Οργανωμένο έγκλημα και οικονομική κρίση: τάσεις και μεταβολές

ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΜΟΥΛΗ

 

 Οργανωμένο έγκλημα και

οικονομική κρίση: τάσεις και μεταβολές

 

ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΜΟΥΛΗ*

 

Κατά την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται ραγδαία εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και ένα έντονο ενδιαφέρον των κρατών να αναπτύξουν δημόσιες πολιτικές για την αντιμετώπιση του. Το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσεται μέσα από δίκτυα διεθνούς εμβέλειας, η δράση των οποίων επιφέρει τεράστια παράνομα έσοδα, παρουσιάζει μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις συνεχώς μεταβαλλόμενες καταστάσεις, στη δυναμική της αγοράς και στις τεχνολογικές εξελίξεις και τέλος δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στις εσωτερικές έννομες τάξεις. Στη εν λόγω ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση του οργανωμένου εγκλήματος συνετέλεσε κυρίως η ανάπτυξη των παγκοσμιοποιημένων αγορών (διεθνοποίηση οικονομιών, κατάργηση ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων κλπ.).

Η παρούσα εργασία επιχειρεί να αποτυπώσει ενδεχόμενες τάσεις και μεταβολές των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης. Οι βασικές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι επίσημες εκθέσεις της ΕΛ. ΑΣ για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα,[1] οι εκθέσεις της Europol καθώς και ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατά την υλοποίηση εμπειρικής έρευνας στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με τίτλο «Πολιτικές ασφάλειας στην Ελλάδα σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία μετά το 2001 και οι συνέπειες τους στην αντεγκληματική πολιτική».

Οργανωμένο έγκλημα και η οικονομία της αγοράς

Αφετηρία της προσέγγισης μας είναι ότι οι οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες είναι πρωτίστως επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ο Chambliss αναφέρει ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους αποτυγχάνουμε να κατανοήσουμε τι είναι το οργανωμένο έγκλημα, είναι ότι το τοποθετούμε σε διαφορετικό πλαίσιο από αυτό της κανονικής – νόμιμης επιχείρησης (normal business)[2]. Η οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα είναι παράγωγη των δυνάμεων που διέπουν την αγορά. Αποτελεί προϊόν της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού.[3] Όπως αναφέρει η Βιδάλη «το οργανωμένο έγκλημα, ως επιχείρηση και κοινωνικό φαινόμενο, ακολουθεί τις αλλαγές της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Η εξάπλωσή του προϋποθέτει κατά κανόνα διασυνδέσεις, εξυπηρετήσεις, συνδιαλλαγές μέσα στον κρατικό μηχανισμό- πάντα με το αζημίωτο- και σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες και πολιτικούς παράγοντες για ζητήματα που συχνά μοιάζουν κατ΄ αρχήν «αθώα» και δευτερεύουσας σημασίας και που πολύ δύσκολα μπορούν να αποδειχθούν δικαστικά. Πρόκειται για εγκληματικά δίκτυα που η διάρκειά τους είναι ανεξάρτητη από συγκεκριμένα πρόσωπα».[4]

Η συνεχής εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος στις μέρες μας και η ποικιλομορφία με την οποία εμφανίζεται, αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για την απουσία ενός συγκεκριμένου, ακριβούς και κοινώς αποδεκτού ορισμού.[5] Ιδιαίτερα η προσαρμοστικότητα των εγκληματικών οργανώσεων στη δυναμική της αγοράς και στις εκάστοτε οικονομικό- κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, προσδίδει συνεχώς νέες μεταβλητές και όρους στην έννοια του οργανωμένου εγκλήματος. Επίσης, η εννοιολογική προσέγγιση του οργανωμένου εγκλήματος παρουσιάζει διαφοροποιήσεις ανάλογα με το θεωρητικό πλαίσιο που ο εκάστοτε μελετητής θα χρησιμοποιήσει για την ανάλυση του φαινομένου.[6] Παρόλα αυτά, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, τόσο σε διεθνές και ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο εμφανίζουν μία βασική κοινή θέση: δεν συγκεκριμενοποιούν αντικειμενικές πράξεις που συνιστούν μορφές οργανωμένης εγκληματικής δράσης, αλλά συνθέτουν τα χαρακτηριστικά που πρέπει να εμφανίζει η ομάδα (criminal group), προκειμένου να χαρακτηριστεί ως εγκληματική. Το αν μια ομάδα θα χαρακτηριστεί ως οργανωμένη εγκληματική οργάνωση βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με βασικά εννοιολογικά κριτήρια, όπως είναι ο αριθμός των ατόμων που συμμετέχουν, η ύπαρξη δομής και η διάθρωση των ρόλων των μελών, η διάρκεια δράσης και ο σκοπός και όχι με τις αντικειμενικά πραγματωμένες από αυτήν πράξεις.

Πέρα όμως από τα προσωποπαγή χαρακτηριστικά της εγκληματικής οργάνωσης που κάθε φορά θα ορίζονται, θα προστίθενται και θα αναπαράγονται στην προσπάθεια να ορίσουμε και να προσεγγίσουμε εννοιολογικά το οργανωμένο έγκλημα, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δε δύναται να το δούμε ξεχωριστά από το βασικό του και αναπόσπαστο κομμάτι του, που είναι η ίδια η «παράνομη» οικονομία που δημιουργεί, η οποία «συμβιώνει» στο ίδιο κοινωνικό πλαίσιο, παράλληλα και ταυτόχρονα με τη νόμιμη. Η παράλληλη αυτή οικονομία αναπροσαρμόζεται στους κανόνες τις αγοράς, μεταβάλλεται βάσει των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Τα ίδια τα άτομα της κοινωνίας μετατρέπονται σε καταναλωτές και συμμετέχουν με την ιδιότητα αυτή, συναινούν στη διαμόρφωση αυτής της παράλληλης οικονομίας. Με αυτό τον τρόπο, οι εγκληματικές οργανώσεις κερδίζουν την ανοχή της κοινωνίας, εισχωρώντας βαθύτερα στον ιστό της.[7] Μία ανοχή που δημιουργείται λόγω των ωφελημάτων που προσφέρουν οι εγκληματικές επιχειρήσεις, μέσω της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών υψηλής ζήτησης σε …χαμηλότερες τιμές συγκριτικά με το νόμιμο εμπόριο (παραποιημένα προϊόντα, λαθραία τσιγάρα) και μέσω της δημιουργίας πληθώρας θέσεων ‘απασχόλησης’ ανειδίκευτων ατόμων που ενδεχομένως να μην είχαν καμία άλλη δυνατότητα απορρόφησης στο νόμιμο «εργατικό δυναμικό» κοινωνιών με υψηλούς δείκτες φτώχιας και ανεργίας.

Στο πλαίσιο των νόμιμων οικονομικών δραστηριοτήτων, τα μέσα επίτευξης του σκοπού (δηλ. προσπορισμός οικονομικού οφέλους), δεν κρίνονται επαρκή και προσβάσιμα για όλα τα άτομα. Στις αγορές που δημιουργεί το οργανωμένο έγκλημα, τα μέσα επίτευξης του σκοπού φαίνεται να είναι περισσότερα και σε αρκετές περιπτώσεις ευκολότερα.[8] Το οργανωμένο έγκλημα παρουσιάζεται σαν καινοτομία[9], ως ο τρόπος για αποκόμιση κέρδους και ισχύος και αντανακλά τις ευκαιρίες για την πραγμάτωση αυτών. [10] Τα άτομα που περισσεύουν από τη νόμιμη οικονομία και από την αγορά εργασίας, απορροφούνται πιο εύκολα από την οικονομία των αγορών του οργανωμένου εγκλήματος (κοινωνικά αποκλεισμένα άτομα, παράνομοι μετανάστες συνθέτουν πολλές φορές το «προσωπικό» των εγκληματικών δικτύων, ειδικά εκείνα που απαρτίζονται τα κατώτερα μορφώματα των εγκληματικών οργανώσεων, δηλ. τα αναλώσιμα τμήματα του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς εκεί χρησιμοποιούνται / επιστρατεύονται άνθρωποι που προέρχονται από τα χαμηλά και περιθωριοποιημένα στρώματα). Το πλεονάζον εργατικό δυναμικό απορροφάται στις θέσεις εργασίας που συνεχώς δημιουργεί η οικονομία του οργανωμένου εγκλήματος. Όπως επισημαίνει ο Block, το οργανωμένο έγκλημα παρέχει τη δυνατότητα σε τμήματα του φτωχού πληθυσμού να ενσωματωθούν στην πολιτική οικονομία του καπιταλισμού. [11]

Η προσαρμοστικότητα του οργανωμένου εγκλήματος μεταβάλλεται ανάλογα με τις ανάγκες και τις δομικές ιδιαιτερότητες της εκάστοτε κοινωνίας και οικονομίας. Η προσαρμοστικότητα του εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό, που η σχέση νόμιμης οικονομίας και οργανωμένου εγκλήματος αναδεικνύεται σε «συμβιωτική» σχέση.[12] O Ruggiero χρησιμοποιεί τον όρο «βρώμικη οικονομία» (dirty economy) για να περιγράψει τη μίξη αυτή του οργανωμένου εγκλήματος. [13] Αυτό ειδικότερα συμβαίνει όταν υπάρχει σύμπτωση συμφερόντων του οργανωμένου εγκλήματος με εκείνα της κοινωνίας και της νόμιμης οικονομίας.[14] Η σύμπτωση συμφερόντων ανάγει το οργανωμένο έγκλημα σε αναπόσπαστο και λειτουργικό κομμάτι της κοινωνίας.[15]

Οργανωμένο έγκλημα και παγκοσμιοποίηση

Ο εκσυγχρονισμός και η μετεξέλιξη παραδοσιακών εγκλημάτων σε επιχειρηματικές εγκληματικές δραστηριότητες με δίκτυα διεθνούς δράσης, ήταν επακόλουθο των δομικών μεταβολών του τέλους του εικοστού αιώνα [16] και κυρίως των κοινωνικών και οικονομικών διεργασιών της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης.[17] Συνοπτικά θα μπορούσαμε να αποτυπώσουμε τους εξής βασικούς παράγοντες που έχουν ευνοήσει την ποσοτική επέκταση και την ποιοτική αναβάθμιση του οργανωμένου εγκλήματος: α) η εξασθένιση των έθνους – κράτους και η αξιοποίηση εκ μέρους των εγκληματικών οργανώσεων των ελλείψεων ελέγχου [18] β) η ενίσχυση των ανισοτήτων, της ισχύος και του πλούτου[19] γ) η διευκόλυνση της διακίνησης των ατόμων, των αγαθών και των κεφαλαίων, η οποία οδήγησε σε αύξηση των παράνομων επιχειρήσεων και των ευκαιριών για απόκτηση παράνομου κέρδους [20] δ) η δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς και η παράλληλη ανάπτυξη της μαύρης αγοράς ε) η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών.

Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών ήταν να διευρυνθεί το πλαίσιο δράσης της εγκληματικότητας από το εθνικό ή το διεθνικό στο παγκόσμιο, ενώ ταυτόχρονα προστέθηκε και νέα εγκληματική ύλη.[21] Επίσης μεταβλήθηκε η μορφολογία και η κοινωνική σύνθεση των εγκληματικών οργανώσεων. Το 2001, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισήμανε ότι «παραδοσιακές ιεραρχικές δομές έχουν αντικατασταθεί από χαλαρά δίκτυα εγκληματιών…».[22] Το 2004, η Ομάδα Υψηλού Επιπέδου των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε ότι: «Το οργανωμένο έγκλημα λειτουργεί όλο και περισσότερο μέσω χαλαρών δικτύων και όχι οργανώσεων που χαρακτηρίζονται από αυστηρή ιεραρχία. Αυτή η μορφή οργάνωσης παρέχει στις εγκληματικές ομάδες την πολυμορφία, την ευελιξία, χαμηλή ορατότητα, και μακροβιότητα».[23] Σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης της απειλής του οργανωμένου εγκλήματος της Europol (2006), οι εγκληματικές οργανώσεις εμφανίζονται ολοένα και πιο ετερογενείς και δυναμικά οργανωμένες, η δε διάρθρωση τους έχει τη μορφή των «χαλαρών» δικτύων. [24]

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη για την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρώπη, [25] υπολογίζεται ότι στην ΕΕ-28 οι παράνομες αγορές παράγουν από κοινού περίπου 110 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, περίπου το 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ[26]. Η ετήσια απόληψη από το εμπόριο ναρκωτικών μόνο εκτιμήθηκε σε 28 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι απάτες σε 29 δισεκατομμύρια ευρώ.[27] Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, υπάρχουν περίπου τριάντα πέντε ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, έχοντας διεισδύσει σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Οι κορυφαίες παράνομες επιχειρήσεις είναι η διακίνηση ηρωίνης, κοκαΐνης, κάνναβης, αμφεταμινών, έκσταση, η εμπορία ανθρώπων, η παράνομη εμπορία τσιγάρων, η παραγωγή και η πώληση προϊόντων απομίμησης, η φορολογική απάτη και τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, όπως η κλοπή εμπορευμάτων.

Τα έσοδα από το οργανωμένο έγκλημα στο Ηνωμένο Βασίλειο υπολογίζονται σε 15,1 δισεκατομμύρια ευρώ και στη Γαλλία σε 16 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα αντίστοιχα έσοδα στη Γερμανία, εκτιμώνται στα 18,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Στην Ιταλία, το σημείο προέλευσης των παραδοσιακών ομάδων της μαφίας, όπως η Καμόρα και οι οικογένειες Ντραγκέτα, τα έσοδα από παράνομες δραστηριότητες υπολογίζονται στα 16 δισεκατομμύρια δολάρια. [28] Επίσης, η μελέτη επισημαίνει ότι πέρα από τις παράνομες αγορές, το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη έχει διεισδύσει στις νόμιμες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούνται για το ξέπλυμα χρήματος από παράνομες δραστηριότητες. Τέτοιες επιχειρήσεις είναι κατά κύριο λόγο τα μπαρ και τα εστιατόρια, οι κατασκευαστικές εταιρείες, τα τρόφιμα, τα ρούχα και το χονδρικό και λιανικό εμπόριο προϊόντων, οι μεταφορές, τα ξενοδοχεία και η διαχείριση ακίνητης περιουσίας.[29]

Ο οικονομικός αντίκτυπος (το κόστος) [30] του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ επιχειρήθηκε να προσεγγιστεί και από σχετική μελέτη (2013) της Γενικής Διεύθυνσης για την Ασφάλεια, Ελευθερία και Δικαιοσύνη (European Parliament).[31]

Η έκθεση εκτιμά ότι το κόστος της διακίνησης ανθρώπων είναι 30 δισεκατομμύρια ευρώ, η απάτη εις βάρος της ΕΕ α) από λαθρεμπόριο τσιγάρων ανέρχεται στα 11,3 δισεκατομμύρια ευρώ β) από ΦΠΑ ανέρχεται στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ γ) από απάτες στα διαρθρωτικά και γεωργικά ταμεία ανέρχεται στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ δ) εις βάρος ιδιωτών ανέρχεται 97 δισεκατομμύρια ευρώ ε) από μη εισπραχθέντα για κλοπή αυτοκινήτου 4,25 δισεκατομμύρια ευρώ στ) από την απάτη με κάρτες πληρωμών 1,16 δισεκατομμύρια ευρώ και από ασφαλιστική απάτη (μόνο στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου) 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Ακόμη, η μελέτη εκτιμά ότι κάθε χρόνο διαπράττονται 500 ανθρωποκτονίες στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με τη μελέτη, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία για το κόστος των ναρκωτικών στην Ε.Ε, όπως και για το κόστος των εκβιασμών και των εγκλημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η μελέτη υπολογίζει ότι το κόστος των κρατών-μελών της ΕΕ για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών ξεπερνούν τα 34 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το κόστος της αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ (δηλαδή το κόστος Europol, Eurojust, EMCDDA και Frontex) ανέρχεται στα 210 εκατομμύρια ευρώ.

Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα

Το οργανωμένο έγκλημα «απουσιάζει» από το δημόσιο λόγο και από την επιστημονική συζήτηση στην Ελλάδα τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’80, ενώ αρχίζει να αναγνωρίζεται και να καταγράφεται ως πρόβλημα κατά τη δεκαετία του ΄90, όπου ταυτίστηκε άμεσα με την παρουσία των μεταναστών.[32] Εάν ανατρέξουμε στις πρώτες εκθέσεις για το οργανωμένο έγκλημα της δεκαετίας του 90, διαπιστώνουμε ότι κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα αρχίζει να εντοπίζεται και να αναδεικνύεται η παρουσία και η δραστηριοποίηση εγκληματικών οργανώσεων στον ελληνικό χώρο, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνεται και μια σαφής σύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος με την εισροή μεταναστών. Ειδικότερα, οι εκθέσεις της ΕΛ.ΑΣ για τα έτη 1995, 1996, 1997, 1998 και 1999 κάνουν λόγο για σοβαρή απειλή από «εθνικές εγκληματικές ομάδες [33] και γενικά τονίζουν ιδιαίτερα την εμπλοκή των αλλοδαπών στις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες.[34]

Στην επικράτηση της τάσης αυτής συνέβαλε και η ήδη εμπεδωμένη συλλογική αντίληψη να μην ταυτοποιούνται ως οργανωμένο έγκλημα σκάνδαλα σχετιζόμενα με το δημόσιο τομέα και με διαπλεκόμενα συμφέροντα της ελληνικής ελίτ καθώς και άλλα οικονομικά εγκλήματα καθώς και δράσεις οργανωμένες γύρω από την παράνομη οικονομία.[35] Κατά μία έννοια «βόλευε» τα ήδη διαμορφωμένα οργανωμένα συμφέροντα να θεωρείται ότι «ο εχθρός είναι ο άλλος και όχι εμείς».[36] Σημαντική παράμετρος που συνέβαλε στη δυσκολία διάκρισης του οργανωμένου εγκλήματος από άλλες μορφές παρανομίας, ήταν η μεγάλη έκταση της παραοικονομίας, η οποία όπως αναφέρει η Βιδάλη, καθιστούσε δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα σε αυτήν και το οικονομικό και οργανωμένο έγκλημα».[37] Έτσι, «η παρουσία του αμιγώς ελληνικής προέλευσης οργανωμένου εγκλήματος ήταν από περιορισμένη έως ανύπαρκτη»,[38] ενώ και κατά τη δεκαετία του ΄90 φαίνεται να συνιστά περισσότερο ένα φαινόμενο περιθωριακό, το οποίο αρχίζει να ερευνάται επισταμένως και αυτοτελώς λόγω των διεθνών δεσμεύσεων της Ελλάδας για κατάρτιση ειδικών εκθέσεων για την κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος.[39] Ειδικότερα, από τα στοιχεία της αστυνομίας για τα έτη 1995 και 1996 προκύπτει ότι το οργανωμένο έγκλημα δεν είχε εδραιωθεί στην Ελλάδα κατά την εν λόγω περίοδο, η δε δράση των εγκληματικών οργανώσεων μάλλον θεωρείται αποσπασματική, εκτιμώντας παράλληλα και προβλέποντας ότι λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος θα επακολουθήσει και αύξηση στη διασυνοριακή εγκληματική δράση. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι εκθέσεις για τα έτη 2004 και 2005, όπου χαρακτηριστικά αναφέρονται σε τάση περιορισμού εμφάνισης των εγχώριων εγκληματικών οργανώσεων έναντι των αλλοδαπών. [40]

Η εν λόγω οπτική προσεγγίζει τη θεωρητική εκείνη τάση που προσλαμβάνει το οργανωμένο έγκλημα ως εισαγόμενο φαινόμενο, αποκομμένο από τον οικονομικό και πολιτικό ιστό μέσα στο οποίο εμφανίζεται και δρα και τις κοινωνικές σχέσεις που το απαρτίζουν, εξηγήσιμο κυρίως με εθνικά κριτήρια. Η θεώρηση αυτή, γνωστή στη βιβλιογραφία ως «θεωρία συνωμοσίας» (alien conspiracy theory) διατυπώθηκε από τον Cressey στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει και να εξηγήσει τη παρουσία του οργανωμένου εγκλήματος (ειδικότερα της COSA NOSTRA) στην αμερικάνικη κοινωνία της δεκαετίας του 1960.[41] Το στερεότυπο του οργανωμένων αλλοδαπών εγκληματικών ομάδων[42] φαίνεται να έχει εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνική συνείδηση και το σχήμα οργανωμένο έγκλημα- εθνικότητα παραμένει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.[43] Ο Αντωνόπουλος επισημαίνει ότι η συνωμοσία του εγκληματία- ξένου είναι μια εικόνα καλά ενσωματωμένη στην ελληνική κοινωνική συνείδηση, παρά το γεγονός ότι στοιχεία δείχνουν ότι σημαντικές παράνομες αγορές στην Ελλάδα δεν είναι «ελεγχόμενες» από αλλοδαπούς και η εθνικότητα ως επεξηγηματικός παράγοντας είναι υπερεκτιμημένη.[44]

Η τάση ταύτισης του εγχώριου οργανωμένου εγκλήματος με την παρουσία αλλοδαπών εγκληματικών οργανώσεων υποχωρεί στις εκθέσεις των τελευταίων ετών, δηλ. για τα έτη 2011 και 2012. Στις τελευταίες αυτές εκθέσεις διαπιστώνεται η πληρέστερη αναφορά των πληροφοριών και η διεξοδικότερη επεξεργασία τους σε σύγκριση με εκείνες των παλιότερων ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφονται προκύπτει ότι οι ημεδαποί υπερ-εκπροσωπούνται στις περισσότερες εγκληματικές δραστηριότητες.[45] Στα τελικά συμπεράσματα της έκθεσης για το έτος 2011 αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «γενικά παρατηρείται μια ενίσχυση του ρόλου των ημεδαπών στις περισσότερες εγκληματικές δραστηριότητες και μόνο στην παράνομη διακίνηση μεταναστών και στις οργανωμένες ληστείες και κλοπές οι αλλοδαποί φαίνεται να υπερτερούν».[46] Η αύξηση της εμπλοκής των ημεδαπών αποτυπώνεται και στην έκθεση για το έτος 2012, η οποία αναφέρει και ποιοτική αναβάθμιση του ρόλου τους στις περισσότερες από τις εγκληματικές δραστηριότητες. Χωρίς υπάρχει ρητή αναφορά στα αίτια της αύξησης εμπλοκής ημεδαπών με το ΟΕ εκτιμάται ότι ενδέχεται οφείλεται και στην παράμετρο της οικονομικής κρίσης, που θεωρείται βασικός παράγοντας επιρροής της ανάπτυξης των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. [47] Έτσι συνολικά σήμερα και με βάση τις εκθέσεις, ο ρόλος των ημεδαπών στην εμπλοκή με το ΟΕ φαίνεται ότι είναι καθοριστικός.

Η σταδιακή παγίωση των εγκληματικών οργανώσεων στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και ειδικά την πρώτη πενταετία (2000-2005) [48] είχε σχέση κυρίως με τις δομικές μεταβολές του τέλος του εικοστού αιώνα, και κυρίως με την επέκταση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και των συνεπειών της. Δημιουργήθηκαν νέες αγορές «που δεν στάθηκε δυνατόν ή δεν επιχειρήθηκε να ρυθμιστούν κεντρικά», [49] ενώ ταυτόχρονα η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων της περιόδου συνέβαλε στη δημιουργία μιας δεξαμενής ατόμων που περίσσευαν από τη νόμιμη οικονομία ενώ μπορούσαν εύκολα να απορροφηθούν στις παράνομες αγορές.[50]

Όπως αναφέρεται και στις τελευταίες εκθέσεις της ΕΛ. ΑΣ, στη ραγδαία ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος φαίνεται να έχουν συμβάλει α) η γεωγραφική θέση της χώρας μας: πρόκειται για σταυροδρόμι και «πέρασμα» μιας σειράς παράνομων δραστηριοτήτων, όπως είναι η αγορά διευκόλυνσης παράνομων μεταναστών, το λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων και η διακίνηση ναρκωτικών β) η ύπαρξη ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων ατόμων ¨χωρίς ιδιότητες»,[51] η οποία έδρασε και συνεχίζει να δρα ενισχυτικά στην ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος. Ειδικότερα, όπως θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, η κλιμακούμενη οικονομική κρίση που σημειώνεται την τελευταία πενταετία, φαίνεται ότι έχει καθοριστική σημασία στις ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές του οργανωμένου εγκλήματος.

Οργανωμένο έγκλημα και οικονομική κρίση

Στην τελευταία έκθεση της Europol για το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη (SOCTA 2013), η οικονομική κρίση αναδεικνύεται ως πρωταρχικός ενισχυτικός παράγοντας (Enabler).[52] Με τον όρο «ενισχυτικός παράγοντας» εννοούμε τη συνθήκη εκείνη που διαμορφώνει νέες ευκαιρίες για το πεδίο δράσης του οργανωμένου εγκλήματος, διευκολύνει τη δράση του και την ποιοτική του αναδιάρθρωση.[53] Αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αύξηση του οργανωμένου εγκλήματος αλλά κυρίως μεταβολές στο modus operandi και νέες τάσεις. Ενδεικτικά αναφέρονται τα τρία βασικά σημεία της έκθεσης για την οικονομική κρίση ως ενισχυτική παράμετρος

α) καταρχάς παρατηρείται ότι στις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες περιλαμβάνεται ολοένα και πιο συχνά η παραποίηση προϊόντων: από αγαθά πολυτελείας μέχρι προϊόντα καθημερινής χρήσης. Ειδικά, λόγω της συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού και της επακόλουθης μείωσης της κατανάλωσης φαίνεται ότι έχει πολλαπλασιαστεί η παραποίηση και η διακίνηση προϊόντων όπως είναι τα φάρμακα, τρόφιμα, είδη καθαρισμού και καλλυντικά.[54]

β) δεύτερον διαπιστώνεται ραγδαία αύξηση της παραοικονομίας, η οποία συνδέεται αφενός με τη αύξηση της ζήτησης φτηνών προϊόντων και αφετέρου με την ολοένα και αυξανόμενη εμπλοκή παράνομων μεταναστών στα δίκτυα διακίνησης των παράνομων αγαθών

γ) τρίτον, οι πολιτικές λιτότητας και οι επακόλουθες μειώσεις μισθών στο δημόσιο τομέα οδηγούν σε αύξηση των κρουσμάτων της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό, γεγονός που ενδέχεται να ευνοεί τη δράση των εγκληματικών οργανώσεων μέσω της δημιουργίας σχέσεων στήριξης και διευκόλυνσης

Επίσης, η Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το έτος 2013 αναφέρεται σε ένα ακόμη επακόλουθο της οικονομικής κρίσης που φαίνεται να διευρύνει το πεδίο δράσης των εγκληματικών οργανώσεων: στην έλλειψη ρευστότητας και στη δυσκολία πρόσβασης των υγιών επιχειρήσεων σε τραπεζικές πιστώσεις. Επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση καταφεύγουν στην άντληση κεφαλαίων από εγκληματικές οργανώσεις.[55]

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η οικονομική κρίση φαίνεται να έχει επιφέρει μεταβολές στο οργανωμένο έγκλημα, όπως προκύπτει από τις οι εκθέσεις για τα έτη 2011 και 2012, όπου η κρίση αποτυπώνεται ως βασική συνθήκη ανάπτυξης των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, η έκθεση του 2011 στην εισαγωγή της κάνει αναφορά στην οικονομική κρίση ως συνθήκη που «δημιουργεί ευκαιρίες για τη δράση εγκληματικών ομάδων και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη στρατολόγηση ατόμων, κυρίως αλλοδαπών που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης».[56] Ένα πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι εάν παρουσιάζει αύξηση η παρουσία και η δράση των εγκληματικών οργανώσεων και ειδικά τα τελευταία χρόνια

Καταρχάς, εάν συγκρίνουμε τους αριθμούς των υποθέσεων εγκληματικών οργανώσεων που απασχόλησαν την ΕΛ. ΑΣ ανά έτος, παρατηρείται διαχρονική αύξηση. Το διάγραμμα 1 αποτυπώνει τον αριθμό των εγκληματικών ομάδων που απασχόλησαν την αστυνομία για τα έτη 1997, 2003, 2004, 2005 και 2011.

Διάγραμμα 1. Αριθμός εγκληματικών οργανώσεων

Πηγή: Επίσημες εκθέσεις ΕΛΑΣ, 1998, 2004, 2005, 2006, 2012, ιδία επεξεργασία

Στο διάγραμμα 2 αποτυπώνονται οι υποθέσεις εγκληματικών οργανώσεων (τετελεσμένων αδικημάτων βάσει του άρθρου 187 ΠΚ περί σύστασης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση) και των εμπλεκομένων σε αυτές ατόμων, για τα έτη 2006 έως 2011.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διάγραμμα 2. Υποθέσεις ΕΟ και αριθμός εμπλεκομένων ατόμων

 

Πηγή: ΕΛΑΣ, 2013, ιδία επεξεργασία

Η εν λόγω αύξηση αποτυπώνεται και μέσα από την αύξηση των υποθέσεων που παραπέμπονται στην ποινική δικαιοσύνη, όπως προέκυψε από εμπειρική έρευνα που διεξήχθη σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των εγκληματικών οργανώσεων από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. [57] Εν προκειμένω, σε επιχειρησιακό επίπεδο, προκύπτει ότι οι υποθέσεις εγκληματικών οργανώσεων έχουν πολλαπλασιαστεί. Η έντονη αυτή αύξηση μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους α) στην αντικειμενική αύξηση της παρουσίας των εγκληματικών οργανώσεων και των παράνομων δραστηριοτήτων τους, η οποία, από τη μία, πολλαπλασιάστηκε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και από την άλλη ακολουθεί τις γενικότερες ποιοτικές και ποσοτικέ μεταβολές της οργανωμένης εγκληματικότητας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.[58] β) η εν λόγω αύξηση κατά ένα μέρος ενδέχεται να οφείλεται στη δράση των διωκτικών αρχών: βα) στην αύξηση των συλλήψεων εγκληματικών οργανώσεων (ή τουλάχιστον των ομάδων στις οποίες αποδίδεται ο χαρακτηρισμός των εγκληματικών οργανώσεων) από την πλευρά της αστυνομίας λόγω της αναβάθμισης των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της (με την άσκηση κυρίως των ειδικών ανακριτικών πράξεων και ειδικά της άρσης απορρήτου), η οποία οδηγεί αντίστοιχα και σε αύξηση της θεατότητας του[59] β) είναι και η εκτεταμένη εφαρμογής του άρθρου 187 ΠΚ και η παραπομπή στη δικαιοσύνη υποθέσεων κοινού εγκλήματος ως οργανωμένου. Η διευρυμένη εφαρμογή της νομοθεσίας για τις εγκληματικές οργανώσεις αφορά τόσο την αστυνομία όσο και την αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελική αρχή.

Η οικονομική κρίση, εν τούτοις, φαίνεται να συνιστά παράγοντα επιρροής των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως προκύπτει από τις μεταβολές που εμφανίζουν ορισμένες εγκληματικές δραστηριότητες, άμεσα συναρτώμενες με την οικονομική κρίση. Ενδεικτικές είναι το λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων και η εκβίαση υπό τη μορφή της παροχής προστασίας σε νυχτερινά καταστήματα. Στην πρώτη εγκληματική δραστηριότητα η οικονομική κρίση φαίνεται να έχει επιδράσει ενισχυτικά, λόγω της αύξησης της ζήτησης των παράνομων προϊόντων, ενώ στη δεύτερη φαίνεται έχει να δράσει ανασχετικά λόγω της μείωσης της προσφοράς.

Λαθρεμπόριο τσιγάρων: Ένα παράδειγμα αύξησης της ζήτησης

Σύμφωνα με την έκθεση του 2011 της ΕΛ.ΑΣ για το οργανωμένο έγκλημα, το λαθρεμπόριο προϊόντων καπνού αποτέλεσε μια από τις αναπτυσσόμενες οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, με τις κατασχέσεις λαθραίων τσιγάρων να εμφανίζουν αύξηση κατά 37% σε σχέση με το έτος 2010 και με το συνολικό ποσό των διαφυγόντων δασμών και φόρων να εκτιμάται σε πάνω από 125 εκατομμύρια ευρώ.[60] Η υψηλή φορολόγηση και η κοινωνική ανοχή του ευρύτερου κοινού καταγράφονται ως βασικοί παράγοντες για την ανάπτυξη του λαθρεμπορίου καπνικών προϊόντων, σύμφωνα με την έκθεση. Ειδικότερα, οι μεταβολές στον τρόπο φορολόγησης και οι διαδοχικές αυξήσεις είχαν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζει το 2013 το υψηλότερο ποσοστό συνολικού φόρου (ΕΦΚ και ΦΠΑ) και φυσικά αντίστοιχες αυξήσεις και στις τιμές των τσιγάρων. Το ίδιο έτος η Ελλάδα εμφανίζει και τη μεγαλύτερη αύξηση στην ΕΕ (+26%) στο λαθρεμπόριο καπνού. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, η ζήτηση για αφορολόγητα τσιγάρα επηρεάζεται από τις τιμές των νόμιμων τσιγάρων και το διαθέσιμο εισόδημα. [61]

Στο διάγραμμα 3 αποτυπώνονται οι υποθέσεις λαθρεμπορίου καπνικών προϊόντων για τα έτη 2011 και 2012 που απασχόλησαν τις διωκτικές αρχές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διάγραμμα 3. Υποθέσεις λαθρεμπορίου καπνού, 2011-2012

Πηγή: ΕΛΑΣ, 2013, ιδία επεξεργασία

Όπως διαπιστώνουμε, σημειώνεται αύξηση των υποθέσεων λαθρεμπορίας τσιγάρων το 2012 κατά 176,02%. Στο διάγραμμα 4 εμφανίζεται ο αριθμός των εγκληματικών οργανώσεων που δραστηριοποιήθηκαν στο λαθρεμπόριο καπνού για τα έτη 2004, 2005, 2011, 2012. Δηλ. το 2012 παρουσιάζει αύξηση πάνω 150% σε σχέση με το 2004

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διάγραμμα 4. Αριθμός εγκληματικών ομάδων που δραστηριοποιήθηκαν στο λαθρεμπόριο καπνού

 

Πηγή: Εκθέσεις για το ΟΕ της ΕΛ.ΑΣ, ιδία επεξεργασία

Προστασία σε καταστήματα νυκτερινής διασκέδασης: Ένα παράδειγμα μείωσης της προσφοράς

Στον αντίποδα του λαθρεμπορίου καπνού βρίσκεται η παροχή προστασίας σε καταστήματα νυχτερινής διασκέδασης, η οποία φαίνεται να βρίσκεται σε ύφεση λόγω της οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με την έκθεση του 2012 της ΕΛ.ΑΣ παρατηρείται μια φαινομενική ύφεση στη εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, η οποία συνδέεται α) με τη μείωση των εγκληματικών ομάδων και β) με την μείωση των προσδοκώμενων κερδών. [62] Η μείωση της κατανάλωσης και της επισκεψιμότητας σε νυχτερινά κέντρα έχει οδηγήσει και στην αντίστοιχη μείωση των κερδών των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ (2014) για την αστική κατανάλωση στην Αθήνα, οι έξοδοι για πολιτιστική κατανάλωση παρουσιάζουν μείωση της τάξεως του 15% σε όλα τα πεδία. Ειδικά η επισκεψιμότητα σε ρεμπετάδικα-λαϊκά πάλκα και σε μεγάλες πίστες παρουσιάζει πτώση της τάξεως του 51,4% και του 45,7% αντιστοίχως εν συγκρίσει με τη διετία 2008-2009.[63]Η εν λόγω μείωση της κατανάλωσης έχει οδηγήσει και στις αντίστοιχες μειώσεις των τζίρων και διαδοχικά και των ποσών που καταβάλλονταν για την προστασία των καταστημάτων. Όπως αναφέρει η έκθεση, τα ποσά πλέον ποικίλουν από 100- 150 ευρώ την βδομάδα ενώ ενδέχεται να ανέλθουν μέχρι τα 1000 ευρώ. Πρόκειται για ποσά που δεν βρίσκονται στο ύψος των προηγούμενων ετών και έχουν κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, ενώ συντηρούν και επιβεβαιώνουν το έλεγχο μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής από συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση. Από την άλλη, τα χρηματικά αυτά ποσά ενδέχεται να καταδεικνύουν και την αναδιάρθρωση και τη μεταβολή της αγοράς των εκβιάσεων. Δηλαδή η μείωση του τζίρου των μεγάλων νυχτερινών μαγαζιών φαίνεται να έχει οδηγήσει σε μετασχηματισμό σε άλλες δράσεις, όπως π.χ. εκβιάσεις μικρότερων μαγαζιών και περιπτέρων καθώς και εκβιαστικές εισπράξεις οφειλών (εκβιασμοί επιχειρηματιών για είσπραξη οφειλών έναντι τρίτων και ¨σπάσιμο επιταγών”). [64]

Ένα νέο χαρακτηριστικό που αφορά στη σύνθεση των ομάδων είναι το ότι αρκετά μέλη δεν είναι μόνιμα αλλά αναλαμβάνουν συγκεκριμένο έργο για περιορισμένο χρόνο,[65] ενώ συνεργάζονται και με άλλες εγκληματικές ομάδες, γεγονός που μας επιτρέπει να κάνουμε και τις αντίστοιχες συσχετίσεις με τις μεταβολές στην αγορά εργασία και τις νέες και κυρίαρχες πλέον μορφές εργασίας (ανελαστικές σχέσεις εργασίας, συμβάσεις έργου και ορισμένου χρόνου, ημι-απασχόληση κλπ.).[66] Δηλαδή, βλέπουμε ότι το οργανωμένο έγκλημα ως σύστημα καταμερισμού εργασίας αλλάζει κατ αναλογία με τον κυρίαρχο τύπο οικονομίας.[67] Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι όπως αναφέρεται και στην έκθεση, τα παραπάνω στοιχεία, πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι η εκβίαση παρουσιάζει μεγάλο σκοτεινό αριθμό περιστατικών λόγω του ότι πολλές περιπτώσεις δεν καταγγέλλονται.

Από τα παραπάνω προκύπτει μια σαφής σύνδεση της οικονομικής κρίσης και γενικά των εκάστοτε οικονομικών συνθηκών και του τρόπου που διαρθρώνονται και λειτουργούν οι παράνομες αγορές. Η προσέγγιση ότι οι οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες είναι πρωτίστως επιχειρηματικές δραστηριότητες και επηρεάζονται από το υφιστάμενο οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα εξηγεί τις εν λόγω μεταβολές. Το οργανωμένο έγκλημα, ως επιχείρηση και κοινωνικό φαινόμενο είναι παράγωγο των δυνάμεων που διέπουν την οικονομία και την αγορά εργασίας.[68] Η οικονομία του οργανωμένου εγκλήματος τελεί σε μια συμβιωτική σχέση με τη νόμιμη οικονομία (dirty economy), ακολουθεί τις μεταβολές της και αλληλεπιδρά.[69]

Οργανωμένο έγκλημα και οικονομική κρίση: οι απόψεις των φορέων του ποινικο-κατασταλτικού συστήματος

Οι ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές του οργανωμένου εγκλήματος τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης επιβεβαιώνονται και από ποιοτικά δεδομένα που εξήχθησαν κατά την εκπόνηση της έρευνας πεδίου, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διδακτορικής διατριβής. Ειδικότερα, διεξήχθησαν 21 ημι-δομημένες συνεντεύξεις με επαγγελματίες του ποινικο-κατασταλτικού συστήματος (δικαστικούς λειτουργούς, αστυνομικούς και δικηγόρους).[70] Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, βασικός στόχος της έρευνας πεδίου ήταν η διερεύνηση της ποινικής αντιμετώπισης των εγκληματικών οργανώσεων από το ελληνικό σύστημα ποινική δικαιοσύνης. Αν και τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα εστίασαν στην κοινωνική αντίδραση για το φαινόμενο, από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων προκύπτουν πληροφορίες α) για το κοινωνικό προφίλ των εμπλεκομένων ατόμων β) για τη μορφολογία των εγκληματικών οργανώσεων γ) καθώς και για τη σχέση διαφθοράς και οργανωμένου εγκλήματος. [71]

Ειδικότερα, οι ερωτηθέντες ανέδειξαν τις παρακάτω μεταβολές στις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, τις οποίες και συνέδεσαν με την οικονομική κρίση α) μείωση των υποθέσεων απάτης λόγω και της αντίστοιχης μείωσης χορήγησης δανείων β) αύξηση των ληστειών και των διακεκριμένων κλοπών β) αύξηση του αριθμού των ατόμων που εμπλέκονται σε οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες καθώς και διαφοροποίηση των κοινωνικών χαρακτηριστικών τους

Σε σχέση με το τελευταίο ένας δικαστικός λειτουργός αναφέρει: «Λόγω οικονομικής κρίσης έχω διαπιστώσει ότι εμπλέκονται ή ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι εμπλέκονται άτομα υπεράνω υποψίας και ηθικής….π.χ. καλοί οικογενειάρχες, αυστηροί γονείς και καλοί χριστιανοί πχ. υπήρξε οδηγός σε μεταφορά γυναικών (trafficking) άτομο που έχαιρε εκτίμησης από το κοινωνικό του περιβάλλον και πήγαινε εκκλησία κάθε Κυριακή. Αυτός επικαλέστηκε ότι έπρεπε να ζήσει την οικογένειά του».

Επίσης, οι ερωτηθέντες αναφέρθηκαν σε γ) αύξηση των κρουσμάτων διαφθοράς ειδικά στο χώρο της αστυνομίας λόγω μείωσης του εισοδήματος δ) αναδιάρθρωση της αγοράς των ναρκωτικών, ειδικά της λιανικής (π.χ. μείωση ποσοτήτων και τιμών).

Ένας αστυνομικός αναφέρει χαρακτηριστικά «Το οργανωμένο έγκλημα προτιμά να διαφθείρει ανθρώπους από φορείς του Δημοσίου, που τους είναι απαραίτητοι για την εγκληματική δραστηριότητα. Π.χ. μια ομάδα που εισάγει ναρκωτικά δια θαλάσσης, θα χρειάζεται πληροφορίες από το λιμενικό. Δια ξηράς από το τελωνείο. Είναι ανάλογα με τον τρόπο δράσης. Κυρίως οικονομικοί λόγοι και υπάρχουν και άνθρωποι απλά με εγκληματικό υπόβαθρο. Δεν είναι τυχαίο ότι τώρα αποκαλύπτονται καθημερινά με τη μείωση των μισθών».

Ένα από τα βασικά συμπεράσματα που εξήχθησαν από την ποιοτική έρευνα μέσω συνεντεύξεων είναι ότι το οργανωμένο έγκλημα αντανακλά και ακολουθεί την κοινωνική διαστρωμάτωση: στις κατώτερες βαθμίδες του στρατολογούνται και απορροφούνται άτομα από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και το αντίστοιχο συμβαίνει και με τα ιεραρχικά ανώτερα στελέχη των οργανώσεων, τα οποία συνήθως είναι άτομα υψηλού οικονομικού και κοινωνικού προφίλ. Δηλαδή το οργανωμένο έγκλημα, εμφανίζεται τόσο ως έγκλημα επιβίωσης όσο και ως έγκλημα συσσώρευσης πλουτισμού.[72] Το είδος της εγκληματικής επιχείρησης καθορίζει τις ανάγκες σε προσωπικό και τα απαιτούμενα προσόντα: από ανειδίκευτους εργάτες μέχρι εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, από άτομα με ποινικό παρελθόν, μέχρι πλοιοκτήτες και επιχειρηματίες. Οι τελευταίοι φαίνεται να αποτελούν την κοινωνική εκείνη ομάδα που εμπλέκεται λιγότερο με τους μηχανισμούς της ποινικής δικαιοσύνης. όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας αστυνομικός:

«εάν πάρουμε π.χ. μερικούς επιχειρηματίες που ασχολούνται με το χρηματιστήριο ή επιχειρηματίες που έχουν μεγάλο κύκλο εργασιών – επιχειρήσεων. Πρόκειται για εγκληματίες του λευκού κολάρου, οι οποίοι έχουν υψηλή θέση στα κοινωνικά δρώμενα και είναι υπεράνω υποψίας. Αυτή είναι η δυσκολότερη μορφή εγκληματικότητας από πλευρά απόδειξης και δίωξης. Πόσες υποθέσεις έχουν πάει άπατες γιατί συμμετέχουν τέτοια άτομα……»

H δυσκολία απόδειξης και δίωξης, στην οποία αναφέρεται ο αστυνομικός φαίνεται να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμβιωτική σχέση νόμιμης και βρώμικης οικονομίας, υποκόσμου και καλής κοινωνίας καθώς και με την εν γένει επιλεκτική λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης: το ποιοι τελικά οδηγούνται στο κατώφλι της ποινικής δικαιοσύνης είναι ένα ζήτημα που δεν εξαρτάται μόνο από το βαθμό δυσκολίας της απόδειξης των κατηγοριών, αλλά και από το ποιοι τελικά επιλέγονται να χαρακτηριστούν ως οργανωμένοι εγκληματίες καθώς και από τη θεατότητα των εγκληματικών πράξεων: οι κατώτερες βαθμίδες των εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίες έχουν και τον υψηλότερο βαθμό έκθεσης, στελεχώνονται από οικονομικά και κοινωνικά περιθωριοποιημένα άτομα. Η εμπλοκή με το οργανωμένο έγκλημα εκείνης της μερίδας του πληθυσμού που «βλέπει» στις παράνομες αγορές μια λύση επιβίωσης, αναδεικνύεται στο παρακάτω απόσπασμα ενός ερωτηθέντα δικηγόρου

«Τα αρχηγικά πάνω δεν αλλάζουν ποτέ. Είναι πλούσια, σθεναρά στελέχη. Τα κάτω είναι κακομοίρηδες. Οι κακομοίρηδες έχουν αυξηθεί. Έχει μεροκάματο το οργανωμένο. Η οικονομική κρίση δεν αφορά μόνο το οργανωμένο έγκλημα. Αφορά την αύξηση όλων των εγκλημάτων. Οικονομικού περιεχομένου. Αυξήθηκαν τα εγκλήματα, μειώθηκαν τα έσοδα. Κλέβουν 3.000, έχουν να πληρώσουν 10. Υπάρχει αύξηση εγκληματικότητας, και οργανωμένης αλλά προς τα κάτω. Πολύ πιο εύκολα ένας πεινασμένος θα δεχτεί να κάνει μια μεταφορά, παρά κάποιος που έχει το μισθό του και ζει και χαρά και δεν έχει οικονομικά προβλήματα. Δεν χρειάζεται να είσαι εγκληματίας για να τα κάνεις αυτά, που λένε, ο χειρότερος… απλούστατα να έχεις ανάγκες.

 

Αντί επιλόγου

 

Συνοψίζοντας τα βασικά σημεία της ανάλυσης, διαπιστώνουμε ότι το οργανωμένο έγκλημα συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο δε μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικονομία που παράγει αλλά και το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Η μορφολογία, η κοινωνική οργάνωση και το modus operandi των εγκληματικών οργανώσεων καθορίζονται από το ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο και από τις σχέσεις εξουσίας. Οι μεταβολές της οικονομίας αντίστοιχα επηρεάζουν και τον τρόπο διάρθρωσης των παράνομων αγορών του οργανωμένου εγκλήματος. Περαιτέρω συντελούν στο σχηματισμό των απαιτούμενων εκείνων συνθηκών που οδηγούν ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες «εκτός» νόμιμης οικονομίας, δημιουργώντας έτσι δεξαμενές ατόμων που στελεχώνουν τις παράνομες αγορές. Επομένως, η εκάστοτε ποινική αντίδραση απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα θα είναι αναποτελεσματική, εάν δεν πλαισιώνεται και από την ανάπτυξη δράσεων κοινωνικής πρόληψης του οργανωμένου εγκλήματος, όπως κοινωνικές πολιτικές για τη ρύθμιση και τη μείωση της φτώχιας και την ελάττωση των κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και στρατηγικές παρέμβασης για τους νέους με στόχο τη διεύρυνση των ευκαιριών εργασίας.

Βιβλιογραφία / αρθρογραφία

 

Ξενόγλωσση

Antonopoulos, G., & Papanikolaou, G., (2014), Unlicensed Capitalism, Greek Style: Illegal Markets andOrganised Crimein Greece, Wolf Legal Publishers

Antonopoulos, G., & Tagarov, N. (2012), «Greece, The politics of Crime», στο Gounev, P., & Ruggiero, V., (επιμ.), Corruption and Organized Crime in Europe, Illegal Partnerships, Λονδίνο: Routledge.

Antonopoulos, G. (2009), «Are the ‘others’ coming?’: Evidence on ‘alien Conspiracy” of three illegal markets”», Crime, Law and Social Change, 52(5), σ. 475-493.

Antonopoulos, G. (2006), «The Smuggling of Migrants in Greece: An Examination of its Social Organization», European Journal of Criminology, 3(4), σ.439-461.Criminology,» τόμ. 40, τχ. 2, σ.205-221.

Block, A., (1991), Perspectives on Organising Crime. Essays in Opposition. Λονδίνο: Kluwer Academic Publishers, σ. 12

Block, A., (1991), The Business of Crime. A documentary Study of Organized Crime in the American Economy, Οξφόρδη: Westview.

Block, A., Chambliss, W. J. (1981), Organizing Crime, Νέα Υόρκη – Οξφόρδη

Chambliss, W., (1978), On the Take: From petty crooks to presidents, Μπλούμινγκτον: Indiana University Press

Cressey, D., R.,(1969), Theft of the Nation: The Structure and Operations of Organized Crime in America, Νέα Υόρκη: Harper.

Commission of the European Communities, Towards a European strategy for preventing organised crime: Joint report from Commission Services and Europol, Βρυξέλλες: European Commission, 2001, σ. 8.

Deflem, M. (2011). Economic crisis and crime. Μπίνγκλει, Η.Β.: Emerald European Parliament, (2013), The economic, financial and social impacts of organized crime in the EU, DG Justice, Freedom and Security, PE 493.018, Brussels, EU

Europol, (2006), Organized Crime Threat Assessment 2006. Χάγη; Europol

Glenny M. (2008), Έγκλημα χωρίς σύνορα. Mc Mafia, Αθήνα: Εκδόσεις Πάπυρος

Hobbs, D. and Antonopoulos, G. (2013), «Endemic to the species: ordering the ‘other’ via organised crime». Global Crime, 14(1), pp.27-51.

Lambropoulou, E. (2003), «Criminal ‘organisations’ in Greece and public policy: from non-real to hyper-real?». International Journal of the Sociology of Law, 31(1), .

Lea, J. (2002), Crime & modernity. Λονδίνο: Sage Publications.

Liddick, D. (1999), An Empirical, Theoretical and Historical Overview of Organized Crime, Λιούιστον: The Edwin Mellen Press

Lilly, R., Cullen, F. Ball, R., (2007), Criminology Theory. Context and Consequences. Λονδίνο: Sage

Merton, R., (1938) «Social Structure and anomie», American Sociological Review, τόμ. 3

Michalowski, R. (1985), Order, law, and crime. Νέα Υόρκη: Random House.

Oxford University Press.

Naylor, R.T., (1993), “The Insurgent economy: Black Market Operations of Guerilla Organizations.” Crime, Law and Social Change 20(1), 13-51

Paoli, L. (n.d.). The Oxford handbook of organized crime, Οξφόρδη, Oxford University Press, σ. 32-52

Passas, N., (2001), «Globalization and Transnational Crime: Effects of Criminogenic Asymmetries», στο Williams, P., & Vlassis, D. (2001). Combating transnational crime: concepts, activities, and responses. Psychology Press

Report of the High-Level Panel on Threats, Challenges and Change, A more secure world: our shared responsibility, Attached to Note by the Secretary-General, A/59/565, 2 December 2004, σ. 170.

Ruggiero, V. (2007). It’s the economy, stupid!. International Journal of the Sociology of Law, 35(4), pp.163-177.

Ruggiero, V., (2000), Crime and Markets. Essays in Anti- criminology. Οξφόρδη: Oxford University Press

Ruggiero, V., (1997), «Criminals and Service Providers: Cross- national dirty economies». Crime, Law & Social Change τόμ. 28: 27–38

Ruggiero, V. (1996), Organized and corporate crime in Europe, Όλντερσοτ: Dartmouth Pub. Co

Ruggiero, V., & Vass, A. (1992), «Heroin Use and the Formal Economy, Illitic Drugs and Licit Economies in Italy», British Journal of Criminology, 32 (3): 273-291

Savona E. U. & Riccardi M. (επιμ.). (2015), From illegal markets to legitimate busi­nesses: the portfolio of organised crime in Europe, Final Report of Project OCP – Organised Crime Portfolio (www.ocportfolio.eu), Τρέντο: Transcrime – Università degli Studi di Trento

Schulte-Bockholt, A., (2001), «A Neo-Marxist Explanation of Organized Crime», Critical Criminology, τόμ. 10, 225-242

Sellin T., (1963), «Organized Crime as a Business Enterprise», Annals of the American Academy of Political and Social Science, τόμ. 347, 05/1963, σ. 12-19

Shelley, L., (2009), «Transnational Organized Crime: The New Authoritarianism», στο H. Richard Friman- Peter Andreas, The Illicit Global Economy and State Power, NY: Rowman & Littlefield, σ. 25-32

Smith, D. C. (1978), Organized crime and entrepreneurship, International Journal of Criminology and Penology, τόμ. 6, τχ. 2, 161-177.

Smith, D. C. (1971), Some things that may be more important to understand about organized crime than Cosa Nostra, University of Florida Law Review, τόμ. 24, τχ. 1

UNODC (2010), The Globalization of Crime. A transnational organized crime threat assessment, Vienna

Wright, A. (2006), Organised crime, Λονδίνο: Willan Publishing, σ. 21-22.

 

Ελληνόγλωσση

Αλεξιάδης, Σ., (2010) Τα οικονομικά του εγκλήματος, Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, σ. 137

Βιδάλη, Σ., (2014), Αντεγκληματική Πολιτική, Από τη Μικροεγκληματικότητα έως το Οργανωμένο Έγκλημα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Βιδάλη, Σ., (2011), «Η Κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα και τα όρια της: ναρκωτικά και οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα», Η Σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπιση της και η επιστήμη της εγκληματολογίας, Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη

Βιδάλη, Σ., (2009), Η πορεία προς το οργανωμένο έγκλημα», άρθρο στην εφημερίδα Το Βήμα, 19.7.2009. Διαθέσιμο και ηλεκτρονικά στη διεύθυνση http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=114&artId=266024&dt=19/07/2009

Βιδάλη, Σ., (2007), Έλεγχος του Εγκλήματος και Δημόσια Αστυνομία, Τομές και συνέχειες στην Αντεγκληματική Πολιτική. Τόμος Α΄. Αθήνα, Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Δημόπουλος, Χ., (2003), Η Παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος (κατά την αγγλοσαξονική βιβλιογραφία). Σειρά Εγκληματολογικά. Κομοτήνη: Σάκκουλας ό.π., σ. 105.

Ελληνική Αστυνομία. (1996). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 1995. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ελληνική Αστυνομία. (1997). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 1996. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ελληνική Αστυνομία. (1998). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 1997. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ελληνική Αστυνομία. (2000). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 1999. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ελληνική Αστυνομία. (2004). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2003. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ελληνική Αστυνομία. (2005). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2004. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ελληνική Αστυνομία. (2006). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2005. Αθήνα: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ελληνική Αστυνομία. (2013). Ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2011. Αθήνα: ΚΕ.ΣΥ.ΔΕΠ

Ελληνική Αστυνομία. (2014). Ετήσια έκθεση για το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, έτους 2012. Αθήνα: ΚΕ.ΣΥ.ΔΕΠ

ΙΟΒΕ (2014), Αξιολόγηση του υφιστάμενου πλαισίου φορολόγησης των καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα, διαθέσιμο διαδικτυακά http://www.iobe.gr/docs/research/RES_04_25092014_PRE_GR.pdf

Καρύδης, Β. (1996), Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης

Κουράκης, Ν. (1999), «Το οργανωμένο έγκλημα: Φαινομενολογία του προβλήματος και δυνατότητες αντιμετώπισης του στην Ελλάδα», Ποιν Δικ 10/1999

Λάζος, Γ., (2007), Κριτική Εγκληματολογία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Ξενάκη, Σ. (2011), «Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα: η οριοθέτηση και η αξιολόγηση της απειλής», Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, ΙΙ/2011, τεύχος 24ο, σ. 137-145

Ριζάβα, Φ., (2012), Οργανωμένο Έγκλημα, Θεωρητική Προσέγγιση, κατ΄ άρθρον ερμηνεία και νομολογιακή αντιμετώπιση, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Φαρσεδάκης Ι. (1990), Η Εγκληματολογική σκέψη απ’ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

* Δρ. Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, Σχολή Κοινωνικών, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών, Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

  1. Οργανωμένο έγκλημα και οικονομική κρίση: τάσεις και μεταβολές Η ετήσια έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα, η οποία συντάσσεται από την ΕΛ.ΑΣ αποτελεί τη κύρια (και μοναδική) επίσημη πηγή πληροφοριών για τη δράση, τη μορφολογία και τα χαρακτηριστικά των εγκληματικών οργανώσεων που δρουν στον ελληνικό χώρο. Συντάσσεται από την αρμόδια Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας (Τμήμα Ανάλυσης Εγκληματικότητας), και δημοσιεύεται από το έτος 1995 σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές επιταγές. Η ετήσια συνεισφορά της Ελλάδος στην αξιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος στον Ευρωπαϊκό χώρο, δεν υπήρξε πάντα εφικτή και χρονικά συνεπής. Μέχρι και λίγο πριν την πρόσφατη έκθεση για το έτος 2011, η τελευταία εκδοθείσα έκθεση αφορούσε στο έτος 2005. Επί έξι συνεχόμενα έτη, το Υπουργείο δεν δημοσίευσε κανένα στοιχείο για την κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος, κυρίως για λόγους πολιτικούς, βλ. σχετ. Antonopoulos, G. & Tagarov, N. (2012), «Greece, The politics of Crime», στο Gounev, P., & Ruggiero, V. (επιμ.), Corruption and Organized Crime in Europe, Illegal Partnerships, Λονδίνο: Routledge, σ. 125.
  2. Οργανωμένο έγκλημα και οικονομική κρίση: τάσεις και μεταβολές Chambliss, W., (1978), On the Take: From petty crooks to presidents, Μπλούμινγκτον: Indiana University Press
  3. Chambliss, (1978) ό.π., σ. 2
  4. Βιδάλη, Σ., «Η πορεία προς το οργανωμένο έγκλημα», άρθρο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ19/07 /2009. Διαθέσιμο και ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: http://www. tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=114&artId=266024&dt=19/07/2009
  5. Η οριοθέτηση της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος αποτυπώνεται σε πλήθος βιβλιογραφικών αναφορών, κυρίως στη ξενόγλωσση βιβλιογραφία και έρευνα. Ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος έχει αποτελέσει αρκετές φορές λόγο προβληματισμού και διαφωνίας ανάμεσα σε θεωρητικούς και αναλυτές του. Ο Wright αναφέρει ότι είναι δύσκολο να ορίσεις το οργανωμένο έγκλημα, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ικανοποιημένες όλες οι μεριές και ότι υπάρχουν σχεδόν τόσοι ορισμοί στα επίσημα κείμενα και στη βιβλιογραφία όσοι και αυτοί που δείχνουν ενδιαφέρον σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα. βλ. Wright, A. (2006), Organised crime, Λονδίνο: Willan Publishing, σ. 21-22.
  6. Στο παρελθόν το οργανωμένο έγκλημα συνδεόταν με θεωρίες που εστίαζαν στην εθνική καταγωγή των μελών (θεωρία συνωμοσίας, εθνικά συνδικάτα του εγκλήματος), ενώ στην σύγχρονη πραγματικότητα επικρατεί η τάση να προσεγγίζεται με όρους δανειζόμενους από την οικονομία και τη λογιστική. (επιχειρηματική θεωρία, λογιστική θεωρία). Η άμεση σύνδεση του με τον τρόπο λειτουργίας της νόμιμης οικονομίας και οι συναφείς και παράλληλοι τρόποι που λειτουργούν και διαρθρώνονται προκύπτει άμεσα από τη χρήση των όρων «παράνομες αγορές», «παράνομες επιχειρήσεις» και «εγκληματικά επιχειρηματικά δίκτυα». Η προσέγγιση της μορφολογίας του οργανωμένου εγκλήματος διαφοροποιείται ανάλογα με το θεωρητικό μοντέλο που υιοθετεί ο εκάστοτε ερευνητής. Η θεωρία της οργάνωσης, εστιάζει, στον τρόπο διάρθρωσης της εγκληματικής ομάδας, δίνοντας έμφαση στην οργανωτική της δομή και στα επίπεδα συντονισμού και εποπτείας της εγκληματικής δράσης. Παρακλάδι της θεωρίας της οργάνωσης, η θεωρία του «εγκληματικού συνδικάτου», δίνει έμφαση αφενός στον εθνικό χαρακτήρα των εγκληματικών ομάδων και αφετέρου στην ιεραρχική δομή της ομάδας. Η θεωρία περί σχέσεων πατρωνίας- πελατείας προσεγγίζει το οργανωμένο έγκλημα μέσα από το πρίσμα της συμβίωσης διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που δρουν μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Η λογιστική θεωρία, από τη δική της μεριά, δίνει έμφαση, στο τρόπο οργάνωσης της ίδιας της εγκληματικής δράσης, δηλαδή στα επιμέρους στάδια καταμερισμού των εργασιών. Η επιχειρηματική θεώρηση του οργανωμένου εγκλήματος, προσομοιάζει την οργανωμένη εγκληματική δράση με τη νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα, εστιάζοντας στο καθοριστικό ρόλο της αγοράς και στους κανόνες που αυτή διαμορφώνει ως προς τον τρόπο διαμόρφωσης της. Με βάση τη θεωρία των δικτύων το οργανωμένο έγκλημα εμφανίζει δικτυακή δράση, λειτουργώντας περισσότερο μέσω συνδετικών υπο-ομάδων. Για τις επιμέρους θεωρήσεις για το οργανωμένο έγκλημα βλ. σχετ. Liddick, D., (1999), An Empirical, Theoretical and Historical Overview of Organized Crime, Λεγουϊστον: The Edwin Mellen Press, σ. 198, Smith, D. C. (1978), Organized crime and entrepreneurship, International Journal of Criminology and Penology, Vol. 6, No. 2, σ.163, Paoli, L. (n.d.). The Oxford handbook of organized crime, Οξφόρδη, Oxford University Press, σ. 32-52
  7. Ruggiero, V., & Vass, A., (1999), “Heroin Use and the Formal Economy, illicit Drugs and Licit Economies in Italy”, British Journal of Criminology, 32 (3): 273-291.
  8. Ο Merton αναφέρει ότι «…..ότι συγκεκριμένες ανήθικες περιοχές της κοντινής βόρειας πλευράς του Chicago αποτελούν μια «φυσιολογική», αντίδραση, στα πλαίσια μιας κατάστασης, όπου η πολιτισμική έμφαση στη χρηματική επιτυχία έχει αφομοιωθεί. Όμως υπάρχει ελάχιστη πρόσβαση στα συμβατικά και νόμιμα μέσα για την επίτευξη αυτής της επιτυχίας. Οι συμβατικές ευκαιρίες για απασχόληση των ατόμων της περιοχής περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη χειρωνακτική εργασία. Έχοντας ως δεδομένα τον στιγματισμό της χειρωνακτικής εργασίας και τα συνακόλουθα και το κύρος της εργασίας του λευκού περιλαίμιου, είναι φανερό ότι το αποτέλεσμα είναι η ώθηση σε καινούργιες πρακτικές. Ο περιορισμός των ευκαιριών του ανειδίκευτου εργάτη και το χαμηλό εισόδημα, δεν μπορεί να συναγωνισθεί στα πλαίσια των συμβατικών προτύπων της επιτυχίας με το υψηλό εισόδημα, που προέρχεται από οργανωμένες ανήθικες πρακτικές», Merton, R., (1938), “Social Structure and anomie”, American Sociological Review, vol. 3, σ. 672-680, στο Φαρσεδάκη Ι., (1990) Η Εγκληματολογική σκέψη απ΄ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 462-463, μτφρ. Αρτινοπούλου, Β. Ο Λάζος αναφερόμενος στη σύνδεση του χειρονακτικού εργαζόμενου με την ανυπακοή, στην ανάλυση του Gramsci επισημαίνει σχετικά ότι «ιστορικά, είναι οι χειρωνακτικά εργαζόμενοι που έχουν τον πρώτο λόγο στην ανυπακοή. Συχνά δε, σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι υπάρχουν για την οικονομία και όχι η οικονομία για τους ανθρώπους, κάποιες παραγωγικές ή οικονομικές δομές περιθωριοποιούνται ή καταργούνται, χωρίς πρόβλεψη για την τύχη των πληθυσμών που τις στελεχώνουν». Βλέπε σχετικά Λάζος, Γ., (2007), Κριτική Εγκληματολογία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ.238
  9. Ο Merton διατύπωσε πέντε πρότυπα συμπεριφοράς, δηλαδή υιοθετούμενες συμπεριφορές, οι οποίες προκαθορίζονται από την κοινωνική δομή: o κομφορμισμός, η καινοτομία, η τυπολατρία, η απόσυρση και η εξέγερση. Η καινοτομία, ως πρότυπο συμπεριφοράς συνίσταται στη υιοθέτηση παράνομων πρακτικών και συμπεριφορών, προκειμένου να επιτευχθούν οι πολιτισμικοί στόχοι, από τη στιγμή που αποκλείεται η πρόσβαση στα νόμιμα μέσα ή αυτά είναι περιορισμένα. Το οργανωμένο έγκλημα, όπως και άλλες μορφές εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, θα μπορούσαν να προσεγγιστούν και να αναλυθούν κάτω από το πρίσμα της καινοτομίας που θέτει ο Merton. Βλέπε σχετικά Merton, R., (1938), “Social Structure and anomie”, American Sociological Review, vol. 3, σ. 672-680 και επίσης Lilly, R., Cullen, F. Ball, R., (2007), Criminology Theory. Context and Consequences. Λονδίνο: Sage σ. 55-59
  10. Block, A., (1991), Perspectives on Organising Crime. Essays in Opposition. Λονδίνο: Kluwer Academic Publishers, σ. 12
  11. Block, A., (1991), The Business of Crime. A documentary Study of Organized Crime in the American Economy, Οξφόρδη: Westview, σ. 15
  12. Ruggiero, V., (1997) “Criminals and Service Providers: Cross- national dirty economies” Crime, Law & Social Change 28: 27–38
  13. Ό.π., σ. 28 όπου ο Ruggiero αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο όρος «βρώμικες οικονομίες υιοθετείται προκειμένου να περιγράψει τα αντικειμενικά κοινά συμφέροντα που συνδέουν τις νόμιμες επιχειρήσεις με τις εγκληματικές. (objective common interests linking together official business and criminal conduct). Επίσης, ο Glenny αναφέρει ότι «δεδομένου όμως η παραοικονομία έχει αποκτήσει τόσο μεγάλη δύναμη στον κόσμο μας, αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι καταβάλλουμε τόσο μικρή προσπάθεια για τη συστηματική κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί αλλά και του πώς συνδέεται με τη νόμιμη οικονομία. Αυτός ο σκοτεινός κόσμος δεν είναι διαφορετικός από κείνον που λειτουργεί στο φώς, ο οποίος συχνά είναι πολύ πιο αδιαφανής απ΄ όσο κανείς θα υποπτευόταν ή θα επιθυμούσε. Τόσο στις τραπεζικές συναλλαγές όσο και στις συναλλαγές εμπορευμάτων, το έγκλημα δρα πολύ πιο κοντά μας απ΄ όσο νομίζουμε» Glenny, M. (2008), Έγκλημα χωρίς σύνορα McMafia. Αθήνα: Εκδόσεις Πάπυρος, σ. 19
  14. Schulte – Bockholt, A., (2001), “A Neo-Marxist explanation of organized crime”. Critical Criminology, 10/225-242
  15. Naylor, R.T., (1993), “The Insurgent economy: Black Market Operations of Guerilla Organizations.” Crime, Law and Social Change 20(1), 13-51
  16. «Η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος αναφέρεται σε εκείνη τη διαδικασία μέσω της οποίας ένα εγκληματικό “περιστατικό” διαπράττεται και ολοκληρώνεται σε διάφορα στάδια, τα οποία πραγματώνονται και σε διαφορετικές χωρικές περιοχές, όχι όμως μέσα στο ίδιο κράτος αλλά “διέρχεται” από διάφορα κράτη ή και Ηπείρους. Και αυτή η διαδρομή δεν περιλαμβάνει μόνον το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, αλλά και τα κέρδη που αποκομίζονται και επενδύονται σε offshore εταιρείες». Βλ .σχετ. Βιδάλη, Σ. (2014), Αντεγκληματική Πολιτική, Από τη Μικροεγκληματικότητα έως το Οργανωμένο Έγκλημα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 39-40 και Becucci, S., Massari, M. (2003), Globalizzazione e criminalità, Ρώμη: Laterza.
  17. Για την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών στην ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος, βλ. ενδεικτικά Lea, J. (2002), Crime & modernity, Λονδίνο: Sage Publications.
  18. Η Shelley αναφέρει ότι το κενό που άφησε η αποδυναμωμένη κρατική εξουσία καλύφθηκε αιφνιδίως από το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, το οποίο χαρακτηρίζει ως ένα νέο αυταρχισμό (new authoritarianism). Shelley, L., «Transnational Organized Crime: The New Authoritarianism», στο H. Richard Friman-Peter Andreas, The Illicit Global Economy and State Power, Νέα Υόρκη: Rowman & Littlefield, σ. 25-32.
  19. Passas, N., (2001), «Globalization and Transnational Crime: Effects of Criminogenic Asymmetries», στο Williams, P., & Vlassis, D. (2001), Combating transnational crime: concepts, activities, and responses, Psychology Press, σ. 37. Σε σχέση με τις εγκληματογενείς ασυμμετρίες που παράγει η παγκοσμιοποίηση, ο Δημόπουλος παραθέτει την προσέγγιση του Passa, επισημαίνοντας ότι «οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης παράγουν έναν αριθμό ασυμμετριών με σύνθετα εγκληματογενή αποτελέσματα. Με άλλα λόγια οι εν λόγω ασυμμετρίες ασκούν καταλυτική επίδραση στην παγκοσμιοποίηση προκειμένου αυτή να παράγει εγκληματικές ευκαιρίες, κίνητρα για την αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών και αδύναμους ελέγχους τούτων. Οι ασυμμετρίες παρουσιάζονται με πολλές μορφές κι επιδρούν σε όλους τους τομείς του εμπορίου και της οικονομίας», βλ. σχετ. Δημόπουλος, Χ., (2003), Η Παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος (κατά την αγγλοσαξονική βιβλιογραφία). Σειρά Εγκληματολογικά. Κομοτηνή: Σάκκουλας ό.π., σ. 105.
  20. Ό.π.
  21. Βλ. Δημόπουλος, Χ. (2003), ό.π., σ. 39.
  22. Commission of the European Communities, Towards a European strategy for preventing organised crime: Joint report from Commission Services and Europol, Βρυξέλλες: European Commission, 2001, σ. 8.
  23. Report of the High-Level Panel on Threats, Challenges and Change, A more secure world: our shared responsibility, Attached to Note by the Secretary-General, A/59/565, 2 December 2004, σ. 170.
  24. Europol (2006), Organized Crime Threat Assessment 2006, Χάγη: Europol, σ. 7.
  25. Βλ. σχετ. Savona E. U. & Riccardi M. (επιμ.). (2015), From illegal markets to legitimate busi­nesses: the portfolio of organised crime in Europe, Final Report of Project OCP – Organised Crime Portfolio (www.ocportfolio.eu), Τρέντο: Transcrime – Università degli Studi di Trento. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ και συντονίστηκε από το Κοινό Κέντρο Ερευνών στο Τρέντο της Ιταλίας, σε συνεργασία με τις διωκτικές αρχές στις χώρες που συμμετείχαν στη μελέτη (Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο).
  26. Ό.π., σ. 7.
  27. Ό.π., σ. 36.
  28. Ό.π., σ. 36.
  29. Ό.π., σ. 160-163.
  30. Με τον όρο κόστος εγκλήματος αναφερόμαστε στις άμεσες και έμμεσες ζημίες, που προκαλούνται στο κοινωνικό σύνολο, από την τέλεση των εγκλημάτων. Οι άμεσα συνδεόμενες, με το έγκλημα, βλάβες, συνίστανται, κυρίως, στην απώλεια ανθρωπίνων ζωών, στην πρόκληση σωματικών βλαβών, στις περιουσιακές ζημίες κ.λπ. (άμεσο κόστος – βλ. Αλεξιάδης, Σ., (2010) Τα οικονομικά του εγκλήματος, Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, σ. 137). Η οικονομική αξιολόγηση και αποτίμηση της ζημίας που προκαλείται από το έγκλημα, δεν είναι, σε όλες τις περιπτώσεις, εφικτή, όπως λ.χ. με την απώλεια της ανθρώπινης ζωής, βλ. ό.π., σ. 137. Αντίθετα, βλάβες που προκαλούνται, π.χ. από οικονομικά εγκλήματα, ή εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία ή τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου, δύνανται να αξιολογηθούν με οικονομικούς όρους και να αποτιμηθούν, ευκολότερα, σε συγκεκριμένο αριθμητικό κόστος. Οι έμμεσα συνδεόμενες, με το έγκλημα, βλάβες συνίστανται, κυρίως, «στις δαπάνες που απαιτούνται για τη συντήρηση και λειτουργία του αντεγκληματικού μηχανισμού», βλ. ό.π., σ. 138. Περαιτέρω ως έμμεσο κόστος θεωρούνται, οι δαπάνες ασφάλισης, τα μέτρα ασφαλείας και προστασίας, αντικλεπτικά συστήματα κ.τ.λ., για την πρόληψη του εγκλήματος, ακριβώς λόγω του ότι δε αποτελούν θετικές και άμεσα συνδεόμενες με το έγκλημα, βλάβες, αλλά παρεπόμενο κόστος για τη μελλοντική του αποτροπή του, άρρηκτα συνδεδεμένο με το φόβο του εγκλήματος. Ο Αλεξιάδης επιχειρεί μια διεξοδική προσέγγιση της έννοιας του κόστους του εγκλήματος. Αναφερόμενος στον όρο «κοινωνικό κόστος» του εγκλήματος, περικλείει σε αυτό, τις άμεσες και έμμεσες βλάβες που προκαλεί το έγκλημα, τόσο στα άτομα (πολίτες), όσο και στην πολιτεία (βλ. ό.π. σ. 267).
  31. 31. Βλ. σχετ. European Parliament (2013), The economic, financial and social impacts of organized crime in the EU, DG Justice, Freedom and Security, PE 493.018, Βρυξέλλες: EU. H μελέτη βασίστηκε σε ελλιπή στατιστικά στοιχεία, καθώς δεν υπήρχαν αντίστοιχα στοιχεία διαθέσιμα για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ-27.
  32. Βλ. σχετ. Ξενάκη, Σ. (2011), «Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα: η οριοθέτηση και η αξιολόγηση της απειλής», Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, ΙΙ/2011, τχ. 24, σ. 137-145· και Βιδάλη, Σ. (2014), Αντεγκληματική Πολιτική, Από τη Μικροεγκληματικότητα έως το Οργανωμένο Έγκλημα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 178.
  33. Η ετήσια έκθεση για το ΟΕ στην Ελλάδα του έτους 1998 αναφέρει: «η συνεχιζόμενη κρίσιμη οικονομική κατάσταση αλλά και οι εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες όλων σχεδόν των γειτονικών με την Ελλάδα χωρών και η συνεχής εισροή προσφύγων και αποκαλούμενων οικονομικών μεταναστών από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες αποτέλεσαν έναν εξαιρετικό επιβαρυντικό παράγοντα για την αύξηση της εγκληματικότητας σε ορισμένους τομείς εγκληματικής δραστηριότητας. Η παραμονή εξάλλου μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών, κυρίως από γειτονικές χώρες, στην Ελλάδα επιδρά δυσμενώς στους δείκτες της σοβαρής εγκληματικότητας. Βλ. σχετ. Έκθεση για την κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος για το έτος 1998, σ. 2.
  34. Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος που παρουσιάζεται ο ρόλος της εθνικότητας στην διαμόρφωση του εγχώριου οργανωμένου εγκλήματος στις επίσημες εκθέσεις. Τονίζεται ιδιαίτερα ο ρόλος των αλλοδαπών εγκληματικών οργανώσεων (βλ. π.χ. εκθέσεις 2003 και 2004), καθώς η εθνικότητα των εγκληματικών οργανώσεων αποτυπώνεται με έντονα γράμματα. Δηλαδή, ακόμα και από τον τρόπο παρουσίασης των πληροφοριών αναδεικνύεται η τάση ανάδειξης της εθνικότητας ως βασικής επεξηγηματικής παραμέτρου της οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας.
  35. Βλ. Ξενάκη, Σ., (2011), ό.π. Σύμφωνα με την Ξενάκη, το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε και ορίστηκε ως πρόβλημα μόλις τη δεκαετία το ’90 και συνδέθηκε άμεσα με το μεταναστευτικό κύμα αυτής περιόδου, βλ. σχετ. Ξενάκη, Σ., (2011), ό.π. Στο εν λόγω άρθρο, η Ξενάκη αναφέρεται στην τάση που επικρατεί να μην κατατάσσονται στην κατηγορία του οργανωμένου εγκλήματος σκάνδαλα σχετιζόμενα με τον δημόσιο τομέα και με διαπλεκόμενα συμφέροντα της ελληνικής ελίτ (λ.χ. υποθέσεις όπως το Βατοπέδι, η Siemens, η δημιουργία μονοπωλίων στις αγορές μέσω του καθορισμού τιμών, π.χ. υπόθεση ΜΕΒΓΑΛ, φαινόμενα οργανωμένης βίας και εκφοβισμού κατά συνδικαλιστικών στελεχών, π.χ. υπόθεση Κούνεβα, ουδέποτε αναγνωρίστηκαν ως υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος). Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «για μια χώρα, στην οποία οι εδραιωμένες πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά γενικότερα χρησιμοποιούνται κοινώς για να χαρακτηρίσουν τη σχέση μεταξύ των μελών της ελίτ που προέρχονται από τους χώρους της πολιτικής, των επιχειρήσεων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, μπορεί κανείς εύλογα να αναρωτηθεί πώς το οργανωμένο έγκλημα αναδύθηκε ως μια πλέον κυρίαρχη και διαδεδομένη ανησυχία και με ποιο τρόπο γίνεται αντιληπτό στην κοινωνία. Εν συντομία, η απάντηση είναι σε αντιδιαστολή με την πολιτική διαφθορά και τα οικονομικά εγκλήματα, στα οποία εμπλέκονται μέλη της ελληνικής ελίτ, το οργανωμένο έγκλημα χαρακτηρίζεται ευρέως ως το κατ’ εξοχήν έγκλημα των αλλοδαπών».
  36. Βλ. Chambliss, W., (1978), ό.π. σ. 201.
  37. Βλ. σχετ. Βιδάλη, Σ. (2007), Έλεγχος του Εγκλήματος και Δημόσια Αστυνομία, Τομές και συνέχειες στην Αντεγκληματική Πολιτική. Τόμος Α΄. Αθήνα, Κομοτηνή: Σάκκουλας, ό.π., σ. 912.
  38. Ξενάκη, Σ., (2011), ό.π.. Επίσης βλ. την προσέγγιση της Βιδάλη, η οποία συνδέει την απουσία του οργανωμένου εγκλήματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’80 με τις δομικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η εν λόγω απουσία οφείλεται όχι στο ότι δεν υπήρχε το οργανωμένο έγκλημα, αλλά στο ότι «δεν γινόταν αντιληπτό ως τέτοιο, καθώς οι υπηρεσίες και τα συμφέροντα που το ΟΕ κατά κανόνα προωθεί, “παρέχονταν” στους ενδιαφερόμενους μέσω της δομικής ιδιαιτερότητας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και της κομματικής πελατείας». Βλ Βιδάλη, Σ. (2011), «Η Κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα και τα όρια της: ναρκωτικά και οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, Η Σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπιση της και η επιστήμη της εγκληματολογίας», Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 1751· καθώς και Βιδάλη, Σ., (2007), Έλεγχος του Εγκλήματος και Δημόσια Αστυνομία, Τομές και συνέχειες στην Αντεγκληματική Πολιτική. Τόμος Α΄ Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, ό.π., σ. 477.
  39. Βλ. Ριζάβα, Φ. (2012), Οργανωμένο Έγκλημα, Θεωρητική Προσέγγιση, κατ΄ άρθρον ερμηνεία και νομολογιακή αντιμετώπιση, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 77. Η Λαμπροπούλου επισημαίνει ότι οι εκθέσεις των ετών 1995 και 1996 διαφοροποιούνται σε αρκετά σημεία από τις εκθέσεις των 1997, 1998 και 1999 και αυτό οφείλεται κυρίως στην πίεση να παρουσιαστεί μια έκθεση που να στηρίζεται στις απαιτήσεις του Συμβουλίου της ΕΕ (1997b) έγγραφο 35 (rev. ΙΙ, έγγρ. 6204/2/1997). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συμπεράσματα της Έκθεσης του έτους 1999 είναι σχεδόν τα ίδια με εκείνα της προηγούμενης έκθεσης και φαίνονται ασυμβίβαστα με την παρουσιαζόμενη κατάσταση, Έκθεση ΥΔΤ για ΟΕ 1999, σ. 3. βλ. σχετ. Lambropoulou, E. (2003), «Criminal ‘organisations’ in Greece and public policy: from non-real to hyper-real?», International Journal of the Sociology of Law, 31(1), σ. 82.
  40. Βλ. έκθεση 2005, σ. 24 και έκθεση 2004, σ. 34.
  41. Cressey, D. (1969), Theft of the Nation, 1η έκδ. Νέα Υόρκη: Harper & Row. Cressey περιέγραψε το οργανωμένο έγκλημα της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ ως ένα εισαγόμενο φαινόμενο, άμεσα συνδεόμενο με την παρουσία και δράση της σικελικής Μαφίας LCN, αμφισβητώντας με αυτό τον τρόπο τον εγκληματογενή χαρακτήρα της αμερικανικής κοινωνίας. Η δε πρότασή του για εξάρθρωση της LCN στον τόπο γέννησής της και εδραίωσής της, τη Σικελία, έθεσε τα πρώτα στίγματα του διεθνούς πολέμου κατά του εγκλήματος. Βλ. και Βιδάλη, Σ. (2011), «Η Κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα και τα όρια της: ναρκωτικά και οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα», Η Σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπιση της και η επιστήμη της εγκληματολογίας, Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη
  42. Θα πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό η έρευνα του Αντωνόπουλου σχετικά με την εμπλοκή του ξένου στοιχείου σε τρεις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες-αγορές στην Ελλάδα, του λαθρεμπορίου τσιγάρων, της κλοπής μεταφορικών μέσων και διευκόλυνση παράνομης μετανάστευσης, υπό από το πρίσμα της θεωρίας της συνωμοσίας του άλλου, του ξένου (alien conspiracy theory). Σύμφωνα με τον Αντωνόπουλο, οι τρεις συγκεκριμένες παράνομες αγορές στην Ελλάδα δεν είναι «ελεγχόμενες» ούτε αποτελούν «ιδιοκτησία» αλλοδαπών, η δε εθνικότητα ως εξηγητική παράμετρος είναι υπερεκτιμημένη. Antonopoulos, G. (2009), «Are the “others” coming?: Evidence on “alien conspiracy” from three illegal markets in Greece», Crime, law and social Change, 52(5), σ. 475-493· Antonopoulos, G. και Papanicolaou, G. (χ.χ.), Unlicensed capitalism, Greek style. Επίσης, σχετικά με την αγορά διευκόλυνσης της παράνομης μετανάστευσης, βλ. τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. για την εθνικότητα των εμπλεκομένων διακινητών για τα έτη 2003-2013, όπου σαφώς προκύπτει ότι υπερ-εκπροσωπούνται από τους Έλληνες στο www.astynomia.gr, καθώς και Antonopoulos, G. (2006), «The Smuggling of Migrants in Greece: An Examination of its Social Organization. European Journal of Criminology», 3(4), σ. 439-461· και Papadopoulou, A. (2004), «Smuggling into Europe: Transit Migrants in Greece», Journal of Refugee Studies, 17(2), σ. 167-184.
  43. Βλ. Antonopoulos, G. (2009), ό.π., σ. 491.
  44. Antonopoulos, G. (2009), ό.π. Ο Καρύδης αναφέρει ότι η εγκληματικότητα των μεταναστών συνιστά μια ανακατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας η οποία εδράζεται πάνω σε στερεότυπα και στη ξενοφοβική προδιάθεση του πληθυσμού. Επισημαίνει ότι η στερεοτυπική απεικόνιση του «μετανάστη-άλλου» ταυτίζεται κυρίως με τον γενικευμένο «Αλβανό μετανάστη», η εικόνα του οποίου συγκροτείται στη συνέχεια διαδοχικά ως Λαθρομετανάστης, Κλέφτης, Βίαιος, Επικίνδυνος, Βαλκάνιος Εγκληματίας. Βλ. σχετ. Καρύδης, Β. (1996), Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης, σ. 121-122.
  45. Στην έκθεση του έτους 2011 για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στις εγχώριες εγκληματικές ομάδες που καλλιεργούν κάνναβη και μάλιστα επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι «οι ομάδες αυτές αποτελούνται από ημεδαπούς τους οποίους συνήθως συνδέουν οικογενειακοί δεσμοί, φιλία ή επαγγελματική σχέση» (σ. 19). Επίσης, εκεί αποτυπώνεται ο πρωταρχικός ρόλος των ημεδαπών σε εγκληματικές δραστηριότητες όπως οι κλοπές μετάλλων, οι κλοπές οχημάτων, η εμπορία ανθρώπων, οι απάτες, οι εκβιάσεις και το ηλεκτρονικό έγκλημα.
  46. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2011, σ. 48.
  47. Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2012, σ. 49.
  48. Βλ. Βιδάλη, Σ. (2007), ό.π., σ. 910.
  49. Βλ. Βιδάλη, Σ., (2014), ό.π., σ. 178.
  50. Βλ. Ruggiero, V. (2000), Crime and Markets. Essays in Anti- criminology. Οξφόρδη: Oxford University Press, σ. 15-27
  51. Βλ. Βιδάλη, (2007), ό.π., σ. 919.
  52. SOTCA (Serious and Organized Crime Threat Assessment), Europol (2013), σ. 11
  53. Για μια συνολική θεώρηση της σύνδεσης της εγκληματικότητας και της οικονομικής κρίσης, βλ. σχετ. Deflem, M. (2011). Economic crisis and crime. Μπίνγκλει, Η.Β.: Emerald.
  54. SOTCA, (2013) ό.π. σ. 14
  55. 55. http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+ REPORT + A7-2013-0307+0+DOC+XML+V0//EN
  56. Βλ. Έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2011, σ. 50
  57. Ειδικότερα, εκπονήθηκε έρευνα εφαρμογής του νόμου (law implementation research) σε δύο επίπεδα έρευνας, δηλαδή σε : (α) δικαστικές αποφάσεις που αφορούσαν υποθέσεις εγκληματικών οργανώσεων και συμμοριών (δηλ. υποθέσεις που παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη δυνάμει του ν. 2928/2001) και (β) επαγγελματίες του ποινικοκατασταλτικού συστήματος μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων σχετικά με τις απόψεις τους για την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις εγκληματικές οργανώσεις. Η σταδιακή αύξηση των υποθέσεων εγκληματικών οργανώσεων που παραπέμπονται στη δικαιοσύνη, προέκυψε τόσο από την έρευνα δικαστικών αποφάσεων στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά όσο και τις συνεντεύξεις με φορείς του ποινικο-κατασταλτικού συστήματος. βλ. σχετ. Σταμούλη, Ε., Πολιτικές ασφάλειας στην Ελλάδα σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία μετά το 2001 και οι συνέπειες τους στην αντεγκληματική πολιτική», Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή.
  58. Για τις τάσεις του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος βλ. μεταξύ άλλων τις εκθέσεις για την αξιολόγηση κινδύνου για το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα της Europol καθώς και την έκθεση του UNODC (2010), The Globalization of Crime. A transnational organized crime threat assessment. Νέα Υόρκη
  59. Βλ. σχετ. Σταμούλη, Ε., ό.π.
  60. Βλ. σχετ. Έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα έτους 2011, σ. 36
  61. Έρευνα του ΙΟΒΕ (2014), «Αξιολόγηση του υφιστάμενου πλαισίου φορολόγησης των καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα, διαθέσιμο διαδικτυακά http:// www.iobe.gr/docs/research/RES_04_25092014_PRE_GR.pdf
  62. Έκθεση για το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2012, σ. 34 Η σύνδεση οικονομικής κρίσης και εξάρθρωσης των κυκλωμάτων παροχής προστασίας επισημαίνεται και στον τύπο. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Β. Λαμπρόπουλου, όπου αναφέρει ότι “η οικονομική κρίση κι οι «αναδουλειές» οδηγούν πλέον ιδιοκτήτες καταστημάτων να καταγγέλλουν μαζικά στην ΕΛΑΣ τα κυκλώματα των νονών της νύκτας που τους υφαρπάζουν μεγάλα χρηματικά ποσά κάθε μήνα εν ονόματι της «παροχής προστασίας», βλ. Σχετ. Λαμπρόπουλος, Β., Η οικονομική κρίση «καίει» και τους νονούς της νύχτας, Εφημερίδα Το Βήμα, 12/6/2015 διαθέσιμο ηλεκτρονικά http://www.tovima.gr/society/article/?aid=712772
  63. Βλ. σχετ. άρθρο ΕΚΚΕ: Η κρίση χτύπησε μπουζούκια και ρεμπετάδικα, διαθέσιμο ηλεκτρονικά http://www.koutipandoras.gr/article/126465/ekke-i-krisi-htypise-mpoyzoykia-kai-rempetadika
  64. Βλ. άρθρο του Σουλιώτη Γ. με τίτλο «Μπράβοι» αναλαμβάνουν τώρα ρόλο εισπράκτορα», στην εφημερίδα Καθημερινή, 05/02/2012, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «σε «φοροεισπράκτορες» εξελίχθηκαν σταδιακά ομάδες «μπράβων» σε Αττική και περιφέρεια, επιβεβαιώνοντας στην πράξη ότι η οικονομική κρίση (για κάποιους) δημιουργεί… ευκαιρίες» . Επισημαίνει, επίσης, ότι Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που έχουν ασχοληθεί στις έρευνες για την εξάρθρωση των «κατά τόπους» κυκλωμάτων εκβιαστών υποστηρίζουν ότι, εν μέσω κρίσης, σε επικερδή δραστηριότητα για τους «μπράβους» έχει εξελιχθεί και η είσπραξη – «σπάσιμο» επιταγών. Σε περίπτωση δηλαδή -και είναι πολλά τα περιστατικά- που ένας ιδιώτης αδυνατεί να εισπράξει τα χρήματα επιταγής από κάποιον τρίτο, δίνει την επιταγή σε κάποιον «φουσκωτό» ο οποίος αναλαμβάνει αντί προμήθειας να ολοκληρώσει την αποστολή», διαθέσιμο και ηλεκτρονικά http://www.kathimerini. gr/449611/article/epikairothta/ellada/mpravoi-analamvanoyn-twra-rolo-eispraktora
  65. Βλ. σχετ. Έκθεση έτους 2012, ό.π. σ. 33
  66. Τέτοιου είδους σχέσεις περιστασιακής εργασίας τυποποιούνται ως μορφές εμπλοκής με την εγκληματική οργάνωση και σύμφωνα με την Απόφαση-πλαίσιο του 2008 (Συμβούλιο Ε.Ε., 2008/841/ΔΕΥ). Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Βιδάλη «τείνει να τυποποιείται ως μέρος της οργάνωσης, το part- time εξειδικευμένο ή αναλώσιμο δυναμικό, που συνηθίζεται τελευταία να στρατολογείται από τις εγκληματικές οργανώσεις, τάση που περιλαμβάνεται ανάμεσα στις σύγχρονες πολιτικές ανάπτυξης του ΟΕ, και χρησιμοποιείται και σε επίπεδο δρόμου ή σε απολύτως εξειδικευμένες ή επικίνδυνες δράσεις», βλ. σχετ. Βιδάλη, Σ., (2014),ό.π. σ. 202
  67. Bλ. σχετ. Ruggiero, V., (2000), ό.π. σ. 64-74 και Ruggiero, V. (1996). Organized and corporate crime in Europe. Όλντερσοτ: Dartmouth Pub. Co. Η Βιδάλη αναφέρει ότι «η αποδοχή της ανάπτυξης του ΟΕ ως ενός συστήματος καταμερισμού εργασίας, συνδυάζει αυτόν τον καταμερισμό με τον κυρίαρχο τύπο εργασιακών σχέσεων που το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης επιβάλλει. Το κυρίαρχο μοντέλο την εποχή του φορντισμού ήταν η σταθερή εργασία, η εξειδίκευση και η παραγωγή αλυσίδα. Παράπεμπε έτσι σε έναν συγκεκριμένο τύπο καταμερισμού εργασίας και για το ΟΕ Σήμερα επομένως, αυτό το πρότυπο αλλάζει κατ΄αναλογία με τις μεταβολές στον κυρίαρχο τύπο οικονομίας (παγκοσμιοποίηση) και εργασιακών σχέσεων», βλ.σχετ. Βιδάλη, Σ., (2014), ό.π. σ. 200.
  68. Ruggiero, V., (2000), ό.π. σ. 64-72
  69. Vincenzo, R., (1997), Criminals and service providers: Cross-national dirty economies, Crime, Law and Social Change, 28(1), 1997, 27-38, Vincenzo, R., (2000), Crime and Markets: Essays in Anti-Criminology, Οξφόρδη, UK: Oxford University Press, Ruggiero, V. (2007), It’s the economy, stupid!. International Journal of the Sociology of Law, 35(4), pp.163-177.
  70. Ειδικότερα, διεξήχθησαν ημιδομημένες συνεντεύξεις σε σκόπιμο δείγμα δικαστών, αστυνομικών και δικηγόρων που είχαν εμπειρία με υποθέσεις εγκληματικών οργανώσεων. Τα υποκείμενα της έρευνας επιλέχθηκαν μέσω του συνδυασμού της σκόπιμης δειγματοληψίας και της μεθόδου της χιονοστιβάδας. Η σκόπιμη δειγματοληψία (ή δειγματοληψία κατά κρίση) γίνεται κάθε φορά στη βάση ενός ή περισσοτέρων κριτηρίων που επιλέγει ο ερευνητής. Στην προκείμενη έρευνα, το βασικό κριτήριο ήταν οι ειδικές γνώσεις και η επαφή των ερωτηθέντων με το ζήτημα των εγκληματικών οργανώσεων. Ο αριθμός των υποκειμένων της έρευνας και στις τρεις επιμέρους ομάδες δεν ήταν προκαθορισμένος εκ των προτέρων, αλλά οριστικοποιήθηκε στην πορεία της εμπειρικής έρευνας. Βασικό κριτήριο για τον καθορισμό του αριθμού των υποκειμένων του δείγματος υπήρξε ο βαθμός ωριμότητας των απαντήσεων. Το Τελικό δείγμα διαμορφώθηκε ως εξής: 7 δικαστικοί λειτουργοί (3 Εφέτες, 4 Εισαγγελείς Εφετών), 7 Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας), 7 Δικηγόροι με εμπειρία σε υποθέσεις εγκληματικών οργανώσεων.
  71. Βλ. Σταμούλη, Ε., ό.π.
  72. Για τη διάκριση των εγκλημάτων συσσώρευσης και εγκλήματα επιβίωσης βλ. μεταξύ άλλων Michalowski, R. (1985). Order, law, and crime. Νέα Υόρκη: Random House.