Άξονες μιας σύγχρονης ποινικής αντεγκληματικής πολιτικής κατά της δωροδοκίας και της δωροληψίας στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΙΟΥΒΑΣ

Άξονες μιας σύγχρονης ποινικής

αντεγκληματικής πολιτικής κατά

της δωροδοκίας και της δωροληψίας

στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΙΟΥΒΑΣ*

Η διαμόρφωση μίας αποτελεσματικής και ταυτόχρονα δικαιοκρατικά ορθολογικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς με ποινικά μέσα, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, αποτελεί ένα από τα βασικά διακυβεύματα της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής.[1] Πριν αναδειχθεί η προβληματική και καταδειχθούν προτεινόμενες λύσεις αξίζει να σκιαγραφηθεί η σχέση ποινικού δικαίου, εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής τόσο γενικά ως βάση διεπιστημονικής συνεργασίας όσο και ειδικά ως όρος μίας σύγχρονης ολιστικής θεώρησης στην καταπολέμηση της δωροδοκίας και της δωροληψίας στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι πρωτίστως να αναδειχθεί η ανάγκη για αμφίδρομο εγκληματολογικό και ποινικό εμπλουτισμό της αντεγκληματικής προβληματικής γενικά αλλά και ειδικά στη μάχη κατά της διαφθοράς.

  1. Γενικά για τη σχέση ποινικού δικαίου, εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής στη μάχη κατά της διαφθοράς

Η αντεγκληματική πολιτική συνιστά σήμερα ένα ευρύ και σύνθετο πεδίο λόγων και πρακτικών. Ενώ αρχικά ο όρος „αντεγκληματική πολιτική“ αναφερόταν κυρίως στις κατασταλτικές κρατικές πολιτικές,[2] προοδευτικά το πεδίο διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει επιμέρους κοινωνικές πολιτικές του κράτους.[3] Το Συμβούλιο της Ευρώπης ορίζει την αντεγκληματική πολιτική αντιστοίχως ευρέως ως «το σύνολο των μέτρων που τείνουν στην προστασία της κοινωνίας από την εγκληματικότητα, στη φροντίδα για τη μελλοντική εξέλιξη του εγκληματία και στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του θύματος».[4] Υπό την έννοια αυτή η   αντεγκληματική πολιτική «αναφέρεται αφενός μεν στον καθορισμό των κοινωνικών καταστάσεων και γεγονότων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Συστήματος Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης και αφετέρου στα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη και την καταστολή τους»[5]. Αφορά επομένως τόσο το στάδιο της πρωτογενούς εγκληματοποίησης ή απεγκληματοποίησης υπό την έννοια της κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας που συνίσταται στην αξιολόγηση ορισμένων αγαθών για τα οποία θεσπίζονται ή καταργούνται ποινικοί κανόνες, όσο και της δευτερογενούς εγκληματοποίησης (κατ’ ακριβολογία ποινικοποίησης) ή αποποινικοποίησης, δηλαδή της διαδικασίας που αφορά τη δραστηριοποίηση ή μη του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και όλων των εξωποινικών φορέων (π.χ. διοικητικές δομές, θεραπευτικές μονάδες, λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών») που συμμετέχουν στην αντίδραση κατά του εγκλήματος.

1.1. Ο εγκληματολογικός φαινότυπος της διαφθοράς ως αφετηρία της ποινικής αντεγκληματικής έρευνας

Από τη διευρυμένη αυτή έννοια της αντεγκληματικής πολιτικής προκύπτει η σημασία για την ποινική έρευνα της κατανόησης των κοινωνικών και οικονομικοπολιτικών συνιστωσών του εγκληματικού φαινομένου και εν προκειμένω της διαφθοράς.[6] Για να κατανοηθεί το κοινωνικό και οικονομικοπολιτικό υπόβαθρο των πράξεων δωροληψίας και δωροδοκίας πρέπει όμως καταρχάς να μελετηθεί ο εγκληματολογικός φαινότυπος των εγκλημάτων διαφθοράς. Μόνο αν διαπιστωθούν επιστημονικά και τεκμηριωμένα τα χαρακτηριστικά του εγκληματικού φαινομένου τη διαφθοράς είναι δυνατόν να δοθεί πειστική νομική/ποινικοδικαιική απάντηση στο πρόβλημα με τη θέσπιση αποτελεσματικών ποινικών νόμων.

Η ανάλυση της εγκληματικής πραγματικότητας αποτελεί ταυτόχρονα τόσο νομιμοποιητική βάση και αφετηρία της ποινικοποίησης όσο και καταγραφή της αποτελεσματικότητας της κρατικής συστημικής αντίδρασης στην πραγματικότητα αυτή. Με άλλα λόγια το έγκλημα ως εμπειρική εγκληματολογική πραγματικότητα προκαλεί την αντίδραση του οργανωμένου κράτους δια του εγκλήματος ως νομο-θετικής ποινικής κατασκευής. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ποινική αρχή της νομιμότητας (“κανένα έγκλημα, καμία ποινή, χωρίς προγενέστερο νόμο που να το προβλέπει”) καθιστά τα δυσδιάκριτα όρια αιτίου και αιτιατού το πρώτον σαφή: αφετηρία (αλλά και κατάληξη) αποτελεί το ποινικό δίκαιο. Το έγκλημα και η ποινή, ως κεντρικά μεγέθη (μαζί με το έννομο αγαθό) του ποινικού δικαίου καθορίζονται αυθεντικά από το ίδιο το ποινικό δίκαιο. Δεν υπάρχουν πριν ή έξω από αυτό. Το Δίκαιο είναι ένα “αυτοναναφορικό”, “αυτοποιητικό”, αυτοδημιουργούμενο σύστημα το οποίο καθορίζει το ίδιο τι είναι “δίκαιο”.[7] Η πραγματικότητα αυτή οφείλει ωστόσο να μην εκτρέπεται σε ανελεύθερους αυτοματισμούς και αυτιστικές νομοθετικές πρακτικές, ιδίως όταν αφορά το πεδίο του ποινικού δικαίου.

Η καταγραφή και ανάλυση της πραγματικότητας της διαφθοράς, των αξιοποιήσιμων ποινικά εμπειρικών δεδομένων των εγκλημάτων διαφθοράς ως συμπεριφορών είναι η βάση της ανάλυσης και κατανόησης της θετικής αποτύπωσης αυτής της πραγματικότητας στον ποινικό νόμο, της τυποποίησης δηλαδή μέρους[8] των παρατηρούμενων συμπεριφορών ως αξιόποινων συμπεριφορών.

Είναι αδύνατος ο αποτελεσματικός έλεγχος και η δίωξη των αξιόποινων συμπεριφορών διαφθοράς τόσο από τον διοικητικό ελεγκτικό μηχανισμό όσο και από τους φορείς του Συστήματος Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης αν πρώτα δεν γίνει κατανοητή η σύνθετη πραγματικότητα του “συστήματος“ της διαφθοράς. Πρέπει π.χ. ο ανακριτής σε μία ποινική υπόθεση απιστίας πολιτικού αξιωματούχου ή ανακριβούς δήλωσης περιουσιακών στοιχείων (πόθεν έσχες) εφοριακού υπαλλήλου να μπορεί να εμβαθύνει στην αναζήτηση του ενδεχομένως ευρύτερου εγκληματικού πλαισίου τέλεση της πράξης ερευνώντας και στοιχεία αξιόποινης δωροληψίας του πολιτικού προσώπου ή του υπαλλήλου και αντίστοιχα αξιόποινης δωροδοκίας. Η εμπειρική διαπίστωση πιθανής συνάφειας της δωροδοκίας και της δωροληψίας με άλλα εγκλήματα διευκολύνει αμφίδρομα την ανακριτική εξιχνίαση όλων των συναφών εγκλημάτων. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται και η πιθανή ανάγκη συνεργασίας και συντονισμού των περισσότερων ελεγκτικών και διωκτικών μηχανισμών.

Η ανάλυση του εγκληματολογικού φαινοτύπου της διαφθοράς είναι επομένως αξιοποιήσιμη σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Αφενός de lege lata αποκτά μεγάλη σημασία τόσο σε επίπεδο ουσιαστικού ποινικού δικαίου για την εξέταση της ποινικής τυποποίησης των οικείων συμπεριφορών όσο και σε επίπεδο δικονομικού ποινικού δικαίου για τη βελτιστοποίηση των μηχανισμών ελέγχου και δίωξης τους. Αφετέρου de lege ferenda αποτελεί προϋπόθεση για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του ισχύοντος ποινικού θεσμικού πλαισίου και τη διατύπωση προτάσεων ποινικής αντεγκληματικής πολιτικής, εφόσον διαπιστωθούν ανεπάρκειες.

Παρά τις ανωτέρω θεμελιώδεις διαπιστώσεις οι περισσότερες προσεγγίσεις και προτάσεις αντιμετώπισης της διαφθοράς στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από έλλειψη διεπιστημονικότητας και κατ’ επέκταση συστηματικότητας.[9] Στην Ελλάδα παρατηρείται, δυστυχώς, έλλειμμα εμπειρικής (evidence based) εγκληματολογικής και ποινικής τεκμηρίωσης και κατ’ επέκταση ανεπαρκής διασύνδεση θεωρητικών πορισμάτων και πράξης. Οι έρευνες στατιστικής καταγραφής του φαινομένου της διαφθοράς στην Ελλάδα αφορούν κατά κύριο λόγο τις αντιλήψεις (perceptions) του γενικού κοινού ή συγκεκριμένων κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων για τη διαφθορά,[10] είναι δηλαδή συνήθως έρευνες κοινής γνώμης, και μόνο αποσπασματικά αφορούν τη στατιστική καταγραφή, κατηγοριοποίηση και αξιολόγηση περιστατικών καθ΄ εαυτήν διαφθοράς. Αξιοσημείωτες προσπάθειες που εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία είναι οι γενικές έρευνες κοινής γνώμης που διεξάγει σχετικά συστηματικά (2007-2013) η μη κυβερνητική οργάνωση “Διεθνής Διαφάνεια- Ελλάς”, ενώ πρόσφατα άρχισαν να διεξάγονται στοχευμένα και ειδικές έρευνες γνώμης, όπως π.χ. αυτή της ερευνητικής ομάδας της Καθηγήτριας Καϊάφα-Γκμπάντι σχετικά με την άποψη λειτουργών της δικαιοσύνης, της διοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών για τη διαφθορά[11] ή των Καθηγητών Κ. Δ. Σπινέλλη (2011)[12] και Κουράκη (2014)[13] σχετικά με τις αντιλήψεις φοιτητών για τη διαφθορά. Η συμβολή των ερευνών αυτών στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι μεν σημαντική, οι σχετικές προσπάθειες πρέπει όμως – υπό το πρίσμα πάντοτε μίας διεπιστημονικής ολιστικής προσέγγισης – να εντατικοποιηθούν.

1.2. Ποινικός αντεγκληματικός λόγος και ποινική αντεγκληματική πράξη κατά της διαφθοράς

Η ποινική αντεγκληματική πολιτική (penal policy) ως ειδικότερο μεν, βασικό δε πεδίο της αντεγκληματικής πολιτικής (criminal policy) συντελείται σε δύο επίπεδα: αφενός σε επίπεδο ποινικού λόγου (penal discourses) σχετικά με την καταπολέμηση του εγκλήματος και αφετέρου σε επίπεδο ποινικής πράξης, ποινικών πρακτικών (penal practices).

Ο ποινικός λόγος διατυπώνεται άλλοτε εξωσυστημικά από τα μέσα ενημέρωσης και τους εκπροσώπους των ποινικών επιστημών και άλλοτε ενδοσυστημικά από τους επισήμους φορείς αντεγκληματικής πολιτικής με την έννοια ουσιαστικά των φορέων του Συστήματος Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης. Τον ενδοσυστημικό ποινικό λόγο τον συναντάμε στις Αιτιολογικές Εκθέσεις των ποινικών νόμων, στις δηλώσεις των επισήμων φορέων, των Υπουργών και των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων. Ο ενδοσυστημικός ποινικός λόγος κατά της διαφθοράς στην Ελλάδα καταγράφεται εκτεταμένα στο πρόγραμμα «Διαφάνεια» της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Οι ποινικές πρακτικές της αντιδιαφθοράς εντοπίζονται πρωτίστως στους σχετικούς ποινικούς νόμους. Οι ποινικές πρακτικές της αντεγκληματικής πολιτικής είναι ουσιαστικά ένα υποσύστημα των κοινωνικών πρακτικών της αντεγκληματικής πολιτικής, δηλαδή των συμπεριφορών εκείνων, οι οποίες στοχεύουν στην αναζήτηση λύσεων και τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φορείς του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Τέτοιες ποινικές πρακτικές είναι π.χ. οι πρακτικές των εισαγγελέων ποινικής δίωξης κατά το νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων διαφθοράς των κατηγορουμένων, οι πρακτικές των δικαστών κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων επί υποθέσεων διαφθοράς.[14]

Στις πρακτικές αυτές των φορέων του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να προστεθούν αφενός οι πρακτικές των φορέων του συστήματος θέσπισης ποινικού δικαίου, δηλαδή οι ποινικές πρακτικές της νομοθετικής μας εξουσίας με την έννοια των ποινικών  νόμων ως κατ’ εξοχήν πηγή ποινικής αντεγκληματικής πολιτικής.

Αφετέρου θα γίνει κατωτέρω αναφορά στο ποινικοδικονομικό σύστημα αντιμετώπισης της διαφθοράς, δηλαδή στους μηχανισμούς έλεγχου, δίωξης και τιμώρησης των εγκλημάτων διαφθοράς.  Οι ποινικοδικονομικές ελεγκτικές και διωκτικές ρυθμίσεις εντάσσονται στο σύστημα της ποινικής αντεγκληματικής πολιτικής και αποτελούν μορφή επίσημης ενδοσυστημικής ποινικής αντίδρασης στη διαφθορά.

  1. Συστηματική προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου της διαφθοράς

Η μελέτη των ποινικών νόμων κατά της διαφθοράς πρέπει να είναι τόσο συστηματική όσο συστηματικά εκδηλώνεται και το εγκληματικό φαινόμενο της δωροδοκίας και της δωροληψίας. Η διαφθορά είναι πρωτίστως πρόβλημα συστηματικό. Από την κοινωνιολογική και εγκληματολογική σκοπιά δεν αρκεί ένα πρόσωπο για την εμφάνιση του φαινομένου. Κάθε δωρολήπτης προϋποθέτει έναν δωροδότη. Ο δράστης του εγκλήματος της δωροληψίας υπαλλήλου «ζητεί ή λαμβάνει» ωφελήματα από κάποιον άλλον που «προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει» ωφελήματα. Συνήθως απέναντι στον δράστη της δωροληψίας υπαλλήλου (235 ΠΚ) θα βρίσκεται ο δράστης της δωροδοκίας υπαλλήλου (236 ΠΚ). Η συναλλαγή προϋποθέτει τουλάχιστον δύο πρόσωπα. Αν παρατηρήσουμε μάλιστα καλύτερα τον εγκληματολογικό φαινότυπο της διαφθοράς θα διαπιστώσουμε ότι οι συμμέτοχοι στη διαφθορά είναι συνήθως πολλοί περισσότεροι. Πρόκειται για ένα σύστημα περισσοτέρων εγκλημάτων, ένα «εγκληματικό σύστημα», του οποίου η καταπολέμηση μόνο εξίσου συστηματικά μπορεί να επιτευχθεί.

Για την καλύτερη αντίληψη του εγκληματικού συστήματος της διαφθοράς αρκεί να παρακολουθήσει κανείς μία συνήθη εγκληματική πορεία, όπως αυτή εκτυλίσσεται σε τέσσερις εγκληματικούς χρόνους. Έστω ότι κάποιος επιχειρηματίας φοροδιαφεύγει συστηματικά. Η αξιόποινη κατ’ άρθρο 17 ν. 2523/1997 υποβολή ανακριβών φορολογικών δηλώσεων εισοδήματος[15] τελείται σε έναν πρώτο χρόνο. Εφοριακός υπάλληλος που υπηρετεί στο τμήμα ελέγχου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. διαπιστώνει την απόκρυψη εισοδημάτων κατά τη διενέργεια ελέγχου. Συμφωνεί με τον φοροφυγά επιχειρηματία και λαμβάνει χρηματικό ωφέλημα προκειμένου να παραλείψει να διαπιστώσει την παράβαση στο πόρισμα του φορολογικού ελέγχου. Η πράξη δωροληψίας του εφοριακού είναι αξιόποινη κατ΄ άρθρο 235 ΠΚ και η πράξη δωροδοκίας του επιχειρηματία αξιόποινη κατ΄ άρθρο 236 ΠΚ. Εν προκειμένω τα τελούμενα σε έναν δεύτερο χρόνο στενά εννοούμενα εγκλήματα διαφθοράς αποσκοπούν στη συγκάλυψη του πρότερου εγκλήματος της φοροδιαφυγής.

Σε έναν τρίτο εγκληματικό χρόνο ο εφοριακός καταθέτει μεγάλο μέρος του δώρου στον τραπεζικό λογαριασμό της φοροτεχνικού συζύγου του με σκοπό να συγκαλύψει την παράνομη προέλευση των χρημάτων εν γνώσει της συζύγου του. Πρόθεσή τους είναι αργότερα να αγοράσουν με τα χρήματα αυτά ακίνητο στην ανήλικη κόρη τους και έτσι να δυσχεράνουν ακόμα περισσότερο την εξακρίβωση της δωροληψίας. Η πράξη της τραπεζικής κατάθεσης συνιστά αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων από το προγενέστερο «βασικό» έγκλημα της δωροληψίας. Η πράξη αυτή του λεγόμενου ξεπλύματος χρήματος τιμωρείται κατ΄ άρθρο 45 σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3 περ. γ΄ ν. 3691/2008.

Για να ολοκληρωθεί η απόπειρα συγκάλυψης της δωροληψίας τόσο ο εφοριακός υπάλληλος όσο και η σύζυγός του, οι οποίοι είναι πρόσωπα υπόχρεα σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (δήλωση «πόθεν έσχες») κατ΄ άρθρο 1 παρ. 1 περ. λα΄ ν. 3213/2003, παραλείπουν να δηλώσουν την αύξηση της περιουσίας τους στην ετήσια δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης και έτσι καθίστανται αξιόποινοι κατ΄ άρθρο 6 ν. 3213/2003.[16] Η παράβαση «πόθεν έσχες» τελείται στον τέταρτο και τελευταίο εγκληματικό χρόνο της ανωτέρω εγκληματικής πορείας.

Όλες οι ανωτέρω εγκληματικές ενέργειες συνθέτουν το Εγκληματικό Σύστημα της Διαφθοράς. Συνιστούν κρίκους στην αλυσίδα ενός σύνθετου εγκληματικού φαινομένου, το οποίο γίνεται ακόμα πιο σύνθετο, όταν σε αυτό εμπλέκονται περισσότερα πρόσωπα (λογιστές, προϊστάμενοι και υφιστάμενοι εφοριακοί υπάλληλοι κ.λπ.) ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, δηλαδή μιας δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση εγκλημάτων δωροδοκίας/δωροληψίας. Η σύσταση ή η ένταξη σε μία τέτοια εγκληματική οργάνωση (στενά εννοούμενης) διαφθοράς, η οποία ως εγκληματική ενέργεια θα προτασσόταν χρονικά των ανωτέρω εγκληματικών χρόνων/σταδίων, εξακολουθεί, δυστυχώς, να μην είναι αξιόποινη κατ΄ άρθρο 187 ΠΚ στερώντας έτσι από το μέτωπο κατά της διαφθοράς το διωκτικά ιδιαίτερα αποτελεσματικό ποινικοδικονομικό οπλοστάσιο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος (πρβλ. πάντως και άρθρο 253Β ΚΠΔ). Εξίσου ανεπαρκής έως ανύπαρκτη είναι η ποινικοποίηση στην Ελλάδα των λεγόμενων λογιστικών εγκλημάτων διαφθοράς, για τα οποία περισσότερα εκτίθενται κατωτέρω.

  1. Άξονες μίας σύγχρονης ποινικής αντεγκληματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς

3.1. Συστηματικότητα των ποινικών υποστάσεων των εγκλημάτων διαφθοράς

Η σύλληψη της διαφθοράς ως εγκληματικού συστήματος και όχι ως μεμονωμένου εγκλήματος των άρθρων 235 και 236 ΠΚ θα οδηγήσει και σε διαφορετική ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου. Ενώ το ελληνικό ποινικό δίκαιο προβλέπει το αξιόποινο στα περισσότερα από τα ανωτέρω εγκληματικά στάδια, εντούτοις το αξιόποινο αυτό δεν λαμβάνει υπόψη του το ειδικό εγκληματικό άδικο που πραγματώνουν οι δράστες υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από δωροδοκία, λογιστικών εγκλημάτων κλπ. Το προστιθέμενο αυτό άδικο εν είδει υποκειμενικού στοιχείου του αδίκου έγκειται στο σκοπό διευκόλυνσης ή συγκάλυψης της στενά εννοούμενης πράξης διαφθοράς. Το συστηματικό αυτό έλλειμμα εκδηλώνεται σε επίπεδο ουσιαστικού ποινικού δικαίου με την ελλιπή νομοτυπική και ουσιαστική διασύνδεση των επιμέρους εγκλημάτων του συστήματος της διαφθοράς.

Αυτονόητο ότι το έλλειμμα αυτό που αποτελεί έκφραση προβληματικής σύλληψης και ελλείπουσας συνοχής της αντεγκληματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς διατρέχει το σύνολο της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας κατά της διαφθοράς και εκδηλώνεται τόσο στενά ποινικοδικονομικά όσο και ευρύτερα σε επίπεδο σύλληψης, δημιουργίας και οργάνωσης αποτελεσματικών ελεγκτικών και διωκτικών μηχανισμών κατά της διαφθοράς. Το παράδειγμα των λογιστικών εγκλημάτων διαφθοράς είναι χαρακτηριστικό αυτής της έλλειψης συνοχής της αντεγκληματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς και αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς.

Υπό τον όρο λογιστικά εγκλήματα διαφθοράς νοούνται τα λογιστικά εγκλήματα, δηλαδή τα εγκλήματα τα σχετικά με τα φορολογικά βιβλία και στοιχεία και τις οικονομικές καταστάσεις (ισολογισμοί κ.λπ.) των επιχειρήσεων, τα οποία τελούνται προς διευκόλυνση ή απόκρυψη ενός στενά εννοούμενου εγκλήματος διαφθοράς, δηλαδή δωροληψίας ή δωροδοκίας. Η σημασία της αποτελεσματικής ποινικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων αυτών είναι κομβική, αφού στην πράξη οι περισσότερες περιπτώσεις της λεγόμενης μείζονος διαφθοράς (grand, high-level corruption), δηλαδή της διαφθοράς εκείνης που σε αντίθεση με την ελάσσονα διαφθορά (petty, low-level corruption) είναι μεγάλης κλίμακας, δηλαδή τελείται με ωφελήματα μεγάλης αξίας, και συνήθως αφορά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, δηλαδή πολιτικούς αξιωματούχους ή ανώτερους ή ανώτατους υπαλλήλους και στελέχη[17], προϋποθέτουν τη λογιστική τους υποστήριξη, με την έννοια τόσο της εκ των προτέρων προετοιμασίας όσο και της εκ των υστέρων απόκρυψης ή συγκάλυψης. Ο δραστικός περιορισμός των συναλλαγών με μετρητά τα τελευταία χρόνια και η σύγχρονη τάση για περαιτέρω περιορισμό καθιστά τη διακίνηση λογιστικού χρήματος μονόδρομο για τους μείζονες διαφθορείς και διεφθαρμένους.

Η ανάγκη επιβολής κυρώσεων στους δράστες των λογιστικών εγκλημάτων διαφθοράς αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα και ανάγεται μάλιστα από τις διεθνείς συμβάσεις κατά της διαφθοράς σε υποχρέωση των επιμέρους κρατών μερών στις συμβάσεις. Χαρακτηριστικά είναι τόσο το άρθρο 8[18] της Σύμβασης του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές[19], όσο και το άρθρο 14[20] της Σύμβασης Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά (Criminal Law Convention on Corruption) του Συμβουλίου της Ευρώπης[21]. Μάλιστα η Ελλάδα είχε ενεργοποιήσει τις ανωτέρω διεθνείς υποχρεώσεις της ανάγοντας τα σχετικά αδικήματα σε εγκλήματα με τις διατάξεις του άρθρου Τρίτου του ν. 2656/1998[22] και του άρθρου Ογδόου του ν. 3560/2007[23] αντίστοιχα.

Ωστόσο τα ανωτέρω εγκλήματα καταργήθηκαν με το άρθρο Πρώτο υποπαράγραφος ΙΕ.20 περ. 3 και 11 αντίστοιχα του ν. 4254/2014 για να «συγκεραστούν» κατά τη διατύπωση της Αιτιολογικής Έκθεσης του ανωτέρω νόμου[24] σε ένα νέο έγκλημα, το οποίο τυποποιείται πλέον στην υποπαράγραφο ΙΕ.19 του ν. 4254/2014 ως εξής:

«Όποιος, με σκοπό τη διευκόλυνση, απόκρυψη ή συγκάλυψη κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 159Α παρ. 1, 236 παράγραφοι 1 και 2, 237 παρ. 2, 237Α παρ. 2 και 237Β παράγραφο 1 του Ποινικού Κώδικα: α) τηρεί λογαριασμούς εκτός των βιβλίων της επιχείρησής του, β) διενεργεί συναλλαγές εκτός βιβλίων ή ανεπαρκώς προσδιορισμένες σε αυτά, γ) καταχωρίζει ανύπαρκτες δαπάνες ή υποχρεώσεις, ή δ) καταρτίζει ή χρησιμοποιεί τιμολόγιο ή άλλο λογιστικό έγγραφο με αναληθές περιεχόμενο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.»

Προσεκτική σύγκριση των καταργηθέντων με τη νεοεισαχθείσα διάταξη καθιστά σαφή την τάση αποποινικοποίησης. Πέραν της μείωσης του πλαισίου ανώτατης ποινής από τα πέντε στα τρία έτη (πρβλ. την υποχρεωτική αναστολή εκτέλεσης ποινών έως τρία έτη κατ΄ άρθρο 99 ΠΚ), παρατηρούμε ότι πλέον στο πεδίο της διάταξης περιλαμβάνεται η διευκόλυνση, απόκρυψη ή συγκάλυψη μόνο πράξεων δωροδοκίας και όχι και δωροληψίας (άρθρο 235 ΠΚ), όπως παλαιότερα. Περαιτέρω απεγκληματοποιήθηκε η τέλεση λογιστικών παραβάσεων με σκοπό την υποστήριξη του ξεπλύματος εσόδων από εγκλήματα διαφθοράς.

Το αντεγκληματικό οξύμωρο των ανωτέρω αποποινικοποιήσεων επιτείνουν οι εντελώς ανεπαρκείς αντεγκληματικά λοιπές διατάξεις του ελληνικού λογιστικού ποινικού δικαίου[25]. Οι λοιπές δυνατότητες τιμώρησης των δραστών λογιστικών εγκλημάτων διαφθοράς στη βάση της συμμετοχής (απλής συνέργειας) σε πράξη διαφθοράς ή των διατάξεων περί υπόθαλψης εγκληματία (231 ΠΚ) κλπ. σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μίας σύγχρονης και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς.

3.2. Οι ποινικές κυρώσεις των εγκλημάτων διαφθοράς

Το ελληνικό ποινικό δίκαιο παρά τα ανωτέρω αναδειχθέντα ελλείμματα συστηματικής συνοχής θεμελιώνει ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, το αξιόποινο στα βασικά στάδια του εγκληματικού Συστήματος της διαφθοράς. Εντούτοις οι προβλεπόμενες ποινές αποδεικνύονται στην πράξη αναποτελεσματικές και μη αποτρεπτικές. Αυτό καταδεικνύουν οι περιορισμένες σε σχέση με την έκταση του φαινομένου αμετάκλητες καταδίκες για υποθέσεις διαφθοράς, που είναι ακόμα λιγότερες σε επίπεδο μείζονος διαφθοράς. Καμία μάχη κατά της διαφθοράς δεν θα είναι όμως νικηφόρα όσο οι ποινές κατά της διαφθοράς δεν έχουν δύο χαρακτηριστικά:

α) Αυστηρότητα της ποινής. Οι προβλεπόμενες ποινές για εγκλήματα διαφθοράς πρέπει να είναι ανάλογες με το εγκληματικό άδικο των πράξεων, δηλαδή αυστηρές. Ο κακουργηματικός χαρακτήρας ενός εγκλήματος είναι δηλωτικός της βάναυσης διάρρηξης των όρων κοινωνικής συμβίωσης από την εγκληματική συμπεριφορά. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να αποφασίσει το βαθμό απαξίας που θέλει να προσδίδει η έννομη τάξη στα εγκλήματα διαφθοράς. Οι ευνοϊκές για τους δράστες πλημμελημάτων διατάξεις περί αναστολής εκτέλεσης των ποινών και μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές (βλ. άρθρα 99 επ. ΠΚ, άρθρο 82 ΠΚ) στην πράξη και κατ’ αποτέλεσμα μόνο κατ΄εξαίρεση θα οδηγήσουν τον δράστη πλημμελήματος διαφθοράς στη στέρηση της ελευθερίας του, σε καθεστώς προσωρινής κράτησης κλπ.

β) Βεβαιότητα της ποινής. Η αυστηρότητα της ποινής καταλήγει ψευδεπίγραφη και στερείται κάθε αποτρεπτικής δράσης και γενικοπροληπτικής αποτελεσματικότητας, όταν η επιβολή της ποινής είναι εντελώς αβέβαιη, αν όχι απίθανη. Ποινή στην αντίληψη της κοινωνίας, αλλά και των δραστών, είναι μόνο η στερητική της ελευθερίας ποινή που εκτίεται στην πράξη. Επιεικείς κατά τα ανωτέρω ποινές εξομοιώνονται επομένως με αβέβαιες ποινές και στερούν από το ποινικό δίκαιο την κεντρική σημασία του στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Ο πρόσφατος νόμος 4312/2014 («Ρύθμιση δεσμευμένων ή κατασχεμένων χρηματικών απαιτήσεων και μετρητών και άλλες διατάξεις») έρχεται με την εισαγωγή ενός ιδιότυπου και δυστυχώς εν μέρει ανασφαλούς στην εφαρμογή του καθεστώτος ποινικής «συνδιαλλαγής» να επιτείνει την αβεβαιότητα.

Αυτονόητο ότι ένα σύστημα ποινικών κυρώσεων κατά της διαφθοράς πρέπει να τελεί σε διάλογο και να συμπληρώνει κυρωτικά ένα σύστημα πρωτίστως διοικητικών αλλά και αστικών κυρώσεων κατά της διαφθοράς. Η δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε βάρος των εμπλεκόμενων σε εγκλήματα διαφθοράς νομικών προσώπων – επιχειρήσεων είναι κομβικής σημασίας για την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς και στο δημόσιο τομέα, αφού ο διαφθορέας συνήθως θα εντοπίζεται στον ιδιωτικό τομέα. Σημαντική και συμπληρωματική προς τα ανωτέρω είναι και η καθιέρωση ενός αποτελεσματικού συστήματος ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων (asset recovery)[26] ως προϊόντων των στενά αλλά και των ευρέως εννοούμενων εγκλημάτων διαφθοράς.

3.3. Ποινικοδικονομικές ρυθμίσεις κατά της διαφθοράς

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση προϋποθέτει σε αντιστοίχηση με τη συστηματική συνοχή του ουσιαστικού ποινικού δικαίου τη διαλειτουργικότητα των ποινικοδικονομικών ρυθμίσεων σχετικά με τα ευρέως εννοούμενα εγκλήματα διαφθοράς, όπως αυτά περιγράφονται ανωτέρω. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν την κυρίως ποινική δίκη αλλά πρωτίστως και πιο σημαντικά την ποινική προδικασία. Ο καίριος ρόλος των μηχανισμών προληπτικού ελέγχου και ανακριτικής δίωξης των εγκλημάτων του Συστήματος της διαφθοράς προϋποθέτει ενοποίηση και εναρμόνιση φορέων και ελεγκτικών/διωκτικών μηχανισμών, ενίσχυση της μεταξύ τους συνεργασίας και άρση τυχόν συγκρούσεων αρμοδιοτήτων.

Παρατηρείται σήμερα κατακερματισμός των ελεγκτικών και διωκτικών μηχανισμών ανά πεδίο δράσης/τομέα διαφθοράς (φορολογία, υγεία κ.λπ.) και υποκείμενο ελέγχου (πολιτικά πρόσωπα, προσωπικό αστυνομίας, λιμενικού σώματος κ.λπ.). Ο Εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς[27], ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος[28], το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος[29], η Οικονομική Αστυνομία[30], η Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες[31], ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης[32], η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας[33] και άλλοι πολλοί φορείς συνεμπλέκονται ελεγκτικά και διωκτικά στην καταπολέμηση της διαφθοράς με συχνά αμφίβολα αποτελέσματα.

Στην ανάγκη αυτή για συντονισμό των φορέων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της διαφθοράς ανταποκρίθηκε αρχικά ο Έλληνας νομοθέτης με τη θέσπιση με τον ν. 4152/2013[34] του Εθνικού Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και των υποστηρικτικών αυτού Σωμάτων, της Συντονιστικής Επιτροπής και του Συμβουλευτικού Σώματος, στο οποίο μετείχαν προσωπικότητες με ειδικές γνώσεις, τεχνογνωσία και εμπειρία στην καταπολέμηση της διαφθοράς.  Το δύσκολο αυτό έργο της διαμόρφωσης μίας Εθνικής Στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου (πολιτικό, κυβερνητικό, δικαστικό, διοικητικό) και ιδιωτικού τομέα αλλά και του επιχειρησιακού συντονισμού των ελεγκτικών και διωκτικών φορέων κατά της διαφθοράς ανατέθηκε αργότερα σε ειδικό Υπουργό Επικρατείας[35], ενώ σήμερα, μετά την κατάργηση του τελευταίου, την εποπτεία ασκεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται πλέον και η νεοσυσταθείσα Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (ΓΕ.Γ.ΚΑ.Δ.)[36]. Η πολιτεία καλείται να αποδείξει έμπρακτα την προσήλωσή της στον αγώνα κατά της διαφθοράς υποστηρίζοντας, στελεχώνοντας και χρηματοδοτώντας επαρκώς τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς που δραστηριοποιούνται κατά της διαφθοράς. Η πολιτική βούληση πρέπει να είναι συνεχής και διαρκής. Οι δράσεις πρέπει να υλοποιούνται αξιοποιώντας το επιστημονικό και επιχειρησιακό προσωπικό δυναμικό και με συνέργεια θεωρίας και πράξης.

  1. Αντί επιλόγου

Το ελληνικό ποινικό δίκαιο κατά της διαφθοράς θέτει τον επιστήμονα και εφαρμοστή του δικαίου προ πολλών ερμηνευτικών δυσχερειών και αντεγκληματικών διλημμάτων. Τα λόγια του Μυλωνόπουλου[37] συνιστούν το απαύγασμα της γενικότερης σύγχρονης ποινικής προβληματικής που εκδηλώνεται par excellence στα εγκλήματα διαφθοράς: “Σήμερα, μάλιστα, το έργο του δικαστή επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο: το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πλησμονή ποινικοποιήσεων και η διαφαινόμενη απαξίωση των ατομικών δικαιωμάτων εν ονόματι των αναγκών για λυσιτελή καταπολέμηση του διεθνούς εγκλήματος, όχι μόνον καλούν σε αφύπνιση της νομικής συνείδησης, αλλά και αναδεικνύουν εκ νέου την αξία της ποινικής δογματικής και των σύγχρονων μεθοδολογικών εργαλείων, ώστε να ενδυναμώνεται η ασφάλεια δικαίου και η εμπιστοσύνη των κοινωνών στην έννομη τάξη. Δικαίως λοιπόν έλεγαν οι παλαιότεροι: “θεωρία χωρίς πράξη είναι χωλή, πράξη χωρίς θεωρία είναι τυφλή”. Προσυπογράφοντας τις ανωτέρω διαπιστώσεις, οφείλουμε ωστόσο αναφορικά με την ποινική αντεγκληματική πολιτική στο πεδίο καταπολέμησης της διαφθοράς να παρατηρήσουμε την ανάγκη για συνδρομή της νομικής συνείδησης και προς μια άλλη κατεύθυνση: αυτήν της ανάσχεσης της απαξίωσης και διασπάθισης του δημοσίου πλούτου, της αναστροφής της πρακτικής γενικευμένης ατιμωρησίας και της ενδυνάμωσης της εμπιστοσύνης των κοινωνών στην απονομή “δίκαιης” και “ηθικής” δικαιοσύνης. Η δικαιοπολιτική πρόταση για ενδυνάμωση του ποινικού δικαίου κατά της διαφθοράς ενέχει, δυστυχώς, το κατ’ αντιστοιχία ανάστροφο συμπέρασμα από την παρατήρηση του Nietzsche: “Όσο μεγαλώνει η δύναμη και η αυτεπίγνωση μιας κοινωνίας, τόσο το ποινικό δίκαιο γίνεται πάντα μαλακότερο.”[38] Όσο η δύναμη και η αυτεπίγνωση της ελληνικής κοινωνίας υστερούν, τόσο πρέπει ο φιλελεύθερος εγγυητικός προσανατολισμός να συμπληρώνεται στο πεδίο της ποινικής καταπολέμησης της διαφθοράς από τον κοινωνικό προστατευτικό προσανατολισμό[39] στην υπηρεσία ενός διφυούς εθνικού στόχου: της ενδυνάμωσης της ανάπτυξης και της δημοκρατίας.

* Λέκτορας Ποινικού Δικαίου, Επιστημονικός Διευθυντής Κέντρου Ποινικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

  1. Ο τιμώμενος Καθηγητής κ. Νέστορας Κουράκης ερευνά εις βάθος εδώ και πολλά χρόνια τη σχετική θεματική καταγράφοντας τα σχετικά πορίσματα στην αρθρογραφία του, βλ. ενδεικτικά Κουράκη, Η Διαφθορά ως Πρόβλημα της Ελληνικής Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΠοινΛογ 2002, 1 επ., Courakis, Attitudes in Greece regarding corruption and towards ways of coping with it, Εγκληματολογία 2014, σ. 142 επ., αλλά και σε συλλογικά έργα με την επιμέλεια του, βλ. ενδεικτικά Κουράκη/Κ.Δ.Σπινέλλη/Ζάγουρα (επιμ.), Διαφάνεια και καταπολέμηση της διαφθοράς, 2012, του ιδίου/ Σαμαρά-Κρίσπη, Δημόσια Διοίκηση και Διαφθορά: Το πρόβλημα και οι τρόποι επίλυσής του, 2015. Ο τιμώμενος συμμετείχε ενεργά και στην χάραξη της ενδοσυστημικής ποινικής αντεγκληματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς με την άσκηση επί διετία (2013 – 2015) της Προεδρίας του Συμβουλευτικού Σώματος του Εθνικού Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, του οποίου ο γράφων είχε την τιμή να διατελέσει Μέλος.
  2. Ο Feuerbach όρισε την αντεγκληματική πολιτική στο βιβλίο του Manuel de droit pénal, 1803, ως «το σύνολο των κατασταλτικών διαδικασιών μέσω των οποίων το κράτος αντιδρά στο έγκλημα», όπως αναφέρεται σε DelmasMarty M. (1991) [1983], Πρότυπα και τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής, μτφρ. X. Ζαραφωνίτου, σ. 27.
  3. Για παράδειγμα ο εγκληματολόγος Ferri στο έργο του Sociologica criminale, 1880, αναφέρθηκε στα «υποκατάστατα της ποινής», στην καταπολέμηση των κοινωνικών πηγών του εγκλήματος, στη λήψη δηλαδή κοινωνικών μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής, εκτός του ποινικού κώδικα. Βλ. σχετικά και Κουράκη, Βάσεις και τάσεις της συγχρόνου αντεγκληματικής πολιτικής, σε: Kουράκη (επιμ.), Αντεγκληματική Πολιτική, 1994, σ. 475 επ.
  4. Conseil de l’Europe, La participation du public à la politique criminelle. Strasbourg, 1984, όπως αναφέρεται σε Τσήτσουρα , Α., Σχέσεις μεταξύ αντεγκληματικής πολιτικής και εγκληματολογικής έρευνας, σε: Κουράκη (επιμ.), Αντεγκηματική Πολιτική 1994, σ . 63.
  5. Νικολόπουλος, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής . Το «πρόγραμμα» της Χάγης και η εφαρμογή του, 2008, σ. 9.
  6. Την ανάγκη ένταξης του ποινικού προβληματισμού στο πλαίσιο μίας ευρύτερης κοινωνικής – οικονομικοπολιτικής προσέγγισης αναδεικνύουν ξεκάθαρα οι ακόλουθες δικαιοπολιτικές σκέψεις του Παπανεοφύτου, Ποινικό δίκαιο, κράτος και τεχνολογικοί κίνδυνοι, Τόμος Α΄: Η γενικότερη δικαιοπολιτική, η νομοθεσία και νομολογία στο πεδίο της ποινικής προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης, 1997, σ. 157 επ.: “Η ιδιαίτερη ενασχόληση με την κοινωνιολογική προσέγγιση –και μάλιστα, όπως θα γίνει αντιληπτό, στη διευρυμένη πολιτικοοικονομική της διάστασή της– της θεματικής αυτής της μελέτης δεν πρέπει να ξαφνιάζει. Και προ πάντων δεν είναι αδικαιολόγητη. Καταρχήν, η αποκατάσταση επαφής, όχι μόνο του ποινικού δικαίου αλλά και όλων των δικαιικών κλάδων, με τα κοινωνικά δεδομένα οφείλει να είναι αναγκαίο συμπλήρωμα κάθε νομικής έρευνας. Η θέση αυτή θεμελιώνεται στην αδιαμφισβήτητη εξάρτηση των κανόνων του δικαίου, στο σύνολό τους, από τους κοινωνικού όρους που υπαγορεύουν, σε τελική ανάλυση, τη θέσπισή τους. Χωρίς αυτήν την επαφή δεν είναι δυνατή ούτε η κατανόηση της νομοθετικής βούλησης ούτε και η αξιολόγηση των σκοπών και της αποτελεσματικότητας του εκάστοτε ισχύοντος κανονιστικού συστήματος (…). Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν πρόκειται για μια ποινική μελέτη που στρέφεται στην εξέταση της προβληματικής της παρεχόμενης ποινικής προστασίας σε τομείς (…) όπου, κατεξοχήν, εντοπίζονται οι συνέπειες της λειτουργίας του κοινωνικού – οικονομικοπολιτικού συστήματος. Εκεί, η συνάρτηση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, σχέσεων και ανταγωνισμών αναδεικνύεται σε επιστημονικό μονόδρομο προκειμένου να κατανοηθούν οι νομοθετικές παρεμβάσεις και οι στόχοι των δικαιικών ρυθμίσεων και –σε επίπεδο ποινικού δικαίου– της εκάστοτε εφαρμοζόμενης αντεγκληματικής πολιτικής. ”
  7. Όπως παρατηρεί ο σημαντικός Γερμανός κοινωνιολόγος-φιλόσοφος και βασικός εκφραστής της συστημικής θεωρίας (Systemtheorie) αλλά και θεμελιωτής της σχολής της συστημικής ανάλυσης του δικαίου Niklas Luhmann, Das Rechts der Gesellschaft, 1993, σ. 143: “Δίκαιο είναι αυτό, που το Δίκαιο καθορίζει ως Δίκαιο”. Στη γερμανική ποινική θεωρία συναντάται συχνότατα η ρήση, εν είδει πλαισίου αναφοράς, του Franz von Liszt, Strafrechtliche Aufsätze und Vorträge, Band 2, 1905, σ. 80, ότι “το Ποινικό Δίκαιο είναι ο ανυπέρβλητος φραγμός της αντεγκληματικής πολιτικής”.
  8. Ο εξ ορισμού εξαιρετικός και αποσπασματικός χαρακτήρας του ποινικού δικαίου αντανακλάται στη θεμελιώδη αρχή της ποινικής αντεγκληματικής πολιτικής για τη χρήση του ποινικού δικαίου ως ύστατου μέσου ελέγχου (ultima ratio).
  9. Αξιοσημείωτη συστηματική ερευνητική εργασία στο πεδίο του ποινικού δικαίου αποτελεί πάντως το έργο υπό την επιστημονική εποπτεία της Καθηγήτριας Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι, Οικονομικό έγκλημα & διαφθορά στο δημόσιο τομέα, Τόμος 1ος: Αξιολόγηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, 2014.
  10. Πρβλ. σχετικά και Lambropoulou, The relevance of perceptions of corruption to crime prevention in Greece, Εγκληματολογία 2014, 145 επ.
  11. Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι (επιστ. επιμ.), Οικονομικό έγκλημα & διαφθορά στο δημόσιο τομέα, Τόμος 2ος: Η οπτική λειτουργών της δικαιοσύνης, της διοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών – Δικαιοσυγκριτικά δεδομένα, 2014.
  12. Για τα πορίσματα βλ. Κ.Δ. Σπινέλλη, Στάσεις και αντιλήψεις φοιτητών/τριών απέναντι στη διαφθορά. Πρόδρομες σημειώσεις σε μια ανιχνευτική έρευνα του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών ΕΚΠΑ, σε: Κουράκης / Κ. Δ. Σπινέλλη/Ζάγουρα (επιμ.), Διαφάνεια και καταπολέμηση της διαφθοράς, 2012, σ.173 επ.
  13. Βλ. Courakis, Attitudes in Greece regarding corruption and towards ways of coping with it, Εγκληματολογία 2014, 142, 143.
  14. Βλ. σχετικά ενδελεχώς Νικολόπουλο, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέας αντεγκληματικής πολιτικής . Το «πρόγραμμα» της Χάγης και η εφαρμογή του, 2008, σ. 9 επ.
  15. Για το έγκλημα της φοροδιαφυγής βλ. συνοπτικά Δ. Ζιούβα, Φορολογικά Αδικήματα: Νομοθετικοί άξονες, συστηματική θεμελίωση και βασικοί δογματικοί προβληματισμοί του ελληνικού φορολογικού ποινικού δικαίου, σε: Ν. Κουράκης (εκδοτ. επιμ.) / Δ. Ζιούβας (συν.), Οικονομικά Εγκλήματα, Τόμος ΙΙ: Ειδικό Μέρος, 2007, σ. 11 επ.
  16. Αυτοτελές αξιόποινο για την πράξη παράνομου πλουτισμού του εφοριακού υπαλλήλου και της συζύγου του θεμελίωνε περαιτέρω το προβλεπόμενο στο άρθρο 4 ν. 3213/2014 έγκλημα του παράνομου πλουτισμού έως την, κατά την άποψή μας αντεγκληματικά ανακόλουθη, κατάργησή του με το άρθρο Πρώτο υποπαρ. ΙΕ. 20 περ. 10 του ν. 4254/2014. Βλ. σχετικά Α. Δημάκη, Το έγκλημα του «παρανόμου πλουτισμού» (άρθρο 4 Ν. 3213/2003). Με αναφορά και στα άρθρα 19 και 20 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς, ΠοινΧρ 2013, 489 επ. = Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Η ποινική διαχείριση της δωροδοκίας – Δυνατότητες και όρια, Πρακτικά 6ου Συνεδρίου, 2013, σ. 215 επ. Η ποινική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος ήταν πριν την αποποινικοποίησή του η εξής: «1. Υπόχρεος σε δήλωση, ο οποίος επωφελούμενος από την ιδιότητά του αποκτά ή προσπορίζει σε τρίτον αθέμιτο περιουσιακό όφελος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.
  17. Ο υπαίτιος των παραπάνω πράξεων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ: (α) αν το αποκτηθέν ή προσπορισθέν αθέμιτο περιουσιακό όφελος υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ή (β) αν ενεργεί κατ επάγγελμα ή είναι υπότροπος.
  18. Με τις ποινές των παραγράφων 1 και 2 τιμωρούνται και οι τρίτοι που πορίζονται το αθέμιτο όφελος που προκύπτει από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 εν γνώσει της τέλεσης αυτών από τον υπόχρεο σε δήλωση.
  19. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται, εφόσον η πράξη του υπόχρεου σε δήλωση ή του τρίτου δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.»
  20. Για την «προσωποπαγή» αντίληψη περί οικονομικής εγκληματικότητας με άξονα την έννοια του «εγκληματία λευκού περιλαιμίου» κατά Sutherland βλ. Ν. Κουράκη/ Δ. Ζιούβα (συν.), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Τόμος Ι: Γενικό Μέρος, γ΄. έκδ. 2007, σ. 32 επ.
  21. «Άρθρο 8 – Λογιστικοί κανόνες: 1. Για την αποτελεσματική καταπολέμηση της δωροδοκίας των αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών, κάθε Μέρος θα λάβει τα αναγκαία μέτρα εντός του πλαισίου των νόμων και κανονισμών του σχετικά με την τήρηση των βιβλίων και στοιχείων, τη δημοσίευση πληροφοριών για τους ισολογισμούς και τους κανόνες της λογιστικής και του ελέγχου των λογαριασμών για να απαγορεύσουν την τήρηση λογαριασμών εκτός των βιβλίων, τη διενέργεια συναλλαγών εκτός των βιβλίων ή συναλλαγών ανεπαρκώς προσδιορισμένων, την καταχώριση ανύπαρκτων δαπανών, την καταχώριση υποχρεώσεων με λανθασμένο προσδιορισμό του αντικειμένου τους, καθώς επίσης και τη χρήση ψευδών εγγράφων, με σκοπό τη δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών ή την απόκρυψη μιας τέτοιας δωροδοκίας από εταιρίες που υπόκεινται σε αυτούς τους νόμους και κανονισμούς. 2. Κάθε Μέρος θα προβλέψει αποτελεσματικές, αναλογιστικές και αποτρεπτικές αστικές, διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις για τέτοιες παραλείψεις και νοθεύσεις σε σχέση με τα βιβλία, στοιχεία, λογαριασμούς και ισολογισμούς αυτών των εταιριών.»
  22. Η Σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές, η οποία υπεγράφη στο Παρίσι στις 17 Δεκεμβρίου 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 15η Φεβρουαρίου 1999, κυρώθηκε με το άρθρο Πρώτο του νόμου 2656/1998 (ΦΕΚ Α’ 265/1.12.1998, «Κύρωση της Σύμβασης για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές»).
  23. «Λογιστικά αδικήματα: Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να θεσπίσει ως αδικήματα που υπόκεινται σε ποινικές ή άλλες κυρώσεις σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, τις ακόλουθες πράξεις ή παραλείψεις, όταν τελούνται με πρόθεση, και με το σκοπό διάπραξης, απόκρυψης ή συγκάλυψης των αδικημάτων που αναφέρονται στα Άρθρα 2 έως 12, στην έκταση που το Μέρος δεν εξέφρασε επιφύλαξη ή δεν έκανε δήλωση: α. δημιουργία ή χρήση τιμολογίου ή άλλου λογιστικού εγγράφου ή αρχείου που περιέχει ψευδείς ή ελλιπείς πληροφορίες β. παράνομη παράλειψη καταχώρησης πληρωμής.»
  24. Η Σύμβαση Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 27.1.1999 και ετέθη σε ισχύ την 1.7.2002 ως υπ΄ αριθμ. 173 σύμβαση (European Treaty Series) του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ συνοδεύεται από το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση Ποινικού δικαίου για τη Διαφθορά (υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 15.5.2003 και ετέθη σε ισχύ την 1.2.2005 ως ETS υπ΄ αριθμ. 191). Βλ. σχετικά και περαιτέρω στην ιστοσελίδα http://www.coe.int/t/dghl/ cooperation/economiccrime/corruption/default_en.asp. Η Σύμβαση κυρώθηκε από την Ελλάδα με το άρθρο Πρώτο του ν. 3560/2007.
  25. «Άρθρο Τρίτο – Διευκόλυνση ή απόκρυψη τελέσεως δωροδοκίας αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού: Όποιος για να διευκολύνει ή για να αποκρύψει την τέλεση της κατά το άρθρο δεύτερο (σημ.: Δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού) πράξεως: 1. Τηρεί λογαριασμούς εκτός των βιβλίων της επιχείρησής του. 2. Διενεργεί συναλλαγές εκτός βιβλίων ή ανεπαρκώς προσδιορισμένες σε αυτά. 3. Καταχωρίζει ανύπαρκτες δαπάνες ή προσδιορίζει εσφαλμένα το αντικείμενό τους, ή 4. Χρησιμοποιεί έγγραφα με αναληθές περιεχόμενο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.»
  26. Άρθρο Όγδοο ν. 3560/2007: «Λογιστικά αδικήματα: Τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, όποιος καταρτίζει ή κάνει χρήση τιμολογίου ή άλλου λογιστικού εγγράφου ή αρχείου που περιέχει ψευδείς ή ελλιπείς πληροφορίες ή παραλείπει παράνομα την καταχώρηση πληρωμής, αν οι πράξεις αυτές τελούνται για τη διευκόλυνση διάπραξης, απόκρυψης ή συγκάλυψης κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα τρίτο ως και έβδομο του παρόντος νόμου.»Τα άρθρα Τρίτο έως Έβδομο του ν. 3560/2007 προέβλεπαν τα εξής αδικήματα: Δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών, λειτουργών διεθνών οργανισμών κ.λπ., Δωροδοκία μελών αλλοδαπών δημόσιων συνελεύσεων, Ενεργητική και Παθητική Δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, Προσφορά για άσκηση επιρροής, Ξέπλυμα εσόδων από αδικήματα διαφθοράς.
  27. Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» επί της υποπαραγράφου ΙΕ.19: Λογιστικά Αδικήματα, σ. 62.
  28. Για την ελλιπή δογματικά και δικαιοκρατικά ποινική αντιμετώπιση των λογιστικών εγκλημάτων βλ. Ν. Κουράκη/Δ. Ζιούβα, Αδικήματα Ανωνύμων Εταιριών, Συστηματική ερμηνεία, δογματική θεμελίωση και κριτική προσέγγιση του ελληνικού ποινικού δικαίου των ανωνύμων εταιριών (ά. 54-63γ ν. 2190/1920), σε: Ν. Κουράκης (εκδ.) / Δ. Ζιούβας (συν.), Τα οικονομικά εγκλήματα, Τόμος ΙΙ: Ειδικό Μέρος, 2007, σ. 118, 153 επ.
  29. Η ουσιαστική συμβολή του προαναφερθέντος νόμου 4312/2014 προς αυτήν την κατεύθυνση είναι αμφίβολη. Για τις αντεγκληματικές αστοχίες, την έλλειψη ενιαίας ποινικοδογματικής φιλοσοφίας, αλλά και τα πιθανά ερείσματα αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης του ν. 4312/2014 βλ. με ενάργεια Καλφέλη, Μια αποτυχημένη νομοθετική πρωτοβουλία για την “ποινική συνδιαλλαγή”, Το πρόσφατο σχέδιο νόμου που ρυθμίζει την “απόδοση χρημάτων” στο Δημόσιο και την ποινική συνδιαλλαγή, ΠοινΔικ 2014, 284 επ.
  30. Βλ. σχετικά άρθρο 2 ν. 4022/2011 (ΦΕΚ Α΄ 219, 03.10.2011) «Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει μετά τον ν. 4139/2013.
  31. Βλ. σχετικά άρθρο 17Α ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α΄ 179, 11.9.1997) «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις».
  32. Βλ. σχετικά ΠΔ 85/2005 (ΦΕΚ Α΄ 122, 25.5.2005) «Οργάνωση της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠΕΕ) του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών».
  33. Βλ. σχετικά ΠΔ 9/2011 (ΦΕΚ Α΄ 24, 21.2.2011) «Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος».
  34. Για την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης βλ. άρθρο 7 ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166, 5.8.2008) «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις».
  35. Βλ. σχετικά ν. 3074/2002 (ΦΕΚ Α΄ 296, 4.12.2002) «Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Αναβάθμιση του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και του Συντονιστικού Οργάνου Επιθεώρησης και Ελέγχου και άλλες διατάξεις».
  36. Βλ. σχετικά ν. 2713/1999 (ΦΕΚ Α΄ 89, 30.4.1999) «Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις».
  37. Ν. 4152/2013 (ΦΕΚ Α΄ 107, 9.5.2013) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013». Στην παράγραφο ΙΓ του νόμου προβλέπεται η σύσταση του Εθνικού Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και ειδικότερα προβλέπονται τα εξής: «ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΓ.1.: ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ
  38. Συνιστάται θέση Εθνικού Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (Εθνικός Συντονιστής), ο οποίος υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό. Αποστολή του Εθνικού Συντονιστή είναι η διαμόρφωση Εθνικής Στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα (πολιτικό, κυβερνητικό, δικαστικό, διοικητικό), η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της εφαρμογής της στρατηγικής αυτής, καθώς και ο συντονισμός όλων των φορέων που εμπλέκονται στην εφαρμογή της ανωτέρω εθνικής στρατηγικής. Ο Εθνικός Συντονιστής υποστηρίζεται στο έργο του από: α) τη Συντονιστική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και β) το Συμβουλευτικό Σώμα».

Η θέση του Εθνικού Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς καταργήθηκε στις 19.03.2015 με το άρθρο 15 του νόμου 4320/2015 (ΦΕΚ 29 Α΄/ 19.03.2015, «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και άλλες διατάξεις»).

  1. Βλ. Πρωθυπουργική απόφαση υπ΄αριθμ. Υ26 (ΦΕΚ Β΄ 212/6.2.2015):

«Άρθρο 1: Στον Υπουργό Επικρατείας Παναγιώτη Νικολούδη αναθέτουμε τις αρμοδιότητες που αφορούν στη καταπολέμηση της διαφθοράς και τη δίωξη του οικονομικού εγκλήματος. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ο Υπουργός Επικρατείας

α. καταρτίζει συντονισμένα προγράμματα δράσης και ελέγχει την υλοποίηση τους από τους ελεγκτικούς και διωκτικούς μηχανισμούς και σώματα της Διοίκησης,

β. ασκεί τον επιχειρησιακό έλεγχο της Οικονομικής Αστυνομίας, του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), των Υπηρεσιών Εσωτερικού Ελέγχου των Υπουργείων, του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.), και συντονίζει και εποπτεύει τη δράση τους, καθορίζει τις προτεραιότητες των ελεγκτικών τους δράσεων και τους αναθέτει τη διενέργεια συντονισμένων ή επιμέρους ελέγχων και διορίζει από κοινού με τους συναρμόδιους Υπουργούς τον Ειδικό Γραμματέα ΣΔΟΕ και τους επικεφαλής των Υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο αυτό,

γ. εκπροσωπεί τη Κυβέρνηση σε διεθνείς οργανισμούς και όργανα ή/και υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων κρατών για ζητήματα συνεργασίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος.

Άρθρο 2: Στις αρμοδιότητες του Υπουργού Επικρατείας ανήκουν το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.) και το Σώμα Επιθεώρησης Δημοσίων Έργων (ΣΕ.ΔΕ.).»

  1. Βλ. σχετικά ν. 4320/2015: «Άρθρο 6: Συνιστάται Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς ως δημόσια υπηρεσία που υπάγεται στον αρμόδιο Υπουργό Επικρατείας και θέση Γενικού Γραμματέα με βαθμό α΄ της κατηγορίας ειδικών θέσεων που προΐσταται αυτής.

Άρθρο 7 – Αρμοδιότητες ΓΕ.Γ.ΚΑ.Δ.: 1. H Γενική Γραμματεία:

α. Αναλαμβάνει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες και ενέργειες για τη διασφάλιση της συνεκτικότητας και της αποτελεσματικότητας της εθνικής στρατηγικής, με ιδιαίτερη έμφαση στο συντονισμό των ελεγκτικών σωμάτων και την αποτελεσματικότητα των ενεργειών τους και παρέχει σχετικές οδηγίες και συστάσεις.

β. Ορίζεται ως η αρμόδια αρχή για το συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης (AFCOS) σύμφωνα με την παραγράφο 4 του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 (ΕΕ L248).

γ. Συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς και όργανα και υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων κρατών για την εκπόνηση, ανάληψη, χρήση, υλοποίηση προγραμμάτων – στρατηγικών σχεδίων, την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τη λήψη τεχνικής βοήθειας για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης.

δ. Αίρει συγκρούσεις και επιλύει ζητήματα επικαλύψεων αρμοδιοτήτων μεταξύ υπηρεσιών ή φορέων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της διαφθοράς, προτεί- νοντας τις σχετικές λύσεις για την αποτελεσματική επίλυσή τους.»

  1. Με απόφαση του Υπουργού Επικρατείας, καθορίζεται η σύνταξη των αναγκαίων εκθέσεων πεπραγμένων κατά κατηγορία και είδος δράσης, με τις οποίες ενημερώνεται ο Πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι Υπουργοί και υπηρεσίες.

Άρθρο 8

Στη Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς μεταφέρονται, με τις αρμοδιότητες, υπηρεσίες και δομές τους:

α. Το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκη- σης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.).

β. Το Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων (Σ.Ε.Δ.Ε.).»

  1. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος I, Πρόλογος, σ. V, 2007.
  2. Fr. Nietzsche, Η γενεαλογία της ηθικής (Zur Genealogie der Moral, 1887), μτφρ. Δ. Αλεξάνδρου (= Δ. Γληνού), 1941, ΙΙ 10, σ. 72, και νεώτερη μετάφραση των Ζ. Σαρίκα και Λ. Τρουλινού με εισαγωγή της τελευταίας: Συμβολή στη γενεαλογία της ηθικής, 1989, σ. 128.
  3. Την ανάγκη αυτή αποδίδουν με δικαιοπολιτική οξυδέρκεια οι προλογικές παρατηρήσεις του Παπανεοφύτου, Ποινικό δίκαιο, κράτος και τεχνολογικοί κίνδυνοι, Τόμος Α΄: Η γενικότερη δικαιοπολιτική, η νομοθεσία και νομολογία στο πεδίο της ποινικής προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης, 1997, σ. 7 επ: “Η υπερχρέωση από τη διόγκωση των δημοσίων δαπανών και την εκρηκτική αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων έχει ως αποτέλεσμα, σε κοινωνικό επίπεδο, την εντυπωσιακή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Απέναντι σε ένα υπερχρεωμένο και διαρκώς αποστερούμενο οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών κράτος, η ιδιωτική πρωτοβουλία και γενικότερα οι δυνάμεις της κατεστημένης οικονομικής εξουσίας δεν συναντούν σοβαρά εμπόδια στην προώθηση της πολιτικής και των συμφερόντων τους. Στις συνθήκες αυτές, οι όποιες αντίρροπες τάσεις που ανιχνεύονται με τη μορφή νομοθετικού ελέγχου της οικονομίας αποβλέπουν στη διατήρηση από το κράτος, με την επιστράτευση των μηχανισμών του, μιας μερικής πρωτοβουλίας που θα του επιτρέπει να εκπληρώνει, έστω και ελλιπώς, ένα μέρος των προστατευτικών του λειτουργιών και εγγυητικών του υποχρεώσεων. Στα πλαίσια αυτά, ο κίνδυνος κρατικής αυθαιρεσίας … με τη μορφή της ποινικής καταστολής είναι αντικειμενικά ασήμαντος. (…) Η προβολή των δικαιοκρατικών και φιλελεύθερων ενστάσεων που απομειώνουν την προστατευτική επέμβαση του ποινικού δικαίου … προωθεί την καθήλωση του ισχυρότερου μηχανισμού κρατικής καταστολής εκεί όπου κατεξοχήν απειλούνται ζωτικής σημασίας ατομικά και κοινωνικά αγαθά.”