Societas delinquere non potest; Σκέψεις με αφορμή το «σκάνδαλο Siemens»

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ

Societas delinquere non potest;

Σκέψεις με αφορμή το «σκάνδαλο Siemens»

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ*

Ι. Αντί εισαγωγής

Παίρνοντας αφορμή από το «σκάνδαλο Siemens», το άρθρο επανεξετάζει ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα των ποινικών επιστημών, το δόκιμο θεσμοθέτησης της ποινικής ευθύνης οργανώσεων ή νομικών προσώπων, κατά τη νομική ορολογία. Ειδικότερα, αφού καταγραφούν τα πολιτικά και δικαστικά συγκείμενά του «σκανδάλου Siemens», παρουσιάζονται ευσύνοπτα τα βασικά σημεία της αρνητικής θέσης της κλασικής ποινικής δογματικής. Στη συνέχεια επιχειρείται η ανάδειξη του παρωχημένου αυτής της θέσης σε επιστημολογικό και πραγματολογικό επίπεδο αφενός μέσω της αναφοράς στο ρόλο των οργανώσεων στη σύγχρονη κοινωνική δομή και ανάλυση και αφετέρου μέσω της παρουσίασης της εγκληματολογικής θεωρίας για την «οργανωσιακή παρέκκλιση». Υπό το φως αυτών των νεότερων προσεγγίσεων, υποστηρίζεται ότι η απουσία αυτοτελούς αντιμετώπισης των οργανώσεων ως φορέων εγκληματικής δράσης (παράλληλα και σωρευτικά με την πρόβλεψη ατομικής ποινικής ευθύνης των φυσικών προσώπων-δραστών που υλοποιούν την οργανωσιακή δράση) συνεπάγεται την ελλιπή απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας στον ποινικό δικανικό λόγο, που με τη σειρά του εκλαμβάνεται πλέον ως δυσβάσταχτο κανονιστικό έλλειμμα.

ΙΙ. Τα πολιτικά και δικαστικά συγκείμενα του «σκανδάλου Siemens»

Το «σκάνδαλο Siemens» ήρθε στην επιφάνεια με την αποκάλυψη ότι η ομώνυμη γερμανική εταιρεία δαπάνησε την περίοδο 1999-2006 περί το 1,3 δις ευρώ σε αμφιλεγόμενες πληρωμές για την προώθηση των συμφερόντων της σε διάφορες χώρες. Η προσφυγή σε αυτή την «επιχειρηματική» πρακτική κρίθηκε αναγκαία όχι μόνο για την κερδοφορία αλλά και για την επιβίωση της πολυεθνικής εταιρείας, μετά την αποτυχία της να σημειώσει ικανοποιητικές αποδόσεις στο χώρο της βιομηχανίας εν γένει και των τηλεπικοινωνιών ειδικότερα.[1] Στην ελληνική εκδοχή του, το «σκάνδαλο Siemens» σχετίζεται με τον ενδεχόμενο χρηματισμό Ελλήνων πολιτικών και κρατικών υπαλλήλων από τη Siemens προκειμένου η τελευταία να διασφαλίσει την ανάθεση από το Ελληνικό Δημόσιο μεγάλης αξίας συμβάσεων προμήθειας υλικών, υπηρεσιών και συστημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σχετικά κονδύλια καταγράφονταν επισήμως ως «χρήσιμες δαπάνες» ή «μυστικές πληρωμές».[2]

Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης άρχισε 2008 τόσο από την ελληνική Δικαιοσύνη όσο και από ειδική (διακομματική) Εξεταστική Επιτροπή που συγκροτήθηκε με την από 28-1-2010 ομόφωνη απόφαση της Ολομέλεια της Βουλής, σε συνεργασία με τις γερμανικές δικαστικές αρχές του Μονάχου. Η εν λόγω Εξεταστική Επιτροπή ερεύνησε τον τρόπο ανάθεσης από το Ελληνικό Δημόσιο στη Siemens σειράς δημοσίων συμβάσεων στο χώρο των τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ), των μαζικών μεταφορών (ΟΣΕ, Προαστιακός, σύστημα ψηφιακής επικοινωνίας GSM-R), της οργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (σύστημα ασφαλείας C4I), του πολιτισμού (εγκατάσταση συστημάτων ηλεκτρονικής ξενάγησης σε αρχαιολογικούς χώρους), της υγείας (προμήθειες και συντήρηση ιατρικού υλικού στα νοσοκομεία) και των εξοπλιστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Άμυνας (Πρόγραμμα Patriot, Πρόγραμμα Υποβρυχίων, Σύστημα Ερμής).[3] Η Εξεταστική Επιτροπή συνόψισε τα ευρήματά της με τον ακόλουθο εύγλωττο τρόπο:

«Το σκάνδαλο SIEMENS αφορά μια πρωτόγνωρη υπόθεση, στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής εταιρείας, που είναι leader στο χώρο των τηλεπικοινωνιών διεθνώς. Στο εσωτερικό αυτής είχε διαμορφωθεί ιδιαίτερη οργανωτική δομή από ανώτατα στελέχη, τα οποία ενεργούσαν από κοινού ως εγκληματική οργάνωση χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα (που αποσκοπούσαν αφενός στην εξασφάλιση μαύρου χρήματος και αφετέρου στην διοχέτευσή του χωρίς ίχνη για παράνομες πληρωμές) και φέρεται να διέπρατταν συστηματικά δωροδοκίες κρατικών υπαλλήλων (υπηρεσιακών και πολιτικών στελεχών) σε όλο το πεδίο των δραστηριοτήτων της. Δηλαδή στο σύνολο σχεδόν των δομών του Ελληνικού Κράτους (Υπουργεία Συγκοινωνιών, Άμυνας, Πολιτισμού, Υγείας, Δημοσίας Τάξης, καθώς και ΔΕΚΟ, όπως ΟΤΕ και ΟΣΕ κλπ.). Σκοπός της παραπάνω παράνομης δραστηριότητας ήταν να εξασφαλιστεί προνομιακή και δεσπόζουσα θέση στον ανταγωνισμό σχετικά με τις προμήθειες του ευρύτερου ελληνικού δημοσίου τομέα.

Η παραπάνω αυτή εγκληματική δραστηριότητα είχε εκδηλωθεί παράλληλα σε πολλές χώρες του κόσμου και με τέτοια οργάνωση και έκταση ώστε δίκαια να μπορεί να χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο βιομηχανικό-οικονομικό σκάνδαλο στην μεταπολεμική Ευρώπη.»

Υπό αυτά τα δεδομένα και με προφανή σκοπό η υπόθεση Siemens να μην καταγραφεί ως ακόμα ένα στη σειρά «σκανδάλων» που ταλανίζουν την ελληνική πραγματικότητα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Εξεταστική Επιτροπή υιοθέτησε ομόφωνα δεκαεφτά πορισματικές αναφορές, οι οποίες αφορούν τα εξής ζητήματα: i) συγκεκριμένες παραλείψεις και ευθύνες του εισαγγελικού λειτουργού που χειρίστηκε αρχικά την υπόθεση, ii) τη ροή του «μαύρου χρήματος» μέσω υπεράκτιων και μη εταιριών για το χρηματισμό πολιτικών προσώπων και υπαλλήλων του ελληνικού κράτους ή οργανισμών και εταιριών του δημόσιου τομέα, iii) την ανάγκη αναζήτησης μέσω Europol των τραπεζικών λογαριασμών των φυσικών και νομικών προσώπων που εμπλέκονται στο σκάνδαλο, iv) το διορισμό Εφέτη Ανακριτή για τη διενέργεια των αναγκαίων πράξεων δικαστικής συνεργασίας, v) τη διατύπωση αιτήματος άσκησης συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για την πράξη της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης κατ’ άρθρο 187 Π.Κ. σε βάρος τόσο στελεχών των εταιρειών SIEMENS AG και SIEMENS ΑΕ όσο και κάθε άλλου εμπλεκομένου προσώπου, vi) την άσκηση αγωγών και αιτήσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των εταιρειών SIEMΕNS AG, SIEMENS ΑΕ, των στελεχών τους και κάθε άλλου εμπλεκομένου φυσικού ή νομικού προσώπου, vii) τη διατύπωση αιτήματος επίσπευσης της ανάκρισης για την αποφυγή του ενδεχόμενου παραγραφής σοβαρών πράξεων πλημμεληματικού χαρακτήρα, viii) τη διατύπωση αιτήματος για την άσκηση δίωξης κατά του Προέδρου-Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΤΕ και παντός άλλου υπευθύνου για τη μη ενεργοποίηση των ρητρών που υπήρχαν στις επίδικες συμβάσεις, ix) τη νομική τεκμηρίωση του οργανωμένου εγκλήματος κατ’ άρθρο 187 Π.Κ., x) την αίτηση παροχής διεθνούς δικαστικής συνδρομής για την εξέταση μαρτύρων και την αναζήτηση του πρωτογενούς υλικού της δικογραφίας, xi) τον κατ’ εκτίμηση προσδιορισμό της ζημίας του Ελληνικού Δημοσίου και την ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης για τον ακριβή προσδιορισμό της, xii) την αίτηση διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής για τη μετάβασης του Εφέτη Ανακριτή στην Εισαγγελία Μονάχου, xiii) την αίτηση διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής για τη χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας από την Εισαγγελία Μονάχου, xiv) την επιβολή διοικητικού προστίμου στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας Siemens (τόσο της μητρικής όσο και της ελληνικής θυγατρικής) για την τέλεση των εγκλημάτων του άρθρου 187 Π.Κ., xv) την παραβίαση των κανόνων ελεύθερου ανταγωνισμού και την επιβολή των προβλεπόμενων νόμιμων κυρώσεων, xvi) την άσκηση ποινικών διώξεων για κατάχρηση εξουσίας κατ’ άρθρο 239 Π.Κ. κατά όσων έχουν χειριστεί τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης αλλά και όσων τους επόπτευαν, εξαιτίας των επιλεκτικών χειρισμών και της προσπάθειας συγκάλυψης που διαπιστώθηκαν, και xvii) την άμεση, χωρίς καμία άλλη καθυστέρηση και κωλυσιεργία, διαλεύκανση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε ως το πρωταρχικό καθήκον της Ελληνικής Δικαιοσύνης, ώστε να διαφυλαχθεί το ίδιο το κύρος και η αξιοπιστία της.[4]

Από τις παραπάνω πρισματικές αναφορές δύο είναι τα σημεία που ενδιαφέρουν εν προκειμένω: αφενός η επίμονη απαίτηση για την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης κατά των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων-στελεχών της Siemens για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης κατ’ άρθρο 187 Π.Κ. και αφετέρου ο προσδιορισμός της ζημιάς του Ελληνικού Δημοσίου και η απαίτηση επιβολής κυρώσεων κατά του νομικού προσώπου της Siemens. Κατά την άποψη του γράφοντος, αμφότερα τα σημεία μαρτυρούν την αγωνιώδη προσπάθεια της Εξεταστικής Επιτροπής να αναδείξει την οργανωσιακή (organizational) διάσταση του «μεγαλύτερου βιομηχανικο-οικονομικού σκανδάλου στην μεταπολεμική Ευρώπη», ήτοι το γεγονός ότι δεν πρόκειται απλώς για κάποια διεφθαρμένα στελέχη που επιδίδονταν σε εγκληματικές πράξεις για προσωπικό τους όφελος, αλλά για τη στρατηγική επιλογή μιας πολυεθνικής εταιρείας που στο πλαίσιο επιδίωξης ενός καθόλα νόμιμου σκοπού (αύξηση κέρδους) δεν δίστασε να μετέλθει προφανώς παράνομα μέσα (δωροδοκίες, απάτες, νομιμοποίηση βρόμικου χρήματος, κ.λπ.). Αν και η κατηγορία της «εγκληματικής οργάνωσης» δεν αφορά το νομικό πρόσωπο της Siemens αλλά μια ομάδα υψηλόβαθμων στελεχών της, είναι γνωστό ότι αυτή αποτελεί την «εναλλακτική» επιλογή στις έννομες τάξεις που δεν προβλέπεται η ποινική ευθύνη νομικών προσώπων.

Δυστυχώς τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν δικαίωσαν τις προθέσεις της Εξεταστικής Επιτροπής σε κανένα από τα δύο σημεία. Πιο συγκεκριμένα, το Ελληνικό Δημόσιο κατάληξε σε μια ζωηρά αμφιλεγόμενη συμφωνία συμβιβασμού με τη Siemens, δυνάμει της οποίας η τελευταία, προς πλήρη και οριστική διευθέτηση όλων των απαιτήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας βάσει του αστικού και διοικητικού δικαίου (συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και τον ανταγωνισμό), συμφώνησε τα εξής: i) παροχή ύψους 80 εκατ. ευρώ σε συμψηφισμό εισπρακτέων απαιτήσεών της σε βάρος φορέων του Ελληνικού Δημοσίου, ii) παροχή ύψους 90 εκατ. ευρώ σε βάθος πενταετίας για την υποστήριξη φορέων και δράσεων που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς, για τη χορήγηση υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές και για την παροχή ιατρικού εξοπλισμού που θα ζητηθεί από τα δημόσια νοσοκομεία, iii) την ανάληψη της γενικής υποχρέωσης επένδυσης ποσού 100 εκατ. ευρώ μέσω της συνεχιζόμενης παρουσίας της Siemens στην Ελλάδα, iv) την πραγματοποίηση περαιτέρω επενδύσεων στην Ελλάδα.[5] Από την άλλη πλευρά, η Ελληνική Δημοκρατία προχώρησε στη δήλωση ότι η Siemens αποτελεί αξιόπιστη και υπεύθυνη εταιρεία, υπό την έννοια του Άρθρου 45 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, παραιτήθηκε από κάθε αστική και διοικητική αξίωση και πρόστιμο κατά της Siemens και συμφώνησε ότι θα την υπερασπίσει και θα τη συνδράμει σε σχέση με τις ανωτέρω αξιώσεις, πρόστιμα, αγωγές και λοιπές διαδικασίες που εκκρεμούν σε βάρος της, ενώ σε περίπτωση που η εταιρεία κληθεί να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, αυτό θα εκπέσει από την παροχή των 90 εκατ. ευρώ.[6]

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής, η ζημία, θετική και αποθετική, που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο από την παράνομη δράση της Siemens υπερβαίνει κατ’ εκτίμηση το ποσό των 2 δις ευρώ. Ειδικά η άμεση ζημιά υπολογίστηκε τουλάχιστον σε ποσοστό 10% επί του τζίρου κάθε σύμβασης μεταξύ της Siemens και του Ελληνικού Δημοσίου. Σύμφωνα με τις καταθέσεις διαφόρων μαρτύρων σε Ελλάδα και Γερμανία, το ποσοστό αυτό υπολογιζόταν κατά την κοστολόγηση του έργου και το συνολικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να μετακυλίεται τελικά στη σύμβαση, δηλαδή πληρωνόταν πάντα από τον αντισυμβαλλόμενο της Siemens.[7]

Από την άλλη πλευρά, το αίτημα της Εξεταστικής Επιτροπής για την άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης ικανοποιήθηκε από τις εισαγγελικές αρχές, οι οποίες πράγματι απήγγειλαν συμπληρωματική ποινική κατηγορία κατά 80 συνολικά φυσικών προσώπων για την πράξη της εγκληματικής οργάνωσης μεταξύ της περιόδου από 3.9.1997 έως 10.3.2007 με σκοπό τη διάπραξη των αξιόποινων πράξεων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας (Άρθρο 187 παρ. 1 και 3 Π.Κ.). Ωστόσο το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έπαυσε την ποινική δίωξη ως προς αυτή τη συμπληρωματική κατηγορία λόγω παραγραφής, καθώς το άρθρο 187 Π.Κ., πριν την τροποποίησή του με το Ν. 2928/2001, είχε το χαρακτήρα πλημμελήματος και είχε παρέλθει πενταετία από το φερόμενο ως χρόνο τέλεσης, χωρίς να συντρέξει λόγος αναστολής της.[8] Συνεπώς τα κατηγορούμενα φυσικά πρόσωπα θα δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών υπό τις εξής κατηγορίες: i) παθητική και ενεργητική δωροδοκία από κοινού κατ’ εξακολούθηση και κατά μόνας, στρεφόμενες κατά του Ελληνικού Δημοσίου, από τις οποίες το όφελος που επεδίωξαν και πέτυχαν οι δράστες και η ζημία που υπέστη το Δημόσιο υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, και ii) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

Ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση επί των ως άνω κατηγοριών θα αφορά αποκλειστικά και μόνο τα μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα που κατηγορούνται, όχι βεβαίως το νομικό πρόσωπο της Siemens που επωφελήθηκε από τη δράσης τους. Αυτό το τελευταίο φαίνεται ότι θα συνεχίσει αδιατάραχτο τη δραστηριοποίησή του στην Ελλάδα, σαν να μην έχει συμβεί σχεδόν τίποτα. Τουλάχιστον αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο προφανώς θα καταλήγει κάποιος βάσει της μοναδικής ποινικής δικαστικής απόφασης που αναμένεται να εκδοθεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Υπό αυτά τα δεδομένα, τίθεται το ερώτημα αν είναι δόκιμη η θεσμοθέτηση της ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων, προφανώς για αντιμετώπιση ανάλογων περιπτώσεων στο μέλλον, και ποια η αξία μια τέτοιας νομοθετικής εξέλιξης.

ΙΙI. Η θέση της κλασικής ποινικής δογματικής απέναντι στο ενδεχόμενο θεσμοθέτησης της ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων

Η κλασική ποινική δογματική έχει ταχθεί αρνητικά απέναντι στο ενδεχόμενο ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, όπως άλλωστε καθιστά σαφές και το αξίωμα societas delinquere non potest. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζεται, δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα αρχής αλλά και ουσίας, δεδομένου ότι οι βασικές έννοιες και θεσμοί του κλασικού ποινικού δικαίου έχουν διαμορφωθεί επί τη βάσει της ανθρώπινης συμπεριφοράς (ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας ποινικού δικαίου), οπότε δικαιολογημένα τίθεται το ερώτημα αν μπορούν να έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση των νομικών προσώπων.[9]

Σε γενικό επίπεδο, οι ενστάσεις εδράζονται στη θεμελιακή συνθήκη ότι το ποινικό δίκαιο, πέρα από το αντικειμενικό στοιχείο της τέλεσης μιας παράνομης πράξης, έχει ένα έντονα υποκειμενικό προσανατολισμό, δεδομένου ότι η κατάφαση της ποινικής ευθύνης συνιστά βαριά κοινωνικοηθική μομφή στο πρόσωπο που κατηγορουμένου, στηριζόμενη στην εσωτερική σχέση του προς την πράξη και το αποτέλεσμά της, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από την ανεξίτηλη στιγματιστική λειτουργία της ποινής που επιβάλλεται συνεπεία του καταλογισμού σε ενοχή (guilty mind).[10] Πριν λοιπόν από οποιαδήποτε δογματική συζήτηση αναφορικά με το πότε είναι αναγκαία η πρόβλεψη της ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων και ποια τα αναγκαία στοιχεία της, θα ήταν απαραίτητη η φιλοσοφική θεμελίωσή της, που εν πολλοίς εξισώνεται με το εγχείρημα της αναγνώρισης σε αυτά της ιδιότητας του ηθικού δρώντος (moral agent), της ικανότητας δηλαδή να αναπτύσσουν σκόπιμη ή καλύτερα στοχευμένη δράση.[11]

Σε ειδικότερο επίπεδο τώρα, αμφισβητείται κατά πόσο είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι τα νομικά πρόσωπα πράττουν, ότι η συμπεριφορά τους συνοδεύεται από το απαραίτητο γνωστικό και βουλητικό στοιχείο ώστε και να μπορεί να τους καταλογιστεί η τέλεση ενός αδικήματος, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για την επιβολή κάποιας ποινικής κύρωσης. Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της πράξης προϋποθέτει μια «ανθρώπινη, εξωτερικευμένη, αυτοελεγχόμενη και κοινωνικώς ενδιαφέρουσα συμπεριφορά».[12] Τόσο η θεωρία της βουλητικά κυρίαρχης όσο και τη βουλητικά σκόπιμης πράξης προϋποθέτουν ως ελάχιστο στοιχείο ότι η μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο κυριαρχείται από τη βούληση του δράστη, οφείλεται δηλαδή σε ενσυνείδητη δική του μυϊκή ενέργεια ή αδράνεια.[13] Τα νομικά πρόσωπα όμως ούτε διαθέτουν αυτόνομη βούληση ούτε μπορούν αυτοδύναμα να προβαίνουν σε κινήσεις.[14] Η κατάσταση φαίνεται να περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν ερευνάται αν η αντίθεση τού κατηγορούμενου (νομικού) προσώπου στις επιταγές του δικαίου αποτελεί προϊόν ελεύθερης επιλογής του, ώστε να μπορεί να του καταλογιστεί. Η αρχή της ενοχής περιλαμβάνει ως συστατικά στοιχεία την (βιολογική) ικανότητα προς καταλογισμό, κάποια από τις μορφές υποκειμενικής συμμετοχής (υπαιτιότητα: δόλος ή αμέλεια) και τη δυνατότητα του δράστη να πράξει διαφορετικά (αξιολογικό στοιχείο). Με δύο λόγια, ο καταλογισμός σε ενοχή συνιστά κρίση προσωπικής αποδοκιμασίας, αφορώσα τα υποκειμενικά δεδομένα του δράστη σε σχέση με ορισμένη συμπεριφορά, που εκ των πραγμάτων δεν διαθέτουν τα νομικά πρόσωπα.[15] Τέλος, υλική έκφραση αυτής της νομικής μομφής αποτελεί η επιβολή κάποιας ποινής, συνιστάμενης κυρίως στη στέρηση της ατομικής ελευθερίας, η οποία αποβλέπει τόσο στην ανταπόδοση όσο και στην ειδική και γενική πρόληψη (ενωτική θεωρία), οι οποίες είναι αδύνατο να λειτουργήσουν στην περίπτωση του νομικού προσώπου, δεδομένου ότι δεν διαθέτει συνείδηση ώστε να αποφύγει ή να συμμορφωθεί με μια συμπεριφορά, να σωφρονιστεί, κ.λπ.[16],[17] Για τους παραπάνω λόγους προτείνεται ως προσφορότερη οδός η επιβολή διοικητικών κυρώσεων.[18]

ΙV. Ο ρόλος των οργανώσεων στη σύγχρονη κοινωνική δομή και ανάλυση

Αν και η ύπαρξη οργανώσεων ανιχνεύεται ήδη στην αρχαιότητα, αυτές γίνονται αντικείμενο συστηματικής μελέτης μόνο κατά τον 20ο αιώνα και κυρίως κατά το δεύτερο μισό του. Σε γενικές γραμμές, η θεωρία των οργανώσεων συνίσταται στη διατύπωση και εμπειρική εξέταση γενικών θέσεων γύρω από τη δομή και τη λειτουργία των οργανώσεων ως τέτοιων.[19] Κοινωνιολογικές έρευνες, αναλύοντάς τες ως γραφειοκρατικά μοντέλα οργάνωσης, πιστοποιούν το κεντρικό και διαχρονικό ρόλο τους στην καθημερινή ζωή,[20] ενώ οι προσεγγίσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της επιστημονικής διοίκησης συμβάλλουν στον εξορθολογισμό τους ως αυτόνομα συστήματα.[21] Στο λυκαυγές του 21ου αιώνα δεν καταλείπεται πλέον καμία αμφιβολία ότι οι οργανώσεις αποτελούν το θεμέλιο λίθο των σύγχρονων μεταβιομηχανικών κοινωνικών και το βασικό όχημα ανάπτυξης συλλογικής δράσης.[22] Δηλωτική του κεντρικού ρόλου που επιτελούν, τόσο στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι όσο και στην προσωπική ζωή του καθενός, είναι η απόφανση ότι «σήμερα, γεννιόμαστε, εργαζόμαστε, προσευχόμαστε και πεθαίνουμε μέσα σε οργανώσεις, και, κατά την πορεία, πολλοί από μας αντλούμε την ταυτότητά μας από τη σχέση μας με αυτές».[23]

Η παρατήρηση αυτή γίνεται κατανοητή στην πληρότητά της αν συνδυαστεί με την προσέγγιση τόσο του Coleman, ο οποίος κάνει λόγο για τη μετάβαση σε μια «ασύμμετρη κοινωνία», όσο και του Perrow, ο οποίος αναφέρεται στην «κοινωνία των οργανώσεων». Ειδικότερα, ο πρώτος συγγραφέας παρατηρεί ότι, ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα, η τεχνολογική εξέλιξη ευνοεί τον εντυπωσιακό πολλαπλασιασμό των οργανώσεων, κυρίως υπό τη μορφή των εταιρειών (corporations), ενώ παράλληλα ο νόμος, αναγνωρίζοντας τες ως υποκείμενα δικαίου, καθιστά δυνατή την αυτοτελή συμμετοχή τους σε κάθε είδους εμπορική, κοινωνική, οικονομική, κ.λπ. δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης συνίσταται στη δυναμική είσοδο ενός νέου προσώπου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, του νομικού προσώπου, που έκτοτε λειτουργεί παράλληλα με το φυσικό πρόσωπο. Η σημασία μάλιστα που αποκτά το πρώτο στην κοινωνική οργάνωση είναι αντιστρόφως ανάλογη εκείνης του δεύτερου, αντικαθιστώντας το λειτουργικά, γεγονός που επιφέρει το δομικό μετασχηματισμό της κοινωνικής δομής. Άμεση συνέπεια των ανωτέρω είναι η διεύρυνση της ασυμμετρίας που εξορισμού χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δυο προσώπων, η οποία πλέον παίρνει τη μορφή της απόλυτης σχεδόν επικυριαρχίας των οργανώσεων (ως νομικών προσώπων) επί των ατόμων (ως φυσικών προσώπων), υπό την έννοια τουλάχιστον ότι είναι τα πρώτα που προσδιορίζουν τους όρους υπό τους οποίους θα συνάψουν σχέσεις με τα δεύτερα. Προς επίρρωση αυτής της θέσης μπορεί να επικαλεστεί κανείς το γεγονός ότι η κρατική παρέμβαση προσανατολίζεται κυρίως στην εξισορρόπηση αυτής της ασύμμετρης σχέσης.[24]

Ο Perrow, από την άλλη πλευρά, προχωράει ακόμα πιο πέρα, κάνοντας λόγο όχι για κοινωνία ατόμων αλλά οργανώσεων. Εκκινεί από τη βασική διαπίστωση ότι η εμφάνιση και εξάπλωση μεγάλων οργανώσεων αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά φαινόμενα του 20ου αιώνα, που επηρεάζει καταλυτικά τον τρόπο διάρθρωσης και λειτουργίας των βασικών τομέων κοινωνικής δράσης, όπως η οικονομία, η πολιτική, η τεχνολογία, η θρησκεία, κ.λπ., μετατρέποντάς τους ουσιαστικά σε εξαρτημένες μεταβλητές τους. Ενώ, λόγου χάρη, η τεχνολογία αποτελούσε στο παρελθόν το μέσο ανάπτυξης των οργανώσεων, σήμερα δεν συνιστά παρά το αποτέλεσμα της λειτουργίας τους. Υπό αυτό το πρίσμα, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «οι μεγάλες οργανώσεις έχουν απορροφήσει την κοινωνία», εννοώντας ότι δραστηριότητες που στο παρελθόν αναλαμβάνονταν από σχετικά αυτόνομες και άτυπες μικρές ομάδες (π.χ. οικογένεια, γειτονιά), καθώς και από μικρές αυτόνομες οργανώσεις (μικρές επιχειρήσεις, τοπική διοίκηση, ενορίες), σήμερα εκτελούνται από μεγάλες γραφειοκρατικές δομές. Κατά συνέπεια, η οργάνωση που απασχολεί μεγάλο αριθμό έμψυχου δυναμικού μετατρέπεται στο σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης της ζωή του ατόμου σε όλες τις εκφάνσεις της, ενώ παράλληλα αυτό επιφέρει ως αναγκαία συνέπεια τη μείωση του ρόλου άλλων εναλλακτικών πλαισίων κοινωνικοποίησης.[25]

Το βασικό συμπέρασμα που συνάγεται από τις ανωτέρω αναλύσεις είναι ότι, στη σύγχρονη συγκυρία, η σημασία των οργανώσεων έχει υπερκεράσει κατά πολύ εκείνη των ατόμων, σε σημείο μάλιστα που η θέση ότι οι πρώτες έχουν αναδειχθεί στους κατεξοχήν κοινωνικούς δρώντες (social actors) να αποτελεί κοινό τόπο που θεμελιώνεται πλέον διά απλής εμπειρικής παρατήρησης.[26] Προς επιβεβαίωση και ενίσχυση αυτού του γενικού πορίσματος, μπορεί να επικαλεστεί κανείς τρεις επιμέρους διαπιστώσεις της θεωρίας των οργανώσεων: αα) οι οργανώσεις έχουν διάρκεια στο χρόνο. Αυτές αποτελούν κατά κυριολεξία δομές θέσεων εργασίας, οι οποίες υφίστανται για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει κατά πολύ τη διάρκεια ή το προσδόκιμο ζωής ενός φυσικού προσώπου. Η άλλη όψη αυτής της παραμέτρου συνίσταται στο γεγονός της πλήρους εναλλαξιμότητας των τελευταίων στις θέσεις της οργάνωσης.[27] ΒΒ) Οι οργανώσεις αναπτύσσουν κανόνες και διαδικασίες που οριοθετούν και προσανατολίζουν την ατομική δράση στο πλαίσιο λειτουργίας τους. Υπό αυτή την οπτική, είναι ακριβέστερο να ειπωθεί ότι τα άτομα αναλαμβάνουν την εκτέλεση συγκεκριμένων ρόλων, αναμένεται δηλαδή λογικά ότι αυτά θα ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες προσδοκίες συμπεριφοράς.[28] ΓΓ) Η λειτουργία και η πραγματικότητα των οργανώσεων είναι σταθερά προσανατολισμένη στην επίτευξη οργανωσιακών σκοπών (στοχοθετικό παράδειγμα), γεγονός που τις καθιστά ορθολογικά συστήματα δράσης.[29] Υπό το φως των ανωτέρω, είναι προφανές ότι οι οργανώσεις αποτελούν σύνθετες, τυπικά και κεντρόφυγα οργανωμένες δομές για την άσκηση εξουσίας ώστε να παραχθεί οργανωσιακή δράση κατατείνουσα στην επίτευξη ορισμένων στόχων, οι οποίες εξασφαλίζουν ότι τα άτομα συμμορφώνονται στις απαιτήσεις τους κι όχι αντίστροφα.[30]

Οι παραπάνω θεωρήσεις, αποκαλύπτοντας το νευραλγικό ρόλο των οργανώσεων στο σύγχρονο κοινωνικό σύστημα, προσανατολίζουν νομοτελειακά τη συζήτηση γύρω από το αν αυτές μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομα και ανεξάρτητα δρώντα υποκείμενα (agents of action), που λειτουργούν παράλληλα με τα άτομα που τις συνθέτουν ή και στη θέση τους. Η στάση που υιοθετεί κανείς απέναντι σε αυτό το ζήτημα δεν έχει απλώς θεωρητικό-γνωσιολογικό ενδιαφέρον, αλλά και σαφείς πρακτικές συνέπειες, οι οποίες εκδηλώνονται στο κανονιστικό επίπεδο της ευθύνης. Κοντολογίς, το ερώτημα που ανακύπτει συνίσταται στο αν μπορούν να θεωρηθούν ηθικά ή νομικά υπεύθυνα –εν προκειμένω ποινικά υπόλογα– για τις βλαπτικές συνέπειες κάποιας οργανωσιακής δράσης αποκλειστικά και μόνο τα άτομα (human actors) που δρουν για λογαριασμό μιας οργάνωσης ή/και αυτή η τελευταία ως αυτοτελές οργανωσιακό δρων υποκείμενο (organizational actor).

Το ερώτημα αυτό συνδέεται άρρηκτα με ένα από τα πλέον επίμαχα και δύσκολα ζητήματα της θεωρίας των οργανώσεων, τον τρόπο σύζευξης μεταξύ του δρώντος υποκειμένου (agency) και της οργανωσιακής δομής (structure). Οι τρεις προσεγγίσεις που έχουν παραδοσιακά αναπτυχθεί μπορούν να συστηματοποιηθούν ως εξής: αναγωγισμός (reductionism), ντετερμινισμός (determinism) και συγκερασμός (conflactionism).[31] Βασικό στοιχείο της πρώτης θεώρησης είναι η εξάλειψη κάθε οντολογικής διαφοράς μεταξύ της οργάνωσης –ως συνόλου– και των ατόμων που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιό της –ως συστατικών στοιχείων της–, σε σημείο που η πρώτη να θεωρείται ως το απλό αποτέλεσμα της συντονισμένης δραστηριότητας των δεύτερων. Υπό αυτή την οπτική, όλες οι μορφές συλλογικής κοινωνικής δράσης, όπως μορφοποιούνται σε θεσμούς, οργανώσεις, ομάδες, κ.λπ. προκύπτουν και κατά συνέπεια μπορούν να αναχθούν μεθοδολογικά στις επιμέρους ανθρώπινες συμπεριφορές που τις συνθέτουν, δηλαδή εξαρτώνται από τα βιολογικά χαρακτηριστικά και τις ψυχολογικές διαθέσεις των ατόμων, τα οποία εν προκειμένω προκρίνουν τη συλλογική δράση ως το πλέον ενδεδειγμένο μέσο προαγωγής των επιδιώξεών τους. Η δομή λοιπόν ουσιαστικά εξαφανίζεται ή χάνει οποιαδήποτε αναλυτική αξία, ενώ το μόνο οντολογικά δυνατό δρων υποκείμενο είναι το άτομο, που λειτουργεί βάσει της ωφελιμιστικής λογικής.[32]

Ο ντετερμινισμός κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, καθώς υποστηρίζει ότι οι εξωτερικές δομικές συνθήκες καθορίζουν σε τέτοιο βαθμό τη δράση ώστε να μην είναι τελικά δυνατόν να εντοπίσει κανείς κάποιο δρων υποκείμενο. Με άλλα λόγια, το υποκείμενο δεν υφίσταται ως αυτόνομος και αναλυτικά σημαντικός παράγοντας της δράσης, αφού εκλαμβάνεται ως υποχείριο της κυριαρχούσας πραγματικότητας των δομικά παραγόμενων εντολών και σχέσεων, οι οποίες δεν οριοθετούν ή περιορίζουν απλώς τη μορφή και το περιεχόμενο της κοινωνικής δράσης αλλά ουσιαστικά το συνθέτουν. Συνεπώς, για τον ντετερμινισμό το ζήτημα της σύζευξης μεταξύ δρώντος υποκειμένου και οργανωσιακής δομής επιλύεται υπέρ της δεύτερης, αφού το πρώτο «εξαφανίζεται» υπό την πίεση της.[33]

Τόσο ο αναγωγισμός όσο και ο ντετερμινισμός αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, υπό την έννοια ότι τελικά υιοθετούν μια δυϊστική πρόσληψη του φαινομένου της συλλογικής και οργανωμένης δράσης, παρά το γεγονός ότι τελικά προκρίνουν έναν από τους δύο συντελεστές, εξαλείφοντας οντολογικά, μεθοδολογικά και τελικά αναλυτικά τη σημασία του άλλου.[34] Αντιθέτως, ο συγκερασμός προκρίνει μια μονιστική πρόσληψη του ως άνω φαινομένου, καθώς διατείνεται ότι δρων υποκείμενο και οργανωσιακή δομή είναι οντολογικά αδιαίρετα και μεθοδολογικά αμοιβαίως απαιτούμενα, υπό την έννοια ότι έχει όμοια αναλυτική αξία η μελέτη αμφοτέρων, αφού έχουν το ίδιο αιτιακό βάρος τόσο στην εξήγηση της κοινωνικής δράσης όσο και της δομής ή των σχέσεων που παράγονται ως αποτέλεσμα της. Εν προκειμένω, δηλαδή, οι δύο συνιστώσες αντικαθίστανται από μια συνισταμένη, η οποία συνίσταται σε μια διευρυμένη κοινωνική οντολογία προκύπτουσα από κοινωνικές πρακτικές (social practices) που αναπαράγουν τις δομικές συνθήκες, υπό τις οποίες δρουν ορθολογικά κοινωνικά υποκείμενα.[35]

Οι παραπάνω προσεγγίσεις έχουν δικαίως επικριθεί ως μη ικανοποιητικές, καθιστώντας αναγκαία την ανάπτυξη μιας νέας θεώρησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η σχεσιακή/ρεαλιστική θεώρηση (relationism / realism) αρθρώνεται ως απάντηση στους περιορισμούς που εξορισμού χαρακτηρίζουν τον αναγωγισμό, τον ντετερμινισμό και το συγκερασμό σε σχέση με τις οντολογικές τους βάσεις, το αναλυτικό τους πλαίσιο και τις εξηγήσεις που τελικά προκρίνουν, ευελπιστώντας να φέρει στην επιφάνεια την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει το οργανωσιακό φαινόμενο στις σύγχρονες κοινωνίες. Σημείο εκκίνησης σε αυτή την υπό διαμόρφωση θεωρία αποτελεί η ισάξια αναγνώριση των δυο παραγόντων και η αποβολή οποιασδήποτε διλημματικής απόχρωσης κατά την ανάλυσή τους, η οποία θα καταργούσε ή έστω θα υποβάθμιζε έμμεσα το ρόλο κάποιου. Επίσης, η απόρριψη οποιασδήποτε έννοιας μέσου βεληνεκούς, όπως π.χ. της κοινωνικής πρακτικής στην περίπτωση του συγκερασμού, η οποία αποστερεί από τη δομή οποιαδήποτε διακριτή οντολογική ταυτότητα και ανεξάρτητη επεξηγηματική αξία. Σε αυτό το πλαίσιο, βασική μεθοδολογική αρχή της νέας θεώρησης συνίσταται στην πρόσληψη της δομής και του υποκειμένου ως διακριτών ιδιοτήτων διαφορετικών επιπέδων κοινωνικής οργάνωσης και ανάλυσης, καθώς και η μελέτη του τρόπου αλληλόδρασής τους. Έτσι, η δομή αναφέρεται σε «θεσμοθετημένους περιορισμούς και διευκολύνσεις», ενώ το δρων υποκείμενο «στη συλλογική άρθρωση και κινητοποίηση κοινών συμφερόντων». Επομένως, η διαμόρφωση, η τροποποίηση και ο μετασχηματισμός των κοινωνικών πρακτικών και των θεσμών αποτελεί το αποτέλεσμα της διαλεκτικής διάδρασης αυτών των δυο παραμέτρων σε συγκεκριμένο χρονικό και κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένο και στατικό, αλλά ως χωροχρονικά προσδιοριζόμενο βάσει της δυναμικής ισορροπίας που αναπτύσσεται μεταξύ δομικά θεσπισμένων περιορισμών και στρατηγικά παραγόμενων επιλογών. Η «οργάνωση», δηλαδή, γίνεται αντιληπτή ως αντικειμενική υλική και κοινωνική πραγματικότητα, προικισμένη με εξουσίες που αναγκαστικά οριοθετούν τη συλλογική δράση, προσδιορίζοντας τη διάρθρωση και κινητοποίησή της υπό διαφορετικές καταστάσεις.[36]

Απηχώντας ουσιαστικά τις βασικές θέσεις αυτής της νέας προσέγγισης, ο Harding υποστηρίζει ότι είναι δυνατόν να αναγνωριστεί η οργάνωση ως αυτόνομο δρων υποκείμενο κατά τρόπο όχι φυσικά πρωτότυπο αλλά παράγωγο, συνεπεία δηλαδή της ανθρώπινης αλληλόδρασης που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιό της. Η ίδια η διαδικασία της οργάνωσης σε συνδυασμό με την εμπλοκή πολλών και διαφορετικών ατόμων σε συλλογική δράση μετεξελίσσει αυτή την τελευταία σε αυτόνομη οργανωσιακή δραστηριότητα, η οποία δεν είναι σωστό να προσεγγίζεται υπό ανθρωποκεντρικούς όρους ή απλώς ως το αποτέλεσμα συνένωσης ατομικών συμπεριφορών. Αυτό που έχει εν προκειμένω αξία είναι η διαπίστωση και επιβεβαίωση ότι η οργανωσιακή δράση βασίζεται και αντανακλά μια οργανωσιακή ή ομαδική λογική (rationality), η οποία είναι διαφορετική από εκείνη των ατόμων, αλλά ταυτόχρονα απορρέει από την ανθρώπινη διάδραση τους κόλπους ορισμένης οργανωσιακής δομής.[37]

Υπό αυτή την οπτική, προτείνεται ότι για να αναγνωριστεί μια οργάνωση ως φορέας αυτόνομης δράσης (social actor), η οποία ταυτόχρονα μπορεί και να καταστεί αυτοτελώς υπόλογη (agency), πρέπει να πληροί σωρευτικά τα εξής κριτήρια: αα) να συνιστά ένα επαρκώς προσδιορισμένο και σταθερό πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων και διαδράσεων, ββ) που ταυτόχρονα οργανώνεται ως σύστημα λήψης και εφαρμογής αποφάσεων, γγ) του οποίου η raison d’être είναι η επίτευξη συγκεκριμένων οργανωσιακών στόχων, δδ) κάτι το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συστήματος θέσεων που συνδέονται με την εκτέλεση συγκεκριμένων οργανωσιακών ρόλων.[38] Είναι φανερό λοιπόν ότι τα δυο πρώτα κριτήρια, ισοδυναμώντας με την ύπαρξη μιας οργανωσιακής δομής ικανής για αυτόνομη δραστηριότητα, διαφοροποιούν την οργάνωση τόσο σε σχέση με απλές συσσωρεύσεις ατόμων (δηλ. μη οργανωμένες και κατά κανόνα τυχαία συνιστάμενες συλλογικότητες, όπως ένα ακροατήριο, ένα πλήθος, μια ομάδα συνταξιδιωτών, κ.λπ.) όσο και σε σχέση με τις κοινωνικές ομάδες (όπως εθνικές ομάδες, κοινωνικές τάξεις, επιστημονικές κοινότητες, κ.λπ., οι οποίες μπορεί να διαπνέονται από κοινές αξίες ή κοινή κουλτούρα, ωστόσο η δράση τους δεν είναι αποτέλεσμα συντονισμού για την υλοποίηση ορισμένης στοχοθεσίας).[39] Από την άλλη πλευρά, τα δυο τελευταία κριτήρια, εισάγοντας την παράμετρο της ορθολογικής δράσης, καθιστούν δυνατή τη διάκριση των οργανώσεων επί τη βάσει του είδους των στόχων που επιδιώκουν, κάτι που προσδιορίζει περαιτέρω τον τρόπο οργάνωσης και δραστηριοποίησής τους.[40] Ενδεικτικά, ο Parsons προτείνει την ακόλουθη βασική τετραμερή διάκριση: αα) οργανώσεις που είναι κυρίως προσανατολισμένες στην επίτευξη οικονομικών στόχων (π.χ. η εμπορική εταιρεία), ββ) οργανώσεις που είναι προσανατολισμένες στην επίτευξη πολιτικών στόχων (π.χ. το κράτος και διάφορες κρατικές υπηρεσίες), γγ) οργανώσεις που συμβάλλουν στην επίτευξη της κοινωνικής συνοχής μέσω της προαγωγής διαφορετικών συμφερόντων (π.χ. πολιτικά κόμματα, διάφορες ομάδες συμφερόντων), και δδ) οργανώσεις που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του υφιστάμενου κοινωνικού-πολιτισμικού συστήματος (π.χ. εκπαιδευτικά ιδρύματα, εκκλησία).[41] Σήμερα γίνεται δεκτό ότι οι οργανώσεις μπορούν να διαχωριστούν σε δυο γενικές κατηγορίες: εκείνες που δημιουργούνται στο πλαίσιο επιχειρηματικής δράσης για την εξυπηρέτηση πρωτίστως οικονομικών στόχων (εταιρείες) και εκείνες που αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής τάξης, προσφέροντας δομές διακυβέρνησης, ρύθμισης και αντιπροσώπευσης διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων.[42] Η πρώτη κατηγορία αποτελεί ειδοποιό στοιχείο του (μετα)βιομηχανικού καπιταλιστικού συστήματος, ενώ η δεύτερη κάθε πολιτικά οργανωμένης και συντεταγμένης κοινωνίας.

  1. Η εγκληματολογική θεωρία της «οργανωσιακής παρέκκλισης» ή του «οργανωσιακού εγκλήματος»

Όπως είναι φυσικό, οι παραπάνω αναλύσεις χρησιμεύουν ως θεωρητική βάση για την εγκληματολογία, όταν η τελευταία καλείται να ενσωματώσει το οργανωσιακό φαινόμενο στην προβληματική της.[43] Ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνικής δομής δεν μπορεί παρά να επηρεάζει άμεσα και τη δυναμική του εγκληματικού φαινομένου, θέτοντας επί τάπητος την ανάγκη εννοιολογικής προσαρμογής των υφιστάμενων εγκληματολογικών θεωριών,[44] αλλά και ανάπτυξης νέων ώστε να είναι δυνατή αφενός η παρακολούθηση των ευρύτερων εξελίξεων και αφετέρου η προσέγγιση των οργανώσεων με όρους δράστη αλλά και θύματος.[45] Υπό αυτό το πρίσμα, το διαχρονικό για την κοινωνιολογία ερώτημα «πού βρίσκεται η δράση» επαναδιατυπώνεται, υπερβαίνοντας τα στεγανά της πολιτισμικής και συμπεριφορικής προσέγγισης, ώστε να ενσωματώσει το σύστημα των οργανωμένων μεταβλητών που εμφανίζονται στο πλαίσιο της οργανωσιακής κοινωνίας. Στο ειδικότερο πεδίο της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, ο Reiss, καταλογογραφώντας έξι διαφορετικούς τρόπους διάδρασης μεταξύ των ατόμων και των οργανώσεων, αποφαίνεται ότι αυτή «βρίσκεται στη μελέτη της κοινωνικής οργάνωσης – του οργανωσιακού πλαισίου που συμπεριλαμβάνει την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά τόσο των ατόμων όσο και των οργανώσεων».[46]

Ήδη σε αυτή τη θεμελιακή διαπίστωση δηλώνεται σαφώς ότι, για την εγκληματολογική ανάλυση, η οργανωσιακή δομή προσφέρει δυο διαφορετικές, αλλά συνάμα αδιαχώριστες οπτικές γωνίες: μια εσωτερική, η οποία διαλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο το οργανωσιακό πλαίσιο επηρεάζει τη συμπεριφορά των κατ’ ιδίαν προσώπων που λειτουργούν στο πλαίσιο της οργάνωσης, και μια εξωτερική, η οποία αφορά στην τελική συντονισμένη δράση της ίδιας της οργάνωσης στο ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό, κ.λπ. περιβάλλον-πλαίσιο.[47] Μάλιστα, η διττή αυτή οπτική οδηγεί αντιστοίχως και στη θεωρητική ανάπτυξη δυο διαφορετικών μοντέλων εγκληματογένεσης: στο πρώτο, η οργανωσιακή δομή απλώς διευκολύνει τη διάπραξη ενός εγκλήματος (crime-facilitative system), ενώ, στο δεύτερο, την επιτάσσει (crime-coercive system). Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση, οι οργανώσεις, εξασφαλίζοντας τις κατάλληλες συνθήκες για τη διάπραξη ενός εγκλήματος (υψηλός βαθμός κινήτρων και ευκαιριών σε συνδυασμό με χαμηλό βαθμό ρίσκου), χρησιμεύουν ουσιαστικά ως μέσο διάπραξης εγκλημάτων από άτομα που λειτουργούν μεν στο όνομα και για λογαριασμό της οργάνωσης, ουσιαστικά όμως δρουν προς εξυπηρέτηση προσωπικών, ανομολόγητων στόχων. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δωροδοκία ή ο χρηματισμός κρατικών υπαλλήλων. Εν προκειμένω, το έγκλημα συνδέεται απλώς συμπτωματικά με τους σκοπούς της οργάνωσης, ενώ αυτή δεν επωφελείται από τη διάπραξή του, συνήθως δεν συμβαίνει το αντίστροφο. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η διάπραξη ενός εγκλήματος δεν συνδέεται με τα προσωπικά κίνητρα κάποιου υπαλλήλου, αλλά στην ουσία επιτάσσεται από τις   οργανωσιακές συνθήκες, ως μέσο προαγωγής ή επίτευξης των σκοπών της οργάνωσης. Εδώ, δηλαδή, το έγκλημα συνδέεται αιτιακώς με τους σκοπούς τις οργάνωσης, ενώ τα άτομα-αυτουργοί λειτουργούν ως υποχείρια της οργάνωσης, απέναντι στην οποία έχουν περιορισμένες επιλογές και άμυνες.[48]

Είναι στο ειδικό πλαίσιο αυτού του δεύτερου μοντέλου εγκληματογένεσης που αναπτύσσεται η θεωρία της οργανωσιακής παρέκκλισης ή του οργανωσιακού εγκλήματος, η βασική θέση της οποίας συνίσταται στη διαπίστωση ότι αυτό διαπράττεται για λογαριασμό της οργάνωσης και συνδέεται αιτιωδώς με τους στόχους της, παραδοχή που συνεπάγεται ότι η κατανόησή του δεν είναι δυνατή χωρίς την ανάλυση της τελευταίας ως αυτοτελές κοινωνικό σύστημα.[49] Έτσι, οι Ermann και Lundman[50] υποστηρίζουν ότι για να θεωρηθεί μια δραστηριότητα ως οργανωσιακώς παρεκκλίνουσα θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τέσσερις συνθήκες: αα) να έρχεται σε αντίθεση με κάποιους εξωτερικούς κανόνες, δηλαδή να μην ανταποκρίνεται ή να παραβιάζει κανονιστικές προσδοκίες που αναπτύσσονται στον ευρύτερο χωροχρονικό περιβάλλον, ββ) να ανταποκρίνεται στους κανόνες που αναπτύσσονται σε ορισμένο επίπεδο της οργάνωσης, δηλαδή να είναι αντίστοιχη τουλάχιστον με τους ανεπίσημους κανόνες λειτουργίας μιας οργάνωσης προς επίτευξη των σκοπών της, γγ) να τελεί σε γνώση ή να υποστηρίζεται ενεργά ή και παθητικά από τη διοίκηση της οργάνωσης, και δδ) τα νέα μέλη της οργάνωσης πρέπει να κοινωνικοποιούνται οργανωσιακά, να μυούνται δηλαδή στον τρόπο δράσης της οργάνωσης, αποδεχόμενα τις οργανωσιακά παραγόμενες εκλογικεύσεις και δικαιολογήσεις ορισμένης παρεκκλίνουσας δράσης. Η Vaughan, κινούμενη στο ίδιο θεωρητικό πλαίσιο και θεωρώντας ότι οι τυπικές οργανώσεις αποτελούν δομές και διαδικασίες για τη διασφάλιση της βεβαιότητας, της κανονικότητας και της επίτευξης κάποιων σκοπών, ορίζει ως οργανωσιακή παρέκκλιση:

«κάθε συμβάν, δραστηριότητα και περίσταση που συμβαίνει στο πλαίσιο ή/και παράγεται από μια τυπική οργάνωση και παρεκκλίνει ταυτόχρονα τόσο από την επίσημη στοχοθεσία όσο και από τα κανονιστικές νόρμες και προσδοκίες είτε κατά την πραγμάτωσή τους είτε στις συνέπειες που επιφέρει, παράγοντας τελικά ένα ελλειμματικό σε σχέση με το ιδανικό αποτέλεσμα».[51]

Λαμβάνοντας ουσιαστικά υπόψη τους τα εγγενή προβλήματα που χαρακτηρίζουν την έννοια της παρέκκλισης (αμιγώς υποκειμενικό κριτήριο, χειραγωγήσιμο περιεχόμενο, ασάφεια ως προς το σημαντικό ακροατήριο όταν υπάρχουν διαφορετικές αξιολογήσεις), άλλοι συγγραφείς προκρίνουν την έννοια του οργανωσιακού εγκλήματος. Ο προσδιορισμός αυτού του τελευταίου ποικίλλει, αναλόγως αν η έννοια του εγκλήματος προσεγγίζεται στενά (ποινικά) ή ευρέως (εγκληματολογικά). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης τάσης είναι ο ορισμός του Shover:

«η έννοια του οργανωσιακού εγκλήματος περιορίζεται σε εγκληματικές πράξεις που τελούνται από άτομα ή ομάδες ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των συνωμοσιών, κατά τη συνήθη εκτέλεση των καθηκόντων τους ως εργαζομένων μιας οργάνωσης, μέσω των οποίων επιδιώκουν να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών ή άλλων στόχων που θεωρούνται σημαντικοί για την επιχείρηση ως σύνολο, ή για κάποια υπομονάδα της, ή και για τα ειδικά καθήκοντα που έχουν αναλάβει».[52]

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης είναι ο ορισμός των Schrager και Short:

«τα οργανωσιακά εγκλήματα συνίστανται σε παράνομες πράξεις που τελούνται διά ενεργείας ή παραλείψεως από ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων στο πλαίσιο μίας τυπικής νομότυπης οργάνωσης και σε συμφωνία με τους λειτουργικούς σκοπούς της οργάνωσης, οι οποίες έχουν σοβαρό φυσικό ή οικονομικό αντίκτυπο στους εργαζόμενους, τους καταναλωτές ή στο ευρύτερο κοινό».[53]

Οι Finney και Lesieur ακολουθούν ουσιαστικά αυτό τον τελευταίο ορισμό, με τη διαφορά ότι διευκρινίζουν αφενός ότι για να χαρακτηριστεί μια δράση ως οργανωσιακό έγκλημα αρκεί να παραβιαστεί κάποιος νόμος, χωρίς να έχει σημασία αν είναι ποινικός, αστικός ή διοικητικός, και αφετέρου ότι η πρόβλεψη της σοβαρότητας της βλάβης προφανώς δεν είναι σημαντική για τον ορισμό του φαινομένου, αλλά μόνο για τον προσδιορισμό της κύρωσης.[54]

Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, οι παραπάνω προσεγγίσεις διακρίνονται από κάποια ελάχιστα κοινά στοιχεία, που εν τέλει δομούν και τον πυρήνα της θεωρίας της οργανωσιακής παρέκκλισης ή του οργανωσιακού εγκλήματος. Κατ’ αρχάς, το βασικό αντικείμενο μελέτης είναι οι τυπικές (formal), νομότυπα συστημένες οργανώσεις,[55] χωρίς να έχει σημασία αν πρόκειται για εθελοντικές οργανώσεις, που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο και δραστηριοποιούνται παραδοσιακά στην εκτός κράτους σφαίρα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής (επιχειρήσεις ή εταιρείες βιομηχανικές, εμπορικές, κ.λπ.), ή υποχρεωτικές οργανώσεις, που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο, καθότι σχετίζονται με τη δημόσια οργάνωση και παροχή υπηρεσιών, καθώς και την άσκηση εξουσίας (κυβέρνηση, υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση).[56]

Υπό αυτή την οπτική, οι Finney και Lesieur, αναφερόμενοι στην τυπολογία του οργανωσιακού εγκλήματος, διακρίνουν μεταξύ εγκλημάτων που τελούνται από μεγάλες επιχειρήσεις (εταιρικό έγκλημα) και εγκλημάτων που διαπράττονται από κυβερνητικές υπηρεσίες (κρατικό έγκλημα).[57] Την ίδια διάκριση υιοθετούν και οι Ermann και Lundman, αναλύοντας περαιτέρω την ανάπτυξη του φαινομένου της οργανωσιακής παρέκκλισης σε τρία στάδια: αα) «αρχική παρέκκλιση» (initiating deviance), κατά την οποία ένα ή περισσότερα άτομα «εξουσιοδοτούνται» στη διάπραξη παράνομων πράξεων ή απλώς προβαίνουν σε αυτές, ββ) «θεσμοποίηση» (institutionalization), όπου η παρεκκλίνουσα δράση αποκτά μια κανονικότητα στο πλαίσιο δραστηριότητας της οργάνωσης και συνεχίζει, ακόμα και για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που ξεκίνησε, και γγ) «αντίδραση» (reactions), όπου πλέον κάποιο ευρύτερο ακροατήριο ανακαλύπτει την ως άνω δράση και την ετικετάρει ως παρεκκλίνουσα.[58]

Απόρροια ουσιαστικά του παραπάνω στοιχείου αποτελεί η θέση ότι η βασική συνέπεια της οργανωσιακής παρέκκλισης συνίσταται στην απώλεια της εμπιστοσύνης (loss of trust) του κοινού απέναντι στην οργάνωση, γεγονός που τελικά αντανακλάται και στο βαθμό (από) νομιμοποίησης που τη χαρακτηρίζει. Η λογική βάση αυτής της θέσης συνίσταται στο σχήμα ότι, καθότι ευμεγέθεις τυπικές οργανώσεις έχουν πολύ μεγαλύτερη δύναμη σε σύγκριση με τα άτομα, αναμένεται ευλόγως ότι θα τη χρησιμοποιούν κατά τρόπο που, αν δεν προάγει, τουλάχιστον συμβαδίζει με το ευρύτερο κοινωνικό καλό.[59] Αν για τους δημόσιους οργανισμούς αυτό είναι αναμφισβήτητο, τότε και για τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες τείνει να καταστεί ο κανόνας, όπως τουλάχιστον υποδεικνύει η ανάδυση του θεσμού της «εταιρικής ή επιχειρηματικής κοινωνικής ευθύνης» (corporate social responsibility), ο οποίος αφορά στην ηθική πρωτίστως, αν και όχι μόνο, υποχρέωση τους να δραστηριοποιούνται κατά τρόπο θεμιτό, συμβάλλοντας παράλληλα στη διευθέτηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων που ανακύπτουν (αυτορρύθμιση).[60] Επιπλέον, ειδικά αυτοί που κάνουν λόγο για οργανωσιακό έγκλημα, αναφέρουν ως επιπλέον συνέπεια την επιβολή κυρώσεων κατά της ίδιας της οργάνωσης (οργανωσιακή ευθύνη), κι όχι απλώς στους νόμιμους εκπροσώπους της ή στους υπάλληλους-αυτουργούς συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων.[61] Εύκολα, λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς ότι εν προκειμένω γίνεται λόγος για τυπικές και νόμιμες οργανώσεις που προβαίνουν σε παρεκκλίνουσα ή εγκληματική οργανωσιακή δράση κι όχι για άτυπες-παράνομες, αλλά συνάμα με κάποια σταθερή δομή εγκληματικές ομάδες (organized criminal groups), που συγκροτούνται πρωτίστως για τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων (οργανωμένο έγκλημα) και οι οποίες μάλλον καταχρηστικά ονομάζονται «εγκληματικές οργανώσεις».[62]

Υπό το φως των ανωτέρω, καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι, σε μεθοδολογικό επίπεδο, οι παραδοσιακές ατομοκεντρικές θεωρίες είναι ακατάλληλες, ή τουλάχιστον μη επαρκείς, για την ανάλυση και την εξήγηση του οργανωσιακού εγκλήματος. Ως διέξοδος προτείνεται η εξέταση των οργανωσιακών παραγόντων παρέκκλισης σε αντιδιαστολή με τους ατομικούς. Ήδη το 1972, ο Liazos, διατυπώνοντας την ανάγκη να στραφεί η εγκληματολογική έρευνα σε μορφές θεσμικής βίας, όπως η προκύπτουσα από τη δράση κυβερνήσεων και επιχειρήσεων,[63] επισημαίνει ότι ακόμα και η έρευνα γύρω από τα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου επικεντρώνεται παραδόξως «στα άτομα που διαπράττουν τις πράξεις (στην απληστία τους, την ανηθικότητά τους, κ.λπ.) κι όχι στους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς, στο πλαίσιο των οποίων δραστηριοποιούνται τα τελευταία».[64] Έτσι, «παρά την υποτιθέμενη κεντρική θέση της κοινωνικής δομής στην κοινωνιολογική ανάλυση, αυτή αγνοείται στο ειδικό πεδίο της ‘παρέκκλισης’».[65] Στο ίδιο ουσιαστικά πλαίσιο κινούνται οι παρατηρήσεις και πολλών άλλων συγγραφέων, υπογραμμίζοντας τόσο τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ ατόμων και οργανώσεων όσο και τις ελλείψεις της υφιστάμενης, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, θεωρίας του λευκού περιλαιμίου.[66] Αξίζει να σημειωθεί ότι, δυο δεκαετίες αργότερα, οι Reed και Yeager επικρίνουν τη «γενική θεωρία εγκλήματος» των Gottfredson και Hirschi ακριβώς επειδή δομείται επί τη βάσει της μορφής της ατομικής εγκληματικότητας, απορρίπτοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα αυτόνομης δράσης των οργανώσεων και την κατηγορία της οργανωσιακής παρέκκλισης.[67]

Τα παραπάνω επιφέρουν ως συνέπεια αφενός τη χρήση νέων εννοιών, ικανών να συμβάλλουν στην αποκωδικοποίηση της οργανωσιακής παρέκκλισης και αφετέρου την επιστράτευση εκείνων των εγκληματολογικών θεωριών που βρίσκουν περιθώριο εφαρμογής στο νέο αντικείμενο μελέτης. Ενδεικτικό παράδειγμα της πρώτης τάσης είναι η αντικατάσταση της έννοιας της πρόθεσης (intent) από εκείνη του στόχου (goal),[68] καθώς είναι σαφές ότι οι οργανώσεις δεν αποτελούν αυτόβουλα όντα, αλλά σύνολο σταθερών δομών και διαδικασιών μέσω των οποίων αναπτύσσονται πολιτικές για την επίτευξη κάποιων στόχων (στοχοθετικό παράδειγμα).[69] Δεδομένου λοιπόν ότι το βασικό κριτήριο αξιολόγησης μιας οργάνωσης συνίσταται στην επίδοσή της σε σχέση με την επίτευξη των τελευταίων («performance emphasis»), είναι φυσικό να δημιουργούνται δομικές πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση, γεγονός που ενδεχομένως οδηγεί και στη χρήση παράνομων μεθόδων και μέσων, δηλ. σε οργανωσιακή παρέκκλιση.[70]

Υπό αυτή την οπτική, αποτελεί κοινό τόπο στη βιβλιογραφία, αλλά και χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης τάσης, η αναλογική εφαρμογή και στην περίπτωση των οργανώσεων της μερτονικής θεωρίας γύρω από τη διάσταση μεταξύ μέσων και στόχων, η οποία, στην εκδοχή τουλάχιστον που ενδιαφέρει εδώ, αναφέρεται στη χρήση αθέμιτων ή και παράνομων μέσων για την επίτευξη καθόλα νόμιμων και πολιτισμικά νομιμοποιημένων στόχων.[71] Οι υποπολιτισμικές θεωρίες (subcultural theories), που προέκυψαν ουσιαστικά από την εφαρμογή της μερτονικής θεωρίας στις συμμορίες ανηλίκων, καθώς και η θεωρία της μάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς εφαρμόζονται για να εξηγήσουν τη συμπεριφορά των ατόμων στο πλαίσιο δράσης της οργάνωσης,[72] ενώ οι θεωρίες ελέγχου (control theories) χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο τόσο της συμπεριφοράς των ατόμων στο πλαίσιο της οργάνωσης όσο και της δραστηριότητας της τελευταίας στο ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό, κ.λπ. περιβάλλον.[73]

Τέλος, ιδιαίτερη αξία αποκτά και η διάκριση που προτείνει ο Perrow μεταξύ «επίσημων» και «λειτουργικών» στόχων (official and operative goals). Οι πρώτοι εντοπίζονται στο καταστατικό μιας οργάνωσης, στις ετήσιες εκθέσεις της και στις επίσημες δηλώσεις των εκπροσώπων της, αποτελούν δηλαδή πολιτισμικά και νομικά θεμιτούς στόχους, ωστόσο δεν επαρκούν για την ανάλυση της πραγματικότητας της οργανωσιακής δράσης, αφού είναι γενικά διατυπωμένοι και δεν αποκαλύπτουν τις επιλογές που γίνονται ανάμεσα σε εναλλακτικούς τρόπους δράσης για την επίτευξή τους. Αυτό το κενό ευελπιστεί να καλύψει η έννοια των λειτουργικών στόχων, που αναφέρεται στις πραγματικές πολιτικές που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της οργανωσιακής δραστηριότητας για την επίτευξη των επίσημων στόχων. Με άλλα λόγια, οι τελευταίοι αναφέρονται τόσο στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των επίσημων στόχων, συμβάλλοντας έτσι στον προσδιορισμό τους, όσο και σε παράλληλους, ανομολόγητους στόχους, οι οποίοι τελικά θεσμοθετούνται μέσα από μια επαναλαμβανόμενη πρακτική (ρουτίνα).[74] Έτσι, αν λάβει κανείς ως δεδομένο ότι στην περίπτωση των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των πολυεθνικών εταιριών, όπως η Siemens, ο βασικός στόχος συνίσταται στην αύξηση του κέρδους, τότε η επίτευξή του μπορεί να επιδιώκεται και μέσω της χρήσης παράνομων μέσων, όπως ο χρηματισμός πολιτικών ή/και δημοσίων υπαλλήλων για την προνομιακή αντιμετώπισή τους ή/και την κατά παρέκκλιση ανάθεση σε αυτών συμβάσεων προμήθειας υλικών, υπηρεσιών και έργων, η δημιουργία καρτέλ, η παραβίαση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, της εργατικής νομοθεσίας, κ.λπ.[75]

Η βασική συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων μπορεί να συνοψιστεί στη θέση ότι εικόνες παρέκκλισης που αγνοούν ή απορρίπτουν τις οργανώσεις ως μονάδες αυτοτελούς ανάλυσης προσφέρουν μια περιορισμένη και παραμορφωτική οπτική του εγκληματικού φαινομένου.[76] Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η κοινωνική βλάβη που προκαλείται από το οργανωσιακή εγκληματικότητα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με την συνηθισμένη, ατομική ή οργανωμένη σε μικρές ομάδες εγκληματικότητα,[77] αλλά και στο γεγονός ότι η εταιρική εγκληματικότητα μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσα από αυτό το νέο πρίσμα, κι όχι απλώς ως συνέπεια κάποιων αδίστακτων επιχειρηματιών και διεφθαρμένων πολιτικών. Κι αυτό γιατί η υπό ανάλυση θεωρία εισάγει ένα μεσο-επίπεδο ανάλυσης, που καθιστά δυνατή τη διασύνδεση του ευρύτερου θεσμικού περιβάλλοντος με τη συμπεριφορά συγκεκριμένων ατόμων. Όπως παρατηρεί η Vaughan:

«τo οργανωσιακό πλαίσιο φέρνει στην επιφάνεια τους τρόπους με τους οποίους θεσμικές δυνάμεις, που λειτουργούν σε ένα μακρο-επίπεδο και εκτός των οργανώσεων, συμπλέκονται με διαδικασίες που αναπτύσσονται στο μικρο-επίπεδο, επηρεάζοντας ατομικές αποφάσεις και συμπεριφορές. Οι οργανώσεις λοιπόν προσφέρουν ένα παράθυρο στην κουλτούρα, δείχνοντας πώς αυτός εισχωρεί ανάμεσα σε θεσμικές δυνάμεις, οργανωσιακούς στόχους και διαδικασίες, και ατομική παραβατικότητα με αποτέλεσμα σε ορισμένο οργανωσιακό πλαίσιο η παρέκκλιση να μεταβάλλεται σε κανονικότητα».[78]

Με άλλα λόγια, η οργανωσιακή κουλτούρα δεν αποτελεί απλώς μια θεωρητική ιδέα χωρίς πρακτικές συνέπειες. Αντιθέτως, αποτελεί το επιστέγασμα της προσπάθειας αποτύπωσης μιας πολυεπίπεδης και σύνθετης διαδικασίας που μετατρέπει ατομικές συμπεριφορές σε συντονισμένη οργανωσιακή δράση, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνουν χώρα ουδετεροποιήσεις και αναπτύσσονται νέες κανονικότητες, που ενίοτε καταλήγουν σε παρέκκλιση και έγκλημα. Η εφαρμογή λοιπόν της θεωρίας των οργανώσεων στη μελέτη του εγκληματικού φαινομένου εμπλουτίζει την ανάλυση με τρεις βασικές μεταβλητές: τους στόχους των οργανώσεων, τη δομή τους και τον τρόπο που λειτουργούν μέσα στο ευρύτερο περιβάλλον.[79] Είναι η συνδυαστική μελέτη αυτών των τριών οργανωσιακών παραγόντων που όχι μόνο διασφαλίζει την αποκωδικοποίηση της ως άνω δυναμικής διαδικασίας, αλλά τελικά και τεκμηριώνει τη θέση ότι οι τυπικές οργανώσεις και δη οι μεγάλες εταιρείες αποτελούν αυτόνομα δρώντα υποκείμενα που πρέπει να φέρουν αυτοτελή και ιδιαίτερη ποινική ευθύνη.[80]

  1. Εν είδει συμπεράσματος

Η παραπάνω πραγματικότητα μπορεί να εισέλθει στο δικανικό λόγο μόνο μέσω της ανάπτυξης μιας θεωρίας ευθύνης που αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα, ένα ατομικό και ένα οργνανωσιακό (συλλογικό).[81] Όπως λοιπόν η ατομική ευθύνη αφορά στον έπαινο ή τη μομφή ενός ατόμου για τις πράξεις του, έτσι και η οργανωσιακή ευθύνη σχετίζεται με τον έπαινο ή τη μομφή οργανώσεων για τη δράση τους. Εφόσον οι τελευταίες μπορούν να θεωρηθούν όχι απλώς ως κοινωνικοί δρώντες αλλά και ως δομές στοχευμένης δράσης, είναι λογικό κανείς να αναμένει την ανάπτυξη ενός πλουραλιστικού δικανικού λόγου όπου αυτές θα έχουν ιδιαίτερη θέση. Διαφορετικά ο τελευταίος θα συνεχίζει να διακρίνεται από ένα θεμελιακό έλλειμμα, με αποτέλεσμα να προσφέρει μια στρεβλή κανονιστική αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Αυτοί που αρνούνται μια τέτοια προοπτική είναι γαντζωμένοι στις βασικές αρχές του οντολογικού και μεθοδολογικού ατομικισμού (individualism), που πέρα από καταστατικές αρχές του Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού, αποτελούν το θεμέλιο λίθο της δυτικής φιλοσοφικής και νομικής σκέψης και κεντρικό αξίωμα του κλασικού ποινικού δικαίου.[82] Σύμφωνα με τον πρώτο, μόνο τα φυσικά πρόσωπα αποτελούν πραγματικές οντότητες, δηλαδή δρώντα υποκείμενα ικανά σε αξιολόγηση και λογοδοσία. Υπό αυτή την έννοια, τα κοινωνικά συστήματα, άρα οι οργανώσεις και τα νομικά πρόσωπα, δεν διαθέτουν αυτοτελή ύπαρξη, αλλά στην ουσία προκύπτουν από τη δράση επιμέρους φυσικών προσώπων. Σύμφωνα με το δεύτερο, όλα τα κοινωνικά γεγονότα, αποτελώντας ουσιαστικά το αποτέλεσμα δράσης φυσικών προσώπων, πρέπει να προσεγγίζονται επί τη βάσει των κανόνων που καθορίζουν τη συμπεριφορά αυτών των τελευταίων και να αναλύονται επί τη βάσει των πράξεων, πεποιθήσεων και επιθυμιών τους. Εν ολίγοις, το άτομο αποτελεί το αρχικό και έσχατο σημείο κάθε ανάλυσης.[83] Σε αυτό το πλαίσιο, το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να αφορά φυσικά πρόσωπα, που είναι πραγματικοί, δηλαδή υπαρκτοί και απτοί δρώντες, κι όχι νομικά πρόσωπα, που δεν διαθέτουν υπόσταση, δεδομένου ότι αποτελούν νομικές κατασκευές ή πλάσματα δικαίου. Ωστόσο, αυτό που συστηματικά αποσιωπάται είναι ότι ο οντολογικός και μεθοδολογικός ατομικισμός δεν αποτελούν απλώς θεωρητικές επιλογές αλλά έχουν και πρακτικές συνέπειες, οδηγώντας τελικά στον κανονιστικό ατομικισμό.

Πιο συγκεκριμένα, η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα έχει καταδείξει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο ότι η κλασική δομή της ποινικής ευθύνης δεν είναι επαρκής για την ποινική αξιολόγηση πλήθους βλαπτικών συμπεριφορών που όχι μόνο δεν υπολείπονται, αλλά συχνά υπερτερούν κατά πολύ στο μέγεθος της βλάβης που προκαλούν και την κοινωνικοηθική απαξία που ενέχουν σε σύγκριση με την ατομική εγκληματικότητα. Το ειδοποιό γνώρισμα της σύγχρονης μορφής εγκληματικότητας συνίσταται σε ένα στοιχείο συλλογικότητας, που μόνο κατά εξαίρεση απαντάται στην παραδοσιακή μορφή εγκληματικότητας, όπου και αντιμετωπίζεται επαρκώς με τις περί συμμετοχής διατάξεις.[84] Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η διαφορά μεταξύ των δύο μορφών εγκληματικότητας δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά πρωτίστως ποιοτική και συνίσταται στο γεγονός ότι η πρώτη προκύπτει ως αποτέλεσμα συστημικής (systemic) ή οργανωσιακής (organizational) δράσης, που ενδεχομένως να εμφανίζει και μια επιπλέον θεσμική (institutional) διάσταση, στο βαθμό που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο λειτουργίας κάποιου νομιμοποιημένου θεσμού δημόσιας διακυβέρνησης (π.χ. κράτος). Παράλληλα, μια φαινομενολογική προσέγγιση στη σύγχρονη εγκληματικότητα μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο αποκαλυπτικά σε σχέση με τον καθορισμό του πραγματικού εύρους του εγκληματικού φαινομένου (πραγματικό έγκλημα), αλλά και καθοδηγητικά στην προσπάθεια ποινικής τυποποίησης των κοινωνικά βλαπτικών δράσεων και συμπεριφορών (νομικό έγκλημα). Με βάση το δρων υποκείμενο, θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε εταιρικό έγκλημα, κρατικό έγκλημα, κρατικό-εταιρικό, το εταιρικό έγκλημα και έγκλημα που τελείται από διεθνείς οργανισμούς, ενώ με βάση τα προσβαλλόμενα συμφέροντα θα μπορούσε να γίνει περαιτέρω λόγος για οικονομική, πολιτική, διεθνή, περιβαλλοντική, διεθνική εγκληματικότητα, κ.λπ.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του σύγχρονου εγκληματικού φαινομένου απαιτεί την επανεξέταση του περιεχομένου και της δομής του ποινικού δικαίου. Υπό αυτή την έννοια, το αίτημα εκσυγχρονισμού του τελευταίου, δηλαδή της προσαρμογής του στη ραγδαίως εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα, βρίσκει έρεισμα αφενός στη κρίση αποτελεσματικότητας και νομιμοποίησης που χαρακτηρίζει το κλασικό ποινικό δίκαιο, το οποίο αδυνατεί να αντιμετωπίσει επαρκώς το οργανωσιακό έγκλημα, και αφετέρου στην ίδια την κοινωνική λειτουργία του ως μηχανισμού προστασίας των ατομικών και κοινωνικών αγαθών.[85]

Σε γενικό λοιπόν επίπεδο, τίθεται το ερώτημα αν και κατά πόσο η δογματική του ποινικού δικαίου αρθρώνεται ως κλειστό σύστημα, που πρέπει πάση θυσία να διατηρήσει την ενότητά του και τις βασικές αρχές που διέπουν τη λογική του, όπως τουλάχιστον αυτές διαμορφώθηκαν στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της εποχής του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα,[86] ή ως ανοιχτό σύστημα, ευαίσθητο σε νέα κοινωνικά δεδομένα, στη νέα φαινομενολογία του εγκληματικού φαινομένου, σε νέους στόχους αντεγκληματικής πολιτικής, σε νέες σταθμίσεις αξιών και συμφερόντων.[87] Σε ειδικό επίπεδο, συζητείται η αναγκαιότητα και καταλληλότητα των αλλαγών που άπτονται σε γενικές γραμμές των εξής τριών βασικών ζητημάτων: αα) στην εγκληματοποίηση κοινωνικά επιβλαβών δράσεων και συμπεριφορών, οι οποίες δεν έτυχαν παραδοσιακά της πρέπουσας προσοχής από το ποινικό δίκαιο ή, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο ήδη συνέβη, στην εξέλιξη των σχετικών τυπικών υποστάσεων και στην επίταση των απειλούμενων ποινών (οικονομικό, οικολογικό, διεθνές, διεθνικό, κ.λπ. έγκλημα), ββ) στην μετεξέλιξη του περιεχομένου βασικών εννοιών του ποινικού δικαίου, όπως η πράξη, η αιτιότητα, ο καταλογισμός, κ.λπ., που οδηγούν με τη σειρά τους σε μια διευρυμένη σύλληψη της συναυτουργίας, της έμμεσης αυτουργίας και της συμμετοχής, ώστε να είναι εφικτή η θεμελίωση ατομικής ποινικής ευθύνης για την ανάληψη δραστηριότητας στο πλαίσιο οργανωσιακής δράσης,[88] και γγ) στην εισαγωγή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, που αποτελεί ήδη γεγονός σε πολλές έννομες τάξεις, εθνικές και υπερεθνικές, όπου και αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικούς τρόπους οι παραπάνω επιστημολογικές ενστάσεις.[89]

Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από το «σκάνδαλο Siemens» και την παταγώδη θεσμική αποτυχία να αποδοθούν ευθύνες (ποινικές και όχι μόνο) στην εταιρεία ως τέτοια, παρά την εύγλωττη περιγραφή της εγκληματικής της δράσης από την αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς με ασφάλεια ότι αυτό που προσφυώς ονομάστηκε ήδη πριν από τεσσεράμισι δεκαετίες ως «το κόστος της αρχής societas delinquere non potest»[90] άρχισε να γίνεται πλέον δυσβάσταχτο. Δυσβάσταχτο φυσικά αποκλειστικά και μόνο για το κανονιστικό και πολιτικοκοινωνικό σύστημα της Ελλάδας, καθώς η πολλαπλά επιβλαβής δράση μιας πολυεθνικής εταιρείας εξαντλείται στο επίπεδο των δυσφημιστικών για την ίδια ισχυρισμών (ήτοι ακριβώς ως «σκάνδαλο», το οποίο αποτελεί κοινωνιολογική κι όχι φυσικά νομική έννοια), χωρίς ποτέ να γίνει προσπάθεια η εν λόγω δράση να υπαχθεί στη κατηγορία του εγκλήματος (υπό τη νομική φυσικά έννοια) μέσω μιας επίσημης διαδικασίας απόδοσης μομφής στην εταιρεία (ποινική δίκη), ήτοι μέσω της αποτύπωσής της στο δικανικό λόγο. Καθόλου όμως δυσβάσταχτο για την ίδια τη Siemens, η οποία συνεχίζει να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, κάνοντας δηλαδή «business as usual»…

* Δ.Ν. – Δικηγόρος.

  1. «Siemens Bribery Scandal in Greece, Ex-Boss Could Help Shed Light on Corruption», Der Spiegel, 29-06-2009, http://www.spiegel.de/international/ business/Siemens-bribery-scandal-in-greece-ex-boss-could-help-shed-light-on-corruption-a-633198.html
  2. Βλ. για μια πρώτη δημοσιογραφική καταγραφή της πρακτικής της Siemens, βλ. Τ. Τέλλογλου, Το Δίκτυο: Φάκελος Siemens, Αθήνα: Σκάϊ Βιβλίο, 2009. Ειδικά για τη ροή του «μαύρου χρήματος» βλ. Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής «Για τη Διερεύνηση της Υπόθεσης “Siemens” στο σύνολό της», Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων, 2011, σ. 281-301.
  3. Ibid., σ. 137-280.
  4. Ibid., σ. 302-403.
  5. Αριθμ. ΥΠΟΙΚ 07085ΕΞ2012/27.08.2012, «Σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Eταιρείας «Siemens», σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρείχε στον Υπουργό Οικονομικών η διάταξη της παραγράφου 2, του άρθρου 324, του νόμου 4072/2012», ΦΕΚ Α/164/27.08.2012, σ. 4168-4169.
  6. Ibid., σ. 4170.
  7. Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής «Για τη Διερεύνηση της Υπόθεσης “Siemens” στο σύνολό της», ό.π., σ. 362-363.
  8. Υπ’ αριθ. 399/2015 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, φύλλο 16.
  9. Βλ. εκτενή παρουσίαση της σχετικής προβληματικής από Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Μια κατασκευή ασυλίας του επιχειρηματία-δράστη;, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 49-69.
  10. Βλ. Α. Παπανεοφύτου, «Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;», στο: G. Bemmann και Δ. Σπινέλλης, Ποινικό Δίκαιο – Ελευθερία – Κράτος Δικαίου. Τιμητικός Τόμος για τον Γ.-Α. Μαγκάκη, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1999, σ. 199. T. Weigend, “Societas delinquere non potest? A German Perspective”, JICJ, Vol. 6, 2008, σ. 936.
  11. Βλ. σχετική προσπάθεια P.A. French, Collective and Corporate Responsibility, New York: Columbia University Press, 1984. M. Dan-Cohen, Rights, Persons and Organizations. A Legal Theory for Bureaucratic Society, Barkley and Los Angeles: University of California Press, 1986, L. May, The Morality of Groups: Collective Responsibility, Group-Based Harm, and Corporate Rights, Notre Dame: University of Notre Dame, 1987. T. Erskine (ed.), Can Institutions Have Responsibilities? Collective Moral Agency and International Relations, New York: Palgrave Macmillan, 2003.
  12. Α. Κωστάρας, Έννοιες και Θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001, σ. 330, 332 επ. Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου. Γενικό Μέρος Ι. Το Έγκλημα, Αθήνα: “Δίκαιο & Οικονομία” – Π. Ν. Σάκκουλας, 2010, σ. 251 επ.
  13. Ibid., σ. 330-332. Ibid., σ. 264-267, αντιστοίχως.
  14. Τα νομικά πρόσωπα ως πλάσματα δικαίου μπορούν να πράττουν μόνο μεταφορικά και ποτέ κυριολεκτικά. Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο. Γενική Θεωρία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004, σ. 192-193. Α. Κωστάρας, Έννοιες και Θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, ό.π., σ. 333-334. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Το Ποινικό Δίκαιο στην καμπή του 2000: Με το βλέμμα προς το μέλλον χωρίς αποτίμηση του παρελθόντος;», Υπερ, 2000, σ. 70-71. Και εκτενέστερα Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου. Γενικό Μέρος Ι. ό.π., σ. 254-261.
  15. Παρατηρείται σχετικά ότι εν προκειμένω «αυτό που επιχειρείται είναι ένα σταδιακό «άδειασμα» του περιεχομένου της ενοχής με επικίνδυνες διαστάσεις. Και τούτο όχι μόνο γιατί παύει η ποινική ευθύνη να έχει προσωπικά στοιχεία αναφοράς, αλλά και γιατί εξανεμίζεται η οριοθετική λειτουργία της ενοχής, στο μέτρο που δεν καθορίζει αυτή πλέον το επιτρεπτό της ποινής, αλλά αντίστροφα είναι η αναγκαιότητα της ποινής που διαμορφώνει την ενοχή». Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Το Ποινικό Δίκαιο στην καμπή του 2000: Με το βλέμμα προς το μέλλον χωρίς αποτίμηση του παρελθόντος;», Υπερ. 2000, σ. 70. Έτσι και ο Δ. Σπυράκος, «Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: εξέλιξη ή παραμόρφωση του ποινικού δικαίου;», ΠΧρ 1994 (ΜΔ’), σ. 1202-1203.
  16. Οι χρηματικές ποινές δεν φαίνεται να υπερτερούν σε αποτρεπτική λειτουργία των διοικητικών προστίμων. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Το Ποινικό Δίκαιο στην καμπή του 2000: Με το βλέμμα προς το μέλλον χωρίς αποτίμηση του παρελθόντος;», Υπερ, 2000, σ. 72-73. Για τη δυσχέρεια στην επιβολή και την αμφίβολη αποτελεσματικότητα των χρηματικών ποινών στα νομικά πρόσωπα, βλ. και Ν.Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΣ, «Ποινική Προστασία του Περιβάλλοντος: Δογματική Θεμελίωση και Σύνθεση της Προβληματικής», ΠΧρ, ΜΔ’, σ. 141-142.
  17. Για μια σύνοψη των παραπάνω αντιρρήσεων και την ανεπάρκεια των λύσεων που έχουν αντιπροταθεί βλ. Τ. Φιλιππίδης, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, Θεσσαλονίκη, 1950, σ. 15-18. Δ. Σπυράκος, «Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: εξέλιξη ή παραμόρφωση του ποινικού δικαίου;», ό.π., σ. 1208-1211. Χ.Χ. Αθανασίου, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων-επιχειρήσεων στο γερμανικό ποινικό δίκαιο», στο: Ν.Ε. Κουράκης (επιμ.), Αντεγκληματική Πολιτική ΙΙ, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2000, σ. 256-263. T. Weigend, “Societas delinquere non potest? A German Perspective”, ό.π., σ. 927-945. Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 69-78. Βλ. και Θ. Παπαθεοδώρου, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο γαλλικό ποινικό δίκαιο», ΠΧρ, 1998 (ΜΗ), σ. 945-946. Δ. Σπυράκος, «Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος», ΠΛογ, 4/2002, σ. 1627-1628. Α.Η. Δημάκης, «Η ποινική ευθύνη της εταιρείας», στο: Σύνδεσμος Ελλήνων Εμπορικολόγων, Σύγχρονα Ζητήματα Εταιρικής Ευθύνης, 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ελλήνων Εμπορικολόγων, Θεσ/νίκη 15-17 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2003, σ. 241-246. Βλ. αναλυτικά W. Laufer, Corporate Bodies and Guilty Minds: The failure of Corporate Criminal Liability, Chicago et al.: The University of Chicago Press, 2006.
  18. Δ. ΣΠΥΡΑΚΟΣ, «Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: εξέλιξη ή παραμόρφωση του ποινικού δικαίου;», ό.π., σ. 1211-1213. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Corpus Juris και τυποποίηση του Ποινικού φαινομένου στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Υπερ, 1999, σ. 636. Δ.Δ. Σπινέλλης, «Ποινικές (;) κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και διαδικασία επιβολής τους», ΠΧρ, 2003(ΝΓ), σ. 97-103. Βλ. και επισκόπηση των προβλημάτων που παρουσιάζει αυτή η λύση σε Α.Η. Δημάκης, «Η ποινική ευθύνη της εταιρείας», ό.π., σ. 250-251. Πρβλ. και τους προβληματισμούς του Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 121-126.
  19. Για μια χρονολογική αποτύπωση της εξέλιξης του σχετικού προβληματισμού βλ. W.H. Starbuck, “The Origins of Organization Theory”, στο: H. Tsoukas and C. Knudsen (eds.), The Oxford Handbook of Organization Theory. Meta-Theoretical Perspectives, Oxford: Oxford University Press, 2003, σ. 143-182.
  20. Y. Shenhav, “The Historical and Epistemological Foundations of Organization Theory: Fusing Sociological Theory with Engineering Discourse”, στο: H. Tsoukas and C. Knudsen (eds.), The Oxford Handbook of Organization Theory, ό.π., σ. 192-198. Και αναλυτικά Α. Μακρυδημήτρης, Προσεγγίσεις στη Θεωρία των Οργανώσεων, Αθήνα: Θεμέλιο, 3η έκδ., 2004, σ. 39 επ.
  21. Ibid., σ. 187-191. Ibid., σ. 151 επ., αντιστοίχως. Πρβλ. και εφαρμογή τους στην περίπτωση της αστυνομίας Χ. Δημόπουλος, Η Αστυνομία και ο Αστυνομικός, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, σ. 13 επ.
  22. Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση της ανάδυσης των «οργανωσιακών κοινωνιών» βλ. T.E. Drabek and J.E. Hass, Understanding Complex Organizations, USA: WM. C. Brown Company Publishers, 1974, σ. 10-36.
  23. J.A.C. Baum and T.J. Rowley, “Companion to Organizations: An Introduction”, στο: J.A.C. Baum (ed.) The Blackwell Companion to Organizations, Oxford-Malden: Blackwell, 2002, σ. 1.
  24. J.S. Coleman, The Asymmetric Society, New York: Syracuse University Press, 1982, σ. 1-22.
  25. C. Perrow, “A Society of Organizations”, Theory and Society, Vol. 20, 1991, σ. 725-728. Ως θεμέλια αυτής της θέσης ο συγγραφέας αναλύει τρία φαινόμενα: την εντυπωσιακή επέκταση της μισθωτής εργασίας, που καθιστά τα άτομα διαθέσιμα στις αλλά και εξαρτώμενα από τις οργανώσεις (wage dependency), τη μετακύλιση του κόστους της οργανωμένης δραστηριότητας στους ίδιους τους πολίτες, με αποτέλεσμα να αποκρύπτεται το πραγματικό κόστος λειτουργίας μιας οργάνωσης (externalization of the social cost of extensive organized activity), και την κυριαρχία μιας ειδικής μορφής γραφειοκρατίας (factory bureaucracy), στοιχεία της οποίας είναι ο κεντρικά ασκούμενος έλεγχος, η τυπική οργάνωση, η ιεραρχική διάρθρωση, η τυποποίηση των επιμέρους ενεργειών και η εξειδίκευση. Ibid., σ. 729 επ.
  26. M. Bovens, The Quest for Responsibility. Accountability and Citizenship in Complex Organizations, Cambridge: Cambridge University Press, 1998, σ. 10. Ο συγγραφέας αναφέρει ενδεικτικά τέσσερις δείκτες: αα) την εντυπωσιακή αριθμητική αύξηση των οργανώσεων κατά τον 20ο αιώνα, ββ) την άνευ προηγουμένου αύξηση των γραφειοκρατικά οργανωμένων οργανώσεων, γγ) την αύξηση των διαφορών που οδηγούνται στα δικαστήρια, στις οποίες τουλάχιστον ένας από τους διάδικους είναι οργάνωση, και δδ) την αύξηση της προβολής και ενασχόλησης με τις οργανώσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ibid., σ. 13-15. Το γεγονός ότι οι οργανώσεις είναι φορείς κοινωνικής δράσης, αποτελεί σχετικά πρόσφατο τόπο στην κοινωνιολογία των οργανώσεων, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν συνεχίζουν να υπάρχουν και αντίθετες απόψεις. Πρβλ. την σύνοψη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, όταν ακόμα υπήρχε έντονη διχογνωμία επί του θέματος από L. HAWORTH, “Do Organizations Act?”, Ethics, Vol. 70, 1959, σ. 59-63 (ο οποίος απαντά θετικά).
  27. Εξού και η θέση του Coleman περί της «ασημαντότητας των ατόμων» (irrelevance of persons). J.S. COLEMAN, The Asymmetric Society, ό.π., σ. 26-27. F.B. Simon, Εισαγωγή στη Συστημική Θεωρία των Οργανώσεων, μτφρ. Κ. Γιαννακόπουλος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλας, 2010, σ. 7.
  28. Όπως παρατηρείται χαρακτηριστικά: «Η λειτουργία του ρόλου έγκειται στο να περιορίσει το πεδίο συμπεριφοράς των δρώντων, η συμπεριφορά των οποίων δεν είναι κατ’ αρχήν προβλέψιμη λόγω της εσωτερικής καθοδήγησης, με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει (εντός ενός ορισμένου εύρους) προσδοκώμενη». F.B. Simon, Εισαγωγή στη Συστημική Θεωρία των Οργανώσεων, ό.π., σ. 41.
  29. E. Gross, “The Definition of Organizational Goals”, British Journal of Sociology, Vol. 20, 1969, σ. 277-294. L. Mohor, “The Concept of Organizational Goals”, American Political Science Review, Vol. 67, 1972, σ. 470-481. P. Georgiou, “The Goal Paradigm and Notes towards a Counter Paradigm”, Administrative Science Quarterly, Vol. 18, 1973, σ. 291-300.
  30. R.H. Hall and P. S. Tolbert, Organizations: Structures, Processes, and Outcomes, New Delhi: Prentice Hall, 9th edn., 2007, σ. 27 επ.
  31. M. Reed, “The Agency/Structure Dilemma in Organization Theory. Open Doors and Brick Walls”, στο: H. Tsoukas and C. Knudsen (eds.), The Oxford Handbook of Organization Theory, ό.π., σ. 289-291.
  32. Ibid., σ. 291-294 (ως χαρακτηριστικές εκφάνσεις αυτής της προσέγγισης αναφέρονται οι εξής θεωρίες: rational choice theory, decision-making theory, and public choice theory).
  33. Ibid., σ. 294-297 (ως χαρακτηριστικές εκφάνσεις αυτής της προσέγγισης αναφέρονται οι εξής θεωρίες: structural marxism and structuralism).
  34. Ο Harding κάνει λόγο αντιστοίχως για δυο σχολές σκέψεις: μια ατομικιστική (individualism) και μια ολιστική (holism). Κατά την πρώτη, μόνο τα φυσικά πρόσωπα αποτελούν οντολογικά υπαρκτά υποκείμενα, άρα και μέσο πρόσληψης και ανάλυσης της πραγματικότητας, ενώ κατά τη δεύτερη αυτό ισχύει και για τις συλλογικότητες. C. Harding, Criminal Enterprise. Individuals, organizations and criminal responsibility, Cullompton: Willan Publishing, 2007, σ. 61-64.
  35. M. Reed, “The Agency/Structure Dilemma in Organization Theory. Open Doors and Brick Walls”, ό.π., σ. 297-299 (ως χαρακτηριστικές εκφάνσεις αυτής της προσέγγισης αναφέρονται οι θεωρίες των Giddens, Bourdieu).
  36. Ibid., σ. 297-304. Ο Reed παραθέτει τον ακόλουθο ορισμό: «‘organization’ is that mechanism which generates and sustains collective or ‘corporate agency’ as a relatively permanent feature of social reality. It transforms individual action to corporate agency by providing the collective resources and mechanisms that the latter requires to be sustained over time as a viable and effective social entity». Ibid., σ. 303.
  37. C. Harding, Criminal Enterprise, ό.π., σ. 64-66. Βλ. και H. Geser, “Towards an Interaction Theory of Organizational Actors”, OS, 1992, Vol. 13, σ. 429-452 (όπου και η διάκριση μεταξύ των ατόμων ως πρωταρχικών και οργανώσεων ως δευτερογενών δρώντων υποκειμένων).
  38. C. Harding, Criminal Enterprise, ό.π., σ. 42.
  39. C. Harding, Criminal Enterprise, ό.π., σ. 71-72, 45-47. Είναι ουσιαστικά αυτές τις ιδιότητες που θέλει να εκφράσει η χρήση διαφορετικών επιθετικών προσδιορισμών στη βιβλιογραφία, όπως τυπικές (formal), σύνθετες (complex), μεγάλες (large-scale) οργανώσεις. Ibid., σ. 43.
  40. C. Harding, Criminal Enterprise, ό.π., σ. 72-73. Τα κριτήρια και οι μέθοδοι οργάνωσης που έχουν κατά καιρούς προταθεί ποικίλουν. Βλ. σχετικά Α. Μακρυδημήτρης, Προσεγγίσεις στη Θεωρία των Οργανώσεων, ό.π., σ. 221 επ.
  41. T. Parsons, “Suggestions for a Sociological Approach to the Theory of Organizations-II”, Administrative Science Quarterly, Vol. 1, 1956, σ. 228-230. Ο Etzioni διακρίνει τρεις κατηγορίες οργανωσιακών στόχων: διατήρηση τάξης, οικονομικούς και πολιτισμικούς. A. Etzioni, A Comparative Analysis of Complex Organizations, London: The Free Press, revised and enlarged edition, 1975, σ. 104-105.
  42. C. Harding, Criminal Enterprise, ό.π., σ. 49-52.
  43. Π.χ. το 1976 o Wheeler επισημαίνει την έλλειψη έρευνας γύρω από μορφές παράνομης δραστηριότητας που ενδημούν στις σύγχρονες βιομηχανικές και υπεροργανωμένες κοινωνίες. S. Wheeler, “Trends and problems in the sociological study of crime”, Social Problems, Vol. 23, 1976, σ. 525, 531. Για μια πρώτη συνολική και ευσύνοπτη καταγραφή της σημασίας των παραπάνω στην εγκληματολογική ανάλυση βλ. E. Gross, “Organization Structure and Organizational Crime”, στο: G. Geis and E. Stotland (eds.), White-Collar Crime: Theory and Research, Beverly Hills-London: Sage, 1980, σ. 52-76. Σήμερα μπορεί να μην αμφισβητείται το γεγονός ότι η κοινωνιολογία των οργανώσεων αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την εγκληματολογία, ωστόσο η χρήση της δεν είναι επαρκώς διαδεδομένη. Για μια κατατοπιστική παρουσίαση βλ. D. Vaughan, “Criminology and the sociology of organizations”, Crime, Law and Social Change, Vol. 37, 2002, σ. 117-136. Πρβλ. R. Lippens, “Rethinking organizational crime and organizational criminology”, Crime, Law and Social Change, Vol. 35, 2001, σ. 319-331.
  44. Έτσι ο J. Braithwaite, “Criminological Theory and Organizational Crime”, JQ, Vol. 6, 1989, σ. 334.
  45. Είναι κυρίως το έργο της Αμερικανίδας D. Vaughan που έριξε φως στη «σκοτεινή πλευρά» των οργανώσεων, αναλύοντάς τες ως δράστες αλλά κι ως θύματα. D. VAUGHAN, Controlling Unlawful Organizational Behaviour: Social Structure and Corporate Misconduct, Chicago: University of Chicago Press, 1982, σ. xiii. D. Vaughan, “Crime between Organizations. Implications for Victimology’, στο: G. Geis and E. Stotland (eds.), White-Collar Crime. Theory and Research, Beverly Hills-London: Sage, 1980, σ. 82-85. D. Vaughan, “The Dark Side of Organizations: Mistake, Misconduct, and Disaster”, Annual Review of Sociology, Vol. 25, 1999, σ. 271-305.
  46. A.J. Reiss, “Organizational Deviance”, στο: M.D. Ermann and R.J. Lundman (eds.), Corporate and Governmental Deviance: Problems of Organizational Behavior in Contemporary Society, New York: Oxford University Press, 1978, σ. 35-36.
  47. E. Gross, “Organization Structure and Organizational Crime”, ό.π., σ. 58.
  48. M.L. Needleman and C. Needleman, “Organizational Crime: Tow Models of Criminogenesis”, Sociological Quarterly, Vol. 20, 1979, σ. 517-522, 525-526. Αυτή η τελευταία δήλωση δεν υποδηλώνει ότι υπάλληλοι και αξιωματούχοι στερούνται ηθικής και λογικής ή ότι καθίστανται τελικά έρμαιο στις διαθέσεις των οργανώσεων. Αντιθέτως, αυτοί είναι καθημερινοί εργαζόμενοι που έχουν αποδεχτεί την κανονικότητα της οργανωσιακής κουλτούρας στο πλαίσιο της οποίας δρουν. Επομένως, το κρίσιμο εδώ είναι να γίνει κατανοητή η επίδραση και η ιδιαίτερη δυναμική που εισάγει το οργανωσιακό πλαίσιο στην ατομική συμπεριφορά, νόμιμη ή και παράνομη. Βλ. μια εφαρμογή σε Χ. Δημόπουλος, Η Αστυνομία και ο Αστυνομικός, ό.π., 2000, σ. 107 επ. (όπου γίνεται λόγος για την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης νοοτροπίας στο εσωτερικό της αστυνομικής οργάνωσης, συστατικά στοιχεία της οποίας είναι ο κυνισμός και η αστυνομική υποκουλτούρα).
  49. Έτσι, μια από τις πρώτες και κλασικότερες μελέτες γύρω από το φαινόμενο της αστυνομικής αυθαιρεσίας ξεκινά από τη βασική διάκριση μεταξύ ατομικής και οργανωσιακής παρέκκλισης, διευκρινίζοντας ότι είναι μόνο μέσω αυτής της τελευταίας έννοιας που μπορεί να προσεγγιστεί το πρώτο στις πραγματικές του διαστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύει την αστυνομία ως «παρεκκλίνουσα οργάνωση».L.W. Sherman, Scandal and Reform. Controlling Police Corruption, Barkley [et al.]: California University Press, 1978, σ. 3-7.
  50. M.D. Ermann and R.J. Lundman, “Deviant Acts by Complex Organizations: Deviance and Social Control at the Organizational Level of Analysis”, Sociological Quarterly, Vol. 19, σ. 57-58.
  51. D. Vaughan, “The Dark Side of Organizations: Mistake, Misconduct, and Disaster”, ό.π., σ. 273.
  52. N. Shover, “Defining Organizational Crime”, στο: M.D. Ermann and R.J. Lundman (eds.), Corporate and Governmental Deviance, ό.π., σ. 39.
  53. L.S. Schrager and J.F. Short, “Toward a Sociology of Organizational Crime”, Social Problems, Vol. 25, 1978, σ. 411-412.
  54. H.C. Finney and H.R. Lesieur, “A Contingency Theory of Organizational Crime”, στο: S.B. Bacharach (ed.), Research in the Sociology of Organizations, Vol. 1, Greenwich: JAI Press, 1982, σ. 264-266.
  55. Παρατηρείται σχετικά ότι η οργανωσιακή παρέκκλιση αποτελεί το υποπροϊόν νομιμοποιημένης δράσης για την επίτευξη, τουλάχιστον φαινομενικά, νόμιμων οργανωσιακών στόχων. Έτσι, ακόμα κι αν η παράνομη δραστηριότητα δεν μπορεί να καταλογιστεί σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο, ενδεχομένως γιατί αποτελεί το αποτέλεσμα παράλληλης και κατακερματισμένης δράσης πολλών ατόμων, εντούτοις μπορεί να αποδοθεί στην οργάνωση ως σύνολο. H. Elonheimo, Understanding Organizational Wrongdoing, Turku: University of Turku – Publications of the Faculty of Law, 1999, σ. 23.
  56. Βλ. αναλυτικά για την έννοια, τη φύση και τη δομή των τυπικών οργανώσεων: P.M. Blau and W.R. Scott, Formal Organizations. A Comparative Approach, London: Routledge & Kegan Paul, 1963, σ. 2-58.
  57. H.C. Finney and H.R. Lesieur, “A Contingency Theory of Organizational Crime”, ό.π., σ. 267.
  58. M.D. Ermann and R.J. Lundman, “Corporate and Governmental Deviance: Origins, Patterns, and Reactions”, στο: M.D. Ermann and R.J. Lundman (eds.), Corporate and Governmental Deviance. Problems of Organizational Behavior in Contemporary Society, New York-Oxford: Oxford University Press, 6th edn., 2002, σ. 19 επ. Πρβλ. και τα στάδια ανάπτυξης της εγκληματικής δράσης από H.C. Finney and H.R. Lesieur, “A Contingency Theory of Organizational Crime”, ό.π., σ. 268-288.
  59. Την απώλεια της εμπιστοσύνης ως βασική συνέπεια της οργανωσιακής παρέκκλισης αναπτύσσουν στο έργο τους οι N.J. Davis and C. Stasz, Social Control and Deviance: a Critical Perspective, Boston, Mass.: McGraw Hill, 1990, σ. 181 επ. Στην ίδια κατεύθυνση έρευνας αναπτύσσεται και η έννοια της «οργανωσιακής παράνοιας», η οποία θέλει να ρίξει φως στις ανεξέλεγκτες συνέπειες που μπορεί να συνοδεύουν την απώλεια εμπιστοσύνης προς τις οργανώσεις. R.M. KRAMER, “Organizational Paranoia: Origins and Dynamics”, Research in Organizational Behavior, Vol. 23, σ. 1-42.
  60. Βλ. μεταξύ πολλών C.A. Williams and R.V. Aguilera, “Corporate Social Responsibility in a Comparative Perspective”, στο: A. Crane, A. Mcwilliams, D. Matten, J. Moon and D.S. Siegel (eds.), The Oxford Handbook of Corporate Social Responsibility, Oxford: Oxford University Press, 2008, σ. 452-472.
  61. Ενδεικτικά: C.D. Stone, Where the Law Ends, ό.π., ιδίως σ. 33 επ. J.L. Mcmullan, Beyond the Limits of the Law, ό.π., σ. 113 επ. G. Slapper and S. Tombs, Corporate Crime, Essex: Longman, 1999, σ. 163 επ.
  62. Κατά τον ίδιο τρόπο που διακρίνεται η «οργανωμένη συμπεριφορά» από την «οργάνωση», έτσι πρέπει να διακρίνεται και η έννοια της οργανωμένης εγκληματικότητας και της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας ή «εγκληματικής οργάνωσης» που βρίσκει κανείς στους ποινικούς κώδικες από την έννοια του οργανωσιακού εγκλήματος και του υποκειμένου του ως ανεξάρτητου και αυτοτελούς φορέα εγκληματικής δράσης, η οποία χαρακτηρίζεται στην εγκληματολογία αναλόγως ως εταιρικό ή κρατικό έγκλημα. Στα τελευταία θα πρέπει να προστεθεί πλέον και μια ακόμη μορφή εγκληματικότητας που προκύπτει από τη δράση των διεθνών οργανισμών (π.χ. ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, κ.λπ.). Για τη διάκριση μεταξύ «οργανωμένης συμπεριφοράς» και «οργάνωσης» βλ. F.B. Simon, Εισαγωγή στη Συστημική Θεωρία των Οργανώσεων, ό.π., σ. 5-23. Για την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία δεν συνεπάγεται την αυτοτελή οργανωσιακή ευθύνη της αλλά αποκλειστικά και μόνο την ποινική ευθύνη όσων συμμετέχουν σε αυτήν βλ. τη συγκριτική έρευνα του Α. Mustafa, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης σε κείμενα διεθνούς ποινικού δικαίου, Διδ. Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών – Τμήμα Νομικής, 2008, ιδίως σ. 143 επ. Ειδικά για το πλαίσιο διαμόρφωσης και την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης στο Άρθρο 187§1 ελλΠΚ βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία: σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, Β΄ έκδ., 2007, σ. 33 επ.
  63. A. Liazos, “The Poverty of the Sociology of Deviance: Nuts, Sluts, and Preverts”, Social Problems, Vol. 20, 1972-1973, σ. 111 επ.
  64. Ibid., σ. 113.
  65. Ibid., σ. 114.
  66. L.S. Schrager and J.F. Short, “Toward a Sociology of Organizational Crime”, ό.π., σ. 409-411. H.C. Finney and H.R. Lesieur, “A Contingency Theory of Organizational Crime”, ό.π., σ. 256-259. E. Gross, “Organizational Crime: A Theoretical Perspective”, στο: N. Denzin (ed.), Studies in Symbolic Interaction, Greenwitch: Jai Press, 1978, σ. 58-61. A.J. Reiss and M. Tonry, “Organizational Crime”, στο: M. Tonry and A.J. Reiss (eds.), Beyond the Law. Crime in Complex Organizations, Special Issue of Crime and Justice, Vol. 18, 1993, σ. 3-8.
  67. G.E. Reed and P.C. Yeager, “Organizational Offending and Neoclassical Criminology: Challenging the Reach of a General Theory of Crime”, Criminology, Vol. 34, 1996, σ. 363 επ. Έτσι και σε σχέση με το εταιρικό έγκλημα, που προσεγγίζεται ως μορφή οργανωσιακού εγκλήματος, οι S.S. Simpson and N. Leeper Piquero, “Low Self-Control, Organizational Theory and Corporate Crime”, LSR, Vol. 36, 2002, σ. 512 επ.
  68. L.S. Schrager and J.F. Short, “Toward a Sociology of Organizational Crime”, ό.π., σ. 409-410.
  69. Βλ. supra υποσημ. 29 Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόθεση των ατόμων που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο και για λογαριασμό μιας οργάνωσης εξακολουθεί να είναι χρήσιμη στην ανάλυση του οργανωσιακού εγκλήματος, ως ένδειξη πλέον για τον προσδιορισμό των αναπτυσσόμενων πολιτικών προς την επίτευξη των οργανωσιακών σκοπών.
  70. E. Gross, “Organizational Crime: A Theoretical Perspective”, ό.π., σ. 56-57. H.C. Finney and H.R. Lesieur, “A Contingency Theory of Organizational Crime”, ό.π., σ. 269-270.
  71. E. Gross, “Organizational Crime: A Theoretical Perspective”, ό.π., σ. 56-58 (οποίος μάλιστα υποστηρίζει ότι «όλες οι οργανώσεις είναι εγγενώς εγκληματογενείς»). D. Vaughan, “Toward Understanding Unlawful Organizational Behavior”, Michigan Law Review, Vol. 80, 1982, σ. 1378 επ.. J. Braithwaite, “Criminological Theory and Organizational Crime”, ό.π., σ. 336-339. L.W. Sherman, Scandal and Reform, ό.π., σ. 11-14.
  72. J. Braithwaite, “Criminological Theory and Organizational Crime”, ό.π., σ. 339 επ.
  73. H.C. Finney and H.R. Lesieur, “A Contingency Theory of Organizational Crime”, ό.π., σ. 275 επ. J. Braithwaite, “Criminological Theory and Organizational Crime”, ό.π., σ. 347 επ. D. Vaughan, Controlling Unlawful Organizational Behaviour, ό.π., σ. 88 επ. H. Elonheimo, Understanding Organizational Wrongdoing, ό.π., σ. 44 επ.
  74. C. Perrow, “The Analysis of Goals in Complex Organizations”, American Sociological Review, Vol. 26, 1961, σ. 854-856. Κατά ανάλογο τρόπο, ο Etzioni διακρίνει μεταξύ δεδηλωμένων και πραγματικών στόχων. A. Etzioni, A Comparative Analysis of Complex Organizations, ό.π., σ. 122-125. Αυτή τη διάκριση υιοθετεί στην ουσία και ο Sherman όταν χαρακτηρίζει τους παρεκκλίνοντες στόχους των τυπικών οργανώσεων ως «πραγματικούς». L.W. Sherman, Scandal and Reform, ό.π., σ. 7-11.
  75. R.C. Kramer, “Corporate Crime: An Organizational Perspective”, στο: P. Wickman and T. Dailey (eds.), White-Collar and Economic Crime. Multidisciplinary and Cross-National Perspectives, Lexington: Lexington Βooks, 1982, σ. 81-83.
  76. M.D. Ermann and R.J. Lundman, “Corporate and Governmental Deviance: Origins, Patterns, and Reactions”, ό.π., σ. 5. Πρβλ. και την ανάλυση του Melossi γύρω από την αλλαγή που συντελείται σε βάθος χρόνου σε σχέση με την αναπαράσταση του εγκλήματος και του εγκληματία. Όπως περαιτέρω διευκρινίζεται, ως «αναπαράσταση» νοείται η περιγραφική σύλληψη του εγκληματία ως διαφορετικού «τύπου» με συγκεκριμένα ηθικά, φυσικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τόσο στην εγκληματολογία όσο και στην κοινή γνώμη σε ορισμένο χωροχρόνο. Οι αναπαραστάσεις δε που παράγονται κάθε φορά εξαρτώνται από τη διάδραση που αναπτύσσεται μεταξύ κοινωνικής δομής και πολιτισμικού περιβάλλοντος. D. Melossi, “Changing representations of the criminal”, British Journal of Criminology, Vol. 40, 2000, σ. 298-299.
  77. H.C. Finney and H.R. Lesieur, “A Contingency Theory of Organizational Crime”, ό.π., σ. 256-257. H. Elonheimo, Understanding Organizational Wrongdoing, ό.π., σ. 25-43. Πρβλ. L.S. Schrager and J.F. Short, “How Serious a Crime? Perceptions of Organizational and Common Crimes”, στο: G. Geis and E. Stotland (eds.), White-Collar Crime. Theory and Research, ό.π., σ. 14-31.
  78. D. Vaughan, “Beyond Macro- and Micro-Levels of Analysis, Organizations, and the Cultural Fix”, στο: H.N. Pontell and G. Geis (eds.), International Handbook of White-Collar and Corporate Crime, New York: Springer, 2007, σ. 4.
  79. R. C. Kramer, “Corporate Crime: An Organizational Perspective”, ό.π., σ. 80-90.
  80. Για την ανάγκη διεύρυνσης της κατηγορίας του δράστη ώστε να περιλάβει και τις οργανώσεις βλ. A.K. Cohen, “Criminal Actors: Natural Persons and Collectivities”, στο: New Directions in the Study of Justice, Law, and Social Control, Prepared by the School of Justice Studies, Arizona State University, New York-London: Plennum Press, 1990, σ. 101-125. E. Gross, “Organizations as Criminal Actors”, στο: P.R. Wilson and J. Braithwaite (eds.), Two Faces of Deviance, ό.π., σ. 199-213. Για μια συνοπτική παρουσίαση του τρόπου απόδοσης ευθύνης σε οργανώσεις βλ. M.T. Lee and J.A. Gailey, “Attributing Responsibility for Organizational Wrongdoing”, στο: H.N. Pontell and G. Geis (eds.), International Handbook of White-Collar and Corporate Crime, ό.π., σ. 50-77. Για τον τρόπο εφαρμογής της ιδέας στην περίπτωση των επιχειρήσεων και εταιρειών E. Hochstedler (ed.), Corporations as Criminals, Beverly Hills-London-New Delhi: Sage, 1984.
  81. T. Isaacs, Moral Responsibility in Collective Contexts, Oxford: Oxford University Press, 2011, pp. 5-6.
  82. M. Moore, “The Moral and Metaphysical Sources of the Criminal Law”, στο: J.R. Pennock and J. M. Chapman (eds.), Criminal Justice, New York-London: New York University Press, 1985, σ. 11-51.
  83. S. Blackburn, “Individualism”, στο: The Oxford Dictionary of Philosophy, Oxford University Press, 1996, Oxford Reference Online: www.oxfordreference. com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t98.e1227. Βλ. επίσης J.W.N. Watkins, “Historical Explanations in the Social Sciences”, British Journal for the Philosophy of Science, Vol. 8, 1957, σ. 106. D.-H. Ruben, The Metaphysics of the Social Word, London: Routledge & Kegan Paul, 1985, σ. 131 επ. Η αντίθετη προσέγγιση ονομάζεται ολισμός (holism). Βλ. P. Baert, Philosophy of the Social Sciences, UK: Polity Press, 2005, σ. 108.
  84. Έτσι και ο Τ. Φιλιππίδης, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, ό.π. σ. 18-27. Βλ. σχετικά και Ν. Μπιτζιλέκης, Η συμμετοχική πράξη, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 1990. Πρβλ. τις παρατηρήσεις για την επικινδυνότητα της επιχειρηματικής δράσης από Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 11-48.
  85. Για μια εκτενή παρουσίαση της δικαιοκρατικής-δικαιοπολιτικής φύσεως επιχειρημάτων που θεμελιώνουν το εκσυγχρονιστικό αίτημα L. Garcia Martin, Prolegómenos para la lucha por la modernización y expansión del Derecho penal y para la crítica del discurso de resistencia, ό.π. Στην Ελλάδα βλ. Α. Παπανεοφύτου, Ποινικό Δίκαιο, Κράτος και Τεχνολογικοί Κίνδυνοι, Τόμος Α’, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1997. Α. Παπανεοφύτου, «Ποινικό δίκαιο και ποινικό δόγμα υπό το πρίσμα των σύγχρονων αξιώσεων προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης», ΠΧρ, 1998 (ΜΗ), σ. 849-869. Ν. Μπιτζιλέκης, «Προβληματισμοί της ποινικής δογματικής στην καμπή της χιλιετίας», Υπερ, 2000, σ. 117-144. Α. Παπανεοφύτου, «Κριτική προσέγγιση της λειτουργίας των αρχών του φιλελεύθερου ποινικού δόγματος σε σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας», στο: Ν. Κουράκης (επιμ.), Οι Ποινικές Επιστήμες στον 21ο Αιώνα. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Διονύσιο Σπινέλλη, Β’ Τόμος, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2001, σ. 743-790. Ν. Μπιτζιλέκης, «Το τιμωρητικό και το φιλελεύθερο στοιχείο στο ποινικό δίκαιο», ό.π, σ. 289-297. Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 109 επ.
  86. Βλ. γενικά Ι.Α. Γεωργάκης, Ιδεοπολιτικοί Ορίζοντες του Σύγχρονου Ποινικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1991, Ν. Κουράκης, Ποινική Καταστολή, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 3η εκδ., 1997. Λ. Κοτσαλής και Δ. Κιούπης (επιμ.), Ιστορία του Ποινικού Δικαίου και των Ποινικών Θεσμών, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007.
  87. Ν. Μπιτζιλέκης, «Προβληματισμοί της ποινικής δογματικής στην καμπή της χιλιετίας», ό.π., σ. 117. Α. Παπανεοφύτου, «Κριτική προσέγγιση της λειτουργίας των αρχών του φιλελεύθερου ποινικού δόγματος σε σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας», ό.π., σ. 744. Πρβλ. και Ι. Γιαννίδης, «Επιστήμη, επιστήμη του δικαίου και νομική δογματική», ΝοΒ, σ. 253-269, ιδίως 262 επ. Το ερώτημα αυτό φυσικά δεν υπονοεί ότι το ποινικό δίκαιο αποτελεί ένα στατικό κανονιστικό σύστημα. Βλ. π.χ. την εξέλιξη που έχει συντελεστεί στην έννοια και τη δόμηση του εγκλήματος Λ. Κοτσαλής, Η Δόμηση του Εγκλήματος, Αθήνα: “Δίκαιο & Οικονομία” – Π.Ν. Σάκκουλας, 2003. Πρβλ. και Ν.Γ. Δημητράτου, «Προβλήματα ποινικής δογματικής στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας», ΠΧρ, 2000 (Ν), σ. 381-384. Α. Χαραλαμπάκης, «Διαχρονικά και επίκαιρα προβλήματα του Ποινικού Δικαίου», ΠΛογ, 2002, σ. 11-23. Ι. Γιαννίδης, «Η χρησιμότητα και επάρκεια της Δογματικής του Ποινικού Δικαίου στο κατώφλι του 21ου αιώνα», ΠΧρ, 2002 (ΝΒ), σ. 580-582. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό δόγμα και διεθνοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης – Πρόοδος ή οπισθοδρόμηση;», ΠΧρ, 2004 (ΝΔ), σ. 865-869. Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 3-10.
  88. Για μια κριτική αξιολόγηση αυτής της τάσης: J.-M. Silva Sanchez, La expansión del Derecho Penal, 2ª Edición revisada y ampliada, Madrid: Civitas, 2001. B. Mendoza Buergo, El Derecho Penal en la Sociedad del Riesgo, Madrid: Civitas, 2001.
  89. Βλ. γενικά Τ. Φιλιππίδης, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, ό.π. σ. 43-61. Θ.Γ. Κουτσουμάρη, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων», Δικαιοσύνη, 1970, σ. 111 επ. Α. Παπανεοφύτου, «Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;», ό.π., σ. 195-223. Σ. Παπαγεωργίου-Γονατάς, «Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη Νομικών Προσώπων; Υπέρ του θεσμού», ΠΛογ, 4/2002, σ. 1625-1626. C. WELLS, Corporations and Criminal Responsibility, New York: Oxford University Press, 2nd edn, 2001. C. Harding, Criminal Enterprise, ό.π. Επί ειδικών ζητημάτων: Σ. Αλεξιάδης, Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως πρόβλημα αντεγκληματικής πολιτικής, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1981, σ. 58 επ., 64. Σ.Α. Κάτσιος, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Η γεωπολιτική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος: Το φαινόμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 1998, σ. 287-288. Κ. Βουγιούκας, Το ποινικόν δίκαιον των ειδικών ποινικών νόμων: Τόμος Δ’ – Οικονομικόν Ποινικόν Δίκαιον, Γενικό Μέρος, ε’ έκδ., 1986, σ. 121 επ. Ν. Κουράκης, Τα Oικονομικά Eγκλήματα I. Βασικά ζητήματα της οικονομικής εγκληματικότητας και του οικονομικού ποινικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2η εκδ., 1998, σ. 262 επ. Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων, ό.π., σ. 78-106. Η ΕΕΠΔ στο συνέδριο με θέμα την ποινική προστασία του περιβάλλοντος κατέληξε στο ακόλουθο πόρισμα: «ειδικά η θεματική του ποινικού δικαίου του περιβάλλοντος επιβάλλει μια επανεξέταση της δυνατότητας ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 18/1988 Σύσταση της Επιτροπής των ευρωπαίων Υπουργών Δικαιοσύνης». Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου, Ποινική προστασία του περιβάλλοντος, Πρακτικά του ε’ πανελλήνιου συνεδρίου, Αθήνα: “Δίκαιο & Οικονομία” – Π.Ν. Σάκκουλας, 1996, σ. 166 (πόρισμα υπ’ αρ. 8). Για τις λύσεις που έχουν προκρίνει διάφορες έννομες τάξεις: H. De Doelder and K. Tiedemann (eds.), Criminal Liability of Corporations, The Hague-London-Boston: Kluwer Law International, 1996. A. Eser, G. Heine and B. Huber (eds.), Criminal Responsibility of Legal and Collective Entities, Freiburg im Breisgau: iuscrim edition, 1999. S. Adam, N. Colette-Basecqz and M. Nihoul (éd.), La responsabilité pénale des personnes morales en Europe, Bruxelles: La Charte, 2008. Θ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο γαλλικό ποινικό δίκαιο», ό.π., σ. 945-950. Η ποινική ευθύνη νομικών προσώπων προβλέπεται και σε πληθώρα διεθνών κειμένων, όπως στο εγκαταλειφθέν τελικά Corpus Juris ποινικών διατάξεων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, σε διάφορες Αποφάσεις-Πλαίσια της τελευταίας που αποβλέπουν στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, της περιβαλλοντικής εγκληματικότητας, κ.λπ. Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Corpus Juris και τυποποίηση του Ποινικού φαινομένου στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ό.π. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Το Ποινικό Δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλας, 2003, σ. 46 επ. Α.Η. Δημάκης, «Η ποινική ευθύνη της εταιρείας», ό.π., σ. 218-222. Σ. Παύλου, (επιμ.), Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα Ποινικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ: Αποφάσεις – Πλαίσια, Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας, 2005. Α.Κ. Συκιώτη, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων», ΠοινΔικ, 1/2010, σ. 94 επ. Ν. Λίβος, «Ευθύνη των επιχειρήσεων και των διοικητών τους για οικονομικά εγκλήματα: Ένα παράδειγμα σύγχρονου σχεδιασμού του ποινικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση», στο: Σύγχρονες Εξελίξεις του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Ποινικού Δικαίου, Πρακτικά Συνεδρίου 27-28 Νοεμβρίου 2009, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 97 επ. G. Vermeulen, W. De Bond, and C. Ryckman, C., Liability of legal persons for offences in the EU, Antwerpen-Apeldoorn-Portland: Maklu, 2012.
  90. F. Bricola, “Il costo del principio «societas delinquere non potest» nell’attuale dimensione del fenomeno societario”, RIDPPP, Anno XIII, 1970, σ. 951-1031.