Χώροι κράτησης και ανθρωπιστική κρίση
Νικολαος Βαρβατακος*
Εισαγωγή
Δεδομένου ότι η λέξη «ανθρωπιστικός» διαθέτει ένα αρκετά ευρύ σημασιολογικό πεδίο, θα ήταν σκόπιμο να διασαφηνιστεί η έννοια με την οποία έχει χρησιμοποιηθεί στην παρούσα συγγραφική εργασία, τόσο σε συνδυασμό με τον όρο «κρίση» όσο και σε συνάρτηση με την έννοια των χώρων κράτησης. Παρά τις επιμέρους του έννοιες, το επίθετο «ανθρωπιστικός» ανάγεται τελικά στον άνθρωπο και είναι σημασιολογικώς άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί του. Έτσι λοιπόν, ο όρος «ανθρωπιστικός» αναφέρεται κατά μία έννοια στον άνθρωπο ως ολότητα, ως φορέα ενός συνόλου ψυχοπνευματικών ιδιοτήτων ο οποίος, υποκείμενος στις (υλικές και ευρύτερες) συνθήκες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο διαβιοί, επηρεάζεται από αυτές και βρίσκεται μαζί τους σε μια σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης. Επομένως, ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται εδώ σε συνάρτηση με τον άνθρωπο ως γενική έννοια και όχι μόνο σε σχέση με τις υλικές συνθήκες του περιβάλλοντος όπου ζει ή, ειδικότερα –και εν προκειμένω-, κρατείται. Ο όρος «κρίση» χρησιμοποιείται με την έννοια της διατάραξης, της δυσλειτουργίας μιας υφιστάμενης κατάστασης, ή και με την έννοια της όξυνσης και επιδείνωσης ενός (ήδη αρνητικού) φαινομένου. Τέλος, με τον όρο «χώροι κράτησης» εννοούνται, στην παρούσα εργασία, όχι τόσο γενικά οι χώροι στέρησης της ελευθερίας ενός ατόμου (οι χώροι όπου διαβιούν άτομα τοποθετημένα εκεί από τα αρμόδια, προς τούτο, όργανα της πολιτείας, από τους οποίους χώρους τα άτομα αυτά δεν μπορούν να απομακρυνθούν αυτοβούλως) όσο, ειδικότερα και κατά κύριο λόγο, τα σωφρονιστικά καταστήματα ή φυλακές – που συνιστούν τους πλέον περικλειστικούς και «ολοπαγείς» τέτοιους χώρους.[1]
Έτσι λοιπόν, η θεματική της συγγραφικής αυτής εργασίας αναπτύσσεται με άξονα ορισμένα βασικά προβληματικά στοιχεία που επηρεάζουν δυσμενώς τους ανθρώπους (γενικώς, ως άτομα ή προσωπικότητες) οι οποίοι τελούν υπό κράτηση κατά κύριο λόγο στις φυλακές. Για λόγους πρακτικούς (επάρκειας χώρου) αλλά και περισσότερο στοχευμένης ανάπτυξης του θέματος, περιοριστήκαμε στα άτομα που κρατούνται στις ελληνικές φυλακές και κατά τα τελευταία έτη, αξιοποιώντας συναφές βιβλιογραφικό υλικό που επίσης συνεγράφη ή δημοσιεύθηκε κατά τα τελευταία έτη μέχρι σήμερα. Τα συμπεράσματα, ωστόσο, και οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται θα μπορούσαν, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, να διατηρήσουν τη σημασία τους και αναφορικά με άλλα περιβάλλοντα κράτησης, σε διαφορετικές χώρες ή δικαιοδοτικά συστήματα.
Σκιαγράφηση της κρίσης – γενικά
Τα προβληματικά και δυσλειτουργικά στοιχεία του σωφρονιστικού συστήματος της Ελλάδας είναι πολλά, έχουν δε κατά καιρούς αποτυπωθεί σε διάφορες εκθέσεις ελληνικών και διεθνών φορέων, σε επίσημες δηλώσεις πολιτικών προσώπων, σε δημοσιεύματα και βιβλία, σε ανακοινώσεις των εργαζομένων στον σωφρονιστικό χώρο, καθώς και αλλού. Οι ποικίλες αυτές, παθογόνες πλευρές του σωφρονιστικού μας συστήματος επιτείνονται ακόμη περισσότερο από την πρωτοφανή οικονομική κρίση την οποία διέρχεται κατά τα τελευταία έτη η χώρα μας, κρίση η οποία ασφαλώς έχει σοβαρό αντίκτυπο, μεταξύ άλλων, και στις συνθήκες κράτησης των εγκλείστων στις ελληνικές φυλακές, καθώς και –συνακόλουθα– στις συνθήκες εργασίας του σωφρονιστικού προσωπικού. Στην τελευταία, για παράδειγμα, μέχρι στιγμής έκθεση την οποία έχει δημοσιεύσει για την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT), κατόπιν επίσκεψης που πραγματοποίησε σε διάφορους χώρους κράτησης από την 4η έως τη 16η Απριλίου 2013, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι, με βάση τα ευρήματα αυτής της επίσκεψης, συνεχίζεται η κράτηση αντικανονικών μεταναστών σε αστυνομικές εγκαταστάσεις «για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα σε εντελώς απαράδεκτες συνθήκες»,[2] συμπληρώνοντας επίσης ότι οι συνθήκες κράτησης του μεγαλύτερου μέρους του αριθμού των αντικανονικών μεταναστών (και άλλων ατόμων) οι οποίες επικρατούν σε αστυνομικά τμήματα και συνοριακούς σταθμούς στις διάφορες περιοχές της χώρας που επισκέφθηκε, «μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμούν με απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση».[3] Το αυτό ανέφερε και για τις συνθήκες κράτησης στο ένα, υπαγόμενο στο Λιμενικό Σώμα, κέντρο κράτησης που επισκέφθηκε (στην Ηγουμενίτσα).[4] Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας που δέχθηκαν επίσκεψη από τη CPT, στα επισημανθέντα προβλήματα συγκαταλέγεται όχι μόνο ο σοβαρός υπερσυνωστισμός των κρατουμένων και η οξεία έλλειψη προσωπικού, αλλά και η έλλειψη υγιεινής, η ανεπαρκής ιατρική φροντίδα, η βία μεταξύ κρατουμένων, καθώς και η έλλειψη εποικοδομητικών δραστηριοτήτων για τους κρατουμένους.[5]
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η έκθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα (2014) την οποία συνέταξε και δημοσίευσε τον Ιούνιο 2015 το Γραφείο Δημοκρατίας, Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Εργασίας του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, οι συνθήκες στις φυλακές και στα κέντρα κράτησης της Ελλάδας δεν ανταποκρίνονται στα εθνικά ή διεθνή πρότυπα, ενώ στα υφιστάμενα στους χώρους αυτούς προβλήματα περιλαμβάνεται ο οξύς υπερσυνωστισμός, η ανεπάρκεια υλικών πόρων όπως κουβερτών, ιματισμού και ειδών υγιεινής, προβλήματα ανεπαρκούς δίαιτας και πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη κ.ά., καθώς και ο συμφυρμός καταδίκων, υποδίκων και αντικανονικών μεταναστών, και η ανάμειξη ενήλικων και ανήλικων κρατουμένων.[6]
Πλήθος στοιχείων τα οποία καταδεικνύουν την κρίση που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές περιλαμβάνεται και σε ευσύνοπτη συγγραφική εργασία με θέμα τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της χώρας μας, η οποία εκπονήθηκε από τον επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Νικόλαο Κουλούρη και τον κοινωνιολόγο στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού Ουίλιαμ Αλοσκόφη, και δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο 2013 στο πλαίσιο του έργου (project) με τίτλο European Prison Observatory (Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φυλακών). Στο συγγραφικό αυτό πόνημα αναφέρεται, μεταξύ πολλών άλλων πληροφοριακών στοιχείων, ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει στο κοινωνικό περιβάλλον των ελληνικών φυλακών περισσότερη ανασφάλεια από ποτέ, ενώ παράλληλα γίνεται λόγος για μια γενική επιδείνωση στις κρατούσες συνθήκες εντός των φυλακών η οποία συνιστά απόρροια των περικοπών που έχουν υποστεί οι δημόσιες δαπάνες για το σωφρονιστικό σύστημα, από 136 εκατομμύρια ευρώ το 2009 σε 111 το 2013. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τους συγγραφείς αυτής της εργασίας, το άνευ προηγουμένου, υφιστάμενο επίπεδο οικονομικής ανασφάλειας αποτελεί έναν εκ των παραγόντων που συντελούν σε μια περισσότερο τιμωρητική μεταχείριση των κρατουμένων.[7]
Βασικές όψεις της ανθρωπιστικής κρίσης – ειδικώς
Τα προεκτεθέντα στοιχεία συνθέτουν μια γενική εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές, η οποία έχει επιδεινωθεί σοβαρά από την οικονομική κρίση που ταλανίζει την Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, θα παρατεθούν ορισμένες προβληματικές όψεις της πραγματικότητας εντός των ελληνικών φυλακών, οι οποίες (αν και όχι εξ ορισμού και κατ’ ανάγκην προβληματικότερες σε σχέση με άλλες αρνητικές πτυχές) έχουν, θεωρούμε, περισσότερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα· και τούτο, διότι οι προβληματικές αυτές όψεις έχουν περισσότερο κομβική θέση στη σημερινή σωφρονιστική παθογένεια, υπό την έννοια ότι γεννούν νέα (ή οξύνουν κατά πολύ ήδη υφιστάμενα) προβλήματα τα οποία έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα της καθημερινής ζωής μέσα στις φυλακές. Επιπλέον, οι όψεις αυτές έχουν κατά κάποιο τρόπο περισσότερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δυσχεραίνουν ιδιαίτερα (ή και καταργούν εντελώς) την εξατομικευμένη σωφρονιστική μεταχείριση ενός κρατουμένου – τη μεταχείριση εκείνη στην οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν το σύνολο της προσωπικότητας του κρατουμένου, αντιμετωπίζονται επαρκώς οι διάφορες, ιδιαίτερες ανάγκες του και του παρέχεται ένα κατάλληλο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να αναπτύξει εποικοδομητικά το σύνολο των ατομικών του κλίσεων και ικανοτήτων, ενόψει μάλιστα και της προετοιμασίας του για τη μελλοντική του αποφυλάκιση και την επάνοδό του στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Η πρώτη και κύρια προβληματική αυτή όψη είναι ο υπερσυνωστισμός των κρατουμένων. Το εν λόγω πρόβλημα, παρά την ύφεση με την οποία εκδηλώνεται περιστασιακά λόγω των κατά καιρούς εκτάκτων μέτρων αποσυμφόρησης των φυλακών,[8] συνιστά στην πράξη «ένα οξύ και χρόνιο πρόβλημα στις ελληνικές φυλακές»,[9] ένα πρόβλημα που δημιουργεί «αβίωτες συνθήκες εγκλεισμού που δεν συνάδουν με τις αρχές του κράτους δικαίου»,[10] ένα φαινόμενο, επίσης, που έχει χαρακτηριστεί (προφανώς, λόγω της βαρύτητάς του) από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως «μέγιστη πρόκληση για τις σωφρονιστικές διοικήσεις και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης στο σύνολό του».[11] Στα ποικίλα αρνητικά συμπαρομαρτούντα του υπερσυνωστισμού των κρατουμένων (ένα εκ των οποίων, για παράδειγμα, είναι και η μείωση του διατιθέμενου σε κάθε κρατούμενο προσωπικού χώρου και η συνακόλουθη, έμπρακτη παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, με διάφορες επιπτώσεις σε ψυχικό επίπεδο),[12] θα πρέπει να προστεθεί και το εξής: η σοβαρή εξασθένιση, ενίοτε ακόμη και η πλήρης κατάργηση, της δυνατότητας για εποικοδομητική, προσωπική αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατουμένων και του σωφρονιστικού προσωπικού. Το ζήτημα αυτό δεν είναι διόλου ήσσονος σημασίας, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα μέλη του προσωπικού των φυλακών είναι τα άτομα με τα οποία οι έγκλειστοι συναναστρέφονται περισσότερο και εξ αντικειμένου αλληλεπιδρούν, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη φυλακή. Δεδομένης αυτής της υφιστάμενης ώσμωσης και διάδρασης, είναι εύλογο ότι η ποιότητα της καθημερινής ζωής του εγκάθειρκτου πληθυσμού στα καταστήματα κράτησης διέρχεται και μέσα από την ποιότητα των (υπηρεσιακών και διαπροσωπικών του) σχέσεων με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Επιπροσθέτως, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η ευεργετική επίδραση την οποία μπορεί να ασκήσει η εν λόγω ποιοτική σχέση στη ζωή του κρατουμένου μετά την αποφυλάκιση, ή –με άλλα λόγια- στην κοινωνική του επανένταξη.[13] Όλη αυτή η δυναμική της σχέσης μεταξύ εγκλείστων και εργαζομένων στις φυλακές αναδεικνύεται με σαφήνεια στη Σύσταση (2012) 5 με θέμα τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για το Σωφρονιστικό Προσωπικό (European Code of Ethics for Prison Staff), η οποία διατυπώθηκε από την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη τον Απρίλιο 2012. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην εν λόγω Σύσταση ότι «το σωφρονιστικό προσωπικό θα εργάζεται προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων διά μέσου ενός προγράμματος εποικοδομητικών δραστηριοτήτων, προσωπικής αλληλεπίδρασης και αρωγής»[14] (η έμφαση, δική μας).
Η δυνατότητα αυτής της προσωπικής αλληλεπίδρασης, όπως συνιστάται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, είναι κάτι που αποδυναμώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον υπερσυνωστισμό των κρατουμένων – φαινόμενο το οποίο, μεταξύ άλλων (και λόγω των πολλαπλών προβλημάτων που επιφέρει στην καθημερινή λειτουργία της φυλακής, με όλη τη συνακόλουθη αύξηση του εργασιακού φόρτου του προσωπικού), περιορίζει αυτή την αλληλεπίδραση σε μια στοιχειώδη –αν όχι ανύπαρκτη- επικοινωνία η οποία διενεργείται στο πλαίσιο της εκτέλεσης τυπικών, διεκπεραιωτικών καθηκόντων.
Η ποιότητα, ωστόσο, της ανθρώπινης και προσωπικής αυτής αλληλεπίδρασης υπονομεύεται σοβαρά και από ένα άλλο γνώρισμα του εγκάθειρκτου πληθυσμού στη χώρα μας, το οποίο συνθέτει από μόνο του μία από τις προβληματικές όψεις της σημερινής πραγματικότητας στις ελληνικές φυλακές. Η εν λόγω όψη δεν είναι άλλη από την αριθμητική πλειονότητα των αλλοδαπών κρατουμένων σε συνδυασμό με την έντονη εθνοπολιτισμική τους ετερογένεια. Με βάση τα αριθμητικά μεγέθη που παραθέτει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΥΔΔΑΔ), συνάγεται ότι οι αλλοδαποί έγκλειστοι αποτελούν την πλειονότητα εντός του συνολικού πληθυσμού των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές ήδη από το 2009 (με ποσοστό 51,8%), διατηρώντας έκτοτε σταθερά το πλειοψηφικό αυτό χαρακτηριστικό μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα προσβάσιμα δεδομένα του ΥΔΔΑΔ, το ποσοστό των αλλοδαπών κρατουμένων ανερχόταν στο 58,33% επί του συνόλου, την 1-1-2015.[15] Τα στοιχεία αυτά συγκλίνουν με τα αντίστοιχα που παρατίθενται στη βάση δεδομένων World Prison Brief (του Ινστιτούτου Ερεύνης Ποινικής Πολιτικής [Institute for Criminal Policy Research] της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου), σύμφωνα με την οποία οι αλλοδαποί κρατούμενοι στη χώρα μας συνιστούσαν στις 1-9-2013 το 60,4% επί του συνόλου των κρατουμένων στα ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα.[16] Σε ό,τι αφορά την εθνοπολιτισμική σύνθεση των αλλοδαπών εγκλείστων, είναι χαρακτηριστικά τα σχετικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πιο πρόσφατη, μέχρι στιγμής, υπηρεσιακή έκθεση με στατιστικά στοιχεία για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και την ποινική κατάσταση των κρατουμένων στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, η οποία συντάχθηκε από τον κοινωνιολόγο του εν λόγω καταστήματος Ουίλιαμ Αλοσκόφη. Δεδομένου ότι το Κατάστημα Κράτησης (ή Δικαστική Φυλακή) Κορυδαλλού αποτελεί τη μεγαλύτερη φυλακή της χώρας και την κεντρική «πύλη εισόδου» στο ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία σκιαγραφούν την κατάσταση που επικρατεί γενικώς στα καταστήματα κράτησης της Ελλάδας. Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση, στις 13-01-2015 κρατούνταν στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού έγκλειστοι προερχόμενοι από 68 διαφορετικές χώρες καταγωγής (!). Όσον αφορά τη γεωγραφική και εθνοπολιτισμική κατανομή αυτών των χωρών, τα σχετικά ποσοστά της έκθεσης είναι εύγλωττα: 34,5% (των κρατουμένων κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία) προέρχονταν από Ελλάδα και Κύπρο· 25,9% προέρχονταν από βαλκανικές χώρες· 13,9% από χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής· 14,7% από χώρες της Νοτίου, Κεντρικής και Ανατολικής Ασίας· 4% από χώρες της Κεντρικής Αφρικής· 0,8% από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρειο Αμερική και την Αυστραλία· 0,5% από χώρες της Λατινικής Αμερικής· και, τέλος, 5,8% από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης.[17]
Ο εθνοπολιτισμικός αυτός κατακερματισμός εντός των ελληνικών φυλακών δημιουργεί (όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς) μια ιδιαιτέρως προβληματική κατάσταση η οποία συνδυάζεται και τροφοδοτείται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι αλλοδαποί αυτοί κρατούμενοι είναι σε μεγάλο (ίσως και κατά το μεγαλύτερο) ποσοστό άποροι και στερούμενοι ενός σταθερού, υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου. Η έλλειψη ιδίων πόρων και η αδυναμία λήψης υποστήριξης (οικονομικής, ψυχοκοινωνικής μέσω επισκεπτηρίων κ.λπ.) από μέλη του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος αποτελούν στοιχεία που έχουν σοβαρό αντίκτυπο στον ψυχισμό αυτών των κρατουμένων και, κατ’ επέκταση, στην καθημερινή τους διαβίωση στο σωφρονιστικό κατάστημα. Πέραν αυτού, αναφύονται και διάφορα πρακτικής φύσεως προβλήματα που απορρέουν από την ύπαρξη αλλοδαπών κρατουμένων οι οποίοι δεν μιλούν Ελληνικά ή κάποια άλλη, ευρέως κατανοητή γλώσσα, γεγονός που επηρεάζει σοβαρά την ποιότητα της καθημερινής τους ζωής στη φυλακή – π.χ. την εκ μέρους τους επαρκή κατανόηση των κανονισμών του καταστήματος (κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε εξάρτησή τους από άλλους κρατουμένους οι οποίοι λειτουργούν ατύπως ως διερμηνείς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ακρίβεια και την εγκυρότητα των διαμειβομένων, καθώς και για την προστασία εμπιστευτικών, προσωπικών πληροφοριών),[18] την ποιότητα των σχέσεών τους με τα μέλη του προσωπικού κ.ά.
Η προβληματική αυτή πτυχή, την οποία συνιστά το μωσαϊκό εθνοτήτων στις ελληνικές φυλακές, έχει και μία κατεξοχήν ανθρωπιστική πλευρά. Η αδυναμία (άμεσης) γλωσσικής επικοινωνίας, σε συνδυασμό με την αδυναμία κατανόησης, πολλές φορές, των επιμέρους αξιακών συστημάτων (τα οποία, για παράδειγμα, άπτονται της κουλτούρας ή και του θρησκεύματος), υποσκάπτει τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας και δυσχεραίνει την ανάπτυξη και εκδήλωση εγγενών ανθρώπινων χαρακτηριστικών, όπως είναι η αλληλοκατανόηση και η ενσυναίσθηση. Το χάσμα αυτό βαθαίνει ακόμη περισσότερο εξαιτίας της έλλειψης εκπαίδευσης του σωφρονιστικού προσωπικού σε διαπολιτισμικά ζητήματα, σε θέματα σχετικά με την (εν προκειμένω εθνοπολιτισμική) διαφορετικότητα, καθώς και σε τομείς ανάπτυξης επικοινωνιακών δεξιοτήτων, π.χ. εκμάθησης ξένων γλωσσών που ομιλούνται από μεγάλο αριθμό αλλοδαπών εγκλείστων κ.ά. Η έλλειψη εκπαίδευσης των εργαζομένων στις φυλακές σε ζητήματα διαπολιτισμικής επικοινωνίας είναι κάτι που επισημάνθηκε και από τη CPT, στην τελευταία μέχρι στιγμής έκθεση την οποία έχει δημοσιεύσει για την Ελλάδα.[19]
Τέλος, μια επιπλέον σοβαρή όψη της ανθρωπιστικής κρίσης στα ελληνικά καταστήματα κράτησης είναι αυτή που σχετίζεται με εκείνη την ομάδα ανθρώπων η οποία μοιράζεται, σε μεγάλο βαθμό, με τους κρατουμένους τα «δεινά του εγκλεισμού», εκτίθεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη ομάδα (πλην, φυσικά, των ίδιων των κρατουμένων) στις αρνητικές παρενέργειες της στέρησης της ελευθερίας και συναναστρέφεται περισσότερο τους εγκλείστους καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στη φυλακή, 24 ώρες το 24ωρο και 365 ημέρες τον χρόνο, ημέρες και νύκτες, αργίες και εργάσιμες. Η ομάδα αυτή δεν είναι άλλη από το σωφρονιστικό προσωπικό. Τα μέλη του εν λόγω προσωπικού είναι τα άτομα που ζουν και αλληλεπιδρούν περισσότερο με τους κρατουμένους, επηρεάζοντας την ποιότητα της καθημερινής τους ζωής στη φυλακή. Είναι οι επαγγελματίες εκείνοι οι οποίοι αποτελούν τη «γέφυρα» μεταξύ της φυλακής και της (ευρύτερης) κοινωνίας, εκπροσωπώντας κατά κάποιον τρόπο την πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο έναντι των κρατουμένων, αλλά και –αντίστροφα- κομίζοντας την πραγματικότητα της εγκάθειρκτης ζωής προς το ευρύτερο, εκτός φυλακής κοινωνικό σύνολο. Επιπλέον, είναι άτομα που, δεδομένης της διάδρασής τους με τους κρατουμένους, έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν στην ομαλή κοινωνική τους επανένταξη μετά την αποφυλάκιση μέσω της μεταβίβασης προς αυτούς θετικών προτύπων συμπεριφοράς και σκέψης,[20] καθώς και μέσω του υποστηρικτικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν απέναντι στα διάφορα, υλοποιούμενα εντός των φυλακών, προγράμματα (εκπαιδευτικά, ψυχικής στήριξης, αντιμετώπισης εθισμών κ.λπ.).
Είναι λοιπόν σαφές ότι κάθε μέτρο στήριξης του σωφρονιστικού (και δη του ένστολου, φυλακτικού) προσωπικού αποτελεί, ουσιαστικά, μέτρο στήριξης και των κρατουμένων. Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικά βήματα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στις ελληνικές φυλακές είναι η λήψη υποστηρικτικών μέτρων για το σωφρονιστικό προσωπικό και η προσπάθεια επίλυσης των διαφόρων προβλημάτων του. Το πρώτο και κύριο τέτοιο πρόβλημα, το οποίο έχει πολλάκις επισημανθεί μέχρι τώρα, είναι η οξεία υποστελέχωση των φυλακών, η σοβαρή έλλειψη προσωπικού, η οποία θεωρείται και στην πιο πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση της CPT για την Ελλάδα (2013) ως μία από τις δύο θεμελιώδεις, παλαιόθεν παρατηρηθείσες, ελλείψεις του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος (η άλλη είναι ο υπερσυνωστισμός των κρατουμένων).[21] Επιπλέον, η οξεία αυτή υποστελέχωση όχι μόνο αυξάνει σημαντικά τον εργασιακό φόρτο του προσωπικού (αυξάνοντας, κατ’ επέκταση, και τον κίνδυνο εργασιακής εξουθένωσης [burnout]), αλλά και απειλεί την ίδια την προσωπική ασφάλεια των κρατουμένων.[22]
Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο χρειάζεται να επιλυθεί είναι η ελλιπής (για την ακρίβεια, στοιχειώδης) εκπαίδευση των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η εν λόγω εκπαίδευση είναι μόλις δίμηνης διάρκειας, ενώ απουσιάζουν από αυτήν (όπως προαναφέρθηκε) θέματα διαπολιτισμικής επικοινωνίας, καθώς και άλλα γνωστικά πεδία ανθρωποκεντρικής φύσεως, όπως είναι, για παράδειγμα, η επαρκής διδασκαλία στοιχείων κοινωνιολογίας και ψυχολογίας.[23]
Ένα τρίτο, τέλος, και εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι και η ανυπαρξία θεσμοθετημένης ψυχικής στήριξης των μελών του φυλακτικού (ιδίως) προσωπικού (τα οποία, παρ’ όλα αυτά, εκτίθενται κατά την άσκηση της εργασίας τους σε ποικίλα τραυματικά βιώματα και αγχογόνα ερεθίσματα),[24] καθώς και η απουσία, από την πλευρά των αρμόδιων πολιτειακών οργάνων, οποιασδήποτε δημόσιας ανάδειξης και θετικής προβολής του ρόλου και του έργου των σωφρονιστικών υπαλλήλων.[25]
Η διευθέτηση των τριών αυτών προεκτεθέντων ζητημάτων, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας, το καθεστώς, την εκπαίδευση και τη στήριξη του σωφρονιστικού προσωπικού, θα συμβάλει όχι μόνο στη βελτίωση της εργασιακής (και ευρύτερης) ζωής των μελών του, αλλά θα συντελέσει και στην εδραίωση ενός περισσότερο ανθρώπινου (ανθρωπιστικού) κλίματος εντός της φυλακής, επιδρώντας θετικά και στην ποιότητα της καθημερινής ζωής των κρατουμένων.
Η (αεί) λανθάνουσα ανθρωπιστική κρίση – γενικώς
Οι πτυχές του σωφρονιστικού μας συστήματος και της διαβίωσης στις ελληνικές φυλακές που εκτέθηκαν παραπάνω δίνουν μια αδρομερή μόνο εικόνα της ανθρωπιστικής κρίσης που επικρατεί σήμερα στους χώρους κράτησης της χώρας μας, ιδίως δε στις φυλακές, όπου ο εκεί εγκλεισμός έχει μονιμότερο χαρακτήρα και, κατά κανόνα, μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με άλλους χώρους στέρησης της ελευθερίας, όπως είναι για παράδειγμα τα αστυνομικά κρατητήρια, λοιπά κέντρα κράτησης κ.ά. Η εικόνα αυτή δεν εξαντλεί το σύνολο των προβληματικών όψεων στους εν λόγω χώρους. Οι εκθέσεις, μελέτες και αναφορές που κατά καιρούς δημοσιεύονται, απαριθμούν και διάφορα άλλα παθογόνα στοιχεία, τα οποία συντελούν, άλλο περισσότερο και άλλο λιγότερο, στη συντήρηση ή και στην επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης στους καθ’ ημάς χώρους κράτησης. Τέτοια παθογόνα στοιχεία, επί παραδείγματι, είναι: η ανεπαρκής παροχή ευκαιριών εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και επαγγελματικής κατάρτισης· η μειωμένη παροχή δυνατοτήτων ψυχαγωγίας· η ελλιπής προσφορά παραγωγικής και αμειβόμενης εργασίας· η απουσία συστηματικής και θεσμοθετημένης υποστήριξης για τη ζωή μετά την αποφυλάκιση (κοινωνική αποκατάσταση ή επανένταξη)· η ανυπαρξία (για μεγάλο αριθμό εγκλείστων) υποστηρικτικού –οικογενειακού και κοινωνικού- περιβάλλοντος· η ελλιπής υγειονομική περίθαλψη και ιατρική φροντίδα· και διάφορα άλλα.
Υπάρχει, ωστόσο, μια συγκεκριμένη πτυχή στο όλο ζήτημα η οποία θα μπορούσε θεωρηθεί ως η πηγή, λίγο πολύ, όλων των προβληματικών όψεων της διαβίωσης στους χώρους κράτησης· ένας άξονας, γύρω από τον οποίο περιελίσσονται όλα τα δυσλειτουργικά στοιχεία των εν λόγω χώρων· μια «μήτρα», μέσα στην οποία «κυοφορείται» η εντός των χώρων αυτών ανθρωπιστική κρίση και από την οποία «γεννιέται», προσλαμβάνοντας ποικίλες μορφές ανάλογα με τον τόπο και την εποχή.
Η συγκεκριμένη αυτή πτυχή είναι η εγγενής και δομική αντίφαση που ενυπάρχει στον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της φυλακής ως ιστορικού και κοινωνικού θεσμού. Είναι ο διττός ρόλος τον οποίο καλείται να εκπληρώσει η φυλακή, τόσο ως τόπος κολασμού (ή τιμωρίας) όσο και ως χώρος προετοιμασίας για μια επιτυχή κοινωνική επανένταξη του παραβάτη μετά την αποφυλάκιση. Είναι η ίδια η αντιφατική σκοπιμότητα της στερητικής της ελευθερίας κύρωσης, η οποία εξοβελίζει έναν παραβάτη από το κοινωνικό σύνολο αποστέλλοντάς τον σε ένα, κατά κοινή ομολογία και κατά το μάλλον ή ήττον, νοσηρό περιβάλλον, με σκοπό να τον επανεντάξει, να τον αποκαταστήσει κοινωνικά (κάποτε). Με άλλα λόγια, είναι το παλαιό, κλασικό δίλημμα μεταξύ της ποινής ως μέσου εκδίκησης (ανταπόδοσης ή τιμωρίας) από τη μία πλευρά, και ως μέσου βελτίωσης, από την άλλη.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η σύγχρονη, ελληνική και όχι μόνο, σωφρονιστική πολιτική έγκειται στο ότι καλείται συνεχώς να συγκεράζει τις δύο αυτές αντίρροπες τάσεις, της τιμωρίας του παραβάτη και της βελτίωσής του, της «αποθήκευσής» του σε ένα περίκλειστο περιβάλλον εν είδει ανταπόδοσης για κάτι που διέπραξε στο παρελθόν και της οργανωμένης προσωπικής του στήριξης ενόψει της επανόδου του στο κοινωνικό σύνολο στο μέλλον. Ο συγκερασμός των δύο αυτών αντίρροπων τάσεων δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση, καθώς ανάμεσά τους μαίνεται ένας «ακήρυκτος» και «αόρατος» πόλεμος, ο οποίος διαποτίζει όλες τις επιμέρους πλευρές του ποινικοσωφρονιστικού συστήματος και της εν γένει μεταχείρισης των παραβατών. Η ίδια η φυλακή καλείται να λειτουργεί μέσα στη δίνη του αόρατου πολέμου μεταξύ των δύο αυτών αντίρροπων τάσεων, με τη θεσμική της μορφή και την καθημερινή της πραγματικότητα να διαμορφώνονται κάθε φορά από την εκάστοτε έκβαση των μεταξύ τους «μαχών». Ουσιαστικά, η ύπαρξη, η ένταση και η μορφή της (αεί λανθάνουσας) ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης συναρτάται με το πού γέρνει κάθε φορά η πλάστιγγα στον πόλεμο μεταξύ αυτών των δύο αντιμαχόμενων τάσεων.
Εάν επικρατεί η βελτιωτική και επανενταξιακής στόχευσης πλευρά, τότε οι φυλακές θα αντιμετωπίζονται ως οργανικά τμήματα της κοινωνίας, αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί της. Θα θεωρούνται ως «επωαστήρια» μιας νέας ζωής, από την οποία το κοινωνικό σύνολο θα προσδοκά να ωφεληθεί και το ίδιο. Οι έγκλειστοι θα θεωρούνται και θα αντιμετωπίζονται ως άτομα που έχουν μεν απομακρυνθεί προσωρινά από την ευρύτερη κοινωνία, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν λειτουργικά μέλη της – τα οποία, μάλιστα, ενόψει της μελλοντικής τους επανόδου στους κόλπους της, διατηρούν κάθε δικαίωμα και κάθε δυνατότητα να εφοδιάζονται με τις δεξιότητες που τους είναι αναγκαίες για τον σκοπό αυτό. Στο πλαίσιο του εφοδιασμού τους με τις εν λόγω δεξιότητες θα μπορούν (εφόσον το επιθυμούν) να λαμβάνουν τις υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης, υγείας, εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης τις οποίες μπορεί να χρειάζονται, ώστε η μέλλουσα κοινωνική τους επάνοδος να είναι επιτυχής. Αντίστοιχα, το σωφρονιστικό προσωπικό θα θεωρείται από την πολιτεία και την κοινωνία ως αιχμή του δόρατος των προσπαθειών τους για την όσο το δυνατόν πιο εποικοδομητική «επώαση» (προετοιμασία) των κρατουμένων, ενόψει της μελλοντικής τους επιστροφής στο κοινωνικό σύνολο. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργαζόμενοι στις φυλακές (ένστολοι και μη) θα λογίζονται ως η μεθόριος, ως το σημείο επαφής ανάμεσα στην πολιτεία/κοινωνία και στους κρατουμένους, καθώς και ως βασικοί εκπρόσωποι του κοινωνικού συνόλου έναντι των εγκλείστων – λαμβάνοντας, για τον σκοπό αυτό, όλη την απαραίτητη ψυχοκοινωνική, εκπαιδευτική και εργασιακή αρωγή.
Ένα τέτοιο σωφρονιστικό σύστημα, διαμορφωμένο από την επικράτηση της βελτιωτικής πλευράς, δεν θα ταλανιζόταν από το πρόβλημα του υπερσυνωστισμού των κρατουμένων και τις πολυποίκιλές του παρενέργειες· διότι σε μια τέτοια περίπτωση, σε ένα τέτοιο καθεστώς, θα είχε γίνει επαρκώς κατανοητό και θα εφαρμοζόταν ένα «παλιό», μισοξεχασμένο αξίωμα: ότι η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να αποτελεί την τελευταία, την έσχατη επιλογή από όσες διαθέτει η πολιτεία για την αντιμετώπιση ενός παραβάτη – όχι την πρώτη ούτε τη δεύτερη.
Αντίστροφα, εάν επικρατεί η τιμωρητική πλευρά στην πλάστιγγα που διέπει την ποινικοσωφρονιστική μεταχείριση των παραβατών, τότε τα προαναφερθέντα, βελτιωτικής στόχευσης στοιχεία ή δεν θα υπάρχουν καθόλου ή (στην καλύτερη περίπτωση) θα υπολειτουργούν. Σε ένα καθεστώς διαμορφωμένο από την επικράτηση της τιμωρητικής πλευράς, οι έγκλειστοι θα θεωρούνται λίγο πολύ ως κοινωνικά νεκροί, ως μέλη ενός σώματος που πάσχουν από γάγγραινα και πρέπει να «ζουν» μακριά από τα υπόλοιπα μέλη. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι αναμενόμενο η κοινωνία/πολιτεία να μην ενδιαφέρεται σοβαρά γι’ αυτούς, ούτε να προσδοκά από αυτούς κάτι το ωφέλιμο, ούτε να ασχολείται ουσιωδώς με τα εφόδια που θα έχουν μετά τη «νεκρανάσταση» (αποφυλάκισή) τους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η οποιαδήποτε προσφορά βελτιωτικού και υποστηρικτικού χαρακτήρα προς τους κρατουμένους δεν θα λογίζεται ως μια πράξη υγιούς επένδυσης σε αυτούς, ούτε ως μια προπαρασκευαστική επωφελής ενέργεια ενόψει της ζωής τους μετά την αποφυλάκιση, ούτε (πολύ περισσότερο) ως μια νομική υποχρέωση απέναντί τους εκ μέρους της πολιτείας/κοινωνίας. Τουναντίον, θα λογίζεται ως κάτι το περιττό, ως ένα θλιβερό καθήκον που πρέπει να εκπληρώνεται καταναγκαστικά ως «αγγαρεία» ή απλώς και μόνο για την τήρηση των προσχημάτων. Ενίοτε, βέβαια, μια τέτοια προσφορά στους εγκλείστους μπορεί και να θεωρείται, από την πλευρά της πολιτείας/κοινωνίας, ως ένδειξη μεγάθυμης γενναιοδωρίας, ως μια πράξη ελεημοσύνης ή ως μια απλή συμβολική κίνηση χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα για το μέλλον – κάτι ανάλογο (ας μας επιτραπεί ο παραλληλισμός) με την απόθεση λουλουδιών πάνω σε έναν τάφο, ως πράξη προσφοράς στον εκλιπόντα. Σε ένα τέτοιο τιμωρητικό καθεστώς, όπου οι κρατούμενοι θεωρούνται ως κοινωνικά νεκροί, είναι αναμενόμενο και οι φυλακές να θεωρούνται ως «κοινωνικά νεκροταφεία» – τα οποία, επιπλέον, θα χρησιμοποιούνται και από την κοινωνία του θεάματος ως πρώτη ύλη για ιστορίες φρίκης και φόβου (με νεκροζώντανους, βρικόλακες κ.λπ.), ως ένα όργανο στην προσπάθειά της να ανεβάζει την αδρεναλίνη του «φιλοθεάμονος» κοινού της. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι θα θεωρούνται ως απλοί φύλακες του «κοινωνικού νεκροταφείου» όπου εργάζονται, και τίποτα παραπάνω. Στην καλύτερη γι’ αυτούς περίπτωση, θα αποτελούν πηγή «πληροφόρησης» για τις ανατριχιαστικές ιστορίες που βιώνουν εκεί (ώστε να ικανοποιείται η νοσηρή περιέργεια των εκάστοτε ακροατών τους) ή θα εισπράττουν τον οίκτο του κοινωνικού συνόλου λόγω της καθημερινής τους έκθεσης στις «αναθυμιάσεις» από τη σήψη των έγκλειστων «πτωμάτων». Αλλά και οι εκπρόσωποι της επιστήμης, των οποίων το γνωστικό πεδίο σχετίζεται με τη μεταχείριση των παραβατών-εγκλείστων, θα έχουν την τάση (σε ένα καθεστώς γενικευμένης θεώρησης της φυλακής ως «νεκροταφείου») να μην ενασχολούνται ενεργά και συστηματικά με την επιστημονική μελέτη των ίδιων των φυλακών, των εργαζομένων σε αυτές και των κρατουμένων – ίσως διότι, κατά βάθος, θα θεωρούν άσκοπη μια τέτοια ενασχόληση, αφού θα έχουν ευλόγως την πεποίθηση ότι ένας νεκρός δεν επιστρέφει στον κόσμο των ζωντανών, όσο και αν μελετηθεί η περίπτωσή του.
Επί του πρακτέου – αντί επιλόγου
Η σκιαγράφηση μιας αρνητικής κατάστασης, ωστόσο, όσο επαρκής, ακριβής και γλαφυρή και αν είναι, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και τη διόρθωσή της, όπως ακριβώς και η διάγνωση ενός νοσήματος δεν επιφέρει από μόνη της και τη θεραπεία του. Ειδικά σε ό,τι αφορά το κοινωνικό νόσημα που συνιστά η ανθρωπιστική κρίση στους χώρους κράτησης (και δη στις φυλακές), θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για το νόσημα αυτό δεν υπάρχει κάποια «μαγική» θεραπεία που να λειτουργεί ως πανάκεια, πολύ δε περισσότερο κάποιο «γιατροσόφι» ή κάποιο μεμονωμένο «φάρμακο», όσο ισχυρό και αν αυτό θεωρείται. Ασφαλώς επίσης θα πρέπει να δεχθούμε ότι, αν για το περί ου ο λόγος κοινωνικό νόσημα υπάρχει θεραπεία, σίγουρα αυτή δεν συνίσταται στα «χάπια» που κατά καιρούς λαμβάνει η κοινωνιοπολιτεία για την ανακούφιση των συμπτωμάτων του. Αν και όχι ανίατο, το νόσημα της (είτε λανθάνουσας είτε εκδηλωμένης είτε εν εξάρσει) ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης είναι ιδιαίτερα σύνθετο, απαιτεί μια γενικότερα υγιεινή ζωή, καθώς και την εφαρμογή μιας συνολικής θεραπευτικής αγωγής, με σύστημα και σε βάθος χρόνου.
Ας αναφερθούν, λοιπόν, ορισμένα βασικά στοιχεία της θεραπευτικής αυτής αγωγής.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί από το σύνολο της κοινωνίας ότι ο χαρακτήρας της ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης είναι πρωτίστως πολιτισμικός και δευτερευόντως θεσμικός, νομικός, οικονομικός, κανονιστικός ή διαδικαστικός. Η αντιμετώπιση της εν λόγω κρίσης σχετίζεται ουσιαστικά με ένα βασικό ζήτημα νοοτροπίας, που δεν είναι άλλο από το πώς η κοινωνία/πολιτεία συνδέεται (ή, ακριβέστερα, επιλέγει να συνδέεται) με τους «Άλλους», τους «διαφορετικούς» – των οποίων οι χαρακτηριστικότεροι εκπρόσωποι (ως οι πλέον «διαφορετικοί») είναι οι έγκλειστοι. Θα πρέπει κάποτε η κοινωνία/πολιτεία να διασαφηνίσει οριστικά τι ακριβώς επιθυμεί και προσδοκά από τους εγκλείστους (εξηγώντας το και στους ίδιους) και επίσης τι μπορούν να προσδοκούν και οι ίδιοι από αυτήν – το οποίο και θα τους προσφέρει εμπράκτως. Αν δεν γίνει αρκούντως κατανοητή η πολιτισμική φύση της ανθρωπιστικής αυτή κρίσης, θα εξακολουθήσει να υπάρχει η επί μακρόν υφιστάμενη, κωμικοτραγική κατάσταση όπου θα θεσπίζονται νόμοι (για την εποικοδομητική μεταχείριση των κρατουμένων) οι οποίοι όμως … δεν θα εφαρμόζονται – χωρίς, φυσικά, να γίνει λόγος για τη συχνή επίκληση του οικονομικού κόστους ως αιτίας της μη εφαρμογής τους (επίκληση που παραπέμπει συνειρμικά στις «προφάσεις εν αμαρτίαις»).
Κατά δεύτερον, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης απαιτεί την προς τούτο ενεργό συμμετοχή, τακτική επικοινωνία και σε βάθος χρόνου συνεργασία μεταξύ όλων των φορέων, ομάδων και υπηρεσιών που σχετίζονται με τους εγκλείστους, τη διαβίωσή τους και τη μεταχείρισή τους από την πολιτεία. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τις φυλακές, μπορεί να θεωρηθεί ότι στα βασικά ενδιαφερόμενα μέρη περιλαμβάνονται (χωρίς, βέβαια, να αποκλείεται η συμμετοχή και άλλων) οι κάτωθι κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες: α) Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, β) Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι και οι λοιποί εργαζόμενοι στα καταστήματα κράτησης, γ) Τα μέλη της πολιτικής εξουσίας και δη εκείνα που συνδέονται με το σωφρονιστικό σύστημα (για παράδειγμα, τα στελέχη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [ΥΔΔΑΔ] και τα μέλη της Ειδικής μόνιμης επιτροπής σωφρονιστικού συστήματος και λοιπών δομών εγκλεισμού κρατουμένων), δ) Οι δημοσιογράφοι και δη εκείνοι που ασχολούνται συστηματικά με τις φυλακές (για παράδειγμα, όσοι εξ αυτών είναι διαπιστευμένοι από το ΥΔΔΑΔ), ε) Τα μέλη του καθηγητικού, πανεπιστημιακού, φοιτητικού, συγγραφικού, ερευνητικού και ευρύτερα πνευματικού κόσμου, των οποίων το γνωστικό, συγγραφικό και ερευνητικό πεδίο άπτεται των φυλακών, της λειτουργίας τους και της εντός αυτών διαβίωσης, καθώς και της μετασωφρονιστικής μέριμνας (επί παραδείγματι, άτομα συνδεόμενα τοιουτοτρόπως με τον χώρο της Νομικής, της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας, της Κοινωνικής Εργασίας, της Ψυχιατρικής κ.ά., καθώς και εκπρόσωποι του Κέντρου Επανένταξης Αποφυλακιζομένων ΕΠΑΝΟΔΟΣ), στ) Οι φορείς (Επιτροπές, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις κ.λπ.) που συνδέονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την παρακολούθηση της τήρησής τους, και ζ) Οι ίδιοι οι έγκλειστοι και τα μέλη του οικογενειακού, συγγενικού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος (οι «σημαντικοί άλλοι»), καθώς και οι επαγγελματίες που έχουν έννομα συμφέροντα από τους εγκλείστους, αμειβόμενοι από αυτούς (για παράδειγμα, οι δικηγόροι και οι κατά τόπους δικηγορικοί σύλλογοι).
Θα ήταν ευχής έργο αν θεσμοθετείτο ένας σταθερός και μόνιμος δίαυλος επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων (για παράδειγμα, μέσω ενός συναφούς forum ή και μέσω της πραγματοποίησης, σε τακτική βάση, σχετικών ημερίδων, συνεδρίων ή γενικώς συναντήσεων) ανάμεσα σε εκπροσώπους όλων των ανωτέρω ενδιαφερομένων πλευρών, με σκοπό -ει δυνατόν- τον μεταξύ τους συντονισμό για την από κοινού αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στις φυλακές. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα μπορούσε να συμβάλει στο να γνωρίσει καλύτερα η μία ενδιαφερόμενη πλευρά τις απόψεις, τους προβληματισμούς και τις προτάσεις της άλλης, αλλά και θα μπορούσε να συντελέσει στη μείωση των προκαταλήψεων και των στερεοτυπικών αντιλήψεων που μπορεί να έχει μια από αυτές τις ομάδες για μια άλλη ή άλλες.
Η προσέγγιση, επομένως, για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ολιστική. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ακολουθείται συστηματικά, επί τη βάσει ευρειών συναινέσεων, συζητήσεων και αναζητήσεων – όχι θυμικών συμπεριφορών, συναισθηματικών εξάρσεων, ιδεοληψιών και παλινωδιών.
Εν μέρει συναφής με τη συνδυαστική, ολιστικής φύσεως προσέγγιση που προαναφέρθηκε, είναι και η ανάγκη γεφύρωσης ανάμεσα στο εσωτερικό γίγνεσθαι της φυλακής και στο εξωτερικό, ανάμεσα στην καθημερινή πραγματικότητα της ζωής των κρατουμένων και των εργαζομένων στις φυλακές από τη μία πλευρά, και στην παραγωγή νέων ιδεών, θεωριών και στοχασμών για τις φυλακές και την ενδεδειγμένη σωφρονιστική πρακτική, από την άλλη. Η γεφυρωτική αυτή αναγκαιότητα απορρέει από τον ίδιο τον περικλειστικό και ολοπαγή χαρακτήρα της φυλακής, χαρακτήρας ο οποίος ενισχύει την άγνοια των «έξω» για τους «μέσα» και των «μέσα» για τους «έξω», με αποτέλεσμα να βαθαίνει το χάσμα μεταξύ της φυλακής και της (ευρύτερης) κοινωνίας, να μειώνεται η δυναμική της αλληλοκατανόησης και του αμοιβαίου υγιούς ενδιαφέροντος και –τελικά- να ενισχύεται η ίδια η ανθρωπιστική κρίση στον χώρο των φυλακών. Ουσιαστικά, με την εν λόγω γεφύρωση θα μπορέσουν να καταπολεμηθούν δύο αρνητικά φαινόμενα που επιδρούν δυσμενώς στη σωφρονιστική λειτουργία: ο εσωστρεφής ιδρυματισμός αφενός (ο οποίος έχει την τάση να εκδηλώνεται ως νοοτροπία σε σημαντικό αριθμό κρατουμένων και εργαζομένων, και σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει καμία εξελικτική πραγματικότητα άξια λόγου πέρα από τα τείχη της φυλακής) και ο αυτοαναφορικός λογιωτατισμός αφετέρου – ο οποίος ενισχύει την τάση να μη διερευνώνται συστηματικά οι φυλακές και οι άνθρωποι που εν όλω ή εν μέρει διαβιούν σε αυτές, να μην αναδεικνύονται οι (όποιες) ορθές πρακτικές εφαρμόζονται στην καθημερινότητα των φυλακών και, τελικά, να τίθενται οι ίδιοι οι άνθρωποι σε δεύτερη μοίρα έναντι των κωδίκων και των νόμων.
Τα βασικά λοιπόν αυτά, εδώ προτεινόμενα στοιχεία για την ίαση (ή, έστω, την καταπράυνση και τον μετριασμό) της ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης στηρίζονται σε τρεις επιμέρους προσεγγίσεις, καθεμία εκ των οποίων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, κατά προσέγγιση, ως πολιτισμική, ολιστική (σφαιρική) και γεφυρωτική. Κοινός τους, ωστόσο, παρονομαστής είναι η ανθρωπιστική διάσταση την οποία έχουν, δεδομένου ότι η τελική τους στόχευση, ο τελικός τους προορισμός είναι να περιλάβουν ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα ανθρώπων από όλους εκείνους οι οποίοι, ολικά ή μερικά, ζουν στις φυλακές, συμμετέχουν στο σωφρονιστικό σύστημα και επηρεάζονται από αυτό. Η θεμελιώδης, επομένως, λέξη κλειδί είναι η λέξη ανθρωπιστικός, η οποία ανάγεται στον άνθρωπο.
Συμπερασματικά, η οποιαδήποτε ακολουθούμενη μέθοδος, (ορθή) πρακτική ή προσέγγιση για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης δεν αρκεί να είναι απλώς και μόνο σύννομη, θεσμοθετημένη, οικονομική, εγκεκριμένη, ενδεδειγμένη ή βιβλιογραφημένη· πρέπει, πρωτίστως, να είναι ανθρωποκεντρική. Να μη λησμονείται ότι θεσπίστηκε και εισήχθη από ανθρώπους, υλοποιείται από ανθρώπους, απευθύνεται και εφαρμόζεται σε ανθρώπους, και θα αξιολογηθεί κάποτε σύμφωνα με το αν συνεισέφερε τελικά στο ευ ζην των ανθρώπων.
Διότι, εν κατακλείδι, «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος».
Βιβλιογραφία
Αλεξιάδης Σ. (επιλογή, σχολιασμός, απόδοση): Ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική. Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006.
Αλοσκόφης Ο.: Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Κοινωνικά χαρακτηριστικά και ποινική κατάσταση των κρατουμένων. Στατιστικά στοιχεία 2015, Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού (υπηρεσιακή έκθεση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων)
Αλοσκόφης Ο.: Ο άτυπος κώδικας συμπεριφοράς των κρατουμένων. Στρατηγικές επιβίωσης στη σύγχρονη φυλακή, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2010
Βαρβατάκος Ν.: «Η εκπαίδευση των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Έχουν γνώση οι φύλακες;», «Οιονεί…Κρατούμενος», τεύχος 7ο (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010)
Βαρβατάκος Ν.: «Συνέντευξη με τον Jack Swart και τον Christo Brand. Δύο πρώην σωφρονιστικοί υπάλληλοι και φύλακες του Νέλσον Μαντέλα, οι οποίοι έγιναν φίλοι μαζί του, μιλούν στον “Οιονεί…Κρατούμενο”» (εισαγωγή – συνέντευξη-μετάφραση-σημειώσεις), «Οιονεί… Κρατούμενος», τεύχος 18ο (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014)
Council of Europe, Recommendation CM/Rec (2012) 5 of the Committee of Ministers to member States on the European Code of Ethics for Prison Staff
Coyle A.: Η διοίκηση των φυλακών. Μια θεώρηση υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετ. Βαρβατάκος Ν., επιστ. επιμ. Κουλούρης Ν., Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2012
European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, Report to the Greek Government on the visit to Greece carried out by the European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment (CPT) from 4 to 16 April 2013, CPT/Inf (2014) 26, Council of Europe, Strasbourg, 16 October 2014
Θεμελή Ο.: «Τα “δεινά του εγκλεισμού” και η Συμβουλευτική κρατουμένων», σε Βιδάλη Σ., Ζαγούρα Π. (επιστημονική επιμέλεια): Συμβουλευτική και φυλακή, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008
Institute for Criminal Policy Research (ICPR), Birkbeck (University of London), World Prison Brief
Koulouris N. K., Aloskofis W.: Prison conditions in Greece, European Prison Observatory, Antigone Edizioni, Rome, September 2013
U.S. Department of State [Bureau of Democracy, Human Rights and Labor], 2014 Human Rights Reports: Greece, June 25, 2015
Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΥΔΔΑΔ), διαδικτυακός τόπος: www.ministryofjustice.gr («Στατιστικά στοιχεία κρατουμένων», «Νόμοι που έχουν ψηφιστεί από το ΥΔΔΑΔ από 1990 μέχρι σήμερα»).
* Σωφρονιστικός Υπάλληλος – Μεταφραστής, Μέλος του Τμήματος Διοίκησης του Κέντρου Επανένταξης Αποφυλακιζομένων ΕΠΑΝΟΔΟΣ.
- Βλ. Αλοσκόφη Ο.: Ο άτυπος κώδικας συμπεριφοράς των κρατουμένων. Στρατηγικές επιβίωσης στη σύγχρονη φυλακή, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 110-111 (όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία).
- Βλ. European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, Report to the Greek Government on the visit to Greece carried out by the European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment (CPT) from 4 to 16 April 2013, CPT/Inf (2014) 26, Council of Europe, Strasbourg 16 October 2014, σ. 10. Η έκθεση είναι προσβάσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.cpt.coe.int/documents/ grc/2014-26-inf-eng.pdf (στην Αγγλική).
- Βλ. European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, Report to the Greek Government on the visit to Greece, ό.π., σ. 24.
- Βλ. European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, Report to the Greek Government on the visit to Greece, ό.π., σ. 32.
- Βλ. European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, Report to the Greek Government on the visit to Greece, ό.π., σ. 52.
- Βλ. U.S. Department of State [Bureau of Democracy, Human Rights and Labor], 2014 Human Rights Reports: Greece, June 25, 2015. Η έκθεση είναι προσβάσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.state.gov/j/drl/rls/hrrpt/2014/eur/ 236530.htm (στην Αγγλική).
- Βλ. Koulouris N. K., Aloskofis W.: Prison conditions in Greece, European Prison Observatory, Antigone Edizioni, Rome, September 2013, σ. 44. Η εργασία είναι προσβάσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.crimeandjustice.org.uk/sites/ crimeandjustice.org.uk/files/Prison%20conditions%20in%20Greece.pdf (στην Αγγλική).
- Τέτοια, επί παραδείγματι, έκτακτα μέτρα αποσυμφόρησης προβλέπονται στο Άρθρο 12 του προσφάτως θεσπισθέντος Νόμου 4322/2015: «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ´ τύπου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α´42/27.04.2015). Βλ. διαδικτυακό τόπο Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www. ministryofjustice.gr/site/LinkClick.aspx?fileticket=cnpkwa3KnDE%3d&tabid=132.
- Βλ. Koulouris N. K., Aloskofis W.: Prison conditions in Greece, ό.π., σ. 19.
- Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ´ τύπου και άλλες διατάξεις» (Άρθρο 6, σ. 6, 2 Απριλίου 2015), η οποία είναι προσβάσιμη στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.ministryofjustice.gr/site/LinkClick.aspx?fileticket=_1 ulBzQXENA%3d&tabid=132 Αξίζει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω Αιτιολογική Έκθεση γίνεται παραδεκτό πως «τα έκτακτα μέτρα αποσυμφόρησης δεν οδηγούν στην επίλυση του προβλήματος αλλά αποτελούν μια προσωρινή λύση» (Άρθρο 6, σ. 6).
- Στη Σύσταση No R (99) 22 με τίτλο «Υπερκορεσμός των φυλακών και πληθωρισμός του πληθυσμού των φυλακών», η οποία υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 30 Σεπτεμβρίου 1999· βλ. Αλεξιάδη Σ. (επιλογή, σχολιασμός, απόδοση): Ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική. Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006⁵, σ. 363 (όπου και το πλήρες κείμενο της εν λόγω Σύστασης: σ. 363-370).
- Βλ. Θεμελή Ο.: «Τα “δεινά του εγκλεισμού” και η Συμβουλευτική κρατουμένων», σε Βιδάλη Σ., Ζαγούρα Π. (επιστημονική επιμέλεια): Συμβουλευτική και φυλακή, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 24 (όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία).
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ιστορικής σημασίας, της ευεργετικής αυτής επίδρασης είναι ο αντίκτυπος που είχε στον Νέλσον Μαντέλα η ανθρώπινη, φιλική σχέση την οποία ανέπτυξε κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου εγκλεισμού του με ορισμένους από τους λευκούς Αφρικάνερ σωφρονιστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι τον φρουρούσαν. Όπως συνάγεται από δηλώσεις του ίδιου του Νέλσον Μαντέλα, καθώς και από μαρτυρίες των βιογράφων του, Richard Stengel και Anthony Sampson, η ανθρώπινη αυτή σχέση την οποία ανέπτυξε (αλλά και η γενικότερη επικοινωνία του με το σωφρονιστικό προσωπικό κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή) συνετέλεσε στο να κατανοήσει καλύτερα τους Αφρικάνερ (τους λευκούς που βρίσκονταν στην εξουσία), στο να μάθει να διαπραγματεύεται μαζί τους, να έρθει σε επαφή με την ανθρώπινή τους πλευρά και να συνειδητοποιήσει αφενός ότι μπορούσε να τους πείσει πως ο αγώνας του ήταν δίκαιος και αφετέρου ότι τελικά υπήρχε περιθώριο για ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των μαύρων και των λευκών. Η ανθρώπινη αυτή σχέση συνέβαλε, με τον τρόπο της, στην αναίμακτη κατάργηση του απαρτχάιντ, στην ομαλή μετάβαση της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας προς την ελευθερία, αλλά και στη μετεξέλιξη του ίδιου του Νέλσον Μαντέλα σε παγκόσμιο σύμβολο ειρήνης και συμφιλίωσης. Βλ. αφιέρωμα στον Νέλσον Μαντέλα, με παράθεση ιστορικών μαρτυριών για τον θετικό ρόλο που διεδραμάτισε στην εν γένει συμφιλίωση της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας η ανθρώπινη επαφή του με μέλη της (τότε) σωφρονιστικής υπηρεσίας, καθώς και συνέντευξη παραχωρηθείσα από δύο εξ αυτών των σωφρονιστικών υπαλλήλων (τον Jack Swart και τον Christo Brand) στην περιοδική έκδοση για τις φυλακές και το σωφρονιστικό σύστημα (πραγματοποιούμενη με την υποστήριξη της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπαλλήλων Ελλάδος [ΟΣΥΕ]) «Οιονεί…Κρατούμενος», τεύχος 18 (Οκτώβριος – Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014), σ. 1 & 11-18 (προσβάσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.osye.org.gr/arxeiadb/OIONEI_KRATOUMENOS_18_pdf_08cd60c66 decee46bd7b1cc55882ebe0.pdf ).
- Βλ. Council of Europe, Recommendation CM/Rec (2012) 5 of the Committee of Ministers to member States on the European Code of Ethics for Prison Staff. Το κείμενο της Σύστασης είναι προσβάσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?id=1932803&Site=CM (στην Αγγλική).
- Βλ. στατιστικά στοιχεία κρατουμένων τα οποία παρατίθενται στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.ministryofjustice.gr/site/el/ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟbr ΣΥΣΤΗΜΑ/Στατιστικάστοιχείακρατουμένων.aspx
- Βλ. Institute for Criminal Policy Research (ICPR), Birkbeck, University of London, World Prison Brief, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.prisonstudies. org/country/greece (στην Αγγλική). Αξίζει να σημειωθεί ότι, από αντιπαραβολή μεταξύ των συναφών ποσοστών τα οποία παρετίθεντο στη βάση δεδομένων World Prison Brief την 11η Οκτωβρίου 2015, συνάγεται ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη αλλοδαπών κρατουμένων επί του συνόλου του εγκάθειρκτου πληθυσμού. Συγκεκριμένα, καταλαμβάνει την 5η θέση (μετά το Μονακό, την Ανδόρα, την Ελβετία και το Λουξεμβούργο) επί συνόλου 57 ευρωπαϊκών χωρών και αυτοτελών δικαιοδοτικών συστημάτων.
- Βλ. Αλοσκόφη Ο.: Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Κοινωνικά χαρακτηριστικά και ποινική κατάσταση των κρατουμένων. Στατιστικά στοιχεία 2015, Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, σ. 7 (υπηρεσιακή έκθεση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).
- Βλ. Koulouris N. K., Aloskofis W.: Prison conditions in Greece, ό.π., σ. 31.
- Βλ. European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, Report to the Greek Government on the visit to Greece, ό.π., σ. 71.
- Επί του θέματος αυτού, οι Στοιχειώδεις Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων (1955) αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «όλα τα μέλη του προσωπικού θα συμπεριφέρονται και θα εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους σε όλες τις περιπτώσεις κατά τρόπο ώστε να ασκούν με το παράδειγμά τους ευεργετική επίδραση στους κρατουμένους και να προκαλούν τον σεβασμό τους» (Κανόνας 48· βλ. Coyle A.: Η διοίκηση των φυλακών. Μια θεώρηση υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετ. Βαρβατάκος Ν., επιστ. επιμ. Κουλούρης Ν., Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2012, σ. 75).
- Βλ. European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, Report to the Greek Government on the visit to Greece, ό.π., σ. 52.
- Βλ. Koulouris N. K., Aloskofis W.: Prison conditions in Greece, ό.π., σ. 44, όπου γίνεται λόγος – ειδικότερα- για βάρδιες στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού στις οποίες 1 ή 2 μέλη του φυλακτικού προσωπικού αντιστοιχούν σε 400-450 κρατουμένους.
- Για την υφιστάμενη εκπαίδευση των Ελλήνων σωφρονιστικών υπαλλήλων, βλ. Βαρβατάκου Ν.: «Η εκπαίδευση των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Έχουν γνώση οι φύλακες;», «Οιονεί… Κρατούμενος», τεύχος 7ο (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010), σ. 14-17 (προσβάσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.osye.org.gr/ arxeiadb/fyllo% 207_pdf_ccf9d9379e4eb901c26c5000cfeadb46.pdf ).
- Στη Σύσταση (97) 12 του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο «Το προσωπικό το οποίο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή των κυρώσεων και μέτρων» (με το οποίο εννοείται συνήθως το σωφρονιστικό προσωπικό και το προσωπικό επίβλεψης απολυομένων, σύμφωνα με την ίδια αυτή Σύσταση) αναφέρεται ότι «όπου μέλη του προσωπικού έχουν εκτεθεί σε τραυματικές εμπειρίες κατά την άσκηση του καθήκοντός τους, στα μέλη αυτά θα πρέπει να προσφέρεται άμεση βοήθεια με τη μορφή ενημερωτικών συναντήσεων ακολουθούμενων, αν είναι αναγκαίο, από προσωπικές συμβουλευτικές συναντήσεις και οποιαδήποτε άλλα αναγκαία μακρόχρονα μέτρα»· βλ. Αλεξιάδη Σ. (επιλογή, σχολιασμός, απόδοση): Ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική. Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, ό.π., σ. 330 (όπου και το πλήρες κείμενο της εν λόγω Σύστασης: σ. 319-336).
- Όσον αφορά την εργασία του σωφρονιστικού προσωπικού, οι Στοιχειώδεις Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων αναφέρουν με σαφήνεια ότι «θα αποτελεί σταθερή επιδίωξη της σωφρονιστικής διοίκησης η συνειδητοποίηση και η διατήρηση στον νου τόσο του προσωπικού όσο και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου της πεποίθησης ότι η εργασία αυτή αποτελεί μια κοινωνική υπηρεσία μεγάλης σπουδαιότητας. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να αξιοποιούνται όλα τα κατάλληλα μέσα για την ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου» (Κανόνας 46 [2]· βλ. Coyle A.: Η διοίκηση των φυλακών, ό.π., σ. 75).