Το Plea bargaining ως εργαλείο ταχύτητας και αποτελεσματικότητας στην Ελληνική έννομη τάξη: Προς αναζήτηση μιας εφικτής και λειτουργικής πρότασης μέσω συγκριτικής νομικής επισκόπησης

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

 Το Plea bargaining ως εργαλείο ταχύτητας και αποτελεσματικότητας

στην Ελληνική έννομη τάξη:

Προς αναζήτηση μιας εφικτής

και λειτουργικής πρότασης

μέσω συγκριτικής νομικής επισκόπησης

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ*

Περίληψη

Το παρόν άρθρο εξετάζει το θεσμό του plea bargaining όπως αυτός έχει εφαρμοστεί τόσο σε xώρες του κοινοδικαίου όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς όσο και σε χώρες του Ηπειρωτικού δικαίου όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία. Στις χώρες που έχει εφαρμοστεί ολικά έχει παρατηρηθεί ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ποινικών υποθέσεων (έως και 97%) διευθετείται με αυτόν τον τρόπο, ενώ η ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης αυξάνεται κατά 1200%, το διοικητικό κόστος μειώνεται 12 φορές και το συνολικό κόστος της ποινικής δικαιοσύνης κατά 23%. Αφού εξετάζονται τα θετικά και τα αρνητικά του θεσμού αυτού, αναλύεται η νομική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας και το κατά πόσον ο θεσμός αυτός μπορεί να εισέλθει στην ελληνική έννομη σφαίρα. Παρόλο που μια πρωταρχική προσπάθεια έγινε με το νόμο 3904/2010, αυτή κρίνεται ανεπαρκής και απαιτείται μια ολική αντικατάσταση του άρθρου 308Β ΚΠΔ, ή τροποποίηση του άρθρου 45 ΚΠΔ, η οποία ωστόσο δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι στιγμής παρά τη σχετική εισήγηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής το 2014, για να εισαχθεί ο θεσμός του plea bargaining και στη χώρα μας.

Εισαγωγή

Το Plea Bargaining –ή ποινική διαπραγμάτευση-[1] όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται στις χώρες του κοινοδικαίου είναι πλέον ένας θεσμός ευρείας αποδοχής με δεδομένη αποτελεσματικότητα και οφέλη. Το παρόν άρθρο θα επιχειρήσει να εισαγάγει στην ελληνική νομική λογική την έννοια της ποινικής διαπραγμάτευσης μέσω της συγκριτικής μελέτης της υφιστάμενης εφαρμογής της. Έπειτα, θα προταθεί η πειραματική εισαγωγή της στο υπερφορτωμένο δικαιϊκό μας σύστημα, κάτι το οποίο θα έχει πολλαπλά οφέλη, ήτοι ταχύτητα, οικονομία και αποτελεσματικότητα απονομής δικαιοσύνης, οφέλη ιδιαίτερα επιθυμητά ειδικά στην παρούσα κρίση που αντιμετωπίζει το κράτος. Φυσικά, όπως σε κάθε πρωτοποριακή πρόταση θα τονιστούν και οι αρνητικές πτυχές οι οποίες έχουν διαγνωσθεί στα νομικά συστήματα όπου ήδη εφαρμόζεται. Τέλος, θα επιχειρηθεί μια σύμμειξη των υφιστάμενων δεδομένων με κριτήριο την ιδιαιτερότητα του ελληνικού δικαιϊκού συστήματος και συγκεκριμένα του πως μια πρόταση που έχει δημιουργηθεί από το σύστημα του κοινοδικαίου μπορεί να παραμετροποιηθεί ώστε να εφαρμόζεται και σε μια χώρα του Ηπειρωτικού δικαίου.[2]

Η ποινική διαπραγμάτευση συνίσταται στην επίτευξη συμφωνίας σε μια ποινική υπόθεση ανάμεσα στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο, όπου ο κατηγορούμενος αποδέχεται την ενοχή του λαμβάνοντας έναντι αυτής τη μείωση της ποινής του από τον εισαγγελέα. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος θα δηλώσει την ενοχή του σε μια λιγότερο αξιόποινη πράξη ή σε μία πράξη από το σύνολο περισσότερων κατηγοριών λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα μια επιεικέστερη ποινή. Η ποινική διαπραγμάτευση εν τη γενέσει της επιτρέπει στους διαδίκους να αποφύγουν τις μακροσκελείς ποινικές δίκες και πιθανώς μπορεί να επιτρέψει στους κατηγορούμενους να αποφύγουν τον κίνδυνο καταδίκης τους υπό μια περισσότερο σοβαρή κατηγορία. Επί παραδείγματι, στην περίπτωση κλοπής όπου ο κατηγορούμενος αποδέχεται πλήρως την κατηγορία και συμφωνεί στην –έστω μερική- αποκατάσταση της προκληθείσης ζημίας, η πράξη του αυτή μπορεί να κριθεί νομικά ως κλοπή ευτελούς αξίας και άρα να ενταχθεί υπό τη σκεπή επιεικέστερης μεταχείρισης, είτε να παραμείνει ως κλοπή και να επιβληθεί η ελάχιστη δυνατή ποινή.

Αντίστοιχα, στις υποθέσεις αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, η αποδοχή της ενοχής μπορεί να γίνει και με την επιφύλαξη των εκπορευόμενων του αστικού δικαίου αιτημάτων κάτι το οποίο θα συνιστά εμμέσως ποινική διαπραγμάτευση. Σαφώς ο θεσμός αυτός όπως συνοπτικά περιγράφηκε εγείρει αρκετά νομικά ερωτήματα, τα οποία και θα εξεταστούν στη συνέχεια.

Υφίστανται τέσσερα γνωστά είδη ποινικής διαπραγμάτευσης. Το πρώτο είναι το charge bargaining όπου ο κατηγορούμενος δηλώνει την ενοχή του για ένα λιγότερο σοβαρό από το αρχικό έγκλημα.[3] Στο count bargaining ο κατηγορούμενος δηλώνει την ενοχή του σε ένα υποσύνολο από τις αρχικές κατηγορίες ενώ στο sentence bargaining δηλώνει εκ των προτέρων την ενοχή τους συμφωνώντας παράλληλα με την επιβληθείσα ποινή. Ωστόσο στην τελευταία αυτή περίπτωση παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστικού λειτουργού να απορρίψει την ποινή αυτή ως ανεπαρκή. Τέλος, στο fact bargaining ο κατηγορούμενος δηλώνει ένοχος σε ακολουθία συμφωνίας όπου ο εισαγγελέας θα ερμηνεύσει με συγκεκριμένο τρόπο περιστατικά τα οποία θα επηρεάσουν τον τρόπο τιμωρίας του κατηγορουμένου υπό συγκεκριμένες αρχές επιμέτρησης της ποινής.

Η χρήση του Plea Bargaining στις Ηνωμένες Πολιτείες:

Η διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης συνιστά ένα πολύ σημαντικό μέρος του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς περίπου το 93-97% των υποθέσεων επιλύονται στο στάδιο αυτό απ’ ό,τι στην εισαγωγή τους στο ακροατήριο. Οι ποινές που συμφωνούνται κατά το στάδιο αυτό εκκρεμούν υπό την έγκριση του δικαστηρίου, ενώ διαφορετικές πολιτείες έχουν δικούς τους κανόνες.[4] Το plea bargaining χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ για περισσότερο από έναν αιώνα έχοντας ως κύριο μέλημά του την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή δικαιοσύνης. Η διαπραγμάτευση όπως έχει καθιερωθεί στο Αμερικανικό ποινικό σύστημα διεξάγεται μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου –συμπεριλαμβανομένου εννοείται του συνηγόρου υπεράσπισης- και είναι μυστική, άγραφη και άτυπη. Οι συνολικές δηλώσεις τις οποίες έχει στη διάθεσή του ο κατηγορούμενος είναι: ένοχος, nolo contendere, ύπαρξη δεδικασμένου, αθώος και αθώος λόγω αδυναμίας καταλογισμού. Νομική σημασία για το παρόν άρθρο έχουν οι δύο πρώτες υποπεριπτώσεις. Μάλιστα, η δήλωση του nolo contendere ή no contest plea έχει ιδιαίτερη αξία καθώς με αυτή ο κατηγορούμενος αποδέχεται την ποινή, χωρίς να αποδέχεται επισήμως την ενοχή του, κάτι που οδηγεί στη μη δυνατότητα χρησιμοποίησης του αποδεικτικού στοιχείου ή τεκμηρίου για την κρίση του προδικαστικού ζητήματος ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου για άλλο αδίκημα.[5]

Μια χαρακτηριστική υπόθεση για την ιστορική εξέλιξη του plea bargaining είναι η επιστημονική συζήτηση που εξελίχθηκε το 1978 στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κατά την υπόθεση Bordenkircher v. Hayes. Στην υπόθεση αυτή, ο Paul Lewis Hayes κατηγορείτο για πλαστογραφία η οποία τιμωρούταν με ποινή φυλάκισης από δύο έως δέκα έτη.[6] Ο εισαγγελέας προσέφερε ποινή φυλάκισης πέντε ετών ως συμβιβαστική με την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος θα αποδεχόταν την ενοχή του και θα απεμπολούσε το δικαίωμά του να δικαστεί με ενόρκους. Μάλιστα υπερέβη αισθητά το διακριτό του ρόλο απειλώντας τον κατηγορούμενο ότι σε περίπτωση μη αποδοχής της ποινικής διαπραγμάτευσης, θα καταδικαζόταν σε ισόβια δεσμά λόγω παραβίασης της Habitual Criminal Act του Kentucky δεδομένου του ήδη βεβαρημένου ποινικού μητρώου του, κάτι το οποίο και συνέβη.[7] Η έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος απορρίφθηκε, καθώς το δικαστήριο καταχρηστικά αποφάσισε ότι η κατηγορία βασιζόταν σε αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, και συνεπώς ήταν σύννομη παρά την πρότερη παραδοχή της κυβέρνησης ότι στην προκείμενη περίπτωση η ποινική διαπραγμάτευση χρησιμοποιήθηκε ως ένα αμείλικτο μέσο άσκησης πίεσης προς ομολογία.

Τελικά, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε οριακά νόμιμη (5-4) την ενέργεια του εισαγγελέα μην αλλάζοντας την αυστηρότητα της ισόβιας κάθειρξης. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η επίδικη διαφορά της πλαστογραφίας είχε ως αντικείμενο μια επιταγή συνολικής αξίας 88 $. Έκτοτε, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει επανειλημμένα κρίνει συνταγματική τη διάταξη που επιτρέπει το plea bargaining θεωρώντας το μια απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας της αμερικανικής έννομης τάξης.[8] Μάλιστα, πολλοί αναλυτές φθάνουν στο σημείο να αναφέρουν ότι το plea bargaining δεν συνιστά απλώς μια διευκόλυνση του ποινικού συστήματος δικαιοσύνης, αποτελεί μάλλον το ίδιο το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου το Αμερικανικό σύστημα δεν έχει βρει μέχρι τώρα μια εναλλακτική σε αυτόν τον τρόπο επίλυσης διαφορών παρά τη δίκη με ενόρκους.

Το plea bargaining ρυθμίζεται από το άρθρο 11 των Ομοσπονδιακών Κανόνων Ποινικής Δικονομίας, το οποίο αναφέρει ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η συνταγματικότητα της διάταξης, η δήλωση πρέπει να είναι εθελοντική και βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά, ενώ να διακατέχεται από τη συνεχή νομική αρωγή του συνηγόρου υπεράσπισης. Συγκεκριμένα, τα δικαιώματα τα οποία πρέπει να απολέσει το διάδικο μέρος είναι το δικαίωμα της μη αυτό ενοχοποίησης, το δικαίωμα σε μια δίκη με ενόρκους, το δικαίωμα να αντιμετωπίσει κάποιος τους κατηγόρους του και το δικαίωμα υποχρεωτικής παρουσίας των υπέρ ου μαρτύρων. Οι ομοσπονδιακές οδηγίες επιμέτρησης της ποινής ακολουθούνται στις περισσότερες υποθέσεις και έχουν δημιουργηθεί προκειμένου να διασφαλίσουν ένα επίπεδο ομοιογένειας σε όλες τις υποθέσεις όπου αυτό αποφασίστηκε στα ομοσπονδιακά δικαστήρια. Στο άρθρο 11c1b αναφέρεται ότι η συμφωνία δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Η πρόταση του εισαγγελέα είναι περισσότερο γνωμοδοτική χωρίς να έχει αποφασιστική αρμοδιότητα. Επιπρόσθετα, ο κατηγορούμενος αποστερείται του δικαιώματος του ανάκλησης της ενοχής του σε περίπτωση που το δικαστήριο επιβάλει εν τέλει υψηλότερη ποινή από την αρχικά συμφωνηθείσα.[9] Ωστόσο, κατά το άρθρο 11c1c η συμφωνία είναι δεσμευτική για το δικαστήριο από τη στιγμή που το τελευταίο θα την αποδεχθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συχνότατης χρήσης του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης συνιστά το γεγονός ότι στο Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια το δικαστικό συμβούλιο έχει δημοσιεύσει μια προαιρετική επτασέλιδη φόρμα η οποία περιέχει όλα τα υποχρεωτικά πεδία βάσει των νόμων της πολιτείας ώστε να βοηθήσει τους διαδίκους να μειώσουν ακόμη περισσότερο τo χρόνο που απαιτείται προς τη δημιουργία της διαδικασίας αυτής.[10]

Αρκετά στοιχεία του Κοινοδικαίου, που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ, κατατείνουν στην προώθηση της ποινικής διαπραγμάτευσης.[11] Αυτό ωστόσο μπορεί να έχει την αρνητική συνέπεια ότι οι δικαστές έχουν έναν περισσότερο παθητικό ρόλο στην πλειοψηφία των περιπτώσεων υπό εξέταση καθώς και το μειονέκτημα ότι δεν υφίσταται η δυνατότητα περαιτέρω προσωπικής επιδίωξης της υπόθεσης στη δεδομένα περιορισμένη δυνατότητα επιρροής των συμφωνιών.

H χρήση του Plea Bargaining στον Καναδά:

Στον Καναδά τα δικαστήρια πάντοτε έχουν τον τελευταίο λόγο αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή. Παρόλ’ αυτά, η ποινική διαπραγμάτευση έχει εξελιχθεί σε ένα αποδεκτό μέρος του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης παρά τις όποιες ενστάσεις έχουν διατυπωθεί κατά διαστήματα. Επιπρόσθετα, οι δικαστές διατηρούν και σε αυτό το σύστημα τη διακριτική ευχέρεια να προτείνουν μια ανώτερη ποινή από την αρχικά συμφωνηθείσα.[12] Όπως συμβαίνει και στις υπόλοιπες χώρες όπου εφαρμόζεται, η εισαγγελία μπορεί να συμφωνήσει να αφαιρέσει ορισμένες ποινές από τον κατηγορούμενο σε αντάλλαγμα της δήλωσης ενοχής.[13]

Οι Καναδοί δικαστές δεν δεσμεύονται από τις συστάσεις της εισαγγελίας και μπορούν να επιβάλλουν βαρύτερες ποινές. Ως εκ τούτου, η εισαγγελία και η αρχή υπεράσπισης συχνά προβαίνουν σε μια ενωμένη κατάθεση όπου και οι δύο προτείνουν την ίδια ποινή, η ακόμη συχνότερα μια σχετικότερα στενότερη ποινή ώστε να διατηρηθεί η ορατότητα της ικανότητας του δικαστή να εφαρμόσει τη διακριτικότητά του. Εάν ο δικαστής επιβάλλει άλλη ποινή από την κοινά προτεινόμενη, αυτό δεν γεννά λόγο αλλαγής της απόφασης στο στάδιο της έφεσης. Ωστόσο, εάν ο δικαστής παραβλέπει επανειλημμένα τις κοινές προτάσεις θα επηρέαζε την ικανότητα της εισαγγελίας να παράσχει σημαντικά κίνητρα για τους κατηγορούμενους ούτως ώστε να δηλώσουν την ενοχή τους. Επιπρόσθετα, οι συνήγοροι υπεράσπισης θα ήταν διστακτικοί ώστε να εισέλθουν στη διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης εφόσον θεωρούσαν ότι αυτό δεν θα έχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι Καναδοί δικαστές τις περισσότερες φορές επιβάλλουν την κοινά συμφωνηθείσα ποινή.

Η χρήση του Plea Bargaining σε χώρες Ηπειρωτικού Δικαίου:

Η χρήση της ποινικής διαπραγμάτευσης είναι δυσχερής στα νομικά συστήματα που βασίζονται στο Ηπειρωτικό Δίκαιο. Αυτό συμβαίνει καθώς θεωρείται νομικά παράδοξη η έννοια της ομολογίας ενοχής η οποία «ανταλλάσσεται» με μια ελαφρύτερη ποινή.[14] Η ομολογία συνιστά ένα εκ των αποδεικτικών μέσων, το οποίο μάλιστα το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο απαραίτητα να αποδεχθεί. Επιπρόσθετα, στις χώρες του Ηπειρωτικού δικαίου ο ρόλος των εισαγγελέων είναι διακριτός, κάτι που συντείνει στην έλλειψη δυνατότητας ποινικής διαπραγμάτευσης έστω στον βαθμό που αυτή υφίσταται στα κράτη του κοινοδικαίου. Παρά ταύτα, ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης έχει αρχίσει να εισάγεται –με τις αναγκαίες παραλλαγές προκειμένου να εναρμονιστεί θεσμικά- σε κράτη που εκπροσωπούν το σκληρό πυρήνα του Ηπειρωτικού δικαίου, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία.[15] Το γεγονός αυτό υποδηλώνει αρχικά ότι η ενσωμάτωση ενός θεσμού του κοινοδικαίου σε ένα ηπειρωτικό νομικό σύστημα είναι εφικτό και δευτερευόντως δημιουργεί την πεποίθηση ότι κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να εισαχθεί και στην ελληνική έννομη τάξη.

Η εισαγωγή του θεσμού στη Γαλλία:

Ο θεσμός του ποινικού συμβιβασμού έχει εισαχθεί στην Γαλλική έννομη τάξη με νομοθετική ρύθμιση αρχικά το 1993 ώστε να δώσει μια νομική βάση σε ήδη ευρέως διαδεδομένες πρακτικές. Οι εισαγγελείς λοιπόν έχουν περιορισμένες αρμοδιότητες επί της αρχής αυτής. Ο ποινικός συμβιβασμός (composition pénale) δημιουργήθηκε ώστε να αναδιοργανώσει το Γαλλικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης και να το   αποσυμφορήσει. Ωστόσο στη Γαλλία ο θεσμός αυτός εφαρμόζεται με παραλλαγές καθώς ο εισαγγελέας αποφασίζει μονομερώς, η δήλωση της ενοχής του κατηγορουμένου δεν παύει αυτόματα την δίκη, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα του θύματος και επιφυλάσσεται για το θύμα το δικαίωμα εφέσεως.

Αναφορικά με τη διαδικασία καθ’ αυτή, η διεξαγωγή του ποινικού συμβιβασμού γίνεται πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης –το plea bargaining γίνεται παραδοσιακά και κατά την διάρκεια της δίκης-, ενώ απαιτείται και τυπική επικύρωση αυτού και από τον δικαστή. Τέλος, μια σημαντική διαφοροποίηση δίνει έμφαση στην αποκατάσταση της ζημίας του θύματος –εφόσον αυτό είναι γνωστό. Έτσι, επιβάλλει στον κατηγορούμενο την αποκατάσταση αυτής σε διάστημα μέχρι έξι μηνών (άρ. 41-2 παρ. 3 γαλλΚΠΔ), ενώ το θύμα διατηρεί το δικαίωμά του για απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου αν θεωρήσει ότι δεν αποζημιώθηκε επαρκώς.[16]

Η εισαγωγή μιας περιορισμένης μορφής ποινικής διαπραγμάτευσης (γνωστή ως comparution sur reconnaissance préalable de culpabilité CRPC ή plaider coupable) το 2004 υπήρξε αντικείμενο ισχυρών αντιθέσεων στη Γαλλία. Στο σύστημα αυτό, ο δημόσιος κατήγορος μπορούσε να προτείνει σε υπόπτους σχετικά ελαφριών εγκλημάτων μία ποινή η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα έτος φυλάκισης.[17] Εφόσον η πρόταση αυτή γινόταν αποδεκτή, θα έπρεπε να επικυρωθεί από δικαστικό λειτουργό. Ένα μέρος του νομικού κόσμου αντιτέθηκε έντονα στην εισαγωγή του θεσμού αυτού με κύρια επιχειρήματα την παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας, την παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος αθωότητας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Μάλιστα διατυπώθηκε το ήδη γνωστό επιχείρημα ότι η απόδοση υπερβολικών αρμοδιοτήτων στον εισαγγελέα αντίκειται στα νομικά συστήματα του Ηπειρωτικού δικαίου καθώς θα δημιουργούσε ένα καθεστώς φόβου όπου ο κατηγορούμενος θα δεχόταν μία ποινή μόνο για να αποφύγει την βαρύτερη δίωξή του. Πρέπει να σημειωθεί πως η μέθοδος αυτή δεν είναι ακόμη ιδιαίτερα διαδεδομένη, καθώς το 2009, 77.500 υποθέσεις από τις συνολικά 673.000 ή το 11,5% διευθετήθηκαν με το plea bargaining.[18]

Η εισαγωγή του θεσμού στη Γερμανία:

Η ποινική διαπραγμάτευση έχει κάνει περιορισμένη εμφάνιση και στη Γερμανία. Ο όγκος των υποθέσεων ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο η Γερμανία τελικά ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης παρά την για πολλά χρόνια αντίστασή της.[19] Πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς περιελάμβαναν την αποδοχή της ενοχής του κατηγορουμένου και την παραίτηση από την αμφισβήτηση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων.[20] Οι ανεπίσημες αυτές συμφωνίες κρίθηκαν από το Γερμανικό δικαστήριο στις περιπτώσεις του BGH 1987 όπου αναφέρεται πως ο κατηγορούμενος καταγγέλλει παραβίαση των δικαιωμάτων του λόγω των ανεπίσημων αυτών συμφωνιών.

Ωστόσο, το δικαστήριο έθεσε κάποιους βασικού κανόνες προκειμένου να κριθούν αυτές οι συμφωνίες, περιλαμβάνοντας την μη ύπαρξη παράνομων δεσμεύσεων, τη μη απόκλιση άνευ λόγου και την μη ύπαρξη λόγων που επηρεάζουν τη βούληση όπως πλάνη, απάτη και απειλή. (BGHSt NStZ 1987, 419).[21] Το 1997 επαναλήφθηκαν τα προαναφερθέντα (BGHSt, NJQ 1998, 86) ωστόσο αναφέρθηκε επιπλέον ότι η κήρυξη ενοχής δεν μπορεί να συνιστά μέρος της ομολογίας όπως επίσης ότι η ομολογία μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Tο δικαστήριο όμως δεν μπορεί να υποδείξει το ακριβές ύψος της ποινής που θα επιβληθεί.[22] Τέλος, σημαντική απόφαση είναι η BGHSt NJW 2004, 1335 όπου το δικαστήριο επεξέτεινε την παρέμβασή του αναφέροντας ότι επιτρέπεται η παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα της έφεσης στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος πληροφορείτο τη μη νομική δεσμευτικότητα των συμφωνηθέντων τα οποία θα κάλυπταν την παραίτηση από το δικαίωμα αυτό.

Έτσι δημιουργήθηκε ο Νόμος του 2009 ο οποίος ουσιαστικά ενσωμάτωσε την προαναφερθείσα νομολογία του BGH, με το όνομα Gesetz zur Regelung der Verständigung im Strafverfahren, BCBI 2009 Teil 1 Nr. 49. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό εισάγεται ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης που προβλέπει ότι όλα τα μέρη οφείλουν να αποδεχθούν την συμφωνία, η ομολογία του κατηγορουμένου πρέπει να είναι γνήσια και όχι προϊόν πίεσης ή έστω αμφιβολίας. Επιπρόσθετα, η ομολογία αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη ενώ το καθεστώς της συμφωνίας καθίσταται δημόσιο με αντίστοιχη εγγραφή στα πρακτικά για οποιαδήποτε απουσία συμφωνίας. Τέλος, η παραίτηση του δικαιώματος της έφεσης είναι έγκυρη μόνο μετά από μια ενημέρωση του δικαστηρίου προς τον κατηγορούμενο αναφορικά με την νομική δεσμευτικότητά της.

Η εισαγωγή του θεσμού στην Ιταλία:

Στην Ιταλία ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης έχει γίνει γνωστός ως pattegiamento. Η ιδιαιτερότητα της ποινικής διαπραγμάτευσης όπως αυτή έχει εισαχθεί είναι ότι η διαπραγμάτευση δεν σχετίζεται με την κατηγορία καθ’ αυτήν όσο με την επιβληθείσα ποινή η οποία μπορεί να μειωθεί μέχρι και κατά το 1/3. Ο Ιταλικός ΚΠΔ του 1989 έτσι επιβάλλει τον έλεγχο των προϋποθέσεων από το δικαστήριο όπως το αν τα μέρη επέλεξαν τον σωστό νομικό χαρακτηρισμό για την πράξη και αν η ποινή είναι ανάλογη με τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίσθηκαν.[23] Ο εισαγγελέας δεν υποχρεούται να διαπραγματευτεί, ωστόσο σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη συναίνεσης το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει στον κατηγορούμενο μειωμένη ποινή.[24]

Σε περιπτώσεις που κατά τον κατηγορούμενο διαφαίνεται ότι η επιβληθείσα ποινή θα είναι μικρότερη από πέντε έτη ή απλά χρηματικό πρόστιμο, ο κατηγορούμενος μπορεί να διαπραγματευτεί για την ισχύ αυτής με τον εισαγγελέα. Τότε, ο κατηγορούμενος «ανταμείβεται» για την συμπεριφορά του αυτή με μειωμένη ποινή και άλλα πλεονεκτήματα όπως η απαλλαγή από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων.[25] Ο κατηγορούμενος πρέπει να συμφωνήσει να δηλώσει ένοχος στις κατηγορίες ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της κατηγορίας. Ορισμένες φορές ο εισαγγελέας μπορεί να δεχθεί να μειώσει ή να αποσύρει μια εκ περισσοτέρων κατηγοριών σε ανταλλαγή με τη δήλωση ενοχής του κατηγορουμένου. Όταν ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος καταλήξουν σε συμφωνία, αυτή μεταβιβάζεται στον αρμόδιο δικαστή ο οποίος έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ή να απορρίψει την ποινική διαπραγμάτευση. Μάλιστα ο κατηγορούμενος δικαιούται να ζητήσει κατευθείαν από τον δικαστή να του επιδικάσει την μείωση του 1/3 ακόμη και αν ο εισαγγελέας δεν συμφωνεί με το αίτημα αυτό (άρ. 444-446). Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι ο θεσμός αυτός στην Ιταλία έχει εφαρμοσθεί μερικώς με άμεση συνέπεια να μην αποδίδει εξίσου αποτελεσματικά όσο αρχικά υπολογιζόταν. Έτσι περίπου το 10% των υποθέσεων μόνο εκδικάζεται με αυτό το σύστημα, ενώ και η ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης έχει αυξηθεί δυσανάλογα με το αρχικά αναμενόμενο.

Προβληματισμοί για την εισαγωγή του θεσμού του Plea Bargaining στην Ελληνική έννομη τάξη:

Η διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης επικρίνεται επί της βάσεως ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι όπως η δημιουργία ενός πελατειακού συστήματος, ενός συστήματος επιβραβεύσεων και απειλών το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης.[26] Μάλιστα, ο θεσμός αυτός έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν ότι παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα υπό το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Όπως αναφέρει ο Martin Yant,[27] υφίσταται ο κίνδυνος αλλοίωσης της έννοιας της δικαιοσύνης καθώς παρατηρούνται περιστατικά όπου κατηγορούμενοι αποδέχονται μια ποινή ενώ υφίστανται ανεπαρκή στοιχεία εις βάρος τους, ή ακόμη είναι αθώοι, υπό τον φόβο μιας εξουθενωτικής ποινικής διαδικασίας η οποία μπορεί να κρατήσει για πολλά χρόνια, με αμφίβολο αποτέλεσμα. Φυσικά, το ενδεχόμενο αυτό πρέπει να λαμβάνεται εξαιρετικά σοβαρά υπόψη σε όλα τα νομικά συστήματα που εφαρμόζουν τη ποινική διαπραγμάτευση καθώς η επιστροφή σε σκοτεινές περιόδους του κυρίαρχου κατηγορικού συστήματος θα ήταν εφιαλτική.[28]

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα και παράλληλα προβληματισμός που έχει διατυπωθεί για το plea bargaining είναι ότι μπορεί να αναγκάσει άμεσα ή έμμεσα έναν αθώο πολίτη να δηλώσει την ενοχή του.[29] Η απεριόριστη ευχέρεια του εισαγγελέα δύναται να οδηγήσει αθώους πολίτες που δεν είναι πρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο και τα προαναφερθέντα αρνητικά στοιχεία της δίκης να αποδεχθούν μια ελαφρύτερη ποινή ειδικά υπό τη λογική ότι μπορεί να είναι μετατρέψιμη. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του plea bargaining που περιγράφει τον κίνδυνο αυτόν μπορεί να εντοπιστεί στην οικονομική θεωρία του zero sum game και του game theory.[30] Η πρώτη αναφέρεται σε μια οικονομική δημιουργία περιστατικών όπου το ένα μέρος από τα δύο θα ζημιωθεί απαραίτητα ενώ στη δεύτερη θεωρία τα δύο μέρη θα υποχωρήσουν ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό κέρδος με το ελάχιστο δυνατό κόστος.

Στη σύγχρονη οικονομική θεωρία η θεωρία παιγνίων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία της ποινικής διαπραγμάτευσης. Η θεωρία παιγνίων λοιπόν περιγράφεται στο κλασσικό παράδειγμα του διλλήματος του φυλακισμένου και αναδεικνύει στην πράξη πως εφαρμόζεται η ποινική διαπραγμάτευση μεγιστοποιώντας το κέρδος και των δύο πλευρών.[31] Συγκεκριμένα το παράδειγμα αναφέρεται σε δύο υπόπτους εγκλήματος για τους οποίους η αστυνομία δεν έχει επαρκή στοιχεία.[32] Έτσι τους εξετάζει παρουσία εισαγγελέα σε διαφορετικά δωμάτια ο οποίος τους κάνει τις εξής προσφορές:

  • Αν ο Χ καταθέσει εναντίον του Ψ και ο Ψ δεν μιλήσει, τότε ο Χ ελευθερώνεται και ο Ψ φυλακίζεται για 10 έτη. –και αντίστροφα-
  • Αν δεν καταθέσει ούτε ο Χ ούτε ο Ψ εναντίον του άλλου, θα φυλακιστούν για ήσσονος σημασίας αδικήματα ,για τα οποία η αστυνομία έχει αποδείξεις, συνολικής διάρκειας ενός έτους.
  • Αν καταθέσει ο Χ και ο Ψ αμφιμερώς εναντίον του άλλου, θα καταδικαστούν σε φυλάκιση 5 ετών ο καθένας.[33]

  Ο Χ δεν μιλάει Ο Χ μιλάει
Ο Ψ δεν μιλάει 1 έτος φυλάκισης ο καθένας Ελεύθερος ο Χ, 10 έτη φυλάκισης ο Ψ
Ο Ψ μιλάει Ελεύθερος ο Ψ, 10 έτη φυλάκισης ο Χ 5 έτη φυλάκισης ο καθένας

Σύμφωνα με την θεωρία παιγνίων, οι ύποπτοι φερόμενοι λογικά θα επιλέξουν την επιλογή να καταθέσουν και οι δύο εναντίον του άλλου λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης[34] για την σιωπή του άλλου μέρους –ανεξάρτητα από την αλήθεια της υπόθεσης- καταλήγοντας με 5 έτη φυλάκισης ο καθένας. Το game theory λοιπόν αναφέρεται στη μεγιστοποίηση του κέρδους χωρίς να εξετάζει απαραίτητα την αλήθεια των γεγονότων. Μεταφερόμενο λοιπόν στο plea bargaining μπορεί να δημιουργήσει μια παθογενή κατάσταση όπου οι κατηγορούμενοι δέχονται μια συνδιαλλαγή περισσότερο λόγω του σχετικού κέρδους παρά λόγω της πραγματικής ενοχής ή αθωότητάς τους. Αυτό κρίνεται ως ανεπίτρεπτο καθώς φαλκιδεύονται βασικές δικαιϊκές αρχές.

Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς μάλιστα,[35] η διαδικασία του plea bargaining δεν διακατέχεται από κανόνες ηθικής αλλά είναι περισσότερο μια διαδικασία όπου πρυτανεύει η λογιστική θεώρηση του κέρδους και η αντίστοιχη κυβερνητική πολιτική που επιτάσσει την αποφόρτιση του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Μάλιστα, αναφέρεται ότι θεωρείται πλέον μια διαδικασία ρουτίνας κατηγορούμενοι οι οποίοι είναι αθώοι να δηλώνουν την ενοχή τους υπό το φόβο του δικαιϊκού συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, μια έρευνα[36] δημιούργησε μέσω προσομοίωσης ένα πείραμα συχνότητας χρήσης της ποινικής διαπραγμάτευσης, το οποίο διανεμήθηκε σε δύο ομάδες ελέγχου, ώστε να περιληφθεί τόσο ο πληθυσμός των φυλακών όσο και μια πειραματική ομάδα φοιτητών. Αυτό οδήγησε στην διαπίστωση ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι επέλεξαν το plea bargaining σε περιπτώσεις που τα στοιχεία που υφίσταντο εναντίον τους ήταν έστω αρκετά.[37]

Επιπρόσθετα, δύο ακόμη πειράματα ανέδειξαν αυτήν την προβληματική. Συγκεκριμένα το πρώτο πείραμα χρησιμοποίησε τη διαδικασία ανάληψης υποθετικών ρόλων ώστε να ανιχνεύσει παράγοντες που επηρεάζουν την αποδοχή της ποινικής διαπραγμάτευσης. Το 18 % των ατόμων οι οποίοι έπαιζαν τον ρόλο του αθώου δέχθηκαν την διαπραγμάτευση, ενώ το 83% των ένοχων την δέχθηκαν.[38] Ακόμη, εντυπωσιακό είναι το εύρημα ότι οι κατηγορούμενοι ήταν πολύ πιο πιθανό να αποδεχθούν την συμφωνία όταν περισσότερες από μία κατηγορίες εκκρεμούσαν εναντίον τους καθώς και όταν η ποινική απαξία της πράξης ήταν μεγάλη.[39] Τα ευρήματα αυτά οφείλουν να χρησιμοποιηθούν πολύ προσεκτικά καθώς αναδεικνύουν ορισμένα σημαντικά ελαττώματα του plea bargaining τα οποία μπορεί να σταθούν τροχοπέδη στην ομαλή ένταξη του σε ένα νομικό σύστημα.

Κριτικές περαιτέρω αναφέρουν ότι η ποινική διαπραγμάτευση υποβαθμίζει την ακεραιότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, καθώς επιτρέπει στην κυβέρνηση να αποφύγει διαδικασίες όπου απαιτείται η ενδελεχής συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού, και αντ’ αυτού να επιλέξουν τη σαφώς ταχύτερη διαδικασία του plea bargaining. Ένα άλλο επιχείρημα εναντίον του plea bargaining είναι ότι στην πραγματικότητα δεν μειώνει το διοικητικό κόστος επαρκώς ώστε να συνιστά επωφελή εναλλακτική.[40]

Τέλος, ένας προβληματισμός που ανευρίσκεται στη σφαίρα της ηθικής και της φιλοσοφίας αναφέρει ότι δεν είναι δίκαιο να αποδίδονται στους κατηγορούμενους σαφώς επιεικέστερες ποινές από αυτές που θα όφειλαν να τους επιβληθούν.[41] Έτσι θεωρείται ότι μπορεί να μεταφερθεί το λανθασμένο και ανήθικο κοινωνικά μήνυμα ότι οι κατηγορούμενοι μπορούν να νικήσουν τη δικαιοσύνη, μέσα από μια νομική κερκόπορτα όπως το plea bargaining. Συνακόλουθα αυτό θα οδηγήσει σε μια σαφώς ανεπιθύμητη ελαττωμένη αντεγκληματική πολιτική καθώς οι πολίτες θα έχουν μειωμένα κίνητρα να μην τελέσουν ένα έγκλημα.

Τέλος, η τυχόν διαφορετική νομική μεταχείριση μεταξύ αυτών που αποδέχονται το plea bargaining με αυτούς που επιλέγουν την είσοδό τους σε μια πλήρη δίκη είναι μια δαμόκλειος σπάθη στη σταθερότητα της έννομης τάξης καθώς απειλούνται οι αρχές της δημοσιότητας, της ισότητας, και της διαφάνειας. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που παγιοποιηθεί η πρακτική ένας κατηγορούμενος ο οποίος να δηλώνει την ενοχή του εξαρχής να απολαμβάνει σαφώς δυσανάλογα χαμηλότερη ποινή από κάποιον που το αρνείται και εισάγεται σε δίκη για το ίδιο έγκλημα μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσει την κοινωνική αντίληψη ότι η διεξαγωγή δίκης είναι υπερβολικά ριψοκίνδυνη σε σχέση με τη «σίγουρη» ποινική διαπραγμάτευση.[42]

Επιχειρήματα υπέρ της εισαγωγής του θεσμού του Plea Bargaining στην Ελληνική έννομη τάξη:

Πρωταρχικό επιχείρημα προς επίρρωση της θέσης ότι ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης δύναται να ωφελήσει σημαντικά το ελληνικό δικαιϊκό σύστημα είναι η δυνατότητα αποφόρτισης αυτού. Ενδεικτικό αποτελεί το στατιστικό στοιχείο ότι πλέον το 95% των ποινικών υποθέσεων που εκδικάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τακτοποιούνται μέσω της διαδικασίας του plea bargaining.[43] Το δεδομένο αυτό, σε αντιπαραβολή με τα επίσημα στοιχεία του ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης σύμφωνα με το οποίο οι εκκρεμείς αστικές και ποινικές υποθέσεις ανέρχονται περίπου σε 1.000.000 συνιστά μια αρχική ένδειξη υπέρ της χρήσης του μέτρου αυτού. Φυσικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το plea bargaining συνιστά μόνο μία από τις πολυάριθμες μεταβλητές που συνθέτουν τη διαφορετικής ταχύτητας απονομή δικαιοσύνης. Ωστόσο, παράγοντες όπως η εφαρμογή των νόμων, η εκπαίδευση των συνηγόρων, καθώς και της δικαστικής κοινότητας, και η ηλεκτρονική δικαιοσύνη παρότι έχουν εξαιρετικό νομικό ενδιαφέρον, εκφεύγουν του σκοπού του παρόντος άρθρου.

Χαρακτηριστικό της πληθώρας των εκκρεμών υποθέσεων οι οποίες υπερφορτώνουν τη δικαιοσύνη σε τέτοια κλίμακα που ουσιαστικά την καθιστούν ανενεργή συνιστά πως εκδικάζονται, κυρίως τα πλημμελήματα, μετά από επτά ή οκτώ χρόνια, ενώ για να συζητηθούν στον Άρειο Πάγο περνά ακόμα και δεκαετία. Μάλιστα ενδεικτικό είναι ότι κατά το έτος 2011 κατατέθηκαν περισσότερες από 750.000 μηνύσεις.[44] Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η κατάσταση αυτή χρήζει άμεσης και αποφασιστικής διευθέτησης.

Συνοπτική απεικόνιση των πλεονεκτημάτων εισαγωγής του θεσμού του Plea Bargaining στην Ελληνική Έννομη Τάξη

Συνεπώς, μια τυχόν σταδιακή αλλά σταθερή εφαρμογή του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης δύναται να αποφορτίσει σημαντικά τις εκκρεμούσες υποθέσεις στα ελληνικά δικαστήρια. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε μια συστημική διαδικασία όπου στο ακροατήριο θα εισάγονται μόνον οι βαρύνουσες υποθέσεις ή οι υποθέσεις όπου τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ελλιπή ή αμφισβητούμενα. Η ποινική διαπραγμάτευση έτσι θα λειτουργήσει ως ένα προστατευτικό φίλτρο το οποίο θα επιτρέψει στην ελληνική δικαιοσύνη να δρα περισσότερο ταχέα αλλά και να επικεντρώνεται στα δυσεπίλυτα νομικά προβλήματα. Θα είναι λοιπόν προς το κοινό όφελος να επικεντρωνόμαστε στο 5-10 % των υποθέσεων που ζητούν επιτακτική και διεξοδική θεώρηση και να αντιμετωπίζουμε με έναν περισσότερο τυπικό –αλλά εξίσου σοβαρό και επιστημονικό- χαρακτήρα τις καταφανείς υποθέσεις, ή αυτές που επιδέχονται διαπραγμάτευσης[45].

Guilty plea rate (%) 721     100   0  
Plea Not Guilty Guilty Total Guilty Total Not

Guilty

Total
Number of

Suspects2

3449 8870   12.319   12.3193  
Average length of sentence (months)4 29.1 23.28   20.955   29.1  
Cost to prison

system of sen-

tence (#)6

109,125 per sentence (p.s.) 87,300

P’s

1,151

million

78,563

P’s

1,136

million

109,125

P’s

1,246

milliom

Average time

spent per case

sent to court

(hours)7

 

19,8

 

1,7

   

1,7

   

13.868

 
Administrative cost per plea (#)9 48,312 4,148 202

million

4,148 30

million

33,818 417

million

Total cost to the

CJS (#)

    1.353

million

  1,166   1,664

million

Expenditure difference to the

current system

(%)

         

– 14

   

23

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία, ο χρόνος που απαιτείται σε μια μέση υπόθεση μειώνεται από τις 19.8 ώρες στις 1.7 ώρες όταν εφαρμόζεται ο θεσμός του plea bargaining. Αυτό θα μπορούσε υπό ιδανικές συνθήκες να επιταχύνει τους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης αυξάνοντας την παραγωγικότητα κατά 12 φορές ή αλλιώς 1200%. Αντίστοιχα θα μείωνε το μέσο διοικητικό κόστος χειρισμού της υπόθεσης κατά 12 φορές ενώ θα απέδιδε άμεσα οικονομικά οφέλη μειώνοντας το συνολικό κόστος του συστήματος απονομής δικαιοσύνης κατά περίπου ¼ (23%).[46] Παράλληλα εφόσον εφαρμοζόταν ένα παρεμφερές σύστημα όπως αυτό των ΗΠΑ διευθετώντας την συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων (έως και 95%) οι υποθέσεις θα τελεσιδικούσαν εντός του έτους χωρίς να υπάρχουν εκκρεμείς υποθέσεις.[47] Συνεπάγεται ότι τα πιθανά οφέλη από μια τέτοια ενέργεια είναι ζωογόνα για την Ελληνική δικαιοσύνη εν τω συνόλω της με παράλληλα εντυπωσιακά οφέλη και για το σύνολο της Ελληνικής οικονομίας.

Ακόμη ένα θετικό στοιχείο το οποίο αναγνωρίζεται στη διαδικασία του plea bargaining είναι ότι παρέχει μια σημαντική ευελιξία στο νομικό σύστημα. Έτσι, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του ο εισαγγελέας οφείλει να λάβει υπόψη του τις διαφορετικές μεταβλητές που προκύπτουν σε μια υπόθεση προς εκδίκαση, ενώ δημιουργείται έτσι η δυνατότητα παραμετροποιημένης ποινής ανάλογα με το έγκλημα, αποφεύγοντας έτσι τη διαδικασία μαζικοποίησης της ποινικής διαδικασίας.[48] Τέλος, επιτρέπει τη διαδικασία επιβράβευσης για τους πολίτες οι οποίοι συνεργάζονται.

Φυσικά, με τη διαδικασία αυτή καθίσταται δυνατή και η αποφυγή της στρεσογόνου διαδικασίας της δίκης η οποία είναι χρονοβόρος, κοστοβόρος και κυρίως ψυχοφθόρος για τους διαδίκους. Ωστόσο αυτό μπορεί να έχει την αρνητική χροιά ότι τις περισσότερες φορές ένας κατηγορούμενος μπορεί να συμβιβαστεί με το plea bargaining περισσότερο για να αποφύγει ακριβώς αυτή τη διαδικασία, παρά από αγνή προσωπική του βούληση. Το plea bargaining άλλωστε πρόκειται περί μιας εθελοντικής αποδοχής επιβληθείσας ποινής βασιζόμενη σε αρχές αμοιβαίας διαπραγμάτευσης και υποχώρησης.[49] Ως εκ τούτου, οι κατηγορούμενοι εκχωρούν μερικώς ορισμένα δικαιώματά τους λογίζοντας ως περισσότερο σημαντική την ελαττωμένη καταδίκη τους για ένα έγκλημα.

Το επιχείρημα της ταχύτητας αναπτύχθηκε ανωτέρω με το επόμενο ανακύπτων νομικό ζήτημα να είναι η απονομή της δικαιοσύνης per se. Συγκεκριμένα, ένα σημαντικό αντεπιχείρημα που έχει διατυπωθεί ευρέως στο εξωτερικό κατά του plea bargaining είναι ότι τα θύματα του οποιουδήποτε εγκλήματος δεν αποζημιώνονται ηθικά επαρκώς μέσα από μια διαδικασία «εξπρές», ενώ εκλαμβάνουν την ποινική διαπραγμάτευση ως ένα παζάρι το οποίο δεν αρμόζει στον ρόλο της δικαιοσύνης και στο λειτούργημα που επιτελείται μέσα από την αποκατάσταση της ευνομίας.[50] Μολαταύτα, τονίζεται ότι το plea bargaining συνιστά ακριβώς μια διαπραγμάτευση βασιζόμενη σε δικονομικούς κανόνες, συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια και έχοντας πάντοτε ως γνώμονα την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.[51] Επιπρόσθετα, η τυχόν εφαρμογή του μέτρου αυτού σε περιπτώσεις πταισμάτων και πλημμελημάτων σπανίως μπορεί να εγείρει τέτοιες αιτιάσεις και να αποστερήσει τη λειτουργία της λύτρωσης από τον ζημιωθέντα πολίτη. Σε αυτό το σημείο το πραγματικό νομικό δίλημμα είναι το εξής: Επιθυμούμε μια δικαιοσύνη η οποία να διευθετεί την συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεών της εντός ενός έτους αποκαθιστώντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τη διαρραγείσα εμπιστοσύνη μεταξύ του πολίτη και αυτής, ή μια δικαιοσύνη με εξίσου βραδύ μηχανισμό απονομής η οποία μπορεί να αποδώσει μια –έστω και βαρύτερη ποινή- έπειτα από π.χ. δέκα έτη.[52] Τέλος, δεν συνιστά άραγε απομείωση της αξίας της δικαιοσύνης και πρακτικά αρνησιδικία η απονομή της ύστερα από ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα;

Αναλύοντας περαιτέρω τη πολυδαίδαλη νομική θεώρηση του ζητήματος της ποινικής διαπραγμάτευσης, αναφέρεται ότι άμεση απόρροια της εφαρμογής του μέτρου θα είναι η απόλυτη αποφόρτιση του σωφρονιστικού συστήματος μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ενδεικτικό στοιχείο συνιστά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κρατουμένων στα υπερπλήρη σωφρονιστικά ιδρύματα προέρχεται από περιστατικά προφυλακίσεων και εκκρεμών υποθέσεων.[53] Συνεπώς, λογική ακολουθία των ανωτέρω συνιστά το γεγονός της σημαντικής αποφόρτισης των φυλακών κάτι που θα τονώσει και την αποδοτικότερη σωφρονιστική λειτουργία αυτών συμβάλλοντας καθοριστικά έτσι και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των τροφίμων. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η πληρότητα των φυλακών φθάνει σε πρωτόγνωρα ποσοστά, καθώς κρατούνται 12.703 άτομα σε φυλακές συνολικής χωρητικότητας 9.300 ατόμων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των φυλακών Κορυδαλλού, όπου ο αριθμός των κρατουμένων πρόσφατα ανήλθε σε 2.320 άτομα ενώ η χωρητικότητά του εξαντλείται σε 800 άτομα.[54] Συνακόλουθα η διαδικασία του plea bargaining μπορεί να αποτελέσει ένα εχέγγυο προς την λύση του αδιεξόδου αυτού.

Επιπρόσθετα, τα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν από τη ποινική διαπραγμάτευση είναι παραπάνω από εμφανή. Συγκεκριμένα, η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης θα οδηγήσει αναπόδραστα στην ταχύτερη είσπραξη των δικαστικών παραβόλων, ενώ η εισαγωγή μόνον μιας περιορισμένης μερίδας υποθέσεων στο ακροατήριο θα μειώσει δραματικά το κόστος λειτουργίας των δικαστηρίων. Τέλος, η πρόταση αυτή θα συμβάλλει και στην οικονομική ανάπτυξη των συνηγόρων υπεράσπισης αφού θα δύνανται να χειρίζονται μεγαλύτερο ρυθμό υποθέσεων και να αμείβονται σε πολύ στενότερο χρονικό ορίζοντα για τις υπηρεσίες τους. Περαιτέρω οικονομικές έρευνες χρειάζονται να διενεργηθούν για να υπολογιστεί με ακρίβεια το συνολικό κέρδος από μια ενέργεια όπως η προτεινόμενη.

Το τελευταίο επιχείρημα υπέρ της εισαγωγής του θεσμού αυτού στην ελληνική έννομη τάξη είναι η προαναφερθείσα αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ δικαιοσύνης και πολίτη.[55] Τα τελευταία έτη και έπειτα από πολυποίκιλα περιστατικά η επικρατούσα αντίληψη ότι η δικαιοσύνη είναι βραδυκίνητη σε σημείο που η δίκη να χάνει ένα σημαντικό κίνητρο διεξαγωγής της –όπως προαναφέρθηκε- βλάπτει την εμπιστοσύνη που έχει ο πολίτης απέναντι στο θεσμό της δικαιοσύνης. Η γνώση του πολίτη ότι εφόσον αδικηθεί δύναται να διευθετήσει την υπόθεσή του τάχιστα καθώς και η γνώση ότι μέσω της ποινικής διαπραγμάτευσης επιδιώκεται η χρυσή τομή μεταξύ ταχύτητας και αποτελεσματικότητας αναμφίβολα θα τονώσει την εμπιστοσύνη στο θεσμό της δικαιοσύνης.

Τα πλεονεκτήματα υπέρ της εισαγωγής λοιπόν του θεσμού του plea bargaining στην Ελληνική έννομη τάξη συμπυκνωμένα ανευρίσκονται στην ποινική ταχύτητα, την απονομή της δικαιοσύνης, τα οικονομικά οφέλη, την αποφόρτιση του σωφρονιστικού συστήματος και τέλος την κοινωνική ικανοποίηση από τα οφέλη αυτά.

Η παρούσα νομοθετική ρύθμιση στην Ελλάδα: Η ποινική συνδιαλλαγή ως νομικά συγγενής θεσμός του plea bargaining και η ανεπάρκειά της

Εισήχθη με το Ν. 3904/2010 το άρθρο 308Β του ΚΠΔ το οποίο και φέρει τον τίτλο «Ποινική Συνδιαλλαγή».[56] Αυτή η νομοθετική ρύθμιση είναι συγγενής προς τον υπό πρόταση νομικό θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης. Το γεγονός αυτό δηλώνει από μόνο του ότι η Ελληνική έννομη τάξη έχει πλέον ωριμάσει για να δεχθεί το θεσμό του plea bargaining το οποίο θα αποφορτίσει σημαντικά τον όγκο της δικαστικής ύλης της χώρας. Ωστόσο, η εισαγωγή του παραπλήσιου αυτού θεσμού έγινε με παράβλεψη ορισμένων σημαντικών στοιχείων τα οποία και θα αναφερθούν. Αντίστοιχες προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για τροποποίηση του άρθρου 45 ΚΠΔ δεν έχουν τεθεί σε ισχύ, και συνεπώς δεν θα αναφερθούμε περαιτέρω σε αυτές.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου 3904/2010, σκοπός του άρθρου είναι η αποκατάσταση του ασφαλούς και ειρηνικού κοινωνικού βίου ενώ μάλιστα αναγνωρίζεται η χρησιμότητα του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής καθώς όπου αυτή θεσπίσθηκε (ΗΠΑ, ΗΒ, Ιταλία) ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των υποθέσεων αυτών (60-85%) επιλύθηκε με τον τρόπο αυτό και επήλθε αποσυμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα ενασχόλησης των δικαστηρίων με την ταχεία και ποιοτική εκδίκαση των εγκλημάτων.[57] Αναγνωρίζει μάλιστα ότι ο θεσμός αυτός είναι σύννομος με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μάλιστα, η αιτιολογική έκθεση προβαίνει στην οπτιμιστική εκτίμηση ότι δημιουργείται για πρώτη φορά ένα συστηματικό και λυσιτελές μέσο εκσυγχρονισμού, βελτίωσης και επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας.

Το άρθρο 308Β περιορίζεται όμως μόνο στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί κακουργηματική δίωξη των άρθρων 375,386,386Α,390 και 404 του Ποινικού Κώδικα –υπεξαίρεση, απάτη, απάτη με υπολογιστή, απιστία και τοκογλυφία. Συνεπώς, εξαρχής η χρησιμότητα του θεσμού αυτού είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αναφερόμενη σε υποσύνολο κακουργηματικών πράξεων. Η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που ορίζει το plea bargaining σε παρεμφερή νομικά συστήματα είναι πταίσματα, πλημμελήματα και ένα μεγάλο εύρος των κακουργημάτων. Συνεπώς, κρίνεται ως εξαιρετικά περιορισμένο το εύρος των εγκλημάτων που μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς της συνδιαλλαγής. Τέλος, μάλλον αρνητική είναι η χροιά που αφήνει το παρόν νομοθέτημα δεδομένης της εξαιρετικά περιορισμένης προσέγγισής του σε οικονομικά εγκλήματα. Ο θεσμός του plea bargaining χρησιμοποιείται παγκοσμίως για ποικίλα εγκλήματα, από κλοπή ως επικίνδυνη οδήγηση. Συνεπώς, μάλλον ατυχής είναι η εστίαση μόνον σε οικονομικά εγκλήματα ενώ είναι γνωστή η ιδιομορφία του οικονομικού εγκληματία και η επιρροή που μπορεί να ασκήσει εκείνος ειδικά υπό το φως μιας νεογέννητης διαδικασίας όπως αυτός της συνδιαλλαγής η οποία πρέπει να προστατευτεί από εξωθεσμικές παρεμβάσεις.

Επιπρόσθετα, στο πρώτο εδάφιο του άρθρου αναφέρεται ότι η διαδικασία κινείται αναγκαστικά από τον κατηγορούμενο –ένας νομικά παράδοξος περιορισμός- ενώ τεκμαίρεται ως υποχρεωτική και η παρουσία του παθόντα σε περίπτωση που υπάρξει τέτοια αίτηση. Το εδάφιο αυτό προβληματίζει καθώς δεν γίνεται κατανοητό το γιατί ο παθών πρέπει αναγκαστικά να συμμετάσχει σε αυτή την διαδικασία, παραβιάζοντας θεμελιώδη δικαιώματά του.

Ωστόσο το εδάφιο δύο είναι αυτό το οποίο παρεκκλίνει ολοκληρωτικά την αισιόδοξη αυτή νομοθετική προσπάθεια από τον θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι ο κατηγορούμενος έχει στη διάθεσή του δέκα πέντε ημέρες για να αποζημιώσει εντελώς τον ζημιωθέντα ή για να επιστρέψει το ιδιοποιηθέν πράγμα. Η πρωτότυπη αυτή νομοθετική ρύθμιση πρόκειται ουσιαστικά για μια ιδιότυπη de facto έμπρακτη μετάνοια, παρά για μια ποινική διαπραγμάτευση όπως έχει επικρατήσει στις υπόλοιπες χώρες που εφαρμόζεται.

Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, η προσπάθεια συνδιαλλαγής θεωρείται ως μη γενόμενη. Αν ωστόσο επιτευχθεί συντάσσεται πρακτικό του εισαγγελέα πλημμελειοδικών διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών ο οποίος διαβιβάζοντας την υπόθεση στο τριμελές εφετείο κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο κατά το 79ΠΚ επιβάλλοντας ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, ενώ μπορεί να τον κρίνει και ατιμώρητο. Έτσι προκύπτει έμμεσα ότι ο κατηγορούμενος δηλώνει την ενοχή του, χωρίς ωστόσο να προβλέπεται κάπου στο νόμο ότι πρέπει να το δηλώσει και άμεσα. Στα θετικά του άρθρου συγκαταλέγεται η μη επιβολή δικαστικών εξόδων ενώ κατά της απόφασης του δικαστηρίου δεν χωρεί έφεση. Τέλος, το άρθρο προβλέπει ότι η συνδιαλλαγή δεν εφαρμόζεται σε κακουργήματα στρεφόμενα κατά του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού.

Τελικές Σκέψεις

Πρόταση του παρόντος άρθρου συνιστά η σταδιακή εισαγωγή του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης στην Ελληνική δικαιοσύνη. Επί παραδείγματι μπορεί αρχικά να εφαρμόζεται στις υποθέσεις πταισμάτων και πλημμελημάτων, και να εξαιρούνται ορισμένα κακουργήματα από τη διαδικασία αυτή. Μετά από ένα διάστημα αξιολόγησης μπορεί να αποφασιστεί εάν και μέρος αυτών των υποθέσεων δύναται να περιβληθεί με τον ανωτέρω νομικό μανδύα. Αντεπιχειρήματα πιθανώς θα προταθούν αναφορικά με την παραβίαση της βασικής ποινικής αρχής του ότι κανένας δεν είναι ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου καθώς και της αρχής ότι καθένας δύναται να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ωστόσο, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως ανεδαφικές καθώς η ομολογία του κατηγορουμένου αυτόματα θα συνιστά ομολογία ενοχής ενώ εν συνεχεία η ποινική διαπραγμάτευση συνιστά μια –έστω ιδιόμορφη- υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ο οποίος άλλωστε δεν είναι υποχρεωμένος να ενταχθεί στο σχήμα αυτό εκχωρώντας το δικαίωμά του προς μια δημόσια δίκη. Τα επιχειρήματα μάλιστα αντισυνταγματικότητας έχουν κριθεί ως ανίσχυρα σε αντίστοιχες περίπτωσης σε όλα τα κράτη που εφαρμόζεται το plea bargaining.

Τέλος, ούτε το αντεπιχείρημα της παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης είναι ισχυρό καθώς ο παρών θεσμός συνιστά επιλογή και όχι υποχρέωση, συνεπώς δεν αποσβένει τα αναπαλλοτρίωτα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ενώ η συμφωνία στη διαπραγμάτευση λειτουργεί ως θεματοφύλακας της δίκαιης δίκης. Η συζήτηση αυτή μπορεί να επεκταθεί σε μάκρος επιχειρημάτων, ωστόσο ο πυρήνας της ποινική διαπραγμάτευσης στηρίζεται στα νομικά αγαθά της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας τα οποία είναι εξίσου ισχυρά. Στο πλαίσιο αυτό η ελληνική νομική κοινότητα θα κληθεί να μετρήσει τα οφέλη από αυτήν την πρωτοποριακή ποινική αλλαγή, και να επιλέξει αν θα απορροφήσει τυχόν αντεπιχειρήματα τα οποίο μπορεί να είναι και ενίοτε εύλογα.

* Λέκτορας Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Επιστημονικός συνεργάτης των Πανεπιστημίων Harvard και Stanford, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Cambridge, Δικηγόρος Αθηνών.

  1. Υφίστανται περισσότερες της μίας αποδόσεις του νοήματος του όρου plea bargaining στην Ελληνική. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου χρησιμοποιείται αυτή της ποινικής διαπραγμάτευσης ως βέλτιστα εκφράζουσας του νομικού περιεχομένου του όρου.
  2. Rubin, P. (1977). Why is common law efficient? Journal of Legal Studies, 6, 51. Scott, R. E., & Stuntz, W. J. (1992). Plea bargaining as contract. The Yale Law Journal, 101, 1909–1968.
  3. Bjerk, D. On the role of plea bargaining and the distribution of sentences in the absence of judicial system frictions International Review of Law and Economics 28 (2008) 1–7.
  4. U.S. Sentencing Comm’n, the federal sentencing guidelines: A report on the operation of the guidelines system and short-term impacts on disparity in sentencing, use of incarceration, and prosecutorial discretion and plea bargaining 65 (1991).
  5. Stephen J. Schulhofer & Ilene H. Nagel, Plea Negotiations Under the Federal Sentencing Guidelines: Guideline Circumvention and Its Dynamics in the Post-Mistretta Period, 91 NW. U. L. REV. 1284, 1292 (1997).
  6. Alschuler, A. W. The prosecutor’s role in plea bargaining. University of. Chicago Law Review,1968,3(5,50-112.).
  7. Rosett, Albert and Donald R. CRESSY (1976) Justice by Consent: Plea Bargains in the American Courthouse. Philadelphia: Lippincott. SHIN.
  8. Baldwin, J., and M. McConville (1977). Negotiated Justice: Pressures to Plead Guilty. London: Martin Robertson.
  9. Adelstein, R. (1981). The plea bargain in England and America: A comparative institutional view. In P. Burrows & C. Veljanovski (Eds.), The Economic Approach to Law. London: Butterworths.
  10. Bibas, S. (2003). “Harmonizing Substantive-Criminal-Law Values and Criminal Procedure: The Case of Alford and Nolo Contendere Pleas,” 88 Cornell Law Review 1361
  11. H. Joo (1973) “Do Lesser Pleas Pay?: Accommodations in the Sentencing and Parole Processes,” 1 Journal of Criminal Justice 27.
  12. Blumberg, A. S. The practice of law as a confidence game: Organizational co-optation of a profession. Law and Society Review, 1967, 1, 15-39.
  13. Reinganum, J. F. (1988). Plea bargaining and prosecutorial discretion. American EconomicReview, 78, 713–728.
  14. Swartzman, D., Lipton, M. D., LaDolce, D. L., & Burciaga, E. Plea-bargaining mishaps: The possibility of attacking the resultant plea of guilty. Journal oj Criminal Law and Criminology, 1974, 65, 170-180.
  15. Adelstein, R.,&Miceli, T. (2001). Toward acomparative economics of plea bargaining. European Journal of Law and Economics, 11, 47–67.
  16. Garoupa, N. (1997). The theory of optimal law enforcement. Journal of Economic

Surveys, 11, 267–295.

  1. AL SCHULER, Albert W. (1976) “The Trial Judge’s Role in Plea Bargaining, Part I,” 76 Columbia Law Review 1059.
  2. Les chiffres de la Justice (http://www.justice.gouv.fr/art_pix/1_chiffrescles06.pdf), French Ministry of Justice, October 2006.
  3. John Langbein, Land Without Plea Bargaining- How the Germans Do It
  4. Baker, S., & Mezzetti, C. (2001). Prosecutorial resources, plea bargaining and the decision to go to trial. Journal of Law, Economics & Organization, 17, 149–167.
  5. Newman, D. J. Pleading guilty for considerations: A study of bargain justice. Journal of Criminal Law, Criminology, and Police Science, 1956, 46, 780-790.
  6. Reinganum, J. (1988). Plea bargaining and prosecutorial discretion. American Economic Review, 78, 713–728.
  7. Pizzi, W., & Marafioti, L. (1992). The new Italian code of criminal procedure: the difficulties of building an adversarial trial system on a civil law foundation. Yale J. Int. Law, 1 (17), 1–39.
  8. Boari, N. (1995). Law and economics in action: an efficiency analysis of the Italian penal procedures after 1989.
  9. Miller, J. (1990). Plea bargaining and its analogues under the new Italian criminal procedure code and in the United States: towards a new understanding of comparative criminal procedure. N. Y. J. Int. L & Pol, 22, 218.
  10. Kobayashi, B. H. (1992). Deterrence with multiple defendants: An explanation for ‘unfair’ plea bargains. RAND Journal of Economics, 23, 507–517.
  11. Presumed guilty when innocent people are wrongly convicted 1991.
  12. Mather, L. (1979). Plea bargaining or trial? Lexington Books.
  13. Emmelman, D. S. (1996). “Trial by Plea Bargain: Case Settlement as a Product of Recursive Decisionmaking,” 30 Law and Society Review 335.
  14. Chu, C. (1991). An economic analysis of the criminal proceedings in civil-law countries. International Review of Law and Economics, 11, 111–116.
  15. Boari, N. , Fiorentini, G. An economic analysis of plea bargaining: the incentives of the parties in a mixed penal system / International Review of Law and Economics 21 (2001) 213–231
  16. Posner, R. (1973). An economic approach to legal procedure and judicial administration. Journal of Legal Studies, 2 (2), 399–458.
  17. Jeong-Yoo Kim Eur J Law Econ (2010) 29:279–293 Credible plea bargaining.
  18. Bar-Gill, O., & Ben-Shahar, O. (2007). The prisoners’ (plea bargain) dilemma, forthcoming in Journal of Legal Analysis.
  19. Ellen Yaroshefsky, Ethics and Plea Bargaining- What’s discovery got to do with it?
  20. Pauline Houlden, Impact of Procedural Modifications on Evaluations of Plea Bargaining, Law and Society Review, Vol. 15. No. 2 (1980-1981) pp. 267-292
  21. Frankel, A., & Morris, W. N. Testifying in one’s own defense: The ingratiator’s dilemma. Journal of Personality and Social Psychology, 1976, 34, 475-480.
  22. Gregory, L., Mowen, J., and Linder, D. Social Psychology and Plea Bargaining: Applications, Methodology, and Theory Journal of Personality and Social Psychology 1978, Vol. 36, No. 12, 1521-1530
  23. Mills, J. A procedure for explaining experiments involving deception, Personality and Social Psychology Bulletin, 1976, 2, 3-13.
  24. Shaver, K. G., Gilbert, M. A., & Williams, M. C. Social psychology, criminal justice, and the principles of discretion: A selective review. Personality and Social Psychology Bulletin, 1975, 1, 471-484.
  25. Easterbrook, E H. (1992). “Plea Bargaining as Compromise,” 101 Yale Law Journal 1969.
  26. Garoupa, N. & Stephen, F. H. (2008). Why plea bargaining fails to achieve results in so many criminal justice systems: A new framework for assessment, Maastricht Journal of European and Comparative Law, 15, forthcoming.
  27. Halberstam, M. (1982). “Criminal Law: Towards Neutral Principles in the Administration of Criminal Justice: A Critique of Supreme Court Decisions Sanctioning the Plea Bargaining Process,” 73 Journal of Criminal Law and Criminology 1.
  28. www.ministryofjustice.gr
  29. http://elsareview.org/2011/09/the-practice-of-plea-bargaining-ensures-the-efficient-negotiation-of-justice-and-should-be-actively-encouraged-by-defence-lawyers/
  30. Mongraina S. and Roberts, J. Plea bargaining with budgetary constraints, International Review of Law and Economics 29 (2009) 8–12
  31. Reinganum, J. (1988). Plea bargaining and prosecutorial discretion. American Economic Review 78, 713–728.
  32. Reinganum, J. (1988). Plea bargaining and prosecutorial discretion. American Economic Review, 4 (78), 713–728.
  33. Church, Thomas (1976) “Plea Bargains, Concessions and the Courts: Analysis of a Quasi-Experiment,” 10 Law & Society Review 377.
  34. Grossman, G., & Katz, M. (1983). Plea bargaining and social welfare. American Economic Review, 73, 749–757.
  35. Grossman, G. M., & Katz, M. L. (1983). Plea bargaining and social welfare. American Economic Review, 73, 749–757.
  36. Uhlman, Thomas and N. Darlene WALKER (1977) “Pleas No Bargains?: Criminality, Case Disposition, and Defendant Treatment.” Paper presented at the annual meeting of the American Political Science Association, Washington, D.C., 1977.
  37. Heumann, Milton (1975) “A Note on Plea Bargaining and Case Pressure,” 9 Law & Society Review 515.
  38. www.ministryofjustice.gr
  39. Fisher, G. (2000). Plea bargaining’s triumph. The Yale Law Journal, 109, 857– 1087.
  40. www.ministryofjustice.gr
  41. www.ministryofjustice.gr