Το ενιαίον της Εισαγγελίας και
το αυτό πρόσωπο του εισαγγελέως
ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ Θ. ΚΟΝΤΑΞΗΣ*
- Σε ένα μικρό επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό πλησιάζει ο επιβάτης στο γραφείο έκδοσης εισιτηρίων και ζητά ένα εισιτήριο. Ο αρμόδιος υπάλληλος φορά ένα μαύρο καπέλο και, αναλαμβάνοντας ανάλογο ρόλο, του το εκδίδει. Στη συνέχεια ο επιβάτης προσεγγίζει την επόμενη θυρίδα και ζητά να παραδώσει την αποσκευή του. Ο ίδιος, προηγούμενος, υπάλληλος, μετακινούμενος, δρομαίως, όπισθεν των «γκισέ», φορά ένα πράσινο καπέλο και παραλαμβάνει την αποσκευή του επιβάτη, ως καθ’ ύλην αρμόδιος του εκεί χώρου. Ο επιβάτης, μετά ταύτα, κατευθύνεται στο μικρό, υποτυπώδες καφενείο του σταθμού αναμένοντας το τρένο. Ο ίδιος υπάλληλος, εμφανίζεται, ασθμαίνων, έμπροσθεν του, με μπλε καπέλο αυτή τη φορά, και καταγράφει την παραγγελία του επιβάτη. Σε λίγο αναγγέλλεται από τα μεγάφωνα η επικείμενη άφιξη του τρένου. Ο ίδιος, ένας και ο αυτός υπάλληλος, (πρώην εκδότης εισιτηρίων, υπεύθυνος σκευοφόρου, ολίγον καφετζής), φορά ένα κόκκινο καπέλο και κάθιδρος πλησιάζει στην αποβάθρα να υποδεχθεί το τρένο, με την ιδιότητα του σταθμάρχη αυτή τη φορά, (ήδη δε προηγουμένως είχε αναλάβει και εσωτερικό ρόλο εκφωνητή αναγγέλλοντος την άφιξη του τρένου). Ανώδυνη εναλλαγή ρόλων. Είναι η, (πραγματική), ιστορία ενός καρτούν.
- Υποβάλλεται έγκληση και χρεώνεται στην εισαγγελέα Α. Η τελευταία τη μελετά, και παραγγέλλει προκαταρκτική εξέταση. Μετά ταύτα η Α ασκεί ποινική δίωξη και, συμπληρωματικά, παραγγέλλει προανάκριση. Εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου η υπόθεση με πρόταση της Α. Παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/δικείου προς εκδίκαση η υπόθεση. Εισαγγελεύς της έδρας η Α. Το Δικαστήριο, μετά από την εξέλιξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αναβάλλει για κρείσσονες. Την επόμενη φορά εισαγγελεύς της έδρας είναι και πάλι η Α, (τείνει να γίνει πλέον η «δικονομική μας φίλη»). Εκδίδεται καταδικαστική απόφαση κατόπιν σύμφωνης πρότασης της Α. Ασκείται έφεση υπό του κατηγορουμένου. Προαχθείσα η Α κατέχει την έδρα της εισαγγελέως του Εφετείου και ζητά και πάλι την καταδίκη του κατηγορουμένου, (η σχέση μας με την Α εξελίχθηκε σε «δικονομική κοινωνία γάμου»). Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας η απόφαση και επανεισάγεται στο Εφετείο. Εισαγγελεύς της έδρας και πάλι η γνωστή μας Α, (κάθε φορά, φυσικά, με διαφορετικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά/θεσμικά, ένδυμα).
- Ο ΚΠΔ ουδέν προβλέπει σε ανάλογες περιπτώσεις και η νομολογία απλά αγνοεί, (γιατί άραγε;), τη ζώσα «πραγματική»[1] πραγματικότητα, (ως εάν υφίσταται παράλληλη αυτής «δικαστική πραγματικότητα»). Η Α θα μπορούσε να έχει χρεωθεί και χειρισθεί πλείστες όσες ακόμη ενδιάμεσες δικονομικές στάσεις της όλης υπόθεσης.
- Παγίως δε νομολογείται ότι δεν συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητας λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες :
α. ο εισαγγελεύς του οποίου η πρόταση ενσωματώθηκε σε αναιρεθέν βούλευμα, συμμετάσχει στη μετ’ αναίρεση δίκη (ή στο δικαστικό Συμβούλιο που επελήφθη της υποθέσεως μετ’ αναίρεση),
β. ο εισαγγελεύς της δευτεροβάθμιας δίκης είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέως και στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και ότι στις ως άνω περιπτώσεις δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.[2]
- Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ «Ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις».
- Απόλυτη, επίσης, ακυρότητα, λαμβανομένη αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ, η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την «εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών καιРτο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα».
- Εκ του συνδυασμού των ως άνω παρατιθέμενων άρθρων του ΚΠΔ, και στα πλαίσια της τελολογικής ερμηνείας, προκειμένου να υπάρχει ταυτότητα νομικού λόγου και ενότητα δικαίου, (και φυσικά τήρηση των κανόνων της απλής λογικής, διαδικασία υπαγόμενη στα όρια του Ακυρωτικού ελέγχου), σε ανάλογες περιπτώσεις, συνάγεται ότι αποκλείεται η παράσταση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και του εισαγγελέως που άσκησε τα καθήκοντά του, για την αυτή υπόθεση, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
- Το ως άνω συμπέρασμα επιρρωνύεται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ Delcourt κατά Βελγίου), σύμφωνα με το οποίο έχει παγίως νομολογηθεί ότι ο εισαγγελεύς είναι, εν όψει του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), δικαστικό πρόσωπο.
- Άλλωστε και στα άρθρα 88-91[3] του Συντάγματος ο εισαγγελεύς εξομοιώνεται πλήρως με τους τακτικούς δικαστές, ως δικαστικός λειτουργός, απολαμβάνων των αυτών εγγυήσεων, («διασφάλισης της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του»[4]). Σύμφωνος με τη θέση της πλήρους εξομοίωσης είναι και ο Μ. Μαργαρίτης[5], ο οποίος σημειώνει ότι : «δικαστικά πρόσωπα υπαγόμενα στην παρούσα ρύθμιση του άρθρου 14 είναι οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι γραμματείς». Σύμφωνος με τη θέση ότι ο εισαγγελεύς είναι δικαστικός λειτουργός είναι και ο εισαγγελεύς Γ. Κτιστάκης.[6]
- Αξίζει η παράθεση περικοπής πρακτικού της Ολομελείας του ΣτΕ[7] 1/1979 : «πλην των δικαστών δια ρητών διατάξεων το Σ. καταλέγει μεταξύ των δικαστικών αυτού οργάνων και έτερα όργανα … μετέχοντα και επικυρούντα κατά τους οικείους νόμους, εις το έργον της απονομής της δικαιοσύνης … τοιαύτα όργανα είναι οι εισαγγελικοί λειτουργοί».
- Ως εκ περισσού σημειώνεται ότι για να έχει το απαιτούμενο κύρος κάθε δικαστική απόφαση προϋποθέτει προηγούμενη ακρόαση του εισαγγελέως, (άρθρο 32 ΚΠΔ), ο οποίος υποχρεούται να αιτιολογεί, ειδικά και εμπεριστατωμένα κάθε πρόταση του, (άρθρο 139 ΚΠΔ). Σε περίπτωση δε αντικατάστασης του εισαγγελέως κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, (λόγω π.χ. αιφνιδίου κωλύματος ένεκα ασθενείας), η κρατούσα νομολογιακή άποψη θεωρεί ότι προκαλείται απόλυτη ακυρότητα[8], όπως και σε περίπτωση κατά την οποία, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας δεν δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα, ιδρυομένου αναιρετικού λόγου, (βλ. άρθρο 510 παρ. 1α ΚΠΔ). Κατά πάσα περίπτωση η εξέλιξη της ποινικής δίκης πάσχει αν σε κάθε στάδιο αυτής και για κάθε ανακύπτον ζήτημα ή υποβαλλόμενο αίτημα, πρόταση, ένσταση, δεν τοποθετηθεί- προτείνει, προ των διαδίκων, ο εισαγγελεύς.
- Συνεπώς, η συμμετοχή του εισαγγελέως στην ποινική δίκη ούτε τυπική είναι ούτε συμπληρωματική. Η συμμετοχή του είναι ουσιώδης, καθοριστική και αποφασιστική στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης.
- Επισημαίνεται ότι και η ως άνω Σύμβαση της Ρώμης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου αποτελεί –σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος- εσωτερικό εφαρμοστέο δίκαιο υπερνομοθετικής ισχύος μετά την εκ νέου κύρωση της με το ν.δ. 53/1974. Επομένως, οι διατάξεις της είναι απολύτως δεσμευτικές τόσο για τον εθνικό νομοθέτη όσο και για τον εκάστοτε εφαρμοστή του εθνικού δικαίου, οι οποίοι δεν μπορούν να αποκλίνουν από το περιεχόμενο τους.
- Η αρχή της αμεροληψίας κατοχυρώνεται και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα –το οποίο, επίσης, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελεί δίκαιο υπερνομοθετικής ισχύος μετά την κύρωση του από τον ν. 2462/1997- το οποίο στο άρθρο 14 παρ. 1 εγγυάται το δικαίωμα κάθε προσώπου για δίκαιη δίκη της υπόθεσής του από αμερόληπτο δικαστήριο.[9]
- Σύμφωνα δε με τον κανόνα που ακολουθεί το ΕΔΔΑ «η διαδικασία δεν αρκεί να είναι δίκαιη, αλλά θα πρέπει επίσης να φαίνεται δίκαιη». Και τούτο διότι, η απλή ύπαρξη κανόνων διασφάλισης της αμεροληψίας συνιστά το έλασσον, σε αντιδιαστολή με το μείζον ζήτημα της ορθής εφαρμογής των κανόνων αυτών, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη και ασφάλεια στους πολίτες, άλλως το γράμμα του νόμου παραμένει κενό. Σύμφωνα με την ως άνω αρχή ο προσφεύγων δεν χρειάζεται να πείσει τα Συμβατικά όργανα για την ύπαρξη πραγματικής μεροληψίας, αλλά για την ύπαρξη εύλογων –έστω και ανεπίγνωστων για τα ίδια τα δικάζοντα πρόσωπα αλλά αντικειμενικά πιθανών- υπονοιών μεροληψίας.
- Η, (αρχικά αφηρημένη και αόριστη), δηλ. έννοια της ασφάλειας στον χώρο του δικαίου, αποκτά «σάρκα και οστά» όταν, καθημερινά, υλοποιείται και εφαρμόζεται σε κάθε στάδιο της δικαϊκής λειτουργίας. Μόνον δι’ αυτού του τρόπου διασφαλίζεται η, απόλυτη, αξιοπιστία των θεσμικών παραγόντων της ποινικής διαδικασίας, έτσι ώστε, μετά ταύτα, η όποια δικαϊκή κρίση, (εξ ορισμού μη αποδεκτή σε μια, τουλάχιστον, εκ των εμπλεκομένων πλευρών), να φέρει τα εχέγγυα, (στον τρίτο, αφηρημένο κοινωνό του δικαίου), αμερόληπτης κρίσης. Να αποκλείονται και να αποκρούονται δηλ. εκ προοιμίου σκέψεις περί πιθανής σκοπιμότητας στην απονεμητική διαδικασία.
- Άλλωστε, η αποδοχή της αντίθετης εκδοχής κατά την οποία είναι επιτρεπτή η συμμετοχή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο του αυτού εισαγγελέως, που άσκησε τα καθήκοντά του όσον αφορά την αυτή υπόθεση και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έρχεται σε πλήρη αντίφαση και με το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. δ αλλά και με το άρθρο 211 περ. α΄ ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποία, όσοι εξετάστηκαν ως μάρτυρες ή πραγματογνώμονες-τεχνικοί σύμβουλοι αποκλείονται της συμμετοχής, όπως αποκλείονται με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, ως μάρτυρες στο ακροατήριο, όσοι έχουν ασκήσει εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα στην αυτή υπόθεση. Το γραμματικό δηλ. επιχείρημα συνηγορεί, a contrario, υπέρ της ορθής άποψης, να αποκλείονται δηλ. από τα μετέπειτα στάδια της διαδικασίας, εισαγγελείς που έχουν μετάσχει, έχουν διαμορφώσει και έχουν δημοσίως διατυπώσει άποψη για τη συγκεκριμένη υπόθεση προγενέστερα.[10]
- Είναι δηλ. απολύτως αντιφατικό :
α. αφενός μεν να αποκλείονται, (το έλασσον), άνευ ετέρου τα ως άνω πρόσωπα ως μάρτυρες, (θεωρούμενα ως μη αποστασιοποιημένα της υποθέσεως),
β. αφετέρου δε να μπορούν να μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου που αποφαίνεται, (το μείζον), επί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου και να συμπράττουν ενεργά στη διαμόρφωση της τελικής δικανικής κρίσης.
- Η ratio των παραπάνω διατάξεων ταυτίζεται με αυτήν του άρθρου 14 παρ. 3 ΚΠΔ και συνίσταται στην αποφυγή ενδεχόμενου επηρεασμού των δικαστών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο απαγορεύεται ο σχολιασμός –από κάθε πρόσωπο ακόμη και μη εμπλακέν στη δίκη- μη αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, ήτοι ο –αόριστος αλλά πιθανολογούμενος- επηρεασμός του επόμενου δικαστού. Δεδομένου ότι αυτό αποτελεί το έλασσον, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το μείζον, ήτοι η συμμετοχή του εισαγγελέως στη δευτεροβάθμια δίκη.
- Αν λοιπόν με τη ρύθμιση του άρθρου 211 περ. α΄ ΚΠΔ ο νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει τον ενδεχόμενο επηρεασμό των δικαστών και την έκδοση μιας εσφαλμένης απόφασης, πολλώ δε μάλλον αποκλείεται από την εκδίκαση της υπόθεσης το δικαστικό πρόσωπο, το οποίο άμεσα, εκ του σύνεγγυς, ως όργανο της ποινικής διαδικασίας έλαβε θέση, (μετά από διαμόρφωση ανάλογης υποκειμενικής κρίσης), στο ζήτημα της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου.
- Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό, η παροχή οδηγίας του εισαγγελέως Λ. Καράμπελα[11] προς τους εισαγγελείς Εφετών Αθηνών, να μην χειρίζεται, στην περίπτωση της, (μετά την αναίρεση βουλεύματος), παραπομπής, την υπόθεση ο ίδιος εισαγγελέας που την είχε ήδη προηγουμένως επεξεργασθεί, υποβάλλοντας πρόταση, ανεξαρτήτως του γεγονότος αν, τελικώς, αυτή έγινε δεκτή υπό του Συμβουλίου.
- Η σημασία του θεσμού της αποχής κατ’ άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ και η συναφής προβληματική της όσον αφορά, ειδικότερα, τους εισαγγελείς έχει απασχολήσει, ως φαίνεται προς την ορθή κατεύθυνση, τους ίδιους τους εισαγγελικούς λειτουργούς και δη την προϊστάμενη τους αρχή. Απόλυτα σύμφωνη, με την ως άνω οδηγία του Λ. Καράμπελα, είναι και η πρόταση του, αντεισαγγελέως ΑΠ Α. Ζύγουρα[12]. Στη σχετική πρόταση του ο Α. Ζύγουρας τονίζει ότι : «εκ των διατάξεων 27, 32 παρ. 2, 43, 47 κ.λ.π. προκύπτει ότι ο εισαγγελεύς έχει ενεργό και σημαντική συμβολή στην απονομή δικαιοσύνης.. Εξάλλου τόσο υπό της Συντακτικής όσο και υπό της Αναθεωρητικής Επιτροπής του σχεδίου του νέου ΚΠΔ έχει προταθεί ο αποκλεισμός της ασκήσεως των έργων του εισαγγελέως, κατά την εκδίκασιν των ασκηθέντων κατ’ αποφάσεως ή βουλεύματος ενδίκων μέσων, υπό του εισαγγελέως που συμμετέσχεν εις την έκδοσιν αυτών. Ταύτα γίνονται δεκτά και υπό του ΕΔΔΑ…. Είναι αδύνατον αυτά τα νέα δεδομένα να αγνοηθούν, εκτός εάν θέλη κανείς να εθελοτυφλή. Αι αγκυλώσεις της νομολογίας και η εμμονή της εις λύσεις που είχον δοθεί εις το παρελθόν, που όμως δεν ανταποκρίνονται εις την σημερινήν πραγματικότητα, δεν προάγουν την επιστήμην του δικαίου..».
- Ας μη διαφεύγει, (για την ανάδειξη της έντασης του προβλήματος), ότι σύμφωνα με το ισχύον δικονομικό καθεστώς πλείστες όσες υποθέσεις, ενίοτε, κρίνονται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, αποκλειστικά, εντός των πλαισίων της εισαγγελικής αρμοδιότητας, χωρίς να υπάρξει εμπλοκή των δικαστηρίων, (βλ. ενδεικτικά άρθρα 43, 47, 48 ΚΠΔ και 82 παρ. 7, 113 παρ. 5 ΠΚ).[13]
- Η Ελληνική έννομη τάξη εμφανίζει, (δυστυχώς ακόμη), ορισμένες αποκλίσεις από το διαμορφούμενο Συμβατικό πρότυπο της «δίκαιης δίκης». Ωστόσο, δεν δικαιούται να επιτρέπει τη συμμετοχή στην επ΄ ακροατηρίω διαδικασία του δικαστικού λειτουργού που συνέπραξε στην έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Η εξοικείωση του εισαγγελέα, που συμμετείχε στην έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τη συγκεκριμένη υπόθεση, δημιουργεί τεκμήριο προκαταλήψεως για τον ίδιο όταν καλείται να μετέχει σε στάδιο της μετέπειτα διαδικασίας της αυτής υπόθεσης,
- Η νομολογία του Στρασβούργου έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι σε ανάλογες περιπτώσεις παραβιάζεται κατάφωρα το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Στις ως άνω αποφάσεις του ΕΔΔΑ αφενός μεν, διακρίνεται ο εύλογος φόβος μεροληψίας για το δικαστικό λειτουργό που καλείται να κρίνει την ορθότητα των αποφάσεων του, αφετέρου δε, διαφαίνεται ο σκοπός έκδοσης όλων αυτών των αποφάσεων, που είναι η περιχαράκωση της αρχής «κανείς δεν μπορεί να δικάσει τη δική του υπόθεση», (nemo judex in re sua και nemo judex in re sua vel in causa propria – ουδείς δικαστής της δικής του υπόθεσης, των δικών του πραγμάτων ή των δικών του πράξεων).
- Μετά ταύτα αυτό-αναδυόμενα και εύλογα τα ερωτήματα όσον αφορά την προαναφερθείσα εισαγγελέα Α, (εμπλακείσα σε όλα τα στάδια της αυτής ποινικής δίκης) :
α. θεωρείται, (ανθρωπίνως), δυνατή η αποστασιοποίηση της από, (ενδεικτικά), πχ. την προηγουμένως υποβληθείσα, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, πρόταση της και η εκ νέου διατύπωση αντικειμενικής κρίσης επ’ αυτής από την ίδια; (υπενθυμίζεται ότι επρόκειτο περί τελικής και όχι προσωρινής προτάσεως).
β. είναι εφικτό, (στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης, ενιαίας ούσης της προσωπικότητας), η εισαγγελεύς Α να μην (αυτο-)υποβληθεί σε υποσυνείδητες, (όχι κατ΄ ανάγκην λογικά διαπιστώσιμες από την ίδια), πιέσεις/εξωθήσεις προκειμένου να δικαιωθεί η, αρχική, (κατά την προδικασία), τοποθέτηση της, η οποία επαναδιατυπώθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου; Πόσο εφικτή είναι δε η λογική και ψυχολογική διαφοροποίηση της από την, (αιτιολογημένη), πρότασή της στα πλαίσια της πρωτοβαθμίου δίκης και την επανάληψη της στον δεύτερο βαθμό;[14]
γ. έχει τηρηθεί στην περίπτωση της Α η πάγια επιταγή-κανόνας του ΕΔΔΑ περί του ότι και οι εντυπώσεις-, (η αρχή -και του εσωτερικού δικαίου- της εντύπωσης apparences, εκφράζεται σε πλείστες όσες ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις πχ. στην επιλογή του καθ΄ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου, στην τιμώρηση ή μη ορισμένων μορφών απόπειρας, στους στόχους μιας ποινικής κύρωσης κλπ), έχουν σημασία[15] και ότι «δεν αρκεί να είναι δίκαιη η διαδικασία, αλλά πρέπει και να φαίνεται δίκαιη»;[16]
- Η νομολογία του ΕΔΔΑ είναι πάγια, (βλ. απόφαση «Hauschildt κατά Αυστρίας» του 1989)[17], σχετικά με το ότι η αμεροληψία του κρίνοντος κρίνεται τόσο σε αντικειμενικό, (=θεσμικές εγγυήσεις), όσο και σε υποκειμενικό επίπεδο, (=υποκειμενική κατάσταση του κρίνοντος), αφού για τη θεμελίωση της σχετικής αιτίασης δεν αρκεί το ίδιο το, υπό αποκλεισμό ή εξαίρεση, πρόσωπο να πιστεύει ότι μπορεί να κρίνει αμερόληπτα αλλά αν μπορεί να προκληθεί στους διαδίκους και στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι πράγματι μπορεί να κρίνει απροκατάληπτα.[18]
- Κατά πάσα δηλ. περίπτωση η αλλεπάλληλη συμμετοχή της εισαγγελέως Α σε όλα τα στάδια της αυτής ποινικής δίκης, αναιρεί ευθέως τις λειτουργίες της ποινής :
α. αφού ο μεν κατηγορούμενος-άμεσα ενδιαφερόμενος είναι φύσει αδύνατο να πεισθεί ότι το αυτό πρόσωπο της εισαγγελέως, (των λοιπών συνθηκών συντρεχουσών ως πρωτοδίκως και δευτεροβαθμίως), μπορεί να έχει δύο ή τρεις ή περισσότερες, πλήρως, διαφοροποιημένες και μεταξύ τους αντίθετες απόψεις επί του αυτού θέματος, (σε περίπτωση υιοθέτησης διαφορετικής θέσης η Α θα εμφανιζόταν αντιφάσκουσα με την προηγούμενη άποψη της και κατά συνέπεια με την ορθότητα της κατά τον χρόνο διατύπωσης της, με προφανή την «αυτό-αναίρεση» της),
β. οι δε τρίτοι αποδέκτες του μηνύματος κάθε δικαστικής απόφασης θα επιβεβαιώσουν τις ήδη υπάρχουσες υποψίες τους για την πλημμελή λειτουργία του θεσμού της Δικαιοσύνης, ο οποίος κάθε άλλο παρά θα δράσει ως «κοινωνική μοντελιστική», κατά την άποψη του V. Ferrari.[19] Η άποψη του τελευταίου στηρίζεται στην προαναφερθείσα θεωρία της εντύπωσης, η οποία διατρέχει όλο το ποινικό μας σύστημα, (καθορίζοντας αποφασιστικά τις επιμέρους επιλογές του).
- Η λογική, (πρέπει να), αποτελεί τη λυδία λίθο κάθε νομικής κατασκευής. Σε περίπτωση αντιστροφής του, οιονεί αποδεικτικού βάρους, δεκτής γενομένης δηλ. της αντίθετης άποψης, (στα πλαίσια υπόθεσης εργασίας), ήτοι αυτής που διατείνεται ότι η συμμετοχή της αυτής εισαγγελέως, σε όλες τις επιμέρους δικονομικές στάσεις μιας ποινικής δίκης, είναι νόμιμη, ποιο είναι το, συγκεκριμένο, (όχι το αόρατο και αφηρημένο), διακύβευμα-όφελος τόσο για τη διαδικασία απονομής Δικαιοσύνης όσο και για τον ίδιο τον εκάστοτε κατηγορούμενο; Πως και βάσει ποίων επιχειρημάτων η στάθμιση των δυο «συμφερόντων» θα καταλήξει σε βάρος του κατηγορουμένου; (υπέρ του οποίου συντρέχει και το τεκμήριο αθωότητας, με ότι αυτό συνεπάγεται).
- Αδύνατη η διατύπωση, αντίθετης, λογικής και βάσιμης επιχειρηματολογίας, η οποία, ούτως ή άλλως, θα παρακάμπτει βασικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και θα ακυρώνει το μηνυματικό περιεχόμενο μιας δικαστικής απόφασης, έναντι της επίκλησης ενός θολού και νεφελώδους σκεπτικού. Ας μη διαφεύγει ότι η ratio των θεσμών του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής των δικαστικών προσώπων, («που δομούνται στον νόμο ως ομόκεντροι κύκλοι με εγγυητικό για τους διαδίκους περιεχόμενο»[20]), εντοπίζεται[21] :
α. στην προστασία του κύρους και της αξιοπιστίας των δικαιοδοτικών οργάνων και στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των διαδίκων αλλά και της κοινής γνώμης στο ανεπηρέαστο των δικαστικών κρίσεων και
β. στην αποτροπή εκφοράς δικαιοδοτικών κρίσεων, (άμεσα συνδεόμενων με την προστασία υποκειμενικών δικαιωμάτων), που σκιάζονται από προκατάληψη ή που ελέγχονται για την αμεροληψία τους.
- Συμπερασματικώς, η υποκειμενική και αντικειμενική αμεροληψία του κρίνοντος αποτελεί βασική προϋπόθεση διεξαγωγής μιας δίκαιης δίκης, αφού μόνον δια του τρόπου αυτού συντρέχουν τα εχέγγυα της ευθιδικίας, (judicium rectum). Η τυχόν ζημία από την πολλαπλή παράσταση του αυτού εισαγγελικού λειτουργού δεν αφορά μόνον τα συμφέροντα του κατηγορουμένου αλλά προκαλεί αμφιβολίες για την ίδια τη δομική αμεροληψία του θεσμού της δικαιοσύνης[22] και, φυσικά, εγείρει πλείστες όσες υποψίες περί τυχόν διαφθοράς στον ως άνω ευαίσθητο χώρο.
- Πόσο «τρίτος» ως προς την υπόθεση και αμερόληπτος ως προς την κρίση μπορεί να θεωρηθεί η εισαγγελεύς Α, η οποία συμμετέσχε ενεργά στην όλη πορεία της συγκεκριμένης ποινικής δίκης, στην έκδοση της πρωτόδικης αλλά και της εφετειακής απόφασης; Αν δεν προκαλείται αντικειμενική δυσπιστία, όσον αφορά τη νοητική, ηθική και ουσιαστική αποδέσμευση της εισαγγελέως από την πρόταση της στο πρωτόδικο και δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, τότε πότε προκαλείται; Αν δεν δημιουργείται τεκμήριο προκατάληψης στη συγκεκριμένη περίπτωση, τότε πότε δημιουργείται; [23]
- Άλλωστε η ανάγκη αντικατάστασης-εξαίρεσης-αναπλήρωσης της εν λόγω εισαγγελικού λειτουργού Α δεν ενέχει προσωπική μομφή ανεξάρτητη της θεσμικής της θέσης. Συνάπτεται στερρά με τη λειτουργική της αποστολή και την, εν γένει, ανθρώπινη αδυναμία για πλήρη αποξένωση από παρελθοντολογικά βιώματα και καταστάσεις ή όπως επισημαίνει και ο Λ . Καράμπελας[24] «για να αποφευχθεί ο κίνδυνος εμμονής στην ίδια άποψη για λόγους προσωπικούς».
- Αν, μάλιστα, συνυπολογισθεί ότι πλείστες όσες φορές η πρόταση του εισαγγελικού λειτουργού υιοθετείται αυτούσια, και συνεπώς συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση των τελικών παραδοχών του Δικαστηρίου, γίνεται σαφές το πρόβλημα εκ της αλλεπάλληλης συμμετοχής του αυτού εισαγγελικού προσώπου σε περισσότερα στάδια της αυτής ποινικής διαδικασίας.
- Μετά ταύτα, δεν θα έπρεπε καν να υποβάλλεται αίτημα αποκλεισμού, (ή η εφαρμογή της διάταξης 3 του άρθρου 23 ΚΠΔ, περί αποχής εκ λόγων ευπρέπειας, και η αντικατάσταση υπό άλλου νομίμως κληρωθέντος αναπληρωτού), κάθε παρισταμένου εισαγγελέως, ο οποίος διαμόρφωσε είτε κατά την προδικασία είτε κατά τη φάση της πρωτόδικης διαδικασίας, στερρά πεποίθηση περί του συγκεκριμένου βιοτικού συμβάντος. Οίκοθεν, (ακόμη και προ της τροποποίησης του σχετικού νομοθετικού πλαισίου), να αυτό-εξαιρείται, (τουλάχιστον), από την εκδίκαση της αυτής υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου.
- Άλλωστε, και δη stricto sensu, συντρέχει και λόγος εξαίρεσης όσον αφορά το πρόσωπο της εισαγγελέως που παρέστη στην πρωτόδικη δίκη, καθώς, σε κάθε περίπτωση συντρέχουν αντικειμενικοποιημένες υπόνοιες μεροληψίας στο πρόσωπό της, σύμφωνα με το άρθρο 15 ΚΠΔ. Πάγια δε είναι η νομολογία του Αρείου Πάγου περί δυνατότητας προβολής του σχετικού δικαιώματος, (εξαιρέσεως), στο πρόσωπο του εισαγγελέως εφετών ο οποίος έχει ασκήσει τα καθήκοντα του ως εισαγγελέας πρωτοδικών σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, όσον αφορά την αυτή υπόθεση[25], εφόσον, όμως, υφίστανται γεγονότα τα οποία δύνανται να δικαιολογήσουν υπόνοιες μεροληψίας. Και μόνη, όμως, η προηγούμενη δραστηριότητα, (στην αυτή υπόθεση), του δικαστικού προσώπου δεν προκαλεί eo ipso υπόνοιες μεροληψίας, οι οποίες με τη σειρά τους θεμελιώνουν λόγο εξαίρεσης; Προφανέστατα καταφατική η απάντηση.[26]
- Τυχόν απόρριψη του αιτήματος αποκλεισμού του εν λόγου εισαγγελικού λειτουργού από την άσκηση των καθηκόντων στην αυτή υπόθεση δύο φορές, θεμελιώνει βάσιμο και νόμιμο λόγο προσφυγής στο ΕΔΔΑ, το οποίο με βάση τις αρχές της ΕΣΔΑ και τις πάγιες παραδοχές του θα προχωρήσει σε καταδίκη της χώρας μας. Συνεπώς, πέραν των προαναφερθέντων η παρουσία–παράσταση του αυτού προσώπου στη δευτεροβάθμια ή στην μετ΄ αναίρεση δίκη[27] απλά σωρεύει προβλήματα, δημιουργεί μείζονα ζητήματα, εκθέτει τη χώρα σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, (τα οποία η ίδια έχει αναγνωρίσει ως τέτοια και υπήγαγε τον εαυτό της στην κρίση τους), χωρίς να προσφέρει τι ως αντιστάθμισμα.
- Στα πλαίσια μιας δογματικής συνέπειας, (περί της δυνατότητας πολλαπλής συμμετοχής του αυτού εισαγγελικού λειτουργού σε περισσότερα δικονομικά στάδια της αυτής ποινικής δίκης / διαδικασίας), θα μπορούσε πχ. στην περίπτωση των άρθρων 43, 47-48 ή 322 ΚΠΔ, ο αρχικά χειρισθείς την υπόθεση εισαγγελεύς, να κληθεί να τη χειρισθεί και σε δεύτερο στάδιο ως εισαγγελεύς εφετών, (μετά από προαγωγή), να καλείται να αποφανθεί επί της ασκηθείσας κατά του ιδίου προσφυγής, ήτοι να δράσει, εν ταυτώ, ως ελέγχων και ελεγχόμενος, (ακυρώνοντας τη ratio κάθε προσφυγής),[28] όπερ δικαιοπολιτικά και λογικά άτοπο.[29]
- Είναι προφανές το πρόβλημα, όπως είναι προφανές και το γεγονός ότι ουδέν επιχείρημα περί του αντιθέτου, (περί όσων δηλ. καθημερινά συμβαίνουν και κλονίζουν ανεπανόρθωτα το κύρος και την αυθεντία της Δικαιοσύνης), συντρέχει έτσι ώστε να δικαιολογείται η εμφάνιση ανάλογων εμμονικών δικονομικών αντιλήψεων. Ούτε είναι θεμιτή η αναμονή της, οψέποτε ήθελε υπάρξει, αντίδρασης του νομοθέτη για την επίλυση του θέματος. Αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες στην απονεμητική δικαϊκή διαδικασία, (και προς τούτο υφίστανται τα δικονομικά εργαλεία), πρέπει να αίρονται άμεσα. Άλλωστε ορθότερη είναι η εκτίμηση ότι τελικά ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας επιβάλλεται να ελέγχεται με βάση το σύνολο της ποινικής διαδικασίας ως μιας αδιάσπαστης ενότητας, όχι δηλ. με προσεγγίσεις αναφορικά με τη νομική του εισαγγελικού λειτουργού ως δικαστού ή ως δικαστικού προσώπου. Διαφορετικά, απλώς υποτιμάται έναντι μιας στείρας, (και δικαιοπολιτικά αμφισβητούμενης), γραμματικής ερμηνείας, το αυτονόητο : η αντικειμενική κρίση της υπόθεσης τίθεται σε κίνδυνο από την προγενέστερη ανάμειξη του εισαγγελέα στην αυτή υπόθεση.[30]
- Το ενιαίον και αδιαίρετον της εισαγγελίας δεν συνεπάγεται δυνατότητα εναλλαγής δικονομικών ρόλων υπό ενός και του αυτού προσώπου στα πλαίσια μιας και της αυτής –lato sensu- ποινικής δίκης, όπως στην προαναφερθείσα ιστορία του καρτούν. Δεν σημαίνει, επίσης, (και δεν μπορεί να γίνει δεκτό), ότι στα πλαίσια της ως άνω αρχής η προσωπικότητα του εκάστοτε εισαγγελέως «εξαφανίζεται» στα πλαίσια του θεσμού,[31] έτσι ώστε άπαντες οι εισαγγελικοί λειτουργοί να αποτελούν άβουλα τμήματα/απάρτια μιας μηχανιστικής δικαϊκής διαδικασίας, πέραν προσωπικών απόψεων, θέσεων και αντιλήψεων. Η Δικαιοσύνη προέρχεται από ανθρώπους, απονέμεται από ανθρώπους και απευθύνεται σε ανθρώπους. Ελαχίστη –νομική- απόδειξη : η μεσούσης της ποινικής δίκης, (διαρκούσης δηλ. της εκδίκασης), αναπλήρωση του εισαγγελέως της έδρας δεν είναι, (και ορθά), δυνατή. Αν συνέτρεχε ανάλογη δυνατότητα τότε θα ίσχυε η αντίληψη περί εισαγγελέων «ανταλλακτικών».
- Η πρόταση του παρόντος σημειώματος κινείται προς την κατεύθυνση αναβάθμισης του εισαγγελικού θεσμού και δεν συνιστά αμφισβήτηση αυτών, όπως διατείνεται η περί του αντιθέτου κρατούσα νομολογία. Άλλωστε η απονομή των αυτών με τους τακτικούς δικαστές εγγυήσεων και στους εισαγγελείς, (κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους), έχει ως προφανή συνέπεια την αδυναμία εξυπηρέτησης πολλών –ενίοτε αντιφατικών- ρόλων.[32] Τέλος, ας μη διαφεύγει η επισήμανση του αείμνηστου Ι. Μανωλεδάκη[33] ότι «οι θεσμοί δεν είναι αυτονόητα σεβαστοί παρά μόνο στο μέτρο που οι φορείς τους πείθουν ότι οι ίδιοι σέβονται το κοινό σημείο της κοινωνικής αναφοράς και της συναίνεσης».[34] Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της αμεροληψίας έχει σαφέστατα «αντικειμενικοποιημένο» χαρακτήρα, μακράν και πέραν υποκειμενικών προσεγγίσεων και κατά συνέπεια η συνδρομή της ή μη γίνεται αντιληπτή διϋποκειμενικώς. Συνεπώς, (de lege ferenda), η άμεση, ρητή, πανηγυρική νομοθετική καταγραφή του αυτονόητου είναι επιβεβλημένη.
- Όπως διαλαμβάνεται σε προρρηθείσα απόφαση του ΑΠ[35] η αιτιολογία εξαίρεσης δικαστού, (λόγω του ότι ο σύζυγος της είχε εμπλακεί ως δικαστής σε άλλο στάδιο της αυτής υπόθεσης), έλαβε χώρα ενόψει «ενδεχόμενης αμφισβήτησης της αμερόληπτης κρίσης του δικαστηρίου». Αν, λοιπόν, το ζεύγος δικαστών νοείται και εκλαμβάνεται, (παρότι απαρτιζόμενο από δυο αυτοτελείς προσωπικότητες), ως «σάρκα μια», και τίθεται ζήτημα «ενδεχόμενης αμφισβήτησης», η μια και αυτή προσωπικότητα του εισαγγελέως, εμπλεκόμενη σε περισσότερα στάδια της αυτής υπόθεσης, δεν εγείρει ζήτημα «ενδεχόμενης μεροληψίας»; Αντίλογος ευπρόσδεκτος, αφού προηγουμένως το επιχείρημα περί της μη ανάγκης εξαίρεσης του εισαγγελέως τεθεί σε ένιους συμπολίτες μας, διαβιούντες μακράν της νομικής επιστήμης, στο τελευταίο καφενείο των εσχατιών της επικράτειας. Θα ήταν χρήσιμη η απάντηση αυτών στην αναμονή των οποίων απευθύνεται το Δίκαιο, περί του τι είναι λογικό και τι όχι και αν η διαφάνεια ως αρχή της Δημοκρατίας εξυπηρετείται ή μη.
* Δικηγόρος Δ.Ν.
- Όπως τονίζεται παραστατικά από το χιούμορ του σκιτσογράφου – γελοιογράφου Κ. Μητρόπουλου στην εισαγωγή του βιβλίου του «Ελλάδα – Ελλαδάρα μας», εκδόσεις Gutenberg, Γ΄ έκδοση, που αποδίδει παραστατικά αυτή την υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας. Σημειώνει ο Κ. Μητρόπουλος «…είτε το θέλουμε είτε όχι υπάρχουν τέσσερις τουλάχιστον Ελλάδες. Αυτή που βρίσκεται στη φαντασία της Αριστεράς. Αυτή που βρίσκεται στη στενοκεφαλιά της Δεξιάς. Αυτή που βρίσκεται στο ανεγκέφαλο Κέντρο και η Πραγματική». Θα προστεθεί, μετά ταύτα, και η «δικαστική»;
- «…Ο Εισαγγελέας, όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός κατά το άρθρο 88 § 5 του Συντάγματος, με τη συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, όπου περιορίζεται απλώς να προτείνει την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου ή την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή την απαλλαγή του από την κατηγορία κλπ., δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης ή του βουλεύματος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει ψήφο του δικαστή», βλ. έτσι, ενδεικτικά η ΑΠ 2203/2006 Ποινική Δικαιοσύνη 2007, σ. 769.
- Βλ. ΑΠ 2/2007 (σε Συμβούλιο) Ποινικά Χρονικά Ν. Ζ/2007 σ. 912.
- Βλ. και Π. Δημόπουλου, εισαγγελέως ΑΠ «Η ανεξαρτησία των εισαγγελέων», Ποινικά Χρονικά ΜΘ/1999, σ. 91, «η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή».
- «Ερμηνεία ΚΠΔ», εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, 2008, σ. 28.
- Βλ. σχετικά «Άσκηση ποινικής δίωξης και ο εισαγγελέας πρωτοδικών», εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, 2003, σ. 234.
- Όπως το καταγράφει –πλήρως συντασσόμενος- ο αείμνηστος, εισαγγελεύς του ΑΠ, Κ. Σταμάτης, Ποινικά Χρονικά Λ/1980, σ. 617.
- Βλ. ενδεικτικά απόφαση ΑΠ 555/2005 Ποινικά Χρονικά ΝΕ/2007, σ. 993.
- Βλ. σχετικά και Ι. Τζεβελεκάκη «Η θεσμική διασφάλιση της αμεροληψίας του Δικαστή», ΝοΒ 1998, σ. 745 επόμ. για την έννοια της αντικειμενικής και δομικής αμεροληψίας.
- Κάθε πρόσωπο μπορεί να μεταβάλλει αιτιολογημένα τις όποιες απόψεις του, (nemo ex consilio obligatur κανείς δεν δεσμεύεται από τη γνώμη, που παρείχε), και στην υπό κρίση περίπτωση ισχύει το αυτό. Δεν συντρέχει δηλ. κάποια τυπική, δεσμευτική νομικά, διάταξη «εγκλωβισμού» της εισαγγελικής κρίσης στα πλαίσια της αρχικής θέσης, ( όπως πχ. εκφράζεται στην αρχή του estoppel, ήτοι nemo contra factum suam venire potest = κανείς δεν μπορεί να έρθει σε αντίθεση με δική του, προηγούμενη, ενέργεια). Συχνότατα, όμως, (=πασίδηλο), στη βάση της υποκειμενικής αξιοπιστίας, τυχόν αλλαγή γνώμης εκτιμάται από το ίδιο το υποκείμενο, (αλλά και από τρίτους), ως απόδειξη λάθους της πρώτης άποψης, γεγονός που παρακωλύει ακόμη και την τυχόν αιτιολογημένα επιβεβλημένη αλλαγή θέσης.
- Εγκύκλιος Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών 3/1999, Υπεράσπιση 1999, σ. 1460.
- Βλ. απόφαση ΑΠ 2203/2006 Ποινική Δικαιοσύνη 2007, σ. 769.
- Παρακάμπτεται το γεγονός, (ως μη επιστημονικό μέγεθος αλλά ως στατιστικό δεδομένο), ότι σε μεγάλο βαθμό τα Συμβούλια αναφέρονται στην οικεία εισαγγελική πρόταση, η οποία, συχνότατα συνιστά την αιτιολογία τους.
- Σημειώνεται ότι αυτός ήταν ο βασικότερος λόγος για τις καταδικαστικές αποφάσεις των Συμβατικών Οργάνων στις περιπτώσεις PIERSACK και DE CUBBER, οι οποίες αφορούν προηγούμενη ανάμιξη του κρίνοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προσώπου στην άσκηση της ποινικής δίωξης ως εισαγγελέως (υπόθεση PIERSACK), ή στην εκτέλεση ανακριτικών καθηκόντων (υπόθεση DE CUBBER). Η ως άνω κατηγορηματική στάση των Συμβατικών Οργάνων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που αποφαίνονται ότι ουδεμία διάταξη εσωτερικού δικαίου, αποκλείει από τη σύνθεση του πλημμελειοδικείου τον πρωτοδίκη που εκτέλεσε καθήκοντα εισαγγελέα στην προδικασία.
- Βλ. ενδεικτικά αποφάσεις «Perote Pellon κατά Ισπανίας» του 2002, και «Gianetti κατά Ιταλίας», του 2004, σε Ι. Μυλωνά «Η Ποινική δίκαιη δίκη στη νομολογία του ΕΔΔΑ», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σ. 19 και 27.
- Βλ. σύμφωνη γνώμη Λ. Μαργαρίτη «Αποκλεισμός και εξαίρεση δικαστικών προσώπων», Υπεράσπιση 1992, σ. 795 επόμ. και ειδικά σ. 807.
- Βλ. σχετικά και Σ. Σταύρου «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και η αμεροληψία των Ελληνικών Δικαστηρίων», Ποινικά Χρονικά ΜΑ/1991, σ. 481 επόμ.
- Το προφανές καταγράφεται στην υπ’ αριθμ. 14/1964 ρηξικέλευθη απόφαση του Τριμ.Πλημ Θεσσαλονίκης, Ποινικά Χρονικά ΙΔ, σ. 240, σύμφωνα με την οποία «το αρμόδιο να κρίνη την αίτησιν δικαστήριον δέον να μεταστή εις την θέσιν του ζητούντος την εξαίρεσιν ούτινος όμως δεν αρκεί η υποκειμενική ενδόμυχος δυσπιστία. Δεν έχει αφετέρου σημασίαν αν κατά την ιδίαν του δικαστηρίου κρίσιν ο ούτινος ζητείται η εξαίρεσις δικαστής είναι πράγματι αμερόληπτος».
- «Λειτουργίες του Δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλα, 1992.
- Βλ. σχετικά Δ. Συμεωνίδη «Συμμετοχή του ίδιου εισαγγελέα στην μετ΄ αναίρεση διαδικασία», Υπεράσπιση 1999, σ. 1471 επόμ.
- Βλ. σχετικά Δ. Συμεωνίδη «Συμμετοχή…», ό.π. σ. 1473.
- Βλ. σχετικά Ι. Συμεωνίδη «Η αντικειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ», Αρμενόπουλος 1996, σ. 834.
- Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το Σχέδιο του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στο άρθρο 15, παραγρ. 2, περίπτωση ε, διαλαμβάνει ρητά την απαγόρευση συμμετοχής του εισαγγελέως στην εκδίκαση υπόθεσης, κατά της οποίας ασκήθηκε ένδικο μέσο και στην έκδοση της οποίας είχε παραστεί. Βλ. σχετικό σημείωμα Α. Ζαχαριάδη στην υπ’ αριθμ. 1383/1997 απόφαση του ΑΠ, Υπεράσπιση 1998, σ. 545 επόμ.
- Υπεράσπιση 1999, σ. 1461.
- Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής αποφάσεις : ΑΠ 835/2007 Πράξη & Λόγος Ποινικού Δικαίου 2007 σ. 267, ΑΠ 2473/2005 Ποινικά Χρονικά ΝΣΤ σ. 632.
- Βλ. σύμφωνη γνώμη Λ. Μαργαρίτη «Αποκλεισμός…», ό.π. σ. 795 επόμ. και ειδικά σ. 799.
- Βλ. σχετικά και Δ. Συμεωνίδη «Συμμετοχή…», ό.π. σ. 1479.
- «είναι σύμφωνο με το περί δικαίου αίσθημα να μην κρίνεται η ορθότητα ή όχι της παραπομπής ή της απόρριψης της εγκλήσεως από τον ίδιο εισαγγελικό λειτουργό», όπως σημειώνει ο Λ. Καράμπελας Υπεράσπιση 1999, σ. 1461.
- Βλ. σχετικά και σύμφωνη γνώμη Δ. Συμεωνίδη «Συμμετοχή…», ό.π. σ. 1481.
- Βλ. σχετικά και Λ. Μαργαρίτη «Αποκλεισμός…», ό.π. σ. 795 επόμ. και ειδικά σ. 797.
- Όπως διατείνεται ο Α. Ζύγουρας, «Το ενιαίον και αδιαίρετον της εισαγγελίας και η δικαία δίκη», Αρμενόπουλος 2001, σ. 287 επόμ. Βλ., επίσης, σχετικά και Ι. Μυλωνά «Η Ποινική…», ό.π. σ. 22, στην απόφαση του ΕΔΔΑ «Κυπριανού κατά Κύπρου» του 2004, σύμφωνα με την οποία τα δικαστήρια δεν είναι απρόσωποι θεσμοί αλλά λειτουργούν μέσω των δικαστών που τα συγκροτούν.
- Μόλις που χρειάζεται να σημειωθεί ότι συναφή ζητήματα τίθενται σε μια σειρά δικονομικών ρυθμίσεων, όπως η δυνατότητα συμμετοχής του εισαγγελέα στην περίπτωση νέας συζήτησης μετά από αποδοχή αίτησης επανάληψης διαδικασίας, η της ανάθεσης στους δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση της εκδίκασης της αίτησης αναστολής του ενδίκου μέσου κλπ.
- «Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων», στο «7 θέσεις για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη», σ. 60.
- Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 42/2014 απόφαση ΑΠ, (ΝΟΜΟΣ), κρίθηκε ότι συντρέχει λόγος εξαίρεσης ενόψει του ότι ο σύζυγος μιας δικαστού εκ των μελών της σύνθεσης είχε συμμετάσχει ως μέλος σύνθεσης άλλου δικαστηρίου του ΑΠ σε προγενέστερη απόφαση της αυτής υπόθεσης. Αν στην προηγούμενη περίπτωση απαιτούνταν, (και ορθά), για τη διασφάλιση της αμεροληψίας η απομάκρυνση της συζύγου δικαστού, η άσκηση αλλεπάλληλων καθηκόντων στην αυτή υπόθεση υπό του αυτού εισαγγελέως είναι, (αναλογικά), λογική και ανεκτή/αποδεκτή;
- Βλ. υπ’ αριθμ. 42/2014 απόφαση ΑΠ, (ΝΟΜΟΣ).