Το δίκαιο ανηλίκων στην πράξη: H πρώτη νομική κλινική για τα δικαιώματα των παιδιών στην Ελλάδα

ΕΛΕΝΗ ΡΕΘΥΜΙΩΤΑΚΗ

Το δίκαιο ανηλίκων στην πράξη:

H πρώτη νομική κλινική για τα δικαιώματα των παιδιών στην Ελλάδα

 

Ελενη Ρεθυμιωτακη*

 

  1. Η νομική κλινική ως μια καινοτόμα μέθοδος διδασκαλίας της νομικής επιστήμης

Ο όρος «νομική κλινική» αποτελεί μια αδόκιμη μετάφραση του όρου “legal clinic”[1]. Περιγράφει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που παρέχει στους σπουδαστές των πανεπιστημιακών νομικών σχολών, αφού εκπαιδευτούν σε μια σειρά δεοντολογικών ζητημάτων, τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με πραγματικές νομικές υποθέσεις και να εμπλακούν ενεργά στη διαδικασία επίλυσής τους. Το πρόγραμμα διαθέτει δύο σκέλη, το πρακτικό της παροχής νομικών συμβουλών και το θεωρητικό σεμινάριο. Στο πρώτο αφενός εθελοντές φοιτητές, υπό την εποπτεία καθηγητών και εξειδικευμένων δικηγόρων (που είχαν και οι ίδιοι συμμετάσχει ως εθελοντές κατά τη διάρκεια των σπουδών τους), παρέχουν δωρεάν νομικές υπηρεσίες είτε συμβουλευτικές είτε εκπροσώπησης. Οι υπηρεσίες αυτές αφορούν ένα συγκεκριμένο πεδίο του δικαίου (π.χ. καταναλωτικές διαφορές ή ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης ή υποθέσεις που άπτονται του περιβαλλοντολογικού δικαίου) ή απαιτούν τον συνδυασμό περισσότερων γνώσεων από διάφορα επιστημονικά πεδία (π.χ. τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τις διακρίσεις κατά των γυναικών ή τα δικαιώματα ασθενών). Επίσης, συχνά αφορούν ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, που ενώ έχουν ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες νομικής υποστήριξης, έχουν μειωμένη δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη (π.χ. μικρές επιχειρήσεις, υπερχρεωμένες οικογένειες, πρόσφυγες, μέλη μονογονεϊκών οικογενειών, θύματα κακοποίησης, θύματα περιβαλλοντολογικής μόλυνσης ή πολεοδομικών αυθαιρεσιών[2]). Το δε θεωρητικό σκέλος περιλαμβάνει σεμινάρια, όπου καθηγητές νομικής και άλλοι επιστήμονες παρέχουν στους φοιτητές εξειδικευμένες γνώσεις με αφορμή τις συγκεκριμένες υποθέσεις τις οποίες οι φοιτητές αναλαμβάνουν να χειριστούν πρακτικά. Με αυτήν την έννοια, η γνώση «εξάγεται» από την πρακτική και οι φοιτητές μαθαίνουν με αντίστροφο τρόπο από αυτόν που κυριαρχεί στην διδασκαλία της νομικής επιστήμης. Για αυτό το λόγο, η νομική κλινική αποτέλεσε μια μείζονα εκπαιδευτική καινοτομία για τις χώρες της αγγλοσαξονικής παράδοσης, όπου και πρωτοεμφανίστηκε και πολύ περισσότερο για τις χώρες της ηπειρωτικής παράδοσης, όπου πλέον έχει εισχωρήσει δυναμικά[3].

Οι νομικές κλινικές εμφανίστηκαν αρχικά στις Η.Π.Α από στις αρχές περίπου του 20ου αιώνα στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός εκπαιδευτικού συστήματος ικανού να διασφαλίσει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο επαγγελματισμού στους νέους νομικούς Διασφαλίζοντας την θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση και το ήθος της προσφοράς ενός οιονεί δημοσίου λειτουργήματος το δικηγορικό επάγγελμα διατήρησε κλειστή αγορά την αγορά των νομικών υπηρεσιών για πολλές δεκαετίες[4]. Η σημερινή εκδοχή των νομικών κλινικών άρχισε να διαμορφώνεται κατά τη δεκαετία ’60 όταν δημιουργήθηκε ο θεσμός της νομικής βοήθειας. Στη δεδομένη πολιτική συγκυρία η κοινωνική δικαιοσύνη και το δικαίωμα των ασθενέστερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων του πληθυσμού να προσφύγουν στη δικαιοσύνη και να ενεργοποιήσουν το νομικό σύστημα για να προασπίσουν τα συμφέροντα τους θεωρήθηκαν ως βασική προϋπόθεση για τον εκδημοκρατισμό των μεταπολεμικών κοινωνιών[5]. Μεταφέροντας τους φοιτητές από τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στους πραγματικούς «πάσχοντες» που χρήζουν νομικής «θεραπείας», προκάλεσαν τριγμούς στην νομική εκπαίδευση. Μετά την εισαγωγή της περιπτωσιολογικής μεθόδου (case method) που εισήγαγε ο κοσμήτορας του Πανεπιστημίου του Harvard Ch. C. Langdell στα τέλη του 19ου αιώνα οι φοιτητές κλήθηκαν να συνδυάσουν τον δεσμευτικό ρόλο των δικαστικών αποφάσεων στην αγγλοσαξωνική νομική παράδοση με τον πραγματισμό[6]. Στη συνέχεια, η νομική κλινική επεκτάθηκε σε πολλές χώρες αρχικά της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης και μετά το ’90 της ανατολικής. Εκεί κλόνισε συθέμελα την ηπειρωτική αντίληψη για την νομική εκπαίδευση που προφανώς αντανακλά τη διαφορετική ιστορική διαμόρφωση των εθνικών δικαιικών παραδόσεων[7]. Σήμερα υπό το καθεστώς προχωρημένης ενοποίησης των ευρωπαϊκών δικαίων και συγκερασμού νομικών παραδόσεων, οι μέθοδοι νομικής εκπαίδευσης τείνουν επίσης να συγχωνευτούν[8]. To 2012 ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την νομική κλινική εκπαίδευση (European Network of Clinical Legal Education), όπου συμμετείχαν ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στα οποία λειτουργούν νομικές κλινικές αλλά και δικηγόροι που συμμετέχουν σε αυτές[9]. Σήμερα ο θεσμός της νομικής κλινικής, έχει αναγνωριστεί ως αναπόσπαστο τμήμα της θεωρητικής εκπαίδευσης των φοιτητών των νομικών σχολών. Πλέον λειτουργεί σε πολλές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής εστιάζοντας στην ενδυνάμωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και στην προστασία των φτωχών στρωμάτων του πληθυσμού ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό. Μετά από την κρίση του Κράτους Πρόνοιας η παροχή νομικής βοήθειας συρρικνώθηκε και την χρηματοδότηση τους ανέλαβαν μη κυβερνητικές οργανώσεις και ο θεσμός της νομικής κλινικής έχει παγκοσμιοποιηθεί.

  1. Τα εκπαιδευτικά πλεονεκτήματα της νομικής κλινικής

Το πρώτο εκπαιδευτικό πλεονέκτημα της νομικής κλινικής είναι η ευκαιρία που δίνει στους φοιτητές να μεταβούν από το «δίκαιο στα βιβλία» (“law in books”) στο «δίκαιο σε δράση» (“law in action”) σύμφωνα με την περίφημη διάκριση του Roscoe Pound[10]. Πρόκειται για την θεωρητική αφετηρία του νομικού ρεαλισμού, δηλαδή της αντίληψης ότι το κρίσιμο δεν είναι τι εξαγγέλλει ρητά το δίκαιο, αλλά το πως αυτό εντέλει επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων. Υπό την ιδιαίτερη οπτική της κοινωνιολογίας του δικαίου, η ισχύουσα νομοθεσία δεν είναι παρά η μια όψη της πραγματικότητας. Η άλλη όψη είναι το πώς εφαρμόζεται, στο εάν και με ποιο τρόπο τα κρατικά όργανα και οι λοιποί εμπλεκόμενοι φορείς δράσης το «ζωντανεύουν» στην πράξη. Η θεωρητική αυτή παραδοχή γίνεται «κατόπιν εορτής» βιωματικά αντιληπτή από τους νεοεισερχόμενους στο δικηγορικό επάγγελμα κατά τη διάρκεια της πρακτικής τους άσκησης. Αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων ότι το δίκαιο είναι κάτι περισσότερο από έννοιες, αρχές και διατάξεις, ακριβώς επειδή παράγεται και εφαρμόζεται μέσα στις κοινωνικές σχέσεις. Δεδομένου ότι η αφηγηματική προφορικότητα και η βιωματική μάθηση παραμένουν εκτός της εκπαίδευσης που έλαβαν, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών τους, που αναζητούν εναγώνια μια λύση στα νομικά τους προβλήματα[11].

Το δεύτερο εκπαιδευτικό πλεονέκτημα της νομικής κλινικής είναι πως ευαισθητοποιεί τους φοιτητές αναφορικά με τα κοινωνικά προβλήματα, προσανατολίζοντας την εκπαίδευση τους στην απονομή της δικαιοσύνης. Δεν πρόκειται εδώ για την ιδεατή περί δικαιοσύνης αντίληψη και τις πολλαπλές εκδοχές που αυτή έχει λάβει στην εποχή της   νεωτερικότητας, αλλά για ένα συστατικό στοιχείο του νεωτερικού δικαίου. Το ότι δηλαδή τον 21ο αιώνα, παρά τον μετασχηματισμό του κράτους, του κορυφαίου αυτού πολιτικού θεσμού όπου συναρτήθηκε το δίκαιο, αυτό εξακολουθεί να θεμελιώνεται στις αρχές του κράτους δικαίου και της κοινωνικής αλληλεγγύης[12]. Η ενεργή συμμετοχή των φοιτητών στο δυσχερές και διαρκές εγχείρημα να εμπεδωθεί το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη ιδίως των ασθενέστερων, μειονεκτούντων και υφιστάμενων δυσμενή μεταχείριση κοινωνικών ομάδων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εκπαίδευση τους διότι καλλιεργεί μια υψηλού επιπέδου επαγγελματική δεοντολογία. Ανεξάρτητα από το εάν στην επαγγελματική τους ζωή θα έχουν το προνόμιο να εισχωρήσουν στο προνομιούχο τμήμα της αγοράς εργασίας προσφέροντας υψηλά αμειβόμενες νομικές υπηρεσίες, οι φοιτητές αποκτούν το βίωμα του δικαίου που, ναι μεν δεν μπορεί να ανατρέψει σχέσεις εξουσίας, αλλά μπορεί να τις διαμεσολαβήσει[13]. Συχνά δε εκπαιδεύονται στο «δίκαιο του δρόμου» (“street law”), δηλαδή συμβουλεύουν ομάδες ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε κάποιο κίνδυνο σε χώρους όπου αυτές κινούνται (π.χ. ανήλικοι που επαιτούν ή τοξικομανείς έφηβοι).

Το τρίτο εκπαιδευτικό πλεονέκτημα της νομικής κλινικής αφορά στο κύρος της νομικής επιστημονικής κοινότητας (συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών) στο πεδίο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών, ιδίως δε το πρόβλημα ότι η αγοραία λογική τείνει να «τίξει» τον πυρήνα της δικής τους επιστημονικής λογικής[14]. Ως αντιστάθμισμα στο άνοιγμα της πανεπιστημιακής νομικής εκπαίδευσης στην αγορά, προτείνεται η σύνδεση με τους φορείς των κρατικών πολιτικών και της κοινωνίας των πολιτών. Μέσα από τη συμμετοχή τους στις νομικές κλινικές οι φοιτητές, αλλά και οι καθηγητές, διασυνδέονται με τις διοικητικές υπηρεσίες, τους κρατικούς λειτουργούς, τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Χάρη στην εμπλοκή τους στη συντονισμένη προσπάθεια των φορέων να επιλύσουν σύνθετα και πολύπλοκα προβλήματα κυρίως μέσω των νομικών κανόνων, οργάνων και διαδικασιών, οι φοιτητές αποκτούν θεωρητική ευλυγισία και πρακτική επιδεξιότητα. Μετακινούνται από την παθητική πρόσληψη της γνώσης προς την ενεργητική συμμετοχή και την πολύωρη προετοιμασία στην απόκτηση της, πράγμα που απαιτεί επίμονη και έντονη προσπάθεια για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος. Με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουν και αναπαράγουν οι ίδιοι τόσο το οργανωτικό πλεονέκτημα του δικαίου ως ρυθμιστικού συστήματος όσο και τη συμβολική δύναμη του δικαίου να αναπαριστά την κοινωνική πραγματικότητα συγκροτώντας με τις εννοιολογικές κατηγορίες και τις ιεραρχήσεις του[15].

 

 

 

 

 

 

3 .Η πρώτη νομική κλινική για τα δικαιώματα των ανηλίκων στην Ελλάδα: Η λειτουργία και η αποτίμησή της

3.1 Το ευρωπαϊκό, εκπαιδευτικό πρόγραμμα “Child Law: Action for an Innovative Methodology (C.L.A.I.M.)”

Η Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών οργάνωσε και λειτούργησε την πρώτη νομική κλινική στην Ελλάδα ως επικουρικός συνεργάτης (associate partner) του ευρωπαϊκού προγράμματος «CLAIM» με βασικό συνεργάτη (partner) τον διεθνή οργανισμό E.P.L.O. (European Public Law Organization) από το Φεβρουάριο 2012 μέχρι τον Οκτώβριο 2014 υπό την επιστημονική εποπτεία της γράφουσας. Ο κύριος σκοπός του προγράμματος υπήρξε η ενεργοποίηση του δικαίου των ανηλίκων και, ειδικότερα, των δικαιωμάτων του παιδιού στην Ελλάδα, την Ιταλία (με partner τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Ρώμη ΙΙΙ) και την Ισπανία (με partner τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης) και τη διευκόλυνση της πρόσβασης τους στο θεσμό της δικαιοσύνης (Guidelines of the Ministers of the Council of Europe on child-friendly justice[16], 31/5/11). Αφενός περιελάμβανε τη διοργάνωση ενός γραφείου δωρεάν παροχής νομικών συμβουλών σε παιδιά και εφήβους Οι νομικές συμβουλές προσφέρθηκαν από δύο εξειδικευμένους δικηγόρους στα νομικά προβλήματα των ανηλίκων στην Ελλάδα από κοινού με εθελοντές φοιτητές. Αφετέρου περιελάμβανε την οργάνωση ενός θεωρητικού σεμιναρίου όπου πλαισιώθηκαν θεωρητικά τα περιστατικά που προέκυψαν. Περαιτέρω αναπτύχτηκαν τα θέματα σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών και τα ζητήματα του δικαίου των ανηλίκων από καθηγητές της Νομικής Σχολής διαφόρων κλάδων του δικαίου, εξειδικευμένους επαγγελματίες που στελεχώνουν αρμόδιους φορείς που εμπλέκονται στις σχετικές με τα παιδιά κρατικές πολιτικές καθώς και επιστήμονες που μελετούν την παιδική ηλικία (από νομική, ψυχολογική και κοινωνιολογική σκοπιά).

Το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στόχευε στην προώθηση μιας νέας διδακτικής μεθόδου στη νομική επιστήμη που βασίζεται στην εμπειρική μάθηση (“learning by doing”). Αποσκοπούσε στο να καλλιεργήσει με διαδραστικό τρόπο όχι μόνο τη θεωρητική γνώση, αλλά και την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων από τους ίδιους τους φοιτητές. Μια ικανότητα που συμπεριλαμβάνει την ηθική (δεοντολογική) αξιολόγηση των προβλημάτων και την αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων όπου εμπλέκονται οι δεδομένοι κανόνες για τα δικαιώματα των ανηλίκων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το σχέδιο του προγράμματος[17], στόχευε να καταστήσει τη δικαιοσύνη φιλική προς τα παιδιά και να μειώσει τα εμπόδια της πρόσβασης τους σε αυτήν. Ιδίως δε επειδή η δικαστική προστασία των ανηλίκων εξαρτάται από την βούληση και την ικανότητα των γονέων ή των επιτρόπων τους να την διεκδικήσουν. Επιπλέον στόχευε να βελτιώσει το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης στους φοιτητές και να αφυπνίσει τη νομική συνείδηση όλων των νομικών επαγγελματιών (καθηγητών Νομικής, δικηγόρων και δικαστών) για τα δικαιώματα των παιδιών. Τέλος, στόχευε στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και την ενίσχυση του δημοσίου διαλόγου για αυτά τα ζητήματα. Το γεγονός ότι οι τρεις εμπλεκόμενες χώρες ανήκουν στη Νότια Ευρώπη, που βιώνει έντονα τις συνέπειες της τρέχουσας κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, έπαιξε προφανώς σημαντικό ρόλο στην επιλογή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να στηρίξει την προσπάθεια προστασίας των παιδιών, μιας ηλικιακής ομάδας που αποδείχτηκε ιδιαίτερα εκτεθειμένη στον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και στην Ελλάδα[18].

3.2 Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της νομικής κλινικής για το δίκαιο των ανηλίκων ως πρόκληση υπό την θεωρητική οπτική της Κοινωνιολογίας του δικαίου

Εξαρχής ο συντονισμός του προγράμματος αντιμετωπίστηκε ως μια εξαιρετική πρόκληση για την Κοινωνιολογία του δικαίου επειδή αφενός θα έδινε την ευκαιρία να εξεταστεί το πώς λειτουργεί η διεπιστημόνικοτητα στο πεδίο ενός δικαίου όπου συνδυάζονται περισσότεροι κλάδοι δικαίου. Αφετέρου να διερευνηθεί εάν και με ποιο τρόπο αναπτύσσεται διάδραση των νομικών κανόνων και θεσμών με τις κοινωνικές ομάδες και τους ατομικούς φορείς κοινωνικής δράσης που εμπλέκονται στην εφαρμογή τους.

Όσον αφορά πρώτον την εμπειρία της διεπιστημονικότητας και της διατομεακότητας το δίκαιο των ανηλίκων αποτελεί ένα πεδίο δικαίου όπου μπορεί να επαληθευτεί αλλά και να οριοθετηθεί μια ευρύτερη υπόθεση της Κοινωνιολογίας του δικαίου σχετικά με το δίκαιο του 21ου αιώνα. Σύμφωνα με το μεταμοντέρνο επιστημολογικό παράδειγμα το δίκαιο αναπαρίσταται καλύτερα μέσω της μεταφοράς του δικτύου παρά της πυραμίδας[19]. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μετανεωτερικού δικαίου είναι η ρευστοποίηση των ορίων μεταξύ των κλάδων του δικαίου αλλά και των επιστημονικών ειδικοτήτων του. Για αυτό η παραγωγή και η συστηματοποίηση της γνώσης για το δίκαιο χαρακτηρίζεται από διεπιστημονικότητα και διατομεακότητα.  Η ανθρωπολογία, η κοινωνική θεωρία και η ψυχολογία έρχονται να συνδράμουν τη νομική επιστήμη προκειμένου αυτή να ερμηνεύσει αναστοχαστικά τους κανόνες και τους θεσμούς του. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία νέων γνωστικών αντικειμένων που προκύπτουν από την συνάρθρωση γνώσεων μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, τον επιστημονικό διάλογο που υπερβαίνοντας την δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ των διαφορετικών επιστημονικών λογικών, καταλήγει σε αμοιβαίες αναδιοργανώσεις του υπό μελέτη αντικειμένου[20]. Με αυτήν την έννοια το δίκαιο των ανηλίκων αποτελεί έναν πρωτοποριακό κλάδο που χάρη στον συνεχή διάλογο του με την εγκληματολογία έχει επανα-ορίσει το αντικείμενο του. Πλέον δεν πρόκειται για το δίκαιο της εγκληματικότητας των ανηλίκων αλλά της παραβατικότητας τους. Η αλλαγή δεν είναι μόνον ορολογική αλλά σηματοδοτεί την διεύρυνση του αντικειμένου, την αλλαγή στην μεθοδολογία ερμηνείας του και τον προσανατολισμό του σε ένα διαφορετικό μοντέλο δικαιοσύνης. Το μοντέλο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και από την κοινωνιολογία της δικαιοσύνης[21].

Δεύτερον όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των φορέων πολιτικής εξουσίας και των πολιτών προκύπτουν ερωτήματα και υπό την οπτική μιας πολιτικής κοινωνιολογίας του δικαίου. Η παραγωγή και η εφαρμογή του δικαίου καθίσταται πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων και συμμαχιών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και των κρατικών φορέων εντός του ευρύτερου ιστορικά εξελισσόμενου πολιτικού πλαισίου. Με την έννοια αυτή το δίκαιο παράγεται και εφαρμόζεται μέσα από τη διάδραση μιας άνωθεν και μιας κάτωθεν δυναμικής. Εν προκειμένω σε πολλές αγγλοσαξονικές χώρες ο θεσμός της νομικής κλινικής κατέστη μήλο της έριδος μεταξύ ομάδων πολιτών που διεκδικούσαν από το κράτος Πρόνοιας να τους διασφαλίσει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη[22]. Μέσα από αυτούς τους αγώνες διαμορφώθηκαν ευκαιρίες πολιτικής παρέμβασης στους κανόνες και τους θεσμούς του δικαίου. Από την έκβαση τους εξαρτάται η ενδυνάμωση ή η αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των ομάδων αυτών. Έτσι οι νομικές κλινικές άλλοτε ενδυναμώνουν την αυτονομία τους και άλλοτε διαιωνίζουν την εξάρτηση τους.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη κοινωνικής ιστορίας η λεπτή αυτή ισορροπία χαρακτήρισε και την οργάνωση των θεσμών επιτήρησης και δικαιοσύνης ανηλίκων  και στην Ελλάδα[23]. Οι θεσμοί ενεπλάκησαν στο κεντρικό πολιτικό διακύβευμα της μεταπολεμικής Ελλάδας, όταν το αυταρχικό, μετεμφυλιακό κράτος έθετε υπό επιτήρηση τους νέους θεωρώντας ότι βρίσκονταν συνεχώς σε κίνδυνο να «παραστρατήσουν» με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και την αναπαραγωγή των κυρίαρχων έμφυλων προτύπων στις οικογενειακές σχέσεις που προερχόμενες από τις αγροτικές κοινωνίες, συμπιέζονταν στην πορεία της αστικοποίησης[24]. Για αυτό η δικαιοσύνη των ανηλίκων ανέπτυξε μια διπλή λειτουργία, τόσο προνοιακή/ανθρωπιστική όσο και κατασταλτική/ επιτηρητική, μεταξύ κοινωνικής ενίσχυσης και κοινωνικού ελέγχου. Το ελληνικό κράτος και οι θεσμοί του ανέλαβαν έναν προνοιακό, ρόλο ηθικής διακυβέρνησης[25]. Ωστόσο και υπό αυτήν την Φουκωϊκής έμπνευσης οπτική της κυβερνητικότητας ήταν αναμενόμενο ότι τα κοινωνικά υποκείμενα αντέδρασαν όντας φορείς εμπρόθετης δράσης. Οι νέοι διαπραγματεύτηκαν τις δυνατότητες τους διαντιδρώντας με τους γονείς και τους επιμελητές τους κατά την εφαρμογή του νομικού πλαισίου από τους φορείς διοικητικής και δικαστικής εξουσίας[26].

Οι παραπάνω παρατηρήσεις εξηγούν ίσως και το γιατί μετά την Μεταπολίτευση, οι κοινωνικά λιγότερο ισχυρές ομάδες δεν διεκδίκησαν επαρκώς από το Προνοιακό κράτος στην ελληνική του εκδοχή, την αναδιανομή νομικής ισχύος με σκοπό  την εμπέδωση της δημοκρατίας μέσω της πρόσβασης των αδικημένων στην κρατική δικαιοσύνη. Μέσα από αλλεπάλληλες απόπειρες κατά την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης η δικαιοσύνη των ανηλίκων εκσυγχρονίζεται προοδευτικά και υιοθετεί τη νέα αντίληψη για την αποκαταστατικό σκοπό της λειτουργίας της. Σήμερα όμως μετά την κρίση ανακύπτει το θέμα της ηθικής διακυβέρνησης μεγάλων κατηγοριών πληθυσμού με όρους κατασταλτικού κοινωνικού ελέγχου ιδίως εντός του αστικού χώρου που δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση εξαιτίας της κρίσης. Τα δεδομένα αλλάζουν και όσον αφορά τη νεανική παραβατικότητα[27]. Το εξουθενωμένο οικονομικά Κράτος μοιράζεται το ρόλο της ηθικής διακυβέρνησης με φορείς της αγοράς και της κοινωνίας των πολιτών υπό την εποπτεία της Ε.Ε. Εύλογα η οργάνωση μιας νομικής κλινικής στο πλαίσιο της Νομικής Σχολής των Αθηνών στο σημερινό, πολύπλοκο κοινωνικό και νομικό πλαίσιο θέτει το παλιό ερώτημα με νέους όρους. Κατά πόσο είναι εφικτή η ουσιαστική ενίσχυση ανηλίκων των οποίων η τάξη, το φύλο και η εθνοτική καταγωγή δεν ευνοούν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την απόλαυση του αγαθού της παιδικότητας μέχρι να ωριμάσουν; Πως αντιδρούν οι ίδιοι οι ανήλικοι μπροστά στην ευκαιρία να διεκδικήσουν δικαιώματα που για τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας τους θεωρούνται αυτονόητα;

3.3 Το θεωρητικό σεμινάριο: από το διατομεακό δίκαιο του παιδιού στο διεπιστημονικό, ποινικό δίκαιο των ανηλίκων

Η οργάνωση του θεωρητικού σεμιναρίου ήταν πρώτον μια θεωρητική πρόκληση λόγω του δικαίου που το πρόγραμμα αφορούσε και δεύτερον μια μεθοδολογική λόγω της πρωτότυπης κατεύθυνσης της διδασκαλίας από την πράξη στην θεωρία.

Όσον αφορά πρώτον το αντικείμενο του δικαίου των ανηλίκων ο καθορισμός του αποτελεί προκριματικό ζήτημα και μεταξύ των ειδικών. Σύμφωνα με μια άποψη[28] το δίκαιο των ανηλίκων οριζόμενο υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνει κανόνες ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου που προέρχονται από πολλούς κλάδους δικαίου. Με αυτή την έννοια σήμερα γίνεται πλέον λόγος για ένα δίκαιο του παιδιού, ένα διατομεακό δίκαιο υπό συνεχή διαμόρφωση που αποβλέπει στην νομική προστασία του παιδιού[29] και απορρέει από κείμενα διαβαθμιζόμενης ισχύος όπως Διεθνείς Συμβάσεις και Συστάσεις διεθνών και ευρωπαϊκών θεσμών. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη[30] ναι μεν εμπεριέχει στοιχεία από άλλους κλάδους δικαίου, αλλά αποτελεί κυρίως μέρος του ποινικού δικαίου και άρα μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής κλάδος του, εμπλουτισμένος με στοιχεία εγκληματολογίας[31]. Μάλιστα δε ίσως να αποτελεί και τον κλάδο του ποινικού που νομιμοποίησε κατεξοχήν την αναγκαιότητα της εγκληματολογίας ως θεωρητικής και ερευνητικής αναζήτησης δεδομένης της σχετικά καθυστερημένης ανάπτυξης της στην Ελλάδα[32]. Το βέβαιο είναι ότι χαρακτηρίζεται από μια σειρά ιδιαιτερότητες μεταξύ των οποίων ότι ασχολείται με ιδιαίτερα πρόσωπα (τους ανήλικους), θεσπίζει ιδιαίτερα αδικήματα (που δεν προβλέπονται για ενήλικους), προβλέπει ιδιαίτερα είδη κύρωσης (αναμορφωτικά μέτρα, συνδιαλλαγή και σωφρονισμό) και εναποθέτει την τήρηση τους σε εξειδικευμένο όργανο (την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων) ή την έκτιση της ποινής σε ειδικά καταστήματα (τα καταστήματα κράτησης ανηλίκων)[33]. Με βάση τα παραπάνω το σεμινάριο ξεκίνησε με κάποια μαθήματα για τα διεθνή κείμενα για τα δικαιώματα του παιδιού, περιέλαβε κάποια μαθήματα σχετικά με θέματα ιδιωτικού δικαίου και κάποια δημοσίου ιδίως εκείνα που προέκυπταν συστηματικά στο πλαίσιο των υποθέσεων της νομικής κλινικής. Επειδή όμως φάνηκε σχεδόν από την αρχή του προγράμματος ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ετίθεντο και ποινικά ζητήματα δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο ποινικό δίκαιο των ανηλίκων και στους ιδιαίτερους θεσμούς και τη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης για τους ανηλίκους.

Δεύτερον όσον αφορά τη μέθοδο οργάνωσης της διδασκαλίας τα ζητήματα που παρουσιάστηκαν στο σεμινάριο του προγράμματος αναδύθηκαν μέσα από τις υποθέσεις που σωρεύονταν προοδευτικά. Φάνηκε σταδιακά ότι κάποιες κατηγορίες ανηλίκων αντιμετώπιζαν ορισμένου τύπου νομικά προβλήματα. Στη συνέχεια φάνηκαν ότι κάποια προβλήματα συνδέονται με κάποια άλλα και ότι προέκυπτε ανάγκη θεωρητικής εμβάθυνσης σε μια σειρά περαιτέρω ζητημάτων. Εντέλει οι υποθέσεις εντάχτηκαν σε έξι θεματικές ενότητες που διδάσκονταν εκ περιτροπής και τροφοδοτούνταν συνεχώς με νέα περιστατικά. Οι ενότητες ήταν οι εξής: Α. τα βασικά, νομικά κείμενα, Β. τα ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς και διοικητικού δικαίου  για τους αλλοδαπούς ανηλίκους, Γ. τα ζητήματα οικογενειακού δικαίου, Δ. οι προσβολές κοινωνικών δικαιωμάτων Ε. οι προσβολές ατομικών δικαιωμάτων και ΣΤ. τα ζητήματα ποινικού δικαίου. Η κάθε ενότητα περιέλαβε τα εξής ειδικότερα θέματα:

Α. ΒΑΣΙΚΑ ΝΟΜΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

α. Διεθνές και Ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για τα δικαιώματα του παιδιού

β. Ο εποπτικός ρόλος της UNICEF στην Ελλάδα: παρουσίαση της διετούς έκθεσης της UNICEF (2013)

γ. Η εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης στην Ελλάδα και η καταγραφή των παραβιάσεων των δικαιωμάτων των παιδιών στην Ελλάδα: οι εκθέσεις της Επιτροπής ΟΗΕ και του Συνηγόρου του Παιδιού

δ. Η Πρόταση για εθνικό σχέδιο δράσης του Συνηγόρου του Παιδιού (Ιούλιος 2013)

ε. Κεντρικές και τοπικές διοικητικές αρχές αρμόδιες για την εποπτεία και τις κοινωνικές για τους ανήλικους

Β. ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

α. Ασυνόδευτοι ανήλικοι μετανάστες: το νομικό πλαίσιο και η εφαρμογή του

β. Ανήλικοι πρόσφυγες: το δικαίωμα παροχής ασύλου και η παροχή κοινωνικής μέριμνας (Το παράδειγμα των δομών του Δήμου Αθηναίων)

γ. Τα προβλήματα των ανήλικων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από μετανάστες αλλοδαπούς γονείς

δ. Roma MATRIX: Πολεμώντας ενάντια στο ρατσισμό μέσω της κοινωνικής ένταξης

Γ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

α. Το δικαίωμα στο όνομα: ο ρόλος της ληξιαρχικής πράξης

β. Τα δικαιώματα των εγκαταλελειμμένων παιδιών από τους γονείς τους: η κοινωνική και νομική εμπειρία του ιδρύματος «ΜΗΤΕΡΑ»

γ. Το συμφέρον του τέκνου και οι οικογενειακές συγκρούσεις: ο δικαστής και οι κοινωνικές υπηρεσίες

δ. Το δικαίωμα ακρόασης του ανηλίκου από τον δικαστή σε ζητήματα που αφορούν την επιμέλεια του

ε. Τα παιδιά μεικτών γάμων και τα ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που αφορούν στην επιμέλεια τους

Δ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

α. Τα προβλήματα εφαρμογής των άρθρων 2, 3 και 12 για τα κοινωνικά δικαιώματα των παιδιών στην Ελλάδα και η επιδείνωση τους μετά την οικονομική κρίση

β. Ο ρόλος των κοινωνικών λειτουργού στη διεκδίκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των παιδιών

γ. Ανήλικοι σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην Αθήνα μετά την κρίση: νέοι θεσμοί κοινωνικής αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων

δ. Η επιδοματική προστασία των παιδιών πολύτεκνων οικογενειών

Ε. ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

α.Tο δικαίωμα των παιδιών στο παιχνίδι ως έκφραση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας τους

β. Ο σχολικός εκφοβισμός: το νομικό πλαίσιο, οι πολιτικές των κρατικών φορέων και τα δίκτυα για την καταπολέμηση του

γ. Η προστασία των ανηλίκων στο διαδίκτυο

δ. Ανήλικοι υπό βιντεο-επιτήρηση με αφορμή τις γνωμοδοτήσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών δεδομένων

ε. Το δικαίωμα συναίνεσης των ασθενών ανηλίκων στη θεραπεία τους

ΣΤ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

α. Ο λόγος των ανήλικων παραβατών (Εθνογραφική μελέτη ανάλυσης λόγου ανηλίκων σε ελληνικά κέντρα κράτησης)

β. Σε ποιο βαθμό γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα των ανηλίκων κατά την προανάκριση και την προσωρινή κράτηση τους; Αφηγήσεις παιδιών που ενηλικιώθηκαν και του δικηγόρου υπεράσπισης τους

γ. Τα αναμορφωτικά μέτρα για τους ανήλικους δράστες και η συνδιαλλαγή ανάμεσα στο δράστη και το θύμα

δ. Η προστασία των παιδιών από την ενδοοικογενειακή βία και ο ρόλος των Εισαγγελέων Ανηλίκων: η εισαγγελική παραγγελία απομάκρυνσης του δράστη από το οικογενειακό περιβάλλον

ε. Η Επαιτεία ανηλίκων : το ποινικό δίκαιο ως μέσο προστασίας;

στ. Παιδιά με γονείς φυλακισμένους: Αθέατα θύματα;

η. Ανήλικοι θύματα σεξουαλικής βίας και εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας

θ. Οι ποινικές διαστάσεις της προστασίας των ανηλίκων στο Διαδίκτυο.

3.4 Οι υποθέσεις που χειρίστηκε το γραφείο παροχής υπηρεσιών νομικής υποστήριξης: ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά

Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του γραφείου παροχής υπηρεσιών νομικής υποστήριξης από τον Φεβρουάριο 2013 μέχρι τον Οκτώβριο 2014 αντιμετωπίστηκαν 264 υποθέσεις από την ομάδα των δύο δικηγόρων και περίπου 60 εθελοντές προπτυχιακούς φοιτητές. Σε πολλές από τις υποθέσεις εμπλέκονταν περισσότεροι ανήλικοι, οπότε συνολικά αφορούσαν 291 παιδιά. Από το σύνολο των παιδιών το 54% ήταν αγόρια, το 44% κορίτσια, ενώ 2% ήταν ακόμα αγέννητα σχετικά με τα οποία οι εγκυμονούσες μητέρες ζήτησαν συμβουλές για ζητήματα αναγνώρισης της πατρότητας τους. Η υπεροχή των αγοριών προέρχεται από την κατηγορία των αλλοδαπών (κυρίως Αλβανοί, Αφγανοί, Μαροκινοί και από το Μπαγκλαντές), όπου πλειοψηφούν τα αγόρια. Η ηλικία των παιδιών κυμαίνονταν σε 27% (0-5 έτη), 31,6% (6-12 έτη) και 23,9% (13 και άνω). Σε ποσοστό 11,1% η ηλικία των παιδιών ήταν απροσδιόριστη και σε ποσοστό 6,3% επρόκειτο για πολύ νεαρούς ενήλικες που όμως αντιμετώπιζαν νομικά προβλήματα που είχαν εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας τους. Οι ανήλικοι που έλαβαν υπηρεσίες νομικής υποστήριξης υπήρξαν Έλληνες υπήκοοι σε ποσοστό 60% και σε ποσοστό 40% ήταν αλλοδαποί αιτούντες άσυλο, οικονομικοί μετανάστες ή παιδιά μεταναστών μακρά διαμενόντων στην Ελλάδα. Οι ανήλικοι αποτάθηκαν αρχικά στη νομική κλινική κατόπιν υπόδειξης από μη κυβερνητικές οργανώσεις και αρμόδιους κρατικούς φορείς (π.χ. την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων του Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών). Στη συνέχεια οι ανήλικοι που εξυπηρετήθηκαν είτε το διέδωσαν περαιτέρω σε συνομήλικους είτε επέστρεψαν οι ίδιοι για άλλου είδους υποθέσεις τους.

Η μεγάλη πλειονότητα των υποθέσεων συγκεντρώνεται ανάλογα με το είδος του νομικού προβλήματος στις εξής κατηγορίες:

α. Προβλήματα προσωπικής κατάστασης, ιδίως έλλειψη δήλωσης της γέννησης στο ληξιαρχείο και αδυναμία ταυτοποίησης λόγω πολλαπλών ονομάτων. Το ζήτημα αφορούσε παιδιά Ρομά. Επίσης απασχόλησαν υποθέσεις «εθιμικού γάμου» κοριτσιών Ρομά σε ηλικία κάτω των 16 ετών που είχαν ήδη γίνει μητέρες,

β. Ζητήματα οικογενειακού δικαίου, ιδίως εκούσια αναγνώριση πατρότητας και κακή ή ελλιπής άσκηση γονικής μέριμνας,

γ. Ζητήματα δικαίου καταστάσεως των αλλοδαπών και διοικητικού δικαίου, ιδίως ανανέωση άδειας παραμονής, αιτήσεις ασύλου ασυνόδευτων ανηλίκων «χωρίς χαρτιά» και απέλαση,

δ. Ζητήματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την οικονομική κρίση, ιδίως αδυναμία διατροφής τέκνων, ανυπέρβλητη δυσχέρεια άσκησης κληρονομικού δικαιώματος ή πρόσβασης στο εθνικό σύστημα Υγείας,

ε. Ζητήματα ποινικού δικαίου όπου οι ανήλικοι εμπλέκονταν στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είτε ως δράστες (ιδίως για επαιτεία, κλοπή, πλαστογραφία, παραβάσεις του νόμου για ναρκωτικά ή παράνομη είσοδο στη χώρα) είτε ως θύματα (ιδίως ενδοοικογενειακής ή σεξουαλικής βίας). Επίσης προέκυψαν ορισμένες (μικρές σε αριθμό), αλλά ενδεικτικές υποθέσεις ρατσιστικής ή σεξιστικής βίας. Στην κατηγορία αυτή ανέκυψε επιτακτικά η πρόσθετη ανάγκη παροχής υπηρεσιών εκπροσώπησης στο δικαστήριο.

Όσον αφορά ειδικότερα τις ποινικές υποθέσεις, προέκυψε καταρχάς ότι πολλές από τις υποθέσεις για τις οποίες προσήλθαν στο γραφείο οι ανήλικοι ή οι γονείς τους είχαν και ποινικές προεκτάσεις. Έτσι ενώ π.χ. αρχικά ήρθαν για ζητήματα ονοματοδοσίας και προσωπικής κατάστασης, στην πορεία φανερώθηκε ότι το ζήτημα ανέκυπτε στο πλαίσιο της δίωξης τους για κάποιο ποινικό αδίκημα. Ή το γεγονός ότι είχαν πέσει θύματα κακομεταχείρισης από τις αρχές ή βίας στην ιδιωτική τους ζωή προέκυπτε εκ των υστέρων εν μέσω ζητημάτων που αφορούσαν την επαπειλούμενη διοικητική τους απέλαση. Περαιτέρω, με βάση τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία των ποινικών υποθέσεων, αναδείχτηκαν οι επιπτώσεις των οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα ιδίως λόγω της μετανάστευσης και της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με ελλείψεις νομοθετικές ή σχεδιασμού και εφαρμογής κοινωνικών πολιτικών με στόχο την αντιμετώπιση τους. Προέβαλαν έτσι ανάγλυφα οι ευπαθείς ομάδες που αυτά έχουν δημιουργήσει και ωφελήθηκαν κατεξοχήν από τη λειτουργία της νομικής κλινικής, δηλαδή:

α. Ανήλικοι αλλοδαποί με ρευστό καθεστώς παραμονής στη χώρα που κατηγορούνται κυρίως για αδικήματα που με τον ένα ή άλλο τρόπο συνδέονται με αυτό (π.χ. παράνομη είσοδο ή παραμονή στη χώρα επειδή δεν είχαν καθόλου ή δεν είχαν αυθεντικά νομιμοποιητικά έγγραφα ή αδυνατούσαν να τα ανανεώσουν). Πρόκειται κυρίως για ασυνόδευτους ανήλικους, αλλά και ανήλικους των οποίων οι πρότινος νόμιμα διαμένοντες γονείς στη χώρα αδυνατούν να ανανεώσουν την άδεια παραμονής τους λόγω ανεργίας. Ιδίως τα ασυνόδευτα παιδιά υπήρξαν θύματα κακομεταχείρισης ή είχαν παραβιαστεί (πολλές φορές βάναυσα, εντός των κέντρων κράτησης) ακόμα και τα στοιχειώδη δικαιώματα τους.

β. Τα «παιδιά του δρόμου», ιδίως αγόρια Ρομά και βαλκανικής καταγωγής, που συλλαμβάνονται για επαιτεία, για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και μικροκλοπές των οποίων επίσης οι γονείς κατηγορούνται για παραμέληση εποπτείας. Εδώ συμπεριλαμβάνονται και περιστασιακά άστεγων ελλήνων εφήβων που εγκαταλείπουν την οικία τους και ενίοτε εμπλέκονται σε ποινικά αδικήματα καθώς και παιδιά αστέγων γονέων για τα οποία δεν μπορεί να βρεθεί στέγη. Και αυτά τα παιδιά είναι ταυτόχρονα θύματα εκμετάλλευσης, εργαζόμενα παράνομα και βίας.

γ. Ανήλικοι θύματα ενδοοικογενειακής βίας που έχουν μεγάλη δυσκολία να προσεγγίσουν την αστυνομία και τον Εισαγγελέα ανηλίκων είτε επειδή μένουν παράνομα στη χώρα είτε επειδή είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι λόγω εθνοτικής καταγωγής ή οικονομικής ανέχειας (φτώχειας). Η κατηγορία αυτή χρήζει μιας ολιστικής αντιμετώπισης του οικογενειακού προβλήματος των ανηλίκων με ενίσχυση της δυνατότητας εκπροσώπησής τους από τις μητέρες τους και της στέγασης και του οικονομικού προβλήματος της οικογένειας.

δ. Ανήλικα κορίτσια Ρομά που καθίστανται θύματα βιασμού και σεξουαλικής βίας. Πολλές φορές στο πλαίσιο των ιδιαίτερων αντιλήψεων και πρακτικών της κοινωνικής ομάδας που ανήκουν εντείνεται η εγγενώς δυσχερής διαδικασία απόδειξης των εγκληματικών αυτών πράξεων και η διασφάλιση της προστασίας τους από το σύστημα της κρατικής δικαιοσύνης. Μέσα από μια παραδειγματική υπόθεση (που κατέστη η κύρια υπόθεση αναφοράς της νομικής κλινικής) αναδείχτηκε εν τέλει η αδυναμία της κρατικής δικαιοσύνης να διασφαλίσει την πλήρη εκπροσώπηση των εφήβων που τόλμησαν να διεκδικήσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων τους ενώπιον του δικαστή, διαιωνίζοντας τα προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης τους.

3.5 Η αξιολόγηση της λειτουργίας της πρώτης ελληνικής νομικής κλινικής για το δίκαιο των ανηλίκων

Η εμπειρία του προγράμματος υπήρξε πράγματι αποκαλυπτική. Σε θεωρητικό επίπεδο οι συμμετέχοντες αντιλήφτηκαν με βιωματικό τρόπο τον πολυκλαδικό χαρακτήρα του δικαίου και τη μεικτή λειτουργία των θεσμών της δικαιοσύνης ανηλίκων, ταυτόχρονα κατασταλτική και προνοιακή όπως αυτή έχει ιστορικά διαμορφωθεί στην Ελλάδα[34]. Επίσης βίωσαν το πόσο δυσαναπλήρωτα είναι τα κενά του νόμου αφενός για την παροχή νομικής βοήθειας όσον αφορά τους ανήλικους και αφετέρου για την επιτροπεία των ασυνόδευτων αλλοδαπών. Ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου από την έδρα του δικαστηρίου και τα προγράμματα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς που διαχειρίζονται ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και η Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων δεν αρκούν για να καλύψουν ούτε τις ανάγκες των ανηλίκων που καλείται να διαχειριστεί η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων ούτε αυτές των ανηλίκων στα καταστήματα κράτησης.

Σε επίπεδο διδακτικής μεθοδολογίας, η Νομική Σχολή υιοθέτησε μια σημαντική εκπαιδευτική καινοτομία. Οι φοιτητές, με πρωτεργάτες αυτούς που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ποινικό δίκαιο, ανταποκρίθηκαν με εξαιρετικό τρόπο στην πρόκληση. Προσέφεραν εθελοντικά το χρόνο τους, συμμετείχαν στην εκπαίδευση σε ζητήματα δεοντολογίας, ιδίως ενόψει της ανηλικότητας των εμπλεκομένων. Ξεπερνώντας τις προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα συμμετείχαν στις συνεντεύξεις, κατέγραψαν τα περιστατικά, ερεύνησαν τη νομολογία. Στη συνέχεια έζησαν τις δυσκολίες και την πρακτική της ελληνικής δημόσιας διοίκησης σε μια προσπάθεια υπέρβασης χρόνιων δυσλειτουργιών της. Βίωσαν το πώς εφαρμόζεται και μετασχηματίζεται ο νομικός κανόνας στη διοικητική και δικαστική πρακτική.

Σε επίπεδο κοινωνικής δικτύωσης, η Νομική Σχολή ανοίχτηκε προς τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και προς τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών όπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Εισαγγελία Ανηλίκων και την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, τον Συνήγορο του Παιδιού, την Εταιρία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού (ΕΠΣΥΠΕ), το Ίδρυμα «Μητέρα», το Ινστιτούτο για την Προστασία του Παιδιού, τις προνοιακές δομές του Δήμου Αθηναίων, την Ελληνική Εθνική Επιτροπή UNICEF, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται με τους ασυνόδευτους ανήλικους και τους ξενώνες φιλοξενίας τους και το δίκαιο για τα δικαιώματα του Παιδιού και τέλος δικαστικούς λειτουργούς και δικηγόρους που αντιμετωπίζουν τους ανήλικους είτε ως θύματα είτε ως παραβάτες στις δικαστικές αίθουσες.

Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό ήταν ότι οι φοιτητές υπηρέτησαν με τη νομική τους τεχνογνωσία το ήθος της προσφοράς δημόσιας υπηρεσίας στο κοινωνικό σύνολο με σκοπό την ενίσχυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, τον πυρήνα του νομικού πολιτισμού που καλλιεργούν. Η σημασία του να βιώσουν οι φοιτητές τη δικηγορία ως λειτούργημα έχει γίνει πλήρως αντιληπτή ιδίως στις Η.Π.Α. Έτσι από τον Ιανουάριο του 2013 ο νέος κανονισμός για την εισαγωγή δικηγόρων στο δικηγορικό σύλλογο της Νέας Υόρκης απαιτεί 50 ώρες παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας, ως προαπαιτούμενο για την εγγραφή στον Δικηγορικό Σύλλογο με το σκεπτικό ότι «πριν κάποιος γίνει δικηγόρος στη Νέα Υόρκη θα πρέπει με έναν εύληπτο τρόπο να δείξει την δέσμευση του στα ιδανικά του δικηγορικού λειτουργήματος»[35]. Απότοκο του βιώματος των φοιτητών που ενεπλάκησαν στη νομική κλινική και στη παροχή δωρεάν συμβουλευτικής υπήρξε η πρωτοβουλία τους να συστήσουν την φοιτητική «Ένωση για τα δικαιώματα του Παιδιού» προκειμένου να υπηρετήσουν περαιτέρω την προάσπιση των δικαιωμάτων των ανηλίκων.

 

Αντί επιλόγου

Αντί επιλόγου, αξίζει να αναφερθεί η καταληκτική παράγραφος στην αναφορά για το πρόγραμμα που έκανε η ιταλική, μη κυβερνητική οργάνωση “Save the Children” που υπήρξε η ανάδοχος του ευρωπαϊκού προγράμματος[36]: «η εθελοντική εργασία, η επαφή των φοιτητών με εθελοντικές οργανώσεις και επαγγελματίες που έχουν υψηλή συνείδηση του εκπαιδευτικού ρόλου στο πλαίσιο ενός προγράμματος όπου ο καθένας επινοεί με συνέπεια το ρόλο του, θέτοντας εαυτό στην υπηρεσία της κοινότητας επειδή αισθάνεται ότι αποτελεί μέλος της, ενδυναμώνει την κοινωνική συνοχή σε μια κοινωνία που μαστίζεται από μια σφοδρότατη οικονομική κρίση. Εξέχον ήταν το παράδειγμα της Αθήνας που όταν το Πανεπιστήμιό της έκλεισε για πολλούς μήνες, η ομάδα βγήκε στο δρόμο για να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε όσους τις είχαν περισσότερο ανάγκη». Αναμφίβολα ο τιμώμενος καθηγητής, καλλιεργώντας την διανοητική ευαισθησία των φοιτητών μέσα από τη διδασκαλία του και τα διεπιστημονικά, διδακτικά εγχειρίδιά του για το «Δίκαιο των ανηλίκων», έδωσε το έναυσμα για αυτή την μοναδική εμπειρία. Άρα δικαιούται να αισθάνεται περήφανος επειδή υπήρξε ο ηθικός αυτουργός της!

* Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

  1. Κοζύρης, Φ., Εισαγωγή στο αμερικανικό δίκαιο – Συγκριτικό δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 2002, σ. 112.
  2. Barry, Μ./ Camp, Α./ Johnson, Α./ Klein, C./Martin, L., Τeaching Social Justice Lawyering: Systematically Including Community Legal Education in Law School Clinics, Clinical Law Review, 2011-2012, 18, p. 441.
  3. Olàsolo, Η., Legal clinics in continental western Europe: The approach of the Utrecht legal clinic on conflict, human Rights, and international justice, Proceedings of the Annual Meeting (American Society of International Law) Vol. 104 (March 24-27, 2010), pp. 98-101.
  4. Abel, R Τhe transformation of the American Legal Profession, Law and Society Review, 1986, 20,7, p.18 και Ρεθυμιωτάκη, Ε., De la déontologie médicale à la bioéthique. Etude de sociologie juridique, Διδακτορική διατριβή, Atelier National de Reproduction des Thèses, Lille, 2001, σ. 54 επ.
  5. Mossman, M./Lichtman, E., Towards equality through legal aid in Canada, Journal of Canadian Studies, 1986, 21 (2), p. 96-110 και Giddins, J./Burridge, R./Gavigan, Sh./Klein, C., The first wave of modern clinical education, in F. Bloch (ed), The global clinical movement: Educating lawyers for social justice, Oxford, Oxford University Press, 2011, σ. 3-22.
  6. Καπαρτζιάνη, Χ., «Καινοτομία στην διδασκαλία της Νομικής Επιστήμης: μια πιλοτική μελέτη για την χρήση της αφήγησης σε ένα πρόγραμμα «legal clinic», 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο e-themis «Δίκαιο και καινοτομία», Αράχωβα 7-8 Φεβρουαρίου 2014.

[7] Έτσι η κωδικοποίηση σφράγισε την νομική επιστήμη στην Γαλλία και αντίστοιχα η έλλειψη της οδήγησε την γερμανική επιστήμη στο απόγειο της θεωρητικής συστηματοποίησης, Παπαχρίστου, Θ., Κοινωνιολογία του δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999, σ. 70 επ.

  1. Khadar, L. Why the EU should take note of Europe’s newest legal clinic, ENCLE, October 2014, <http://encle.org/news-and-events/news/25-why-the-eu-should-take-note-of-europe-s-newest-legal-clinics>
  2. www.encle.org
  3. Pound, R., Law in books and Law in Action, American Law Review, 1910, 44, p. 12 και Κουράκη Ν., Η νέα ελληνική νομοθεσία για τους παραβατικούς ανηλίκους (ν. 3189/2003) – Από τη θεσμοθέτηση (law in books) στην εφαρμογή (law in action), ΠοινΛογ 1/2004, σ. 1-6.
  4. Καπαρτζιάνη όπ.π.
  5. Habermas, J., O μεταεθνικός αστέρας, Αθήνα, Πόλις, 20072.
  6. «Το δίκαιο …δεν αίρει αλλά μόνο διευθετεί τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις» Μάνεσης, Αρ., Συνταγματικό δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 97.
  7. Nussbaum, M., Όχι για το κέρδος, Αθήνα, Κριτική, 2013.
  8. Bourdieu, P., La force du droit. Eléments pour une sociologie du champ juridique, Actes de la recherche en sciences sociales, 1986, Vol 64, Numéro 1, pp. 3-19.
  9. www.coe.int/childjustice
  10. Project “ Claim”, Description and Implementation, 1.3 Project Objectives.
  11. Νέα Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός, Πολιτικές καταπολέμησης και πολιτικές ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, Έκθεση Ε.Κ.Κ.Ε. για τη φτώχεια προς την Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, 15/2/2012, http://www.ekke.gr/images/PDF/Vouli_Nea_Ftoxeia.pdf
  12. Ost, F./ Kerchove van de, M., De la pyramide au réseau? Pour une théorie dialectique du droit, Bruxelles, Publications des Facultés universitaires Saint-Louis, 2002, σ. 466 επ.
  13. ibid σ. 468.
  14. Delpeuch, Th./Dumoulin, L./ Galember de C., Sociologie du droit et de la justice, Paris, Armand Coland, 2014, σ. 176επ.
  15. Αυτό συνέβη π.χ. στον Καναδά με τις κοινοτικές νομικές κλινικές Chouinard V., State formation and the politics of place: the case of community legal aid clinics, Political Geography Quarterly, Volume 9, Issue 1, January 1990, Pages 23-38.
  16. Αβδελά, Εφ., «Νέοι εν κινδύνω»: επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, Αθήνα, Πόλις, 2013.
  17. ibid σ. 37.
  18. Hunt, A., Governing Morals: A Social History of Moral Regulation, Cambridge, Cambridge University Press, 1999.
  19. Το κράτος πλάθεται μέσα από την συνάντηση πολλών εξουσιών, συγκροτείται πολιτισμικά από τις καθημερινές παραστάσεις και πρακτικές, Αβδελά όπ.π. σ. 36 που παραπέμπει σε Aradhana Shama/ Akhil Cupta (dir) Αnthropology of the state. A Reader, Blackwell, Oxford, 2006.
  20. Χαϊρπάλογλου, Αθ., Έφηβοι σε ρήξη με το νόμο. Μια εθνογραφική μελέτη της «παραβατικότητας» και της ριψοκίνδυνης δράσης, Αθήνα, Νήσος, 2010.
  21. Σπινέλλη, Κ., Ελληνικό δίκαιο ανήλικων δραστών και θυμάτων, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1992, σ. 19 επ. και Πιτσελά Α., Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 2008, σ. 16.
  22. Κουτσούκου, Ηλ., Η νομική προστασία του απιδιού στην Ελλάδα. Ποινικές και Συνταγματικές διαστάσεις, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 5 επ.
  23. Κουράκης Ν., Δίκαιο παραβατικών ανηλίκων, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2012, σ. 3 επ.
  24. Ζαγούρα, Π. (επιμ.), Διεπιστημονικότητα, διεταιρικότητα και κοινωνική ένταξη του νεαρού παραβάτη, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011.
  25. Ζαραφωνίτου, Χρ., Τάσεις και εξελίξεις στη διδασκαλία, την έρευνα και την επαγγελματική άσκηση της Εγκληματολογίας στην Ελλάδα, ΠοινΔικ & Εγκληματολογία 2/2009, σ. 74-81.
  26. Κουράκης όπ. π. σ. 4 επ.
  27. Κουράκης όπ.π. και Αβδελά όπ.π.
  28. «…για να διασφαλιστεί ότι όλοι οι δικηγόροι της Νέας Υόρκης κατανοούν ότι η ανάπτυξη μιας κουλτούρας αλληλεγγύης είναι εγγενές γνώρισμα του δικηγορικού λειτουργήματος, …για να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα σε αυτούς που σκοπεύουν να ακολουθήσουν το δικηγορικό επάγγελμα, ότι η παροχή βοήθειας στην περίοδο της κρίσης είναι αναγκαίο και απαραίτητο προσόν για κάποιον που επιθυμεί να ακολουθήσει το δικηγορικό επάγγελμα», Καπαρτζιάνη όπ.π. και J. Lippman, Νew York’s Template to address the Crisis in Civil Legal Services, Harvard Law & Policy Review, 2013, vol.7, p. 26.
  29. http://legale.savethechildren.it/Generica/Details/6e1c9eab40e040ffa90e 69274ecc408b?container =generica -cosafacciamo-progetti-corso