Το Σκιώδες «lobbying» στην Ευρώπη:
Η Αχίλλειος Πτέρνα της Διαφάνειας
ΔΡ. ΜΑΡΙΑ ΚΡΑΜΒΙΑ-ΚΑΠΑΡΔΗ*
ΣΥΝΟΨΗ
Το «lobbying» (άσκηση πίεσης) είτε εγχώριο είναι είτε εξωτερικό, αποτελεί μια καθοριστική πτυχή των δημοκρατικών πολιτευμάτων ανά το παγκόσμιο παρά το ότι παρέχει σημαντικές γνώσεις στους λήπτες αποφάσεων και προσβάσεις στους αρμόδιους φορείς στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Mπορεί επίσης να οδηγήσει σε ανάρμοστη επιρροή και άδικο ανταγωνισμό εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος (καλώς νοούμενου συμφέροντος) αν εφαρμόζεται κατά τρόπο ανήθικο και παράτυπο (χωρίς τη δέουσα νομιμότητα). Λαμβάνοντας υπόψη την πολυδιάστατη κυβερνητική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η ‘αρένα’ διαμόρφωσης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καταστεί ο ιδανικός χώρος για τους «lobbyists» (λομπίστες) (τα άτομα που προωθούν ειδικά/συγκεκριμένα συμφέροντα). Παρ’ όλα αυτά, για να διασφαλιστεί ότι η άσκηση πίεσης είναι νόμιμη και δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε οικονομικά συμφέροντα, το «lobbying» πρέπει να ρυθμίζεται αποτελεσματικά από θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο με κανονισμούς και διατάξεις. Το εν λόγο κεφάλαιο καταδεικνύει ότι το «lobbying» στην Ευρώπη είναι ασαφές, υπάρχει θολό τοπίο και πολλά χρειάζονται να γίνουν για να επικρατήσουν οι αρχές της διαφάνειας κατά την εφαρμογή του. Είναι αποδεδειγμένο το γεγονός ότι το «lobbying» εντός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» της διαφάνειας. Ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και τα κράτη μέλη πάσχουν από μη αναποτελεσματικές νομοθετικές διατάξεις ενώ θα μπορούσαν να ευνοηθούν από ένα πιο ολοκληρωμένο, υποχρεωτικό, αποτελεσματικό και επαρκές νομοθετικό πλαίσιο που αφορά το «lobbying».
Λέξεις-Κλειδιά: Ευρωπαϊκή Ένωση, Νομοθετική Ρύθμιση, Διαφθορά, «Lobbying», Διαφάνεια
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εκπροσώπηση συμφερόντων είναι ζωτικής σημασίας παράμετρος για το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης και μια καθοριστικής συμβολής πτυχή εντός όλων των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων. Οι πολιτικές διασυνδέσεις δημιουργούν προσβάσεις σχετικά με την απόκτηση οικονομικών πόρων, επιβολή χαμηλότερης φορολογίας, κυβερνητικά σχέδια διάσωσης, κυβερνητικές εγγυήσεις, ψηλότερα έσοδα που αφορούν επιχειρηματικές συναλλαγές, περισσότερα κυβερνητικά συμβόλαια, μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, οπότε η σπουδαιότητα αυτών των διασυνδέσεων εκτιμάται σε οικονομικές αγορές (Chen et al.2015). Σύμφωνα άρθρο της «The Guardian» εκτιμάται ότι υπάρχουν γύρω στους 30,000 «lobbyists» στις Βρυξέλλες οι οποίοι επηρεάζουν μέσα από πίεση το 75% των νομοθεσιών[1]. Πολλοί μελετητές/ερευνητές έχουν ήδη ισχυριστεί ότι οι ομάδες συμφερόντων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κυβερνητικού προγράμματος, καθορίζοντας επιλογές, επηρεάζοντας αποφάσεις και κατευθύνοντας την εφαρμογή τους. Κάποια κέντρα εξουσίας ανησυχούν ιδιαίτερα για το «lobbying» από ξένες ομάδες ειδικών συμφερόντων κι έχουν επιβάλει νομικούς περιορισμούς σε αυτές (Aidt and Hwang, 2014). Παρ΄ όλα αυτά, με βάση την έκθεση του 2012 που έχει συνταχθεί από τον οργανισμό «Διεθνής Διαφάνεια», η επιρροή των «lobbyists» (λομπίστων) στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες χαρακτηρίζεται από μυστικότητα κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό τόσο για την πολιτική όσο και οικονομική σταθερότητα ενός κράτους.
Μέχρι τον 21ον αιώνα, ο Kanol (2012) υποστήριξε ότι το «lobbying» ήταν κυρίως μια πρακτική που εφαρμοζόταν στην Αμερική. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, το «lobbying» στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κερδίσει αυξημένο ενδιαφέρον ένεκα των ανησυχιών που έχουν προκληθεί σε σχέση με την άνιση πρόσβαση και παροχή πληροφοριών στους πολιτικούς θεσμούς (Hauser, 2011). Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο του 2014, περίπου 81% των Ευρωπαίων συμφωνούν ότι οι στενοί δεσμοί μεταξύ επιχειρηματικού κόσμου και πολιτικής στην χώρα τους έχουν οδηγήσει σε φαινόμενα διαφθοράς και επιπλέον περισσότεροι από τους μισούς πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος για να επιτύχουν στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες είναι μέσω πολιτικών διασυνδέσεων (European Commission, 2014). Πορίσματα που έχουν εξαχθεί μέσα από την έρευνα του 2013 σχετικά με την Παγκόσμια Διαφθορά του Οργανισμού «Διεθνής Διαφάνεια» καταδεικνύουν ότι σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες περισσότερο από το 50% του πληθυσμού εκτιμά ότι η κυβέρνηση της χώρας τους καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από ομάδες μεγάλων συμφερόντων (Transparency International, 2013). Κατά συνέπεια, επιβάλλεται άμεσα η ανάγκη για μείωση των παραγόντων που οδηγούν στη διαφθορά, ένας από αυτούς είναι και η έλλειψη διαφάνειας στην διαδικασία άσκησης του «lobbying».
Προβληματισμοί στην πρακτική εφαρμογή του «lobbying» καθώς και η ανάγκη για διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το δημόσιο έχουν οδηγήσει στην αυξημένη συζήτηση του «lobbying» από τις διάφορες χώρες ανά το παγκόσμιο τόσο σε πολιτικό πεδίο όσο και στο πεδίο της πολιτικής ζωής. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελείται από μια θεσμική πολύ-επίπεδη κυβερνητική δομή, οι «lobbyists» (λομπίστες) αποκτούν εύκολα πρόσβαση σε νομοθετικές προτάσεις που υποβάλλονται από τα διάφορα θεσμικά όργανα της ΕΕ και ως εκ τούτου είναι σε θέση να έχουν επιρροή σε αυτές. Λόγω του ότι οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαχειρίζονται και ρυθμίζουν πληθώρα συμφερόντων και καθ’ ότι συνεισφέρουν στη βελτίωση της δημόσιας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης η πρόσβαση που έχουν οι ενδιαφερόμενες ομάδες θα πρέπει να ρυθμιστούν αποτελεσματικά έτσι ώστε να διασφαλιστεί η νομιμότητα της επιρροής και να αποτραπεί το ενδεχόμενο κερδοσκοπίας.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα το οποίο δεν θα πρέπει να περάσει σε δεύτερη μοίρα εγείρεται από τον Sorge (2014:171) ο οποίος αναφέρει ότι στρατηγικής σημασίας συναντήσεις μεταξύ προέδρων (βλέπε Weingast and Moran 1983; Weingast 1984; Banks and Weingast 1992; Hammond and Knott, 1996) είναι συνήθως μεροληπτικές ακολουθώντας το ‘αποτέλεσμα’ διαπραγματεύσεων μεταξύ κρατικών φορέων και ομάδων ειδικών συμφερόντων. Για παράδειγμα, τέτοιες συναντήσεις αποβαίνουν στρατηγικής σημασίας για το ρόλο που διαδραματίζουν οι Υπουργοί, ο Επίτροπος Διοικήσεως, ο Γενικός Ελεγκτής, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, τουλάχιστον από μερικούς. Κατά συνέπεια, το «lobbying» μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας «δια μέσου «τεχνικών συμβούλων –και- συναινετικής επίδρασης- ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η στρατηγική προτίμηση έχει ως αποτέλεσμα ο γραφειοκράτης να κάνει την ίδια επιλογή όπως θα συνέβαινε κάτω από μονομερή εξουσία διορισμένου προσώπου» (σελ.173). Κατά τον ίδιο τρόπο, το «lobbying» μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη υποψηφίων οι οποίοι δεν συμφωνούν με τις απόψεις, τις πολιτικές και στόχους του «lobbyist» δηλ. δεν είναι ευνοούμενοι του λομπίστα.
Οι πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τη νομοθετική ρύθμιση του «lobbying» θέτουν σε αμφισβήτηση και προβληματισμό κατά πόσον η νομοθετική ρύθμιση κρίνεται επιβεβλημένη. Οι προβληματισμοί και ανησυχίες που προκύπτουν σχετικά με την εφαρμογή του «lobbying» στην πράξη καθώς και η επιτακτική ανάγκη για διαφάνεια σε σχέση με τη λήψη αποφάσεων που αφορούν το δημόσιο έχουν οδηγήσει τις χώρες ανά το παγκόσμιο στο να αναλύουν ολοένα και περισσότερο το φαινόμενο του «lobbying» εντός πολιτικού πεδίου. Λόγω του ότι το «lobbying» διαμορφώνεται σε μια υψηλού επιπέδου διοικητική πειθαρχία η οποία εφαρμόζεται από δικηγόρους και πρώην πολιτικούς, η πίεση που ασκείται από τους «lobbyists» στα κέντρα λήψεως αποφάσεων θα πρέπει να εποπτεύεται με αποτελεσματικό τρόπο και να ρυθμίζεται ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων, η άσκηση επιρροής και η ανεπίτρεπτη επιρροή.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «LOBBYING»;
Στην πιο ευρεία λεπτομερή του έννοια, το «lobbying» μπορεί να θεωρηθεί ως η τέχνη της άσκησης επιρροής σε πολιτικά πρόσωπα και είναι σε μεγάλο ποσοστό μια πραγματικότητα εντός της διαδικασίας λήψης πολιτικών αποφάσεων (The Organisation for Economic Co-operation and Development, 2013). Κατ΄ ακρίβεια οι Binderkrantz and Rasmussen (2015: 553) επισημαίνουν ότι «η επιρροή που ασκείται από τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Η επιρροή που ασκείται από τους «lobbyists», γνωστό ως «lobbying», είναι σημαντικό στοιχείο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αποτελεί μια πρωταρχική παράμετρος των απανταχού δημοκρατικών πολιτευμάτων. Αποτελεί ένα τρόπο για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη να ακουστούν (Barbero et al.2012) και επιπλέον βοηθά στην ανάπτυξη και βελτίωση της διαμόρφωσης πολιτικής με την παροχή αξιόπιστων δεδομένων και αναγκαίων πληροφοριών έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά πολύπλοκα ζητήματα.
Δεν έχει προκύψει συναίνεση σχετικά με τον ορισμό του «lobbying» καθώς και ακόμη δεν του έχει αποδοθεί ένας παγκόσμιος αποδεκτός ορισμός. Έτσι και αλλιώς, γλωσσικά λεξικά όπως το «Cambridge Online Dictionary» έχουν επιχειρήσει να συλλάβουν την ουσιαστική έννοια του «lobbying» προσδιορίζοντας το ρήμα «to lobby» ως «την προσπάθεια να πεισθεί ένας πολιτικός, μια κυβέρνηση ή επίσημος φορέας, ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα πρέπει ή δεν πρέπει να συμβεί ή ένας νόμος πρέπει να τροποποιηθεί». Σε μια ευρύτερη έννοια κατά κύριο λόγο το «lobbying» αναφέρεται στην διαδικασία επηρεασμού οποιασδήποτε απόφασης από οιανδήποτε δημόσια αρχή. Με βάση αυτό το δεδομένο σε μια πρόσφατη έκθεση του οργανισμού «Transparency International» το ‘lobbying’ θεωρείται ως μια άμεση ή έμμεση επικοινωνία με δημόσιο αξιωματούχο, με φορείς χάραξης πολιτικής ή με πρόθεση επηρεασμού αντιπροσώπων της λήψης απόφασης που αφορά το δημόσιο από/ή εκ μέρους μιας οργανωμένης ομάδας (Mulcahy, 2015).
Παρά το ότι το «lobbying» μπορεί να παρέχει πολύτιμες γνώσεις στους φορείς χάραξης πολιτικής και πρόσβαση στα ενδιαφερόμενα μέρη/στους κρατικούς φορείς κατά την διαδικασία της λήψης αποφάσεων, μπορεί επίσης να οδηγήσει στην αντιδεοντολογική επιρροή, σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (Kanol, 2015) και σε άνισο ανταγωνισμό σε βάρος του ευρύτερου συμφέροντος (European Commission, 2014). Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιρροή του ενδιαφερόμενου μέρους μέσα από την διαδικασία του «lobbying» οδηγεί πολλές φορές σε πολιτική διαφθορά και σε άνιση αντιπροσώπευση, ο εν λόγω όρος έχει συσχετισθεί/συνδεθεί συχνά με αρνητική έννοια/σημασία (Chari et al., 2007). Αυτό μπορεί να εξαχθεί ως συμπέρασμα σε μερικούς ορισμούς του «lobbying» στους οποίους υπογραμμίζεται το στοιχείο του ιδιωτικού οφέλους. Αυτό τεκμηριώνεται από τον Hillmann και άλλους που έχουν προσδιορίσει την έννοια του «lobbying» ως τις «απόπειρες διαμόρφωσης κυβερνητικής πολιτικής με μεθόδους ευνοϊκές στην εταιρεία/στον επιχειρηματικό οίκο» (Hillman et al. 2004:838).
Η διαφορά στους ορισμούς συνάγεται ότι το «lobbying» μπορεί να είναι είτε θετικό είτε αρνητικό φαινόμενο, βάσει του τρόπου με τον οποίο υλοποιείται στην πράξη. Αν το «lobbying» εφαρμόζεται κατά τρόπο δεοντολογικό, με ακεραιότητα και διαφάνεια, τότε γίνεται ένα νόμιμο «μέσο» για τους εμπλεκόμενους φορείς στις αποφάσεις που ενδεχομένως να τους επηρεάζουν και επομένως έχει την προοπτική να εξυπηρετεί το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, αν το «lobbying» εφαρμόζεται χωρίς διαφάνεια και νομοθετική ρύθμιση και αν έχει ως στόχο την προώθηση των συμφερόντων των οικονομικά ισχυρών και ευκατάστατων ενδιαφερόμενων ομάδων αυτό θα αποβαίνει επιζήμιο για το νοούμενο καλό συμφέρον του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού, «Transparency International», του έτους 2012, στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, η επιρροή των «lobbyists» γίνεται με μυστικότητα και εχεμύθεια γεγονός το οποίο προκαλεί ιδιαίτερες ανησυχίες (Barbero et al. 2012). Ως αποτέλεσμα, η δυσανάλογη και παρασκηνιακή επιρροή της ενδιαφερόμενης ομάδας οδηγεί σε διοικητική διαφθορά (Transparency International, 2012b and 2012c), κάτι το οποίο προσδίδει στον ορισμό του «lobbying» αρνητική έννοια και σημασία ανάμεσα στο κοινωνικό σύνολο.
Περαιτέρω, οι διαφορές στην κουλτούρα των λαών έχουν ως αποτέλεσμα/συνέπεια να επιφέρουν διαφορετικές ακολουθητέες πολιτικές δράσης σε δραστηριότητες εταιρικής πολιτικής δράσης σε διαφορετικές χώρες. (Barron, 2011). Ο Yadav (2011) και Kanol (2015) ισχυρίζονται ότι στις χώρες όπου οι ισχυρές κομματικές ομάδες επικυριαρχούν στη διαδικασία χάραξης πολιτικής, οι ομάδες συμφερόντων ασκούν πίεση πάνω σε αυτά τα πολιτικά κόμματα αντί να το πράττουν αυτό οι νομοθέτες. Σε περίπτωση που τα πολιτικά κόμματα είναι ισχυρά και δυνατά, οι οικονομικές εισφορές προς αυτά μπορεί να είναι πέραν των προσπαθειών του «lobbying» καθότι τα διάφορα πολιτικά κόμματα ενδιαφέρονται περισσότερο από τους νομοθέτες στην άντληση κονδυλίων/οικονομικών πόρων/στη συγκέντρωση χρημάτων.
Λόγω του ότι πολύ συχνά οι «lobbyists» αντιμετωπίζονται αρνητικά από τους πολίτες και καθότι δυσφημούνται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Andrews 2013), οι πολίτες πολλές φορές αδυνατούν να αναγνωρίσουν θεμιτές δραστηριότητες που αφορούν την προώθηση ειδικών συμφερόντων. Ως εκ τούτου, οι «lobbyists» πολύ συχνά θεωρούνται ως συμμετέχοντες σε αντιδεοντολογικές δοσοληψίες, που καταλήγουν μεμονωμένα σε φαινόμενο δόλιων πρακτικών και σάπιων μήλων (“rotten apples”). Κατά συνέπεια, για να ξεπεραστούν τα οποιαδήποτε στερεότυπα αναφορικά με την διαδικασία άσκησης του «lobbying» και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής ‘αρένας’ της δημοκρατικής διαδικασίας, επιβάλλεται άμεσα η θέσπιση νομοθετικής ρύθμισης της εν λόγω διαδικασίας άσκησης του «lobbying».
Διάφοροι ερευνητές (Savrin, 1988, Powell, 1996, Aidt and Hwang, 2014) έχουν υποστηρίξει ότι το εξωτερικό «lobbying» θέτει σε κίνδυνο τους στόχους της δημοκρατίας και υποβαθμίζει τη νομιμότητα της κυβέρνησης καθ’ ότι ένα ξένο συμφέρον δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην και συμφέρον ενός κράτους. Διεθνείς ενδιαφερόμενες ομάδες συμφερόντων ενδεχομένως να αποσκοπούν στην άντληση πόρων ή στην άσκηση πίεσης έναντι μιας κυβέρνησης για να αποδεχθεί μια συγκεκριμένη απόφαση η οποία μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην οικονομική και πολιτική σταθερότητα μιας χώρας, ειδικότερα στην περίπτωση όπου αυτή η χώρα είναι μικρή και υστερεί σε πολιτική δύναμη έναντι ισχυρών και οικονομικά δυνατών χωρών. Οι Aidt and Hwang, 2014 υποστηρίζουν ότι τα διάφορα κράτη δε θα πρέπει να νομιμοποιήσουν το διεθνές «lobbying» επειδή υποβαθμίζει τη δημοκρατική νομιμότητα και βελτιώνει την παγκόσμια κοινωνική ευημερία. Στο παρόν στάδιο η άποψη αυτή των Aidt and Hwang θεωρείται επιπόλαια προσέγγιση.
Ορισμένα κράτη, για παράδειγμα η Ελλάδα ή η Κύπρος, δεν έχουν αρκετούς υποστηρικτές στην περιοχή, είναι οικονομικά εξασθενημένες αλλά έχουν πλούτο φυσικών πόρων. Λόγω της γεω-στρατηγικής τους θέσης στην Ευρώπη, πιθανόν οι ξένοι οργανισμοί να μην ενδιαφέρονται για την προστασία των συμφερόντων των Ελλήνων ή των Κυπρίων αλλά για την προστασία των δικών τους συμφερόντων.
Η ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
Πολύ λίγα γνωρίζουμε σχετικά με το καθεστώς της πρακτικής εφαρμογής του «lobbying» στην Ελλάδα εκτός από το Ελληνικό «lobby» στις Η.Π.Α. Όσο αφορά την Κύπρο, οι Krambia-Kapardis and Neophytidou (2014) ισχυρίζονται ότι πολλά πρέπει να γίνουν στην χώρα αυτή σχετικά με (α) τη νομοθετική ρύθμιση του «lobbying», (β) των φορέων πάνω στους οποίους ασκείται πίεση για την προώθηση συγκεκριμένων συμφερόντων και (γ) των εμπλεκόμενων οργανισμών οι οποίοι θα ασκήσουν «lobbying». Υπάρχει μια ασάφεια ως προς την πρακτική εφαρμογή του «lobbying», με την απουσία θεσμικού πλαισίου και νομοθετικής ρύθμισης των «lobbyists» ή των Φορέων στους οποίους ασκείται πίεση. Οι ίδιοι συγγραφείς ισχυρίζονται επίσης ότι οι Κύπριοι θεωρούν το φαινόμενο του «lobbying» ως κάτι το αρνητικό κι επιπλέον το αντιμετωπίζουν με αρκετή καχυποψία και δυσπιστία, καθώς ο όρος συνδέεται με την ευνοιοκρατία (ρουσφετολογία) τον νεποτισμό, τη διαφθορά, την εκμετάλλευση και τη δωροδοκία.
Οι Dür and Mateo (2012) έχουν δείξει ότι ενδιαφερόμενες ομάδες συνήθως εμπλέκονται στη διαδικασία του «lobbying» και επιπλέον αποκτούν προσβάσεις σε Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενώ από την άλλη οι Οργανισμοί με οικονομικά συμφέροντα συνηθίζουν να προσεγγίζουν είτε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Mulcahy (2015:5) καταγράφει τα πορίσματα που έχουν εξαχθεί μέσα από μια μελέτη που αφορά το φαινόμενο του «lobbying» σε 19 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποστηρίζει ότι «η έκταση του ‘lobbying’ στην Ευρώπη είναι πολυδιάστατη, δυσνόητη και γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη». Η ίδια έκθεση καταδεικνύει ότι το νομοθετικό πλαίσιο στη Σλοβενία διασφαλίζει ικανοποιητικά την ανάρμοστη άσκηση επιρροής και προάγει τους κανόνες του δεοντολογικού «lobbying» στα Ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα ενώ αντιθέτως το νομοθετικό πλαίσιο σε Λιθουανία και Ηνωμένο Βασίλειο κρίνεται ως αναποτελεσματικό. Τα υπόλοιπα κράτη της συγκεκριμένης λίστας τα οποία έχουν αξιολογηθεί παρουσίασαν πολύ χαμηλά αποτελέσματα και κατ’ ακρίβεια η Κύπρος, καταλαμβάνει την τελευταία θέση[2]. Μόνο 6 από τις 19 χώρες έχουν θεσπίσει αποτελεσματική νομοθεσία αναφορικά με τη διαδικασία του «lobbying». (Αυστρία, Γαλλία, Λιθουανία, Πολωνία, Σλοβενία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία). Τα κύρια ευρήματα της σχετικής μελέτης είναι τα ακόλουθα:
- Ποιότητα της νομοθετικής ρύθμισης/των νομοθετικών διατάξεων που αφορούν το «lobbying» σε 19 χώρες -31%
- Διαφάνεια – 26%
- Ακεραιότητα – 34%
- Ισότιμη/Ισομερής Πρόσβαση – 33%
- Καμία χώρα δεν ελέγχει επαρκώς το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα
- Πάνω από 50 περιπτώσεις ανάρμοστης επιρροής έχουν καταγραφεί με λεπτομέρεια
- Η μέση ποιότητα της νομοθετικής ρύθμισης που αφορά το «lobbying» στα τρία θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 36%
α) Ευρωπαϊκή Επιτροπή – 53%
β) Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – 37%
γ) Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – 19%
- 58% των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστεύουν ότι η κυβέρνηση των χωρών τους ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό ή αποκλειστικά από ολιγάριθμα μεγάλα συμφέροντα (Transparency International Global Corruption Barometer, 2013).
ΩΦΕΛΗΜΑΤΑ OTAN YΠΑΡΧΕΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΣΤΟ «LOBBYING»
Το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» αναφέρεται στην άποψη ότι οι κανόνες πρέπει να τηρούνται/ακολουθούνται από τις Ομάδες Συμφερόντων οι οποίες επιχειρούν/προσπαθούν/επιδιώκουν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων του δημοσίου (Kanol 2012). Οι Chari et al. (2010:2) επισημαίνoυν ότι «η κύρια λογική εξήγηση σχετικά με την επιβολή νομοθετικών διατάξεων είναι ότι ο κόσμος πρέπει να έχει κάποια αντίληψη για τους μηχανισμούς που οδηγούν τους «lobbyists» στην αρένα όπου διαμορφώνεται πολιτική έτσι ώστε να κατανοούν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο αυτοί επηρεάζουν τη χάραξη πολιτικής». Τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από την έρευνα του Chari και άλλοι καταδεικνύουν ότι παρόλο που υπάρχουν νομοθετικές ασάφειες ακόμη και στις πιο άρτιες και ολοκληρωμένες νομοθεσίες που αφορούν το «lobbying», η νομοθετική ρύθμιση του συμβάλλει στην αυξανόμενη τάση διαφάνειας και αξιοπιστίας (Chari and O’Donovan, 2011). Η αποκάλυψη των πληροφοριών σχετικά με τα ακόλουθα: α) ποιος εμπλέκεται στη διαδικασία του «lobbying», β) το αίτημα που πρέπει να τύχει προώθησης, γ) τα έξοδα που απαιτούνται για τις δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying», και δ) η επιβολή κυρώσεων για αντιδεοντολογική συμπεριφορά, μπορεί όντως να οδηγήσει σε αύξηση της διαφάνειας και αξιοπιστίας.
Μολονότι το «lobbying» έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερα κακή φήμη και εκλαμβάνεται ως ένας μηχανισμός από το οποίο προωθούνται διαρκώς συγκεκριμένα συμφέροντα εις βάρος της δημόσιας εμπιστοσύνης (Kaufman et al., 2000) λόγω σκανδάλων και ανησυχιών σχετικά με την ακεραιότητα αυτών που λαμβάνουν αποφάσεις, εντούτοις το «lobbying» που αφορά την διαμόρφωση πολιτικής δεν αποτελεί διεφθαρμένη ή παράνομη δραστηριότητα αλλά αντιθέτως αποτελεί μια ζωτική παράμετρο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. (Transparency International, 2012b). Όταν το «lobbying» εφαρμόζεται με διαφάνεια ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες της υπέρμετρης επιρροής που μπορεί να ασκήσει μια ομάδα συμφερόντων σχετικά με τη διαμόρφωση πολιτικής και κατ επέκταση αποκλείεται το ενδεχόμενο της άνισης επιρροής και της κρατικής ‘αιχμαλωσίας’(state capture). Επιπρόσθετα, το «lobbying» έχει τη δυνατότητα να προσφέρει αρκετά ωφελήματα στο κοινωνικό σύνολο και στη νομοθετική διαδικασία. Τα πιθανά ωφελήματα των δραστηριοτήτων που αφορούν το «lobbying» προσφέρουν διάφορα πλεονεκτήματα στο πολιτικό σύστημα (Chari, et al.2007), όπως η παροχή πληροφοριών, η διαρκώς αυξανόμενη νομιμότητα, η αξιοπιστία και η διαφάνεια.
Βελτιώνοντας Την Εμπιστοσύνη Των Πολιτών Προς Την Κυβέρνηση
Προηγούμενη έρευνα που έχει γίνει από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD) καταδεικνύει ότι οι πολίτες ανησυχούν για το ότι οι κυβερνήσεις τους δεν έχουν τις ικανότητες να λάβουν τις σωστές αποφάσεις λόγω του ότι οι επιχειρήσεις ασκούν πολλή επιρροή σε ζητήματα δημόσιας πολιτικής (OECD, 2012a και 2012b). Όταν η πρόσβαση της ομάδας συμφερόντων περιορίζεται στο ελάχιστο, τότε οι αποφάσεις που αφορούν τη δημόσια πολιτική πιθανόν να είναι μεροληπτικές. Ως εκ τούτου, αν οι διαπραγματεύσεις αναφορικά με οποιεσδήποτε πτυχές της διαμόρφωσης πολιτικής συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα παρασκηνιακώς, δεν διακινδυνεύουν μόνο τα συμφέροντα της κοινωνίας (Chari et al,2007) αλλά και η καχυποψία που επικρατεί σχετικά με την δημοκρατική νομιμότητα, ποτέ δε θα εκλείψει. Ο Griffith επίσης σημειώνει ότι «παρά το γεγονός ότι το lobbying είναι αναμφίβολα μια νόμιμη δραστηριότητα, επικρατεί η αντίληψη πως οι «lobbyists» κάποιες φορές ασκούν υπέρμετρη επιρροή και ότι χωρίς τη θέσπιση και επιβολή κατάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων, οι δραστηριότητές τους δύνανται να βλάψουν τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων» (Griffith, 2008:1). Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη ότι το «lobbying» έχει συσχετισθεί με τη φθίνουσα δημόσια εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση (OECD, 2013) καθώς και με σενάρια διαφθοράς, η βελτίωση της διαφάνειας στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κρίνεται αναγκαία/είναι πρωτεύουσας σημασίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε έκθεσή του 2013 τόνισε ότι το «lobbying» μπορεί να ενισχύσει το δημοκρατικό σύστημα διά μέσου της εξισορρόπησης συμφερόντων και της εκπροσώπησης μειονοτήτων. Σύμφωνα με τον Saurugger, η απουσία της πρόσβασης σε νομοθετικές ρυθμίσεις επιδεινώνει την ανισότητα της δύναμης και επιρροής μεταξύ των oμάδων συμφερόντων. Ο Saurugger ισχυρίστηκε ότι, «στην απουσία νομοθετικής ρύθμισης σχετικά με το πώς λειτουργούν οι ομάδες συμφερόντων, το ρεπερτόριο των ενεργειών και οι στρατηγικές που ακολουθούνται για αποτελεσματική εκπροσώπηση συμφερόντων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο παραμένουν κύρια στοιχεία για άσκηση επιρροής. Αυτή η απουσία νομοθετικής ρύθμισης φαίνεται να ενισχύει μια κατάσταση στην οποία οι πιο ισχυρές οικονομικές ομάδες συμφερόντων τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης σε αντίθεση με μικρότερες ομάδες συμφερόντων, των οποίων τα συμφέροντα δεν τυγχάνουν ιδιαίτερης και ανάλογης προσοχής» (Saurugger, 2008:1283).
Δίνοντας Φωνή Σε Ένα Μεγάλο Αριθμό Ενδιαφερόμενων Φορέων
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε σε έκθεση του 2013 ότι το «lobbying» μπορεί να ενισχύσει το δημοκρατικό σύστημα μέσα από την εξισορρόπηση συμφερόντων και την εκπροσώπηση μειονοτήτων. Οι «lobbyists» δεν συνηγορούν μόνο υπέρ των μεγάλων ομάδων συμφερόντων αλλά παράλληλα εξυπηρετούν συμφέροντα μειοψηφιών και ως εκ τούτου προωθούν τα συμφέροντα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών. Παίρνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι οι «lobbyists» είναι ειδήμονες στο να πείθουν κι ότι έχουν τη γνώση, τα μέσα και την ικανότητα να επηρεάζουν τους φορείς χάραξης πολιτικής, έχουν την πρόσβαση έτσι ώστε να μπορούν να επηρεάζουν τους νομοθέτες με μεθόδους με τις οποίες ένα άτομο ή μειονότητες διαφορετικά δεν θα μπορούσαν. Ως αποτέλεσμα, οι ενδιαφερόμενοι φορείς που γενικά δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να συμμετέχουν στη διαμόρφωση πολιτικής, είναι σε θέση να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής. Δια μέσου της υποστήριξης και της επικοινωνίας με τους πολίτες, οι «lobbyists» κινητοποιούν την ευρύτερη κοινωνία σε μια προσπάθεια να επηρεάσουν τη δημόσια πολιτική με την εμπλοκή περισσότερων ανθρώπων στην διαδικασία που ακολουθούν οι πολίτες. Κατά συνέπεια, ενισχύεται η συμμετοχή των πολιτών και παράλληλα αυξάνεται η εμπιστοσύνη προς την πολιτεία, κυβέρνηση και πολιτικούς θεσμούς.
Το «Lobbying» Προσφέρει Εξειδικευμένη Πραγματογνωμοσύνη
Παρά το ότι οι νομοθέτες και οι λήπτες αποφάσεων έχουν συχνά βοηθητικό προσωπικό, έχουν περιορισμένο χρόνο και πηγές έτσι ώστε να διερευνήσουν και να αναλύσουν πληροφορίες για συγκεκριμένα θέματα. Παρά το ότι το «lobbying» συσχετίζεται με σενάρια διαφθοράς, ουσιαστικά βοηθάει τους δημόσιους αξιωματούχους να εκτελούν τα καθήκοντά τους γρηγορότερα και με περισσότερη ευκολία. Αυτό συμβαίνει γιατί οι «lobbyists» παρέχουν στους δημόσιους αξιωματούχους πληροφορίες στις οποίες με άλλο τρόπο δεν θα είχαν πρόσβαση και παράλληλα προσφέρουν την υποστήριξη τους σχετικά με τον προσδιορισμό των πιθανών ωφελημάτων και συνεπειών. Ουσιαστικά οι «lobbyists» διενεργούν την έρευνα εκ μέρους των νομοθετών και επιπλέον εξάγουν πορίσματα σχετικά με τον όγκο των πληροφοριών που αφορούν θέματα δημόσιας πολιτικής, δίδοντας λεπτομερή παραδείγματα για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα νομοθεσιών (OECD, 2012). Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι «lobbyists» χρηματοδοτούνται μέσα από ιδιωτικά κονδύλια, οι νομοθέτες και οι δημόσιοι αξιωματούχοι δεν χρειάζεται να ξοδεύουν χρήματα για να συλλέγουν στοιχεία και να διεξάγουν έρευνα αναφορικά με την κοινή γνώμη αποφεύγοντας έτσι τη δαπάνη χρημάτων από τους φορολογούμενους πολίτες.
ΚΕΝΑ ΣΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Η Mulcahy (2015:5) έχει αναφέρει ότι «το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει και ρυθμίζει τη διαδικασία άσκησης του «lobbying» στην Ευρώπη είναι φοβερά ανεπαρκές, επιτρέποντας την ανάπτυξη της άνισης επιρροής». Συγκρίνοντας με τα διεθνή πρότυπα και τις προκύπτουσες βέλτιστες πρακτικές οι 19 Ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στην μελέτη η οποία σχολιάστηκε από την Mulcahy (2015), έλαβαν το τελικό ποσοστό του 31% σχετικά με την ποιότητα της προώθησης της διαφάνειας, ακεραιότητας και ισοτιμίας στην πρόσβαση κατά τη διαδικασία του «lobbying». Με δεδομένο το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κάποιους ενδιαφερομένους φορείς, για να είναι σε θέση να φέρει εις πέρας την αποστολή της, (Greenwood and Dreger,2013). Η «νομοθετική ρύθμιση» της επιρροής της ομάδας συμφερόντων είναι απαραίτητη έτσι ώστε να τηρούνται οι αρχές της αξιοπιστίας και διαφάνειας κατά την διαδικασία λήψης αποφάσεων. Παρά το ότι στους ‘παίκτες’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την διαμόρφωση και εφαρμογή της πολιτικής συμπεριλαμβάνονται εκτός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ αλλά καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Flannery,2010), αυτό σημαίνει ότι όλοι οι θεσμοί διατηρούν μια ξεχωριστή σχέση με τους «lobbyists», ο μόνος θεσμός που έχει θεσπίσει νομοθεσίες για το «lobbying» είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Andrews,, 2013). Παρά το ότι υπάρχει ένα νέο κύμα αποτελεσματικών ρυθμίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Holman and Lunerburg, 2012: 91), μελετητές (Chari and Donovan, 2011,2011) έχουν εκτιμήσει ότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές και ως εκ τούτου αναποτελεσματικό για ρύθμιση των δραστηριοτήτων που αφορούν το «lobbying» καθώς εξαρτάται από εθελοντικές πρωτοβουλίες.
Στην περίοδο που ακολούθησε τα χρηματοοικονομικά σκάνδαλα για χρηματισμό επί τροπολογιών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθιέρωσαν ένα συλλογικό ‘Μητρώο Διαφάνειας’ το οποίο επιτηρεί τις δραστηριότητες που αφορούν την άσκηση του «lobbying». Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με τον έλεγχο του «lobbying» και της διαφάνειας παρουσιάζει αρκετά κενά. Για παράδειγμα, παρόλο που η Κοινή Συμφωνία Μητρώου Διαφάνειας τονίζει την ανάγκη εγγραφής όλων των ατόμων και οργανισμών οι οποίοι εμπλέκονται σε δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying», η εγγραφή στο ΄Μητρώο Διαφάνειας΄ δεν είναι υποχρεωτική αλλά εθελοντική. Καθ’ ότι η εγγραφή δεν είναι υποχρεωτική, οι οργανισμοί που εμπλέκονται με δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» και δεν θέλουν να το γνωστοποιήσουν απλά δεν εγγράφονται.
Εκθέσεις έχουν φέρει στο προσκήνιο ότι εκτός του μεγάλου αριθμού «lobbyists» που δεν εγγράφονται, ότι ακόμη και οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες εταιρείες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν εγγραφεί ακόμη (Kanol, 2012). Το Euractive, την κορυφαία διαδικτυακή ιστοσελίδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης όσο αφορά θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρει ότι για σκοπούς διακριτικότητας, αυτές οι εταιρείες) εργοδοτούν εμπορικούς Οργανισμούς οι οποίοι θα προβούν σε «lobbying» για χάρη τους (Euractive,2010). Κατά συνέπεια, το Μητρώο Διαφάνειας αποτυγχάνει να δώσει μια αντιπροσωπευτική εκτίμηση και ανάλυση των «lobbyist»που εδρεύουν στις Βρυξέλλες. Μολονότι σχολιάζεται το θέμα του Μητρώου, οι Barbero et al.(2012) αναφερόμενοι στα λεγόμενα της Natasha Cignotti, μέλος του Οργανισμού «Φίλοι της Γης Ευρώπης» σημείωσε ότι το μητρώο παραμένει φτωχό όσον αφορά την ποιότητα των δεδομένων. Στην παρούσα φάση κρίνεται αδύνατο να γνωρίζουμε ποιος προσπαθεί να επηρεάσει ποιόν, πώς, με ποια μέσα και πάνω σε ποια νομοθετικά θέματα με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν στο εν λόγω μητρώο.
Ο Kanol (2012: 522) σχολιάζει το θέμα της υποχρεωτικής εγγραφής εν αντιθέσει με την αυτορρύθμιση. Επιχειρηματολογεί ότι καθ ότι η υπευθυνότητα είναι αναγκαία για την διατήρηση της δημοκρατίας και της πολιτικής ισότητας, ο δημοκρατικός έλεγχος είναι αναγκαίος ειδικά εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος ίσως δέχεται το περισσότερο «lobbying» σε καθημερινή βάση. Ο Saurugger (2008) κι ο Kanol (2012,2015) υποστηρίζουν ότι πρέπει να θεσπιστεί νομοθετικό πλαίσιο το οποίο να ελέγχει τις δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» καθ ότι χωρίς αυτό οι ομάδες οι οποίες χρησιμοποιούν οικονομικά και κοινωνικά μέσα θα τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης έναντι ομάδων μικρών συμφερόντων. Εν αντιθέτως, οι McLaughlin and Greenwood, (1995), επιχειρηματολογούν ότι η αυτορρύθμιση είναι πιο ευέλικτη από τη νομοθεσία και οι ομάδες συμφερόντων μπορούν να εφαρμόσουν τους κώδικες δεοντολογίας τους και επιπλέον να έχουν την εκτίμηση αυτών που διαμορφώνουν πολιτική. Έχοντας ως δεδομένο ότι δεν υπάρχουν αρκετά κίνητρα για εγγραφή στο Υποχρεωτικό Μητρώο το οποίο δημιουργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Kanol (2012) επισήμανε ότι οι 50 μεγαλύτερες εταιρείες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμπλέκονται σε δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» παρασκηνιακά, οι οποίοι θα προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Προβληματισμοί έχουν εκφρασθεί σχετικά με την αποκάλυψη οικονομικών του «lobbyist» και αυτού που λαμβάνει πληροφορίες για να εξυπηρετήσει κάποια συμφέροντα. Ως εκ τούτου, έρευνα που διεξήχθη από την EUobserver το 2010, καταδεικνύει ότι οι πληροφορίες που αποκαλύπτονται στο μητρώο είναι εξαιρετικά ανακριβείς. Έτσι, ο Svendsen (2011) αναφέρει ότι λόγω της εθελοντικής φύσης του μητρώου δεν έχουν γίνει ουσιαστικές προσπάθειες για θέσπιση νομοθεσίας που να ρυθμίζει τις ενέργειες του «lobbying». Με βάση τα όσα έχουν ειπωθεί πιο πάνω, οι Chari, et al. (2010) ισχυρίζονται ότι λόγω της εθελοντικής φύσης του μητρώου των «lobbyists» η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν θεωρείται ως επαρκής νομοθετική ρύθμιση του θέματος.
Γεγονός που αποδεικνύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υστερεί έναντι άλλων τρίτων χωρών όπως ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες στη θέσπιση νομοθεσίας που να ελέγχει τις δραστηριότητες του «lobbying», είναι η διεξαγωγή μελέτης εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης μετά από αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για Νομική Συνεργασία και προσδιορισμό του κατά πόσο είναι εφικτή η ετοιμασία ενός νομοθετικού πλαισίου. Η μελέτη παρουσιάστηκε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για Νομική Συνεργασία κατά την διάρκεια της 89ης Συνόδου της Ολομέλειας στο Στρασβούργο[3]. Η μελέτη υπογράμμισε ότι τα πιο κάτω θέματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ακολούθως:
- Να θεσμοθετηθεί ο ορισμός του «lobbying»,
- Να μπουν σε εφαρμογή μηχανισμοί οι οποίοι θα ενισχύσουν τη διαφάνεια του «lobbying»
- Να θεσπιστούν κανόνες για δημόσιους αξιωματούχους οι οποίοι προωθούν ειδικά συμφέροντα και να εφαρμοστούν κενά χρονικά διαστήματα πριν ένας δημόσιος αξιωματούχος να μπορεί είναι σε θέση να εμπλακεί σε δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» ή πριν ένας «lobbyist» να είναι σε θέση να κατέχει δημόσιο αξίωμα σε δημόσιο φορέα,
- Να υποχρεώνεται η αναφορά οποιεσδήποτε παραβιάσεις σε σχέση με το «lobbying» και να αποκαλύπτονται συγκρουόμενα συμφέροντα,
- Να ρυθμιστεί η δίκαιη και ισότιμη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων ιδιωτικών και σε μεγαλύτερο βαθμό δημόσιων οργανισμών στη λήψη αποφάσεων του δημοσίου καθώς και το δικαίωμά τους να συμμετέχουν στη διαμόρφωση τέτοιων αποφάσεων,
- Να εφαρμοστούν αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις σχετικά με την παράβαση νομοθετικών διατάξεων που αφορούν το διαφανές, δεοντολογικό και ηθικό «lobbying», και
- Ένα θεσπιστεί αποτελεσματικός μηχανισμός εποπτείας της συμμόρφωσης ως προς τις νομοθετικές διατάξεις και την προαγωγή ορθής πρακτικής.
Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει λάβει σχετική απόφαση για θέσπιση Ευρωπαϊκού Κανονισμού καθώς το 2010 συνέστησε όπως «η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης καταρτίσει ένα Ευρωπαϊκό Κώδικα ορθής και δεοντολογικής συμπεριφοράς για τις δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» (Parliamentary Assembly, Recommendation 1908 (2010). Ως εκ τούτου, ένα νομικό μέσο προτείνεται προκαταρκτικά αναγνωρίζοντας ότι: (α) η θέσπιση και εφαρμογή νομοθεσίας που αφορά το «lobbying» μπορεί γενικότερα να ενισχύσει τη νομιμότητα και ακεραιότητά του παρέχοντας ένα διαφανές και δίκαιο νομοθετικό πλαίσιο για όλες τις ομάδες συμφερόντων και φορείς μολονότι, (β) η έλλειψη διαφάνειας στις πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες του που αφορούν το «lobbying» μπορεί να αξιολογηθεί ως μια εκ των κυριότερων αιτιών για την απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα σε πολλά κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Χρήση Μητρώων από τους Αποδέκτες του «Lobbying» κι αυτούς που ασκούν «Lobbying»
Η αποτυχία του εθελοντικού ‘Μητρώου Διαφάνειας’ καταδεικνύει ότι η υποχρεωτική εγγραφή σε μητρώων για το «lobbying» είναι όντως θεμελιώδη ώστε να διασφαλιστεί ότι οι δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» είναι ηθικές, νομότυπες και δεοντολογικά ορθές (Transparency International, 2012). Κατά συνέπεια, σε μια προσπάθεια τους να δημιουργήσουν ένα εκσυγχρονιστικό σύστημα νομοθετικού πλαισίου για το «lobbying» το οποίο να προάγει τη διαφάνεια και αξιοπιστία, τόσο η νομοθεσία των Η.Π.Α. για την αποκάλυψη του «lobbying» όσο και η σχετική νομοθεσία του Καναδά απαιτούν υποχρεωτική εγγραφή σε μητρώα των ομάδων συμφερόντων που είναι διαθέσιμα στο κοινό. Ενώ ταυτόχρονα, το Καναδέζικο σύστημα τονίζει την ανάγκη να γνωρίζουν οι δημόσιοι αξιωματούχοι ποιος προσπαθεί να τους επηρεάσει και υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της θέσπισης απλού νομοθετικού πλαισίου έτσι ώστε να μην παρεμποδίζεται η ελεύθερη πρόσβαση (Greenwood and Dreger, 2013). Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες ως προς την επικύρωση του επαγγέλματος της άσκησης του «lobbying» χωρίς να αποδυναμώνεται το συνταγματικό δικαίωμα της αναφοράς στην Κυβέρνηση, όπως αναφέρεται στην Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος των Η.Π.Α. Παρ’ όλα αυτά, και στα δύο νομοθετικά συστήματα που αφορούν το «lobbying», οι «lobbyists» πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις ταυτότητες και το επάγγελμά τους, να δηλώνουν κατά πόσο κατέχουν οποιονδήποτε δημόσιο αξίωμα και να διευκρινίζουν τα θέματα που πρέπει να τύχουν προώθησης (Transparency International, 2012).
Η Σλοβενία και η Αυστρία συγκαταλέγονται ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες έχουν καταρτίσει ένα υποχρεωτικό μητρώο «lobbyists» (Transparency International, 2012). Επιπλέον, η Σλοβενία απαιτεί από τους δημόσιους αξιωματούχους να αποκαλύπτουν δημοσίως πληροφορίες αναφορικά με όλες τις επαφές σε σχέση με την άσκηση του «lobbying». Παρά το ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθεσία για το «lobbying» στη Γερμανία, το Γερμανικό Μπούντεσταγκ είναι το μοναδικό Κοινοβούλιο χώρας μέλους της ΕΕ το οποίο έχει εισαγάγει επίσημους κανόνες σχετικά με την εγγραφή των «lobbyists» (Chari et al.2007). Εκτός, κι αν οι«lobbyists» είναι εγγεγραμμένοι σε δημόσιο κατάλογο κάτι το οποίο ενισχύει τη διαφάνεια, δεν μπορούν να ακουσθούν από τις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές ούτε μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κοινοβουλευτικά κτίρια. Ένα υποχρεωτικό μητρώο το οποίο είναι διαθέσιμο στους πολίτες και το οποίο επιβάλλει κανόνες αναφορικά με τις απαιτούμενες προδιαγραφές αποκάλυψης για τους «lobbyists», που θα διευκόλυνε τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποκτήσουν γνώση/να πληροφορηθούν για το ποιος επιχειρεί να επηρεάσει ποιόν και με ποιόν τρόπο, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην προαγωγή περισσότερης διαφάνειας εντός των δραστηριοτήτων που αφορούν τη διαδικασία του «lobbying».
Διαχείριση Συγκρουόμενων Συμφερόντων
Η σύγκρουση συμφερόντων είναι αρκετά συχνό φαινόμενο που επικρατεί στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προκαλεί ιδιαίτερες ανησυχίες αναφορικά με το φαινόμενο της ‘περιστρεφόμενης πόρτας’. Η σημασία του σχετικού φαινομένου τονίζεται στην έκθεση που ετοιμάστηκε από τον ΟΟΣΑ (OECD 2009), «η αντιμετώπιση του φαινομένου της ‘περιστρεφόμενης πόρτας’ αποτελεί αναγκαιότητα στη διαδικασία αποκατάστασης της εμπιστοσύνης τόσο ως προς το πολιτικό σύστημα αλλά κι ως προς τις οικονομικές αγορές γενικότερα». (OECD, 2009: 66). Πιθανά συγκρουόμενα συμφέροντα μπορούν να δημιουργηθούν όταν Επιχειρηματικοί Οργανισμοί έχουν πληροφόρηση εκ των έσω στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, οδηγώντας έτσι στην κυριαρχία των βιομηχανιών επί των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη ρύθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων περιγράφεται στους ‘Κανόνες της Διαδικασίας Λειτουργίας’ (Εσωτερικό Κανονισμό) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τους Κανονισμούς για το Προσωπικό των Αξιωματούχων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και επίσης στους όρους εργοδότησης άλλων υπαλλήλων/λειτουργών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Άρθρο 11α)[4]. Παρά ταύτα, τα δύο έγγραφα χαρακτηρίζονται από ασάφεια ως προς την επεξήγηση του όρου ‘συγκρουόμενα συμφέροντα’ και καμία ανεξάρτητη αρχή δεν έχει συσταθεί για τον έλεγχο και εποπτεία πιθανών διαπλοκών μεταξύ των συγκρουόμενων συμφερόντων των Ευρωβουλευτών και των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της διαφάνειας και της αξιοπιστίας στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για το δημόσιο, ενδεχομένως η Ευρωπαϊκή Ένωση να ωφελείτο από μια ενοποιημένη νομοθεσία η οποία να ρυθμίζει το «lobbying» και η οποία θα περιλάμβανε πρόνοιες για το φαινόμενο της ‘περιστρεφόμενης πόρτας’. Για να αποφευχθεί η σύγκρουση συμφερόντων και η ανάρμοστη επιρροή, η Καναδέζικη νομοθεσία για το «lobbying» υποχρεώνει τους δημόσιους αξιωματούχους να συντάσσουν εμπιστευτικές εκθέσεις όπου θα καταγράφονται τα περιουσιακά τους στοιχεία καθώς και τις υποχρεώσεις τους και περαιτέρω επιβάλλει κανονισμούς για την αποδοχή δώρων και τις προσκλήσεις σε διάφορα κοινωνικά δρώμενα. Επιπρόσθετα, δεν επιτρέπεται μέλη της κυβέρνησης να εμπλακούν σε δραστηριότητες που αφορούν το «lobbying» με την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση εντός του χρονικού πλαισίου των 5 ετών που ακολουθεί από τη στιγμή που θα αφυπηρετήσουν. Κατά τον ίδιο τρόπο, η νομοθεσία των Η.Π.Α για αποκάλυψη του «lobbying» περιλαμβάνει πρόνοιες για τον περιορισμό των δώρων προς τους δημόσιους αξιωματούχους και προβλέπει για διετή περίοδο αποχής και υποχρεώνει τους εκλεγμένους αξιωματούχους και υποψηφίους να υποβάλλουν δημοσίως το Πόθεν Έσχες τους. Επιπλέον, η νομοθεσία Recovery Act του 2009 που προέκυψε από το προεδρικό διάταγμα για τις αναλήψεις δεοντολογικής συμπεριφοράς από το Διευθυντικό Προσωπικό της κυβέρνησης Ομπάμα, έχει απαγορεύσει την αποδοχή δώρων από εγγεγραμμένους «lobbyists» κι έχει επίσης επιβάλει περαιτέρω περιορισμούς έτσι ώστε να ελέγξει το φαινόμενο των ‘περιστρεφόμενων πορτών’ όταν αυτοί που διορίζονται από μια συγκεκριμένη κυβέρνηση μετατρέπονται σε «lobbyists» για όσο καιρό είναι πρόεδρος ο Ομπάμα ( Stolberg, 2009).
Η Ανάγκη για την Επιβολή ενός Αποτελεσματικότερου Κώδικα Δεοντολογίας
Τα σκάνδαλα που αφορούν φαινόμενα ‘περιστρεφόμενων πορτών’, σύγκρουσης συμφερόντων και ανάρμοστης άσκησης επιρροής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διαφάνεια στην άσκηση του «lobbying» αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για να διασφαλιστούν τα ωφελήματα της ευρύτερης κοινωνίας ενάντια στην ανάρμοστη άσκηση επιρροής. Το υπεύθυνο «lobbying» προϋποθέτει όπως το «lobbying» γίνεται με δεοντολογικό τρόπο (Tilburg and Römgens, 2013). Ως θέμα αρχής, ένας ‘Κώδικας Δεοντολογίας’ καθορίζει τους κανόνες που θα πρέπει να ακολουθούνται από τους «lobbyists» και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[5], οι «lobbyists» δεν πρέπει να αποκαλύπτουν τον εαυτό τους μόνο σε αυτούς στους οποίους ασκούν επιρροή αλλά ταυτόχρονα να συγκεντρώνουν πληροφορίες κατά τρόπο έντιμο, να παρέχουν πληροφόρηση, να μην πουλούν πληροφορίες τις οποίες έλαβαν από Ευρωπαϊκούς θεσμούς και να μην προκαλούν τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης «να παραβαίνουν τους κανόνες και κριτήρια συμπεριφοράς τα οποία εφαρμόζονται σε αυτούς»[6]. Ωστόσο, ο Κώδικας Δεοντολογίας της ΕΕ φαίνεται να παρουσιάζει αρκετά κενά (Transparency International, 2011) καθώς υπάρχει ασάφεια ως προς την έννοια του «lobbying» και υπολείπεται αποτελεσματικών μηχανισμών εφαρμογής[7]. Για παράδειγμα, ο εν λόγω Κώδικας δεν περιλαμβάνει πρόνοιες για κενά χρονικά διαστήματα έτσι ώστε να αποτρέπει Ευρωβουλευτές από το να εργοδοτούνται ως «lobbyists» μετά τη λήξη της θητείας τους. Επιπρόσθετα, ο εν λόγω Κώδικας δεν καθιστά τους Ευρωβουλευτές υπόχρεους να τηρούν ένα αρχείο συναντήσεων με τους εκπροσώπους των ομάδων συμφερόντων.
Για να διασφαλιστεί ότι, η διαδικασία του «lobbying» εφαρμόζεται κατά τρόπο δεοντολογικό και με τα ανώτερα κριτήρια έτσι ώστε να διατηρείται και να ενισχύεται η εμπιστοσύνη του κοινού και η εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα, αντικειμενικότητα και αμεροληψία της λήψης κυβερνητικών αποφάσεων»[8], η Καναδέζικη Νομοθεσία για το «lobbying» έχει εισαγάγει το θεσμό ενός Επιτρόπου ο οποίος έχει την εξουσία να θέτει σε εφαρμογή τόσο τη νομοθεσία για το «lobbying» όσο και τον Κώδικα Δεοντολογίας των «lobbyists». Ο κώδικας απαιτεί όπως οι «lobbyists» δεν θα προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δημόσιων Αξιωματούχων στο πλαίσιο άσκησης του «lobbying» μέσα από την οποιανδήποτε εισήγησή τους ή λήψη σχετικών δράσεων που συνιστούν ανεπίτρεπτη επιρροή στους εν λόγω Αξιωματούχους (Διεθνής Διαφάνεια 2012b). Σε αντίθεση με το νομοθετικό πλαίσιο των Η.Π.Α, ο Καναδέζικος Κώδικας Δεοντολογίας έχει νομική ισχύ. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση καθιέρωνε ένα παρόμοιο με τον Αμερικανικό και Καναδέζικο Κώδικα Δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους «lobbyists» που θα αντιμετώπιζε κινδύνους που προκύπτουν από τα φαινόμενα των περιστρεφόμενων πορτών , σύγκρουσης συμφερόντων και της ανάρμοστης επιρροής στους λήπτες αποφάσεων τότε πιθανόν η πολιτική διαφθορά να ελαχιστοποιείτο.
Διασφαλίζοντας Συμμόρφωση
Ένεκα της εθελοντικής φύσης της νομοθετικής ρύθμισης του «lobbying» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι θεσμοί της ΕΕ στο παρόν στάδιο διακατέχονται από ανεπάρκεια. Σε μια απόπειρα εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων του «lobbying» στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, κυρώσεις θα πρέπει να επιβληθούν έτσι ώστε να αποκαλύπτονται φαινόμενα που προκύπτουν από ανάρμοστες πρακτικές των «lobbyists». Οι Η.Π.Α. πιθανόν να έχουν θεσπίσει τις πιο αυστηρές ποινές αναφορικά με μη συμμόρφωση προς το Νόμο Αποκάλυψης για «lobbying», καθώς περιλαμβάνει χρηματικές ποινές μέχρι $200,000 και/’η ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια[9]. Αυστηρές κυρώσεις για παράλειψη συμμόρφωσης υπάρχουν επίσης και στον Καναδέζικο Νόμο για το lobbying όπου περιλαμβάνουν χρηματικό πρόστιμο μέχρι του ποσού των 200,000 Καναδέζικων δολλαρίων και/’η φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια[10]. Στην Αυστρία οι κυρώσεις περιλαμβάνουν αναστολή των δραστηριοτήτων που αφορούν το «lobbying» των συμβολαίων και διαγραφή από το Μητρώο των «lobbyists»καθώς και πρόστιμα μέχρι €60,000. Στη Σλοβενία σημαντικές κυρώσεις για παράτυπη άσκηση του «lobbying» σε συγκεκριμένη περίπτωση, απαγόρευση του «lobbying» για συγκεκριμένη χρονική περίοδο (όχι λιγότερης των 3 μηνών και όχι πέραν των 24 μηνών), ή διαγραφή από το σχετικό Μητρώο. Σύμφωνα με το Άρθρο 5 της Λιθουανικής Νομοθεσίας για δραστηριότητες που αφορούν το lobbying, αν οι «lobbyists» παραλείψουν να εγγραφούν στο ‘Μητρώο των Lobbyists’, οι οποιεσδήποτε δραστηριότητες τους θεωρούνται παράνομες.
«ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΕΣ ΠΟΡΤΕΣ»
Παρά το ότι η εμπειρία που επικρατεί στα κέντρα λήψης αποφάσεων προσδίδει στους «lobbyists» πολύτιμες πολιτικές, στρατηγικές και οργανωτικές ικανότητες οι οποίες μπορούν να αναβαθμίσουν τη διαδικασία της άσκησης του «lobbying», τους παρέχει επίσης προνομιακή πρόσβαση σε πρώην εργοδότες την οποία άλλοι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν (LaPira and Thomas, 2014). Η ακαδημαϊκή γνώση επί του φαινομένου της περιστρεφόμενης πόρτας κατά κύριο λόγο επικεντρώνεται σε περιπτώσεις όπου πρώην νομοθέτες, υπουργοί, αξιωματούχοι του κράτους παραιτούνται ή αφυπηρετούν ούτως ώστε να αποκτήσουν επικερδείς εργασίες εκπροσωπώντας τις διάφορες βιομηχανίες για τις οποίες θέσπισαν οι ίδιοι νομοθεσίες ή νομοθετικές διατάξεις. Κάποιος δεν μπορεί να παραβλέψει και την αντίθετη περίπτωση, όπου διευθυντικά στελέχη από τον Ιδιωτικό Τομέα π.χ. ο Ανώτερος Οικονομικός Διευθυντής ή ο Ανώτερος Εκτελεστικός Διευθυντής μιας Τράπεζας διορίζεται Υπουργός Οικονομικών. Τα συγκρουόμενα συμφέροντα όλων αυτών των ατόμων τα οποία μετακινούνται από τον Ιδιωτικό στο Δημόσιο Τομέα και αντίστροφα είναι σημαντικά όχι μόνο λόγω της εξειδίκευσης που κατέχουν αναφορικά με τη διαμόρφωση πολιτικής αλλά και ένεκα των προσωπικών προσβάσεων και ειδικών εμπειριών οι οποίες τους καθιστούν πολύτιμους. Όταν τα οργανωμένα συμφέροντα προωθούνται αποκλειστικά καθότι προσλαμβάνονται άτομα τα οποία κατέχουν τις κατάλληλες διασυνδέσεις κι όχι κατ’ ανάγκην εκείνοι που διαθέτουν τις καλύτερες ιδέες ή τα περισσότερα προσόντα, παραβιάζεται έτσι η αξιοκρατία και η δημοκρατική διαδικασία. Ενώ μελετητές όπως οι Bauer et al (1963) κι Zeigler and Baer (1969) απεικόνισαν επαρκείς πληροφορίες οι οποίες διαμοιράζονται μεταξύ κυβερνητικών γραφειοκρατών και των «lobbyists» με τους οποίους είναι στενοί συνεργάτες, υπήρξε έλλειψη ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας γύρω από το επίμαχο φαινόμενο. Μετά από διενεργηθείσα συνέντευξη ανάμεσα σε 800 «lobbyists» Heinze et al. (1993) εξήγαγαν το συμπέρασμα ότι η πρώην ενασχόληση των «lobbyists» στο δημόσιο τομέα τους προσέδωσε τόσο διαδικαστική γνώση καθώς και εξειδικευμένες γνώσεις γύρω από το ουσιώδες θέμα. Παρομοίως, ο Baumgartner (2009) συμπέρανε ότι έχοντας μεγαλύτερο αριθμό «lobbyists» με ισχυρές διασυνδέσεις μαζί σου μπορεί τούτο να αποδειχθεί καθοριστικό. Ο Lazarus and McKay (2012) συσχετίζουν τις αποκαλύψεις περί «lobbying» με οικονομικά δεδομένα για την εκπαίδευση και καταλήγουν ότι τα Πανεπιστήμια αυξάνουν την άντληση κρατικών κονδυλίων όταν προσλαμβάνουν «lobbyists». Καθ’ ότι οι «lobbyists» (λομπίστες) υπηρετούν παράλληλα μια υπηρεσία πληροφόρησης και μια υπηρεσία πρόσβασης, πρέπει να είναι σε θέση να αντιμάχονται διεξοδικά με το πολιτικό σύστημα και να ενεργούν ως μια άτυπη Αρχή Εξουσίας. Οι LaPira and Thomas (2014:13) έχουν εξεύρει ότι όσο πιο υψηλόβαθμη δημόσια θέση κατέχει κάποιος τόσο περισσότερες προσβάσεις θα έχει κάποιος για να ασχοληθεί με το «lobbying» αλλά παρόλα αυτά πολύ λίγα γνωρίζουμε σχετικά με το ποσοστό επιτυχίας ή την επιρροή που ασκούν οι εν λόγω «lobbyists» στην στρατηγική και νομοθετική διαδικασία καθώς και στην επάρκεια της αποκάλυψης.
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ
Οι Baumgartner et al. (2009) έχουν υποδείξει ότι το «lobbying» στις Η.Π.Α συχνά μειώνει τις αντιπαραθέσεις μεταξύ δύο πλευρών, η μία εκ των οποίων προσπαθεί να προστατεύσει το υφιστάμενο πολιτικό καθεστώς ενώ η άλλη αγωνίζεται για αλλαγή στο πολιτικό σύστημα. Με βάση το κατά πόσον οι ομάδες συμφερόντων στοχεύουν στην προστασία ή αλλαγή του υφιστάμενου πολιτικού καθεστώτος, αυτό μπορεί να έχει επίδραση στην κινητοποίηση, τις στρατηγικές που ακολουθούν οι «lobbyists» και την επιρροή τους πάνω στην ακολουθούμενη πολιτική.
Οι νομοθετικές προτάσεις μπορούν να οδηγήσουν στην κινητοποίηση ενός μικρού αριθμού ομάδων συμφερόντων, οι οποίοι μπορεί να είναι διχασμένοι όσο αφορά το επίμαχο θέμα έτσι ώστε αντισταθμιστικές δυνάμεις να έρχονται σε αντιπαράθεση και να κατευθύνουν τα νομοθετικά σώματα σε διάφορες κατευθύνσεις (Klüver et al., 2015). Ως εκ τούτου, η εξισορρόπηση συμφερόντων πολλές φορές δεν επιτυγχάνεται. Ταυτόχρονα, τα Προεδρεία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών που πρώτα συζητούν τις προτάσεις νόμου στις Επιτροπές τους πριν να προωθηθούν στην Ολομέλεια του κάθε Κοινοβουλίου (Mamadouh and Raunio, 2003), με αυτό τον τρόπο να καθίστανται ελκυστικοί συνομιλητές για τους «lobbyists»(Marshall, 2014). Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο ‘εισηγητής’ και ο ‘σκιώδης εισηγητής’ (Yoshinaka et al. 2010) είναι επιπρόσθετοι στόχοι του «lobbying» καθότι ο εισηγητής είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη της λεπτομερούς έκθεσης σχετικά με τη νομοθετική πρόταση και έχει σημαντικές αρμοδιότητες για την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης και πλεονέκτημα πληροφοριών έναντι των υπόλοιπων ευρωβουλευτών. Οι «σκιώδεις εισηγητές» διορίζονται από αντίθετες πολιτικές ομάδες για να είναι σε θέση να δίδουν αναφορά σχετικά με την εξέλιξη και πρόοδο της νομοθετικής διαδικασίας και ταυτόχρονα οδηγίες για τη ψήφιση διάφορων προτάσεων νόμου.
Ως εκ τούτου, έχοντας ένα νομοθετικό αποτύπωμα που αφορά την θεσπισμένη νομοθεσία τροφοδοτεί τους πολίτες και ενδιαφερόμενα μέρη με ενημερωτικό υλικό ως προς το ποιά συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων προέβηκε σε «lobbying» και επιπλέον ποια είχε πρόσβαση στην σύνταξη μιας συγκεκριμένης νομοθεσίας.
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Η Mulcahy (2015:8) προβαίνει σε αριθμό συστάσεων στην δημοσιευμένη έκθεση σχετικά με την έκταση του «lobbying» στην Ευρώπη. Συστήνει όπως:
Σε μια προσπάθεια να διασφαλιστούν οι πληροφορίες σε σχέση με τις δραστηριότητες του «lobbying» δημοσιεύονται και έχουν εύκολη πρόσβαση σε αυτές οι πολίτες:
- Η νομοθετική ρύθμιση του «lobbying» ενδείκνυται να βασίζεται σε μια δέσμη ευρύτερων ορισμών οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν όλους που εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία (π.χ. σύμβουλοι «lobbyists», ‘εσωτερικοί’ «lobbyists», δημόσιες εταιρείες, μη-κυβερνητικοί οργανισμοί, βιομηχανικοί/επαγγελματικοί οργανισμοί, συντεχνίες, συμβουλευτικοί οργανισμοί, πηγές δεξαμενών σκέψης, νομικές εταιρείες, θρησκευτικοί οργανισμοί, ακαδημαϊκά ιδρύματα και κάτοχοι συγχωνευθεισών εταιρειών) και όλοι οι κομβικοί ‘παίκτες’ στη διαδικασία του «lobbying».
- Η καθιέρωση και η περαιτέρω αναβάθμιση των ήδη υφιστάμενων μητρώων των «lobbyists» δια μέσου της υποχρεωτικής καθιέρωσης τους, απαιτώντας χρονική προθεσμία και πλαίσιο για την εγγραφή τους, λεπτομερή καταχώρηση των μερών που εκπροσωπούνται από τους «lobbyists», ποιους τροφοδοτούν και τις πηγές πληροφοριών τους, με ποιόν σκοπό και ποιες ενισχυτικές πηγές χρησιμοποιούνται[11].
- Η διασφάλιση ενός νομοθετικού αποτυπώματος προσδίδει πλήρη διαφάνεια στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτό εξυπακούει τον εντοπισμό και τη δημοσίευση εξωτερικών πληροφοριών και επαφών μεταξύ των «lobbyists» και δημόσιων αξιωματούχων οι οποίοι συνέβαλαν στην ετοιμασία μιας νομοθεσίας.
- Απαιτείται όπως δημόσιοι αξιωματούχοι και οι αντιπρόσωποι τους δημοσιεύουν πληροφορίες των συναντήσεων και επαφών τους με «lobbyists» περιλαμβανομένων ημερολογίων, ημερήσιων διατάξεων και αποδεικτικών εγγράφων που τους προμηθεύουν οι «lobbyists».
- Όλοι αυτοί που επιδιώκουν να επηρεάσουν τη δημόσια πολιτική (συμπεριλαμβανομένων επαγγελματιών «lobbyists», επιχειρήσεις και Οργανισμούς Ιδιωτικού Δικαίου) ενδείκνυται όπως διασφαλίσουν την έμπρακτη δεοντολογική τους συμπεριφορά σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχουν και για το «lobbying» που ασκούν περιλαμβανομένης της δημοσιοποίησης των κάτωθι:
- Δαπάνες και άτομα τα οποία ενεργούν ως «lobbyists» εκ μέρους οργανισμών,
- πολιτικές συνεισφορές και πολιτική εμπλοκή, και
- εκθέσεις, γνωματεύσεις και ενισχυτικά έγγραφα ως υποστηρικτικά μέσα της διαδικασίας του «lobbying».
Σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ηθικός προστατευτικός φραγμός μεταξύ των «lobbyists» και του δημόσιου τομέα η (Mulcahy, 2015) προτείνει:
- Ελάχιστη χρονική περίοδος (Cooling off period) αποχής πριν να μπορεί ένας πρώην δημόσιος ή εκλεγμένος αξιωματούχος για να καθιερωθεί ως «lobbyists». Αυτή η πρακτική θα μπορούσε να αποτρέψει την σύγκρουση συμφερόντων εφόσον θα απαιτείτε η έγκριση από Αρμόδιο Γραφείο Δεοντολογίας προτού ένας πρώην δημόσιος Αξιωματούχος, πρώην βουλευτής και πρώην μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου να μπορεί να ενεργεί ως «lobbyists».
- Τροποποίηση ή αναθεώρηση υφιστάμενων κωδικών δεοντολογίας που αφορούν δημόσιους αξιωματούχους έτσι ώστε να διασφαλιστεί η διαφάνεια της συμπεριφοράς τους σαν «lobbyists» και με ποιον τρόπο μπορούν να προσεγγίζονται από ομάδες συμφερόντων.
- Θέσπιση νομοθεσίας που αφορά κώδικα δεοντολογίας για τους «lobbyists» στην οποία να αναφέρονται οι βασικές πρόνοιες της άσκησης δεοντολογικού και διαφανές «lobbying».
- Το επάγγελμα του «lobbyists» ενδείκνυται όπως θεσμοθετηθεί και οι λομπίστες διεκπεραιώνουν τα καθήκοντα τους με ακεραιότητα ταυτόχρονα με την στρατηγική της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (CSR) επιβεβαιώνοντας ότι οι πληροφορίες που αντλούν είναι τεκμηριωμένες, επιβεβαιωμένες και έντιμες κι ότι δεν παραποιούν την αλήθεια σε σχέση με την ιδιότητα ή την φύση των επαφών τους.
Η Mulcahy προτείνει προώθηση πολύπλευρης συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το δημόσιο από άτομα και ομάδες με διάφορες προοπτικές με τα ακόλουθα μέτρα:
- Έγκριση νομικών κριτηρίων που να επιτρέπουν στους πολίτες, σε ομάδες συμφερόντων και σε επιχειρηματικούς οίκους να έχουν ισότιμη και δίκαιη πληροφόρηση σχετικά με διάφορα νομοσχέδια που εκκρεμούν.
- Εισαγωγή και θέσπιση νομικών κριτηρίων για δημόσιους φορείς που τους καθιστά υπόχρεους να δημοσιοποιούν τα πορίσματα των συμβουλευτικών διαδικασιών, περιλαμβανομένων των απόψεων των συμμετεχόντων στην εν λόγω συμβουλευτική διαδικασία.
- Κοινοποίηση όλων των υποβληθείσα αιτήσεων για συμμετοχή σε ομάδες συμβούλων και θέσπιση κριτηρίων επιλογής έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εξισορρόπηση διαφορετικών συμφερόντων.
Αναφορικά με την επιβεβαίωση για την τήρηση σχετικών κανόνων και την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων για αντιδεοντολογική και παράτυπη συμπεριφορά προτείνεται η σύσταση ενός ανεξάρτητου Φορέα ή Αρχής για την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τη διαφάνεια στη διαδικασία άσκησης του «lobbying» και της δεοντολογικής συμπεριφοράς (μετα-απασχόληση, συγκρουόμενα συμφέροντα, δωροδοκία και έξοδα φιλοξενίας κ.α).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Greenwood and Dreger (2013) αναφέρουν ότι σε υψηλό βαθμό οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρτώνται από εξειδικευμένες γνώσεις και την παροχή πολύτιμων πληροφοριών από τους «lobbyists» για να μπορέσουν να πετύχουν τους στόχους τους (σελ.141). Σαν αποτέλεσμα, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί αποτελούν ξεκάθαρα τον κύριο στόχο των ομάδων πίεσης. Παραταύτα, αν και το «lobbying» μπορεί να συμπληρώνει τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων στα δημοκρατικά καθεστώτα ανά το παγκόσμιο, η έλλειψη διαφάνειας στην πρακτική εφαρμογή του «lobbying» μπορεί να οδηγήσει σε ανάρμοστη επιρροή και διαφθορά και να αποτελέσει έτσι την Αχίλλειο πτέρνα της διαφάνειας. Επομένως, για να είναι το «lobbying» ηθικό και διαφανές ενδείκνυται όπως ρυθμιστεί νομοθετικά και εποπτεύεται αποτελεσματικά η εφαρμογή του.
Πραγματικά, αν συγκριθεί η αναβαθμισμένη νομοθετική ρύθμιση του «lobbying» στις Η.Π.Α και Καναδά με τη νομοθετική ρύθμιση του «lobbying» μέσα στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς συμπεραίνεται ότι η Ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι ανεπαρκής και ελλειμματική (Saurugger,2008). Το υφιστάμενο εθελοντικό Μητρώο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παραλείπει να δώσει μια ακριβή διάσταση του «lobbying» εντός των Βρυξελλών κι ως εκ τούτου, οι πολίτες δε γνωρίζουν ποιος προσπαθεί να επηρεάσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, γιατί και με ποιόν τρόπο. Επιπρόσθετα, αν οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί είχαν καθιερώσει ένα αποτελεσματικό σύστημα διαφάνειας για το «lobbying», πιθανόν σκάνδαλα διεφθαρμένων Ευρωβουλευτών για χρηματισμό επί νομοθετικών τροπολογιών να είχαν αποτραπεί.
Σαν αποτέλεσμα, για να διασφαλιστούν η διαφάνεια και η αξιοπιστία στο «lobbying», οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί θα επωφελούντο από ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο. Η διαφάνεια μπορεί να επιτευχθεί με τη θέσπιση ενός ενοποιημένου νομοθετικού πλαισίου το οποίο θα αποτρέπει κατάχρηση στην άσκηση του «lobbying» και να ενισχύει την αυτορύθμισή του. Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ξεκάθαρα θα επωφελούντο από μια επίσημη νομοθεσία που να προνοεί αυστηρές κυρώσεις για μη συμμόρφωση εκ μέρους των «lobbyists». Το φαινόμενο της ‘περιστρεφόμενης πόρτας’ θα έπρεπε επίσης να τονίζεται στις νομοθετικές διατάξεις του «lobbying» μέσα από την ξεκάθαρη ερμηνεία ορισμών όπως τα ‘συγκρουόμενα συμφέροντα’. Η θέσπιση ενός συναφούς Κώδικα Δεοντολογικής Συμπεριφοράς όπως εκείνου του Καναδά, θα βοηθούσε ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος των συγκρουόμενων συμφερόντων. Όπως αναφέρουν οι Holman and Luneburg (2012), «ένας κώδικας δεοντολογίας απαγορεύοντας τα πλέον οφθαλμοφανή στοιχεία ανάρμοστης επιρροής που θα επικεντρώνεται στο ενδεχόμενο διεφθαρμένο τοπίο- μεταξύ των «lobbyists», χρηματισμού και νομοθετών- θα πρέπει να καθοδηγεί τη συμπεριφορά των «lobbyists» και δημόσιων αξιωματούχων ισομερώς» (σελ.101). Όταν το «lobbying» ρυθμιστεί νομοθετικά οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούν να απολαμβάνουν τα ωφελήματα του έντιμου και δεοντολογικού «lobbying» και να επιβεβαιώνουν ότι η επιρροή των ομάδων συμφερόντων είναι νομότυπη και αδέκαστη από οποιαδήποτε επιχειρηματικά συμφέροντα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aidt, T. S. and Hwang UK. “To Ban or Not to Ban: foreign lobbying and Cross-national Externalities.” Canadian Journal of Economics 2014, 47(1):272-297.
Andrews, W. H., “The Importance of Understanding of Lobbying (Public Policy Advocacy) and its Role in the Modern World.” in D. Krsmanovic A guidebook on Lobbying. Belgrade-Konrad Adenauer Stiftung, 2013:9-11.
Banks, J. S and Weingast, B. R. “The Political Control Of Bureaucracies Under Asymmetric Information.” American Journal of Political Science, 1992, 36, 509-534.
Barbero, M., D. T. Cresto, and B. Dardenne. “Behind closed doors: Lobbying and ethics.” 2012, Available at: http://www.pacteurope.eu/pact/wp-content/uploads/2012/06/Behind-Closed-Doors-Lobbying-and-Ethics.pdf
Barron, A. “The impact of National Business Cultures on Large Firm Lobbying in the European Union: Evidence from Large-Scale Survey of Government Affairs Management.” Journal of European Integratio 2011, 33(4):487-505.
Bauer, R. A., Pool Ithiel de Sola and Dexter L. A. American Businesses and Public Policy: The Politics of Foreign Trade, New York: Atherton Press. 1963
Baumgartner, F. R. and B. D. Jones, Agendas and Instability in American Politics. Chicago, IL: University of Chicago Press, 1993.
Baumgartner, F. R., J. M. Berry, Hojnacki M. Kimball D.C. and Leech B.L. Lobbying and Policy Change: Who Wins, Who Loses, and Why. Chicago, IL: University of Chicago Press. 2009
Binderkrantz, AS. and A. Rasmussen. “Comparing The Domestic And The EU Lobbying Context: Perceived Agenda-Setting Influence In The Multi-Level System Of The European Union.” Journal of European Public Policy, 205, 22(4):552-569.
Chari, R. and D. H. O’Donovan. “Lobbying the European Commission: Open or Secret?” Working Paper Series in Economics and Social Sciences 2011/11, Madrid: Instituto Madrileña de Estudios; Avanzados, 2011.
Chari R., G. Murphy and J. Hogan, “Next Door They Have Regulation, But Not Here… Assessing the Opinion of Actors in the Opaque World Of Unregulated Lobbying.” Canadian Political Science Review, 2008, 2 (3):125-151.
Chari R., G. Murphy and J. Hogan, “Regulating Lobbyists: a Comparative Analysis of the USA, Canada, and the European Union.” The Political Quarterly, 2007, 78(3):422-438.
Chari R., G. Murphy and J. Hogan, Regulating Lobbying: A Global Comparison. Manchester: Manchester University Press, 2010.
Chen H, D Parsley and YW Yang. “Corporate Lobbying and Firm Performance.” Journal of Business Finance & Accounting, 2015, 42(3-4): 444–481.
Dür, A and G Matero. “Who lobbies the European Union? National interest groups in a multilevel polity.” Journal of European Public Policy ,19, no.7 (2012):969-987.
EU Observer, “EU Lobbyist Register Blasted as Wildly Inaccurate.” 2010, http://euobserver.com/9/30910/?rk=1
Euractiv, “Top European Companies Lobbying in Secret says NGO.” 2010, http://www.euractiv.com/en/pa/top-european-companies-lobbying-secret-says-ngo-news-468173
European Commission. “Eurobarometer.” February 2014, http://ec.europa. eu/public_opinion/archives/ebs/ebs_397_en.pdf
European Commission. “Report on the Role of Extra-Institutional Actors in the Democratic System (Lobbying)”, 2013, http://www.venice.coe.int/ webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-AD(2013)011-e
European Voice. “Most EU Lobbyists are not Registering.” 2010, http:// www.europeanvoice.com/article/2010/03/most-eu-lobbyists-are-not-registering-/67404.as;
Flannery P. “Lobbying regulation in the EU: A comparison with the USA & Canada.” Social and Political Review, 20 (2010):70-78.
Greenwood J .and J. Dreger. “The Transparency Register: A European vanguard of strong lobby regulation?” Interest Groups & Advocacy 2, no.2, ( 2013):139-162.
Greenwood J. “The Lobby Regulation Element of the European Transparency Initiative: Between Liberal and Deliberative Models of Democracy.” Comparative European Politics, 9, no. 3(2011):317-343.
Griffith, G. “The Regulation of Lobbying”, 2008, https://www.parliament. nsw.gov.au/prod/parlment/publications.nsf/0/429BCB74B4DE6407CA25745D0083B57D/$File/The%20regulation%20of%20lobbying%20No%205-2008%20and%20index.pdf
Hammond, T.H. and Knott, J.H. “Who Controls the Bureaucracy? Presidential Power, Congressional Dominance, Legal Constraints, and Bureaucratic Autonomy in a Model Of Multi-Institutional Policy-Making.” Journal of Law, Economics and Organization, 12 (1996):119-166
Hauser, H. “European Union Lobbying Post-Lisbon: An economic Analysis”, Berkeley Journal of International Law 29, no. 2 (2011): 680-709.
Heinze, J. P., Laumann, E.O, Nelson RI and Salisbury R.H. The Hollow Core: Private Interests in National Policy Making. Cambridge, M.A: Harvard University Press. 1993.
Hillmannn A. J., D. Schuler and G. D. Keim, “Corporate Political Activity: A Review and Research Agenda”, Journal of Management, 2004, 30(6):837-857
Holman C. and W. Lunerburg, “Lobbying and Transparency: A Comparative Analysis Of Regulatory Reform.” Interest Groups and Advocacy 1, no. 1 (2012):75-104.
Kanol D. “Comparative Lobbying research: advances, shortcomings and recommendations.” Journal of Public Affairs 15 (2015): 107-112
Kanol D., “Should the European Commission enact a mandatory lobby register?” Journal of Contemporary European Research 8, no. 4 (2012):129 – 529.
Kaufmann D., J. Hellman and J. Geraint, “Seize the State, Seize the Day: State capture, Corruption, and Influence in Transition.” 2000, Available at: http://www.globalinitiative.net/download/Govdev/global/The% 20 World%20Bank%20-%20Seize%20the%20State,%20seize%20 the%20 day%20-%20September%202000.pdf
Klüver H, C Braun, Beyers J. “Legislative Lobbying in Context: Towards a Conceptual Framework of Interest Group Lobbying In The European Union.” Journal of European Public Policy 22, no. 4(2015):447-461.
Krambia-Kapardis M. and Neophytidou C. Lifting the Lid on Lobbying: Mapping the Lobbying Landscape in Cyprus. 2014, http://www. transparencycyprus.org/lobbying/wp-content/uploads/2015/01/Lifting-the-Lid-on-Lobbying_Cypriot-Report_FINAL_WEB_VERSION_EN.pdf
LaPira T. M and Thomas H.F. Revolving door lobbyists and interest representation. Interest Groups and Advocacy, Macmillan Publishers, 2014.
Lazarus J and McKay A. Consequences of the revolving door: Evaluating the lobbying success of former congressional members and staff. Paper presented at the Midwest Political Science Association Annual Conference. 2012 Chicago, IL
Mamadouth, V. and T Raunio. “The Committee System: Powers, Appointments and Report Allocation”, Journal of Common Market Studies, 2003, 41(2):333-351
Marshall, D. “Explaining Interest Group Interactions with Party Group Members in the European Parliament: Dominat Party Groups and Coalition Formation”. Journal of Common Market Studies 52, no. 6 (2014): 1224–1241
McLaughlin, AM and J Greenwood. “The Management of Interest Representation in the European Union.” Journal of Common Market Studies 33, no. 1(1995):143-156
Mulcahy S. Lobbying in Europe: Hidden Influence, Privileged Access. 2015. http://www.transparency.org/whatwedo/publication/lobbying_in_ europe
Organisation for Economic Co-operation and Development, “Progress Made In Implementing The Recommendations on Principles for Transparency and Integrity In Lobbying”, 2013, http://www.slideshare.net/ OECD-GOV/progress-report-on-implementing-the-oecd-principles-for-transparency-and-integrity-in-lobbying Organisation for Economic Co-operation and Development, “Lobbyists, Governments and Public Trust, Volume 2”, 2012a, Available at: http://www.oecd-ilibrary.org/ governance/lobbyists-governments-and-public-trust-volume-29789264084940- en;jsessionid=3602knke14kp.x-oecd-live-02
Organisation for Economic Co-operation and Development, “Lobbying, influencing decision making with transparency and integrity”, 2012b, Available at: http://www.oecd.org/cleangovbiz/toolkit/50101671.pdf]
Organisation for Economic Co-operation and Development, “Revolving Doors, Accountability and Transparency – Emerging Regulatory Concerns and Policy Solutions in the Financial Crisis”, Report by Expert Group on Conflicts of Interests, 2009, p. 66, available at: http://www. oecd.org/officialdocuments/publicdisplaydocumentpdf/?cote=GOV/PGC/ETH(2009)2&docLanguage=En
Parliamentary Assembly. Lobbying in a Democratic Society, Recommendation 1908 (2010) http://www.assembly.coe.int/nw/xml/XRef/Xref-XML 2HTML-en.asp?fileid=17832&lang=en
Powell, J. K. “Prohibitions on Campaign Contributions from Foreign Sources: Questioning Their Justification in a global Interdependent Economy”. University of Pennsylvania Journal of International Economic Law, 17 (1996):957-993
Saurugger, S. “Interest Groups and Democracy in the European Union.” West European Politics, 31, no. 6(2008):1274-1291.
Savrin, D. S. “Curtailing Foreign Financial Participation in Domestic Elections: A Proposal to Reform the Federal Election Campaign Act”. Virginia Journal of International Law, 783(1988):794-795.
Sorge, M. M. “Lobbying (strategically appointed) Bureaucrats”, Constitutional Political Economy, 26, no. 2 (2014):171-189.
Stolberg S. G., “On First Day, Obama Quickly Sets a New Tone”, The New York Times, 2009, http://www.nytimes.com/2009/01/22/us/politics/22 obama.html?pagewanted=all&_r=0
Svendsen G. T., “Evaluating and Regulating the Impacts of Lobbying in the EU? The Case Study of Green Industries.” Environmental Policy and Governance 21, no. 2 (2011):131-142.
The Guardian, “30,000 Lobbyists and Counting: is Brussels under Corporate Sway?”, 8 May 2014, http://www.theguardian.com/world/2014/may/ 08/lobbyists-european-parliament-brussels-corporate
Tilburg R., and I. Römgens, “Taking Lobbying Public: The transparency of Dutch Banks Lobbying Activities”, 2013, http://somo.nl/publications-en/Publication_4016
Transparency International, “Global corruption Barometer 2013: Report”, 2013, Available at: http://www.transparency.org/gcb2013/report
Transparency International, “Best Practices in Regulation of Lobbying Activities”, 2012a,http://www.transparency.org/files/content/corruptionqas/Best_practices_in_regulating_lobbying_activities.pdf
Transparency International, “Influence of Interest Groups on Policy Making”, 2012b, http://www.transparency.org/whatwedo/ answer/ influence_ of_interest_groups_on_policy_making
Transparency International, “Money, Power and Politics: Corruption risks in Europe”, 2012c, http://www.transparency.org/enis/report
Transparency International, “Robust Code of Conduct passed by the European Parliament”, 2011, http://www.transparency.de/fileadmin/pdfs/ Themen/EU/TI-EU_-Code_of_Conduct_passed_by_ European_ Parliament-1.pdf
Weignast, B. R. “The congressional-bureaucratic system: A principal agent perspective (with applications to the SEC).” Public Choice 44, (1984): 147-191.
Weingast, B. R. and M. J. Moran M. J. “Bureaucratic discretion or congressional control? Regulatory policymaking by the federal trade commission.” Journal of Political Economy, 91(1983):765-800
Yadav V. Political Parties, Business Groups, and Corruption in Developing Countries. Oxford University Press: Oxford and New York. 2011.
Yoshinaka A, G McElroy and S Bowler. “The Appointments of the Rapporteurs in the European Parliament”, Legislative Studies Quarterly, 35, no. 4(2010):457-486.
Zeigler H and Baer M. Lobbying: Interactions and Influence in American State Legislatures. Belmont, CA: Wadsworth. 1969.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Η συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει την ‘Γενική Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρηματοδότηση της μελέτης ‘Lifting the Lid on Lobbying’ και τον Οργανισμό «Διεθνής Διαφάνεια» για τις πληροφορίες και γνώσεις που παρείχε γύρω από αυτό το θέμα. Η συγγραφέας είναι ευγνώμων στη Χριστίνα Νεοφυτίδου για τη συμβολή της στο ερευνητικό κομμάτι της εν λόγω έκθεσης για την Κύπρο και στον Πάνο Αργυρίδη για τη μετάφραση του εν λόγω κεφαλαίου στα Ελληνικά.
* Μαρία Κραμβιά-Καπαρδή (PhD, M.Bus, B.Ec, ACFE). H Μαρία Κραμβιά-Καπαρδή είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Λογιστικής, διετέλεσε Πρόεδρος του Τμήματος Διοίκησης Ξενοδοχείων και Τουρισμού και Αναπληρώτρια Κοσμήτορας της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η Δρ. Καπαρδή είναι Πρόεδρος και ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Διαφάνειας- Κύπρου και διετέλεσε η πρώτη Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικά Εγκλήματα και Δικανική Λογιστική του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου. Για αριθμό ετών δίδαξε σε Πανεπιστήμιο στην Μελβούρνη της Αυστραλίας. Κατέχει διδακτορικό τίτλο με ειδίκευση στη Δικανική Λογιστική. Είναι εγκεκριμένη λογιστής και μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, μέλος του American Certified Fraud Examiners και Fellow Member του Institute of Chartered Accountants of Australia. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν: εταιρική διακυβέρνηση, ανίχνευση και πρόληψη οικονομικών εγκλημάτων και διαφθοράς, επιχειρηματική ηθική και εταιρική κοινωνική ευθύνη. Έχει δημοσιεύσει αρκετά βιβλία και συγγράμματα στο τομέα της δικανικής λογιστικής, εταιρικής διακυβέρνησης, ηθικής κλπ. και έχει παρουσιάσει τις έρευνες τις σε διεθνή συνέδρια. Τα τελευταία 4 χρόνια έχει κερδίσει αριθμό Ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων και πρόσφατα ολοκλήρωση την συγγραφή συγγράμματος αναφορικά με την παρεμπόδιση και καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και διαφθοράς το οποίο θα δημοσιευθεί από τον διεθνής εκδοτικό οίκο Palgrave Macmillan. http://mariakrambiakapardis. wordpress.com/.
- http://www.theguardian.com/world/2014/may/08/lobbyists-european- parliament-brussels-corporate
- Η Ελλάδα δεν ήταν μια από τους συμμετέχοντες της συγχρηματοδοτούμενης μελέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, 1210 Συνάντηση 11-12 Φεβρουαρίου 2015, CM (2015). Μελέτη σχετικά με τη σκοπιμότητα νομικού εργαλείου μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομική ρύθμιση των δραστηριοτήτων που αφορούν το «lobbying».http://www.coe.int/cm
- Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Κανονισμοί για το Υπαλληλικό Προσωπικό/Υπαλλήλους των Αξιωματούχων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: http://ec.europa.eu/civil_service/docs/toc100_en.pdf
- Βλ. Κώδικα Δεοντολογίας για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα και σύγκρουση συμφερόντων. http://www.europarl. europa.eu/pdf/meps/201206 cODE OF CONDUCT en.PDF
- Μητρώο Διαφάνειας της ΕΕ, «Κώδικας Δεοντολογίας» διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://ec.europa.eu/transparencyregister/info/about-register/codeOf Conduct.do?locale=en
- Εταιρικό Παρατηρητήριο Ευρώπης, ΄H ΕΕ μπορεί να αντλήσει διδάγματα lobbygate από κανόνες αλλού΄ 22 Νοεμβρίου 2012, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://corporateeurope.org/lobbycracy/2012/eu-can-learn-lobbygate-lessons-rules-elsewhere
- Γραφείο Επιτρόπου του Λόμπι/Lobbying, «Κώδικας Δεοντολογίας των Εκπροσώπων των Ομάδων Συμφερόντων», 2012, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα : http:// www.ocl-cal.gc.ca/eic/site/012.nsf/eng/h 00013.html
- Κώδικας των ΗΠΑ, Αποκάλυψη Δραστηριοτήτων του lobbying, Τίτλος 2, Κεφάλαιο 26, § 1606, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.law.cornell.edu/ uscode/text/2/chapter-26
- Καναδέζικος Νόμος (Νομοθετική Πράξη) για το lobbying, Μέρος 14, Παράγραφος 1, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://laws.justice.gc.ca/eng/acts/L-12.4/
- Παρά το ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεις μπορούν να λάβουν χώρα αναφορικά με μη ουσιώδη θέματα, γενικά ομιλούντες, η καταχώρηση όλων των «lobbyists» στα μητρώα κρίνεται αναγκαία, κι έχοντας αυτό υπόψη, πιθανόν (ενδεχομένως) το δημόσιο βάρος (δημόσια ευθύνη) να ελαχιστοποιηθεί.