφισβήτητη σχέση μεταξύ οικονομικού και ποινικού συστήματος, στη θεωρία και στη νομοθεσία δεν φαίνεται να έχει αποσαφηνιστεί σε ικανοποιητικό βαθμό η εν λόγω σχέση. Έτσι λ.χ. παρά τις αρκετές σε αριθμό διακρίσεις των εγκλημάτων σε κατηγορίες στο ελληνικό (τουλάχιστον) Ποινικό Δίκαιο μεταξύ αυτών δεν γίνεται καμία αναφορά σε οικονομική κατηγορία εγκλημάτων, για τη συστηματική ποινική αντιμετώπιση τούτων. Ακόμη και η επεξεργασία της έννοιας των «οικονομικών εγκλημάτων» ως ιδιαίτερης κατηγορίας παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο[2]. Εύλογα γεννιώνται ερωτηματικά μήπως η χρήση σε κάποιες ποινικές ρυθμίσεις όρων με έντονα οικονομικό περιεχόμενο γίνεται αόριστα, ώστε οι εν λόγω οικονομικοί όροι να «νομικοποιούνται» ως αόριστες νομικές έννοιες ή μήπως ο Έλληνας νομοθέτης είναι υπερβολικά συντηρητικός για να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.

ΙΙ. Η Εγκληματολογία κατά την έρευνα και μελέτη του εγκληματικού φαινομένου και των πρωταγωνιστών του έδειχνε πάντα σταθερό ενδιαφέρον για την αιτιολογία του εγκλήματος και τους ειδικότερους παράγοντες που οδηγούν σε σχηματισμό αντικοινωνικής (-εγκληματικής) προσωπικότητας. Άσχετα από τα αποτελέσματα της έρευνας στον τομέα αυτόν, ένας δεύτερος τομέας που προκαλεί σταθερά το ερευνητικό ενδιαφέρον είναι εκείνος κατά τον οποίο το άτομο, που έχει ήδη σχηματίσει αντικοινωνική προσωπικότητα, καταλήγει στην απόφαση για διάπραξη συγκεκριμένου εγκλήματος (τομέας που συχνά αποκαλείται «το πέρασμα στην πράξη»). Στον τομέα αυτόν γίνονται έντονα φανερές οι οικονομικές διαστάσεις του εγκλήματος, δηλ. χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στη συμπεριφορά οποιουδήποτε ατόμου που προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε δραστηριότητα με κοινωνικές επιπτώσεις και τελικό στόχο την αποκόμιση οφέλους, άρα και σε εγκληματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, ο υποψήφιος δράστης μιας εγκληματικής πράξης αξιολογεί κατά περίπτωση τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά του και αποφασίζει – όπως τον καθοδηγεί η λογική που διαθέτει ως άτομο που ζει στην κοινωνία- αν θα προχωρήσει τελικά ή όχι σε εγκληματική δραστηριότητα, κάτω από ποιες συνθήκες, με ποια μέσα και με ποιο τρόπο, μέχρι ποιο βαθμό, σε ποιο είδος εγκληματικής δραστηριότητας κλπ.

Σημαντικότεροι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο στη διαδικασία αυτή- οι οποίοι πάντως δεν επηρεάζουν ή δεν αξιολογούνται κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους ανθρώπους – είναι: από τη μια μεριά, τα κίνητρα που ωθούν το άτομο στη λήψη σχετικής απόφασης, οι συγκεκριμένες ευκαιρίες που προσφέρονται προς τούτο και το προσδοκώμενο από τη σχεδιαζόμενη δραστηριότητα όφελος’ από την άλλη μεριά, τα αντικίνητρα που λειτουργούν ανασχετικά συγκρατώντας ή αποτρέποντας το άτομο από τη λήψη της απόφασης για τέλεση εγκλήματος, για τέλεση αυτού ή άλλου εγκλήματος κ.ά. Πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία είτε αυτή εκδηλώνεται ως ατομική είτε ως οργανωμένη συλλογική δράση περίπου παρόμοια με εκείνη που ακολουθεί λ.χ. ένας επιχειρηματίας που σχεδιάζει να προβεί σε συγκεκριμένη επένδυση. Η απλή αυτή διαπίστωση προκαλεί εξίσου ζωηρό – αν όχι ζωηρότερο- και το ενδιαφέρον των οικονομολόγων. Είναι άσχετο το γεγονός ότι η από μέρους καθενός κλάδου (Εγκληματολογίας και Οικονομικής) προσέγγιση είναι ενίοτε αρκετά διαφορετική. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κοινός στόχος είναι η μείωση της έκτασης του Εγκλήματος, η πρόληψή του και η κατά το δυνατόν αποφυγή ή ο περιορισμός της ποινικής καταστολής με τη μορφή που επικρατεί ως σήμερα.

ΙΙΙ. α. Ένα στοιχείο, που συγκεντρώνει το κοινό ενδιαφέρον εγκληματολόγων και οικονομολόγων, είναι το γεγονός ότι όλα τα εγκλήματα με οικονομικό περιεχόμενο, εφόσον έχουν επιτυχή κατάληξη στην τέλεσή τους, αποφέρουν στο δράστη τους λιγότερα ή περισσότερα έσοδα. Άλλωστε, η απόκτηση οφέλους με τη μορφή εσόδων από το έγκλημα αποτελεί σημαντικό κίνητρο και στόχο της εγκληματικής συμπεριφοράς σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Το σχετικό ενδιαφέρον μεγεθύνεται από τη διαπίστωση ότι τα έσοδα από το έγκλημα (μαύρο χρήμα) σήμερα δεν είναι απλά ο στόχος αλλά και το μέσον για την ανάπτυξη και την περαιτέρω εξάπλωση της εγκληματικής δραστηριότητας -είτε ατομικής είτε οργανωμένης συλλογικής- με τη μορφή επένδυσής τους σε παράνομες, σε ημινόμιμες ή και σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες προς πολλαπλασιασμό τους (γκρίζο χρήμα).

β. Τα έσοδα του εγκλήματος δεν έχουν βέβαια νόμιμη αιτιολογία -αποκαλούμενα γι’ αυτό χαρακτηριστικά «βρώμικο χρήμα»- κι έτσι εμφανίζουν στους δράστες της αντίστοιχης δραστηριότητας απόκτησής τους πρόβλημα επανεισαγωγής τους στην οικονομία, χωρίς την αποκάλυψη του παράνομου χαρακτήρα τους (ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος). Αυτό το πρόβλημα (πρόβλημα για τους εγκληματίες) πρόσφερε στις αρχές δίωξης του εγκλήματος ένα σημαντικό τομέα δραστηριότητας, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο[3].

γ. Από θεωρητική, ωστόσο, αλλά και από πρακτική άποψη, το γεγονός ότι η κατά τα παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα αποφέρει έσοδα στους πρωταγωνιστές της, δεν σημαίνει χωρίς άλλη σκέψη ότι το έγκλημα ως κοινωνική δραστηριότητα αποδίδει από οικονομική άποψη, δηλαδή ότι (κατά την οικονομική λογική) μετά την αφαίρεση των «εξόδων» τα αποκτώμενα «έσοδα» αποδίδουν «κέρδος» στο δράστη του εγκλήματος. Το θεωρητικό ερώτημα, αν «το έγκλημα πληρώνει» ή αν «το έγκλημα δεν πληρώνει» αποτέλεσε κοινό αντικείμενο έρευνας τόσο μεταξύ των εγκληματολόγων όσο και μεταξύ των οικονομολόγων που επιδίδονται στο χώρο των οικονομικών του εγκλήματος. Η σκέψη που προκάλεσε το ερευνητικό ενδιαφέρον ήταν απλή: ο κάθε δράστης εγκλήματος επιδιώκει με την πράξη του κάποιο (οικονομικό ή άλλο υλικό) όφελος/κέρδος’ αν λοιπόν γίνει δυνατό να αποκλειστεί η απόκτηση εσόδων από το έγκλημα, αν πολύ περισσότερο η εγκληματική δραστηριότητα γίνεται «ασύμφορη» με μέτρα οικονομικής ή άλλης μορφής  αντεγκληματικής πολιτικής, τότε η εγκληματικότητα θα μειωθεί στο ελάχιστο. Σε σχέση πάντως με το προκείμενο θέμα, διαπιστώνονται πολλά προβλήματα προσέγγισής του, ιδιαίτερα αναφορικά με τη διαπίστωση της ύπαρξης και τον υπολογισμό της έκτασης των εσόδων του εγκλήματος. Από τη μια πλευρά πορίσματα ερευνών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα σε πολύ μεγάλο ποσοστό δεν αποδίδει έσοδα σε όσους επιδίδονται σ’ αυτό (με εξαίρεση τους αρχηγούς των μεγάλων εγκληματικών οργανώσεων). Από την άλλη πλευρά ισχυρή εμφανίζεται η θέση ότι, όταν από το σύνολο των εγκλημάτων που πραγματικά διαπράττονται, ένα ελάχιστο μόνον ποσοστό έχει ως κατάληξη να υφίστανται οι δράστες τις προβλεπόμενες κυρώσεις (κατά τη λαϊκή έκφραση: «να πληρώνουν οι εγκληματίες για τα εγκλήματά τους») το έγκλημα αποδίδει («πληρώνει») στους δράστες του. Και οι δύο πιο πάνω θέσεις, πάντως, αφήνουν αναπάντητη μια υπαρξιακή απορία: αν το έγκλημα αποδίδει στους δράστες του, γιατί δεν γίνονται εγκληματίες τα μέλη της κοινωνίας στη μεγάλη τους πλειοψηφία; ή, αντίστροφα, αν το έγκλημα δεν αποδίδει στους δράστες του, γιατί τόσοι άνθρωποι καταλήγουν στο έγκλημα;

  1. IV. Η συζήτηση γύρω από το «κόστος» του εγκλήματος κάπως καθυστερημένα, αλλ’ οπωσδήποτε επίσης έντονα στις μέρες μας συγκεντρώνει το κοινό ενδιαφέρον εγκληματολόγων και οικονομολόγων.

Το κοινωνικό ατομικό και συλλογικό (οικονομικό, ψυχολογικό, ηθικό κλπ.) κόστος του εγκλήματος περιλαμβάνει το σύνολο των άμεσων και έμμεσων βλαβών που επιφέρει το έγκλημα, τόσο στους πολίτες (ήδη θύματα ή υποψήφια θύματα) όσο και στην πολιτεία που έχει την πολιτική ευθύνη για την πρόληψη, την αποτροπή, την καταστολή του εγκλήματος. Στο μέτρο που το κόστος του εγκλήματος για την Πολιτεία έχει οικονομικό μέγεθος, η διαχείρισή του παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα.

α. Το κόστος του εγκλήματος που φέρουν οι ιδιώτες- κοινωνοί διαφέρει από τόπο σε τόπο ανάλογα με την ένταση και το περιεχόμενο της εγκληματικότητας. Όσο κι αν από κάποια άποψη φαίνεται περίεργο, το κόστος του εγκλήματος το φέρουν οι ιδιώτες που γίνονται θύματα του εγκλήματος, οι ιδιώτες που φοβούνται ότι θα γίνουν θύματα του εγκλήματος, τελικά όλοι οι οικονομικά ενεργοί πολίτες που φέρουν στους ώμους τους τα δημόσια βάρη, εφόσον και το κόστος του εγκλήματος που φέρει η Πολιτεία (κόστος του ποινικού συστήματος, κόστος του ποινικού δικαστικού συστήματος, κόστος του σωφρονιστικού συστήματος) τελικά επιστρέφει στις πλάτες τους.

Το κόστος του εγκλήματος που φέρουν οι ιδιώτες μπορεί να είναι άμεσο (σύνολο των βλαβών-οικονομικών ή με οικονομικό περιεχόμενο-που επιφέρει το έγκλημα), έμμεσο (κόστος των έμμεσων συνεπειών που ακολουθούν την τέλεση του εγκλήματος), μελλοντικό (επόμενες μελλοντικές επιπτώσεις στη ζωή του θύματος, όπως παραμορφώσεις, αναπηρίες κ.ά.ό), υλικό κόστος από τη λήψη μέτρων προστασίας κατά του εγκλήματος, δημοσιονομικό κόστος από τη φορολογική συμμετοχή στις δαπάνες τη Πολιτείας προς αντιμετώπιση του εγκλήματος.

Γίνεται φανερό ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ανάμεσα στο κόστος του εγκλήματος και στο έγκλημα υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος που (κατά το Αστικό Δίκαιο) δικαιολογεί αποζημίωση της βλάβης του θύματος, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τέτοιος σύνδεσμος δεν υπάρχει (κι αυτό κατ’ ακριβολογία επειδή το κόστος δεν οφείλεται σε έγκλημα κατά του ατόμου αλλά στο φόβο αυτού του ατόμου ότι μπορεί να γίνει θύμα εγκλήματος). Το ζήτημα έχει σημασία για την κατά το Αστικό Δίκαιο αποκατάσταση της βλάβης ή ζημίας του θύματος από το δράστη του εγκλήματος.

β. Το κόστος του εγκλήματος για την πολιτεία γεννιέται από την ανάγκη διατήρησης των μηχανισμών πρόληψης του εγκλήματος (π.χ. Αστυνομίας), λειτουργίας της (Ποινικής) Δικαιοσύνης, λειτουργίας του Σωφρονιστικού Συστήματος. Ειδικότερα, το κόστος του εγκλήματος για την Πολιτεία εμφανίζεται ως:

– άμεσο κόστος που προκαλείται σε βάρος της Πολιτείας από απώλειες εσόδων (λ.χ. στα εγκλήματα φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίας κ.ά.)’

– άμεσο κόστος από τη βλάβη που επέρχεται σε κοινά έννομα αγαθά που προσβάλλονται από το έγκλημα (λ.χ. αρχαία μνημεία, περιβάλλον κ.ά.)’

– έμμεσο κόστος από την ανάγκη διάθεσης οικονομικών πόρων για την οργάνωση και λειτουργία θεσμών προς αντιμετώπιση του εγκλήματος (λ.χ. Αστυνομία, Δικαστικό Σύστημα, Σωφρονιστικό Σύστημα)’

– έμμεσο κοινωνικό κόστος από τη διάθεση οικονομικών πόρων για την αντιμετώπιση αναγκών που σχετίζονται ή προκύπτουν από το έγκλημα (λ.χ. αντιμετώπιση ναρκωτικών και τοξικομανών, αλκοολισμού, οδικής κυκλοφορίας κ.ά.)’

– έμμεσο κόστος από τη διάθεση οικονομικών κονδυλίων για την ικανοποίηση κοινωνικού χαρακτήρα αναγκών (όπως λ.χ. γραμματική ή επαγγελματική εκπαίδευση των κρατουμένων, μετασωφρονιστική υποστήριξή τους κ.ά.)’

– εμφανίζεται τέλος ως έμμεσο κόστος από την οργάνωση της συμπαράστασης προς το θύμα του εγκλήματος.

Το κακό είναι ότι η πολυποικιλότητα της προέλευσης και των μορφών με τις οποίες εμφανίζεται το κόστος του εγκλήματος για την Πολιτεία καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή, ενίοτε αδύνατο τον ακριβή υπολογισμό του εν λόγω κόστους, με συνέπεια προβλήματα στη σωστή διαχείριση των αντίστοιχων πόρων προς κάλυψή του.

γ. Το κόστος του Σωφρονιστικού Συστήματος, ειδικότερα, έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες. Εξαρτάται κατά βάση, από την έκταση του Συστήματος (αριθμός και μέγεθος των καταστημάτων κράτησης, αριθμός προσωπικού στελέχωσής του, δυναμικότητα σε θέσεις υποδοχής κρατουμένων και κόστος διαβίωσής τους κλπ.) αλλ’ όμως ο ακριβής προσδιορισμός του παρουσιάζει πολλές δυσχέρειες στην πράξη. Κατά μια άποψη, οι δυνατότητες του Σωφρονιστικού Συστήματος καθιστούν θεωρητικά εφικτή την αυξομείωση των δαπανών λειτουργίας του ανάλογα με την αποτελεσματικότητά του. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του θέματος από την άποψη αυτή δημιουργεί πολλά (οικονομικής λογικής) ερωτηματικά, ιδιαίτερα γύρω από το εάν και κατά πόσον ενδείκνυνται δαπάνες και διάθεση πόρων προς μεταχείριση των κρατουμένων όταν οι δαπάνες αυτές δεν φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα,. Πάντως, ο προσδιορισμός του κόστους του Σωφρονιστικού Συστήματος- όπως τουλάχιστον τούτο είναι οργανωμένο και λειτουργεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στη χώρα μας- δεν είναι ορθό να γίνεται κατά την οικονομική λογική της εκτίμησης κόστους-οφέλους’ κι αυτό γιατί η λειτουργία του Σωφρονιστικού Συστήματος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του (ευρύτερου) Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης και όχι σε ωφελιμιστικούς στόχους.

  1. V. Η λειτουργία του ποινικού συστήματος πάντοτε είχε κόστος. Δεν άργησε όμως να καλλιεργηθεί η ιδέα της αποκόμισης και οφέλους από τη λειτουργία του,. Προέκυψε έτσι η τάση οικονομικής εκμετάλλευσης του εν λόγω συστήματος, που επιδιώχθηκε κυρίως με εξάπλωση της χρήσης και εφαρμογής των οικονομικών ποινικών κυρώσεων. Διατυπώνονται πάντως αντιρρήσεις τόσο για τα υπερβολικά υψηλά όρια των οικονομικών ποινών, όσο και για την επέκταση της εν λόγω τακτικής μέχρι την εκμετάλλευση της εργασίας των καταδίκων (για την οποία δεν προβλέπεται ούτε αξιόλογη οικονομική ανταμοιβή ούτε ασφάλιση προς υπολογισμό του χρόνου εργασίας για συνταξιοδότησή τους), καθώς και μέχρι την υποχρέωση όσων καταδικάζονται να καταβάλλουν τα έξοδα της δίκης τους (έξοδα που έχουν ήδη προκαταβάλει με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις), ενώ δεν ισχύει αντίστοιχη υποχρέωση του Δημοσίου απέναντι σε όσους αθωώθηκαν από τις κατηγορίες.

VΙ. Οπουδήποτε εμφανίζονται κόστος και όφελος από συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία, σκόπιμη θεωρείται η ορθολογική οργάνωση της διαχείρισής τους.

α. Η οικονομική διαχείριση του ποινικού συστήματος, όπως και κάθε άλλη διαχείριση, επιδιώκει την πραγμάτωση των στόχων της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, η αποτελεσματικότητα του συστήματος έχει πρωταρχική σημασία. Η επίτευξη των πιο πάνω στόχων επιδιώκεται με καλύτερη διαχείριση της υποδομής του συστήματος, του ανθρώπινου δυναμικού που το στελεχώνει, των διατιθέμενων κατ’ έτος οικονομικών πόρων. Η περιπλοκότητα της διαχείρισης του ποινικού συστήματος επιβάλλει τον συντονισμό της από ένα κεντρικό αρμόδιο όργανο (στη χώρα μας γίνεται από την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης).

β. Δεδομένου ότι οι διατιθέμενοι σε κάθε χώρα οικονομικοί πόροι προς κάλυψη του κόστους του εγκλήματος είναι περιορισμένοι, επικρατεί – τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες- η τάση προσφυγής σε -κατά το δυνατόν- λιγότερο δαπανηρές μεθόδους, δηλαδή η τάση περικοπής του κόστους του εγκλήματος. Με το πνεύμα αυτό υιοθετήθηκαν λύσεις, πολλές από τις οποίες οδηγούν σε αναμόρφωση του ίδιου του Ποινικού Συστήματος, όπως η παράκαμψη της ποινικής δικαιοσύνης, η προσφυγή σε αποεγκληματοποίηση και αποποινικοποίηση (που ελαττώνουν το κόστος της Ποινικής Δικαιοσύνης και του Σωφρονιστικού Συστήματος), με εφαρμογή μέτρων εναλλακτικών των ποινών κατά της ελευθερίας, με ιδιωτικοποίηση των φυλακών (που εκτός από την ελάττωση του κόστους αποδίδει και κέρδος)[4] κ.ά.

γ. Όπως συμβαίνει (ή πρέπει να συμβαίνει) σε κάθε περίπτωση διάθεσης οικονομικών πόρων σε προγράμματα αντιμετώπισης δημόσιων αναγκών, έτσι και στην περίπτωση της διαχείρισης προγραμμάτων του Ποινικού Συστήματος κρίνεται ενδεδειγμένη η αξιολόγηση των εν λόγω προγραμμάτων προς έλεγχο κυρίως της αποτελεσματικότητάς τους. Επειδή, ωστόσο, στην περίπτωση του Ποινικού Συστήματος δεν είναι δυνατή ούτε η ακριβής εκτίμηση του κόστους του εγκλήματος ούτε ο υπολογισμός- ούτε κατά προσέγγιση- της απόδοσής του που προκύπτει σχετικά, η αξιολόγηση εν προκειμένω γίνεται με πολιτικά μάλλον παρά με οικονομικά κριτήρια.

VΙΙ. Όσο κι αν επηρεάζεται η μορφή του εγκλήματος από οικονομικούς όρους, όσο κι αν αυξάνεται η επιρροή οικονομικών αντιλήψεων στην προσπάθεια ελέγχου του εγκλήματος, πάντως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το έγκλημα παραμένει στην ουσία του ένα κοινωνικό/ποινικό φαινόμενο. Έτσι, κι αν δεν παραβλέπονται οι οικονομικές διαστάσεις του, πάντως η πολιτική της αντιμετώπισής του δεν μπορεί να έχει οικονομικό αλλά κατ’ εξοχήν εγκληματολογικό χαρακτήρα˙ τουλάχιστον όταν επιδίδονται σ’ αυτήν οι θεράποντες της Εγκληματολογίας.

 

* Ομότιμος Καθηγητής Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  1. Βλ. εκτεταμένη ανάπτυξη και σχετική βιβλιογραφία στην έκδοση Σ. Αλεξιάδη, Τα οικονομικά του εγκλήματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2010. Βλ. επίσης Σ. Αλεξιάδη, Σκέψεις πάνω στις οικονομικές διαστάσεις του εγκλήματος, Τιμ. Τόμος Καλλιόπης Σπινέλλη, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 3 επ., του ίδιου, Πληρώνει το έγκλημα; Στον τόμο Ανάπτυξη-Ηγεσία-Κοινωνία, Τιμητικός Τόμος για τον Καθ. Κλεομένη Κουτσούκη «Δεσμός Φιλίας», Αθήνα 2011, Εκδόσεις I. Σιδέρης, Επιμέλεια-Εισαγωγή Παντελής Γ. Σκλιάς, σ. 355 επ., του ίδιου Εγκληματολογία (Μέρ. Α’, Κεφ. Β’, παρ. 4: Η Οικονομία της Εγκληματικότητας), Εκδ. Ε’, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011, σ. 136 επ. Βλ. επίσης Α. Χατζή, Τα Οικονομικά του Εγκλήματος, Τιμητικός Τόμος Καλλιόπης Σπινέλλη, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2010, σ. 455 επ., Μ. Γαλανού, Περί της οικονομικής ανάλυσης του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, Ποιν. Δικ. 1 (2008), σ. 76 επ.
  2. Βλ. περισσότερα σε Ν. Κουράκη, Τα οικονομικά εγκλήματα. Βασικά ζητήματα της οικονομικής εγκληματικότητας και του οικονομικού ποινικού δικαίου, σειρά ΠΟΙΝΙΚΑ αρ. 13, Αθήνα 1982, Α. Πιτσελά, Η εγκληματολογική προσέγγιση του οικονομικού εγκλήματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2010.
  3. Βλ. σχετικά Σ. Αλεξιάδη, Η νομιμοποίηση των προσόδων του εγκλήματος, στον τόμο Ε.Ε.Π.Δ., Τα οικονομικά εγκλήματα, Πρακτικά Δ’ Πανελλήνιου Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη 1991), Εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήναι 1993, σ. 119 επ.
  4. Για τα οικονομικά πλεονεκτήματα της ιδιωτικοποίησης των φυλακών βλ. περισσότερα εις Σ Αλεξιάδη, Η ιδιωτικοποίηση των φυλακών, σειρά ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ αρ. 9, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 53 επ.